Επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο των ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία

Ο κανονισμός θεσπίζει σε κοινοτικό επίπεδο μια σειρά κοινών κανόνων σχετικά με τις επιλέξιμες δαπάνες για ορισμένες ενέργειες που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Στόχος είναι η διασφάλιση της ομοιόμορφης και δίκαιης λειτουργίας των Διαρθρωτικών Ταμείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο 2000-2006.

ΠΡΑΞΗ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1685/2000 της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2000 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο των ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία [Βλέπε πράξεις τροποποίησης].

Τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1145/2003 της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2003 [Επίσημη Εφημερίδα L 160, 28.06.2003].

ΣΥΝΟΨΗ

Όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών, ο γενικός κανονισμός σχετικά με τα Διαρθρωτικά Ταμεία προβλέπει ότι εφαρμόζονται οι σχετικοί εθνικοί κανόνες για τις επιλέξιμες δαπάνες εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να θεσπίσει μία σειρά κοινών κανόνων.

Οι κανονισμοί που ιδρύουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Χρηματοδοτικό Μέτρο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ) προσδιορίζουν τον τύπο των ενεργειών που αυτά συγχρηματοδοτούν.

Μία δαπάνη είναι επιλέξιμη όταν πραγματοποιείται ανάμεσα στην αρχική ημερομηνία επιλεξιμότητας (η ημερομηνία παραλαβής της αίτησης επιδότησης εκ μέρους της Επιτροπής) και στην τελική ημερομηνία επιλεξιμότητας (ημερομηνία που προβλέπει η απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίνεται η συμμετοχή των Ταμείων).

Οι ισχύοντες κοινοί κανόνες σχετικά με τις επιλέξιμες δαπάνες εφαρμόζονται στο πλαίσιο των ακόλουθων μορφών παρέμβασης των Ταμείων: επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΠ), ενιαία κείμενα προγραμματισμού, υποστήριξη των μέτρων τεχνικής ενίσχυσης και των καινοτομικών δράσεων. Δεν προδικάζουν το Ταμείο από το οποίο θα χρηματοδοτηθεί κάποια ενέργεια. Εξάλλου, τα κράτη μέλη έχουν πάντα τη δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερες εθνικές διατάξεις.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ

Κανόνας αριθ. 1 - Πραγματοποιηθείσες δαπάνες

Κατά γενικό κανόνα οι τελικοί δικαιούχοι είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί ή επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση κάποιας ενέργειας. Στην περίπτωση των καθεστώτων των κρατικών ενισχύσεων ή των οργανισμών που ορίζονται από τα κράτη μέλη οι τελικοί δικαιούχοι είναι οι οργανισμοί οι οποίοι χορηγούν αυτές τις ενισχύσεις στους τελικούς παραλήπτες.

Οι πληρωμές που πραγματοποιούν οι τελικοί δικαιούχοι (προκαταβολή, ενδιάμεσες ή τελικές πληρωμές) είναι πληρωμές σε μετρητά που αποδεικνύονται από τα εξοφλημένα τιμολόγια ή από τα λογιστικά έγγραφα ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας. Αυτή η διάταξη ισχύει με την επιφύλαξη των ρητρών των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί στο πλαίσιο δημόσιων διαγωνισμών. Είναι σύμφωνη προς τους ισχύοντες ειδικούς κανόνες που αφορούν τις επενδύσεις στον δασοκομικό τομέα. Σε ορισμένες περιπτώσεις στις πληρωμές των τελικών δικαιούχων μπορούν να περιληφθούν και άλλα έξοδα ή συνεισφορές:

Οι πληρωμές σε σχέση με τα ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, δανείων και εγγυήσεων θεωρούνται ως δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί.

Οι δαπάνες σχετικά με τις συμβάσεις υπεργολαβίας δεν είναι επιλέξιμες όταν προκαλούν αύξηση του κόστους εκτέλεσης της ενέργειας χωρίς να προσδίδουν πραγματική πρόσθετη αξία ή όταν συνάπτονται με μεσάζοντες ή συμβούλους οι οποίοι αμείβονται με βάση ένα ποσοστό του συνολικού κόστους του έργου.

Κανόνας αριθ. 2 - Λογιστική αντιμετώπιση των εσόδων

Τα έσοδα είναι οι πόροι που προκύπτουν από τις πωλήσεις, τις εκμισθώσεις, τις υπηρεσίες, τα τέλη εγγραφής ή άλλα παρόμοια έσοδα. Τα έσοδα αυτά μειώνουν το ποσό συμμετοχής των Διαρθρωτικών Ταμείων. Με την ολοκλήρωση της ενέργειας το αργότερο τα έσοδα αυτά αφαιρούνται από τις επιλέξιμες δαπάνες της κάθε ενέργειας, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, ανάλογα με το εάν έχουν δημιουργηθεί στο σύνολό τους ή εν μέρει από τη συγχρηματοδοτούμενη πράξη.

Κανόνας αριθ. 3 - Χρηματοοικονομικά, δικαστικά και άλλα έξοδα

Εκτός από την περίπτωση των συνολικών επιδοτήσεων, οι χρεωστικοί τόκοι (εκτός των επιδοτήσεων επιτοκίου για τη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων), οι προμήθειες χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, τα έξοδα συναλλάγματος καθώς και τα υπόλοιπα καθαρά χρηματοοικονομικά έξοδα δεν είναι επιλέξιμα για συγχρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Τα πρόστιμα, οι χρηματικές ποινές και τα έξοδα για την επίλυση διαφορών δεν είναι επίσης επιλέξιμες δαπάνες.

Αντίθετα, τα Διαρθρωτικά Ταμεία μπορούν να συγχρηματοδοτήσουν τα τραπεζικά έξοδα σχετικά με το άνοιγμα και τη διαχείριση των λογαριασμών καθώς και τα έξοδα για τις αμοιβές των νομικών συμβούλων, των συμβολαιογράφων, των τεχνικών ή χρηματοοικονομικών εμπειρογνωμόνων και τα έξοδα λογιστικής παρακολούθησης ή ελέγχου. Το ίδιο ισχύει και για τα έξοδα των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών στο πλαίσιο του προγράμματος PEACE II και των κοινοτικών πρωτοβουλιών (INTERREG III, LEADER+, EQUAL και URBAN II) μετά την αφαίρεση των τόκων επί των προκαταβολών.

Κανόνας αριθ. 4 - Αγορά μεταχειρισμένου εξοπλισμού

Οι δαπάνες για την αγορά μεταχειρισμένου εξοπλισμού είναι επιλέξιμες, εάν ο πωλητής υποβάλει δήλωση με την οποία πιστοποιείται η προέλευση του υλικού και βεβαιώνεται ότι κατά τα προηγούμενα επτά χρόνια ο εξοπλισμός δεν αγοράστηκε με εθνική ή κοινοτική ενίσχυση. Η τιμή αυτού του μεταχειρισμένου εξοπλισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει την αγοραία αξία του και θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από το κόστος όμοιου καινούργιου εξοπλισμού. Ο εξοπλισμός αυτός πρέπει να έχει τα τεχνικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για τη σχετική πράξη.

Κανόνας αριθ. 5 - Αγορά οικοπέδων

Η αγορά μη οικοδομημένου οικοπέδων είναι επιλέξιμη για συγχρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, υπό τον όρο ότι δεν αντιπροσωπεύει πάνω από το 10% του συνολικού ποσού των επιλέξιμων δαπανών. Πρέπει να υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην αγορά του οικοπέδου και στους στόχους της συγχρηματοδοτούμενης πράξης. Θα πρέπει να υπάρχει βεβαίωση από έναν ανεξάρτητο εγκεκριμένο εμπειρογνώμονα ή από έναν ανεξάρτητο επίσημο οργανισμό ότι η τιμή αγοράς του οικοπέδου δεν είναι μεγαλύτερη από την αγοραία αξία του.

Για τις αγορές που αποσκοπούν στη "διατήρηση του περιβάλλοντος" η αρχή διαχείρισης εγκρίνει την αγορά του οικοπέδου καθώς και τη χρησιμοποίησή του επί μία συγκεκριμένη περίοδο για τους στόχους της ενέργειας. Το οικόπεδο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διατεθεί για γεωργική χρήση. Η αγορά γίνεται υπό την ευθύνη κάποιου δημόσιου οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

Κανόνας αριθ. 6 - Αγορά ακινήτων

Ως ακίνητα θεωρούνται τα κτίρια και τα οικόπεδα επί των οποίων έχουν οικοδομηθεί. Η αγορά ακινήτων είναι επιλέξιμη εάν υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην αγορά του ακινήτου και στους στόχους της σχετικής ενέργειας. Κατά τη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών το κτίριο δεν θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο εθνικής ή κοινοτικής επιδότησης. Ένας ανεξάρτητος εγκεκριμένος εμπειρογνώμονας ή ένας επίσημος οργανισμός θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι η τιμή αγοράς του οικοπέδου δεν είναι μεγαλύτερη από την αγοραία αξία του.

Κανόνας αριθ. 7 - ΦΠΑ και λοιποί φόροι και τέλη

Κατά γενικό κανόνα ο ΦΠΑ δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη εκτός εάν βαρύνει πραγματικά και οριστικά τον τελικό δικαιούχο (ή τον τελευταίο παραλήπτη στο πλαίσιο των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων) και όταν τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με την ομοιόμορφη φορολογική βάση ΦΠΑ. Το καθεστώς του τελικού δικαιούχου ή του τελικού παραλήπτη, δημόσιο ή ιδιώτης, δεν λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να προσδιορισθεί εάν ο ΦΠΑ αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη.

Οι υπόλοιποι φόροι, τα τέλη ή οι επιβαρύνσεις (όπως είναι οι άμεσοι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές επί των μισθών και των αμοιβών) που προκύπτουν από τη χρηματοδοτική συμμετοχή των Διαρθρωτικών Ταμείων δεν είναι επίσης επιλέξιμες δαπάνες εκτός εάν επιβαρύνουν πραγματικά και οριστικά τον τελικό δικαιούχο (ή τον τελικό παραλήπτη στο πλαίσιο των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων).

Κανόνας αριθ. 8 - Ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου και ταμεία δανείων

Τα ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, τα ταμεία συμμετοχής στα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου και τα ταμεία δανείων αποτελούν επενδυτικά μέσα που έχουν δημιουργηθεί ειδικά για την παροχή ιδίων κεφαλαίων ή άλλων μορφών κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, περιλαμβανομένων και των δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Τα ταμεία αυτά δημιουργούνται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες που διέπονται από τις συμφωνίες μεταξύ των μετόχων ή ως ανεξάρτητες χρηματοοικονομικές μονάδες στο πλαίσιο υφιστάμενου χρηματοπιστωτικού οργανισμού.

Τα ταμεία αυτά είναι επιλέξιμα για συγχρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία των οποίων η συμμετοχή μπορεί να συνοδεύεται από επενδύσεις ή εγγυήσεις άλλων μέσων κοινοτικής χρηματοδότησης. Σε καμιά περίπτωση η Επιτροπή δεν μπορεί να είναι μέτοχος των ταμείων αυτών.

Οι συγχρηματοδότες ή οι χορηγοί των ταμείων υποβάλουν ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο εκτός των άλλων αναφέρονται η στοχοθετημένη αγορά, οι πιστώσεις, οι όροι και οι προϋποθέσεις της χρηματοδότησης, ο επιχειρησιακός προϋπολογισμός των ταμείων, οι εταίροι συγχρηματοδότες, τα καταστατικά των ταμείων, η ανεξαρτησία των διαχειριστών και οι κανόνες εκκαθάρισης των ταμείων. Η επιτροπή διαχείρισης αξιολογεί προσεκτικά αυτό το πρόγραμμα δραστηριοτήτων.

Τα ταμεία πραγματοποιούν επενδύσεις μόνο στις φάσεις της εγκατάστασης, της εκκίνησης (κεφάλαιο εκκίνησης) ή της επέκτασης των ΜΜΕ και μόνο σε δραστηριότητες τις οποίες θεωρούν ως οικονομικά βιώσιμες. Δεν μπορούν να επενδύσουν σε προβληματικές επιχειρήσεις. Εξάλλου, η συμμετοχή των ταμείων υπόκειται στα ανώτατα όρια που προβλέπει ο γενικός κανονισμός σχετικά με τα Διαρθρωτικά Ταμεία.

Κατά την ολοκλήρωση της πράξης οι επιλέξιμες δαπάνες του ταμείου (τελικός δικαιούχος) αντιστοιχούν στο κεφάλαιο του ταμείου που έχει επενδυθεί ή έχει χορηγηθεί υπό μορφή δανείων σε ΜΜΕ περιλαμβανομένων και των εξόδων διαχείρισης. Τα έξοδα διαχείρισης δεν υπερβαίνουν το 5% κατά μέσο όρο ετησίως του καταβεβλημένου κεφαλαίου.

Η Επιτροπή συνιστά ανεπιφύλακτα την εφαρμογή των ακόλουθων καλών πρακτικών:

Κανόνας αριθ. 9 - Ταμείο εγγυήσεων

Τα ταμεία εγγυήσεων είναι τα χρηματοδοτικά μέσα που παρέχουν στα ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, στα ταμεία δανείων καθώς και στα άλλα καθεστώτα χρηματοδοτήσεων υψηλού κινδύνου εγγυήσεις για την κάλυψη των ζημιών από τις επενδύσεις τους σε ΜΜΕ. Τα ταμεία αυτά μπορεί να είναι ταμεία αμοιβαίων εγγυήσεων που λειτουργούν με κρατική στήριξη και με συμμετοχή ΜΜΕ, ταμεία που λειτουργούν με εμπορικά κριτήρια και με τη συμμετοχή εταίρων του ιδιωτικού τομέα ή ταμεία που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από το δημόσιο τομέα. Η συμμετοχή των Διαρθρωτικών Ταμείων θα πρέπει να συνοδεύεται και από επιμέρους εγγυήσεις που χορηγούν άλλα κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα.

Κατά το παράδειγμα των ταμείων κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου και των ταμείων δανείων, τα ταμεία εγγυήσεων ιδρύονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και η Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει ούτε εταίρος ούτε μέτοχος. Οι συγχρηματοδότες ή οι χορηγοί του ταμείου εγγυήσεων υποβάλουν ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων. Το εναπομένον μετά την κατάρτιση των εγγυήσεων μέρος της συμμετοχής των Διαρθρωτικών Ταμείων πρέπει να χρησιμοποιείται υποχρεωτικά για τις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην ανάπτυξη των ΜΜΕ στην ίδια επιλέξιμη περιοχή.

Κατά το κλείσιμο της παρέμβασης οι επιλέξιμες δαπάνες του ταμείου (του τελικού δικαιούχου) αντιστοιχούν στο μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που είναι αναγκαίο, μετά από ανεξάρτητο έλεγχο, για την κάλυψη των εγγυήσεων που έχουν παρασχεθεί περιλαμβανομένων και των εξόδων διαχείρισης τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 2% κατά μέσο όρο ετησίως του καταβεβλημένου κεφαλαίου.

Κανόνας αριθ. 10 - Χρηματοδοτική μίσθωση

Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο πράξεων χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία υπό τους ακόλουθους όρους:

Κανόνας αριθ. 11 - Δαπάνες για τη διαχείριση και τη λειτουργία

Κατά γενικό κανόνα οι δαπάνες διαχείρισης, λειτουργίας, παρακολούθησης και ελέγχου των Διαρθρωτικών Ταμείων δεν είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση αλλά υπάρχουν και οι ακόλουθες εξαιρέσεις:

Οι δαπάνες για τους μισθούς και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι επιλέξιμες μόνον όσον αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους ή το έκτακτο προσωπικό που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των προαναφερόμενων ενεργειών που είναι επιλέξιμες για κοινοτική ενίσχυση.

Για όλες τις παρεμβάσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων (στόχος 1, στόχος 2, στόχος 3) η κοινοτική χρηματοδότηση σε σχέση με τις δαπάνες υλοποίησης, παρακολούθησης και ελέγχου αποτελεί συνάρτηση του συνολικού ποσού της ενίσχυσης και υπόκειται στα ακόλουθα ανώτατα όρια: α) 2,5% στην περίπτωση συνολικής συμμετοχής που ανέρχεται στα 100 εκατ. ευρώ κατ' ανώτατο όριο, β) 2% στην περίπτωση συνολικής συμμετοχής που κυμαίνεται από 100 έως 500 εκατ. ευρώ, γ) 1% στην περίπτωση συνολικής συμμετοχής που κυμαίνεται από 500 εκατ. μέχρι 1 δισ. ευρώ, δ) 0,5% στην περίπτωση συνολικής συμμετοχής που υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ. Για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες, τις καινοτόμες ενέργειες και το ειδικό πρόγραμμα PEACE II το όριο είναι το 5% της συνολικής συμμετοχής.

Οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο της τεχνικής βοήθειας (μελέτες, σεμινάρια, ενέργειες πληροφόρησης, εξωτερική αξιολόγηση, απόκτηση και εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης/παρακολούθησης/αξιολόγησης) δεν υπόκεινται σε τέτοια ανώτατα όρια.

Κανόνας αριθ. 12 - Επιλεξιμότητα των δαπανών σε συνάρτηση με τον τόπο εκτέλεσης των ενεργειών

Τα Διαρθρωτικά Ταμεία συγχρηματοδοτούν κατά κανόνα τις ενέργειες που εκτελούνται εντός της επιλέξιμης περιοχής. Εξαιρέσεις γίνονται στην περίπτωση που μια περιοχή την οποία αφορά η παρέμβαση επωφελείται εν όλω ή εν μέρει από μια ενέργεια που εκτελείται εκτός της περιοχής αυτής. Στην περίπτωση αυτή η ενέργεια θα πρέπει να εκτελείται μέσα σε μια περιοχή NUTS III (es de en fr) του οικείου κράτους μέλους η οποία γειτονεύει με την επιλέξιμη περιοχή. Οι ανώτατες επιλέξιμες δαπάνες υπολογίζονται με βάση τα αναμενόμενα οφέλη (50% τουλάχιστον) και δεν υπερβαίνουν το 10% των συνολικών επιλέξιμων δαπανών του μέτρου ή το 5% των συνολικών δαπανών της παρέμβασης.

Στην περίπτωση των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το ΧΜΠΑ ή αφορούν απόμακρες περιοχές η επιλεξιμότητα της ενέργειας για συγχρηματοδότηση υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής, η οποία λαμβάνει υπόψη της την εγγύτητα της ενέργειας σε σχέση με την περιοχή, τα αναμενόμενα οφέλη για την περιφέρεια και το ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών σε σχέση με τις προβλεπόμενες συνολικές δαπάνες.

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1685/2000 ισχύουν αναδρομικά από τις 5 Αυγούστου 2000.

Μετρα εφαρμογης

Πράξη

Θέση σε ισχύ

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών

Επίσημη εφημερίδα

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1685/2000

05.08.2000

-

L 193, 29.07.2000

Πράξη (εις) τροποποίησης

Θέση σε ισχύ

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών

Επίσημη εφημερίδα

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1145/2003

05.07.2003

-

L 160, 28.06.2003

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2004

11.03.2004

-

L 72, 11.03.2004

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 1994 για τις παρατυπίες και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στα πλαίσια της χρηματοδότησης των διαρθρωτικών πολιτικών, καθώς και την οργάνωση ενός συστήματος πληροφόρησης στον τομέα αυτό [Επίσημη Εφημερίδα L 178, 12.07.1994].

Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2035/2005 [Επίσημη Εφημερίδα L 328, 15.12.2005]. Οι διατάξεις αυτού του κανονισμού ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2006.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 02.01.2006