Κύπρος

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98)710 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999)502 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000)702 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001)700 τελικό- SEC(2001) 1745 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002)700 τελικό- SEC(2002) 1401 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1202 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 1998 σημειώνεται ότι η Κύπρος πρέπει να συνεχίσει τις προετοιμασίες της ενόψει της ένταξής της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), κυρίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζάς της.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 1999 η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι έχει πραγματοποιηθεί πρόοδος όσον αφορά την προετοιμασία της Κύπρου για τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ, καθώς και ότι πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες όσον αφορά την Κεντρική Τράπεζα και τη διαδικασία ελευθέρωσης της διακίνησης κεφαλαίων.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2000 σημειώνεται ότι η Κύπρος έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την υιοθέτηση του κεκτημένου στον τομέα της ΟΝΕ, ιδίως όσον αφορά την προνομιακή πρόσβαση του δημόσιου τομέα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ελευθερώνοντας τα επιτόκια.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Κύπρος θα πρέπει να τροποποιήσει το θεσμικό και νομικό πλαίσιό της όσον αφορά την ΟΝΕ πριν την ημερομηνία ένταξης.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002 αναγνωρίζεται η σημαντική πρόοδος που έχει πραγματοποιηθεί μετά την τελευταία έκθεση. Σε γενικές γραμμές, η Κύπρος σέβεται το κοινοτικό κεκτημένο.

Στην έκθεση της του Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Κύπρος τήρησε τις δεσμεύσεις της, και ότι πληρούσε τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις ένταξης και είναι κατά συνέπεια σε θέση να εφαρμόσει το κοινοτικό κεκτημένο ήδη από την ένταξή της.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Η τρίτη φάση της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί ριζικές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και εκείνα που δεν συμμετείχαν εξαρχής στη ζώνη του ευρώ.

Στον οικονομικό τομέα, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί οικονομικοί προσανατολισμοί, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικών ελλειμμάτων). Όλες οι χώρες υποχρεούνται να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του χρέους του δημόσιου τομέα εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας και από την προνομιακή πρόσβαση των κρατικών αρχών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και να έχουν επιτύχει την απελευθέρωση της διακίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως βασικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να είναι σε θέση να συμμετάσχουν στο νέο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί προϋπόθεση ένταξης, έστω και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ. Ωστόσο, είναι αναγκαίο όλα τα κράτη να τηρήσουν εν ευθέτω χρόνω και σε σταθερή βάση τα κριτήρια αυτά, τα οποία αποκαλύπτουν μία μακροοικονομική πολιτική που στέφεται προς τη σταθερότητα.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Στην πρώτη τακτική έκθεση του 1998 αναγνωρίζονται οι προσπάθειες που ήδη είχαν καταβάλει οι κυπριακές αρχές στον τομέα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να προετοιμαστεί η χώρα για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Στην έκθεση του 2000 είχε ληφθεί υπόψη η πρόοδος σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση από την Κύπρο του κεκτημένου στον τομέα της ΟΝΕ. Έκτοτε, η Κύπρος έχει προχωρήσει περαιτέρω όσον αφορά την υιοθέτηση του κεκτημένου στον τομέα της ΟΝΕ. Οι κυπριακές αρχές έχουν τηρήσει τη δέσμευσή τους να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις της ένταξης στην ΕΕ. Η οικονομία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον ιδιωτικό τομέα. Η Κύπρος διαθέτει μία βιώσιμη οικονομία αγοράς και θα μπορέσει, κατά πάσα πιθανότητα, να αντιμετωπίσει την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης.

Η κυπριακή οικονομική δραστηριότητα είναι καλή και επί σειρά ετών η Κύπρος έχει αναπτυχθεί δυναμικά. Μεταξύ του 1997 και του 2001 η ετήσια οικονομική ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο 4,2%, χάρη στην εσωτερική ζήτηση, αλλά και τη γρήγορη ανάπτυξη του τουρισμού. Το 2001, η εν λόγω αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ανακόπηκε λόγω της κάμψης της εξωτερικής ζήτησης, που επιδεινώθηκε από την ιδιαίτερα σαφή πτώση του τουρισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ (2,2%) μειώθηκε κατά το ήμισυ το 2002, λόγω κυρίως των μετρίων αποτελεσμάτων του εξωτερικού τομέα, της απασχόλησης και του τουρισμού, που αντιπροσωπεύει περίπου 20% του ΑΕΠ. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει σχετικά μέτρια το 2003.

Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει διευρυνθεί μέχρι ποσοστού 5,2% του ΑΕΠ το 1997 ως αποτέλεσμα της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας το 1996 και λόγω της ταχείας αύξησης των κρατικών δαπανών. Για να αντιμετωπίσουν την εν λόγω υποβάθμιση της δημοσιονομικής κατάστασης, οι αρχές εισήγαγαν το 1999 ένα στρατηγικό σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το εν λόγω πρόγραμμα έχει ως στόχο να επαναφέρει το έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ το 2002 και να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό μέχρι το 2005. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1998-2001 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό, κατά μέσο όρο γύρω στο 55,5%. Το εν λόγω χρέος μειώθηκε σε 54,6% του ΑΕΠ το 2001. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει ως στόχο την προοδευτική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Ως συνέπεια της οικονομικής επιβράδυνσης η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε: εξ αυτού προκύπτει ένα δημόσιο έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ το 2002, έναντι μιας αρχικής πρόβλεψης 2,6%. Για το 2003, η Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 5% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση θέσπισε ένα νέο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, αφού το προηγούμενο πρόγραμμα είχε καταστεί παρωχημένο.

Ο πληθωρισμός σε γενικές γραμμές παρέμεινε υπό έλεγχο σε ποσοστό 2,7% κατά μέσο όρο, και μειώθηκε στο 2% το 2001, αφού έφθασε το 4,9% το προηγούμενο έτος. Η υιοθέτηση του ευρώ, η ελευθέρωση των συναλλαγών, η αύξηση του ανταγωνισμού στις εσωτερικές αγορές, η δημοσιονομική εξυγίανση και η απουσία πραγματικής πίεσης στους μισθούς αποτελούν τους κύριους λόγους για τους οποίους ο πληθωρισμός έχει διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο. Επιπλέον, η νομισματική πολιτική που ακολουθείται επέτρεψε τον έλεγχο του πληθωρισμού. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε το 2002 και έφθασε το 2,8%. Τούτο οφείλεται κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες όπως η αύξηση του ΦΠΑ χάριν της κοινοτικής εναρμόνισης. Για το 2003 η Επιτροπή αναμένει ένα ποσοστό 4,6% για λόγους που συνδέονται κυρίως με τη φορολογική εναρμόνιση. Τον Αύγουστο 2003, ο πληθωρισμός ανερχόταν σε 2,4% σε ετήσια βάση.

Όσον αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, έχουν επέλθει διάφορες σημαντικές αλλαγές στη νομισματική πολιτική και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες για την προσαρμογή στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Για να αυξήσει την ευελιξία του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών ενόψει της εν λόγω αυξημένης κινητικότητας των κεφαλαίων, η Κεντρική Τράπεζα έχει διευρύνει σε +/- 15% τα περιθώρια διακύμανσης της κεντρικής ισοτιμίας με το ευρώ. Η κυπριακή λίρα έχει παραμείνει πρακτικά σταθερή, ενώ τα αποθέματα έχουν αυξηθεί. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι, παρόλο τον κίνδυνο υψηλότερης ισοτιμίας λόγω του γεγονότος της διεύρυνσης των περιθωρίων διακύμανσης σε σχέση με το ευρώ το 2001, η ισοτιμία μεταξύ της κυπριακής λίρας και του ευρώ παρέμεινε σταθερή το 2002 και το 2003.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έχει επηρεαστεί έντονα από τις τιμές της ενέργειας και τις στρατιωτικές δαπάνες, διακυμάνθηκε κατά μέσο όρο γύρω στο 4,5% του ΑΕΠ, χωρίς να παρουσιάζει σαφή πτωτική τάση. Η δυναμική ανάπτυξη του τουρισμού και η μόνιμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν επήρκεσαν για να βελτιώσουν εμφανώς το εν λόγω έλλειμμα. Η έκθεση του 2003 σημειώνει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυξήθηκε σε 5,3% του ΑΕΠ το 2002, τροφοδοτήθηκε κατά μεγάλο μέρος από σημαντικές εισροές άμεσων επενδύσεων.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σημαντική πρόοδος έχει επιτελεστεί πρόσφατα στον τομέα της ελευθέρωσης των τιμών και των συναλλαγών καθώς και της ιδιωτικοποίησης. Οι αρχές καταβάλλουν επίσης προσπάθειες όσον αφορά την πλήρη αναδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει προχωρήσει, ανταποκρινόμενη στις νέες προκλήσεις της νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνεχίζουν αργά, αλλά παραμένει ένας ορισμένος αριθμός μακροπρόθεσμων προβλημάτων. Η κρίση του τουριστικού τομέα στην Κύπρο κατέδειξε την αυξανόμενη εξάρτηση της οικονομίας απ' αυτόν τον τομέα. Το νέο σχέδιο στρατηγικής για την ανάπτυξη 2004-2006 αποσκοπεί να ενισχύσει τους άλλους τομείς της κυπριακής οικονομίας. Η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των αεροπορικών μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, που προβλεπόταν μέχρι το 2003, πραγματοποιήθηκε σε ορισμένους τομείς αλλά αναμένει την πραγματοποίησή της σε άλλους.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, τα καταστατικά της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου έπρεπε να αλλάξουν. Συγκεκριμένα, ο νόμος του 1963, ο οποίος ρυθμίζει τη λειτουργία της, προβλέπει τη συμμετοχή ενός εκπροσώπου του υπουργείου οικονομικών στη διεύθυνση της τράπεζας και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στην έκθεση του 2002 σημειώνεται ότι η Κύπρος έχει σε μεγάλο βαθμό εναρμονίσει τη νομοθεσία της με το κεκτημένο σχετικά με την ΟΝΕ σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Την 1η Ιανουαρίου 2001 ετέθη σε ισχύ ένας νόμος για την κατάργηση του ανώτατου ορίου των επιτοκίων. Από την ημερομηνία της ένταξής της η Κύπρος θα πρέπει να καταργήσει κάθε άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα (es de en fr) καθώς και κάθε προνομιακή πρόσβαση των κρατικών αρχών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (es de en fr). Ο νόμος του 2002 για την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου απαγορεύει ρητά την άμεση χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα. Για να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες της όσον αφορά την ένταξη, η Κύπρος πρέπει επί του παρόντος να ενισχύσει τη διοικητική ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζάς της. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο είναι πλήρης.

Όσον αφορά την κατάσταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη συμμετοχή στην ΟΝΕ, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί. Η Κύπρος δεν ζήτησε μεταβατικές διατάξεις. Κατά γενικό κανόνα η Κύπρος τηρεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ένταξης στον τομέα αυτό.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 19.03.2004