Μάλτα

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999)69 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 508 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 708 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1751-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1407-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1206 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Η έκθεση του Οκτωβρίου 1999 σημειώνει ότι η Μάλτα είχε επιδείξει μικρή πρόοδο στην προετοιμασία για τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2000 η Επιτροπή εκτιμά ότι η Μάλτα έχει σημειώσει πρόοδο στην υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του δημοσίου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2001 δεν σημειώνει καμία ειδική πρόοδο σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου σχετικά με την ΟΝΕ.

Η Επιτροπή, στην έκθεσή της του Οκτωβρίου 2002, εκτιμά ότι η Μάλτα σημείωσε πρόοδο στην υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου σχετικά με την ΟΝΕ ιδίως στους τομείς της απαγόρευσης της άμεσης χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα και της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Μάλτα τηρεί τις δεσμεύσεις και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις ένταξης και ότι αυτή θα είναι σε θέση να εφαρμόσει το κοινοτικό κεκτημένο ήδη από την ένταξή της.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου του 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η έκθεση που καθιστά επίκαιρη τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση ένταξης της Μάλτας, που εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Φεβρουάριο 1999, συνεπάγεται το ακόλουθο συμπέρασμα: «Η Μάλτα θα πρέπει να δείξει πρόοδο όσον αφορά τη θέση σε λειτουργία ενός σταθερού και υγιούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος και σε ό,τι αφορά τη συνέχιση της θέσης σε λειτουργία των μεταρρυθμίσεων και της απελευθέρωσης.» Το 1999, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνεχίζει να αποτελεί την κυριότερη αγορά εξαγωγών της χώρας, απορροφώντας περισσότερο από το 50% του συνόλου των εξαγωγών της. Η έκθεση του 2001 εκτιμά ότι η Μάλτα κάλυψε το κενό, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ. Πράγματι, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανερχόταν σε 53%. Το βάρος του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία αυξήθηκε ελαφρώς από το 1997 και τούτος έδειξε δυναμισμό όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας, όμως ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει ακόμη ένα υψηλό μέρος της συνολικής απασχόλησης. Η Μάλτα διαθέτει μια πολύ ανοικτή οικονομία που χαρακτηρίζεται από καλή εμπορική ολοκλήρωση με την ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική δραστηριότητα η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν ελαφρώς ανώτερη του 4 % το 1998 και έφθασε το 4,2 % το 1999. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5% το 2000 κυρίως ως αποτέλεσμα μιας ισχυρής εσωτερικής ζήτησης. Μετά από αυτά τα καλά αποτελέσματα το 2000, η οικονομία της Μάλτας επιβραδύνθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2001 και μειώθηκε κατά 0,08% στο ετήσιο σύνολο, κυρίως εξαιτίας της επιδείνωσης της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 3,4% σε πραγματικούς όρους κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997-2000. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε χαμηλή λόγω της χαμηλής εξωτερικής ζήτησης και της επιβράδυνσης στον τουριστικό τομέα. Η ανάπτυξη κατέστη εκ νέου θετική το 2003 με ποσοστό 1,2%. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2003, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,9% σε ετήσια βάση.

Η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών ήταν δύσκολη καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου ελέγχου. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε 11% του ΑΕΠ το 1998 ενώ το 1995 ανερχόταν μόνο σε 4%. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να επαναφέρει το δημόσιο έλλειμμα στο 4% του ΑΕΠ πριν το 2004. Το έλλειμμα μειώθηκε σε 7,8% το 1999 και σε 7% το 2000. Η μείωση του ελλείμματος ήταν αποτέλεσμα αύξησης των φορολογικών εσόδων και επιβράδυνσης των δαπανών. Τον Οκτώβριο 2001, η κυβέρνηση υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή «το πρώτο προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμά της» ((ΠΟΠ), που εντασσόταν στη διαδικασία της δημοσιονομικής εποπτείας που ξεκίνησε η Επιτροπή για την προενταξιακή περίοδο. Η καθοδική τάση του ελλείμματος της δημόσιας διοίκησης διακόπηκε το 2001. Στο σύνολο της περιόδου, το έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης μειώθηκε από 10,7% το 1997 σε 7% το 2000. Το ποσοστό του ακαθάριστου χρέους, σε συνεχή αύξηση από το 1999, πλησίαζε το 66% του ΑΕΠ το 2001 έναντι 56,1% το 1998. Η έκθεση το 2003 διαπιστώνει ότι το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε ελαφρά από 6,8% σε 6,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2001 και 2002. Η αύξηση του δημοσίου χρέους, που αντιπροσώπευε 66,6% του ΑΕΠ το τέλος του 2002 οδήγησε σε σημαντική αύξηση των πληρωμών για τόκους.

Ο δείκτης πληθωρισμού έπεσε στο 2,4 % το 1998 και παραμένει σε ένα επίπεδο αρκετά χαμηλό, ήτοι 2,1 % το 1999. Το 2000, ο μέσος πληθωρισμός αυξήθηκε ελαφρώς στο 2,4 %. Πολλά φορολογικά και δημοσιονομικά μέτρα ώθησαν τον πληθωρισμό στο 2,5 % το 2001. Η έκθεση του 2002 σημειώνει ότι κατά μέσο όρο, ο πληθωρισμός παρέμεινε σχετικά χαμηλός. Οι έλεγχοι που ασκήθηκαν μερικώς στις τιμές διατήρησαν τον πληθωρισμό σε ένα επίπεδο τεχνητά χαμηλό. Στο τέλος του 2001, ωστόσο, η αύξηση των τιμών παρουσίασε επιτάχυνση, η οποία οφείλετο κυρίως στις τιμές των τροφίμων. Το μέσο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού επανήλθε σε 2,2% το 2002.

Όσον αφορά την ισοτιμία συναλλάγματος, η λίρα της Μάλτας έχει συνδεθεί από το 1989 με ένα καλάθι τριών νομισμάτων: το ιcu, τη βρετανική στερλίνα και το αμερικανικό δολάριο. Αυτή η σύνδεση προσαρμόστηκε ώστε να ληφθεί υπόψη η εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999. Κύριος στόχος της Κεντρικής Τράπεζας ήταν η σταθερότητα της ισοτιμίας συναλλάγματος. Η λίρα της Μάλτας, μεταξύ Μαρτίου 1999 και Μαρτίου 2000, υπερτιμήθηκε κατά 5,7% σε σχέση με το ευρώ. Οι νομισματικές αρχές τροποποίησαν, στις 23 Αυγούστου 2000, τη στάθμιση των διαφόρων νομισμάτων που συνθέτουν το «καλάθι» της λίρας της Μάλτας. Η στάθμιση σήμερα έχει ως εξής: 70 % για το ευρώ, 20 % για τη βρετανική στερλίνα και 10 % για το δολάριο ΗΠΑ. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει υποτίμηση της μαλτέζικης λίρας σε σχέση με το ευρώ. Το γεγονός αυτό δεν είχε παρά μία περιορισμένη επίπτωση στις τιμές των εισαγωγών.

Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών, η εξασθένιση της εσωτερικής ζήτησης οδήγησε σε ένα περιορισμό του ελλείμματος σε σχέση με τα άκρως υψηλά επίπεδα. Ενώ το τρέχον έλλειμμα είχε βελτιωθεί το 1999 και είχε μειωθεί σε 3,5% του ΑΕΠ έναντι 5,6% το 1998, επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου 2000, ανερχόμενο σε 14,8% του ΑΕΠ. Η έκθεση του 2002 εκτιμά ότι το τρέχον έλλειμμα παραμένει υψηλό. Η έκθεση του 2003 εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το 2002 σε 3,9% του ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση εξέδωσε χρονοδιάγραμμα κατάργησης του συστήματος κρατήσεων. Το πρόγραμμα προβλέπει επίσης διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των δημοσίων δαπανών, την έναρξη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, και της αναδιάρθρωσης του δημοσίου τομέα. Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί σε ένα ορισμένο αριθμό σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα πρόγραμμα βιομηχανικής αναδιάρθρωσης που άρχισε το τέλος του 1999 προέβλεπε ιδίως μέτρα που προορίζονταν να καταργήσουν την προστασία της οποίας ετύγχανε η βιομηχανία της Μάλτας. Η απελευθέρωση του εμπορίου ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής, αν και ορισμένοι τομείς παραμένουν ακόμα υπερπροστατευμένοι. Σε πολλούς τομείς οι κρατικές ενισχύσεις παραμένουν υψηλές. Το 2000, πολλές σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τέθηκαν σταδιακά σε εφαρμογή. Η απελευθέρωση των ανταλλαγών συνεχίστηκε με την κατάργηση των κρατήσεων επί των εισαγωγών. Η κυβέρνηση μείωσε σταδιακά το βάρος της στην οικονομία, παρόλο που η ιδιωτικοποίηση ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων καθυστέρησε. Πρόταση μεταρρύθμισης των συντάξεων αναμενόταν για το 2001, αλλά δεν επιτεύχθηκε καμία συμφωνία. Η απελευθέρωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος επιβάλλει νέες προκλήσεις όσον αφορά την εξισορρόπηση των μακροοικονομικών πολιτικών. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η πρόοδος όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν ανομοιογενής. Η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων συνεχίστηκε το 2003 με πώληση μετοχών των ταχυδρομείων και του διεθνούς αεροδρομίου της Μάλτας. Αντιθέτως, η αναμενόμενη από πολύ καιρό μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος συνεχίζει να αναβάλλεται.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, η έκθεση του 1999 σημείωνε ότι η Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητη από την κυβέρνηση. Πράγματι, ο Υπουργός Οικονομικών μπορούσε, σε ορισμένες έκτακτες περιστάσεις, να δώσει εντολές στην Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη διεξαγωγή της νομισματικής της πολιτικής. Εξάλλου, η Μάλτα δεν τηρούσε τη Συνθήκη σε ό,τι αφορά το ζήτημα της άμεσης χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα. Μετά από ένα έτος, η Μάλτα κατήργησε τη δυνατότητα που είχε η Κεντρική Τράπεζα να χρηματοδοτεί άμεσα τον δημόσιο τομέα (es de en fr), γεγονός που αντιπροσωπεύει σημαντική πρόοδο στην υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου. Καμία άλλη πρόοδος δεν διαπιστώθηκε σε ό,τι αφορά τα μέσα εξασφάλισης της ανεξαρτησίας της Κεντρικής ΄Τράπεζας. Η έκθεση του 2001 σημειώνει ότι εκπονήθηκαν σχέδια προσαρμογής του νόμου για την Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας με το κοινοτικό κεκτημένο, τα οποία όμως δεν έχουν ακόμη εγκριθεί από το Κοινοβούλιο. Η αξιολόγηση του 2002 σημειώνει προόδους σε ό,τι αφορά την απαγόρευση της άμεσης χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα και την ανεξαρτησία της Κεντρικής ΄Τράπεζας. Ο νέος νόμος για την Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο τον Ιούλιο 2002. Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί πλέον τον κύριο στόχο της Κεντρικής Τράπεζας και οποιαδήποτε χορήγηση δανείων στη κυβέρνηση απαγορεύεται, παραμένει όμως προς επιβεβαίωση η συμφωνία αυτού του τροποποιημένου νόμου με το κοινοτικό κεκτημένο. Κατά συνέπεια, η νομοθεσία της Μάλτας εμφανίζεται ευρέως ευθυγραμμισμένη με το κοινοτικό κεκτημένο όσον αφορά αυτό το κεφάλαιο και η χώρα διαθέτει συνολικά μια κατάλληλη διοικητική ικανότητα. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο είναι πλήρης.

Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το παρόν κεφάλαιο έληξαν τον Δεκέμβριο 2002. Η Μάλτα δεν ζήτησε μεταβατικές διατάξεις. Κατά γενικό κανόνα, τούτη τηρεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε κατά τις σχετικές διαπραγματεύσεις ένταξης.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 19.03.2003