Διαφάνεια, απλούστευση των συνθηκών και ποιότητα της κοινοτικής νομοθεσίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει συχνά τεχνικά και πολύπλοκα ζητήματα. Επιπλέον, το θεσμικό της σύστημα είναι μοναδικό και δύσκολο να κατανοηθεί εκ πρώτης όψεως. Κατά συνέπεια, παρατηρήθηκαν πολλές παρερμηνείες και συγχύσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, των εθνικών πολιτικών και οικονομικών φορέων και των ευρωπαίων πολιτών. Για να βελτιωθεί η κατανόηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα κοινοτικά όργανα βελτιώνουν συνεχώς τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων τους και των αποφάσεων που λαμβάνουν.
Η έννοια της διαφάνειας αφορά κυρίως τα ζητήματα της πρόσβασης στις πληροφορίες και στα έγγραφα της Ένωσης, αλλά συνδέεται επίσης και με την παραγωγή εύληπτων εγγράφων. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο την ενιαία έκδοση κάθε νομοθετικού κειμένου που έχει τροποποιηθεί (είτε με επίσημη κωδικοποίηση, είτε με δηλωτική ενοποίηση), αλλά επίσης τον καθορισμό κανόνων διατύπωσης, έτσι ώστε η θεσπιζόμενη νομοθεσία να είναι όσο το δυνατό πιο σαφής σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας (11 προς το παρόν).
Η συνθήκη του Άμστερνταμ καθορίζει ορισμένα δικαιώματα για τους πολίτες και διατυπώνει συστάσεις στα όργανα της Ένωσης προκειμένου να ευνοήσει την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση και, με τον τρόπο αυτό, να βελτιώσει τη δημοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Προκειμένου να διευκρινιστεί η έννοια της διαφάνειας, πραγματοποιήθηκαν τροποποιήσεις στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Ένα νέο άρθρο 255 ενσωματώθηκε στη συνθήκη: κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος, θα έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,, του Συμβουλίου και της Επιτροπής .
Οι γενικές αρχές και τα όρια της πρόσβασης στα έγγραφα αυτά (για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος) καθορίζονται από το Συμβούλιο με συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εντός διετίας από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ. Καθένα από τα προαναφερόμενα όργανα θα εισάγει, στον εσωτερικό του κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα δικά του έγγραφα.
Εξάλλου, μια τρίτη παράγραφος προστέθηκε στο άρθρο 207 (πρώην άρθρο 151), στην οποία διευκρινίζεται ότι το Συμβούλιο πρέπει ιδίως να επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα που συνδέονται με τη νομοθετική του δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, "δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και η αιτιολόγηση των ψήφων καθώς επίσης και οι δηλώσεις στα πρακτικά".
Οι διατάξεις αυτές αποσαφηνίζουν τα δικαιώματα των πολιτών όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα και εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς του πρώτου και του τρίτου πυλώνα, με εξαίρεση την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας δεδομένου του διπλωματικού παρά νομοθετικού χαρακτήρα της. Επιπλέον, η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα προερχόμενα από τα κράτη μέλη μπορεί να μην επιτρέπεται εφόσον το ζητήσει το εκάστοτε κράτος μέλος (δήλωση της διακυβερνητικής διάσκεψης που προσαρτάται στο άρθρο 255).
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
Οι καταργήσεις, οι προσθήκες και οι τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν προοδευτικά από την Ενιαία Πράξη, τις συνθήκες του Μάαστριχ και του Άμστερνταμ έχουν καταστήσει δύσκολη την ανάγνωση των ιδρυτικών συνθηκών. Για να γίνουν πιο κατανοητές οι συνθήκες για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πραγματοποιείται νέα αρίθμηση των άρθρων.
Παράλληλα, σε δήλωση που θέσπισε η διακυβερνητική διάσκεψη, τα κράτη μέλη συμφωνούν να προβούν στην ενοποίηση όλων των συνθηκών. Η ενοποίηση) αυτή δεν θα έχει νομική αξία αλλά θα χρησιμεύσει στην παραγωγή κειμένων απαλλαγμένων από τα άκυρα και δυσανάγνωστα στοιχεία.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Η διακυβερνητική διάσκεψη ενέκρινε δήλωση, η οποία επαναλαμβάνει τα σχετικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Εδιμβούργου (11 και 12 Δεκεμβρίου 1992) και το ψήφισμα του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 1993. Η δήλωση υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό για τα κράτη μέλη και για τους πολίτες να διαθέτουν κατανοητά νομοθετικά κοινοτικά κείμενα για την ορθή εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη και την καλύτερη κατανόησή τους από το κοινό.
Πιο συγκεκριμένα, η διάσκεψη καλεί τα τρία κύρια όργανα που συμμετέχουν στη διαδικασία θέσπισης της κοινοτικής νομοθεσίας (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Επιτροπή) να καθορίσουν κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της διατύπωσης των κειμένων που συντάσσουν, τροποποιούν και θεσπίζουν.
Εξάλλου, η διάσκεψη ενθαρρύνει την επιτάχυνση της εργασίας κωδικοποίησηςτων νομοθετικών κειμένων.