Σλοβενία

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97)2010 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Γνώμη της Επιτροπής [COM(98)709 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 512 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 712 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1411 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1208 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη της του Ιουλίου 1997, η Επιτροπή έκρινε ότι είναι πρόωρο να εκφραστεί σχετικά με τη συμμετοχή της Σλοβενίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της. Η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη συμμετέχουσας στη ζώνη ευρώ δεν αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η Επιτροπή καλούσε τη Σλοβενία να καταστήσει τη νομοθεσία της κεντρικής τράπεζας απολύτως συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις και να αναδιαρθρώσει τον τραπεζικό τομέα. Η Επιτροπή εκτιμούσε τέλος ότι η Σλοβενία πρέπει να μπορεί να περιορίσει την είσοδο κερδοσκοπικών κεφαλαίων χωρίς να προσφεύγει συστηματικά στον έλεγχο των κεφαλαίων.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 1998 διαπίστωνε, πάντως, ότι η Σλοβενία δεν είχε πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο στις προετοιμασίες της ενόψει της συμμετοχής της στην ΟΝΕ.

Στην έκθεσή της το 1999, η Επιτροπή εκτιμούσε ότι η Σλοβενία είχε πραγματοποιήσει ελάχιστες προόδους, και ότι η νομοθεσία σχετικά με την Κεντρική Τράπεζα δεν είχε καταστεί ακόμη συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις.

Η έκθεση του Νοεμβρίου του 2000 εκτιμούσε ότι η Σλοβενία είχε πραγματοποιήσει ορισμένη πρόοδο στην κατεύθυνση της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2001 σημείωνε ότι στο νομοθετικό τομέα δεν υπήρχε τίποτα το αξιόλογο.

Η Επιτροπή, στην έκθεσή της του Οκτωβρίου 2002, διαπιστώνει σημαντική πρόοδο στην υιοθέτηση του κεκτημένου όσον αφορά την ΟΝΕ, με τη θέσπιση τον Ιούνιο 2002 του νόμου για την Τράπεζα της Σλοβενίας.

Η Επιτροπή διαπιστώνει, στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2003, ότι η Σλοβενία τήρησε τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της και ότι αυτή είναι σε θέση να εφαρμόσει το κοινοτικό κεκτημένο από την ημερομηνία ένταξή της.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Δεδομένου ότι ανήκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η Σλοβενία δεν είχε ποτέ απολύτως τυποποιημένη κρατική οικονομία: το σύστημα ήταν μάλλον αυτό της συνδιαχείρισης με μία ''κοινωνική'' μορφή ιδιοκτησίας. Αντιμετώπιζε όμως τα ίδια προβλήματα με αυτά των άλλων υποψήφιων χωρών. Μετά την ανεξαρτησία της το 1991, η Σλοβενία άρχισε τη μετάβασή της δίνοντας έμφαση περισσότερο στη σταθεροποίηση αντί για τις μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς, ο ρυθμός των ιδιωτικοποιήσεων ήταν βραδύς και η αναδιάρθρωση είχε περιορισμένο μόνο εύρος. Η Σλοβενία δεν επλήγη από τη ρωσική κρίση χάρη στον προγενέστερο επαναπροσανατολισμό των ανταλλαγών της προς τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το 2000, το κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε σταθερή αγοραστική αξία αντιστοιχούσε στο 71,6 % του μέσου όρου της ΕΕ, έναντι του 64,3 % το 1995. Η Επιτροπή διαπιστώνει στασιμότητα της αύξησης της απασχόλησης κατά το 2003, με δείκτη απασχόλησης 63,4% έναντι δείκτη ανεργίας 6%.

Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,6% το 1997, έναντι 3,1 % το 1996. Το 1998, η οικονομική ανάπτυξη οφείλετο κυρίως στις εξαγωγές και ο ρυθμός της επιβραδύνθηκε στο 3,9 %. Η ανάπτυξη της τάξης του 4,9 % του ΑΕΠ το 1999 ήταν μεγαλύτερη της προβλεπόμενης, το δε 2000 ανήλθε σε 4,6 %. Από το 1997, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4,2% ετησίως. Το 2001, η ανάπτυξη οφείλετο σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές και λόγω της πτώσης της εγχώριας ιδιωτικής ζήτησης τούτη μειώθηκε στο 3%. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2002, η ανάπτυξη του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 2,2%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχουν εμφανιστεί μέχρι σήμερα. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ ανήλθε σε 3,2% το 2002 και οφείλεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση.

Σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά το έλλειμμα ανερχόταν σε 1,2 % του ΑΕΠ του 1997 δηλαδή μια σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το πλεόνασμα του 0,3 % του ΑΕΠ το 1996. Η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών βελτιώθηκε το 1998 και το δημόσιο έλλειμμα ανερχόταν σε 0,8 %. Η τάση μείωσης του ελλείμματος συνεχίστηκε το 1999, και το έλλειμμα έφθασε το 0,6 % του ΑΕΠ. Το 2000, το έλλειμμα των δημοσίων οικονομικών ανήλθε σε 1,4 % του ΑΕΠ ενώ σύμφωνα με τους εναρμονισμένους κανόνες της ΕΕ (SEC95) ανερχόταν σε 2,3 %. Σύμφωνα μ' αυτούς τους ορισμούς, κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1997 έως το 2001, το δημόσιο έλλειμμα ανερχόταν σε περίπου 2,3 % του ΑΕΠ. Το 2001, το δημοσιονομικό έλλειμμα, μεγαλύτερο του προβλεπομένου, ανερχόταν σε 2,5 % του ΑΕΠ. Τον Ιούλιο 2002, το Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό, καθορίζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα σε 1,8 % του ΑΕΠ. Το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος παραμένει σχετικά χαμηλό ήτοι 27,5 % του ΑΕΠ, αν και εμφανίζει μια αυξητική τάση. Το 2002, το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε στο 2,6% του ΑΕΠ, μείωση που όμως είναι μικρή σε σύγκριση με τον στόχο του 1,6% που είχε καθορισθεί αρχικά.

Η μείωση του ποσοστού πληθωρισμού συνεχίστηκε, αλλά σε βραδύτερο ρυθμό, από 9,9 % το 1996 σε 8,4 % το 1997. Η χειραγώγηση του πληθωρισμού παρουσίασε περαιτέρω πρόοδο, περνώντας από 7,9 % το 1998 σε 6 % το 1999. Το επόμενο όμως έτος ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 8,9 %. Η αύξηση των τιμών στον καταναλωτή κυμαίνεται στο 8% αφότου δημοσιεύθηκε η γνώμη και το 2001 ανερχόταν σε 8,6%. Η έκθεση του 2003 σημειώνει ότι η άνοδος των τιμών το 2002 ήταν 7,5%. Αυτή η επιβράδυνση φαίνεται να συνεχίζεται το 2003, με ετήσιο ποσοστό τον Αύγουστο 6,3%.

Όσον αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία η Σλοβενία εφάρμοζε μια πολιτική ελεγχόμενης διακύμανσης της ισοτιμίας. Η πραγματική ονομαστική ισοτιμία του tolar υπολογίζεται με βάση ένα σταθμισμένο καλάθι των νομισμάτων των κυριοτέρων χωρών στις οποίες εξάγει η Σλοβενία. Η πραγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε το 1998 και μειώθηκε κατά 2,3% το 1999 και κατά 8,7% το 2000. Το 2001, ο ρυθμός της ονομαστικής υποτίμησης έπεσε στο 6,9 %, κυρίως λόγω της θετικής εξέλιξης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το καθεστώς της ελεγχόμενης ισοτιμίας επιτρέπει στις ισοτιμίες να κυμαίνονται σε ένα ορισμένο βαθμό σε σχέση με το ευρώ, χωρίς να καθορίζονται ακριβείς στόχοι ισοτιμίας ή περιθωρίου της επίσημης διακύμανσης. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι αν και η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία του tolar ανατιμήθηκε κατά 2,7% σε πραγματικούς όρους , όμως υποτιμήθηκε κατά 2,9% σε ονομαστικούς όρους, γεγονός που ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμεινε ελαφρά πλεοναστικό το 1997, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνιζε ένα μικρό έλλειμμα στα τέλη του 1998 το οποίο αυξήθηκε σε 2,9 % του ΑΕΠ το 1999. Στη συνέχεια μειώθηκε ελαφρά, παρά την μη ευνοϊκή εξέλιξη των όρων ανταλλαγών το 2000, οπότε και ανήλθε σε 3,3 % του ΑΕΠ. Η έκθεση του 2002 διαπιστώνει μια σημαντική μείωση, και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πλησιάζει το σημείο ισορροπίας. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η αύξηση των εξαγωγών και η βελτίωση των όρων ανταλλαγής συνετέλεσαν στην καθαρή ανάκαμψη του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά πολύ το 2002, ανερχόμενο στο 1,7% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό από το 1994. Οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων ανήλθαν εκ νέου σε επίπεδα ρεκόρ.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η έκθεση του 1998 διαπιστώνει ότι η ιδιωτικοποίηση των κολλεκτιβοποιημένων επιχειρήσεων έχει σχεδόν περατωθεί. Η Σλοβενία μπορεί να θεωρηθεί ως μια βιώσιμη οικονομία της αγοράς η οποία διαθέτει μια ικανοποιητική μακροοικονομική σταθερότητα. Η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων συνεχίζεται κανονικά. Αν και η Σλοβενία έχει πραγματοποιήσει σημαντικές προόδους όσον αφορά την ιδιωτικοποίηση μετά από την ανεξαρτησία της, το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα στην παραγωγή, περίπου 50 έως 55 %, παραμένει ακόμα σχετικά περιορισμένο. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων έχει αρχίσει με τη θέσπιση τον Δεκέμβριο του 1999 ενός νέου νόμου για τις συντάξεις γήρατος και αναπηρίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομία, αφού αντιπροσωπεύουν το 99,7% των επιχειρήσεων το 1998. Η Επιτροπή, στην έκθεσή της του 2002, σημειώνει ότι η επιρροή του κράτους στην οικονομία παραμένει ισχυρή, αν και υποχωρεί σταδιακά. Το τραπεζικό σύστημα είναι γενικά υγιές, αλλά προστατευόμενο και πολύ λίγο αναπτυγμένο. Η συνέχιση της διαδικασίας της τρέχουσας μεταρρύθμισης θα πρέπει να επιτρέψει στη Σλοβενία να αντιμετωπίσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης συνεχίστηκε σύμφωνα με την πορεία της μεταρρύθμισης, αλλά με αργότερο ρυθμό και με αποτελέσματα ανόμοια μεταξύ των τομέων. Με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η Επιτροπή ενθαρρύνει την κυβέρνηση να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως να ολοκληρώσει τη ρευστοποίηση του ταμείου για τη σλοβενική ανάπτυξη και να προβεί στην ιδιωτικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, η έκθεση του 1998 διαπίστωνε ότι αν και η Κεντρική Τράπεζα είχε απολάμβανε αυτονομίας σε μεγάλο βαθμό, η νομοθεσία δεν ήταν συμβατή με τους κανόνες του κοινοτικού κεκτημένου. Ο τραπεζικός νόμος προέβλεπε τη δυνατότητα για την Κεντρική Τράπεζα να χορηγήσει στο κράτος βραχυπρόθεσμα δάνεια, αν και αυτή η διάταξη δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Η Τράπεζα της Σλοβενίας δεν ήταν ανεξάρτητη δεδομένου ότι έπρεπε να διαβουλευτεί με το Κοινοβούλιο όσον αφορά το δημοσιονομικό της σχέδιο και την ετήσια κατάσταση των λογαριασμών της. Τον Ιούλιο του 2000 υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο μια τροποποίηση του νόμου για την Κεντρική Τράπεζα η οποία λαμβάνει υπόψη αυτά τα ζητήματα, Η προνομιακή πρόσβαση των δημοσίων αρχών στις χρηματοοικονομικές αρχές καταργήθηκε μερικώς, Η έκθεση του 2002 σημειώνει ότι ο νέος νόμος που θεσπίστηκε εγγυάται τη συμβατότητα με το κοινοτικό κεκτημένο όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας και την απαγόρευση της άμεσης χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα. Σε ό,τι αφορά την προνομιακή πρόσβαση του δημοσίου τομέα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις οι οποίες εθεωρούντο ως ασύμβατες με το κοινοτικό κεκτημένο. Η έκθεση του 2003 υπογραμμίζει ότι έχει ολοκληρωθεί η ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο.

Σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις, η Σλοβενία αποδέχθηκε τις διατάξεις του κεκτημένου της ΟΝΕ και τις τηρεί στο ακέραιο. Οι απαραίτητες διοικητικές δομές για την υλοποίηση και την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου υπάρχουν ήδη.. Η χώρα θα συμμετάσχει στην ΟΝΕ ήδη από την ένταξή της, με το καθεστώς της χώρας που απολαύει εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 122 της συνθήκης ΕΚ. Οι σχετικές με το παρόν κεφάλαιο διαπραγματεύσεις έληξαν τον Δεκέμβριο 2002.. Η κυβέρνηση δεν ζήτησε μεταβατικές διατάξεις. Σε γενικές γραμμές, η Σλοβενία τηρεί τις υποχρεώσεις της που ανέλαβε σ' αυτόν τον τομέα κατά τις διαπραγματεύσεις ένταξης.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 19.03.2004