Ουγγαρία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2001 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 700 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 505 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 705 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό- SEC(2001) 1748 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό- SEC(2001) 1404 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στην γνώμη που εξέδωσε τον Ιούλιο του 1997, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρούσε ότι οι απαραίτητες δομές στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων είχαν δημιουργηθεί, αλλά ότι ο αντίκτυπος και η αποτελεσματικότητά τους ήταν δύσκολο να αξιολογηθούν. Η Επιτροπή διαπίστωνε επίσης ότι η Ουγγαρία ήταν σε θέση να συμμορφωθεί προς τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατά τα προσεχή έτη, υπό την επιφύλαξη ότι οι πρόοδοι θα εξακολουθήσουν με τον ίδιο ρυθμό και ότι αποτελεσματικά προγράμματα κατάρτισης και θεσμικής ανάπτυξης θα εφαρμοστούν στα κυριότερα όργανα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις. Επιπλέον, είχε τονίσει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων με την υιοθέτηση ενός συστήματος χορήγησης θεωρήσεων ανάλογο με εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την άσκηση μιας πολιτικής στον τομέα του ασύλου χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς και με επαρκή μέσα.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 1998, διαπιστώθηκε η ικανότητα της Ουγγαρίας να προχωρήσει περαιτέρω στην ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα αυτό και, ιδίως, να επικεντρώσει τις προσπάθειές της σε δύο βασικά κενά που έχουν σχέση με τις βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες της προενταξιακής στρατηγικής και τα οποία επεσήμανε η γνώμη του Ιουλίου 1997: διαχείριση των συνόρων και πολιτική ασύλου χωρίς γεωγραφικό περιορισμό.

Η έκθεση του Οκτωβρίου 1999 διαπίστωσε ότι η Ουγγαρία έχει πραγματοποιήσει μερικά βήματα προόδου στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στους τομείς της αστυνομίας και της καταπολέμησης της διαφθοράς, ενώ, όσον αφορά τη μετανάστευση, τα ναρκωτικά και τη δικαιοσύνη, η πρόοδος ήταν μικρότερη. Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε καμία βελτίωση στους τομείς των ελέγχων στα σύνορα και του δικαιώματος ασύλου.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή διαπίστωσε την επίτευξη προόδου στους τομείς των θεωρήσεων εισόδου, του ελέγχου των συνόρων, της μεταναστευτικής πολιτικής και του ασύλου. Σχετικά με τη δικαστική συνεργασία, δεν σημειώθηκε καμία αξιόλογη πρόοδος για την ευθυγράμμιση με το κεκτημένο.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ουγγαρία σημείωσε σημαντική πρόοδο σε διάφορους τομείς όπως η πολιτική σχετικά με τις θεωρήσεις, η μετανάστευση, το άσυλο, η δικαστική συνεργασία και η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002 υπογραμμίζεται ότι η Ουγγαρία ενίσχυσε τις αναγκαίες διοικητικές δομές και συνέχισε την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της, ειδικότερα όσον αφορά την πολιτική για τις θεωρήσεις, την καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας καθώς και το πρόγραμμα δράσης του Σένγκεν. Στο σύνολό της, η ουγγρική νομοθεσία έχει σχεδόν πλήρως ευθυγραμμιστεί με το κεκτημένο.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των Ευρωπαίων πολιτών προβλέπεται από το άρθρο 14 (πρώην άρθρο 7Α) της συνθήκης, καθώς και από τις διατάξεις που αναφέρονται στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια (άρθρο 18, πρώην άρθρο 8Α). Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε θέσει μεταξύ των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη την πολιτική ασύλου, τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και την μεταναστευτική πολιτική. Η συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 1999, περιέλαβε τα θέματα αυτά στη συνθήκη ΕΚ (άρθρα 61 έως 69), προβλέποντας μεταβατική περίοδο πέντε ετών πριν από την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών διαδικασιών. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός « χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης » χωρίς ελέγχους των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους. Παράλληλα, θα πρέπει να θεσπισθούν κοινοί κανόνες για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, τις θεωρήσεις, τις πολιτικές ασύλου και μετανάστευσης. Το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 καθορίζει χρονοδιάγραμμα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την επίτευξη των στόχων αυτών εντός των προσεχών πέντε ετών.

Ορισμένα κράτη μέλη ήδη εφαρμόζουν κοινούς κανόνες στους εν λόγω τομείς χάρη στις συμφωνίες του Σένγκεν, η πρώτη από τις οποίες υπεγράφη το 1985. Οι διακυβερνητικές αυτές συμφωνίες εντάχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης του Άμστερνταμ και αποτελούν στο εξής μέρος του κοινοτικού κεκτημένου με το οποίο πρέπει να ευθυγραμμισθούν οι υποψήφιες χώρες.

Η Ουγγαρία δήλωσε ότι επιθυμεί να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της συμφωνίας του Σένγκεν. Ζήτησε θεσμική και τεχνική συνεργασία σχετικά, ιδίως στον τομέα των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα, η βελτίωση και ο εκσυγχρονισμός των οποίων απορροφά σημαντικούς οικονομικούς πόρους.

Η πολιτική ασύλου

Θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα του ασύλου βασίζεται κυρίως σε μη νομικής εμβέλειας πράξεις, όπως, για παράδειγμα, τα ψηφίσματα του Λονδίνου του 1992 για τις έκδηλα αβάσιμες αιτήσεις ασύλου και την αρχή του «τρίτων χωρών υποδοχής», ή διεθνείς συμβάσεις όπως η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών του Σένγκεν, τα κράτη μέλη υπέγραψαν στις 15 Ιουνίου 1990 τη Σύμβαση του Δουβλίνου, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου υποβαλλόμενης σε ένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό δεν είχε ρυθμισθεί από τη Σύμβαση της Γενεύης. Στη συνέχεια, η επιτροπή που συστάθηκε από τη σύμβαση αυτή θέσπισε διάφορα μέτρα εφαρμογής.

Εκτός από το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 της Επιτροπής και του Συμβουλίου, είναι αναγκαία η χάραξη γενικής στρατηγικής. Για την κάλυψη της ανάγκης αυτής, το Συμβούλιο δημιούργησε μια «task force» για το άσυλο και τη μετανάστευση.

Η μεταναστευτική πολιτική

Θέμα κοινού ενδιαφέροντος μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, υπαγόμενο στην διακυβερνητική συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων, δεν υφίσταται ακόμη ως γνήσια ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν έχει εκπονηθεί κανένας κανόνας για τους υπηκόους τρίτων χωρών όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή τους στην επικράτεια. Πάντως, το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 προβλέπει τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων στον τομέα αυτό. Με την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, το σημερινό πλαίσιο συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων έχει διευρυνθεί σε μεγάλο βαθμό για πολλά από τα ανωτέρω θέματα.

Η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

Ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί στον τομέα αυτό, στον οποίο η ΕΕ μπορεί να δραστηριοποιηθεί μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης του Μάαστριχτ. Το σημαντικότερο από τα μέτρα αυτά είναι επί του παρόντος η Σύμβαση για την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ, η σύμβαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο πρότασης κανονισμού. Οι βασικές πράξεις για τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις έχουν καταρτισθεί σε διεθνές επίπεδο (συμβάσεις των Βρυξελλών και της Ρώμης, για παράδειγμα).

Εξάλλου, τον Δεκέμβριο του 1998, το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής θέσπισε κατάλογο μεσοπρόθεσμων (δύο έτη) και περισσότερο μακροπρόθεσμων (πέντε έτη) στόχων και κατάλογο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν.

Αστυνομική, τελωνειακή και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

Το κοινοτικό κεκτημένο στους τομείς αυτούς απορρέει κατά κύριο λόγο από το πλαίσιο συνεργασίας που καθορίζεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή « τρίτο πυλώνα ». Η συνθήκη του Άμστερνταμ τροποποίησε τις σχετικές νομικές διατάξεις. Στο εξής, ο τίτλος VI αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην αστυνομική συνεργασία, στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, στην καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης, στην δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και στην τελωνειακή συνεργασία. Διατηρεί τις διακυβερνητικές διαδικασίες που είχαν θεσπισθεί το 1993 από τη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το κεκτημένο στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων προϋποθέτει υψηλό βαθμό συγκεκριμένης συνεργασίας καθώς και την θέσπιση και αποτελεσματική εφαρμογή κανονιστικών διατάξεων. Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρώπης χρηματοδότησαν ένα πρώτο πρόγραμμα «Octopus» κατά την περίοδο 1996-1998. Στόχος του προγράμματος «Octopus ΙΙ» (1999-2000) είναι να διευκολύνει τη θέσπιση νέων νομοθετικών και συνταγματικών μέτρων από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ) καθώς και από ορισμένα νέα ανεξάρτητα κράτη έχοντας ως πρότυπο τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΕ, με την παροχή κατάρτισης και συνδρομής σε όλα τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Επί πλέον, στις 28 Μαΐου 1998 η ΕΕ και οι ΧΚΑΕ υπέγραψαν σύμφωνο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Στα πλαίσια της Ένωσης, το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 καθορίζει τα διάφορα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα (δύο έτη) και μεσοπρόθεσμα (πέντε έτη) για τη δημιουργία ενός αυθεντικού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μεταξύ των μέτρων αυτών, επισημαίνονται η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), ιδίως η οργάνωση σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, η ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στον τομέα της αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας και η οργάνωση της συλλογής και της αποθήκευσης των απαιτούμενων πληροφοριών όσον αφορά τη διασυνοριακή εγκληματικότητα.

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης και το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης με τη Ουγγαρία περιλαμβάνει διατάξεις για συνεργασία στην καταπολέμηση της τοξικομανίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες («ξέπλυμα χρήματος»).

Το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά δεν ασχολείται άμεσα με τον τρίτο πυλώνα, αναφέρεται όμως σε ζητήματα όπως το «ξέπλυμα χρήματος» και η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, τα οποία συνδέονται στενά με τον προβληματισμό σχετικά με τον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Ουγγαρία θέσπισε εθνικό όργανο ελέγχου που εποπτεύει τη NEBEK (αρχή εταίρο της Europol).

Η Ουγγαρία θέσπισε νέα υποχρέωση έκδοσης θεώρησης για τους υπηκόους της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) και της Ρωσίας. Άλλες υποχρεώσεις θεώρησης θεσπίστηκαν για τους υπηκόους της Κούβας, των Σεϋχελών και της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής, Αντίθετα, η υποχρέωση αυτή καταργήθηκε για τις ειδικές διοικητικές περιφέρειες του Μακάο τον Δεκέμβριο 2001) και του Χονγκ Κονγκ (τον Φεβρουάριο 2002). Εντούτοις, η Ουγγαρία πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές της όσον αφορά την υποχρέωση έκδοσης και την απαλλαγή από θεώρηση. Καθιερώθηκε νέα θεώρηση υπό μορφή αυτοκόλλητης ετικέτας που ανταποκρίνεται στα αυστηρά κριτήρια ασφάλειας που καθιερώθηκαν με τον νέο νόμο για το δικαίωμα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών, ο οποίος άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο 2002.

Τον Ιανουάριο 2001, θέσπισε στρατηγική ενιαίας ανάπτυξης των μεθοριακών σταθμών της, η οποία προβλέπει τη συμμετοχή όλων των οργάνων που εμπλέκονται στον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, μεταξύ άλλων τη μεθοριακή φρουρά και το τελωνειακό και οικονομικό σώμα. Κατά τη διάρκεια του 2001, οι μεθοριακοί φρουροί:

Αυτός ο εκσυγχρονισμός των υποδομών συνεχίστηκε ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις του Σένγκεν. Τον Ιούλιο του 2002 κατετέθη αναθεώρηση του σχεδίου δράσης Σένγκεν.

Στο σύνολό της, η ουγγρική νομοθεσία έχει σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμιστεί με το κοινοτικό κεκτημένο/κεκτημένο Σένγκεν, ειδικότερα μετά τη θέσπιση νόμου για την προστασία των εθνικών συνόρων και τη μεθοριακή φρουρά, τον Ιανουάριο του 2001. Εξάλλου, τον Μάιο του 2001, το Κοινοβούλιο θέσπισε νόμο που προβλέπει διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων σύμφωνα με το κεκτημένο του Σένγκεν. Η Ουγγαρία πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές της για την καταπολέμηση της παράνομης διασυνοριακής διακίνησης ιδίως στα σύνορα με την Ουκρανία, την Κροατία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.

Όσον αφορά τη μεταναστευτική πολιτική, τον Ιανουάριο 2002 άρχισε να ισχύει νέος νόμος για το δικαίωμα διαμονής και εισόδου αλλοδαπών, με τον οποίο θεσπίζεται ενιαίος τύπος άδειας διαμονής και απλουστεύονται οι κανόνες απέλασης.

Η Ουγγαρία αποτελεί προτιμησιακό προορισμό για τους αιτούντες άσυλο που προέρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράν και το Μπαγκλαντές. Τον Μάιο 2001, ο νέος νόμος για το δικαίωμα ασύλου κατέστησε δυνατή την ευθυγράμμιση με το κεκτημένο του Σένγκεν όσον αφορά τον ορισμό των ασυνόδευτων ανηλίκων. Μετά από πρόσφατη τροποποίηση άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο 2003.

Δημιουργήθηκε κεντρική μονάδα που αποβλέπει στη σύσταση αυτοματοποιημένου συστήματος αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων (ΑFIS), η οποία θα είναι συμβατή με την EURODAC.

Η χωρητικότητα και η γενικές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητικές. Πρέπει να αναληφθούν επί πλέον προσπάθειες για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων. Επί του παρόντος, γίνεται επεξεργασία μιας στρατηγικής υπέρ της ένταξης των προσφύγων.

Υπεγράφησαν συμφωνίες επανεισδοχής με την Αλβανία, την Πορτογαλία και τις χώρες Μπενελούξ. Στο μέλλον, θα είναι αναγκαίο να συναφθούν άλλες συμφωνίες επανεισδοχής, μεταξύ άλλων με τη Λευκορωσία, το Πακιστάν, τη Ρωσσία και το Περού, ενώ πρέπει να γίνει ευθυγράμμιση άλλων (Ουκρανία, Σλοβενία, Σλοβακία). Με την Εσθονία και τη Σλοβακία μονογράφηκε νέα συμφωνία.

Η αστυνομική συνεργασία με τις όμορες χώρες και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζεται. Η Ουγγαρία υπέγραψε επίσης, τον Οκτώβριο 2001, συμφωνία συνεργασίας με την Ευρωπόλ, που άρχισε να ισχύει τον Νοέμβριο 2001. Τον Απρίλιο 2002, αποσπάσθηκαν στην Ευρωπόλ αστυνομικοί που παίζουν το ρόλο του συνδέσμου.

Από τον Απρίλιο 2002, το κέντρο για τη διεθνή συνεργασία μεταξύ αστυνομικών υπηρεσιών αποβλέπει στην εξασφάλιση της αστυνομικής συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο και την μέριμνα ως προς την εφαρμογή της συμφωνίας συνεργασίας με την Ευρωπόλ.

Τον Απρίλιο 2001 συστάθηκε στην Ουγγαρία οργανισμός επιφορτισμένος με τον συντονισμό της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, υπό την αιγίδα του υπουργείου εσωτερικών. Έργο του είναι η συλλογή, η ανάλυση και η επεξεργασία κάθε πληροφορίας σχετικής με το οργανωμένο έγκλημα. Συντονίζει τις έρευνες και μεριμνά ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη ενεργειών από τις διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες.

Η Ουγγαρία παραμένει χώρα διέλευσης και προορισμού όσον αφορά την εμπορία ανθρώπων. Δυνάμει του νόμου για το δικαίωμα εισόδου και παραμονής των αλλοδαπών, που ισχύει από τον Ιανουάριο 2002, οι συλλαμβανόμενοι διακινητές μπορεί να απελαθούν αμέσως. Ορισμένες τροποποιήσεις στον ποινικό κώδικα, ισχύουσες από τον Απρίλιο 2002, κατέστησαν δυνατή την ευθυγράμμιση με το κεκτημένο και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα.

Η χώρα δεν έχει ακόμα κυρώσει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα (es de en fr) και τα πρωτόκολλά της, καθώς και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πρέπει ακόμα να υπογραφεί και να κυρωθεί το δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση για αμοιβαία νομική βοήθεια σε ποινικά θέματα, και να προσχωρήσει στις συμβάσεις που αναφέρονται στη δεύτερη αρχή της στρατηγικής της ΕΕ για το οργανωμένο έγκλημα.

Όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η Ουγγαρία υπέγραψε τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας τον Νοέμβριο 2001. Επί πλέον, η χώρα έχει προσχωρήσει σε όλες τις άλλες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την τρομοκρατία. Η Ουγγαρία υιοθέτησε επίσης τις κοινές θέσεις της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Όσον αφορά τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των υπόπτων τρομοκρατίας και των τρομοκρατικών οργανώσεων, συστάθηκε στους κόλπους της αστυνομίας ειδική μονάδα με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή της αντιτρομοκρατικής πολιτικής.

Η πρόοδος συνεχίζεται στους τομείς της καταπολέμησης της απάτης και της δωροδοκίας. Σε γενικές γραμμές, το δικαστικό πλαίσιο είναι σχεδόν στο σύνολό του σύμφωνο προς το κεκτημένο. Τον Νοέμβριο 2000, η Ουγγαρία κύρωσε την ποινική σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δωροδοκία. Εξάλλου, ο ποινικός κώδικας τροποποιήθηκε ώστε να περιλαμβάνει νέες διατάξεις σχετικές με την ποινική ευθύνη των διευθυντών επιχειρήσεων και τον ποινικό χαρακτηρισμό της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων υπαλλήλων, εν ισχύ από τον Απρίλιο 2002. Τον Δεκέμβριο 2001 θεσπίστηκε νέος νόμος για την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.

Για να προληφθεί η δωροδοκία, υλοποιήθηκαν πολλές ενέργειες, και συγκεκριμένα:

Προκειμένου να συμβάλει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, η Ουγγαρία προέβη, τον Νοέμβριο 2001, στη σύσταση επιτροπής για τον διυπουργικό συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν διάφορες αρχές για την αποτελεσματική εφαρμογή της καταπολέμησης της δωροδοκίας. Η έκθεση του 2002 διαπιστώνει ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων οργάνων.

Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες έχει τεθεί σε πρακτική εφαρμογή κατά τρόπο αποτελεσματικό. Η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διέγραψε την Ουγγαρία από τον κατάλογο μη συνεργάσιμων χωρών. Τον Ιανουάριο 2002 ετέθη σε ισχύ ένας νέος νόμος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Εξάλλου, ιδιαίτερα ικανή είναι η ουγγρική υπηρεσία χρηματοοικονομικής εποπτείας.

Τον Δεκέμβριο 2001, η Ουγγαρία θέσπισε νέα ολοκληρωμένη στρατηγική για την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Η στρατηγική αυτή προβλέπει μακροπρόθεσμα μέτρα (ενίσχυση των διατάξεων του ποινικού δικαίου) καθώς και μέτρα πρόληψης και κοινωνικής δράσης για την αντιμετώπιση προβλημάτων που συνδέονται με την τοξικομανία. Παρά την πρόοδο κατά την εφαρμογή της στρατηγικής, είναι απολύτως απαραίτητο να αυξηθούν οι δημοσιονομικοί πόροι που χορηγούνται στα προγράμματα πρόληψης.

Καθιερώθηκε εθνικό σημείο επαφής με σκοπό τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Ως προς την τελωνειακή συνεργασία, συνήφθησαν πολλές διμερείς συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ της Ουγγαρίας και των κρατών μελών. Επί πλέον, το 2001 συνήφθησαν συμφωνίες τελωνειακής συνεργασίας με την Αργεντινή, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και το Κιργιζιστάν, καθώς και με την Λεττονία το 2002. Πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες ώστε να ετοιμαστεί η εφαρμογή της σύμβασης της Νάπολης ΙΙ (es de en fr).

Η δικαστική συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των κοινοτικών μέσων συνεργασίας σε αστικά θέματα, ειδικότερα στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης και της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Όσον αφορά τη συμμετοχή της Ουγγαρίας στα ευρωπαϊκά όργανα και δίκτυα (ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, Eurojust), ορίστικαν ως σημεία επαφής το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως. Ήδη από το 2000 είχαν θεσπιστεί διατάξεις διεθνούς ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με τη σύμβαση των Βρυξελλών (δικαστική αρμοδιότητα, αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων).

Όλα τα νομικά μέσα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου (που υπάγονται στο κεκτημένο της ΔΕΥ) έχουν κυρωθεί.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 29.11.2003