Σλοβακία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2004 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 703 τελικό- Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 511 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 711 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001)700 τελικό - SEC(2001) 1754 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002)700 τελικό - SEC(2002) 1410 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2002) 1209 - δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Η έκθεση του 1998 επισημαίνει ότι η Σλοβακία σημείωσε μικρή συμπληρωματική πρόοδο κατά την προετοιμασία της για συμμετοχή στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Στην έκθεση του 1999 η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η χώρα σημείωσε μικρή πρόοδο κατά την προετοιμασία της για συμμετοχή στην ΟΝΕ.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν σημειώθηκε καμία ιδιαίτερη πρόοδος όσον αφορά τις νομοθετικές προσαρμογές που απαιτούνται για να συμμορφωθεί η Σλοβακία με το κεκτημένο.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2001 σημειώνει ότι επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος στον τομέα αυτόν, κυρίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας και την άμεση χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος στον τομέα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στο μέτρο που η Σλοβακία πληρούσε ήδη τις προϋποθέσεις σχετικά με την υιοθέτηση του κεκτημένου.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Σλοβακία τηρεί τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της και ότι αυτή θα είναι σε θέση να εφαρμόσει το κοινοτικό κεκτημένο από την ημερομηνία ένταξής της.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας το 1989, η χώρα εισήλθε ταχύτατα στο δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες. Η Σλοβακία επλήγη περισσότερο από την απώλεια των ανατολικών αγορών και η αδυναμία εξεύρεσης συμφωνίας για μια οικονομική πολιτική ήταν η αφορμή για τον χωρισμό της χώρας. Ο χωρισμός επιδείνωσε τα οικονομικά προβλήματα: η παύση των μεταφορών από τη Δημοκρατία της Τσεχίας τόνισε τις βαθιές ανισορροπίες του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών. Επιπλέον, η διαδικασία μετάβασης εμποδίστηκε από την πολιτική αστάθεια και την έλλειψη κοινωνικής ειρήνης: οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίστηκαν μόλις τον Ιούνιο του 1995. Το 2001, το κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ανήλθε σε 48%. Η έκθεση του 2002 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Δημοκρατία της Σλοβακίας είναι βιώσιμη οικονομία της αγοράς. Στο μέτρο που συνεχίσει την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει αναλάβει, θα πρέπει να κατορθώσει να αντιμετωπίσει την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η ανεργία υποχωρεί, αλλά παραμένει υψηλή, αφού μειώθηκε από 18,6% το 2002 σε 17,7% το πρώτο εξάμηνο του 2003.

Το 1997, η Σλοβακία εμφάνισε επί τέταρτη συνεχή χρονιά σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Το ποσοστό αύξησης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) που το 1997 ανερχόταν σε 6,5%, το 1998 σημείωσε πτώση στο 4,4%. Η οικονομική επιβράδυνση απορρέει κυρίως από τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ανακόψει τις επενδύσεις και την κατανάλωση με σκοπό να περιορίσει τις εισαγωγές και να μειώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η επιβράδυνση συνεχίστηκε το 1999, με ανάπτυξη της τάξης του 1,9%. Το 2000, το ποσοστό πραγματικής ανάπτυξης έφθασε το 2,2%. Έκτοτε, σημείωσε άνοδο και το 2001 έφθασε το 3,3%. Το πρώτο τρίμηνο του 2002, συνεχίστηκε η επιτάχυνση της ανάπτυξης και σημειώθηκε ποσοστό 3,9%. Η έκθεση του 2003 σημειώνει ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε ακόμη και ανήλθε σε 4,4% το 2002. Η αύξηση μειώθηκε στο 3,9% το πρώτο εξάμηνο του 2003.

Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, το συνολικό έλλειμμα του δημοσίου αυξήθηκε σημαντικά, και από 1,3% του ΑΕΠ το 1996, το 1997 έφθασε στο 5% περίπου. Σύμφωνα με τις στατιστικές της χώρας, το 1998, το δημόσιο έλλειμμα ανήλθε περίπου στο 5% του ΑΕΠ. Η μείωση του ελλείμματος έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στο μακροοικονομικό πρόγραμμα σταθεροποίησης της κυβέρνησης. Το 1999 το έλλειμμα ανήλθε σε 3,7% του ΑΕΠ και το επόμενο έτος σε 3,4% του ΑΕΠ. Το 2001, δόθηκε έγκριση να ανέλθει το έλλειμμα μέχρι 4,1% του ΑΕΠ. Για το 2002, η προβλεπόμενη καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης ανέρχεται σε 5,3% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε αισθητά κατά τα τελευταία έτη, κυρίως λόγω της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα. Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος, έφθασε από 29,7% του ΑΕΠ το 1997 σε 44,1% του ΑΕΠ το 2001. Βάσει των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων (SEC 95), που λαμβάνουν υπόψη τις δαπάνες για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και τις ιδιωτικοποιήσεις, το έλλειμμα μεταξύ των ετών 1997 και 2001 ανήλθε μεταξύ 4,5% και 6,5% του ΑΕΠ - με εξαίρεση το 2000, που έφθασε στο ανώτατο σημείο, ήτοι 12,7% του ΑΕΠ. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι το έλλειμμα στις δημόσιες επιχειρήσεις ανήλθε σε 7,2% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του προεκλογικού έτους 2002. Για το 2003, η κυβέρνηση προβλέπει έλλειμμα 5% του ΑΕΠ και για το 2004 έλλειμμα 3,9%. Το έτος 2006 το έλλειμμα μπορεί να είναι ελαφρώς χαμηλότερο του ορίου του 3%. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 44,3% το 2002, κυρίως λόγω της χρήσης μέρους των εσόδων της ιδιωτικοποίησης.

Ο πληθωρισμός παραμένει σχετικά περιορισμένος σε σχέση με άλλες χώρες σε μεταβατική φάση. Το μέσο ποσοστό πληθωρισμού το 1999 ανήλθε σε 10,6, σε σχέση με 6,7% το 1998, κατόπιν μεγάλων αυξήσεων των τιμών. Η άνοδος των τιμών υπολογιζόμενη βάσει του δείκτη των τιμών κατανάλωσης (σε ετήσια βάση) παραμένει σταθερά κάτω από 8,4%, δηλαδή στο επίπεδο στο οποίο βρισκόταν στα τέλη του 2000. Το 2001, επανήλθε σε μέσο όρο 7,3% και, τον Ιούλιο του 2002, σημείωσε πτώση και έφθασε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 2% σε ετήσια βάση. Η έκθεση του 2003 σημειώνει ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή έπεσε στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 3,3% σε ετήσιο μέσο όρο για το 2002, ενώ ο ίδιος, το 2003, αυξήθηκε εκ νέου και ανήλθε σε περίπου 8%. Τούτο οφείλεται ευρέως στις προσαρμογές των ελεγχόμενων τιμών και στην αύξηση των εμμέσων φόρων.

΄Όσον αφορά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η σλοβακική κορόνα είναι πλήρως μετατρέψιμη από την 1η Οκτωβρίου 1995. Η ισοτιμία της ήταν συνδεδεμένη με ένα σύνολο νομισμάτων που αποτελούνταν κατά 60% από το γερμανικό μάρκο και 40% από το δολάριο. Προβλεπόταν περιθώριο διακύμανσης +/- 7% σε σχέση με την κεντρική ισοτιμία. Ωστόσο, από την 1η Οκτωβρίου 1998, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβακίας αποφάσισε να αφήσει το νόμισμα να κυμαίνεται ελεύθερα, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να το υπερασπιστεί έναντι των αυξανόμενων εσωτερικών πιέσεων για υποτίμηση. Οι πιέσεις αυτές τις οποίες υπέστη το νόμισμα της χώρας εξήντλησαν τα συναλλαγματικά αποθέματα. Μετά τις νέες πιέσεις που ασκήθηκαν το Μάιο του 1999, η υποτίμηση έφθασε στο 14% περίπου σε σχέση με το ευρώ. Αντιθέτως, το 1999 και το 2000, η Εθνική Τράπεζα της Σλοβακίας είχε παρέμβει επανειλημμένα για να επιβραδύνει την υπερτίμηση της κορώνας. Το καλοκαίρι του 2002, η σλοβακική κορώνα αντιμετώπισε πτώση της αξίας της, αλλά εν συνεχεία υπερτιμήθηκε εκ νέου. Η έκθεση του 2003 επισημαίνει ότι η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις στην αγορά, συνέβαλε στον περιορισμό της υπερτίμησης της σλοβακικής κορώνας και στην αποφυγή πτώσης της ανταγωνιστικότητας που συνδέεται με τη σταθεροποίηση του νομίσματος.

Όσον αφορά το τρέχον ισοζύγιο το 1998, η Σλοβακία σημείωσε έλλειμμα άνω του 10% του ΑΕΠ. Εν συνεχεία το 1999 το έλλειμμα επανήλθε στο 5% και το 2000 στο 3,7% , αλλά διπλασιάστηκε εκ νέου το 2001 και έφθασε το 8,6% του ΑΕΠ. Η Σλοβακία μπορεί, ωστόσο, πάντοτε να χρηματοδοτεί άνετα το τρέχον έλλειμμα της, ενώ πρόσφατα αύξησε σημαντικά τα συναλλαγματικά της αποθέματα, χάρη σε πολύ υψηλές εισπράξεις από ιδιωτικοποιήσεις. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών υπερέβη εκ νέου το 8% του ΑΕΠ το 2002. Ωστόσο, αυτό αντισταθμίσθηκε ευρέως από τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων που ανήλθαν για το ίδιο έτος σε 17% του ΑΕΠ.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η έκθεση του 1998 διαπιστώνει ότι η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα δεν έχει προχωρήσει καθόλου. Ο ιδιωτικός τομέας κατέχει την πλειονότητα των επιχειρήσεων και το μερίδιο του ΑΕΠ φθάνει το 80% περίπου. Η κυβέρνηση εξακολουθεί, ωστόσο, να ασκεί σημαντική επιρροή στην οικονομία. Όμιλος επιχειρήσεων που κρίθηκαν "θεμελιώδους σημασίας" αποκλείστηκε από την ιδιωτικοποίηση. Η Σλοβακία έχει επαναπροσανατολίσει τις εξαγωγές της προς τις ευρωπαϊκές αγορές μετά την εξάρθρωση του σοβιετικού εμπορικού συνασπισμού και τη διάλυση της ομοσπονδίας με την Τσεχική Δημοκρατία. Η έκθεση του 1999 σημειώνει ότι η σλοβακική κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα τεράστιο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, αναθεώρηση του νομικού κανονιστικού πλαισίου, την κατάργηση της έννοιας της στρατηγικής επιχείρησης καθώς και της έννοιας ενός κανονιστικού πλαισίου για τις δημόσιες υπηρεσίες που ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Η έκθεση του 2000 υπογραμμίζει ότι έχει σε μεγάλο βαθμό δημιουργηθεί το νομικό σύστημα που απαιτείται για την ικανοποιητική λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, αλλά ότι η εφαρμογή του θα πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά. Η έκθεση του 2001 διαπιστώνει ότι η Σλοβακία έχει προχωρήσει όσον αφορά την υλοποίηση νέων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στον τραπεζικό τομέα και την ιδιωτικοποίηση των τελευταίων επιχειρήσεων του δημοσίου. Αναμένονται μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού τομέα, ιδίως του συστήματος υγείας και του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η έκθεση του 2002 διαπιστώνει ότι σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν επέλθει στο σύστημα υγείας, αλλά οι δαπάνες του τομέα παραμένουν συγκριτικά υψηλές. Η έκθεση του 2003 επισημαίνει ότι η σλοβακική κυβέρνηση επέδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα στην καταπολέμηση της δομικής ανεργίας. Ελήφθησαν περαιτέρω μέτρα για τη βελτίωση του νομικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς. Ομοίως, η θέση της σε πραγματική λειτουργία ενισχύθηκε.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, στην έκθεση του 1998, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η νομοθεσία σχετικά με την Κεντρική Τράπεζα δεν συμβιβαζόταν πλέον απόλυτα με τους κοινοτικούς κανόνες και επέκρινε τη νομοθεσία που επέτρεπε περιορισμένη άμεση χρηματοδότηση της κυβέρνησης από την Κεντρική Τράπεζα. Οι δημόσιες αρχές εξακολουθούσαν να έχουν προνομιακή πρόσβαση στα δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η έκθεση του 2000 υπογραμμίζει ότι πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για συμμόρφωση της νομοθεσίας με το κεκτημένο, όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και την απαγόρευση κάθε άμεσης χρηματοδότησης στο δημόσιο τομέα. Η έκθεση του 2001 διαπιστώνει ότι η σλοβακική νομοθεσία συμβαδίζει γενικά με το κεκτημένο ύστερα από τροποποίηση του νόμου για την εθνική τράπεζα της Σλοβακίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 2001. Η έκθεση του 2002 διαπιστώνει ότι η χώρα δεν έχει σημειώσει καμία πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση της διοικητικής της ικανότητας που θα επιτρέψει το δημοσιονομικό σχεδιασμό και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος δημοσιονομικών πληροφοριών. Η έκθεση του 2003 επισημαίνει ότι έχει ήδη περατωθεί η ευθυγράμμιση της σλοβακικής νομοθεσίας με το κοινοτικό κεκτημένο.

Όσον αφορά την κατάσταση των διαπραγματεύσεων, η Σλοβακία δέχθηκε το κεκτημένο σχετικά με την ΟΝΕ και συμμορφώνεται απολύτως με αυτό. Οι διοικητικές δομές που επιτρέπουν τη θέση σε λειτουργία και την εφαρμογή του κεκτημένου υπάρχουν ήδη. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το παρόν κεφάλαιο έληξαν τον Δεκέμβριο 2002. Η Σλοβακία τηρεί της σχετικές δεσμεύσεις που ανέλαβε κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Δεν έχει ζητηθεί καμία μεταβατική διάταξη.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 18.03.2004