ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

YVES BOT

της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑484/15

Ibrica Zulfikarpašić

κατά

Slaven Gajer

[αίτηση του Općinski sud u Novom Zagrebu (πρωτοδικείου Δήμου Νέου Ζάγκρεμπ, Κροατία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 — Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις — Πράξεις για τις οποίες μπορεί να ζητηθεί πιστοποίηση — Διαταγή εκτελέσεως εκδοθείσα από συμβολαιογράφο βάσει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη»

1. 

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις ( 2 ).

2. 

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του εδρεύοντος στην Κροατία δικηγόρου I. Zulfikarpašić και του S. Gajer, ο οποίος έχει την κατοικία του επίσης στην Κροατία, και αφορά την πιστοποίηση ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004, διαταγής εκτελέσεως η οποία εκδόθηκε από συμβολαιογράφο δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη.

3. 

To Općinski sud u Novom Zagrebu (πρωτοδικείο Δήμου Νέου Ζάγκρεμπ, Κροατία) διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν συμβολαιογράφος ο οποίος, σύμφωνα με την κροατική νομοθεσία, εξέδωσε τελεσίδικη και εκτελεστή διαταγή εκτελέσεως δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, είναι αρμόδιος να πιστοποιήσει την εν λόγω διαταγή ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, στην περίπτωση που κατ’ αυτής της διαταγής δεν έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εάν τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να την πιστοποιήσουν, οσάκις η προμνησθείσα διαταγή αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση.

4. 

Η υπό κρίση υπόθεση δίδει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει χρήσιμες διευκρινίσεις όσον αφορά την οριοθέτηση των εννοιών «απόφαση» και «δικαστήριο» κατά τον κανονισμό 805/2004, αποφαινόμενο, ιδίως, αν ένας συμβολαιογράφος στον οποίο το εθνικό δίκαιο απονέμει την εξουσία εκδόσεως εκτελεστών διατάξεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο».

5. 

Ωστόσο, καταρχάς, εγείρεται ως πρόκριμα το ζήτημα του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι από την ανάγνωση της αποφάσεως περί παραπομπής διαπιστώνεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν την κατοικία τους στην Κροατία, ώστε, εκ πρώτης όψεως, να συνάγεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αμιγώς εσωτερική» κατάσταση και ότι, συνεπώς, δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης.

6. 

Στις παρούσες προτάσεις θα υποστηρίξω, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης τόσο ο αιτών όσο και ο καθού έχουν την κατοικία τους στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Κροατίας. Συγκεκριμένα, μολονότι το πιστοποιητικό του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 805/2004, αποσκοπεί στην αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το παραδεκτό της αιτήσεως πιστοποιήσεως η οποία υποβάλλεται στο δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως δεν εξαρτάται από την απόδειξη, εκ μέρους του πιστωτή, του διασυνοριακού χαρακτήρα της διαφοράς.

7. 

Δεύτερον, θα εκθέσω την άποψη ότι ένας εκτελεστός τίτλος, όπως η διαταγή εκτελέσεως η οποία εκδίδεται από συμβολαιογράφο δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, του κανονισμού 805/2004, εφόσον ο συμβολαιογράφος ο οποίος είναι αρμόδιος να εκδώσει την εν λόγω διαταγή αποφαίνεται, κατά την άσκηση των ειδικών αυτών καθηκόντων, ως δικαστήριο, τούτο δε προϋποθέτει ότι παρέχει εγγυήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμερόληπτη κρίση του, αποφαινόμενος αυτεπαγγέλτως μέσω αποφάσεως η οποία αφενός εκδόθηκε ή μπορεί να εκδοθεί κατόπιν κατ’ αντιμωλία διαδικασίας πριν από την πιστοποίησή της ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και, αφετέρου, μπορεί να προσβληθεί με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον δικαστηρίου. Με επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, ιδίως όσον αφορά την τήρηση των απαιτήσεων ανεξαρτησίας και αμερόληπτης κρίσεως, θα υποστηρίξω ότι ο συμβολαιογράφος που είναι αρμόδιος να εκδώσει τη διαταγή εκτελέσεως πληροί τα κριτήρια ώστε να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο».

8. 

Τρίτον, ως λογική συνέπεια των ανωτέρω, θα υποστηρίξω ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος, ο οποίος αποτελεί το «δικαστήριο προελεύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004, είναι αρμόδιος να πιστοποιήσει ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο τη διαταγή την οποία εξέδωσε και κατέστησε εκτελεστή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

9.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 7 και 20 του κανονισμού 805/2004 έχουν ως εξής:

«(5)

Η έννοια των “μη αμφισβητούμενων αξιώσεων” θα πρέπει να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις όπου, αφού εξακριβωθεί η έλλειψη οποιασδήποτε διαφωνίας από τον οφειλέτη ως προς τον χαρακτήρα ή το μέγεθος της χρηματικής αξίωσης, χορηγείται στον πιστωτή είτε δικαστική απόφαση κατά του οφειλέτη, είτε εκτελεστό έγγραφο που απαιτεί τη ρητή συναίνεση του οφειλέτη και το οποίο μπορεί να είναι δικαστικός συμβιβασμός ή δημόσιο έγγραφο.

[…]

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και δημόσια έγγραφα επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων και σε αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν της άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών ή δημοσίων εγγράφων, που έχουν πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι.

[…]

(20)

Η αίτηση για πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις θα πρέπει να είναι προαιρετική για τον πιστωτή, ο οποίος μπορεί αντί αυτής να επιλέξει το σύστημα αναγνώρισης και εκτέλεσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 3 ),] ή άλλες κοινοτικές πράξεις.»

10.

Το άρθρο 1 του κανονισμού 805/2004, που τιτλοφορείται «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.»

11.

Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού που τιτλοφορείται «Τίτλοι εκτέλεσης οι οποίοι πιστοποιούνται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος», στην παράγραφό του 1 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και δημόσια έγγραφα επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων.

Αξίωση θεωρείται “μη αμφισβητούμενη”, εάν:

α)

την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης, μέσω αποδοχής της αξίωσης ή μέσω συμβιβασμού που επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίσθηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διαδικασίας, ή

β)

ο οφειλέτης ουδέποτε αντιτάχθηκε προς αυτήν, σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές απαιτήσεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ή

γ)

ο οφειλέτης δεν παρέστη ή δεν εκπροσωπήθηκε στη σχετική με την εν λόγω αξίωση ακροαματική διαδικασία αφού είχε αντιταχθεί αρχικά στην αξίωση κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της αξίωσης ή των πραγματικών περιστατικών τα οποία επικαλέσθηκε ο πιστωτής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, ή

δ)

την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης σε δημόσιο έγγραφο.»

12.

Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί»:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1.

“απόφαση”: κάθε απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, συμπεριλαμβανομένης απόφασης, διαταγής, διαταγή[ς] εκτέλεσης, ή απογράφου, καθώς και ο καθορισμός εξόδων ή δαπανών από δικαστικό υπάλληλο·

2.

“αξίωση”: η αξίωση για πληρωμή ορισμένου χρηματικού ποσού, η οποία έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη ή η ημερομηνία λήξεως της οποίας αναφέρεται στην απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο·

3.

“δημόσιο έγγραφο”:

α)

έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωριστεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο, η γνησιότητα του οποίου:

i)

συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημόσιου εγγράφου, και

ii)

πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη αρχή η οποία είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο από το κράτος μέλος προέλευσης,

ή

β)

συμφωνία που αφορά υποχρεώσεις διατροφής, η οποία συνάπτεται με διοικητικές αρχές ή επικυρώνεται από αυτές·

[…]

6.

“δικαστήριο προέλευσης”: το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαδικασίας κατά το χρόνο εκπλήρωσης των όρων του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) ή γ)·

7.

Στη Σουηδία, στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής (betalningsföreläggande) [και αρωγής (handräckning)], ο[ι] όρο[ι] [“δικαστής”,] “δικαστήριο” [και “δικαιοδοσία”] περιλαμβάν[ουν] τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής είσπραξης (kronofogdemyndighet).»

Β – Η κροατική νομοθεσία

13.

Κατά το άρθρο 31 του Ovršni zakon (νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως) ( 4 ), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης:

«1)   Δυνάμει του παρόντος νόμου, έγγραφο που αποτελεί πλήρη απόδειξη συνιστούν τα τιμολόγια, οι συναλλαγματικές και τα διαμαρτυρικά που αφορούν επιταγές, συνοδευόμενα, κατά περίπτωση, από πιστωτικό τιμολόγιο επιστροφής εμπορευμάτων, επίσημα έγγραφα, αποσπάσματα λογιστικών βιβλίων, επικυρωμένα ιδιωτικά έγγραφα και οιοδήποτε έγγραφο θεωρείται ότι συνιστά επίσημο έγγραφο δυνάμει ειδικών διατάξεων. Ο υπολογισμός των τόκων θεωρείται επίσης ότι αποτελεί τιμολόγιο.

2)   Ένα έγγραφο που αποτελεί πλήρη απόδειξη θεωρείται ως εκτελεστό, αν περιέχει τα στοιχεία ταυτότητας του πιστωτή και του οφειλέτη, καθώς και το αντικείμενο, τη φύση, την έκταση και την ημερομηνία εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής.

3)   Επιπλέον των πληροφοριών οι οποίες διαλαμβάνονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ένα τιμολόγιο που χορηγείται σε φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί καταχωρισμένη δραστηριότητα, πρέπει να ενημερώνει τον οφειλέτη ότι, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής η οποία καθίσταται απαιτητή, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει την αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη.

[…]»

14.

Το άρθρο 278 του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως ορίζει ότι «[ο]ι συμβολαιογράφοι αποφαίνονται επί των αιτήσεων αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει εγγράφων που αποτελούν πλήρη απόδειξη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου».

15.

Το άρθρο 357 του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως ορίζει ότι η έκδοση πιστοποιητικών ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων που αφορούν αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και λοιπά δημόσια έγγραφα αποτελεί αρμοδιότητα «των δικαστηρίων, των διοικητικών αρχών, των συμβολαιογράφων ή των φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία και έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκδίδουν απόγραφα ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων που έχουν εκδοθεί από εθνικά δικαστήρια και αφορούν μη αμφισβητούμενες αξιώσεις».

16.

Το άρθρο 358, παράγραφος 4, του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως ορίζει ότι «[ε]άν ο συμβολαιογράφος κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των πιστοποιητικών [ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων], διαβιβάζει τη σχετική αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού, με αντίγραφο των σχετικών πράξεων ή άλλων εγγράφων, στο δικαστήριο του δήμου της έδρας του, προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να αποφανθεί επί της αιτήσεως».

II – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17.

Κατόπιν συνάψεως συμβάσεως εκπροσωπήσεως με τον πελάτη του S. Gajer, ο δικηγόρος I. Zulfikarpašić εξέδωσε τιμολόγιο το οποίο ο S. Gajer δεν εξόφλησε.

18.

Βάσει του τιμολογίου αυτού, θεωρουμένου ως «εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη», ο αρμόδιος συμβολαιογράφος εξέδωσε τη 12η Φεβρουαρίου 2014, υπέρ του I. Zulfikarpašić, τελεσίδικη διαταγή εκτελέσεως.

19.

Στις 13 Νοεμβρίου 2014, ο I. Zulfikarpašić υπέβαλε στον συμβολαιογράφο αίτηση πιστοποιήσεως της εν λόγω διαταγής ως εκτελεστού ευρωπαϊκού τίτλου, κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004, προκειμένου να επισπεύσει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του.

20.

Ο συμβολαιογράφος εκτιμώντας ότι δεν επληρούντο οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού διαβίβασε την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 358, παράγραφος 4, του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως, στο Općinski sud u Novom Zagrebu (πρωτοδικείο Δήμου Νέου Ζάγκρεμπ). Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο συμβολαιογράφος επισήμανε ιδίως ότι, ενώ το άρθρο 4, σημείο 7, του κανονισμού 805/2004 προβλέπει ότι ο όρος «δικαστήριο» περιλαμβάνει τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής εισπράξεως, δεν υπάρχει παρόμοια διάταξη η οποία να εξομοιώνει το λειτούργημα του συμβολαιογράφου στην Κροατία με δικαστήριο κατά την έννοια του προμνησθέντος κανονισμού.

21.

Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το συμβατό του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως με τον κανονισμό 805/2004, το Općinski sud u Novom Zagrebu (πρωτοδικείο Δήμου Νέου Ζάγκρεμπ) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Οι διατάξεις του νόμου […] περί αναγκαστικής εκτελέσεως που αφορούν τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο είναι σύμφωνες με τον κανονισμό […] 805/2004, ειδικότερα δε, […] περιλαμβάνουν, στην Κροατία, οι όροι “δικαστής”, “δικαστήριο” και “δικαιοδοτικό όργανο” και τους συμβολαιογράφους όσον αφορά την έκδοση διαταγής εκτελέσεως δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως;

2)

Μπορούν οι συμβολαιογράφοι να εκδίδουν πιστοποιητικά ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου όσον αφορά τελεσίδικες και εκτελεστές διαταγές εκτελέσεως οι οποίες εκδίδονται με βάση έγγραφα που αποτελούν πλήρη απόδειξη, εφόσον οι ως άνω διαταγές δεν έχουν αμφισβητηθεί και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, […] μπορούν τα δικαστήρια να εκδίδουν πιστοποιητικά ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων για διαταγές εκτελέσεως που βασίζονται σε έγγραφα αποτελούντα πλήρη απόδειξη και έχουν συνταχθεί από συμβολαιογράφο, οσάκις οι εν λόγω διαταγές αφορούν, βάσει του περιεχομένου τους, μη αμφισβητούμενες αξιώσεις και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιο έντυπο […] θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί;»

III – Εκτίμηση

Α – Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

22.

Φρονώ ότι δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την αιτιολογία ότι υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η αίτηση πιστοποιήσεως διαταγής εκτελέσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου υποβλήθηκε σε δικαιοδοτικό όργανο το οποίο εδρεύει στο κράτος μέλος όπου έχουν την κατοικία τους τόσο ο πιστωτής όσο και ο οφειλέτης θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «αμιγώς εσωτερική».

23.

Μολονότι αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν την κατοικία τους στην Κροατία, αυτό και μόνο το γεγονός ουδόλως συνεπάγεται ότι ο κανονισμός 805/2004 δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς.

24.

Πρώτον, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 805/2004 δεν περιορίζεται στις διασυνοριακές διαφορές.

25.

Πράγματι, σε αντίθεση προς τον κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ( 5 ), τον κανονισμό (ΕΚ) 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών ( 6 ), ή, ακόμη, τον κανονισμό (ΕΕ) 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 7 ), ο κανονισμός 805/2004 δεν θέτει ουδεμία προϋπόθεση σχετική με τον διασυνοριακό χαρακτήρα της διαφοράς, ο οποίος, τις περισσότερες φορές, συνεπάγεται ότι τουλάχιστον ένας από τους διαδίκους έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο ( 8 ).

26.

Μολονότι οι προμνησθέντες κανονισμοί εισήγαγαν νέες, ενιαίες ευρωπαϊκές διαδικασίες οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικά σε διασυνοριακές διαφορές και είναι διακριτές από τις εθνικές διαδικασίες που εξακολουθούν να εφαρμόζονται ταυτόχρονα, ο κανονισμός 805/2004 στην πραγματικότητα δεν εισάγει ενιαίο ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, αλλά παρέχει τη δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας των εθνικών αποφάσεων στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο μέσω της πιστοποιήσεώς τους, η οποία επέχει θέση «ευρωπαϊκού διαβατηρίου».

27.

Ελλείψει οποιασδήποτε προϋποθέσεως σχετικής με τον διασυνοριακό χαρακτήρα της διαφοράς, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως εκδόσεως πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο διαδίκων οι οποίοι έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο ίδιο κράτος μέλος. Η περίπτωση αυτή εξετάζεται εμμέσως στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 805/2004, το οποίο εξαρτά την πιστοποίηση αποφάσεως η οποία αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ ή γʹ, του κανονισμού αυτού, από την προϋπόθεση ότι η απόφαση εκδόθηκε στο κράτος μέλος όπου έχει την κατοικία του ο οφειλέτης, όταν ο οφειλέτης είναι ο καταναλωτής, χωρίς, εξάλλου, να απαιτεί να έχει ο πιστωτής την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος.

28.

Επιπροσθέτως, η προμνησθείσα περίπτωση συχνά αφορά καταστάσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης είναι κύριος ακινήτων στην αλλοδαπή ή κάτοχος λογαριασμών σε τράπεζες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη. Ακόμη και αν ο οφειλέτης κατοικεί στο ίδιο κράτος μέλος όπου κατοικεί ο πιστωτής, ο εν λόγω πιστωτής μπορεί να έχει συμφέρον να διαθέτει ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο ο οποίος του παρέχει τη δυνατότητα να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη.

29.

Δεύτερον, το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν εξαρτάται από την απόδειξη περί του ότι ο πιστωτής κίνησε σε άλλο κράτος μέλος διαδικασία αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως αποφάσεως ή ότι ο οφειλέτης είναι κύριος περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη επί των οποίων μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως.

30.

Καίτοι ο κανονισμός 805/2004 αποσκοπεί να εξασφαλίσει την αναγνώριση και την εκτέλεση σε όλα τα κράτη μέλη των δικαστικών αποφάσεων, των συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων που αφορούν μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας, ουδεμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού επιβάλλει στον πιστωτή να αποδείξει τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητα της πιστοποιήσεως.

31.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004 διευκρινίζει ότι η αίτηση πιστοποιήσεως αποφάσεως επί μη αμφισβητούμενης αξιώσεως μπορεί να υποβληθεί «ανά πάσα στιγμή», τούτο δε σημαίνει ότι, κατά κανόνα, ο πιστωτής μπορεί, κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, να επισυνάψει στην κύρια αίτησή του επικουρική αίτηση με την οποία ζητείται η πιστοποίηση της προς έκδοση αποφάσεως ( 9 ), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η εν λόγω απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή στο κράτος μέλος προελεύσεως ( 10 ). Η σχετική αίτηση πιστοποιήσεως δεν εξαρτάται από την απόδειξη περί του ότι ο πιστωτής υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος ή ότι ο οφειλέτης είναι κύριος περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, επί των οποίων μπορεί να εφαρμοστεί μέτρο αναγκαστικής εκτελέσεως. Εξάλλου, η απαίτηση προσκομίσεως τέτοιου είδους αποδείξεων, των οποίων η συλλογή είναι δυσχερής, θα υπονόμευε σοβαρά την αποτελεσματικότητα του κανονισμού 805/2004 με τον οποίο επιδιώκεται η αυτόματη κυκλοφορία των εθνικών εκτελεστών τίτλων στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο. Επιπλέον, είναι απολύτως δυνατό ένας οφειλέτης, ο οποίος κατοικεί στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό όπου κατοικεί ο πιστωτής του, να ενεργήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έτσι ώστε να καταστεί αφερέγγυος, μεταφέροντας τα περιουσιακά του στοιχεία στην αλλοδαπή, με σκοπό να αποφύγει τις σχετικές κυρώσεις.

32.

Στην πραγματικότητα, όπως υποδηλώνει το όνομά του, ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εμπεριέχει ένα στοιχείο αλλοδαπότητας, δεδομένου ότι αποσκοπεί αποκλειστικά να καταστήσει έναν εκτελεστό τίτλο έγκυρο στα άλλα κράτη μέλη, επέχοντας θέση «ευρωπαϊκού δικαστικού διαβατηρίου», το οποίο μπορεί να χορηγηθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ο εθνικός εκτελεστός τίτλος θα χρησιμοποιηθεί στα άλλα κράτη μέλη. Ας μου επιτραπεί να προβώ σε παραλληλισμό με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Για να εκδώσει έγκυρο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως η εθνική δικαστική αρχή οφείλει να δικαιολογήσει ότι ο καταζητούμενος βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος; Αν η προμνησθείσα δικαστική αρχή ζητούσε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002 ( 11 ), σχετικά με τις προϋποθέσεις εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος, θα έπρεπε το Δικαστήριο να κρίνει τη σχετική αίτηση απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι , εφόσον ο καταζητούμενος δεν συνελήφθη σε ένα άλλο κράτος μέλος, η κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης είναι αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα ( 12 );

33.

Δεδομένου ότι το ίδιο το αντικείμενο του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου έχει εγγενώς ευρωπαϊκή διάσταση, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 805/2004. Επιπλέον, δεν απαιτείται να στηριχθεί το παραδεκτό της αιτήσεως στην νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου1990, Dzodzi ( 13 ), κατά την οποία το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορά διάταξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα δε στην περίπτωση όπου το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στη διάταξη αυτή προκειμένου να προσδιορίσει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται σε αμιγώς εσωτερική του κατάσταση ( 14 ). Εξάλλου, ο νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως δεν παραπέμπει στο περιεχόμενο του κανονισμού 805/2004 για να καθορίσει τους κανόνες που εφαρμόζονται σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις της Δημοκρατίας της Κροατίας, αλλά απλώς καθορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες να πιστοποιούν ως ευρωπαϊκούς εκτελεστούς τίτλους τις αποφάσεις, τους δικαστικούς συμβιβασμούς και τα δημόσια έγγραφα που αφορούν μη αμφισβητούμενες αξιώσεις.

34.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να κριθεί απαράδεκτη η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την αιτιολογία ότι η εκτέλεση της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης διαταγής δεν ζητήθηκε προηγουμένως από κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου.

35.

Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης και ότι το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία και εκτίμηση περί του κύρους κανόνα της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα τα οποία του έχουν υποβληθεί ( 15 ). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν συνάγεται ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τις παρατηρήσεις των διαδίκων ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι πλασματική και τεχνητή ή ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό.

36.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

37.

Ακολούθως θα εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα.

Β – Σχετικά με το πρώτο ερώτημα

38.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν είναι σύμφωνες με τον κανονισμό 805/2004 οι διατάξεις του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως, οι οποίες απονέμουν στους συμβολαιογράφους την αρμοδιότητα να πιστοποιούν, ως ευρωπαϊκούς εκτελεστούς τίτλους, τις διαταγές εκτελέσεως τις οποίες εξέδωσαν δυνάμει εγγράφων που αποτελούν πλήρη απόδειξη, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει αμφισβητήσει τις ως άνω διαταγές.

39.

Μολονότι το Δικαστήριο, κατά πάγια νομολογία του, είναι αναρμόδιο να αποφανθεί, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί ζητημάτων που άπτονται του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών ή επί του ζητήματος αν εθνική διάταξη είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί πάντως να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που θα καταστήσουν δυνατό στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί ( 16 ).

40.

Εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο στην ουσία διερωτάται αν εκτελεστός τίτλος, όπως η διαταγή εκτελέσεως η οποία έχει εκδοθεί από συμβολαιογράφο δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, όπως ορίζει ο νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως, αποτελεί απόφαση σχετικά με μη αμφισβητούμενη αξίωση, η οποία μπορεί να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος.

41.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επισημαίνεται εκ των προτέρων ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004 καθορίζει τρεις κατηγορίες «εκτελεστών τίτλων» επί των οποίων έχει εφαρμογή η διαδικασία πιστοποιήσεώς τους. Σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται «σε αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και δημόσια έγγραφα επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων».

42.

Συνεπώς το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε συνεπάγεται την εξέταση του ζητήματος αν η διαταγή εκτελέσεως η οποία εκδόθηκε από συμβολαιογράφο δυνάμει του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως εμπίπτει σε μια από τις τρεις κατηγορίες των τίτλων για τους οποίους μπορεί να εκδοθεί πιστοποίηση.

43.

Ο χαρακτηρισμός της επίδικης διαταγής εκτελέσεως ως δικαστικού συμβιβασμού αποκλείεται εκ των προτέρων, δεδομένου ότι η διαταγή αυτή, η οποία καταρτίσθηκε μονομερώς από τον συμβολαιογράφο βάσει μόνον του τιμολογίου το οποίο εξέδωσε ο πιστωτής και θεωρείται «έγγραφο που αποτελεί πλήρη απόδειξη», δεν έχει τα χαρακτηριστικά συμβάσεως της οποίας το περιεχόμενο εξαρτάται από τη βούληση των συμβαλλομένων.

44.

Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η επίμαχη διαταγή μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο έγγραφο ή ως απόφαση επί μη αμφισβητούμενης αξιώσεως.

1. Σχετικά με τον χαρακτηρισμό της διαταγής εκτελέσεως ως εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη που αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση

45.

Το άρθρο 4, σημείο 3, του κανονισμού 805/2004 περιέχει ακριβή ορισμό του δημοσίου εγγράφου, ο οποίος είναι πανομοιότυπος του ορισμού που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του, της 17ης Ιουνίου 1999, στην υπόθεση Unibank ( 17 ), για την ερμηνεία του άρθρου 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 18 ) και ο οποίος βασίζεται στην έκθεση Jenard-Möller σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις η οποία συνάφθηκε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 ( 19 ). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, ένα έγγραφο θεωρείται δημόσιο αν πληροί της εξής τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, η γνησιότητα του εγγράφου πρέπει να έχει θεωρηθεί από δημόσια αρχή, δεύτερον, η γνησιότητα αυτή πρέπει να αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου και όχι μόνο την υπογραφή και, τρίτον, το έγγραφο πρέπει να είναι το ίδιο εκτελεστό στο κράτος εντός του οποίου έχει καταρτιστεί. Μολονότι ή τελευταία προϋπόθεση εκ των ανωτέρω δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 4, σημείο 3, του κανονισμού 805/2004, απορρέει ωστόσο από το άρθρο 25, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι για να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, ένα δημόσιο έγγραφο πρέπει να είναι εκτελεστό «σε ένα κράτος μέλος».

46.

Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του συμβολαιογράφου συνίσταται ακριβώς στο να προσδίδει στα έγγραφα που του υποβάλλονται την ιδιότητα δημοσίων εγγράφων, η διαταγή εκτελέσεως την οποία εκδίδει θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να ανταποκρίνεται στον ορισμό του δημοσίου εγγράφου που «έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί επίσημα».

47.

Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004 απαιτεί τα δημόσια έγγραφα, όπως οι αποφάσεις ή οι δικαστικοί συμβιβασμοί, να αφορούν μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ενώ το στοιχείο δʹ της διατάξεως αυτής διευκρινίζει ότι αξίωση θεωρείται μη αμφισβητούμενη εάν την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης σε δημόσιο έγγραφο. Κατ’ άλλη διατύπωση, το δημόσιο έγγραφο το οποίο αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι το έγγραφο το οποίο εμπεριέχει τη ρητή αναγνώριση της αξιώσεως εκ μέρους του οφειλέτη.

48.

Η διαταγή εκτελέσεως την οποία εξέδωσε ο συμβολαιογράφος, βασιζόμενος μόνον στο τιμολόγιο το οποίο εξέδωσε ο δανειστής, χωρίς να έχει κληθεί ο οφειλέτης να δηλώσει ότι αναγνωρίζει την αξίωση, προφανώς δεν πληροί την απαίτηση αυτή.

49.

Η εν λόγω διαταγή δεν μπορεί, επομένως, να χαρακτηριστεί ως δημόσιο έγγραφο το οποίο αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση. Επομένως, μένει να εξακριβωθεί αν ο προμνησθείς εκτελεστός τίτλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «απόφαση» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004.

2. Σχετικά με τον χαρακτηρισμό της διαταγής εκτελέσεως ως αποφάσεως που αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση

50.

Το άρθρο 4, σημείο 1, του κανονισμού 805/2004 ορίζει ως «απόφαση»«κάθε απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, συμπεριλαμβανομένης απόφασης, διαταγής, διαταγή[ς] εκτέλεσης, ή απογράφου, καθώς και ο καθορισμός εξόδων ή δαπανών από δικαστικό υπάλληλο».

51.

Ωστόσο, ο κανονισμός 805/2004 δεν περιέχει γενικό ορισμό της έννοιας «δικαστήριο κράτους μέλους» και, συνεπώς, απόκειται στη νομολογία να διευκρινίσει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, ώστε να διασαφηνιστεί αν ο συμβολαιογράφος στον οποίο το εθνικό δίκαιο απονέμει την εξουσία να εκδίδει διαταγές μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο κράτους μέλους» κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού.

52.

Κατά την Κροατική Κυβέρνηση, ο συμβολαιογράφος μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής εκτελέσεως δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη.

53.

Συναφώς, η Κροατική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 805/2004 δεν αναφέρει ρητώς ότι οι όροι «δικαστής» και «δικαστήριο» περιλαμβάνουν, στην Κροατία, και άλλες αρχές, όπως οι συμβολαιογράφοι, επειδή ο εν λόγω κανονισμός εκδόθηκε και μετέπειτα τροποποιήθηκε δύο φορές πριν από την ένταξη της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς δεν ήταν δυνατό να έχουν ληφθεί υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κροατικής νομοθεσίας.

54.

Επιπλέον, η εν λόγω κυβέρνηση επισημαίνει ότι στην Κροατία αποφασίστηκε να διανεμηθούν οι αρμοδιότητες σε ζητήματα αναγκαστικής εκτελέσεως μεταξύ των δικαστηρίων και των συμβολαιογράφων στους οποίους απονεμήθηκε αποκλειστική αρμοδιότητα αναγκαστικής εισπράξεως των απαιτήσεων δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη.

55.

Η Κροατική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο όρος «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004 δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι τα πρόσωπα και οι αρχές που επιφορτίζονται να διεξάγουν τη σχετική διαδικασία αποτελούν τυπικά μέρος του κρατικού δικαστικού σώματος. Αρκεί μια συγκεκριμένη αρχή να είναι ανεξάρτητη και αμερόληπτη και η οργάνωση και οι δραστηριότητές της να διέπονται από εκ των προτέρων καθορισμένους κανόνες. Εξάλλου, οι συμβολαιογράφοι πληρούν τα κριτήρια τα οποία καθόρισε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Dorsch Consult ( 20 ), και τα οποία χαρακτηρίζουν ένα δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

56.

Η Κροατική Κυβέρνηση προσθέτει ότι οι συμβολαιογράφοι απολαύουν της εμπιστοσύνης των πολιτών και ότι η άσκηση του λειτουργήματός τους διέπεται από λεπτομερείς νομοθετικές διατάξεις, ιδίως από τον Zakon o javnom bilježništvu (νόμο περί του συμβολαιογραφικού λειτουργήματος) ( 21 ), ο οποίος διασφαλίζει ότι ασκούν τις εξουσίες που τους έχουν απονεμηθεί με επαγγελματισμό, σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

57.

Επιπλέον, η εν λόγω κυβέρνηση φρονεί ότι η κροατική ρύθμιση δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό 805/2004 σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην απλοποίηση της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων προς αποφυγή ορισμένων προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία εκτελέσεως.

58.

Τέλος, η Κροατική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η διαδικασία εκδόσεως διαταγής εκτελέσεως από τον συμβολαιογράφο διασφαλίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του οφειλέτη, δεδομένου ότι ο συμβολαιογράφος μπορεί να εκδώσει διαταγή εκτελέσεως μόνον αν εκτιμά ότι η σχετική αίτηση είναι παραδεκτή και βάσιμη, ότι η διαταγή επιδίδεται στον οφειλέτη σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που διέπουν την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, όπως ενός εισαγωγικού δικογράφου, ότι ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων, αφού έχει δεόντως ενημερωθεί ότι του παρέχεται αυτή η δυνατότητα, καθώς και για τις σχετικές διαδικασίες και την προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκήσει αυτό το ένδικο βοήθημα και ότι, μόνο σε περίπτωση μη υποβολής δηλώσεως αντιρρήσεων και μετά την εκπνοή της προθεσμίας των οκτώ ημερών ο συμβολαιογράφος μπορεί να προβεί στην περιαφή του εκτελεστήριου τύπου επί της διαταγής.

59.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει την αντίθετη άποψη.

60.

Διατείνεται ότι η έννοια του «δικαστηρίου» κατά τον κανονισμό 805/2004 πρέπει να είναι συμβατή με την ερμηνεία της έννοιας αυτής, όπως αποδίδεται στον κανονισμό 44/2001, δεδομένου ότι οι δύο αυτοί κανονισμοί εμπίπτουν στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και περιλαμβάνουν κανόνες που είναι μεταξύ τους συμπληρωματικοί.

61.

Η Επιτροπή, μολονότι δέχεται ότι οι συμβολαιογράφοι μπορούν να κινήσουν «οιονεί δικαστικές» διαδικασίες και να εκδώσουν αποφάσεις ανάλογες προς τις δικαστικές, φρονεί ότι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «δικαστικές» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004, επειδή, για να μπορούν να θεωρούνται «δικαστικές», κατά την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων θα πρέπει να τηρούνται οι ελάχιστοι διαδικαστικοί κανόνες οι οποίοι περιέχονται στον κανονισμό αυτό και αποσκοπούν στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού του δικαιώματος σε δίκαια δίκη.

62.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, όταν η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης είναι να εξομοιώσει αποφάσεις άλλων αρμόδιων αρχών με τις αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται από δικαστήρια των κρατών μελών, αυτό αναφέρεται ρητώς στη σχετική νομοθετική πράξη, όπως, εξάλλου, συμβαίνει με το άρθρο 4, σημείο 7, του κανονισμού 805/2004, το οποίο προβλέπει ότι στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής, ο όρος «δικαστήριο» περιλαμβάνει τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής εισπράξεως. Συνεπώς, η εξομοίωση των διαταγών εκτελέσεως των συμβολαιογράφων προϋποθέτει τροποποίηση του κανονισμού 805/2004.

63.

Για να διευθετηθεί η διχογνωμία που ανακύπτει από τις δύο διαφορετικές απόψεις που υποστηρίζουν η Κροατική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, πρέπει, αφενός, να εξεταστεί περαιτέρω το περιεχόμενο των όρων «απόφαση» και «δικαστήριο» που αναφέρονται στα νομοθετήματα του παράγωγου δικαίου σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις και, αφετέρου, να μελετηθεί η συμβολή της νομολογίας. Μόνον κατόπιν αυτής της διττής αναλύσεως θα προτείνω στο Δικαστήριο λύση.

α) Ο ορισμός των εννοιών «απόφαση» και «δικαστήριο» που αναφέρονται στα νομοθετήματα του παράγωγου δικαίου σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

64.

Ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως έπραξε στον κανονισμό 44/2001 και μετέπειτα στον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 ( 22 ), ο οποίος τον αντικατέστησε, επανέλαβε στον κανονισμό 805/2004 τον ορισμό της αποφάσεως ο οποίος περιλαμβάνεται στη Σύμβαση των Βρυξελλών.

65.

Συνεπώς, από την ανάλυση των νομοθετημάτων της Ένωσης σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις προκύπτει η ύπαρξη ενιαίας προσεγγίσεως της έννοιας της αποφάσεως ( 23 ), η οποία ορίζεται βάσει της δικαιοδοτικής φύσεως του οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη. Συνεπώς, απόφαση συνιστά η πράξη ενός οργάνου το οποίο αποτελεί δικαστήριο.

66.

Εντούτοις, αυτός ο ενιαίος ορισμός στην πραγματικότητα υποκρύπτει έντονες διαφοροποιήσεις, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποίησε ουσιωδώς διαφορετικούς ορισμούς της, συνδεόμενης άρρηκτα με τον προμνησθέντα ενιαίο ορισμό, έννοιας του «δικαστηρίου», η οποία φαίνεται ότι γίνεται αντιληπτή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Συναφώς, φρονώ ότι μπορούν να εντοπιστούν τρεις κύριες τάσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές αντιλήψεις της έννοιας αυτής.

67.

Η πρώτη τάση χαρακτηρίζεται από διαδικασία κατά περίπτωση εξομοιώσεως ορισμένων αρχών προς τα δικαστήρια. Στην τάση αυτήν εντάσσεται το άρθρο 4 του κανονισμού 805/2004 το οποίο, χωρίς να δίδει ορισμό του «δικαστηρίου», διευκρινίζει, στο σημείο του 7, ότι στη Σουηδία, στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής, ο όρος «δικαστήριο» περιλαμβάνει τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής είσπραξης. Στην ίδια τάση εντάσσεται και το άρθρο 3 του κανονισμού 1215/2012 το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ο όρος “δικαστήριο” περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρχές στο μέτρο που είναι αρμόδιες για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

α)

στην Ουγγαρία, στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής (fizetési meghagyásos eljárás), τον συμβολαιογράφο (közjegyző)·

β)

στη Σουηδία, στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής (betalningsföreläggande) και αρωγής (handräckning), την Αρχή αναγκαστικής είσπραξης (Κronofogdemyndigheten).»

68.

Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι Ούγγροι συμβολαιογράφοι εξομοιώνονται ρητώς με δικαστήρια όσον αφορά τη δραστηριότητά τους σχετικά με την έκδοση διαταγών πληρωμής. Στη συνέχεια, θα αναφερθώ στις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την εξομοίωση αυτή, η οποία περιορίζεται μόνον στους Ούγγρους συμβολαιογράφους.

69.

Η δεύτερη τάση η οποία διαγράφεται στη νομοθεσία της Ένωσης είναι η απορρόφηση της έννοιας του «δικαστηρίου» από την έννοια της «αρμόδιας αρχής». Η τάση αυτή αντανακλάται ιδίως στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 ( 24 ), ο οποίος ορίζει ως «δικαστήριο»«όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής [του παρόντος] κανονισμού» και στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ό οποίος ορίζει ότι «δικαστής» είναι «[ο] δικαστή[ς] ή άλλο πρόσωπο με ισοδύναμες αρμοδιότητες σε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του […] κανονισμού [2201/2003]». Εντάσσεται επίσης στην κατηγορία αυτή το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 1896/2006, το οποίο ορίζει ως «δικαστήριο»«οποιαδήποτε αρχή κράτους μέλους με αρμοδιότητα σχετική με τις ευρωπαϊκές διαταγές πληρωμής ή κάθε άλλο συναφές ζήτημα».

70.

Η προμνησθείσα τάση εκδηλώνεται στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο, στις 30 Οκτωβρίου 2007 ( 25 ) και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 ( 26 ), δεδομένου ότι το άρθρο 62 της Συμβάσεως αυτής προβλέπει ότι «η έκφραση “δικαστήριο” περιλαμβάνει κάθε αρχή διορισμένη από δεσμευόμενο από την [εν λόγω] σύμβαση κράτος ως αρμόδια για τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας σύμβασης».

71.

Η τρίτη τάση που εκδηλώνεται στην πρόσφατη νομοθεσία της Ένωσης αντιστοιχεί σε μια διαδικασία ορισμού της έννοιας δικαστήριο υιοθετώντας τα νομολογιακά προηγούμενα. Αυτή η ενδιαφέρουσα εξέλιξη αντανακλάται, ιδίως, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009 ( 27 ), το οποίο προβλέπει ότι η έννοια του όρου «δικαστήριο» περιλαμβάνει επίσης τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών με αρμοδιότητα σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές παρέχουν τα ίδια δικονομικά εχέγγυα όσον αφορά την αμεροληψία και το δικαίωμα ακρόασης των μερών και ότι οι εκδιδόμενες αποφάσεις, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται:

μπορούν να προσβληθούν δικαστικώς ή να αποτελέσουν το αντικείμενο ελέγχου από δικαστική αρχή, και

έχουν ισχύ και αποτέλεσμα ισοδύναμο απόφασης δικαστικής αρχής για το ίδιο θέμα.

72.

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 ( 28 ) ακολουθεί παρόμοια γραμμή σκέψεως ορίζοντας τον όρο «δικαστήριο» ως «οποιαδήποτε δικαστική αρχή και όλες οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής» υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου, καθώς και οι αποφάσεις τους, πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις διοικητικές αρχές και στις αποφάσεις που εκδίδουν δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009.

73.

Κατόπιν της ανωτέρω αναλύσεως, συνάγεται ότι στην έννοια του «δικαστηρίου» αποδίδεται ένας ανεξέλεγκτος αριθμός ορισμών ο οποίοι σωρεύτηκαν με την πάροδο του χρόνου, χωρίς ουδεμία συνοχή μεταξύ τους. Ενώ ορισμένα νομοθετήματα τα οποία απαριθμούν εξαντλητικώς τις διοικητικές αρχές που εξομοιώνονται με τα δικαστήρια μπορούν να οδηγήσουν σε στενή ερμηνεία της εν λόγω έννοιας, άλλες διατάξεις, αντιθέτως, υιοθετούν ευρεία, και μάλιστα εξαιρετικά ελαστική, αντιμετώπιση της έννοιας αυτής, η οποία καλύπτει οιαδήποτε αρμόδια κατά το εθνικό δίκαιο αρχή, κάποιες δε άλλες διατάξεις υιοθετούν, όπως θα εκθέσω περαιτέρω, έναν εννοιολογικό ορισμό παρόμοιο εκείνου που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

β) Ο ορισμός των εννοιών «απόφαση» και «δικαστήριο» στη νομολογία του Δικαστηρίου

74.

Τα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο βρίσκονται στο σημείο τομής δύο νομολογιακών τάσεων.

75.

Η πρώτη νομολογιακή τάση αφορά την έννοια του όρου «απόφαση» στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

76.

Αυτή η νομολογιακή τάση στηρίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο, όπως και το άρθρο 4 του κανονισμού 805/2004, ορίζει την έννοια αυτή ως συμπεριλαμβάνουσα οιαδήποτε απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ονομασία του.

77.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια της «αποφάσεως», όπως ορίζεται στο άρθρο 25 της Συμβάσεως αυτής, του οποίου η ερμηνεία του Δικαστηρίου ισχύει, καταρχήν, και για την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού 44/2001, καλύπτει «μόνο τις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται πράγματι από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους» ( 29 ), διευκρινίζοντας ταυτόχρονα, αναφερόμενο στην έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, την οποία εκπόνησε ο P. Jenard ( 30 ), ότι ο προσδιορισμός εκ μέρους του γραμματέα του δικαστηρίου των δικαστικών εξόδων χαρακτηρίζεται ως «απόφαση», αφού ο γραμματέας ενεργεί ως «όργανο του δικαστηρίου» που εκδίκασε την απόφαση επί της ουσίας και ότι «σε περίπτωση αντιρρήσεων, στον προσδιορισμό των εξόδων προβαίνει ένα κατά κυριολεξία δικαιοδοτικό όργανο» ( 31 ).

78.

Από τον ορισμό αυτό, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, για να μπορεί μια πράξη να χαρακτηρισθεί ως «απόφαση», κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών, «η πράξη αυτή πρέπει να προέρχεται από δικαιοδοτικό όργανο συμβαλλομένου κράτους που έχει αποφανθεί κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων» ( 32 ).

79.

Επιπλέον του κριτηρίου το οποίο βασίζεται στη φύση του εκδίδοντος οργάνου , το οποίο ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 25 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο καθόρισε σταδιακά δύο άλλα κριτήρια, το ένα διαδικαστικό και το άλλο αναφερόμενο στην ουσία.

80.

Το διαδικαστικό κριτήριο συνεπάγεται ότι η διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως πρέπει να έχει διεξαχθεί τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας ( 33 ). Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να εμπίπτει μια απόφαση στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αρκεί να πρόκειται για δικαστική απόφαση η οποία, πριν ζητηθεί η αναγνώρισή της και η εκτέλεσή της σε κράτος άλλο από το κράτος προελεύσεως, αποτέλεσε ή μπορούσε να αποτελέσει σ’ αυτό το κράτος προελεύσεως, κατά διαφόρους τρόπους, αντικείμενο διαδικασίας κατ’ αντιμωλία ( 34 ). Στο πνεύμα αυτό, χαρακτήρισε ως «απόφαση» μία μη οριστική διάταξη η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας του πρώτου σταδίου της διαδικασίας, το οποίο δεν διεξάχθηκε κατ’ αντιμωλία, αλλά μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κατ’ αντιμωλία εξετάσεως προτού ζητηθεί η αναγνώριση ή εκτέλεσή της ( 35 ), μια διαταγή πληρωμής κατά της οποίας ο οφειλέτης μπορούσε να προβάλει αντιρρήσεις, γεγονός το οποίο θα συνεπαγόταν την εκδίκαση της διαφοράς κατά την τακτική διαδικασία ( 36 ) ή μια ερήμην απόφαση σε διαδικασία με αντικείμενο αστική διαφορά, η οποία διεξάγεται καταρχήν κατ’ αντιμωλία ( 37 ).

81.

Το αναφερόμενο στην ουσία κριτήριο συνεπάγεται ότι το όργανο το οποίο εξέδωσε την πράξη συμμετείχε στην κατάρτισή της. Όπως ανέφερα, η πράξη πρέπει να προέρχεται από όργανο «που έχει αποφανθεί κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων» ( 38 ), προϋπόθεση η οποία, κατά το Δικαστήριο, αποκλείει τον δικαστικό συμβιβασμό ο οποίος έχει πρωτίστως συμβατικό χαρακτήρα, αφού το περιεχόμενό του εξαρτάται κυρίως από τη βούληση των μερών ( 39 ).

82.

Τελικώς, κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η έννοια «απόφαση» συνεπάγεται την παρέμβαση δικαιοδοτικού οργάνου με εξουσία εκτιμήσεως και το οποίο αποφαίνεται τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας.

83.

Ωστόσο, η νομολογία σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών και με τον κανονισμό 44/2001 δεν παρέχει ουδεμία διευκρίνιση ως προς το περιεχόμενο της έννοιας του δικαιοδοτικού οργάνου. Για τον προσδιορισμό της έννοιας αυτής θα πρέπει συνεπώς να ληφθεί υπόψη νομολογία που αναφέρεται στο ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

84.

Η δεύτερη νομολογιακή τάση αφορά τον ορισμό της έννοιας του όρου «δικαστήριο» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

85.

Χωρίς να είναι αναγκαίο να αναπτύξω λεπτομερώς όλες τις πτυχές μια περιπτωσιολογικής νομολογίας η οποία δεν είναι απαλλαγμένη από ορισμένους «δισταγμούς» ( 40 ), θα περιοριστώ να υπενθυμίσω ότι, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο αποτελεί δικαστήριο, το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι δεν έπρεπε να καταλήξει σε ένα γενικό και αφηρημένο ορισμό της έννοιας αυτής, εφαρμόζει μέθοδο που στηρίζεται στη συνεκτίμηση ενός συνόλου συγκλινόντων στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.

86.

Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια διοικητική αρχή, στην οποία είχε υποβληθεί διαφορά και η οποία, συνεπώς, ασκούσε καθήκοντα δικαιοδοτικού οργάνου, μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαστήριο το οποίο μπορεί να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ( 41 ). Κατά πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η εκτίμηση κατά πόσον ένα όργανο αποτελεί «δικαστήριο» είναι ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι το αιτούν όργανο θεωρείται, κατά το εθνικό δίκαιο, διοικητικό όργανο δεν ασκεί καθοριστική επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής ( 42 ).

γ) Η πρότασή μου σχετικά με την απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

87.

Βάσει του νομικού πλαισίου που εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτουν ευχερώς τρεις λύσεις για τον προσδιορισμό της έννοιας «δικαστήριο» κατά τον κανονισμό 805/2004.

88.

Η πρώτη συνίσταται σε στενή ερμηνεία της έννοιας του όρου «δικαστήριο», η οποία περιορίζεται αυστηρά σε αυτά καθαυτά τα δικαστικά όργανα και η οποία, συνεπώς, αποκλείει οιαδήποτε αρχή η οποία δεν έχει οργανική σχέση με τη οργάνωση των δικαστηρίων σε ένα κράτος μέλος, εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπονται ρητώς από τον νομοθέτη της Ένωσης.

89.

Αντίθετα, η δεύτερη λύση συνίσταται σε διασταλτική ερμηνεία της έννοιας «δικαστήριο», η οποία συμπεριλαμβάνει στην έννοια αυτή οιαδήποτε αρμόδια αρχή κατά το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

90.

Η τρίτη λύση, την οποία χαρακτηρίζω ως «ενδιάμεση», χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά στοιχεία του δικαστηρίου, όπως αναφέρονται στην παραδοσιακή νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, δέχεται ότι οι Κροάτες συμβολαιογράφοι μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεωρούνται «δικαστήρια» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004.

91.

Φρονώ ότι η πρώτη από τις προμνησθείσες λύσεις έχει τις λιγότερες προοπτικές να ληφθεί υπόψη.

92.

Μολονότι η λύση αυτή παρουσιάζει ορισμένες αμφισημίες, η Επιτροπή επιμένει, κατά τα φαινόμενα, να την υποστηρίζει με τις παρατηρήσεις της, τόσο γραπτές όσο και προφορικές, δεδομένου ότι φρονεί, χωρίς καν να εξετάσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους οι Κροάτες συμβολαιογράφοι, ότι οι αποφάσεις τις οποίες εκδίδουν δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «δικαστικές αποφάσεις» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004, παρά μόνον στην περίπτωση τροποποιήσεως του κανονισμού αυτού, ώστε να προβλεφθεί τέτοιου είδους εξομοίωση.

93.

Η κυριότερη αιτιολογία η οποία προβάλλεται προς στήριξη της προμνησθείσας πρώτης λύσεως συνίσταται στο ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης προτίθεται να εξομοιώσει μία αρχή με δικαστήριο, το αναφέρει ρητώς στη σχετική νομοθετική πράξη. Ωστόσο, ο κανονισμός 805/2004 δεν αναφέρει του Κροάτες συμβολαιογράφους, ενώ το άρθρο 4, σημείο 7, του εν λόγω κανονισμού αναφέρει τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής εισπράξεως στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής, το δε άρθρο 3 του κανονισμού 1215/2012 εξομοιώνει ρητώς τους Ούγγρους συμβολαιογράφους όσον αφορά τις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής.

94.

Επιπλέον, η στενή αυτή ερμηνεία διαθέτει ένα επιπλέον έρεισμα κατά τη σύγκριση με το άρθρο 62 της Συμβάσεως του Λουγκάνο, εφόσον ή έλλειψη ανάλογης διατάξεως στους κανονισμούς 805/2004 και 1215/2012, περιλαμβάνουσας στην έννοια του όρου «δικαστήριο» οιαδήποτε αρμόδια αρχή, καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να συμπεριλάβει, στο πλαίσιο των δύο αυτών κανονισμών, την έννοια του δικαστηρίου από αμιγώς λειτουργικής απόψεως.

95.

Μολονότι αυτή η στενή ερμηνεία στηρίζεται, εκ πρώτης όψεως, σε πειστικό επιχείρημα αντλούμενο από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 4 του κανονισμού 805/2004, άλλοι, πλέον αποφασιστικής σημασίας συλλογισμοί συνηγορούν υπέρ μιας ευρύτερης ερμηνείας.

96.

Πρώτον, οι διατάξεις του άρθρου 4, σημείο 7, του κανονισμού 805/2004 και του άρθρου 3 του κανονισμού 1215/2012 επιδέχονται και άλλη ερμηνεία. Συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιβάλλει να θεωρούνται ως «δικαστήριο» ορισμένες διοικητικές αρχές δεν σημαίνει ότι και άλλες αρχές δεν μπορούν να θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία κατ’ εφαρμογή των παραδοσιακά αποδεκτών νομολογιακών κριτηρίων. Βεβαίως, άλλο όργανο εκτός της σουηδικής δημόσιας υπηρεσίας αναγκαστικής εισπράξεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί άνευ άλλου τινός, βάσει «προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου», ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004. Εντούτοις, ουδεμία διάταξη του κανονισμού αυτού αποκλείει να χαρακτηριστεί το όργανο αυτό ως «δικαστήριο», αν αποδειχτεί ότι έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα δικαστηρίου, όπως έχουν γίνει αποδεκτά κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

97.

Δεύτερον, τόσο απαιτητικοί όροι όσον αφορά την έννοια του δικαστηρίου θα συνιστούσαν ιδιαιτέρως αυστηρό νεωτερισμό, καθόσον δεν θα ήσαν συμβατοί με τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία, αποδίδοντας αυτόνομο περιεχόμενο στην έννοια του όρου «δικαστήριο» στο πλαίσιο της δικαστικής παραπομπής, η οποία αποτελεί μέσο δικαστικής συνεργασίας, έχει αναγνωρίσει ως «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, διοικητικούς οργανισμούς στους οποίους έχουν απονεμηθεί δικαστικές αρμοδιότητες.

98.

Τρίτον, αυτοί οι νέοι απαιτητικοί όροι θα αναιρούσαν τον αυτόνομο χαρακτήρα από τον οποίο χαρακτηρίζεται, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, η έννοια του δικαστηρίου, δεδομένου ότι για να χαρακτηριστεί ένα όργανο ως «δικαστήριο» θα αρκούσε να χαρακτηριστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως ως «δικαστική αρχή» και να ενταχθεί, έστω και τυπικά, στο εσωτερικό δικαστικό του σύστημα.

99.

Τέταρτον, φρονώ ότι αυτή η στενή ερμηνεία δεν είναι συμβατή με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως η οποία διέπει την οικονομία του κανονισμού 805/2004. Βάσει της αρχής αυτής, δικαιολογείται, για τους σκοπούς της εκτελέσεως, απόφαση η οποία εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως και πιστοποιήθηκε ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους να λογίζεται ως αν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση. Βάσει της λογικής ενός συστήματος το οποίο στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, οιαδήποτε αρχή της οποίας η παρέμβαση προσδίδει σε μια πράξη τον χαρακτηρισμό της εκτελεστέας στο κράτος μέλος προελεύσεως αποφάσεως θα πρέπει να θεωρείται ως «δικαστήριο» του οποίου οι αποφάσεις θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στα άλλα κράτη μέλη.

100.

Για τους τέσσερις προεκτεθέντες λόγους, η περιοριστική λύση πρέπει να απορριφθεί.

101.

Στην ακραία μορφή της, η λογική της αμοιβαίας αναγνωρίσεως θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αποδοχή της αντίθετης και πλέον ευρείας λύσεως, βάσει της οποίας θα συνέπιπτε η έννοια του δικαστηρίου με την έννοια της αρμόδιας αρχής. Η λύση αυτή θα παρείχε τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ο Κροάτης συμβολαιογράφος ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004, απλώς και μόνον επειδή ο νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως του απονέμει αρμοδιότητα εκδόσεως διαταγών πληρωμής και πιστοποιήσεώς τους ως ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων.

102.

Ωστόσο, εκτιμώ ότι αυτή δεν είναι η προσήκουσα λύση.

103.

Η λύση αυτή αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 805/2004, το οποίο, αντιθέτως προς το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2013, το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 1896/2006 και το άρθρο 62 της Συμβάσεως του Λουγκάνο, δεν καθιερώνει τη γενίκευση, ενδεχομένως δε και τον ευτελισμό, της έννοιας του όρου «δικαστήριο».

104.

Επιπροσθέτως, αν ό όρος «δικαστήριο» συμπεριελάμβανε οιαδήποτε αρμόδια αρχή, δεν κατανοώ γιατί ο νομοθέτης της Ένωσης φρόντισε να εξομοιώσει ρητώς με δικαστήριο τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής εισπράξεως.

105.

Κατά συνέπεια, προτείνω να γίνει δεκτή μία ενδιάμεση λύση, η οποία, στην πραγματικότητα, συνίσταται στο να υιοθετηθεί η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε το Δικαστήριο για να καθορίσει την έννοια του όρου «δικαστήριο» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομία και τον σκοπό του κανονισμού 805/2004, του οποίου πολλές διατάξεις φρονώ ότι επισημαίνουν τη σημασία της τηρήσεως των δικονομικών εγγυήσεων.

106.

Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ορισμός της «θεωρούμενης μη αμφισβητούμενης» αξιώσεως ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 3 του προμνησθέντος κανονισμού προϋποθέτει, προκειμένου περί αποφάσεων, να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά του οφειλέτη «κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου» ( 43 ). Φρονώ ότι από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι η σχετική διαδικασία πρέπει να σέβεται το δικαίωμα άμυνας του οφειλέτη και το δικαίωμά του να αμφισβητήσει την αξίωση του πιστωτή.

107.

Επιπλέον, ο κανονισμός 805/2004 εξαρτά την πιστοποίηση μιας αποφάσεως που αφορά μη αμφισβητούμενη αξίωση και εκδόθηκε σε ένα κράτος μέλος από την τήρηση των ελάχιστων δικονομικών κανόνων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο οφειλέτης ενημερώνεται εγκαίρως και με τρόπο ο οποίος του παρέχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αφενός, όσον αφορά το ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε κατά αυτού, καθώς και όσον αφορά τις προϋποθέσεις για ενεργό συμμετοχή του στη διαδικασία προκειμένου να αντικρούσει την επίμαχη αξίωση και, αφετέρου, όσον αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας του. Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων τους οποίους ενέχει η θέσπιση τεκμηρίου περί μη αμφισβητήσεως της αξιώσεως, το οποίο στηρίζεται στην αδράνεια του οφειλέτη κατά την ένδικη διαδικασία, η τήρηση των ελάχιστων δικονομικών εγγυήσεων συνιστά θεμελιώδη απαίτηση την οποία πρέπει να πληροί το «δικαστήριο».

108.

Εν τέλει, η έννοια «δικαστήριο» θα πρέπει να νοείται, κατά τον κανονισμό 805/2004, ως περιλαμβάνουσα οιοδήποτε όργανο το οποίο παρέχει εγγυήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμερόληπτη κρίση του, αποφαινόμενο αυτεπαγγέλτως μέσω αποφάσεως η οποία, αφενός, εκδόθηκε ή μπορεί να εκδοθεί κατόπιν κατ’ αντιμωλία διαδικασίας πριν από την πιστοποίησή της ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και, αφετέρου, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου.

109.

Εκτιμώ ότι αυτός ο λειτουργικού χαρακτήρα ορισμός του «δικαστηρίου» ανταποκρίνεται στην παραδοσιακή αντίληψη περί της έννοιας αυτής, ενώ παρέχει τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η σύγχρονη τάση «αποδικαστικοποιήσεως» της διαδικασίας για ορισμένες διαφορές, ιδίως όταν ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος, ώστε να ελαφρύνεται ο φόρτος των δικαστικών αρχών.

110.

Καταρχάς, φρονώ ότι οσάκις οι Κροάτες συμβολαιογράφοι εκδίδουν διαταγές εκτελέσεως ασκούν όντως δικαστικής φύσεως δραστηριότητα, μολονότι η ακολουθούμενη διαδικασία είναι συνοπτική και, εξάλλου, ομοιάζει με τη διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής.

111.

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Κροατική Κυβέρνηση παρέσχε, συναφώς, ενδιαφέρουσες διευκρινίσεις σχετικά με τις εγγυήσεις που παρέχονται υπέρ του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως η οποία διεξάγεται ενώπιον συμβολαιογράφου. Η ως άνω κυβέρνηση επισημαίνει ότι ο συμβολαιογράφος εκδίδει διαταγή εκτελέσεως μόνον κατόπιν εκτιμήσεως του παραδεκτού και του βάσιμου της σχετικής αιτήσεως. Επιπλέον, οφείλει να επιδώσει τη διαταγή στον καθού σύμφωνα με τους κανόνες οι οποίοι του διασφαλίζουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την οφειλή, με σχετική μνεία της δυνατότητας υποβολής δηλώσεως αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς και της προθεσμίας υποβολής της εν λόγω δηλώσεως. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, μόνον μετά την εκπνοή της προθεσμίας των οκτώ ημερών η οποία τάσσεται για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων ο συμβολαιογράφος μπορεί να περιάψει επί της διαταγής τον εκτελεστήριο τύπο.

112.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κροατική Κυβέρνηση παρείχε συμπληρωματικές διευκρινίσεις, επισημαίνοντας ότι ο νόμος περί του συμβολαιογραφικού λειτουργήματος και ο κώδικας δεοντολογίας των συμβολαιογράφων διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του συμβολαιογράφου έναντι του αιτούντος τη διαταγή εκτελέσεως, κατά την άσκηση των ειδικών καθηκόντων τους που συνίστανται στην έκδοση διαταγών εκτελέσεως βάσει εγγράφων που αποτελούν πλήρη απόδειξη. Κατά την κυβέρνηση αυτή, ο συμβολαιογράφος ουδόλως εκτελεί χρέη απλώς γραφείου πρωτοκολλήσεως αποφάσεων, αλλά εξετάζει τις σχετικές αιτήσεις και εκτιμά αν είναι παραδεκτές και βάσιμες.

113.

Επομένως, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η εν λόγω κυβέρνηση, φαίνεται ότι στο πλαίσιο της ειδικής δραστηριότητάς του εκδόσεως διαταγών εκτελέσεως, ο συμβολαιογράφος ενεργεί ως τρίτος, ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τα υπό κρίση συμφέροντα και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι μπορεί να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων λόγω ασκήσεως των λοιπών δραστηριοτήτων του.

114.

Με επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, συνάγεται ότι ο συμβολαιογράφος, όταν ενεργεί όχι ως δημόσιος λειτουργός, αλλά ως όργανο εξουσιοδοτημένο να εκδίδει διαταγές πληρωμής, ενεργεί ανεξάρτητα και αμερόληπτα.

115.

Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η διαταγή εκτελέσεως την οποία εξέδωσε ο συμβολαιογράφος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, του κανονισμού 805/2004. Απομένει να διευκρινιστεί αν ο συμβολαιογράφος μπορεί επίσης να πιστοποιεί την εν λόγω απόφαση ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο.

Γ– Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα

116.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν ο συμβολαιογράφος ο οποίος εξέδωσε, δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, διαταγή εκτελέσεως η οποία κατέστη εκτελεστή, χωρίς ο οφειλέτης να έχει υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων, είναι αρμόδιος να την πιστοποιήσει ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο.

117.

Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004 συνάγεται ότι η αίτηση πιστοποιήσεως αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο προελεύσεως, το οποίο στο άρθρο 4, σημείο 6, του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ως «το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαδικασίας κατά τον χρόνο εκπλήρωσης των όρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) ή γ)», ήτοι το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της υποθέσεως κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι μια αξίωση κατέστη μη αμφισβητούμενη.

118.

Συνεπώς, στο πλαίσιο του συστήματος το οποίο προβλέπει ο νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της διαταγής εκτελέσεως η οποία κατέστη εκτελεστή, ως «δικαστήριο προελεύσεως» πρέπει να χαρακτηριστεί ο συμβολαιογράφος.

119.

Το γεγονός ότι με την απόφασή του της 16ης Ιουνίου 2016, Pebros Servizi (C‑511/14, EU:C:2016:448), το Δικαστήριο έκρινε ότι η πιστοποίηση αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου αποτελεί πράξη δικαιοδοτικής φύσεως δεν εμποδίζει τον συμβολαιογράφο να προβαίνει σε τέτοια πιστοποίηση αποφάσεων, εφόσον πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων για να χαρακτηρίζεται ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού 805/2004.

IV – Πρόταση

120.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που του υπέβαλε το Općinski sud u Novom Zagrebu (πρωτοδικείο Δήμου Νέου Ζάγκρεμπ, Κροατία) ως ακολούθως:

1)

Η έννοια του όρου «απόφαση» κατά το άρθρο 4, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, έχει την έννοια ότι εκτελεστός τίτλος, όπως μια διαταγή εκτελέσεως η οποία εκδίδεται από συμβολαιογράφο δυνάμει εγγράφου που αποτελεί πλήρη απόδειξη, αποτελεί «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, του κανονισμού 805/2004, εφόσον ο συμβολαιογράφος ο οποίος είναι αρμόδιος να εκδώσει την εν λόγω διαταγή αποφαίνεται, κατά την άσκηση των ειδικών αυτών καθηκόντων του, ως δικαστήριο, τούτο δε προϋποθέτει ότι παρέχει εγγυήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμερόληπτη κρίση του, αποφαινόμενος αυτεπαγγέλτως μέσω αποφάσεως η οποία, αφενός, εκδόθηκε ή μπορεί να εκδοθεί κατόπιν κατ’ αντιμωλία διαδικασίας πριν από την πιστοποίησή της ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και, αφετέρου, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστικής αρχής. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει αν ο συμβολαιογράφος πληροί το σύνολο των προμνησθεισών προϋποθέσεων, ιδίως των προϋποθέσεων που αφορούν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία.

2)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 805/2004 έχει την έννοια ότι ο συμβολαιογράφος ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» αποτελεί το «δικαστήριο προελεύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, και, συνεπώς, είναι αρμόδιος να πιστοποιήσει ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο τη διαταγή την οποία εξέδωσε και κατέστησε εκτελεστή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2004, L 143, σ. 15.

( 3 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 4 ) Narodne novine, αριθ. 112/12.

( 5 ) ΕΕ 2006, L 399, σ. 1.

( 6 ) ΕΕ 2007, L 199, σ. 1.

( 7 ) ΕΕ 2014, L 189, σ. 59.

( 8 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, των κανονισμών 1896/2006 και 861/2007. Κατά τον κανονισμό 655/2014 μια υπόθεση είναι διασυνοριακή όταν ο τραπεζικός λογαριασμός που πρέπει να δεσμευτεί βάσει της διαταγής δέσμευσης τηρείται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του δικαστηρίου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση της διαταγής δεσμεύσεως και από το κράτος μέλος της κατοικίας του δανειστή (άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού).

( 9 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, τον πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του κανονισμού για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, διαθέσιμo στον εξής ιστότοπο: https://e-justice.europa.eu/content_european_enforcement_order-54-fr.do?clang=fr. Ο οδηγός αυτός αναφέρει ότι δεν απαιτείται να καταδεικνύεται διεθνές στοιχείο όσον αφορά την αίτηση πιστοποιήσεως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και ότι δεν απαιτείται ένας από τους διαδίκους να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό ούτε πρέπει να καταδεικνύεται ότι η εκτέλεση θα πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό (σ. 14).

( 10 ) Προκειμένου περί της προϋποθέσεως που αφορά το εκτελεστό της αποφάσεως στο κράτος μέλος προελεύσεως, βλ. άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 805/2004.

( 11 ) Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).

( 12 ) Κατά το στάδιο της εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, θα ετίθετο μάλλον ένα άλλο θέμα, σχετικό με την ύπαρξη διαφοράς στο πλαίσιο κύριας δίκης.

( 13 ) C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360.

( 14 ) Σκέψεις 36 και 37 της προμνησθείσας αποφάσεως.

( 15 ) Βλ., ιδίως, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Saint Louis Sucre (C‑96/15, EU:C:2016:450, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Giovanardi κ.λπ. (C‑79/11, EU:C:2012:448, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) C‑260/97, EU:C:1999:312.

( 18 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις προσχωρήσεως νέων κρατών μελών (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

( 19 ) ΕΕ 1990, C 189, σ. 57.

( 20 ) C‑54/96, EU:C:1997:413.

( 21 ) Narodne novine, αριθ. 78/93, 29/94, 162/98, 16/07 και 75/09.

( 22 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

( 23 ) Βλ., εκτός από το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1), και το άρθρο 4, σημείο 8, του κανονισμού 665/2014.

( 24 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).

( 25 ) Στο εξής: Σύμβαση του Λουγκάνο.

( 26 ) ΕΕ 2009, L 147, σ.1.

( 27 ) Η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει ότι «[π]ροκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διάφοροι τρόποι επίλυσης των θεμάτων που αφορούν τις υποχρεώσεις διατροφής στα κράτη μέλη, ο [εν λόγω] κανονισμός θα πρέπει να ισχύει τόσο για τις δικαστικές αποφάσεις όσο και για τις αποφάσεις των διοικητικών αρχών, στο βαθμό που οι αρχές αυτές παρέχουν εγγυήσεις ιδίως όσον αφορά την αμεροληψία τους και το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων».

( 28 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ 2012, L 201, σ. 107).

( 29 ) Απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 15).

( 30 ) ΕΕ 1986, C 298, σ. 29.

( 31 ) Απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 16).

( 32 ) Βλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 17).

( 33 ) Βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, Denilauler (125/79, EU:C:1980:13, σκέψη 13). Βλ., στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 48).

( 34 ) Βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 1980, Denilauler (125/79, EU:C:1980:13, σκέψη 13).

( 35 ) Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas (C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψεις 50 έως 52).

( 36 ) Βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, Hengst Import (C‑474/93, EU:C:1995:243, σκέψεις 14 και 15).

( 37 ) Βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψεις 23 έως 25).

( 38 ) Βλ. εκτός από την απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 17), απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas (C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 45).

( 39 ) Βλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 18). Εντούτοις επισημαίνεται ότι η απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219), η οποία αναγνώρισε ως «αποφάσεις» τις ερήμην εκδοθείσες αγγλικές αποφάσεις (default judgment), χαρακτηρίστηκε ως εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου, στο μέτρο που ο Άγγλος δικαστής δεν ασκεί, κατά τα φαινόμενα, αρμοδιότητες δικαστηρίου σε αυτό το είδος διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων, Cuniberti, G., «La reconnaissance en France des jugements par défaut anglais – À propos de l’affaire Gambazzi-Stolzenberg», Revue critique de droit international privé, αριθ. 4, 2009, σ. 685, σημεία 33 και 34).

( 40 ) Βλ. Barav, A., «Tâtonnement préjudiciel – La notion de juridiction en droit communautaire», Études sur le renvoi préjudiciel dans le droit de l’Union européenne, Bruyant, Βρυξέλλες, 2011, σ. 37.

( 41 ) Βλ., για τη Vergabeüberwachungsausschuß des Bundes (ομοσπονδιακή επιτροπή εποπτείας της συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων, Γερμανία), απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Dorsch Consult (C‑54/96, EU:C:1997:413, σκέψεις 37 και 38), και, πιο πρόσφατα, για το Tribunal Català de Contractes del Sector Públic (καταλανικό δικαστήριο επιλύσεως διαφορών σχετικών με δημόσιες συμβάσεις, Ισπανία), απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme (C‑203/14, EU:C:2015:664, σκέψεις 17 έως 27).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme (C‑203/14, EU:C:2015:664, σκέψη 17).

( 43 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού αυτού. Η υπογράμμιση δική μου.