22.9.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 223/1


Κώδικας δεοντολογίας

(2007/C 223/01)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

έχοντας υπόψη

τις αποφάσεις που έλαβε το Δικαστήριο στις από 28 Μαρτίου, 24 Απριλίου και 3 Ιουλίου 2007 συνεδριάσεις του,

τα άρθρα 2, 4, 6, 18 και 47 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 5 του παραρτήματος του εν λόγω Οργανισμού, τα άρθρα 3 και 4 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθώς και τα άρθρα 4 και 5 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου,

εκτιμώντας ότι,

υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων καταστατικών και κανονιστικών διατάξεων, πρέπει να θεσπιστεί κώδικας δεοντολογίας ώστε να διευκρινιστούν ορισμένες από τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη του Δικαστηρίου, του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης από τις εν λόγω διατάξεις,

κατόπιν διαβουλεύσεως με το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης,

αποφασίζει τη θέσπιση του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας:

Άρθρο πρώτο

Γενικές αρχές

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας εφαρμόζεται στα μέλη και πρώην μέλη του Δικαστηρίου, του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

2.   Τα μέλη αφοσιώνονται πλήρως στην εκπλήρωση της αποστολής τους.

3.   Τα μέλη δεν προβαίνουν, εκτός Δικαστηρίου, σε κανένα σχόλιο που ενδέχεται να θίξει τη φήμη του Δικαστηρίου ή που μπορεί να ερμηνευθεί ως θέση του Δικαστηρίου σε συζητήσεις που δεν αφορούν τον θεσμικό του ρόλο.

Άρθρο 2

Ακεραιότητα

Τα μέλη δεν δέχονται οποιασδήποτε φύσεως δωρεές που ενδέχεται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία τους.

Άρθρο 3

Αμεροληψία

Τα μέλη αποφεύγουν οποιαδήποτε κατάσταση ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 4

Δήλωση οικονομικών συμφερόντων

1.   Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, τα μέλη διαβιβάζουν στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου δήλωση σχετική με τα οικονομικά τους συμφέροντα.

2.   Η δήλωση της παραγράφου 1 έχει ως εξής: «Δηλώνω ότι από την κατάσταση της περιουσίας μου δεν προκύπτει κανένα οικονομικό συμφέρον ικανό να θίξει την αμεροληψία και την ανεξαρτησία μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου».

Άρθρο 5

Λοιπές δραστηριότητες

1.   Εφόσον επιθυμούν να μετάσχουν σε εξωτερική δραστηριότητα, τα μέλη ζητούν προηγουμένως έγκριση από το δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο ανήκουν. Δεσμεύονται ωστόσο να τηρούν την υποχρέωσή τους να είναι διαθέσιμοι, προκειμένου να αφοσιώνονται πλήρως στην εκπλήρωση της αποστολής τους.

2.   Στα μέλη μπορεί να επιτραπεί να παρουσιάσουν εισηγήσεις στο πλαίσιο διδακτικής δραστηριότητας, συνεδρίου, σεμιναρίου ή συμποσίου, χωρίς ωστόσο να μπορούν να λάβουν, με την ευκαιρία αυτή, αποζημίωση που υπερβαίνει τα ειωθότα.

3.   Στα μέλη μπορεί επίσης να επιτραπεί να ασκούν επιστημονικές δραστηριότητες καθώς και να έχουν μη αμειβόμενα τιμητικά καθήκοντα σε ιδρύματα ή ανάλογους οργανισμούς πολιτιστικού, καλλιτεχνικού, κοινωνικού, αθλητικού ή φιλανθρωπικού χαρακτήρα και σε εκπαιδευτικά ή ερευνητικά ιδρύματα. Προς τούτο, δεσμεύονται να μην ασκούν διαχειριστικά καθήκοντα ικανά να θίξουν την ανεξαρτησία τους ή την υποχρέωσή τους να είναι διαθέσιμοι ή τα οποία θα οδηγούσαν σε σύγκρουση συμφερόντων. Ως ανάλογα ιδρύματα ή οργανισμοί νοούνται τα ιδρύματα ή οι ενώσεις μη κερδοσκοπικού σκοπού που ασκούν δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος στους προαναφερθέντες τομείς.

Άρθρο 6

Δέσμευση των μελών μετά το πέρας της θητείας τους

1.   Τα μέλη εξακολουθούν να δεσμεύονται, και μετά το πέρας της θητείας τους, από την υποχρέωση διακριτικότητας.

2.   Τα μέλη δεσμεύονται να μη συμμετέχουν, μετά το πέρας της θητείας τους,

καθ' οιονδήποτε τρόπο σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου στο οποίο ανήκαν κατά το πέρας της θητείας τους,

καθ' οιονδήποτε τρόπο σε υποθέσεις που συνδέονται με άμεσο και προφανή τρόπο με υποθέσεις, έστω περατωθείσες, τις οποίες χειρίστηκαν ως δικαστές ή γενικοί εισαγγελείς,

και για τρία έτη από την ημερομηνία αυτή,

ως εκπρόσωποι των διαδίκων, είτε κατά την έγγραφη είτε κατά την προφορική διαδικασία, σε υποθέσεις που εκδικάζονται από τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα.

3.   Τα πρώην μέλη μπορούν να παρέμβουν ως σύμβουλοι ή εμπειρογνώμονες σε άλλες υποθέσεις ή να παράσχουν νομικές γνωμοδοτήσεις, υπό την προϋπόθεση πάντως να τηρούν τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 7

Εφαρμογή του Κώδικα

1.   Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, επικουρούμενος από συμβουλευτική επιτροπή αποτελούμενη από τα τρία αρχαιότερα μέλη του Δικαστηρίου, μεριμνά για την ορθή εφαρμογή του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας.

2.   Το Δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του Κώδικα και, εν αμφιβολία, αποφασίζει, κατά περίπτωση, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Πρωτοδικείο ή το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών Κώδικας τίθεται σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2007.

2.   Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων των μελών που ασκούν τα καθήκοντά τους κατά την ημερομηνία αυτή πρέπει να διαβιβαστεί στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2007.