Ουγγαρία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2001 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 700 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(99) 505 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 705 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1748 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1404 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1205 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη που είχε διατυπώσει τον Ιούλιο του 1997, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι ήταν πρόωρο να εκφραστεί σχετικά με τη συμμετοχή της Ουγγαρίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της, παρόλο που η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη συμμετέχουσας στη ζώνη ευρώ δεν αναμενόταν να δημιουργήσει προβλήματα μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η Επιτροπή είχε καλέσει την Ουγγαρία να καταστήσει τη νομοθεσία για την κεντρική τράπεζα απολύτως συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις ενώ η νομισματική και η συναλλαγματική πολιτική θα έπρεπε να παραμείνουν προσανατολισμένες στη σταθερότητα. Σε ό,τι αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, είχε ζητήσει να καταβληθούν πρόσθετες προσπάθειες, ιδιαίτερα για την κυκλοφορία των κεφαλαίων προς το εξωτερικό.

H έκθεση του 1998 αναφέρει ότι η Ουγγαρία δεν έχει προοδεύσει πολύ στις προετοιμασίες για τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στην έκθεσή της το 1999 η Επιτροπή κρίνει ότι η Ουγγαρία δεν έχει προοδεύσει πολύ στην προετοιμασία για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Στην έκθεση του 2000 αναφέρεται ότι η Ουγγαρία δεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στις προετοιμασίες της ενόψει της συμμετοχής της στην ΟΝΕ, ακόμα και αν από τον Ιανουάριο του 2000 το ουγγρικό νόμισμα συνδέεται πλήρως με το ευρώ.

Στην έκθεσή της του 2001, η Επιτροπή κρίνει ότι από την τελευταία τακτική έκθεση, η Ουγγαρία σημείωσε πρόοδο στην υιοθέτηση του κεκτημένου σχετικά με την ΟΝΕ.

Η έκθεση του 2002 αναφέρει ότι η Ουγγαρία δεν σημείωσε σημαντική πρόοδο σχετικά με την ΟΝΕ, δεδομένου ότι η νομοθεσία της έχει ήδη ευθυγραμμιστεί σε μεγάλο βαθμό στο κοινοτικό κεκτημένο.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ουγγαρία τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις ένταξης όσον αφορά την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Ήδη στη γνώμη της του 1997 για την αίτηση προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που υπέβαλε η Ουγγαρία, η Επιτροπή είχε αποφανθεί ότι η Ουγγαρία μπορεί να θεωρηθεί ως βιώσιμη οικονομία αγοράς και θα έπρεπε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς μεσοπρόθεσμα εντός της Ένωσης. Ήδη, περισσότερο από το 70% των εξαγωγών της προορίζεται για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία εξομοίωσης της Ουγγαρίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίστηκε κανονικά. Το 2000, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά κάτοικο έφθανε το 52% του μέσου όρου της ΕΕ. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η συνολική μακροοικονομική ισορροπία της Ουγγαρίας έχει επιδεινωθεί, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του ΑΕΠ, τους εξωτερικούς λογαριασμούς και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων.

Η Ουγγαρία είχε έντονη οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 4,4% το 1997, το 1998 η ουγγρική οικονομία σημείωσε πρόοδο κατά 5,1% χάρη στην εσωτερική ζήτηση. Το 1999 η ουγγρική οικονομία σημείωσε πρόοδο κατά 4,5%. Ένα χρόνο αργότερα, η ουγγρική οικονομία παρουσίασε αύξηση 5,2%, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό από την αρχή της μεταβατικής περιόδου. Παρά την επιδείνωση της διεθνούς συγκυρίας, το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται με ρυθμό 3,8% και φαίνεται ότι έφθασε το 3% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002. Κατά μέσον όρο, η ανάπτυξη ήταν 4,5% από το 1997. Το 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, παρά το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3,3% το 2002. Η αύξηση αυτή στη συνέχεια επανήλθε στο 2,6%, σε ετήσια βάση, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003.

Τα δημόσια οικονομικά προσανατολίστηκαν σταδιακά προς δημοσιονομική εξυγίανση. Το έλλειμμα ανερχόταν το 1997 σε 4,6% του ΑΕΠ και παρέμεινε κατώτερο του 5% του ΑΕΠ το 1998. Το 1999, το έλλειμμα των δημόσιων διοικήσεων έφθασε το 3,7% του ΑΕΠ. Τα επόμενα χρόνια, η Ουγγαρία υιοθέτησε σταδιακή προσέγγιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το 2000, η αναλογία χρέους/ΑΕΠ είχε πέσει στο 55,7%, δηλαδή 4,8 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από το 1999. Το 2000 και το 2001, επιβραδύνθηκε η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το πραγματικό δημοσιονομικό έλλειμμα το 2000 αντιπροσώπευε το 3,1% του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε στη συνέχεια. Το έλλειμμα έφτανε το 4,1% του ΑΕΠ το 2001. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται σχετική επιδείνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος: Το έλλειμμα έφθασε στο 9,2% του ΑΕΠ κατά το 2002. Η αύξηση αυτή υπονόμευσε το δημόσιο χρέος, το οποίο ανήλθε στο 56,3% του ΑΕΠ κατά το 2002, έναντι 53,4% κατά το 2001. Για το 2003, η κυβέρνηση έθεσε τον φιλόδοξο στόχο να μειώσει το έλλειμμα κάτω του 5% του ΑΕΠ κατά το έτος αυτό, και στο 3,8% κατά το 2004.

Η καταπολέμηση του πληθωρισμού ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ουγγαρίας. Το 1998, ο πληθωρισμός μειώθηκε αισθητά, φθάνοντας κατά μέσον όρο το 14,3% (έναντι 18% ένα χρόνο νωρίτερα) και φθάνοντας κάτω από το όριο των 10% τον Ιανουάριο του 1999. Ο πληθωρισμός αποτελεί μία από τις απογοητευτικές πλευρές των μακροοικονομικών αποτελεσμάτων της χώρας. Η πρόοδος προς την σταθερότητα των τιμών υπήρξε αργή. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την εξέλιξη, οι ουγγρικές αρχές ξεκίνησαν από την Άνοιξη του 2001 μία πιο αποφασιστική αντιπληθωριστική πολιτική. Η εφαρμογή πολιτικής για την καταπολέμηση του πληθωρισμού οδήγησε στην αποδυνάμωση των υψηλών πληθωριστικών προβλέψεων. Έκτοτε, ο πληθωρισμός μειώθηκε γρήγορα φθάνοντας στο 4,6% τον Ιούλιο του 2002. Επανήλθε σε ετήσιο ποσοστό 5,2% το 2002 και έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδο της μεταβατικής περιόδου τον Μάιο του 2003 (ακριβώς 3,6% σε ετήσια βάση). Η αύξηση του τιμαρίθμου ανερχόταν σε 4,7%, σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο του 2003.

Όσον αφορά την συναλλαγματική ισοτιμία, η εθνική τράπεζα της Ουγγαρίας συνέχισε να εφαρμόζει το καθεστώς των αναπροσαρμοζόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που εφαρμόστηκε το 1995. Το 1999, ο στόχος της πολιτικής συναλλαγματικών ισοτιμιών κινδύνευε ολοένα και περισσότερο να προσκρούσει στο στόχο της πολιτικής για τον πληθωρισμό. Οι τροποποιήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και της νομισματικής πολιτικής το 2000 οδήγησαν σε σημαντική ανατίμηση του εθνικού νομίσματος, μειώνοντας έτσι τις εισαχθείσες πληθωριστικές πιέσεις. Η εθνική τράπεζα υιοθέτησε επίσημα νομισματική πολιτική για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Παρατηρήθηκε ουσιαστική ανατίμηση του νομίσματος και ορισμένες κερδοσκοπικές διακυμάνσεις μετά την αλλαγή αυτή του καθεστώτος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η έκθεση του 2002 τονίζει ότι ένα ευέλικτο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, στηρίζει την μακροοικονομική σταθερότητα. Στις αρχές του 2003, ο συνδυασμός ισχυρού νομίσματος και σημαντικών περιθωρίων επιτοκίων πυροδότησε κερδοσκοπική επίθεση, ενώ το φορίντ πλησίαζε στο ανώτατο όριο της ζώνης διακυμάνσεών του. Η κεντρική τράπεζα της χώρας μείωσε τότε τα επιτόκια. Αφού αποκαταστάθηκε η τάξη, συμφωνήθηκαν από την κεντρική τράπεζα και την κυβέρνηση νέοι στόχοι για τον πληθωρισμό, για τα έτη 2003 και 2004 (3,5%+/-1% για καθένα από τα έτη αυτά). Τον Ιούνιο του 2003, με κοινή απόφαση της κεντρικής τράπεζας και της κυβέρνησης, η βασική ισοτιμία του φορίντ ως προς το ευρώ υποτιμήθηκε κατά 2,26%.

Το 1998, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφθασε το 4,9% του ΑΕΠ, διπλασιάζοντας το επίπεδό του το 1997. Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών εξελίχθηκε στη συνέχεια ευνοϊκά και το έλλειμμα σταθεροποιήθηκε στο 3,3% του ΑΕΠ το 2000. Η κατάσταση βελτιώθηκε περαιτέρω και το έλλειμμα παρέμεινε μέτριο. Η χρηματοδότησή του δεν δημιουργεί δυσκολίες, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν έπαυσε να μειώνεται και έφθασε το 2,2% του ΑΕΠ το 2001. Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι το ισοζύγιο αυτό άρχισε να επιδεινώνεται κατά το 2002, εμφανίζοντας έλλειμμα 4% επί του ΑΕΠ.

Κατά τη δημοσίευση της γνώμης της Επιτροπής, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά. Ιδίως η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων είχε αρχίσει σε μεγάλο βαθμό. Το εύρος της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, που διεξάγεται μέχρι σήμερα καλά, είναι σημαντικό. Ο ιδιωτικός τομέας εκπροσωπούσε περίπου το 80% του ΑΕΠ στα τέλη του 1998 και η διαδικασία ιδιωτικοποίησης είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο ρυθμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιβραδύνθηκε στη συνέχεια, αντικατοπτρίζοντας την πρόοδο της διαδικασίας μεταρρύθμισης. Ωστόσο, το σχέδιο μεταρρύθμισης του τομέα της υγείας και η θέση σε εφαρμογή οικονομικής στρατηγικής σημείωσαν καθυστερήσεις. Η μεταρρύθμιση του καθεστώτος συντάξεων δεν ολοκληρώθηκε ακόμα, και παρά μία υποσχόμενη αρχή, η μεταρρύθμιση της ιατρικής περίθαλψης επιβραδύνθηκε. Η διαρκής μείωση της ανεργίας είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής φάσης. Από το 1997, η ανεργία μειώθηκε σταδιακά από 9,0% σε 5,7% (2001). Η έκθεση του 2003 διαπιστώνει ότι η διαδικασία της οικονομικής μεταρρύθμισης προχωρεί με αξιόπιστο ρυθμό, με ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων κρατικών επιχειρήσεων, προοδευτική απελευθέρωση των ελεγχόμενων τιμών και ολοκλήρωση της βαθμιαίας μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Η ουγγρική νομοθεσία δεν εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας κατά την αρχή των διαπραγματεύσεων. Οι εκθέσεις της Επιτροπής αναφέρουν ότι το καταστατικό της Κεντρικής Τράπεζας θα έπρεπε να ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις της συνθήκης. Δεν διαπιστώθηκε καμία νέα πρόοδος όσον αφορά την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας στις διαδοχικές εκθέσεις του 1998 έως το 2000. Η Ουγγαρία υιοθέτησε τον Ιούνιο του 2001 νέο νόμο που ενισχύει την ανεξαρτησία της Εθνικής Τράπεζας. Αυτός ο νέος νόμος διασφαλίζει τη συμφωνία με το κεκτημένο όσον αφορά την προσωπική ανεξαρτησία των μελών των οργάνων απόφασης της Τράπεζας. Επίσης, καταργήθηκε η δυνατότητα άμεσης χρηματοδότησης από την Εθνική Τράπεζα. Η ουγγρική νομοθεσία έχει ήδη κατά πολύ ευθυγραμμιστεί με το κεκτημένο όσον αφορά την ΟΝΕ. Τον Ιούλιο του 2002, το Κοινοβούλιο εξέδωσε τροποποίηση για τον προσδιορισμό του καθεστώτος των συναλλαγματικών ισοτιμιών καθώς και για τον ορισμό των οργάνων της Κεντρικής Τράπεζας και του πεδίου αρμοδιοτήτων τους. Η ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο έχει ολοκληρωθεί σήμερα.

Όσον αφορά την κατάσταση των διαπραγματεύσεων, η Ουγγαρία δήλωσε ότι αποδέχεται το υφιστάμενο κοινοτικό κεκτημένο και ότι θα συμμορφωθεί πλήρως με αυτό. Θα δημιουργηθούν οι απαραίτητες διοικητικές δομές για τη θέση σε εφαρμογή του κεκτημένου. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το παρόν κεφάλαιο ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2002. Η Ουγγαρία δεν ζήτησε μεταβατικές διατάξεις. Τηρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις στον τομέα αυτόν.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 11.03.2004