ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Βοηθός κτηνίατρος στον τομέα των κτηνιατρικών υγειονομικών ελέγχων — Δημόσιος τομέας — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές — Αντικατάσταση κενών θέσεων εν αναμονή ολοκληρώσεως διαγωνισμών»

Στην υπόθεση C‑614/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Craiova (εφετείο της Craiova, Ρουμανία) με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Νοεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Rodica Popescu

κατά

Direcția Sanitar Veterinară și pentru Siguranța Alimentelor Gorj

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για τη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Rodica Popescu και του εργοδότη της, Direcţia Sanitar Veterinară şi pentru Siguranţa Alimentelor Gorj (διευθύνσεως υγείας των ζώων και ασφάλειας των τροφίμων του Gorj, Ρουμανία, στο εξής: διεύθυνση υγείας των ζώων), ως προς τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας που συνδέουν την ενδιαφερομένη με τη διεύθυνση αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70, που στηρίζεται στο άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ, προκύπτει ότι, με τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου, τα υπογράφοντα μέρη επιδίωξαν να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για την αποτροπή των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη σύναψη διαδοχικών σχέσεων εργασίας ή συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

4

Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου έχουν ως εξής:

«Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

Η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. [...]»

5

Τα σημεία 6, 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας‑πλαισίου έχουν ως ακολούθως:

«6.

εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοση·

[...]

8.

εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

[...]

10.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης».

6

Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Σκοπός», σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

7

Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στο σημείο 1, ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου οι οποίοι έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

8

Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

1.

ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

[...]».

9

Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», προβλέπει:

«1.

Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,

β)

τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

γ)

τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.

Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)

θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)

χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

Το ρουμανικό δίκαιο

10

Κατά το άρθρο 12 του Legea nr. 53/2003 privind Codul muncii (νόμου 53/2003 περί εργατικού κώδικα, αναδημοσιευθέντος στο Monitorul Oficial al României, μέρος Ι, υπ’ αριθ. 345/18 Μαΐου 2011), η σύμβαση εργασίας συνάπτεται, κατ’ αρχήν, για αόριστο χρόνο. Κατ’ εξαίρεση, υπό τις προϋποθέσεις που ο νόμος ρητώς ορίζει, δύναται να συναφθεί για ορισμένο χρόνο.

11

Κατά το άρθρο 82 του νόμου 53/2003, μπορεί να παραταθεί σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με γραπτή συμφωνία των μερών, για τη χρονική περίοδο εκτελέσεως σχεδίου, προγράμματος ή εργασίας. Πάντως, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μεταξύ των ιδίων μερών περιορίζεται σε τρεις, και καθεμία από τις συμβάσεις αυτές δεν δύναται να έχει διάρκεια υπερβαίνουσα τους δώδεκα μήνες.

12

Δυνάμει του άρθρου 83, στοιχείο h, του νόμου 53/2003, η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται στις ρητώς προβλεπόμενες από ειδικό νόμο περιπτώσεις ή προκειμένου για την εκτέλεση εργασίας, σχεδίου ή προγράμματος.

13

Κατά το άρθρο 84 του νόμου 53/2003, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δύναται να συναφθεί για διάστημα ανώτερο των 36 μηνών.

14

Το άρθρο 19 του Ordonanta de Guvernului nr. 42/2004 privind organizarea activitatii sanitar-veterinare si pentru siguranta alimentelor (κυβερνητικό διάταγμα 42/2004 περί της οργανώσεως των υγειονομικών και κτηνιατρικών δραστηριοτήτων και την ασφάλεια των τροφίμων, δημοσιευθέν στο Monitorul Oficial al României, μέρος Ι, υπ’ αριθ. 94/31 Ιανουαρίου 2004, στο εξής: OG 42/2004), προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, ότι οι μονάδες συλλογής, παραγωγής και εμπορίας προϊόντων ζωικής και μη ζωικής προελεύσεως δύνανται να λειτουργούν μόνον αν διαθέτουν κτηνιατρική υγειονομική άδεια και υπόκεινται σε επίσημους ελέγχους βάσει της νομοθεσίας.

15

Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 3, του ΟG 42/2004, ο επίσημος έλεγχος διενεργείται από ειδικευμένο προσωπικό, το οποίο προσλαμβάνεται από τις διευθύνσεις κτηνιατρικών και υγειονομικών ελέγχων στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.

16

Από το άρθρο 19, παράγραφος 4, του OG 42/2004 προκύπτει ότι οι κατά την παράγραφο 3 συμβάσεις εργασίας, οι οποίες συνάπτονται για τη μέγιστη διάρκεια που προβλέπεται από την εργατική νομοθεσία, δύνανται να παραταθούν πέραν της διάρκειας αυτής, κατόπιν συμφωνίας των μερών, ενόσω εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις επί των οποίων βασίζεται η σύναψή τους, καθόσον είναι διασφαλισμένοι οι προς τούτο προβλεπόμενοι οικονομικοί πόροι, μέχρι τη σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας, οι οποίες προκύπτουν από την οργάνωση διαγωνισμών.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η R. Popescu προσελήφθη ως βοηθός κτηνίατρος στη διεύθυνση υγείας των ζώων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από τις 14 Μαΐου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007.

18

Η εν λόγω σύμβαση αποτέλεσε αντικείμενο επτά διαδοχικών παρατάσεων, εκάστη διάρκειας ενός έτους. Υπό την ως άνω σύμβαση, η R. Popescu εργάστηκε αδιαλείπτως στον ίδιο τόπο εργασίας, ασκώντας τα ίδια καθήκοντα.

19

Η επίμαχη σύμβαση εργασίας ανέφερε ως αντικείμενο τη διενέργεια επίσημου ελέγχου σε μονάδες σφαγής ζώων, συλλογής, παραγωγής, επεξεργασίας, μεταποιήσεως, αποθηκεύσεως, μεταφοράς, εμπορίας προϊόντων και υποπροϊόντων ζωικής προελεύσεως, καθώς και σε μονάδες συλλογής, παραγωγής, επεξεργασίας, μεταποιήσεως, αποθηκεύσεως, μεταφοράς και εμπορίας προϊόντων και υποπροϊόντων μη ζωικής προελεύσεως.

20

Εξάλλου, η εν λόγω σύμβαση εργασίας ανέφερε ότι συνδεόταν στενώς με τη διάρκεια λειτουργίας των προς έλεγχο μονάδων.

21

Η τελευταία παράταση της ως άνω συμβάσεως εργασίας συνήφθη στις 30 Δεκεμβρίου 2014. Προβλεπόταν η παράταση της εν λόγω συμβάσεως πέραν της 1ης Ιανουαρίου 2015 εν αναμονή της ολοκληρώσεως διαγωνισμών για την οριστική κάλυψη της οικείας θέσεως εργασίας. Στην ως άνω πράξη διευκρινιζόταν επίσης ότι ο εργοδότης μπορούσε μονομερώς, ανά πάσα στιγμή, να θέσει τέλος στη σύμβαση εργασίας.

22

Στις 29 Ιανουαρίου 2015, η R. Popescu ενήγαγε τη διεύθυνση υγείας των ζώων ενώπιον του Tribunalul Gorj (πρωτοδικείου του Gorj, Ρουμανία) με αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των διαφόρων παρατάσεων της συμβάσεώς της εργασίας και να αναχαρακτηρισθεί η σύμβαση αυτή ως «σύμβαση αορίστου χρόνου».

23

Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, το Tribunal Gorj (πρωτοδικείο του Gorj) απέρριψε το αίτημα της ενδιαφερομένης.

24

Η R. Popescu άσκησε στη συνέχεια έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Curtea de Appel Craiova (εφετείου της Craiova, Ρουμανία).

25

Κατά τη διεύθυνση υγείας των ζώων, η απασχόληση προσωπικού ορισμένου χρόνου, στο πλαίσιο των επίσημων κτηνιατρικών ελέγχων, συνάδει με τη ρουμανική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διευθύνσεις υγείας των ζώων είναι περιφερειακοί δημόσιοι οργανισμοί, υπαγόμενοι στην Autoritatea Națională Sanitar Veterinară (εθνική αρχή υγείας των ζώων), οι οποίοι, λόγω της φύσεως των προς κάλυψη θέσεων εργασίας, μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

26

Το Curtea de Appel Craiova (εφετείο της Craiova) εκθέτει ότι, κατά την πλειοψηφούσα άποψη, η δραστηριότητα επίσημου κτηνιατρικού ελέγχου, η οποία διέπεται από ειδική νομοθετική πράξη, ήτοι το άρθρο 19, παράγραφοι 3 και 4, του OG 42/2004, εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 83, παράγραφος 1, στοιχείο h, του ρουμανικού κώδικα εργασίας. Καθόσον ρήτρα συμβάσεως εργασίας, η οποία δεν έχει αποτελέσει το αντικείμενο καμίας ενστάσεως εκ μέρους της ενδιαφερομένης, εξαρτά τη διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως από τη διάρκεια της λειτουργίας των κατανεμημένων μονάδων, κάθε τροποποίηση της κατανομής των προς έλεγχο μονάδων συνεπάγεται τη λήξη της επίμαχης συμβάσεως εργασίας και τη συνακόλουθη σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας.

27

Αντιθέτως, κατά μειοψηφούσα άποψη, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο, κατόπιν τριών διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο μισθωτός πρέπει να προσλαμβάνεται στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως της ιδιαιτερότητας της επίμαχης δραστηριότητας.

28

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπάρχει πληθώρα διαφορών οι οποίες έχουν το ίδιο αντικείμενο με τη διαφορά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Craiova (εφετείο της Craiova) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μήπως το γεγονός ότι η δραστηριότητα του προσωπικού που ασκεί ειδικά ελεγκτικά καθήκοντα στον τομέα της υγείας των ζώων εξαρτάται στενά από τη συνέχιση της δραστηριότητας μονάδων, όπως αυτές που αναφέρει η σκέψη [19 της παρούσας διατάξεως], αποτελεί επαρκές επιχείρημα για τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου κατά παρέκκλιση από τους γενικής ισχύος κανόνες που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70;

2)

Μήπως η διατήρηση στη νομοθεσία διατάξεων ειδικού χαρακτήρα που επιτρέπουν τη διαδοχική σύναψη, για περίοδο όπως η περιγραφείσα, συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της ζωικής υγείας αντιβαίνει προς την υποχρέωση του κράτους όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

30

Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων στον δημόσιο τομέα δικαιολογείται από «αντικειμενικούς λόγους» κατά τη ρήτρα αυτή για τον λόγο και μόνον ότι τα ελεγκτικά καθήκοντα του προσωπικού που έχει προσληφθεί στον τομέα της υγείας των ζώων δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα λόγω των διακυμάνσεων του όγκου των δραστηριοτήτων των προς έλεγχον μονάδων.

31

Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

32

Η ως άνω διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα όπως αναδιατυπώθηκαν μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα από τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C-212/04, EU:C:2006:443), της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ. (C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250), της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük (C-586/10, EU:C:2012:39), της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano (C-190/13, EU:C:2014:146), της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ. (C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044), καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ. (C-61/13, C-63/13 έως C-418/13, EU:C:2014: 2401).

33

Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία‑πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 56· της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C‑190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 38, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 67).

34

Συνεπώς, καθόσον η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανέναν ιδιαίτερο τομέα από το πεδίο εφαρμογής της, τυγχάνει εφαρμογής και στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 69).

35

Επομένως, εργαζόμενος όπως η ενδιαφερομένη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εργάζεται στη διεύθυνση υγείας των ζώων ως βοηθός κτηνίατρος στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων και της οποίας η σύμβαση εργασίας, κατά τις διατάξεις του ρουμανικού δικαίου, συνάπτεται οπωσδήποτε με την εν λόγω διεύθυνση για συγκεκριμένη διάρκεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.

36

Όσον αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι με τη ρήτρα αυτή επιδιώκεται η επίτευξη ενός από τους σκοπούς της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, και συγκεκριμένα η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, μέσω της θεσπίσεως ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 63· της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 73· της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C‑586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 25· της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 41· της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 54, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 72).

37

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεών της, η σταθερότητα της απασχολήσεως θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, οι δε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 62· της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 55, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 73).

38

Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τη λήψη ενός, τουλάχιστον, αποτελεσματικού και δεσμευτικού μέτρου από εκείνα που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα μέτρα. Τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 74· της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 26· της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 42, της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 56, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C‑61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 74).

39

Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας αυτής είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 75).

40

Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της αποτροπής τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα αντιβαίνουν προς τον σκοπό και δεν θα περιορίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας‑πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 60, και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 76).

41

Επιπλέον, όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονται μολαταύτα καταχρήσεις, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας‑πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 77).

42

Καίτοι, όταν δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των κανόνων αυτών εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, δεν πρέπει πάντως να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 78).

43

Επομένως, όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να τιμωρείται δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 79).

44

Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να εξετάζουν αν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 81).

45

Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν πρόσφορο μέτρο αποτροπής και, εν ανάγκη, επιτιμήματος της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 82).

46

Ωστόσο, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, κατά περίπτωση, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Fiamingo κ.λπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 83).

47

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθείσα δικογραφία, ο νόμος 53/2003 περιλαμβάνει διατάξεις για τη σωρευτική εφαρμογή των διαφόρων μέτρων που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Κατ’ εξαίρεση, ο OG 42/2004 επιτρέπει πάντως, στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων, την πρόσληψη εργαζομένων στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να προβλέπει κανέναν περιορισμό ως προς τη διάρκεια των συμβάσεων αυτών ή ως προς τον αριθμό των ανανεώσεών τους, κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της εν λόγω ρήτρας.

48

Καθόσον ο OG 42/2004 δεν φαίνεται να περιλαμβάνει ισοδύναμο μέτρο με τα απαριθμούμενα στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων επιτρέπεται μόνον αν δικαιολογείται από «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.

49

Κατά τη νομολογία, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» πρέπει να νοείται ως αφορώσα σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν στο ειδικό αυτό πλαίσιο τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους ενός κράτους μέλους (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 27, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 45).

50

Αντιθέτως, εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν με την προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 28, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 46).

51

Πράγματι, μια τέτοια αμιγώς τυπική διάταξη δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο. Επομένως, διάταξη τέτοιας φύσεως ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων και δεν είναι συνεπώς συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψεις 98 και 100 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C‑586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 29, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 47).

52

Στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει ότι, σύμφωνα με τον OG 42/2004, η σύναψη και η ανανέωση, από τις διευθύνσεις υγείας των ζώων, συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να τηρούν τις προϋποθέσεις επί των οποίων βασίζεται η σύναψή τους, οι οποίες αφορούν την ιδιαίτερη φύση της κατεχόμενης θέσεως που εξαρτάται στενά από τη λειτουργία των προς έλεγχο μονάδων, υπό την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας των δημόσιων οικονομικών πόρων μέχρι τη σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας οι οποίες προκύπτουν από την οργάνωση διαγωνισμών.

53

Εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση δεν περιλαμβάνει επομένως διάταξη η οποία επιτρέπει γενικά και αφηρημένα τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά εξαρτά τη σύναψή τους από ορισμένες προϋποθέσεις, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον οι ως άνω συμβάσεις πληρούν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια συνάδοντα με τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

54

Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική ρύθμιση με την οποία επιτρέπεται η ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου προς αντικατάσταση άλλων μισθωτών που βρίσκονται σε προσωρινή αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων τους δεν αντιβαίνει αυτή καθεαυτήν στη συμφωνία-πλαίσιο. Πράγματι, η προσωρινή αναπλήρωση ή πρόσληψη εργαζομένου για την κάλυψη προσωρινών ουσιαστικά αναγκών του εργοδότη σε προσωπικό μπορεί, καταρχήν, να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/07 έως C-380/07, EU:C:2009:250, σκέψεις 101 και 102 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 30).

55

Τέτοιου είδους αντικειμενικό λόγο μπορεί επίσης να αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την εθνική ρύθμιση, η σύναψη και η ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δικαιολογείται από την ανάγκη αναθέσεως, υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, ειδικών καθηκόντων σε ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους, οι οποίοι ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα εκτός της εν λόγω συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Márquez Samohano, C-190/13, EU:C:2014:146, σκέψεις 48 και 49).

56

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ότι οι επίσημοι έλεγχοι στον τομέα της προστασίας της υγείας των ζώων συνιστούν συγκεκριμένη ρύθμιση και ανταποκρίνονται σε υποχρεώσεις επιβληθείσες από τον εθνικό νομοθέτη όσον αφορά όχι μόνον τις εκμεταλλεύσεις ζώων καθώς και τις μονάδες παραγωγής, αποθηκεύσεως, μεταφοράς, μεταποιήσεως, εμπορίας προϊόντων ζωικής προελεύσεως που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, αλλά και τις μονάδες εκτροφής σε καραντίνα, τις δομές για θηράματα, τα εθνικά πάρκα και καταφύγια, τους ζωολογικούς κήπους ή ακόμα και τα εκκολαπτήρια.

57

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, και σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εντός του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των συγκεκριμένων ειδικών τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-238/14, EU:C:2015:128, σκέψη 40).

58

Ωστόσο, η συχνότητα και ο όγκος των πραγματοποιούμενων ελέγχων μπορούν, ασφαλώς, να ποικίλλουν αναλόγως των δραστηριοτήτων των προς έλεγχο μονάδων, οι οποίες, αφ’ εαυτών, υπόκεινται σε ορισμένες διακυμάνσεις.

59

Εντούτοις, η ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθείσα δικογραφία δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει τίνι τρόπω τα χαρακτηριστικά αυτά άπτονται του οικείου τομέα ούτε για ποιον λόγο δημιουργούν μόνον προσωρινώς ανάγκη σε προσωπικό δικαιολογούσα τον μη μόνιμο χαρακτήρα των ελεγκτικών καθηκόντων.

60

Πράγματι, οι διακυμάνσεις αυτές είναι εγγενείς σε τέτοιου είδους καταστάσεις στις οποίες μια δραστηριότητα εξαρτάται από μιαν άλλη, μεταξύ άλλων στον τομέα της διενέργειας ελέγχων, και μπορούν, εξάλλου, να εμφανίζονται τόσο ως αύξηση όσο και ως μείωση του φόρτου εργασίας ανάλογα με μη προβλέψιμες εκ των προτέρων περιστάσεις.

61

Επιπλέον, ο προβαλλόμενος μη μόνιμος χαρακτήρας των ελεγκτικών καθηκόντων ανατρέπεται από το γεγονός ότι οι παρατάσεις της συμβάσεως ορισμένου χρόνου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης κατέληξαν σε αδιάλειπτη παροχή υπηρεσιών 6 ετών και 7 μηνών, οπότε φαίνεται ότι η σχέση εργασίας δεν κάλυψε μόνον προσωρινή ανάγκη, αλλά πάγια.

62

Καίτοι, κατά την υπομνησθείσα στη σκέψη 45 της παρούσας διατάξεως νομολογία, απόκειται τελικώς στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι υφίσταται ιδιαίτερη ανάγκη η οποία μπορεί να δικαιολογήσει αντικειμενικώς, σε σχέση με τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για να καλυφθεί επαρκώς η ζήτηση στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων, επισημαίνεται πάντως ότι η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί από εκτιμήσεις σχετικές με τη μη έκθεση του κράτους, ως εργοδότη στον εν λόγω τομέα, σε οποιονδήποτε οικονομικό κίνδυνο.

63

Πράγματι, ναι μεν δημοσιονομικοί λόγοι μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κράτους μέλους ως προς την κοινωνική πολιτική και να επηρεάζουν τη φύση και το εύρος εφαρμογής των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει το κράτος αυτό, πλην όμως δεν αποτελούν σκοπό επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απόλυτη έλλειψη μέτρων αποτρεπτικών της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Thiele Meneses, C-220/12, EU:C:2013:683, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 110).

64

Επιπλέον, όσον αφορά τη μνεία η οποία περιλαμβάνεται στην τελευταία πρόσθετη πράξη της συμβάσεως εργασίας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης σχετικά με την ολοκλήρωση διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, τονίζεται ότι, ακόμη και αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιτρέπει την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την αντικατάσταση προσωπικού έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικό λόγο, εντούτοις η επίκληση του λόγου αυτού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της οικείας δραστηριότητας και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκείται, να είναι σύμφωνη προς τις επιταγές της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 99).

65

Πράγματι, για την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως αυτή της κύριας δίκης δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη για προσωπικό (βλ., συναφώς, αποφάσεις της26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 101).

66

Προς τούτο, πρέπει να εξετάζονται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, όλες οι κρίσιμες περιστάσεις, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του αριθμού των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν συνάπτονται φαινομενικά για την κάλυψη ανάγκης σε αναπληρωματικό προσωπικό, να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους εργοδότες (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük, C-586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C-61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 102).

67

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ενδιαφερομένη δεν είχε καμία πληροφορία ως προς τη διεξαγωγή συγκεκριμένων διαγωνισμών, των οποίων μάλιστα η έκβαση ήταν εντελώς αβέβαιη.

68

Απόκειται τελικώς στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει τη χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μόνον για αντικατάσταση κενών θέσεων εν αναμονή της ολοκληρώσεως διαγωνισμών μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, αφού εξακριβώσει αν η εφαρμογή του αντικειμενικού αυτού λόγου στη συγκεκριμένη περίπτωση εμποδίζει την κατάχρηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

69

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, σύμφωνα με την οποία η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα δικαιολογείται από «αντικειμενικούς λόγους», κατά τη ρήτρα αυτή, για τον λόγο και μόνον ότι τα ελεγκτικά καθήκοντα του προσωπικού που έχει προσληφθεί στον τομέα της υγείας των ζώων δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα λόγω των διακυμάνσεων του όγκου των δραστηριοτήτων των προς έλεγχο μονάδων, εκτός εάν, όπερ απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, η ανανέωση των συμβάσεων σκοπεί πραγματικά να καλύψει συγκεκριμένη ανάγκη στον οικείο τομέα, χωρίς ωστόσο η ανάγκη αυτή να προκύπτει από εκτιμήσεις δημοσιονομικής τάξεως. Επιπλέον, το γεγονός ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου λαμβάνει χώρα εν αναμονή της ολοκληρώσεως διαγωνισμών δεν επαρκεί για να καταστήσει την εν λόγω ρύθμιση συμβατή με την ως άνω ρήτρα, εάν προκύπτει ότι η εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίσταση καταλήγει, στην πράξη, σε κατάχρηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπερ απόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

70

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, σύμφωνα με την οποία η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα δικαιολογείται από «αντικειμενικούς λόγους», κατά τη ρήτρα αυτή, για τον λόγο και μόνον ότι τα ελεγκτικά καθήκοντα του προσωπικού που έχει προσληφθεί στον τομέα της υγείας των ζώων δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα λόγω των διακυμάνσεων του όγκου των δραστηριοτήτων των προς έλεγχο μονάδων, εκτός εάν, όπερ απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, η ανανέωση των συμβάσεων σκοπεί πραγματικά να καλύψει συγκεκριμένη ανάγκη στον οικείο τομέα, χωρίς ωστόσο η ανάγκη αυτή να προκύπτει από εκτιμήσεις δημοσιονομικής τάξεως. Επιπλέον, το γεγονός ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου λαμβάνει χώρα εν αναμονή της ολοκληρώσεως διαγωνισμών δεν επαρκεί για να καταστήσει την εν λόγω ρύθμιση συμβατή με την ως άνω ρήτρα, εάν προκύπτει ότι η εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίσταση καταλήγει, στην πράξη, σε κατάχρηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπερ απόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) * * Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.