Πολωνία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2002 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 701 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 509 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 709 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1752 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1408 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1207 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη της, τον Ιούλιο του 1997, η Επιτροπή έκρινε ότι είναι πρόωρο να εκφραστεί σχετικά με τη συμμετοχή της Πολωνίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της. Η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη μετέχουσας στη ζώνη ευρώ δεν αναμένεται μεσοπρόθεσμα να δημιουργήσει προβλήματα, παρότι η Επιτροπή έκρινε ότι η νομοθεσία σχετικά με την κεντρική τράπεζα θα πρέπει να καταστεί απολύτως συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 1998 επισήμανε τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Πολωνία κατά την προετοιμασία της για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Η έκθεση του Οκτωβρίου 1999 διαπίστωνε ότι ήταν μάλλον περιορισμένη η πρόοδος που έχει σημειώσει η χώρα όσον αφορά την προετοιμασία της ενόψει της ΟΝΕ.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2000 σημειώνει ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία μεταφορά σχετική μ' αυτό τον τομέα κατά το εν λόγω έτος, αλλά και ότι μέχρι τότε η Πολωνία είχε ήδη ενσωματώσει σημαντικά τμήματα του κεκτημένου όσον αφορά την ΟΝΕ.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2001 σημειώνει ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πρόοδος στον εν λόγω τομέα κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από την έκθεση.

Η Επιτροπή, στην έκθεσή της του Οκτωβρίου 2002 σημειώνει ότι δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος στην μεταφορά του κεκτημένου.

Η Επιτροπή, στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2003, διαπιστώνει ότι η Πολωνία τηρεί τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση αλλά ότι είναι απαραίτητες ορισμένες ακόμη προσαρμογές όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητη η χρονική τήρησή τους από όλα τα κράτη μέλη σε μόνιμη βάση.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η Πολωνία θεωρείται ως βιώσιμη οικονομία της αγοράς η οποία δύναται μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπίσει τις συγκυριακές πιέσεις και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης. Η εμπορική ενοποίηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ενισχύθηκε. Η μακροοικονομική σταθερότητα της Πολωνίας έχει γερές βάσεις και αποδείχθηκε αρκετά ανθεκτική στην ρωσική κρίση. Η έκθεση του 2000 σημειώνει ωστόσο ότι εμφανίστηκαν πολλές οικονομικές ανισορροπίες. Χάρη σε μια σταθερή πρόοδο, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά κάτοικο (πρότυπα αγοραστικής δύναμης) έφθασε το 39,2% του μέσου όρου της ΕΕ το 2000, έναντι κάτω του 34% το 1995, όμως τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία εμπεριέχουν σημαντικές περιφερειακές ανισότητες. Ο ιδιωτικός τομέας αντιπροσωπεύει άνω του 70% του ΑΕΠ και του 72% των θέσεων απασχόλησης. Η έκθεση του 2002 σημειώνει ότι η ανεργία παραμένει το κεντρικό πρόβλημα της μεταβατικής περιόδου. Το ποσοστό της ανεργίας το οποίο ανερχόταν σε 11% το 1997, αυξήθηκε τα τελευταία αυτά έτη και έφθασε στο υψηλό ποσοστό του 18,4% το 2001. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η Πολωνία διατήρησε τη μακροοικονομική της σταθερότητα και διέρχεται περίοδο προοδευτικής ανάκαμψης που οφείλεται κυρίως στην εξωτερική ζήτηση. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους αποτελούν, μαζί με το υψηλό ποσοστό ανεργίας (19,9% το 2002), τις βασικές οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολωνικές αρχές.

Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, το πραγματικό ΑΕΠ της Πολωνίας αυξήθηκε κατά 6,9% το 1997. Το επόμενο έτος η αύξηση ήταν 4,8%. Η επιβράδυνση αυτή από τα μέσα του έτους 1998 οφείλεται άμεσα στην ρωσική κρίση και σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες. Το 1999, ο ρυθμός ανάπτυξης της πολωνικής οικονομίας ήταν 4,1%. Ο δείκτης ανάπτυξης για το σύνολο του έτους 2000 ανέρχεται περίπου σε 4%. Ο εντυπωσιακός απολογισμός της Πολωνίας όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 διεκόπη από τη σαφή επιβράδυνση της δραστηριότητας που διαπιστώθηκε από το 2001. Η ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2002 έφθανε μόλις το 0,5%. Για το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου, η μέση ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ ανέρχεται σε 4,2%. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι μετά την έντονη επιβράδυνση του 2001, η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε εν μέρει το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μόλις 1,4% έναντι 1% το 2001. Η πρόσφατη εξέλιξη θα μπορούσε να επιβεβαιώσει μια αναθέρμανση της δραστηριότητας: σε δωδεκάμηνη βάση το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2% το πρώτο τρίμηνο και κατά 3,8% το δεύτερο.

Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 1999 προέβλεπε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος του κράτους από 2,8% του ΑΕΠ το 1998 σε 2,15%. Σύμφωνα με τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική, ο προϋπολογισμός θα έπρεπε να είναι ισοσκελισμένος μέχρι το 2003. Ωστόσο, το έλλειμμα ανήλθε περίπου σε 3,5% το 1999 λόγω κυκλικά εμφανιζομένων όσο και διαρθρωτικών παραγόντων που οδήγησαν στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε εκ νέου το 2001 όταν το έλλειμμα ανήλθε στο 3,9% του ΑΕΠ. Η έκθεση του 2002 επισημαίνει ότι οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την Πολωνία για την εξυγίανση του προϋπολογισμού εμποδίστηκαν από την επιβράδυνση της ανάπτυξης και την απροθυμία των πολωνικών αρχών να προβούν σε εις βάθος αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος περιορίστηκε αισθητά, μειούμενο από περίπου 47% του ΑΕΠ το 1997 σε 38,7% στα τέλη του 2000. Η τάση αυτή αντεστράφη το 2001, όταν ο δείκτης του χρέους ανήλθε σε 39,3% στα τέλη του προηγουμένου έτους. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά το προηγούμενο έτος λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης και της μη εφαρμογής της δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι το έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης αυξήθηκε σε 4,1% και αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση κατά 4,5% του δείκτη χρέους/ΑΕΠ.

Το 1999, ο πληθωρισμός σημείωσε νέα μείωση σε 7,3%, ποσοστό που πρέπει να συγκριθεί με τον ετήσιο μέσο όρο 11,6% για το 1998. Το 2000, η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε εκ νέου για να φθάσει σε 10,2%. Η έκθεση του 2001 σημειώνει ότι ο πληθωρισμός συνέχισε να επιβραδύνεται και μειώθηκε σε 3,5% στα τέλη του 2001. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι ο πληθωρισμός συνέχισε την έντονη πτωτική του πορεία κατά το 2002 με κύριο πληθωρισμό που δεν ξεπερνούσε το 0,8% τον Δεκέμβριο του 2002 σε δωδεκάμηνη βάση. Από τις αρχές του έτους 2003 η αύξηση των τιμών παρέμεινε πολύ περιορισμένη.

Οι πολωνικές αρχές εφάρμοσαν μια σαφή πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών, βασισμένη σε σύστημα μεταβλητής ισοτιμίας. Λόγω των νομισματικών αναταράξεων που ακολούθησαν την κρίση στη Ρωσία, το zloty έχασε περίπου 10% της αξίας του. Τον Απρίλιο του 2000, η Πολωνία εφάρμοσε ένα καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης, στρατηγική συμβατή με τον καθορισμό στόχων στον τομέα του πληθωρισμού. Μετά την απόφαση για ελεύθερη διακύμανση του πολωνικού νομίσματος, η συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε, κυρίως λόγω των υψηλών πραγματικών επιτοκίων. Η έκθεση του 2002 σημειώνει ότι μετά την αλλαγή του καθεστώτος, η κεντρική τράπεζα διατήρησε την πολιτική της συνδυάζοντας την κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία με την άμεση στόχευση του πληθωρισμού. Ο συνδυασμός αυτός κρίνεται ως ικανοποιητικά προσαρμοσμένος στην πολωνική οικονομία στο προχωρημένο αυτό στάδιο της μεταβατικής περιόδου και υπό την προοπτική της ΟΝΕ. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η πραγματική υποτίμηση του zloty που παρατηρείται από τα μέσα του 2001 συνέβαλε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πολωνικών εξαγωγών.

Όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η Πολωνία παρουσίασε το 1997 έλλειμμα 3,2%. Το 1998, το έλλειμμα αυξήθηκε σε 4,3% ενώ το 1999 αντιπροσώπευε το 7,5% του ΑΕΠ. Η ιδιαίτερα σημαντική αυτή αύξηση αποτελούσε την πιο πιεστική πρόκληση για την οικονομική πολιτική. Το 2000, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε εκ νέου σε πιο αποδεκτό επίπεδο και συγκεκριμένα σε 6,3% του ΑΕΠ. Για το 2001 το έλλειμμα εκτιμάται σε 4%. Καθ' όλη την περίοδο που καλύπτεται από τις εκθέσεις, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε συνεχές έλλειμμα τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ το οποίο χρηματοδοτήθηκε σε αυξητική κλίμακα μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε εκ νέου κατά το προηγούμενο έτος σε 3,6% του ΑΕΠ.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η πολωνική κυβέρνηση εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1998, πρόγραμμα που αφορά την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων μέχρι τα τέλη του 2001. Επιπλέον, προγραμματίστηκαν μεταρρυθμίσεις της χωροταξικής οργάνωσης, του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και του χαλυβουργικού τομέα. Η αναδιάρθρωση των τομέων του άνθρακα και του χάλυβα είχε σημαντικές επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο καθώς και η μεταρρύθμιση στο γεωργικό τομέα. Το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η γεωργία στη συνολική παραγωγή μειώθηκε από 13% το 1989 σε 6% το 1997. Παρόλο που στην πλειοψηφία τους οι τιμές στην Πολωνία δεν ρυθμίζονται από τη δημόσια εξουσία, ορισμένες αγορές εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημεία στρέβλωσης. Οι μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν στον χρηματοοικονομικό τομέα ο οποίος παρουσιάζει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους ξένους επενδυτές. Η έκθεση του 1999 σημειώνει ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Η κυβέρνηση προγραμματίζει μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Η Επιτροπή σημειώνει στην έκθεσή της του 2000 ότι η χώρα συνεχίζει να βελτιώνει τη λειτουργία της ως οικονομία ελεύθερης αγοράς, μέσω μιας συνετής μακροοικονομικής πολιτικής και με την εφαρμογή διαφόρων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι τιμές απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παρουσίασαν γενικά πρόοδο κατά το 2001. Στην έκθεση του 2002 διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η Πολωνία έχει ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις μετάβασης που συνδέονται με τις συναλλαγές και την απελευθέρωση των τιμών, ότι έχει προχωρήσει ικανοποιητικά στην εφαρμογή του προγράμματός της για τις ιδιωτικοποιήσεις και ότι έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τις συντάξεις (με τη θέσπιση συστήματος με τρεις πυλώνες), την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και τη χωροταξική οργάνωση της χώρας παρουσίασαν πρόοδο. Ορισμένοι από τους τομείς που ιδιωτικοποιήθηκαν αναδιαρθρώθηκαν με επιτυχία. Όμως το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων στον τομέα αυτό δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων δεν έχει στην πράξη σημειώσει πρόοδο μετά την έκθεση για το προηγούμενο έτος. Οι ιδιωτικοποιήσεις παρουσίασαν σημαντική επιβράδυνση κατά τα δύο τελευταία έτη.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, τον Αύγουστο του 1997 ψηφίστηκε νέος νόμος για την εθνική τράπεζα της Πολωνίας. Ο νόμος αυτός προβλέπει τη σταθερότητα των τιμών ως στόχο προτεραιότητας της κεντρικής τράπεζας. Το νέο νομικό πλαίσιο ενισχύει την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας δεδομένου ότι η τελευταία δεν χρειάζεται πλέον να λάβει την έγκριση του Κοινοβουλίου για τις οδηγίες της σε νομισματικά θέματα. Εξάλλου, από τον Οκτώβριο του 1998 έχουν απαγορευθεί οι δανειοδοτήσεις και οι μεταφορές της κεντρικής τράπεζας προς τις δημόσιες αρχές. Η έκθεση του 1999 σημειώνει ότι η Πολωνία εξέδωσε, το Νοέμβριο του 1998, το νόμο για τα δημόσια οικονομικά που απαγορεύει κάθε άμεση χρηματοδότηση του δημοσίου τομέα από την κεντρική τράπεζα. Υπολείπονται τεχνικές τροποποιήσεις στο νόμο για τη κεντρική τράπεζα της Πολωνίας προκειμένου να διασφαλιστεί η θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία αυτής. Στην έκθεση του 2000 ζητείται η προσαρμογή του καταστατικού της τράπεζας όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση, το σύστημα ανεξαρτήτου ελέγχου και τη συμμετοχή εκπροσώπου της κυβέρνησης στις συνεδριάσεις του συμβουλίου νομισματικής πολιτικής. Το σχέδιο τροποποίησης του νόμου για την εθνική τράπεζα της Πολωνίας που προοριζόταν να ευθυγραμμίσει την πολωνική νομοθεσία στο κεκτημένο δεν έχει εγκριθεί από το Κοινοβούλιο. Η τελευταία έκθεση σημειώνει τη σημασία που αποδίδει η Πολωνία στο δηλωμένο της στόχο για πλήρη ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της με το κεκτημένο μέχρι τα τέλη του 2002. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι ο νόμος για την Κεντρική Τράπεζα δεν είναι ακόμα συμβατός σε ορισμένα σημεία του με το κεκτημένο. Πρέπει μεταξύ άλλων να καταργηθεί η δυνατότητα συμμετοχής εκπροσώπου της κυβέρνησης στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, η Πολωνία δέχτηκε πλήρως το κεκτημένο όσον αφορά την οικονομική και νομισματική ένωση, όπως ορίζεται στο τίτλο VII της συνθήκης. Έχουν θεσπιστεί οι διοικητικές δομές που απαιτούνται για την εφαρμογή του κεκτημένου.

Οι διαπραγματεύσεις όσον αφορά το παρόν κεφάλαιο περατώθηκαν τον Δεκέμβριο 2002. Δεν έχει ζητηθεί καμία μεταβατική διάταξη. Σε γενικές γραμμές, η Πολωνία σέβεται τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στον εν λόγω τομέα.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 15.03.2004