ΓΝΏΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JÁN MAZÁK

της 7ης Ιουνίου 2010 ( 1 )

I — Εισαγωγή

1.

Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 67 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ. Το πρώτο ερώτημα που υποβάλλει το Cour de cassation [ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο] (Γαλλία) αφορά το συμβατό, με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, του γαλλικού οργανικού νόμου 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, περί της εφαρμογής του άρθρου 61-1 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος καθιερώνει τον θεσμό του «προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας» κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 61-1. Ο νέος αυτός μηχανισμός αποτελεί καρπό συνταγματικής μεταρρυθμίσεως, ισχύουσας από 1ης Μαρτίου 2010, η οποία καθιερώνει κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων. Το Cour de cassation ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν τα άρθρα 23-2 και 23-5 της αποφάσεως 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, περί οργανικού νόμου για το Conseil constitutionnel [Συνταγματικό Δικαστήριο], όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον γαλλικό οργανικό νόμο 2009-1523 (στο εξής: απόφαση 58-1067), τα οποία επιβάλλουν στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα υπέρ της παραπομπής ή μη στο Conseil Constitutionnel του ζητήματος συνταγματικότητας που υποβάλλεται στην κρίση τους, καθόσον στο πλαίσιο του εν λόγω ζητήματος συνταγματικότητας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νομοθετική διάταξη του εθνικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα λόγω της αντιθέσεώς της προς το δίκαιο της Ένωσης, αντιβαίνουν προς το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

2.

Το δεύτερο ερώτημα που υποβάλλεται αφορά το συμβατό με το άρθρο 67 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την απουσία ελέγχου επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επιτρέπει τον έλεγχο ταυτότητας κάθε προσώπου εκ μέρους των αρμοδίων αστυνομικών αρχών ιδίως εντός ζώνης είκοσι χιλιομέτρων εντεύθεν των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με τα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση εφαρμογής της από 14ης Ιουνίου 1985 συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 (στο εξής: σύμβαση που υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990).

II — Το νομικό πλαίσιο

A — Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Κατά το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105, σ. 1):

«Επιτρέπεται η διέλευση των εσωτερικών συνόρων σε οποιοδήποτε σημείο χωρίς συνοριακούς ελέγχους, ανεξαρτήτως ιθαγενείας των προσώπων.»

4.

Το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Έλεγχοι στο εσωτερικό της επικράτειας», ορίζει:

«Η κατάργηση του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων δεν θίγει:

α)

την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους· αυτό ισχύει και στις παραμεθόριες περιοχές. Κατά την έννοια της πρώτης πρότασης, η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί, ειδικότερα, να θεωρηθεί ισοδύναμη με τους συνοριακούς ελέγχους όταν τα αστυνομικά μέτρα:

i)

δεν έχουν ως στόχο τον έλεγχο των συνόρων,

ii)

βασίζονται σε γενικές αστυνομικές πληροφορίες και πείρα όσον αφορά ενδεχόμενες απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος,

iii)

σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από τους συστηματικούς ελέγχους προσώπων στα εξωτερικά σύνορα,

iv)

διενεργούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων·

β)

τη διενέργεια ελέγχων ασφαλείας στους λιμένες ή αερολιμένες από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, από τους υπεύθυνους των λιμένων ή αερολιμένων ή από τους μεταφορείς, στο βαθμό που αυτοί οι έλεγχοι αφορούν και τα πρόσωπα που ταξιδεύουν στο εσωτερικό κράτους μέλους·

γ)

τη δυνατότητα κράτους μέλους να προβλέπει στην εθνική νομοθεσία του την υποχρέωση κατοχής και επίδειξης τίτλων και εγγράφων·

δ)

την υποχρέωση των υπηκόων τρίτων χωρών να δηλώνουν την παρουσία τους στην επικράτεια κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 της σύμβασης Σένγκεν.»

5.

Το άρθρο 37 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Κοινοποίηση πληροφοριών από τα κράτη μέλη», ορίζει:

«Το αργότερο στις 26 Οκτωβρίου 2006 τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εθνικές τους διατάξεις σχετικά με το άρθρο 21 στοιχεία γʹ και δʹ, […].

Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.»

6.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37 του κανονισμού 562/2006, η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε το ακόλουθο κείμενο σχετικά με την υποχρέωση κατοχής και επιδείξεως τίτλων και εγγράφων βάσει του άρθρου 21, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού:

«Η γαλλική νομοθεσία προβλέπει την υποχρέωση αυτή δυνάμει του άρθρου L.611-1 του κώδικα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών και του δικαιώματος ασύλου (Code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile, CESEDA), που ορίζει ότι, στο πλαίσιο ελέγχου της ταυτότητας ή ανεξαρτήτως αυτού, οι αλλοδαποί θα πρέπει να είναι σε θέση να επιδείξουν έγγραφα με τα οποία τους επιτρέπεται να ταξιδεύουν ή να παραμένουν στο γαλλικό έδαφος, εφόσον τους ζητηθεί από τους αξιωματούχους της δικαστικής αστυνομίας και, υπό την εποπτεία των τελευταίων, από τους υπαλλήλους της δικαστικής αστυνομίας και τους αναπληρωτές τους» ( 2 ).

Β — Το εθνικό δίκαιο

7.

Το άρθρο 61-1 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας ορίζει:

«Οσάκις, στο πλαίσιο δίκης που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νομοθετική διάταξη θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα, το ζήτημα δύναται να υποβληθεί στην κρίση του Conseil constitutionnel κατόπιν παραπομπής εκ μέρους του Conseil d’État [Συμβούλιο της Επικρατείας] ή του Cour de cassation, το οποίο αποφαίνεται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με οργανικό νόμο.»

8.

Το άρθρο 62 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας ορίζει:

«Διάταξη που κηρύσσεται αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 61 δεν δύναται να εκδοθεί ούτε να τεθεί σε εφαρμογή.

Διάταξη που κηρύσσεται αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 61-1 καταργείται από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Conseil constitutionnel ή από της μεταγενέστερης ημερομηνίας που ορίζεται με την απόφαση αυτή. Το Conseil constitutionnel καθορίζει τις προϋποθέσεις και τα όρια εντός των οποίων τα παραχθέντα από τη διάταξη αποτελέσματα δύνανται να προσβληθούν.

Οι αποφάσεις του Conseil constitutionnel δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα. Ισχύουν έναντι όλων των κρατικών αρχών καθώς και έναντι όλων των διοικητικών και δικαιοδοτικών αρχών.»

9.

Το άρθρο 88-1 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας ορίζει:

«Η Γαλλική Δημοκρατία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία απαρτίζεται από κράτη που επέλεξαν ελεύθερα να ασκούν από κοινού ορισμένες εκ των αρμοδιοτήτων τους, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές ισχύουν μετά την υπογραφή, τη 13η Δεκεμβρίου 2007, της Συνθήκης της Λισσαβώνας.»

10.

Το άρθρο 1 του οργανικού νόμου 2009-1523 ορίζει:

«Μετά το κεφάλαιο II του τίτλου II της αποφάσεως 58-1067 της 7ης Νοεμβρίου 1958, περί οργανικού νόμου για το Conseil constitutionnel, εισάγεται κεφάλαιο II bis, το οποίο έχει ως εξής:

Κεφάλαιο II bis

Περί του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας

Τμήμα 1

Διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται ενώπιον των δικαστηρίων που υπόκεινται του Conseil d’État ή του Cour de cassation

Άρθρο 23-1. – Ενώπιον των δικαστηρίων που υπόκεινται του Conseil d’État ή του Cour de cassation ο ισχυρισμός ότι συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα προβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου, με χωριστό αιτιολογημένο υπόμνημα. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη. Ζήτημα συνταγματικότητας δεν δύναται να τεθεί αυτεπαγγέλτως. […]

Άρθρο 23-2. – Το δικαστήριο αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη απόφαση επί της παραπομπής του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation. Το δικαστήριο προβαίνει στην παραπομπή αν οι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1o

Η αμφισβητούμενη διάταξη τυγχάνει εφαρμογής επί της διαφοράς ή επί της διαδικασίας ή συνιστά τη βάση της ποινικής διώξεως·

2o

Η αμφισβητούμενη διάταξη δεν έχει ήδη κριθεί σύμφωνη προς το Σύνταγμα με το σκεπτικό και το διατακτικό αποφάσεως του Conseil constitutionnel, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία από της αποφάσεως αυτής έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών·

3o

Το ανακύψαν ζήτημα είναι σοβαρό.

Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο υποχρεούται, εφόσον προβληθεί ενώπιόν του ο ισχυρισμός ότι συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δεν είναι σύμφωνη, αφενός, προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα και, αφετέρου, προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας, να αποφασίσει κατά προτεραιότητα επί της παραπομπής του ζητήματος της συνταγματικότητας στο Conseil d’Etat ή στο Cour de cassation.

Η απόφαση περί παραπομπής του ζητήματος διαβιβάζεται στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation εντός οκτώ ημερών από της δημοσιεύσεώς της, συνοδευόμενη από τα υπομνήματα ή τα δικόγραφα των διαδίκων. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Η άρνηση παραπομπής του ζητήματος δύναται να προσβληθεί μόνον στο πλαίσιο προσβολής της αποφάσεως με την οποία διευθετείται εν όλω ή εν μέρει η διαφορά.

[…]

Τμήμα 2

Διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον του Conseil d’État και του Cour de cassation

Άρθρο 23-4. – Εντός τριών μηνών από της λήψεως της διαβιβασθείσας κατά το άρθρο 23-2 ή κατά το 23-1, τελευταίο εδάφιο, αποφάσεως, το Conseil d’État ή το Cour de cassation αποφαίνεται υπέρ της παραπομπής ή μη του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel. Τα εν λόγω δικαστήρια προβαίνουν στην παραπομπή εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 23-2, σημεία 1° και 2°, και εφόσον πρόκειται για καινοφανές ή σοβαρό ζήτημα.

Άρθρο 23-5. – Ο ισχυρισμός ότι συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα δύναται να προβληθεί, έστω και το πρώτον κατ’ αναίρεση, στο πλαίσιο δίκης ενώπιον του Conseil d’État ή του Cour de cassation. Ο ισχυρισμός προβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου, με χωριστό αιτιολογημένο υπόμνημα. Ζήτημα συνταγματικότητας δεν δύναται να τεθεί αυτεπαγγέλτως.

Εν πάση περιπτώσει, το Conseil d’État ή το Cour de cassation υποχρεούται, εφόσον προβληθεί ενώπιόν του ο ισχυρισμός ότι συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δεν είναι σύμφωνη, αφενός, προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα και, αφετέρου, προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας, να αποφανθεί κατά προτεραιότητα επί της παραπομπής του ζητήματος της συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel.

Το Conseil d’État ή το Cour de cassation εκδίδει την απόφασή του εντός τριών μηνών από της προβολής του ισχυρισμού. Το Conseil constitutionnel επιλαμβάνεται του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 23-2, σημεία 1° και 2°, και εφόσον πρόκειται για καινοφανές ή σοβαρό ζήτημα.

Στην περίπτωση κατά την οποία το Conseil constitutionnel επιλαμβάνεται του ζητήματος, το Conseil d’État ή το Cour de cassation αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία έως ότου το Conseil constitutionnel αποφανθεί συναφώς.

[…]»

11.

Το άρθρο L.611-1 του Ceseda (Code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile) [Κώδικας περί της εισόδου και παραμονής αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου, στο εξής: Cedesa] ορίζει:

«Ανεξαρτήτως του ελέγχου ταυτότητας, οι αλλοδαποί θα πρέπει να είναι σε θέση να επιδείξουν στοιχεία ή έγγραφα με τα οποία τους επιτρέπεται να κυκλοφορούν ή να διαμένουν στο γαλλικό έδαφος, εφόσον αυτό τους ζητηθεί από τους αξιωματούχους της δικαστικής αστυνομίας και, υπό την εποπτεία των τελευταίων, από τους υπαλλήλους και τους αναπληρωτές υπαλλήλους της δικαστικής αστυνομίας που μνημονεύονται στα άρθρα 20 και 21 (1°) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Στο πλαίσιο ελέγχου ταυτότητας διενεργούμενου κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 78-1, 78-2 και 78-2-1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι αλλοδαποί μπορούν επίσης να υποχρεωθούν να επιδείξουν τα στοιχεία ή έγγραφα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.»

12.

Κατά το άρθρο 78-1 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:

«Η εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο υπόκειται στον έλεγχο των δικαστικών αρχών για τις οποίες γίνεται μνεία με τα άρθρα 12 και 13.

Όποιος ευρίσκεται εντός της γαλλικής επικρατείας οφείλει να δέχεται έλεγχο ταυτότητας διενεργούμενο σε αυτόν υπό τους όρους και από τις αστυνομικές αρχές που προβλέπονται στα επόμενα άρθρα.»

13.

Το άρθρο 78-2, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει:

«Οι αξιωματούχοι της δικαστικής αστυνομίας και, υπό την εποπτεία αυτών, οι υπάλληλοι και οι αναπληρωτές υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας για τους οποίους γίνεται μνεία στα άρθρα 20 και 21-1° μπορούν να καλέσουν κάθε πρόσωπο να αποδείξει, με οιοδήποτε μέσο, την ταυτότητά του, οσάκις υφίστανται ένας ή πλείονες βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι:

το πρόσωπο αυτό έχει διαπράξει ή αποπειραθεί να διαπράξει παράβαση·

ή έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος·

ή ενδέχεται να παράσχει πληροφορίες χρήσιμες για την έρευνα στο πλαίσιο κακουργήματος ή πλημμελήματος·

ή αποτελεί πρόσωπο ως προς το οποίο έχει διαταχθεί έρευνα από δικαστική αρχή.

Κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της Εισαγγελικής Αρχής για την έρευνα και δίωξη αδικημάτων που προσδιορίζονται με αυτήν, είναι δυνατός ο έλεγχος της ταυτότητας κάθε προσώπου, κατά την ίδια διαδικασία, στους χώρους και επί χρονικό διάστημα που ορίζονται από την εν λόγω αρχή. Το γεγονός ότι από τον έλεγχο ταυτότητας προκύπτουν παραβάσεις διαφορετικές εκείνων τις οποίες αφορά η εισαγγελική παραγγελία δεν συνιστά λόγο ακυρότητας των επιμέρους διαδικασιών.

Ο έλεγχος της ταυτότητας προσώπου, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του, επιτρέπεται επίσης, κατά τους όρους που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, για την πρόληψη απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ιδίως κατά της ασφάλειας των προσώπων ή των αγαθών.»

14.

Το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει:

«Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων εντεύθεν των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με τα λοιπά κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης λιμένος, αερολιμένος, σιδηροδρομικού σταθμού ή σταθμού υπεραστικών λεωφορείων λειτουργούντος για διεθνείς μεταφορές, στην οποία το κοινό έχει πρόσβαση και η οποία έχει καθορισθεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διενεργείται έλεγχος της ταυτότητας οιουδήποτε προσώπου, κατά τους όρους του πρώτου εδαφίου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το πρόσωπο το οποίο υποβάλλεται στον έλεγχο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και είναι σε θέση να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Η διενέργεια ελέγχου επί συρμού που εκτελεί διεθνές δρομολόγιο επιτρέπεται στο τμήμα της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσεως του συρμού που βρίσκεται σε απόσταση πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων και παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται μεταξύ της στάσεως αυτής και οιασδήποτε στάσεως εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υφίσταται τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται στους χώρους σταθμεύσεως έως τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους παρακείμενους χώρους σταθμεύσεως. Οι σταθμοί διοδίων τους οποίους αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Το γεγονός ότι από τον έλεγχο ταυτότητας προκύπτει παράβαση διαφορετική της μη τηρήσεως των ανωτέρω υποχρεώσεων δεν συνιστά λόγο ακυρότητας των επιμέρους διαδικασιών.»

III — Το ιστορικό της διαφοράς

15.

Ο Α. Melki και ο S. Abdeli, αμφότεροι αλγερινής ιθαγένειας, οι οποίοι διαμένουν στη Γαλλία παρανόμως, υποβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε αστυνομικό έλεγχο επί γαλλικού εδάφους, εντός ζώνης είκοσι χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα Γαλλίας-Βελγίου. Την 23η Μαρτίου 2010 ο νομάρχης του νομού Nord κοινοποίησε σε έκαστο εξ αυτών απόφαση για τη διοικητική απέλασή του και απόφαση για τη συνέχιση της κρατήσεώς του σε χώρους που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των σωφρονιστικών αρχών.

16.

Οι Α. Melki και S. Abdeli κατέθεσαν ενώπιον του juge des libertés et de la détention [αρμοδίου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστής], στον οποίο ο νομάρχης είχε υποβάλει αίτηση παρατάσεως της κρατήσεώς τους, χωριστό υπόμνημα με το οποίο έθεσαν προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας. Έκαστος υποστήριξε ότι το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Με δύο διατάξεις της 25ης Μαρτίου 2010, ο juge des libertés et de la détention διέταξε την υποβολή στο Cour de cassation του ακόλουθου ερωτήματος:

«Θίγει το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας;»

17.

Ο juge des libertés et de la détention διέταξε επίσης την παράταση της κρατήσεως του A. Melki και του S. Abdeli κατά 15 ημέρες.

18.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντιβαίνει στο Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας, οι Α. Melki και S. Abdeli, επικαλούνται το άρθρο 88-1 του εν λόγω συντάγματος. Υποστηρίζουν ότι οι δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η δέσμευση για ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, έχουν συνταγματική ισχύ βάσει του άρθρου 88-1 του Συντάγματος και ότι το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επιτρέπει τη διενέργεια ελέγχων στα σύνορα της Γαλλίας με τα λοιπά κράτη μέλη, αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 67 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα.

IV — Η προδικαστική παραπομπή

19.

Με τις αιτήσεις του εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι από το άρθρο 23-2 της αποφάσεως 58-1067 προκύπτει ότι τα δικαστήρια της ουσίας δεν δύνανται να αποφανθούν επί του συμβατού νομοθετικής διατάξεως με τις διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις ( 3 ) πριν παραπέμψουν το ζήτημα της συνταγματικότητάς της. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία το Conseil Constitutionnel κρίνει ότι η αμφισβητούμενης συνταγματικότητας νομοθετική διάταξη είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δικαστήρια αυτά δεν θα έχουν πλέον, μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, τη δυνατότητα να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Cour de cassation επισημαίνει επίσης ότι, κατά το άρθρο 23-5 της αποφάσεως 58-1067, ούτε το ίδιο θα μπορούσε, σε μια τέτοια περίπτωση, να προβεί στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, παρά τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ή να αποφανθεί επί του συμβατού του νομοθετικού κειμένου με το δίκαιο της Ένωσης.

20.

Δεύτερον, το Cour de cassation διερωτάται αν οι διατάξεις του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι σύμφωνες προς το άρθρο 67 ΣΛΕΕ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 67 ΣΛΕΕ δεν επαναλαμβάνει την παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας για λόγους δημόσιας τάξεως ή εθνικής ασφαλείας, η οποία προβλέπεται από τη Σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990.

21.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation υπέβαλε στο Δικαστήριο, με δύο αιτήσεις της 16ης Απριλίου 2010, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα τη 13η Δεκεμβρίου 2007, κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από τα άρθρα 23-2, [δεύτερο] εδάφιο, και 23-5, [δεύτερο] εδάφιο, της αποφάσεως [...] 58-1067, τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα υπέρ της παραπομπής ή μη στο Conseil Constitutionnel του ζητήματος της συνταγματικότητας που υποβάλλεται στην κρίση τους, καθόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νομοθετική διάταξη του εθνικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα λόγω της αντιθέσεώς της προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης;

2)

Αντιβαίνει στο άρθρο 67 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα τη 13η Δεκεμβρίου 2007, κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από τo άρθρο 78-2, [τέταρτο] εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι “[ε]ντός ζώνης 20 χιλιομέτρων εντεύθεν των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με τα λοιπά κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης λιμένος, αερολιμένος, σιδηροδρομικού σταθμού ή σταθμού υπεραστικών λεωφορείων λειτουργούντος για διεθνείς μεταφορές, στην οποία το κοινό έχει πρόσβαση και η οποία έχει καθορισθεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διενεργείται έλεγχος της ταυτότητας οιουδήποτε προσώπου, κατά τους όρους του πρώτου εδαφίου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το πρόσωπο το οποίο υποβάλλεται στον έλεγχο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και είναι σε θέση να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Η διενέργεια ελέγχου επί συρμού που εκτελεί διεθνές δρομολόγιο επιτρέπεται στο τμήμα της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσεως του συρμού που βρίσκεται σε απόσταση πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων και παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται μεταξύ της στάσεως αυτής και οιασδήποτε στάσεως εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υφίσταται τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται στους χώρους σταθμεύσεως έως τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους παρακείμενους χώρους σταθμεύσεως. Οι σταθμοί διοδίων τους οποίους αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση”;»

22.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 2010, οι υποθέσεις C-188/10 και C-189/10 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

23.

Με τις αιτήσεις του εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Cour de cassation ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί κατά την επείγουσα διαδικασία.

24.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2010, αποφασίσθηκε η εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων κατά την ταχεία διαδικασία που προβλέπεται από τα άρθρα 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

25.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι Α. Melki και S. Abdeli, η Γαλλική, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ολλανδική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Όλοι, πλην της Σλοβακικής Κυβερνήσεως, διατύπωσαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουνίου 2010.

V — Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

26.

Φρονώ ότι επιβάλλεται να προηγηθεί η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, καθώς εκτιμώ ότι, ενώ η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δύναται να συναχθεί από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι σχετικώς καινοφανές.

A — Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

27.

Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος. Συναφώς, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορά ουσίας, στο πλαίσιο της οποίας ο juge des libertés et de la détention αποφάνθηκε επί του συμβατού του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το δίκαιο της Ένωσης, έχει εκλείψει ( 4 ). Ως εκ τούτου, η μόνη εκκρεμής δίκη είναι αυτή που κινήθηκε με την παραπομπή προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας στο Cour de cassation, προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να αποφανθεί επί ενδεχόμενης παραπομπής του ζητήματος στο Conseil constitutionnel. Με την απόφαση 2010-605 DC, της 12ης Μαΐου 2010, το Conseil constitutionnel επικύρωσε τη νομολογία του κατά την οποία ο έλεγχος της τηρήσεως του διεθνούς δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης δεν αποτελεί τμήμα του ελέγχου συνταγματικότητας και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το ζήτημα αν το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι συμβατό με το άρθρο 67 ΣΛΕΕ στερείται σημασίας στο πλαίσιο της μόνης πλέον εκκρεμούς δίκης, ήτοι της δίκης ενώπιον του Cour de cassation. Συνεπώς, η απάντηση του Δικαστηρίου στο δεύτερο ερώτημα του Cour de cassation δεν θα ήταν χρήσιμη. Ως εκ τούτου, το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

28.

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση ως προς το δεύτερο ερώτημα βασίζεται στην εκ μέρους της ερμηνεία του εθνικού δικαίου, κατά την οποία ο έλεγχος της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης δεν αποτελεί μέρος του έλεγχου της συνταγματικότητας ( 5 ) και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Conseil Constitutionnel. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται κυρίως την απόφαση 2010-605 DC της 12ης Μαΐου 2010.

29.

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις περί παραπομπής μνημονεύουν τα άρθρα 23-2 και 23-5 της αποφάσεως 58-1067, τα οποία προβλέπουν όχι μόνον τα μέσα για την αμφισβήτηση του συμβατού νομοθετικής διατάξεως με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά και τα μέσα για την αμφισβήτηση του συμβατού νομοθετικής διατάξεως με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και, συνεπώς, με το δίκαιο της Ένωσης, εκτιμώ ότι από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλει το Cour de cassation στερείται οιασδήποτε σημασίας στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του σχετικά με το παραδεκτό του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας. Όπως προκύπτει, η απόφαση 2010-605 DC της 12ης Μαΐου 2010 αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο για τα άρθρα 23-2 και 23-5 της αποφάσεως 58-1067, πλην όμως δεν τροποποιεί τη διατύπωση των εν λόγω διατάξεων.

30.

Επομένως, εκτιμώ ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Β — Επί της ουσίας

31.

Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών εκτιμούν ότι ο κανονισμός 562/2006 δεν διακρίνει μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και των υπηκόων τρίτων χωρών που απολαύουν της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης. Όπως επισημαίνουν, τα άρθρα 67 ΣΛΕΕ και 77 ΣΛΕΕ δεν σκοπούν στην επιβολή περιορισμών ή στην εισαγωγή εξαιρέσεων στην άσκηση της εν λόγω ελευθερίας, αλλά προβλέπουν απλώς την απουσία ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα, ελέγχου τον οποίο τα κράτη μέλη δεν έχουν επ’ ουδενί τη δυνατότητα να επαναφέρουν. Κατά τους προσφεύγοντες των κύριων δικών, το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντιβαίνει καθ’ αυτό στην εν λόγω ελευθερία καθόσον οι έλεγχοι διενεργούνται αποκλειστικώς«προκειμένου να εξακριβώνεται αν το πρόσωπο το οποίο υποβάλλεται στον έλεγχο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και είναι σε θέση να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο». Οι A. Melki και S. Abdeli εκτιμούν ότι η διάταξη επιτρέπει την καθιέρωση συστηματικών ελέγχων ταυτότητας στις μεθοριακές ζώνες της Γαλλίας και, συνεπώς, στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης. Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν, η εκ μέρους των γαλλικών δικαστηρίων εφαρμογή του άρθρου 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κινείται ομοίως προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών εκτιμούν επίσης ότι η δυνατότητα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες ορίζονται με σαφήνεια από τα άρθρα 23 έως 25 του κανονισμού 562/2006, διαφέρει της δυνατότητας που παρέχεται με τη γαλλική νομοθετική διάταξη.

32.

Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι οι επίμαχες διατάξεις δικαιολογούνται, κατ’ αρχάς, από την ύπαρξη σημαντικής μεταναστευτικής ροής. Προκειμένου να είναι σε θέση να εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, αποτελεσματική καταστολή της παράνομης μεταναστεύσεως, οι εθνικές αστυνομικές αρχές πρέπει να μπορούν να προβαίνουν, εντός της οικείας ζώνης, σε ελέγχους περί της κατοχής των εκ του νόμου προβλεπόμενων εγγράφων. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο L.611-1 του Cedesa, οι αλλοδαποί πρέπει να μπορούν να επιδεικνύουν τα στοιχεία ή τα έγγραφα βάσει των οποίων επιτρέπεται η κυκλοφορία ή η διαμονή τους στη Γαλλία. Αφετέρου, οι επίμαχες διατάξεις δικαιολογούνται από την αναγκαιότητα καταστολής συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας στα σημεία διελεύσεως και στις παραμεθόριες περιοχές. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, οι αστυνομικοί έλεγχοι που διενεργούνται βάσει του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εντός ζώνης είκοσι χιλιομέτρων εντεύθεν των συνόρων διακρίνονται σαφώς από τους ελέγχους στα σύνορα. Κατ’ αρχάς, οι αστυνομικοί αυτοί έλεγχοι σκοπούν στην εξακρίβωση της ταυτότητας προσώπων, με σκοπό είτε την πρόληψη παραβάσεων ή διασαλεύσεως της έννομης τάξεως είτε τον εντοπισμό παραβατών. Δεύτερον, πρόκειται για ελέγχους βασιζόμενους στις γενικές πληροφορίες και την πείρα των αστυνομικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν αποδείξει την ιδιαίτερη χρησιμότητα των εν λόγω ελέγχων εντός της συγκεκριμένης ζώνης. Τρίτον, οι αστυνομικοί αυτοί έλεγχοι έχουν σχεδιασθεί και διενεργούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό εκείνου των συστηματικών εξακριβώσεων στοιχείων που λαμβάνουν χώρα στα εξωτερικά σύνορα. Η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρουσιάζουν, πράγματι, κανένα εκ των χαρακτηριστικών του ελέγχου στα σύνορα, ο οποίος, όπως προκύπτει από το άρθρο 7 του κανονισμού 562/2006, πρέπει να είναι καθορισμένος, πάγιος και συστηματικός.

33.

Η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η διενέργεια (μη συστηματικών) αστυνομικών ελέγχων στις μεθοριακές ζώνες εξακολουθεί να επιτρέπεται υπό τον όρο τηρήσεως των διατάξεων του άρθρου 21 του κανονισμού 562/2006. Η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι τα αστυνομικά μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν σκοπούν στον έλεγχο των συνόρων και δεν καταλήγουν σε απαγόρευση της εισόδου στη χώρα. Όπως επισημαίνει η εν λόγω κυβέρνηση, αποκλειστικός σκοπός των μέτρων αυτών είναι να εξακριβώνεται ότι το πρόσωπο επί του οποίου διενεργείται ο έλεγχος κατέχει και είναι σε θέση να επιδείξει, όπως έχει υποχρέωση, τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο, προκειμένου να αποδείξει την ταυτότητά του. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, οι έλεγχοι αυτοί δεν διενεργούνται κατά τρόπο συστηματικό, αλλά επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των οικείων αρχών, οι οποίες «έχουν τη δυνατότητα» και όχι την υποχρέωση να τους επιβάλλουν. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι τα μέτρα αυτά αφορούν ελέγχους οι οποίοι έχουν σχεδιασθεί και διενεργούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό εκείνου των συστηματικών εξακριβώσεων στοιχείων που λαμβάνουν χώρα στα εξωτερικά σύνορα. Τέλος, κατά την Ελληνική κυβέρνηση, τα εν λόγω αστυνομικά μέτρα δικαιολογούνται από ενδεχόμενες απειλές κατά της δημοσίας ασφαλείας και σκοπούν, ειδικώς, στην καταστολή του διασυνοριακού εγκλήματος.

34.

Η Σλοβακική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, για λόγους δημοσίας τάξεως και εσωτερικής ασφαλείας, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αστυνομικούς ελέγχους εντός της επικρατείας τους, εφόσον αντικείμενο των ελέγχων αυτών δεν είναι τα εσωτερικά σύνορα και εφόσον οι έλεγχοι αυτοί εντάσσονται, επί παραδείγματι, στο πλαίσιο της καταστολής του διασυνοριακού εγκλήματος ή της τρομοκρατίας. Η εν λόγω κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι η εξουσία διενέργειας ελέγχων ταυτότητας στο πλαίσιο των εσωτερικών συνόρων του κράτους μέλους και, συνακολούθως, η εξασφάλιση της τηρήσεως, εκ μέρους των αλλοδαπών, της υποχρεώσεως να φέρουν ή να κατέχουν θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής είναι σύμφωνες προς το άρθρο 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 562/2006.

35.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι ο γαλλικός έλεγχος στη μεθοριακή ζώνη διαφέρει, ως προς τον σκοπό και το περιεχόμενό του, από τον έλεγχο στα σύνορα. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, σκοπός του ελέγχου στα σύνορα είναι να εξακριβώνεται ότι είναι δυνατή η χορήγηση άδειας για την είσοδο των προσώπων, των μέσων μεταφοράς και των αγαθών στην επικράτεια των κρατών μελών που μετέχουν στον χώρο Σένγκεν ή για την έξοδό τους από αυτήν. Ο έλεγχος αυτός εστιάζει στις προϋποθέσεις εισόδου σε κράτος μέλος του χώρου Σένγκεν ή στις προϋποθέσεις εξόδου από αυτό. Πρόκειται για έλεγχο ο οποίος εμπερικλείει, εν πάση περιπτώσει, την εξακρίβωση της κατοχής έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου. Στην περίπτωση εισόδου στη χώρα, ο έλεγχος δύναται να εκτείνεται στον σκοπό της διαμονής και στα μέσα διαβιώσεως. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου δύναται ομοίως να εξακριβώνεται αν η είσοδος προσώπου, μέσου μεταφοράς ή αντικειμένου στην επικράτεια ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η φύση του ελέγχου αυτού είναι συνεπώς εντελώς διαφορετική από τη φύση του ελέγχου που διενεργούν οι γαλλικές αρχές στη μεθοριακή ζώνη. Ο έλεγχος στη μεθοριακή ζώνη σκοπεί στην εξακρίβωση της τηρήσεως των υποχρεώσεων κατοχής και επιδείξεως των εκ του νόμου προβλεπόμενων αδειών και εγγράφων, ιδίως δε των εγγράφων ταυτότητας ή των αδειών διαμονής. Ο έλεγχος της κατοχής των εν λόγω εγγράφων διαφέρει τελείως, όσον αφορά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, από τον έλεγχο στα σύνορα. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, ο έλεγχος των γαλλικών αρχών στη μεθοριακή ζώνη διαφέρει επίσης από τον έλεγχο στο σύνορα ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο διενεργείται. Όπως επισημαίνει η εν λόγω κυβέρνηση, ο έλεγχος στα σύνορα διενεργείται κατά τρόπο συστηματικό και πάγιο επί όλων των προσώπων που διέρχονται τα σύνορα. Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, το άρθρο 67 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της συμβάσεως που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης και δεν απαγορεύει τη διενέργεια ελέγχων ταυτότητας εκ μέρους των εθνικών αρχών. Συνεπώς, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

36.

Η Τσεχική Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι επιβαλλόμενοι από τον κανονισμό 562/2006 όροι αποκλείουν την εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων κράτους μέλους επίδειξη εν γένει μεγαλύτερης αυστηρότητας κατά τη διενέργεια ελέγχων ταυτότητας στη μεθοριακή ζώνη (εντός των συνόρων του χώρου Σένγκεν) σε σχέση με την αυστηρότητα που επιδεικνύεται κατά τους ελέγχους εντός της λοιπής επικρατείας, ανεξαρτήτως αν η συμπεριφορά αυτή είναι απόρροια νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, εσωτερικών οδηγιών ή απλώς της πρακτικής των αρμοδίων οργάνων. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η άνευ ιδιαίτερου λόγου, χρήζοντος συνεκτιμήσεως, απονομή ιδιαίτερων εξουσιών στις αστυνομικές αρχές ή η καθιέρωση ιδιαίτερων αστυνομικών διαδικασιών στο πλαίσιο ελέγχου συνδεόμενου εν γένει με συγκεκριμένη παραμεθόριο περιοχή συνιστά εκ φύσεως μέτρο ελέγχου των εσωτερικών συνόρων. Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως επηρεάζει τη δυνατότητα του κράτους μέλους να διενεργεί αστυνομικούς ελέγχους εντός της επικρατείας του βάσει γενικού κανόνα, ήτοι άνευ συνδέσεως του ελέγχου με τα εσωτερικά σύνορα και τη διέλευσή τους. Η Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, εκτιμά ότι η μόνη κατηγορία προσώπων τα οποία δύνανται να εντοπισθούν κατά τους ελέγχους ταυτότητας που διενεργούνται παραμεθορίως είναι ακριβώς τα πρόσωπα που έχουν μόλις διέλθει τα σύνορα παρανόμως. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν συνιστούν απλή εξακρίβωση της τηρήσεως της υποχρεώσεως κατοχής των εγγράφων ταυτότητας. Αντιθέτως, οι εν λόγω εξακριβώσεις πρέπει να χαρακτηρισθούν ως συγκεκαλυμμένοι συνοριακοί έλεγχοι, οι οποίοι, κατά το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006, κατ’ αρχήν απαγορεύονται ( 6 ).

37.

Με τις αποφάσεις του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς στη διάταξη του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα. Συνεπώς, φρονώ ότι προκείμενη του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος του Cour de cassation είναι η εκτίμηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διατάξεις επιτρέπουσες τον έλεγχο επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα.

38.

Δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, το υπό εξέταση ερώτημα αφορά αποκλειστικώς τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων, δεν θα εξετασθούν ούτε οι κανόνες που εφαρμόζονται επί των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα ούτε το εκτενές corpus άλλων μέτρων που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης για την αντιστάθμιση της επιδιωκόμενης από τα κράτη μέλη απουσίας ελέγχων επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα ( 7 ).

39.

Με την έκδοση του κανονισμού 562/2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, τέθηκαν σε εφαρμογή μέτρα για την απουσία ελέγχων επί των προσώπων κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων, καθώς και κανόνες για τον συνοριακό έλεγχο των προσώπων κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 8 ). Κατά την εικοστή αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, με τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

40.

Από το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006 προκύπτει ότι επιτρέπεται η διέλευση των εσωτερικών συνόρων από οποιοδήποτε σημείο, άνευ συνοριακών ελέγχων επί των προσώπων, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας τους. Στοχεύοντας στην απουσία ελέγχων επί των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006 απαγορεύει, κατ’ αρχήν, αυτούς τους ελέγχους ( 9 ). Κατά το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 562/2006, «συνοριακοί έλεγχοι» είναι «οι έλεγχοι στα συνοριακά σημεία διέλευσης, προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα πρόσωπα, τα μέσα μεταφοράς τους και τα αντικείμενα που έχουν στην κατοχή τους δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν».

41.

Συνεπώς, οι συνοριακοί έλεγχοι εστιάζουν στο δικαίωμα εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών ή εξόδου από αυτό ( 10 ).

42.

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το άρθρο 21 του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι η κατάργηση του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει ορισμένα προνόμια των κρατών μελών. Εντούτοις, εκτιμώ ότι οι προβλέπουσες τα εν λόγω προνόμια διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρώς, δεδομένου ότι εισάγουν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της καταργήσεως του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα. Η χρήση των προνομίων αυτών εκ μέρους των κρατών μελών πρέπει να είναι σύμφωνη προς την αρχή της καλής πίστεως και να συνάδει προς τον σκοπό και το πνεύμα της εν λόγω γενικής αρχής της καταργήσεως των ελέγχων.

43.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι τα εν λόγω προνόμια, τα οποία απαριθμούνται αποκλειστικώς στο άρθρο 21 του κανονισμού 562/2006, δεν θα πρέπει να θίγουν την κατάργηση του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα. Τούτο προκύπτει, εξάλλου, με σαφήνεια από το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006, το οποίο προβλέπει ότι η κατάργηση του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει, μεταξύ άλλων, την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης αστυνομικών αρμοδιοτήτων στις παραμεθόριες περιοχές, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό των συνοριακών ελέγχων. Η ίδια διάταξη προβλέπει τέσσερις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν δύναται να θεωρηθεί ισοδύναμη με τη διενέργεια συνοριακών ελέγχων, ήτοι, πρώτον, όταν τα αστυνομικά μέτρα δεν σκοπούν στον έλεγχο των συνόρων, δεύτερον, όταν βασίζονται σε γενικές πληροφορίες και στην πείρα των αστυνομικών υπηρεσιών σχετικά με ενδεχόμενες απειλές κατά της δημοσίας ασφαλείας και σκοπούν κυρίως στην καταστολή του διασυνοριακού εγκλήματος, τρίτον, όταν σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό εκείνου των συστηματικών ελέγχων επί προσώπων στα εξωτερικά σύνορα και, τέταρτον, όταν εκτελούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων.

44.

Από τη διατύπωση του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006 δεν προκύπτει με σαφήνεια αν οι ανωτέρω τέσσερις όροι είναι ή όχι σωρευτικοί. Επιπροσθέτως, εκτιμώ ότι, έως έναν βαθμό, οι εν λόγω όροι και, ιδίως, ο τρίτος και ο τέταρτος επικαλύπτονται. Κατά την άποψή μου, η απαρίθμηση των τεσσάρων αυτών παραμέτρων λειτουργεί αποκλειστικώς εν είδει παραδείγματος ( 11 ), καθώς το κομβικής σημασίας ζήτημα είναι αν τα αστυνομικά μέτρα έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό των συνοριακών ελέγχων, ζήτημα που πρέπει να εξετάζεται ανά περίπτωση.

45.

Οι εν λόγω περιστάσεις συνιστούν, επομένως, παράγοντες ή ενδείξεις που δύνανται να συνηγορήσουν υπέρ της διαπιστώσεως ότι η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό των συνοριακών ελέγχων, πλην όμως η συνδρομή μίας ή περισσοτέρων περιστάσεων δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην καθοριστικό συναφές στοιχείο. Συνεπώς, φρονώ ότι από το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006 προκύπτει ότι η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων αποκλείει μέτρα τα οποία έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό των συνοριακών ελέγχων, έστω και αν πρόκειται για μέτρα που πληρούν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, έναν ή περισσότερους εκ των όρων που προβλέπει το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006 ( 12 ).

46.

Το άρθρο 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 562/2006 ορίζει ότι η κατάργηση του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει τη δυνατότητα κράτους μέλους να προβλέπει στην εθνική νομοθεσία του την υποχρέωση κατοχής και επιδείξεως αδειών και εγγράφων ( 13 ). Εντούτοις, εκτιμώ ότι οι ενδεχόμενοι έλεγχοι για την τήρηση της υποχρεώσεως κατοχής και επιδείξεως αδειών και εγγράφων δύνανται, αναλόγως των περιστάσεων, να παρεμποδίζουν την πραγμάτωση της γενικής αρχής της καταργήσεως του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα, ιδίως όταν αυτοί διενεργούνται κατά τρόπο συστηματικό, αυθαίρετο ή επιβάλλοντα άσκοπους περιορισμούς ( 14 ).

47.

Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι ο αστυνομικός έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διενεργήθηκε επί γαλλικού εδάφους, εντός ζώνης είκοσι χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα Γαλλίας-Βελγίου. Όπως μπορεί να συναχθεί, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, οι εν λόγω έλεγχοι δεν διενεργήθηκαν σε σημείο συνοριακής διελεύσεως ή σε άλλο σημείο στα σύνορα. Φρονώ, όπως, εξάλλου, υποστήριξε και η Επιτροπή, ότι, για την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 562/2006 και παρά την, έως έναν βαθμό, ασαφή διατύπωση του άρθρου 2, σημείο 10, του κανονισμού αυτού ( 15 ), προκειμένου συνοριακοί έλεγχοι να θεωρούνται ως έλεγχοι επί προσώπων στα εσωτερικά σύνορα δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διενεργούνται αυτοί εντός γεωγραφικής ζώνης ταυτιζόμενης με σύνορα. Κατά την άποψή μου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν οι έλεγχοι αντίκεινται στο άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006, επιβάλλεται η εξέταση του σκοπού και/ή της διαδικασίας διενέργειάς τους και/ή των αποτελεσμάτων τους σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις εκάστης περιπτώσεως ( 16 ).

48.

Πράγματι, η κατάργηση των ελέγχων επί προσώπων στα εσωτερικά σύνορα θα διακυβευόταν αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιβάλλουν συγκεκαλυμμένους συνοριακούς ελέγχους στο εσωτερικό της επικρατείας τους, μακράν των συνόρων.

49.

Προκειμένου να εξακριβωθεί το περιεχόμενο του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, επιβάλλεται η αντιπαραβολή της εν λόγω διατάξεως κυρίως με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 78-2, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι γαλλικές αστυνομικές αρχές δύνανται να προβαίνουν σε ελέγχους ταυτότητας.

50.

Κατά το άρθρο 78-2, πρώτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι γαλλικές αστυνομικές αρχές μπορούν να καλέσουν κάθε πρόσωπο να αποδείξει, με οιοδήποτε μέσο, την ταυτότητά του, οσάκις υφίστανται ένας ή πλείονες βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει διαπράξει ή αποπειραθεί να διαπράξει παράβαση, έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος, ενδέχεται να παράσχει πληροφορίες χρήσιμες για την έρευνα στο πλαίσιο κακουργήματος ή πλημμελήματος ή αποτελεί πρόσωπο ως προς το οποίο έχει διαταχθεί έρευνα από δικαστική αρχή. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, δεύτερο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι δυνατός ο έλεγχος της ταυτότητας κάθε προσώπου, κατά την ίδια διαδικασία, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της Εισαγγελικής Αρχής για την έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που προσδιορίζονται με αυτήν. Κατά το άρθρο 78-2, τρίτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο έλεγχος της ταυτότητας κάθε προσώπου, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του, επιτρέπεται επίσης, κατά τους όρους που προβλέπονται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 78-2, για την πρόληψη της διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως ( 17 ).

51.

Όπως προκύπτει, το περιεχόμενο του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διακρίνεται σαφώς από αυτό των λοιπών προαναφερθεισών διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Αφενός, το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζεται επί ειδικής γεωγραφικής ζώνης της γαλλικής επικρατείας η οποία προκαθορίζεται από τον νόμο και, αφετέρου, ο έλεγχος της ταυτότητας κάθε προσώπου επιτρέπεται κατά τους προβλεπόμενους όρους, προκειμένου να εξακριβώνεται η τήρηση των υποχρεώσεων κατοχής και επιδείξεως των προβλεπόμενων από τον νόμο αδειών και εγγράφων. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη τυγχάνει εφαρμογής άνευ οιουδήποτε περιορισμού επί κάθε προσώπου που βρίσκεται εντός της ζώνης-στόχου ( 18 ).

52.

Επομένως, το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαμορφώνει διακριτό και αυστηρότερο καθεστώς ελέγχων ταυτότητας στις μεθοριακές ζώνες σε σχέση με το ισχύον στη λοιπή γαλλική επικράτεια.

53.

Η Γαλλική Κυβέρνηση εξήγησε στο Δικαστήριο ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σκοπούν στην εξακρίβωση της ταυτότητας προσώπου, είτε για την πρόληψη παραβάσεων ή διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως, είτε για τον εντοπισμό των παραβατών. Εκτιμώ, εντούτοις, ότι η παρατήρηση αυτή δεν τεκμηριώνεται με τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου. Υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, εκτιμώ ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται ειδικώς για αυτούς τους σκοπούς είναι οι προβλεπόμενοι από τα τρία πρώτα εδάφια του άρθρου 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ( 19 ). Αντιθέτως, οι έλεγχοι ταυτότητας που διενεργούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εστιάζουν αποκλειστικώς στον εντοπισμό συγκεκριμένου προσώπου, εντός μεθοριακής ζώνης εκτεινόμενης σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων εντεύθεν των συνόρων.

54.

Λαμβανομένου υπόψη του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των επίμαχων ελέγχων ταυτότητας, του γεγονότος ότι οι έλεγχοι αυτοί προσφέρονται για εφαρμογή επί κάθε προσώπου που βρίσκεται εντός της οριζόμενης γεωγραφικής ζώνης και του γεγονότος ότι η εξήγηση που δίδεται για τον επιδιωκόμενο από αυτούς σκοπό στερείται στέρεης βάσεως, εκτιμώ ότι πρόκειται για ελέγχους συνδεόμενους με τη διέλευση των συνόρων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από τα προβλεπόμενα από το άρθρο 21 του κανονισμού 562/2006 προνόμια των κρατών μελών. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι οι επίμαχοι έλεγχοι ταυτότητας συνιστούν συγκεκαλυμμένους συνοριακούς ελέγχους οι οποίοι απαγορεύονται από το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006 και δεν εμπίπτουν στις περιορισμένες εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 21 αυτού.

55.

Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 67 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού 562/2006 αποκλείουν κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο ορίζει ότι «[ε]ντός ζώνης 20 χιλιομέτρων εντεύθεν των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με τα λοιπά κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης λιμένος, αερολιμένος, σιδηροδρομικού σταθμού ή σταθμού υπεραστικών λεωφορείων λειτουργούντος για διεθνείς μεταφορές, στην οποία το κοινό έχει πρόσβαση και η οποία έχει καθορισθεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διενεργείται έλεγχος της ταυτότητας οιουδήποτε προσώπου, κατά τους όρους του πρώτου εδαφίου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το πρόσωπο το οποίο υποβάλλεται στον έλεγχο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και είναι σε θέση να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Η διενέργεια ελέγχου επί συρμού που εκτελεί διεθνές δρομολόγιο επιτρέπεται στο τμήμα της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσεως του συρμού που βρίσκεται σε απόσταση πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων και παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται μεταξύ της στάσεως αυτής και οιασδήποτε στάσεως εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υφίσταται τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται στους χώρους σταθμεύσεως έως τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους παρακείμενους χώρους σταθμεύσεως. Οι σταθμοί διοδίων τους οποίους αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση».

VI — Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

56.

Με το πρώτο ερώτημά του, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Cour de cassation ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η εν λόγω διάταξη αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση απορρέουσα από οργανικό νόμο σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 61-1 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία επιβάλλει στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα υπέρ της παραπομπής ή μη στο Conseil Constitutionnel του ζητήματος της συνταγματικότητας που υποβάλλεται στην κρίση τους, καθόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι διάταξη εθνικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα λόγω της αντιθέσεώς της προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο διερωτάται αν οι δικονομικοί κανόνες που εισάγονται, πρώτον, με το άρθρο 23-2 της αποφάσεως 58-1067, το οποίο επιβάλλει σε δικαστήριο ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο σύμφωνος χαρακτήρας μιας νομοθετικής διατάξεως, αφενός, προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το εν λόγω Σύνταγμα και, αφετέρου, προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας, την υποχρέωση να αποφαίνεται κατά προτεραιότητα επί της παραπομπής ή μη του ζητήματος συνταγματικότητας στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation, τα οποία είναι αρμόδια να αποφασίζουν επί της παραπομπής του ζητήματος στο Conseil constitutionnel και, δεύτερον, με το άρθρο 23-5 της αποφάσεως 58-1067, το οποίο επιβάλλει στο Conseil d’État και στο Cour de cassation την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα, οσάκις επιλαμβάνονται τέτοιας υποθέσεως, επί της παραπομπής του ζητήματος συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel, θίγουν την κατοχυρούμενη με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ελευθερία των γαλλικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Συναφώς, φρονώ ότι το άρθρο 62 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας το οποίο μνημονεύεται με τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και το οποίο ορίζει ότι οι αποφάσεις του Conseil constitutionnel δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα πρέπει επίσης να εξετασθεί στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

57.

Εκτιμώ ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το Cour de cassation ζητεί κυρίως να διευκρινισθεί αν το εθνικό δίκαιο δύναται να περιορίσει την ελευθερία εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

A — Επί του παραδεκτού του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

58.

Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Συναφώς, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ερώτημα αυτό ερείδεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου και, ως εκ τούτου, αποτελεί ερώτημα αμιγώς υποθετικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή, μολονότι δεν αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εθνικό νομικό πλαίσιο που παρουσιάζεται με τις αποφάσεις περί παραπομπής. Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτιμά ότι η έκταση του ελέγχου συνταγματικότητας τον οποίο ασκεί το γαλλικό Conseil constitutionnel δεν προκύπτει με σαφήνεια από τα στοιχεία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο.

59.

Κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας εθνικών διατάξεων ούτε να κρίνει αν η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία τους είναι ορθή. Πράγματι, έργο του Δικαστηρίου είναι να συνεκτιμά, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του ιδίου και των εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και ρυθμιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτό ορίζεται με την απόφαση περί παραπομπής ( 20 ).

60.

Από τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι προκείμενη αυτών αποτελεί η θέση ότι η γαλλική νομοθεσία και, ιδίως, τα άρθρα 23-2 και 23-5 της αποφάσεως 58-1067 καθώς και το άρθρο 62 του Συντάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας περιορίζουν την ελευθερία των εθνικών δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου, να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και να αποφαίνονται επί του συμβατού εθνικής διατάξεως με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την άποψή μου, δεδομένου ότι οι διαφορές των κύριων δικών εστιάζουν στο ζήτημα του συμβατού του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης ( 21 ), το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι προδήλως αλυσιτελές για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών.

61.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρων, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

A — Επί της ουσίας

62.

Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί υποθέσεων στο πλαίσιο των οποίων διατάξεις του εθνικού δικαίου περιόριζαν τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ( 22 ). Με τις συναφείς αποφάσεις του, το Δικαστήριο τάχθηκε συστηματικώς υπέρ της ευρύτερης δυνατής ευχέρειας των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο επί του κύρους και της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Προς απάντηση επομένως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Εξάλλου, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι, όπως προκύπτει, σκοπός του επίμαχου οργανικού νόμου είναι η παροχή πρόσθετης δικονομικής προστασίας στους ιδιώτες κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου δεν δύναται να επηρεάσει την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

63.

Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, προδικαστικώς, κατόπιν αιτήματος εθνικού δικαστηρίου, επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ή επί του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ( 23 ).

64.

Κύριος σκοπός της αρμοδιότητας που παρέχεται στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι η εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων. Πράγματι, το Δικαστήριο και τα εθνικά δικαστήρια επιδιώκουν την επίτευξη του σκοπού αυτού με πνεύμα συνεργασίας ( 24 ) και επί τη βάσει αμοιβαίας εμπιστοσύνης και δικαστικού διαλόγου. Η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής που καθιερώνεται με το άρθρο 19 ΣΕΕ και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί δικονομικό εργαλείο ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής και της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης ενώπιον όλων των εθνικών δικαστηρίων των είκοσι επτά κρατών μελών.

65.

Από το γράμμα του ίδιου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει με σαφήνεια ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι ιδιαιτέρως ευρεία και ότι, στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας, τάση αυτού είναι, κατ’ αρχήν, να μην κρίνει ως απαράδεκτα τα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια επί της ερμηνείας των συνθηκών ή του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

66.

Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει αίτηση που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στα υποβληθέντα σε αυτό ερωτήματα ( 25 ). Επιπλέον, από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 26 ). Απόκειται στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έχουν επιληφθεί της διαφοράς και καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες εκάστης υποθέσεως, αφενός, κατά πόσον η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως και, αφετέρου, τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο ( 27 ). Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί ( 28 ).

67.

Τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου είναι, δυνάμει του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ελεύθερα να εκτιμούν, στην περίπτωση κατά την οποία ανακύπτει ενώπιόν τους ζήτημα σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης, την αναγκαιότητα υποβολής στο Δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος, ενώ, σε ανάλογη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου υποχρεούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλλουν ερώτημα στο Δικαστήριο ( 29 ).

68.

Συναφώς, από την απόφαση Cilfit κ.λπ. ( 30 ) προκύπτει με σαφήνεια ότι τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου οφείλουν, στην περίπτωση κατά την οποία ανακύπτει ενώπιόν τους ζήτημα σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης, να τηρούν την υποχρέωσή τους προς παραπομπή, εκτός αν διαπιστώνουν ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν είναι ουσιώδες ή ότι η οικεία διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ή ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες ( 31 ).

69.

Με την απόφαση Rheinmühlen-Düsseldorf ( 32 ) το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν κρίνουν ότι υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφανθούν ( 33 ). Επιπλέον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου να υποβάλλει ερωτήματα στο Δικαστήριο δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να καταλύεται με κανόνα του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου ο δικαστής δεσμεύεται από τις νομικές κρίσεις ανώτερου δικαστηρίου ( 34 ). Συναφώς, με την απόφαση ERG κ.λπ. ( 35 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εθνικό δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να έχει την ελευθερία, ιδίως όταν εκτιμά ότι νομική κρίση διαμορφούμενη σε ανώτερο βαθμό θα μπορούσε να το οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως αντιβαίνουσας στο δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα που το απασχολούν.

70.

Με την απόφαση Kücükdeveci ( 36 ), το Δικαστήριο τόνισε τον προαιρετικό χαρακτήρα του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, κατά την άποψή μου, την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα δικαστήρια των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση είχε ανακύψει το ζήτημα αν εθνικό δικαστήριο όφειλε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να μην εφαρμόσει διάταξη του εθνικού δικαίου που έκρινε αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον, δυνάμει του εθνικού δικαίου, το αιτούν δικαστήριο ηδύνατο να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω διάταξη είχε προηγουμένως κηρυχθεί αντισυνταγματική από το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι απόκειται στον εθνικό δικαστή, οσάκις επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να μεριμνά για την τήρηση του δικαίου της Ένωσης, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη οιαδήποτε αντίθετη διάταξη της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ανεξαρτήτως της εκ μέρους του χρήσεως ή μη της ευχέρειας που διαθέτει, στις περιπτώσεις του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ( 37 ).

71.

Εξάλλου, με την απόφαση Mecanarte ( 38 ), το Δικαστήριο επισήμανε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτάσσει να διαθέτουν τα εθνικά δικαστήρια την ευρύτερη δυνατή ευχέρεια προς υποβολή ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Στην εν λόγω υπόθεση, η οποία παρουσιάζει, κατά την άποψή μου, σημαντικές ομοιότητες με την υπό κρίση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο διαφοράς που αφορά το δίκαιο της Ένωσης, διαπιστώνει την αντισυνταγματικότητα εθνικής διατάξεως, δεν στερείται της ευχέρειας ούτε απαλλάσσεται της υποχρεώσεως, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης εκ του λόγου ότι η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας προϋποθέτει υποχρεωτική προσφυγή ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου ( 39 ). Επιπλέον, όσον αφορά το ζήτημα αν εθνικό δικαστήριο δύναται να απαλλαγεί της υποχρεώσεως υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στην περίπτωση κατά την οποία η εθνική έννομη τάξη προσφέρει μέσα θεραπείας των πλημμελειών εθνικής διατάξεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην εξουσία εκτιμήσεως του εθνικού δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ εμπίπτει και το ζήτημα του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο κρίνεται σκόπιμη η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Επομένως, το γεγονός ότι παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δύναται να θεραπευθεί στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνεται με το εθνικό δίκαιο ουδόλως θίγει την εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στον εθνικό δικαστή δυνάμει του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

72.

Συνεπώς, φρονώ ότι από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει με σαφήνεια ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης θα εξουδετερωνόταν αν η υποχρεωτική παραπομπή ενώπιον συνταγματικού δικαστηρίου μπορούσε να περιορίσει ή να υπερκεράσει την αυτοτελή αρμοδιότητα που παρέχεται σε όλα τα εθνικά δικαστήρια δυνάμει του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος τους δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν τους.

73.

Εξάλλου, οσάκις το εθνικό δίκαιο περιορίζει ή υπερκερά την εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να εκτιμούν την αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εκτιμώ ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της υπεροχής, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαίου της Ένωσης. Η εν λόγω αρχή αποτέλεσε, επίσης προσφάτως, αντικείμενο μνείας στις δηλώσεις που προσαρτήθηκαν στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διασκέψεως που υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία υπογράφηκε τη 13η Δεκεμβρίου 2007 ( 40 ).

74.

Κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο το οποίο, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει υποχρέωση να μεριμνά για την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας ( 42 ).

75.

Εκτιμώ ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως των κρατών μελών, εντός της οποίας κατισχύει των κανόνων εθνικού δικαίου στον βαθμό κατά τον οποίο οι εν λόγω κανόνες αντιβαίνουν σε αυτό. Κάθε δικαστήριο δύναται και οφείλει να εφαρμόζει πλήρως το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ του άρθρου αυτού και διατάξεως του εθνικού δικαίου, να αφήνει εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη την εν λόγω διάταξη σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του.

76.

Επιβάλλεται επίσης να τονισθεί ότι, πέραν του γεγονότος ότι, στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν τους, τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξουσία εκτιμήσεως περί της υποβολής ή μη προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο και ότι η εξουσία αυτή δεν δύναται να περιορίζεται ή να υπερκεράται με εθνικά μέτρα, απόφαση που εκδίδεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δεσμεύει τα δικαστήρια αυτά ως προς την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ( 43 ). Mε την προμνησθείσα απόφαση Simmenthal, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής θα αποδυναμωνόταν αν ο εθνικός δικαστής εστερείτο της δυνατότητας να εφαρμόσει, άμεσα, το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο σύμφωνο προς την απόφαση ή τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συνεπώς, εκτιμώ ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ αποφάσεως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, ακόμη και συνταγματικού δικαστηρίου, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου και να αφήσει ανεφάρμοστη την αντίθετη απόφαση του εθνικού δικαστηρίου ( 44 ).

77.

Λαμβανομένης υπόψη της παρουσιάσεως, εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, του εθνικού νομικού πλαισίου και, ειδικότερα, των κανόνων που αφορούν το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας, εκτιμώ ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποκλείει κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από τα άρθρα 23-2, δεύτερο εδάφιο, και 23-5, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 58-1067, τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα υπέρ της παραπομπής ή μη στο Conseil Constitutionnel του ζητήματος της συνταγματικότητας που υποβάλλεται στην κρίση τους, καθόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νομοθετική διάταξη του εθνικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα λόγω της αντιθέσεώς της προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

VII — Πρόταση

78.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα από το Cour de cassation προδικαστικά ερωτήματα την ακόλουθη απάντηση:

«1)

Το άρθρο 67 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), αποκλείουν κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο ορίζει ότι “[ε]ντός ζώνης 20 χιλιομέτρων εντεύθεν των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με τα λοιπά κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης λιμένος, αερολιμένος, σιδηροδρομικού σταθμού ή σταθμού υπεραστικών λεωφορείων λειτουργούντος για διεθνείς μεταφορές, στην οποία το κοινό έχει πρόσβαση και η οποία έχει καθορισθεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διενεργείται έλεγχος της ταυτότητας οιουδήποτε προσώπου, κατά τους όρους του πρώτου εδαφίου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το πρόσωπο το οποίο υποβάλλεται στον έλεγχο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και είναι σε θέση να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Η διενέργεια ελέγχου επί συρμού που εκτελεί διεθνές δρομολόγιο επιτρέπεται στο τμήμα της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσεως του συρμού που βρίσκεται σε απόσταση πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων και παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται μεταξύ της στάσεως αυτής και οιασδήποτε στάσεως εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υφίσταται τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να διενεργείται στους χώρους σταθμεύσεως έως τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους παρακείμενους χώρους σταθμεύσεως. Οι σταθμοί διοδίων τους οποίους αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση”.

2)

Λαμβανομένης υπόψη της παρουσιάσεως, εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, του εθνικού νομικού πλαισίου και, ειδικότερα, των κανόνων που αφορούν το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποκλείει κανονιστική ρύθμιση όπως η προκύπτουσα από τα άρθρα 23-2, δεύτερο εδάφιο, και 23-5, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, περί οργανικού νόμου για το Conseil constitutionnel, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον γαλλικό οργανικό νόμο 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφαίνονται κατά προτεραιότητα υπέρ της παραπομπής ή μη στο Conseil Constitutionnel του ζητήματος της συνταγματικότητας που υποβάλλεται στην κρίση τους, καθόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νομοθετική διάταξη του εθνικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα λόγω της αντιθέσεώς της προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 — Δυνατότητα κράτους μέλους να προβλέπει στην εθνική νομοθεσία του την υποχρέωση κατοχής και επίδειξης τίτλων και εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 21, στοιχείο γʹ (2008/C 18/03) (ΕΕ 2008, C 18, σ. 15).

( 3 ) Ήτοι επί της αποκαλούμενης «conventionnalité» μιας διατάξεως.

( 4 ) Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η εφαρμογή της διαδικασίας αναγνωρίσεως των ενδιαφερομένων από τις αλγερινές αρχές, η οποία είναι αναγκαία για τη διοικητική απέλαση, δεν κατέστη δυνατή προ της παρελεύσεως των δεκαπέντε ημερών διοικητικής κρατήσεως. Ως εκ τούτου, την 9η Απριλίου 2010, ο νομάρχης του νομού Nord, της περιφέρειας Nord-Pas-de-Calais, αποφάσισε να απολύσει τους A. Melki και S. Abdeli. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, εξ αυτού συνάγεται ότι, από της ημερομηνίας εκείνης, δεν υφίσταται πλέον στερητικό της ελευθερίας μέτρο εις βάρος των Α. Melki και S. Abdeli και οι δύο διατάξεις του juge de la liberté et de la détention, τις οποίες οι Α. Melki και S. Abdeli δεν είχαν προσβάλει, έπαυσαν ομοίως να παράγουν οιοδήποτε αποτέλεσμα και κατέστησαν απρόσβλητες.

( 5 ) Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, αρμόδια για τον έλεγχο της αποκαλούμενης «conventionnalité», ήτοι της συμφωνίας νόμου με διεθνή σύμβαση, είναι τα τακτικά δικαστήρια.

( 6 ) Η Πολωνική Κυβέρνηση δεν διατύπωσε παρατηρήσεις επί του δευτέρου ερωτήματος.

( 7 ) Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210, σ. 12), κανονισμό (ΕΚ) 2007/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 349, σ. 1), απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 386, σ. 89), απόφαση του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121, σ. 37), καθώς και κανονισμό (ΕΚ) 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 381, σ. 4).

( 8 ) Με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, C-261/08 και C-348/08, Zurita García και Choque Cabrera (Συλλογή 2009, σ. Ι-10143, σκέψη 43), το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 62, σημεία 1 και 2, στοιχείο αʹ, ΕΚ [βλ. νυν άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ] συνιστά τη νομική βάση για την εκ μέρους του Συμβουλίου θέσπιση μέτρων σκοπούντων στην απουσία κάθε ελέγχου επί των προσώπων κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων, καθώς και μέτρων για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών και δεν έχει, αυτό καθαυτό, ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την απονομή δικαιωμάτων στους υπηκόους τρίτων χωρών ούτε την επιβολή υποχρεώσεων στα κράτη μέλη.

( 9 ) Σε περίπτωση σοβαρής απειλής της δημοσίας τάξεως ή της ασφαλείας τους, τα κράτη μέλη έχουν, κατ’ εξαίρεση και υπό την επιφύλαξη τηρήσεως ορισμένων αυστηρών όρων, τη δυνατότητα προσωρινής επαναφοράς του έλεγχου στα εσωτερικά τους σύνορα. Η έκταση και η διάρκεια του ελέγχου στα σύνορα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο για την αντιμετώπιση της απειλής μέτρο. Βλ. τα άρθρα 23 έως 31 του κανονισμού 562/2006.

( 10 ) Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 562/2006, «[ο] έλεγχος των συνόρων δεν γίνεται μόνο προς το συμφέρον των κρατών μελών στα εξωτερικά σύνορα των οποίων ασκείται, αλλά προς το συμφέρον όλων των κρατών μελών που έχουν καταργήσει τον έλεγχο στα εσωτερικά τους σύνορα. Ο έλεγχος θα πρέπει να συμβάλλει στην καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και στην πρόληψη κάθε απειλής κατά της εσωτερικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων των κρατών μελών».

( 11 ) Εκτιμώ ότι από τον όρο «ειδικότερα» προκύπτει ότι η απαρίθμηση του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006 είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική.

( 12 ) Επί παραδείγματι, όσον αφορά τον τρίτο και τον τέταρτο εκ των προαναφερθέντων όρων, η πραγματική ένταση των ελέγχων αποτελεί, κατά την άποψή μου, απλώς ενδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι συγκεκαλυμμένοι συνοριακοί έλεγχοι διενεργούνται κατά τρόπο λιγότερο έντονο εκείνου των ελέγχων που επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

( 13 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-215/03, Oulane (Συλλογή 2005, σ. I-1215, σκέψη 34). Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να διενεργεί ελέγχους ως προς την τήρηση της υποχρεώσεως των υπηκόων των άλλων κρατών μελών να είναι πάντοτε σε θέση να επιδεικνύουν έγγραφο ταυτότητας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι επιβάλλει την ίδια υποχρέωση και στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά το δελτίο ταυτότητάς τους».

( 14 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Απριλίου 1989, 321/87, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1989, σ. 997, σκέψη 15).

( 15 ) Βλ, επίσης, άρθρο 2, σημείο 9, του κανονισμού 562/2006 κατά το οποίο με τον όρο «έλεγχος των συνόρων» νοούνται «οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στα σύνορα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για τους σκοπούς του, αποκλειστικώς συνεπεία πρόθεσης διέλευσης ή συνεπεία διέλευσης των συνόρων, ασχέτως άλλου λόγου· οι εν λόγω δραστηριότητες συνίστανται στους συνοριακούς ελέγχους και στην επιτήρηση των συνόρων».

( 16 ) Συναφώς, βλ. και άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006.

( 17 ) Κατά την άποψή μου, οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ήτοι το πέμπτο και έκτο εδάφιο αυτού, που αφορούν τη Γουαδελούπη, τη Γουιάνα, τη Μαγιότ, τον Άγιο Μαρτίνο και τον Άγιο Βαρθολομαίο, δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα, κοινότητες και εδάφη δεν μετέχουν στον χώρο ελεύθερης κυκλοφορίας Σένγκεν.

( 18 ) Με τις παρατηρήσεις της η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρεται επίσης στο άρθρο L.611-1 του Cedesa. Πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή δεν παρουσιάζει εν προκειμένω ενδιαφέρον, δεδομένου ότι από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει με σαφήνεια ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών υποβλήθηκαν σε ελέγχους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εν πάση περιπτώσει, προκύπτει ομοίως, υπό την επιφύλαξη της κρίσεως του αιτούντος δικαστηρίου, ότι κατά κανόνα οι έλεγχοι των αδειών διαμονής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L.611-1 του Ceseda διενεργούνται σε όλη τη γαλλική επικράτεια και πρέπει να βασίζονται σε ιδιαιτέρως αυστηρά κριτήρια όσον αφορά την ιδιότητα του υποβαλλόμενου σε έλεγχο προσώπου ως αλλοδαπού. Εντούτοις, δεδομένου ότι το άρθρο L.611-1 του Cedesa ορίζει ότι, στο πλαίσιο ελέγχου ταυτότητας διενεργούμενου κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 78-1, 78-2 και 78-2-1 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι αλλοδαποί δύνανται επίσης να υποχρεωθούν να επιδείξουν τα στοιχεία ή έγγραφα με τα οποία τους επιτρέπεται να κυκλοφορούν ή να διαμένουν στο γαλλικό έδαφος, προκύπτει, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, ότι το εν λόγω άρθρο L.611-1 θα μπορούσε πράγματι να τυγχάνει εφαρμογής κατά τρόπο αυστηρότερο στην οικεία γεωγραφική ζώνη λόγω του δεσμού του με το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επιπροσθέτως, το άρθρο 78-2-1 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι οι αστυνομικές αρχές έχουν το δικαίωμα, κατόπιν παραγγελίας της Εισαγγελικής Αρχής, να εισέρχονται σε επαγγελματικούς χώρους δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε όλη τη γαλλική επικράτεια.

( 19 ) Τούτο δεν σημαίνει ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν δύνανται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να οδηγήσουν στην αποκάλυψη ή την πρόληψη παραβάσεων· όπως, όμως προκύπτει, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, οι εν λόγω σκοποί υπηρετούνται ειδικώς από άλλες διατάξεις του κώδικα.

( 20 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-244/06, Dynamic Medien (Συλλογή 2008, σ. I-505, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 21 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 18 της γνώμης.

( 22 ) Τέως άρθρο 234 της Συνθήκης EΚ και πρώην άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

( 23 ) Δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν αμφισβητείται το κύρος πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η πραγμάτευση που επιχειρείται με την παρούσα γνώμη θα επικεντρωθεί στο ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

( 24 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C-350/07, Kattner Stahlbau (Συλλογή 2009, σ. I-1513, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-333/07, Régie Networks (Συλλογή 2008, σ. I-10807, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Βλ. διατάξεις της 18ης Ιουνίου 1980, 138/80, Borker (Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 315, σκέψη 4)· της 5ης Μαρτίου 1986, 318/85, Greis Unterweger (Συλλογή 1986, σ. 955, σκέψη 4)· αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-111/94, Job Centre (Συλλογή 1995, σ. I-3361, σκέψη 9), και της 14ης Ιουνίου 2001, C-178/99, Salzmann (Συλλογή 2001, σ. I-4421, σκέψη 14).

( 27 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 1983, 170/82, Les Fils d’Henri Ramel (Συλλογή 1983, σ. 1319, σκέψη 8).

( 28 ) Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38), και της 26ης Ιανουαρίου 2010, C-118/08, Transportes Urbanos y Servicios Generales (Συλλογή 2010, σ. Ι-635, σκέψη 25).

( 29 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-495/03, Intermodal Transports (Συλλογή 2005, σ. I-8151, σκέψεις 31 και 33).

( 30 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81 (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 21).

( 31 ) Εντούτοις, από την προπαρατεθείσα απόφαση Cilfit κ.λπ. προκύπτει επίσης ότι η δυνατότητα που παρέχεται σε εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου να μην υποβάλλει στο Δικαστήριο κάθε ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που ανακύπτει ενώπιόν του πρέπει να εκτιμάται βάσει, μεταξύ άλλων, της διατυπώσεως των επίμαχων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις διάφορες γλώσσες. Δεδομένου ότι, επί του παρόντος, οι επίσημες γλώσσες εργασίας της Ένωσης είναι είκοσι τρεις και ότι εκάστη των γλωσσικών διατυπώσεων είναι αυθεντική, είναι μάλλον απίθανο να κάνει εθνικό δικαστήριο χρήση αυτής της (εξαιρετικά περιορισμένης) δυνατότητας.

( 32 ) Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1974, 166/73, Rheinmühlen-Düsseldorf (Συλλογή τόμος 1974, σ.17, σκέψη 3).

( 33 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-210/06, Cartesio (Συλλογή 2008, σ. I-9641, σκέψη 88).

( 34 ) Με την προπαρατεθείσα απόφαση Rheinmühlen-Düsseldorf το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η περίπτωση είναι διαφορετική όταν τα υποβαλλόμενα από δικαστήριο ερωτήματα ταυτίζονται με τα ερωτήματα που υποβάλλει το δικαστήριο τελευταίου βαθμού. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι με την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 146/73, Rheinmühlen-Düsseldorf (Συλλογή τόμος 1974, σ.17, σκέψη 3), το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου περί δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει να εξακολουθούν να υπόκεινται στα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο τακτικά ένδικα μέσα οι αποφάσεις με τις οποίες το εν λόγω δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Cartesio, σκέψη 89). Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν και σε ποιον βαθμό ένδικα μέσα του εθνικού δίκαιου δύνανται να περιορίσουν την εξουσία εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Με την προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 146/73, Rheinmühlen-Düsseldorf, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, παρά την ύπαρξη ενδίκων μέσων του εθνικού δικαίου, το ίδιο δεσμεύεται από την απόφαση περί παραπομπής, η οποία πρέπει να παραγάγει τα αποτελέσματα της καθόσον δεν έχει ανακληθεί (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα Cartesio, σκέψεις 92 έως 97). Από τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, παρά την παρεχόμενη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων του εθνικού δικαίου, το εθνικό δίκαιο δεν δύναται να περιορίσει την αυτοτελή αρμοδιότητα εθνικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί υπόθεση, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση που διέταξε την προδικαστική παραπομπή, η οποία πρέπει να παραγάγει τα αποτελέσματά της καθόσον δεν έχει ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο είναι και το μόνο που δύναται να αποφασίσει αυτή την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση. Προκειμένου για υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο διαπίστωσε την αναρμοδιότητά του για τον λόγο ότι η διαφορά δεν εκκρεμούσε πλέον ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, βλ. διάταξη της 24ης Μαρτίου 2009, C-525/06, Nationale Loterij (Συλλογή 2009, σ. I-2197, σκέψεις 8 έως 11). Επιβάλλεται η επισήμανση ότι στην εν λόγω υπόθεση το αιτούν δικαστήριο δεν απέσυρε την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

( 35 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, C-379/08 και C-380/08 (Συλλογή 2010, σ. Ι-2007, σκέψη 26).

( 36 ) Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, C-555/07 (Συλλογή 2010, σ. Ι-365).

( 37 ) Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 55 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[o] προαιρετικός χαρακτήρας της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος είναι ανεξάρτητος από τους όρους υπό τους οποίους ο εθνικός δικαστής υποχρεούται, βάσει του εθνικού δικαίου, να μην εφαρμόζει εθνική διάταξη την οποία κρίνει αντισυνταγματική».

( 38 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C-348/89 (Συλλογή 1991, σ. I-3277, σκέψη 44).

( 39 ) Βλ. σκέψεις 45 έως 49 της εν λόγω αποφάσεως. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η συγκεκριμένη απόφαση, το Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto (Πορτογαλία) διερωτάται, πρώτον, αν είναι αρμόδιο να προβεί στην προδικαστική παραπομπή, καθόσον διαπιστώνει την αντισυνταγματικότητα των επίμαχων εθνικών διατάξεων, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 280, παράγραφος 3, του Συντάγματος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, στην περίπτωση διαπιστώσεως της αντισυνταγματικότητας κανόνα του εσωτερικού δικαίου, επιβάλλεται η παραπομπή του ζητήματος στο πορτογαλικό συνταγματικό δικαστήριο και ότι, συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, αρμόδιο να προβεί στην προδικαστική παραπομπή θα μπορούσε να είναι μόνο το δικαστήριο αυτό και, δεύτερον, αν η προδικαστική παραπομπή είναι ή όχι περιττή, στον βαθμό κατά τον οποίο είναι δυνατή η θεραπεία, εντός της εθνικής έννομης τάξεως, των πλημμελειών εθνικής διατάξεως. Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1997, C-261/95, Palmisani (Συλλογή 1997, σ. I-4025, σκέψεις 16 έως 21).

( 40 ) Δήλωση 17 σχετικά με την υπεροχή:

«Η Διάσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία.

Επίσης, η Διάσκεψη αποφάσισε να προσαρτηθεί στην παρούσα τελική πράξη η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σχετικά με την υπεροχή, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο 11197/07 (JUR 260):

Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2007

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή του εν λόγω δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά την πρώτη απόφαση στο πλαίσιο αυτής της πάγιας νομολογίας (Costa/ENEL [ ( 41 )], 15 Ιουλίου 1964, υπόθεση 6/64) δεν υπήρχε μνεία της υπεροχής στη Συνθήκη, πράγμα που εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλοντική Συνθήκη ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου.

( 41 ) (…) συνάγεται ότι, εφόσον το δίκαιο που γεννήθηκε από τη Συνθήκη απορρέει από αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, λόγω του ιδιόμορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο, χωρίς να χάνει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να διακυβεύεται η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας.»

( 42 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 24)· της 4ης Ιουνίου 1992, C-13/91 και C-113/91, Debus (Συλλογή 1992, σ. I-3617, σκέψη 32)· της 18ης Ιουλίου 2007, C-119/05, Lucchini (Συλλογή 2007, σ. I-6199, σκέψη 61), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2009, C-115/08, ČEZ (Συλλογή 2009, σ. Ι-10265, σκέψη 138). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. Ι-11049, σκέψη 84), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μετάθεση, εκ μέρους συνταγματικού δικαστηρίου (στην εν λόγω υπόθεση του Trybunał Konstytucyjny, ήτοι του πολωνικού συνταγματικού δικαστηρίου) του χρονικού σημείου κατά το οποίο οι επίμαχες εθνικές διατάξεις απολλύουν τη δεσμευτική τους ισχύ δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, να μην εφαρμόσει τις διατάξεις αυτές στο πλαίσιο της διαφοράς της οποίας επελήφθη, αν κρίνει ότι αυτές αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης.

( 43 ) Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1977, 52/76, Benedetti (Συλλογή τόμος 1977, σ. 63, σκέψη 26), και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-446/98, Fazenda Pública (Συλλογή 2000, σ. I-11435, σκέψη 49), καθώς και διάταξη της 5ης Μαρτίου 1986, 69/85, Wünsche (Συλλογή 1986, σ. 947, σκέψη 13). Βλ., επίσης, το σημείο 64 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund (Συλλογή 2000, σ. I-10497). Με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International (Συλλογή 2009, σ. Ι-7633), ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot επισήμανε ότι η ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα εθνικά δικαστήρια. Ο δεσμευτικός αυτός χαρακτήρας αποτελεί συνακόλουθο της υποχρεώσεως των εθνικών δικαστηρίων να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (σημεία 204 και 205).

( 44 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση Filipiak.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Ιουνίου 2010 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-188/10 και C-189/10,

με αντικείμενο αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) με αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο των διαδικασιών κατά των

Aziz Melki (C-188/10),

Sélim Abdeli (C-189/10),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους B. Σκουρή, Πρόεδρο, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, R. Silva de Lapuerta και C. Toader, προέδρους τμήματος, K. Schiemann, E. Juhász, T. von Danwitz (εισηγητή), J.-J. Kasel και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2010, με την οποία αποφασίστηκε να εφαρμοστεί στις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως η ταχεία διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουνίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο A. Melki και ο S. Abdeli, εκπροσωπούμενοι από τον R. Boucq, avocat,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, τον G. de Bergues και την B. Beaupère-Manokha,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet και M. Jacobs και από τον T. Materne, που επικουρούνται από τον F. Tulkens, avocat,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, B. Klein και N. Graf Vitzthum,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Τ. Παπαδοπούλου και Λ. Κοτρώνη,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και M. de Ree,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Faldyga και από τους M. Jarosz και M. Szpunar,

η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-P. Keppenne και M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 67 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ.

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο διαδικασιών που έχουν κινηθεί αφενός κατά του A. Melki και αφετέρου κατά του S. Abdeli, οι οποίοι έχουν αμφότεροι αλγερινή ιθαγένεια, και των οποίων αντικείμενο είναι η παράταση της κράτησής τους σε χώρους που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των σωφρονιστικών αρχών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Στο προοίμιο του πρωτοκόλλου (αριθ. 19) σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωτόκολλο που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη της Λισσαβώνας (ΕΕ 2010, C 83, σ. 290, στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 19), εκτίθενται τα εξής:

«Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη,

σημειώνοντας ότι οι Συμφωνίες του Σένγκεν για τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, οι οποίες υπογράφηκαν από ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985 και στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και οι σχετικές συμφωνίες και οι κανόνες που θεσπίστηκαν βάσει των συμφωνιών αυτών, έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ της 2ας Οκτωβρίου 1997,

επιθυμώντας να διατηρήσουν το κεκτημένο του Σένγκεν, όπως έχει αναπτυχθεί από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ και να αναπτύξουν το εν λόγω κεκτημένο προκειμένου να συμβάλλουν στην υλοποίηση του στόχου της παροχής στους πολίτες της Ένωσης ενός χώρου ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας χωρίς εσωτερικά σύνορα,

[…]

συμφώνησαν επί των ακολούθων διατάξεων οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

4

Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Το κεκτημένο του Σένγκεν εφαρμόζεται στα κράτη μέλη του άρθρου 1, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 της Πράξης Προσχώρησης της 16ης Απριλίου 2003 και του άρθρου 4 της Πράξης Προσχώρησης της 25ης Απριλίου 2005. Το Συμβούλιο υποκαθιστά την Εκτελεστική Επιτροπή που θεσπίσθηκε δυνάμει των συμφωνιών του Σένγκεν.»

5

Στο κεκτημένο αυτό περιλαμβάνεται επίσης η Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 (στο εξής: Σύμβαση εφαρμογής) και της οποίας το άρθρο 2 αφορούσε τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων.

6

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, της Σύμβασης εφαρμογής είχε ως εξής:

«1.   Η διέλευση των εσωτερικών συνόρων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο, χωρίς να πραγματοποιηθεί έλεγχος προσώπων.

2.   Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί εντούτοις, μετά από σύμφωνη γνώμη και των άλλων συμβαλλομένων μερών, όταν το επιβάλλει η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια, να αποφασίσει ότι για μια περιορισμένη χρονική περίοδο θα πραγματοποιηθούν στα εσωτερικά του σύνορα εθνικοί συνοριακοί έλεγχοι, προσαρμοσμένοι στην κατάσταση. Εάν η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια απαιτούν μια άμεση δράση, το ενδιαφερόμενο μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα και πληροφορεί το ταχύτερο δυνατό τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

3.   Η εξάλειψη του ελέγχου προσώπων στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει ούτε τις διατάξεις του άρθρου 22 ούτε την άσκηση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμοδίων αρχών στο σύνολο της επικράτειας κάθε συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει της νομοθεσίας του, ούτε τις υποχρεώσεις κατοχής, μεταφοράς και εμφανίσεως τίτλων και εγγράφων, που προβλέπονται από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους.»

7

Το άρθρο 2 της Σύμβασης εφαρμογής έχει καταργηθεί από τις 13 Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικα συνόρων του Σένγκεν, ΕΕ L 105, σ. 1).

8

Το άρθρο 2, σημεία 9 έως 11, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

9)

“έλεγχος των συνόρων”: οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στα σύνορα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για τους σκοπούς του, αποκλειστικώς συνεπεία πρόθεσης διέλευσης ή συνεπεία διέλευσης των συνόρων, ασχέτως άλλου λόγου· οι εν λόγω δραστηριότητες συνίστανται στους συνοριακούς ελέγχους και στην επιτήρηση των συνόρων·

10)

“συνοριακοί έλεγχοι”: οι έλεγχοι στα συνοριακά σημεία διέλευσης, προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα πρόσωπα, τα μέσα μεταφοράς τους και τα αντικείμενα που έχουν στην κατοχή τους δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν·

11)

“επιτήρηση των συνόρων”: η επιτήρηση των συνόρων εκτός των συνοριακών σημείων διέλευσης και η επιτήρηση των συνοριακών σημείων διέλευσης εκτός των καθορισμένων ωραρίων λειτουργίας, ώστε να μη γίνεται παράκαμψη των συνοριακών ελέγχων».

9

Το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006, το οποίο επιγράφεται: «Διέλευση των εσωτερικών συνόρων», ορίζει τα εξής:

«Επιτρέπεται η διέλευση των εσωτερικών συνόρων σε οποιοδήποτε σημείο χωρίς συνοριακούς ελέγχους, ανεξαρτήτως ιθαγενείας των προσώπων.»

10

Το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται: «Έλεγχοι στο εσωτερικό της επικράτειας», προβλέπει τα εξής:

«Η κατάργηση του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων δεν θίγει:

α)

την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους· αυτό ισχύει και στις παραμεθόριες περιοχές. Κατά την έννοια της πρώτης πρότασης, η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί, ειδικότερα, να θεωρηθεί ισοδύναμη με τους συνοριακούς ελέγχους όταν τα αστυνομικά μέτρα:

i)

δεν έχουν ως στόχο τον έλεγχο των συνόρων,

ii)

βασίζονται σε γενικές αστυνομικές πληροφορίες και πείρα όσον αφορά ενδεχόμενες απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος,

iii)

σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από τους συστηματικούς ελέγχους προσώπων στα εξωτερικά σύνορα,

iv)

διενεργούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων,

[…]

γ)

τη δυνατότητα κράτους μέλους να προβλέπει στην εθνική νομοθεσία του την υποχρέωση κατοχής και επίδειξης τίτλων και εγγράφων,

[…]».

Το εθνικό δίκαιο

Το γαλλικό Σύνταγμα της 4ης Οκτωβρίου 1958

11

Το Σύνταγμα της 4ης Οκτωβρίου 1958, όπως τροποποιήθηκε με τον συνταγματικό νόμο 2008-724, της 23ης Ιουλίου 2008, για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών της Πέμπτης Δημοκρατίας [JORF (Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Γαλλίας) της 24ης Ιουλίου 2008, σ. 11890, στο εξής: Σύνταγμα], ορίζει στο άρθρο 61-1 τα εξής:

«Όταν προβάλλεται, κατά την εκδίκαση υπόθεσης ενώπιον δικαστηρίου, ο ισχυρισμός ότι μια νομοθετική διάταξη θίγει δικαιώματα ή ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα, το ζήτημα αυτό μπορεί να υποβληθεί στην κρίση του Conseil constitutionnel (γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου) από το Conseil d’État (γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας) ή το Cour de cassation (γαλλικό Ακυρωτικό), το οποίο αποφαίνεται εντός ορισμένης προθεσμίας.

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με οργανικό νόμο.»

12

Το άρθρο 62, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:

«Η διάταξη που κρίνεται αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 61-1 καταργείται από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή από τη μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται με την εν λόγω απόφαση. Το Συνταγματικό Δικαστήριο καθορίζει τις προϋποθέσεις και τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται να ανατραπούν τα αποτελέσματα που έχει ήδη παραγάγει η εν λόγω διάταξη.

Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο και δεσμεύουν τις δημόσιες αρχές και όλα τα διοικητικά και δικαστικά όργανα.»

13

Το άρθρο 88-1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:

«Η Γαλλική Δημοκρατία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελείται από κράτη που έχουν ελευθέρως επιλέξει να ασκούν από κοινού ορισμένες από τις αρμοδιότητές τους, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι Συνθήκες αυτές απορρέουν από τη Συνθήκη που υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007.»

Η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου 58-1067

14

Με τον οργανικό νόμο 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 61-1 του Συντάγματος (JORF της 11ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 21379), προστέθηκε στον τίτλο II της απόφασης του υπουργικού συμβουλίου 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, η οποία αφορά τον οργανικό νόμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο, ένα νέο κεφάλαιο II bis, το οποίο επιγράφεται: «Προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας» και έχει ως εξής:

«Τμήμα 1

Διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον των δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις προσβάλλονται σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του Conseil d’État ή του Cour de cassation

Άρθρο 23-1

Ενώπιον των δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις προσβάλλονται σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του Conseil d’État ή του Cour de cassation, ο ισχυρισμός ότι ορισμένη νομοθετική διάταξη θίγει δικαιώματα ή ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα προβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και είναι αιτιολογημένος, ειδάλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Ο ισχυρισμός αυτός επιτρέπεται να προβληθεί για πρώτη φορά κατ’ έφεση. Το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως.

[…]

Άρθρο 23-2

Το δικαστήριο αποφασίζει αμελλητί, με αιτιολογημένη απόφαση, κατά πόσον θα υποβάλει το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation. Η υποβολή αυτή αποφασίζεται, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)

η επίμαχη διάταξη έχει εφαρμογή στη διαφορά ή στην υπόθεση της κύριας διαδικασίας ή αποτελεί το έρεισμα της ποινικής δίωξης,

2)

η διάταξη αυτή δεν έχει ήδη κριθεί, στο σκεπτικό και στο διατακτικό απόφασης του Conseil constitutionnel, σύμφωνη με το Σύνταγμα, εκτός αν έχουν αλλάξει οι περιστάσεις,

3)

το ζήτημα δεν είναι ασήμαντο.

Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, εφόσον προβληθεί ενώπιόν του ο ισχυρισμός ότι ορισμένη νομοθετική διάταξη δεν είναι συμβατή αφενός με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που έχει κατοχυρώσει το Σύνταγμα και αφετέρου με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας, να αποφασίσει κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα υποβάλει το ζήτημα της συνταγματικότητας στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation.

Η απόφαση υποβολής του ζητήματος αποστέλλεται στο Conseil d’État ή στο Cour de cassation μαζί με τα δικόγραφα και τα υπομνήματα των διαδίκων εντός οκτώ ημερών από την έκδοσή της. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο. Η απόφαση μη υποβολής του ζητήματος μπορεί να προσβληθεί μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης με την οποία επιλύεται εν όλω ή εν μέρει η διαφορά.

Άρθρο 23-3

Σε περίπτωση υποβολής του ζητήματος, το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία μέχρι να λάβει την απόφαση του Conseil d’État ή του Cour de cassation ή του Conseil constitutionnel, εφόσον το ζήτημα έχει υποβληθεί στην κρίση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου. Δεν αναστέλλεται η αποδεικτική ή η ανακριτική διαδικασία και το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα.

Η διαδικασία δεν αναστέλλεται πάντως όταν ο ενδιαφερόμενος στερείται την ελευθερία του λόγω της εκκρεμοδικίας ή όταν σκοπός της διαδικασίας είναι η λήξη της ισχύος μέτρου στερητικού της ελευθερίας.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση χωρίς να αναμείνει την απόφαση επί του προκριματικού ζητήματος της συνταγματικότητας, αν ο νόμος ή μια κανονιστική πράξη προβλέπει ότι εκδίδει την απόφασή του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ή με επείγουσα διαδικασία. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδώσει απόφαση χωρίς να αναμείνει την απόφαση επί του προκριματικού ζητήματος και ασκηθεί έφεση κατά της απόφασής του αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία. Μπορεί πάντως να αποφασίσει να μην την αναστείλει, αν είναι υποχρεωμένο να εκδώσει την απόφασή του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ή με επείγουσα διαδικασία.

Επιπλέον, αν η αναστολή της διαδικασίας ενέχει τον κίνδυνο να προκληθεί ανεπανόρθωτη ή προδήλως υπερβολικά μεγάλη βλάβη στα δικαιώματα ενός διαδίκου, το δικαστήριο που αποφασίζει την υποβολή του ζητήματος μπορεί να αποφανθεί επί των σημείων που πρέπει να επιλυθούν αμέσως.

Αν ασκηθεί αναίρεση αφού το δικαστήριο της ουσίας εξέδωσε την απόφασή του χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Conseil d’État ή του Cour de cassation ή του Conseil constitutionnel (εφόσον το ζήτημα υποβλήθηκε στην κρίση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου), αναστέλλεται η έκδοση οποιασδήποτε απόφασης επί της αναίρεσης ενόσω δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί του προκριματικού ζητήματος της συνταγματικότητας. Αυτό δεν ισχύει όταν ο ενδιαφερόμενος στερείται την ελευθερία του λόγω της εκκρεμοδικίας και ο νόμος προβλέπει ότι το Cour de cassation αποφαίνεται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

Τμήμα 2

Διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον του Conseil d’État και του Cour de cassation

Άρθρο 23-4

Εντός τριών μηνών από την υποβολή την οποία προβλέπει το άρθρο 23-2 ή το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 23-1, το Conseil d’État ή το Cour de cassation αποφασίζει κατά πόσον θα παραπέμψει το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel. Η παραπομπή αυτή πραγματοποιείται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23-2, σημεία 1 και 2, και εφόσον πρόκειται για καινοφανές ή σοβαρό ζήτημα.

Άρθρο 23-5

Ο ισχυρισμός ότι ορισμένη νομοθετική διάταξη θίγει δικαιώματα ή ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα μπορεί να προβληθεί ακόμη και κατ’ αναίρεση για πρώτη φορά, κατά την εκδίκαση υπόθεσης από το Conseil d’État ή το Cour de cassation. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και είναι αιτιολογημένος, ειδάλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως.

Εν πάση περιπτώσει, το Conseil d’État ή το Cour de cassation είναι υποχρεωμένο, εφόσον προβληθεί ενώπιόν του ο ισχυρισμός ότι ορισμένη νομοθετική διάταξη δεν είναι συμβατή αφενός με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που έχει κατοχυρώσει το Σύνταγμα και αφετέρου με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Γαλλίας, να αποφασίσει κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα παραπέμψει το ζήτημα της συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel.

Το Conseil d’État ή το Cour de cassation είναι υποχρεωμένο να εκδώσει την απόφασή του εντός τριών μηνών από την προβολή του εν λόγω ισχυρισμού. Η παραπομπή του προκριματικού ζητήματος της συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel πραγματοποιείται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23-2, σημεία 1 και 2, και εφόσον πρόκειται για καινοφανές ή σοβαρό ζήτημα.

Εφόσον παραπεμφθεί το ζήτημα στο Conseil constitutionnel, το Conseil d’État ή το Cour de cassation αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία μέχρι να αποφανθεί το Conseil constitutionnel. Αυτό δεν συμβαίνει όταν ο ενδιαφερόμενος στερείται την ελευθερία του λόγω της εκκρεμοδικίας και ο νόμος προβλέπει ότι το Cour de cassation εκδίδει την απόφασή του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Αν το Conseil d’État ή το Cour de cassation είναι υποχρεωμένο να εκδώσει την απόφασή του με επείγουσα διαδικασία, επιτρέπεται να μην ανασταλεί η διαδικασία.

[…]

Άρθρο 23-7

Η αιτιολογημένη απόφαση του Conseil d’État ή του Cour de cassation για την παραπομπή του ζητήματος στο Conseil constitutionnel διαβιβάζεται στο δικαστήριο αυτό μαζί με τα δικόγραφα και τα υπομνήματα των διαδίκων. Στο Conseil constitutionnel αποστέλλεται αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασης του Conseil d’État ή του Cour de cassation να μην υποβάλει στην κρίση του Conseil constitutionnel κανένα προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας. Αν το Conseil d’État ή το Cour de cassation δεν εκδώσει απόφαση εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 23-4 και 23-5, το ζήτημα υποβάλλεται στο Conseil constitutionnel.

[…]

Τμήμα 3

Διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον του Conseil constitutionnel

[…]

Άρθρο 23-10

Το Conseil constitutionnel εκδίδει απόφαση εντός τριών μηνών από την υποβολή του ζητήματος στην κρίση του. Στους διαδίκους παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλουν τις εκατέρωθεν παρατηρήσεις τους. Η συνεδρίαση είναι δημόσια, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται από τον κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας του Conseil constitutionnel.

[…]»

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

15

Το άρθρο 78-2 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, πρόβλεπε τα εξής:

«Οι αξιωματικοί της αστυνομίας και τα αστυνομικά όργανα που ενεργούν κατ’ εντολή και υπ’ ευθύνη των αξιωματικών αυτών και αναφέρονται στα άρθρα 20 και 21-1 μπορούν να προβαίνουν στην εξακρίβωση, με οποιονδήποτε τρόπο, της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου για το οποίο υπάρχουν βάσιμη υποψία ή βάσιμες υποψίες ότι:

έχει διαπράξει ή έχει αποπειραθεί να διαπράξει αδίκημα,

ή προετοιμάζει τη διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος,

ή μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για την προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση σε σχέση με πλημμέλημα ή κακούργημα,

ή καταζητείται με βάση απόφαση δικαστικής αρχής.

Κατόπιν γραπτής παραγγελίας του Εισαγγελέα στο πλαίσιο ερευνών ή ποινικής δίωξης για εγκλήματα τα οποία καθορίζει ο ίδιος, επιτρέπεται επίσης η εξακρίβωση της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου υπό τους ίδιους όρους, εντός των χώρων και κατά το διάστημα που καθορίζει ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός. Το γεγονός ότι κατόπιν της εξακρίβωσης της ταυτότητας διαπιστώνονται άλλες παραβάσεις και όχι οι αναφερόμενες στην παραγγελία του Εισαγγελέα δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας των παρεμπιπτουσών διαδικασιών.

Επιτρέπεται επίσης η εξακρίβωση της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, με σκοπό την πρόληψη προσβολών της δημόσιας τάξης, και συγκεκριμένα της ασφάλειας των προσώπων ή των αγαθών.

Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης των λιμένων, αερολιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούνται για διεθνείς μεταφορές και έχουν καθοριστεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διεξάγεται, εφόσον στη ζώνη αυτή έχει πρόσβαση το κοινό, έλεγχος της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το ελεγχόμενο άτομο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Όταν ο έλεγχος αυτός διεξάγεται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο, η διεξαγωγή του επιτρέπεται εντός του τμήματος της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσης του συρμού που βρίσκεται πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολόγίων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μεταξύ της στάσης αυτής και οποιασδήποτε στάσης που βρίσκεται εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υπάρχει τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται στους χώρους στάθμευσης πριν από τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους διπλανούς χώρους στάθμευσης. Οι σταθμοί διοδίων που αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Το γεγονός ότι κατόπιν της εξακρίβωσης της ταυτότητας διαπιστώνεται άλλη παράβαση και όχι η μη τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας των παρεμπιπτουσών διαδικασιών.

[…]»

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Ο A. Melki και ο S. Abdeli, οι οποίοι έχουν αλγερινή ιθαγένεια και διαμένουν παράνομα στη Γαλλία, υποβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: ΚΠΔ), σε αστυνομικό έλεγχο στο γαλλικό έδαφος, εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα γαλλοβελγικά χερσαία σύνορα. Στις 23 Μαρτίου 2010 εκδόθηκε για τον καθένα τους απόφαση του νομάρχη για τη διοικητική απέλασή τους και απόφαση για τη συνέχιση της κράτησής τους.

17

Ενώπιον του juge des libertés et de la détention, στον οποίο ο νομάρχης είχε υποβάλει αίτηση παράτασης της κράτησης, οι A. Melki και S. Abdeli αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της σύλληψής τους και ισχυρίστηκαν ότι το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ είναι αντισυνταγματικό, διότι θίγει δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα.

18

Με δύο διατάξεις της 25ης Μαρτίου 2010, ο juge des libertés et de la détention διέταξε αφενός την υποβολή στο Cour de cassation του ερωτήματος αν το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του ΚΠΔ θίγει δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το Σύνταγμα και αφετέρου την παράταση της κράτησης του A. Melki και του S. Abdeli κατά 15 ημέρες.

19

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο A. Melki και ο S. Abdeli ισχυρίζονται ότι το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ αντιβαίνει στο Σύνταγμα, επειδή οι δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έχουν συνταγματική ισχύ κατά το άρθρο 88-1 του Συντάγματος, και ότι η εν λόγω διάταξη του ΚΠΔ, η οποία επιτρέπει τη διενέργεια ελέγχων στα σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη μέλη, αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα.

20

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, πρώτον, ότι ανακύπτει το ζήτημα κατά πόσον το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του ΚΠΔ είναι σύμφωνο αφενός με το δίκαιο της Ένωσης και αφετέρου με το γαλλικό Σύνταγμα.

21

Δεύτερον, το Cour de cassation συνάγει από τα άρθρα 23-2 και 23-5 της απόφασης 58-1067 και από το άρθρο 62 του Συντάγματος ότι τα δικαστήρια της ουσίας, αλλά και το ίδιο, στερούνται, λόγω του οργανικού νόμου 2009-1523, με τον οποίο προστέθηκαν τα εν λόγω άρθρα στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου 58-1067, τη δυνατότητα να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον έχει υποβληθεί προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας στην κρίση του Conseil constitutionnel.

22

Το Cour de cassation, επειδή έκρινε ότι η απόφασή του για το αν θα παραπέμψει κατά προτεραιότητα το προκριματικό ζήτημα της συνταγματικότητας στο Conseil constitutionnel εξαρτάται από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του δύο διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 267 [ΣΛΕΕ] μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 23-2, δεύτερο εδάφιο, και 23-5, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του υπουργικού συμβουλίου 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, τα οποία προστέθηκαν με τον οργανικό νόμο 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, και τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφασίζουν κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα παραπέμψουν στο Conseil constitutionnel (γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο) το ζήτημα της συνταγματικότητας το οποίο υποβάλλεται στην κρίση τους, εφόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μια εσωτερική νομική ρύθμιση δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα λόγω του ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 67 [ΣΛΕΕ] μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει τα εξής: “Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης των λιμένων, αερολιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούνται για διεθνείς μεταφορές και έχουν καθοριστεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διεξάγεται, εφόσον στη ζώνη αυτή έχει πρόσβαση το κοινό, έλεγχος της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το ελεγχόμενο άτομο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Όταν ο έλεγχος αυτός διεξάγεται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο, η διεξαγωγή του επιτρέπεται εντός του τμήματος της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσης του συρμού που βρίσκεται πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μεταξύ της στάσης αυτής και οποιασδήποτε στάσης που βρίσκεται εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υπάρχει τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται στους χώρους στάθμευσης πριν από τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους διπλανούς χώρους στάθμευσης. Οι σταθμοί διοδίων που αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση.”»

23

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 2010, οι υποθέσεις C-188/10 και C-189/10 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

24

Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου των αιτήσεων έκδοσης προδικαστικής απόφασης.

25

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην αντίληψη ότι το Conseil constitutionnel, κατά την εξέταση της συνταγματικότητας ενός νόμου, μπορεί τελικά να πρέπει να εξετάσει κατά πόσον ο νόμος αυτός είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Conseil constitutionnel, η εξέταση του ζητήματος αν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης δεν εναπόκειται στο εν λόγω Συνταγματικό Δικαστήριο, όταν ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, αλλά στα τακτικά πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια. Κατά συνέπεια, το Conseil d’État και το Cour de cassation δεν είναι υποχρεωμένα, κατά την εθνική νομοθεσία, να παραπέμπουν στο Conseil constitutionnel τα ζητήματα που αφορούν το αν ορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, αφού τα ζητήματα αυτά δεν έχουν σχέση με τον έλεγχο της συνταγματικότητας.

26

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν περιττή. Συγκεκριμένα, από τις 9 Απριλίου 2010 δεν ισχύει κανένα στερητικό της ελευθερίας μέτρο κατά των A. Melki και S. Abdeli και από την ίδια αυτή ημερομηνία έχουν παύσει να παράγουν αποτελέσματα οι δύο διατάξεις που εξέδωσε ο juge des libertés et de la détention. Το ζήτημα του συμβατού του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ με το άρθρο 67 ΣΛΕΕ είναι επίσης αλυσιτελές, όσον αφορά τη μόνη πλέον εκκρεμή διαδικασία ενώπιον του Cour de cassation, δεδομένου ότι, όπως υπενθύμισε το Conseil constitutionnel με την απόφαση 2010-605 DC, της 12ης Μαΐου 2010, το εν λόγω Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, όταν του ζητείται να ελέγξει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, να εξετάζει τη συμβατότητά του με το δίκαιο της Ένωσης.

27

Συναφώς αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-333/07, Regie Networks, Συλλογή 2008, σ. I-10807, σκέψη 46, της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-478/07, Budejovicky Budvar, Συλλογή 2009, σ. Ι-7721, σκέψη 63, και της 20ής Μαΐου 2010, C-56/09, Zanotti, Συλλογή 2010, σ. Ι-4517, σκέψη 15).

28

Εν προκειμένω όμως τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 67 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ. Από το σκεπτικό των αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν προκύπτει ότι οι διατάξεις που εξέδωσε ο juge des libertés et de la détention κατά των A. Melki και S. Abdeli έχουν παύσει να παράγουν αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν προκύπτει προδήλως ότι το γράμμα των εθνικών διατάξεων αποκλείει πλήρως το ενδεχόμενο να είναι ορθή η ερμηνεία του μηχανισμού του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας στην οποία προέβη το Cour de cassation.

29

Επομένως, το τεκμήριο λυσιτέλειας της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης στις δύο αυτές υποθέσεις δεν ανατρέπεται από τις αντιρρήσεις που διατύπωσε η Γαλλική Κυβέρνηση.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης στις δύο αυτές υποθέσεις κρίνεται παραδεκτή.

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που καθιερώνει μια παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των εθνικών νόμων και επιβάλλει στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους την υποχρέωση να αποφασίζουν κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα παραπέμψουν στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων το ζήτημα αν μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, όταν τίθεται ταυτόχρονα το ζήτημα αν η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

32

Ο A. Melki και ο S. Abdeli θεωρούν ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το Conseil constitutionnel εξετάζει το δίκαιο της Ένωσης και, σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με την ερμηνεία του, υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, ζητώντας ταυτόχρονα να εφαρμοστεί στο υποβαλλόμενο ερώτημα η ταχεία διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 104α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

33

Η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, διότι δεν μεταβάλλει ούτε θίγει τον ρόλο και τις αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η κυβέρνηση αυτή, για να αποδείξει το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της αυτής, στηρίζεται κατ’ ουσία στην ερμηνεία της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης στην οποία προέβησαν, μετά την αποστολή στο Δικαστήριο των αιτήσεων του Cour de cassation για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, αφενός το Conseil constitutionnel με την απόφαση 2010-605 DC, της 12ης Μαΐου 2010, και αφετέρου το Conseil d’État με την απόφαση 312305 της 14ης Μαΐου 2010.

34

Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται στην κρίση του Conseil constitutionnel, με το προκριματικό ζήτημα της συνταγματικότητας, το ζήτημα του συμβατού ενός νόμου με το δίκαιο της Ένωσης. Η εξέταση του ζητήματος αν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης δεν εναπόκειται στο Conseil constitutionnel, αλλά στα τακτικά πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια, τα οποία είναι επίσης αρμόδια να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης σύμφωνα με τη δική τους εκτίμηση και να υποβάλλουν, ταυτόχρονα με ή μετά από την υποβολή του προκριματικού ζητήματος της συνταγματικότητας, προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

35

Συναφώς η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, το εθνικό δικαστήριο μπορεί είτε να εκδώσει την απόφασή του χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Cour de cassation, του Conseil d’État ή του Conseil constitutionnel επί του προκριματικού ζητήματος της συνταγματικότητας είτε να διατάξει τα προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα που είναι αναγκαία για την άμεση προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης.

36

Τόσο η Γαλλική όσο και η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι ο μηχανισμός της διαδικασίας του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας αποσκοπεί στην παροχή στους πολίτες της εγγύησης ότι η αίτησή τους για εξέταση της συνταγματικότητας μιας εθνικής διάταξης θα εξεταστεί πράγματι και ότι η υποβολή του ζητήματος της συνταγματικότητας στην κρίση του Conseil constitutionnel δεν θα αποκλείεται λόγω του ασύμβατου της διάταξης αυτής με το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, η υποβολή του ζητήματος αυτού στην κρίση του Conseil constitutionnel παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι το δικαστήριο αυτό μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση κάθε νόμου που είναι αντισυνταγματικός, η δε κατάργηση αυτή ενεργεί erga omnes. Αντίθετα, τα αποτελέσματα των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων με τις οποίες διαπιστώνεται το ασύμβατο μιας εθνικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης ισχύουν μόνο για τη συγκεκριμένη διαφορά την οποία επιλύει το οικείο τακτικό δικαστήριο.

37

Η Τσεχική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί η απάντηση ότι από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εξετάζοντας το συμβατό του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης και μη εφαρμόζοντας τις αντίθετες προς αυτό διατάξεις του εθνικού δικαίου, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να υποβάλει προηγουμένως το ζήτημα στην κρίση του εθνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ή άλλου εθνικού δικαστηρίου. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η άσκηση του κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δικαιώματος κάθε εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν επιτρέπεται να εμποδίζεται από διάταξη του εθνικού δικαίου που εξαρτά την υποβολή στο Δικαστήριο της αίτησης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης από την έκδοση απόφασης άλλου εθνικού δικαστηρίου. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ μια εθνική ρύθμιση όπως η ρύθμιση την οποία αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, διότι η προβλεπόμενη διαδικασία δεν θίγει την ουσία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εθνικών δικαστηρίων που συνάγονται από το εν λόγω άρθρο.

38

Κατά την Επιτροπή, μια εθνική ρύθμιση όπως η περιγραφόμενη στις αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και ιδιαίτερα στην αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού και στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, καθόσον οποιαδήποτε αμφισβήτηση του συμβατού μιας νομοθετικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης θα παρείχε στον πολίτη τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι η εν λόγω νομοθετική διάταξη αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση διασφάλισης της τήρησης του δικαίου της Ένωσης θα μεταφερόταν έμμεσα μεν, αλλά αναπόφευκτα, από τα δικαστήρια της ουσίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, ο μηχανισμός του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας δημιουργεί μια κατάσταση παρεμφερή με εκείνη την οποία το Δικαστήριο έκρινε αντίθετη, με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239), προς το δίκαιο της Ένωσης. Για την κατάσταση αυτή δεν αποτελεί λύση το γεγονός ότι το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

39

Αντίθετα, αν η αμφισβήτηση του συμβατού μιας νομοθετικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει στον πολίτη τη δυνατότητα να προβάλει εξ αυτού του λόγου και μόνο την αντισυνταγματικότητα της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, με συνέπεια να παραμένει ο δικαστής της ουσίας αρμόδιος για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, μια εθνική ρύθμιση όπως η ρύθμιση την οποία αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν θα αντέβαινε στο δίκαιο της Ένωσης αν πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά την Επιτροπή πάντα, ο εθνικός δικαστής πρέπει να είναι ελεύθερος να υποβάλλει στο Δικαστήριο κάθε προδικαστικό ερώτημα που είναι κατά την κρίση του αναγκαίο και να λαμβάνει ταυτόχρονα κάθε μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που έχουν κατοχυρωθεί με το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, θα πρέπει, πρώτον, η παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας να μη συνεπάγεται την αναστολή της διαδικασίας επί της ουσίας για υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα και, δεύτερον, ο εθνικός δικαστής να εξακολουθεί να είναι πλήρως ελεύθερος, μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας και ανεξάρτητα από την έκβασή της, να εκτιμήσει το συμβατό της εθνικής νομοθετικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης, να μην την εφαρμόσει, εφόσον κρίνει ότι είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης, και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα κατά την κρίση του αναγκαία προδικαστικά ερωτήματα.

Απάντηση του Δικαστηρίου

40

Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ απονέμει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται, με προδικαστική απόφαση, αφενός επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης και αφετέρου επί του κύρους των πράξεων αυτών. Το άρθρο αυτό προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιο, ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν τα ζητήματα αυτά στην κρίση του Δικαστηρίου, εφόσον κρίνουν ότι η απόφαση επί του οικείου ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης, ενώ στο τρίτο εδάφιο προβλέπει ότι η υποβολή αυτή είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου.

41

Από τα παραπάνω συνάγεται, πρώτον, ότι, αν και μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα, ανάλογα με τις περιστάσεις, το να έχουν επιλυθεί, κατά τον χρόνο της παραπομπής στο Δικαστήριο, τα προβλήματα που ανάγονται αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 6), τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν θεωρούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτίμησης του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 1974, 166/73, Rheinmühlen-Düsseldorf, Συλλογή τόμος 1974, σ. 17, σκέψη 3, της 27ης Ιουνίου 1991, C-348/89, Mecanarte, Συλλογή 1991, σ. I-3277, σκέψη 44, και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-210/06, Cartesio, Συλλογή 2008, σ. I-9641, σκέψη 88).

42

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη κανόνα του εσωτερικού δικαίου κατά τον οποίο τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις νομικές εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί αυτόματα να έχει ως αποτέλεσμα να αναιρεί την κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ευχέρεια των πρώτων αυτών δικαστηρίων να υποβάλλουν τα ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στην κρίση του Δικαστηρίου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Rheinmühlen-Düsseldorf, σκέψεις 4 και 5, και Cartesio, σκέψη 94). Το δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να είναι ελεύθερο, ιδίως όταν κρίνει ότι η νομική εκτίμηση που διατυπώθηκε από ανώτερο δικαστήριο θα μπορούσε να το οδηγήσει στην έκδοση απόφασης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα τα οποία το απασχολούν (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, C-378/08, ERG κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. Ι-1919, σκέψη 32).

43

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχτεί ότι το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal, σκέψεις 21 και 24, και αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Kutz-Bauer, Συλλογή 2003, σ. I-2741, σκέψη 73, της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-3565, σκέψη 72, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-314/08, Filipiak, Συλλογή 2009, σ. Ι-11049, σκέψη 81).

44

Θα ήταν πράγματι ασυμβίβαστη προς τις επιταγές που είναι συμφυείς με τον ίδιο τον χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης κάθε διάταξη εθνικού δικαίου και κάθε νομοθετική, διοικητική ή δικαστική πρακτική που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης λόγω της μη αναγνώρισης στο αρμόδιο για την εφαρμογή του δικαίου αυτού δικαστήριο της εξουσίας να πράττει, κατά το χρονικό ακριβώς σημείο της εφαρμογής αυτής, οτιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που εμποδίζουν ενδεχομένως την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal, σκέψη 22, και απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-2433, σκέψη 20). Αυτό θα συνέβαινε αν, σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ διάταξης του δικαίου της Ένωσης και εθνικού νόμου, η επίλυση της σύγκρουσης αυτής ανετίθετο σε άλλη αρχή και όχι στον δικαστή που καλείται να διασφαλίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, στην οποία να παρέχεται μάλιστα ίδια εξουσία εκτίμησης, έστω και αν η παρεμπόδιση της πλήρους αποτελεσματικότητας του εν λόγω δικαίου εξ αυτού του λόγου ήταν απλώς και μόνο προσωρινή (βλ. επ’ αυτού την προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal, σκέψη 23).

45

Τέλος, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει υποβληθεί διαφορά σχετική με το δίκαιο της Ένωσης και το οποίο κρίνει ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι όχι μόνο αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και αντισυνταγματική, ούτε στερείται της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ευχέρειας ούτε απαλλάσσεται από την κατά το ίδιο άρθρο υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο ότι η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης του εσωτερικού δικαίου προϋποθέτει υποχρεωτικά την προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης θα πληττόταν, αν η ύπαρξη υποχρέωσης προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορούσε να εμποδίσει το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς διεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης να ασκήσει την ευχέρεια που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει αν ένας εθνικός κανόνας συμβιβάζεται με το δίκαιο αυτό (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mecanarte, σκέψεις 39, 45 και 46).

46

Όσον αφορά τις συνέπειες που συνάγονται από την προπαρατεθείσα νομολογία σχετικά με εθνικές διατάξεις όπως εκείνες τις οποίες αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την αντίληψη ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, όταν εξετάζει αν ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός λόγω του ότι είναι ασύμβατος με το δίκαιο της Ένωσης, εξακριβώνει επίσης κατά πόσον ο νόμος αυτός είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής της ουσίας που παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας δεν μπορεί, πριν από την παραπομπή αυτή, ούτε να αποφανθεί επί του συμβατού του οικείου νόμου με το δίκαιο της Ένωσης ούτε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σε σχέση με τον νόμο αυτό. Επιπλέον, αν το Conseil constitutionnel κρίνει ότι ο επίμαχος νόμος είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης, ο δικαστής της ουσίας δεν θα μπορεί ούτε τώρα, μετά την έκδοση της απόφασης του Conseil constitutionnel, η οποία δεσμεύει όλες τις δικαστικές αρχές, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που η ένσταση της αντισυνταγματικότητας ορισμένης νομοθετικής διάταξης προβάλλεται σε δίκη ενώπιον του Conseil d’État ή του Cour de cassation.

47

Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, το αποτέλεσμα της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας είναι να εμποδίζονται τα εθνικά τακτικά δικαστήρια, τόσο πριν από την παραπομπή του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας όσο και μετά την έκδοση της απόφασης του Conseil constitutionnel επί του ζητήματος αυτού, να ασκούν την ευχέρειά τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις νομολογιακές αρχές που υπενθυμίστηκαν με τις σκέψεις 41 έως 45 της παρούσας απόφασης συνάγεται ότι μια εθνική νομοθεσία όπως η περιγραφόμενη στις αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

48

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 33 έως 36 της παρούσας απόφασης, η Γαλλική και η Βελγική Κυβέρνηση παρουσίασαν μια διαφορετική ερμηνεία της γαλλικής νομοθεσίας την οποία αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, βασιζόμενες κυρίως στην απόφαση του Conseil constitutionnel 2010-605 DC, της 12ης Μαΐου 2010, και στην απόφαση του Conseil d’État 312305, της 14ης Μαΐου 2010, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τη διαβίβαση στο Δικαστήριο των αποφάσεων του Cour de cassation με τις οποίες υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα.

49

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, στις υποθέσεις που έχουν υποβληθεί στην κρίση του, ποια είναι η ορθή ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

50

Κατά πάγια νομολογία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προσδίδει στον εθνικό νόμο που πρέπει να εφαρμόσει ερμηνεία σύμφωνη, κατά το μέτρο του δυνατού, με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-262/97, Engelbrecht, Συλλογή 2000, σ. I-7321, σκέψη 39, της 27ης Οκτωβρίου 2009, C-115/08, ČEZ, Συλλογή 2009, σ. Ι-10265, σκέψη 138, και της 13ης Απριλίου 2010, C-91/08, Wall, Συλλογή 2010, σ. Ι-2815, σκέψη 70). Με δεδομένες τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Conseil constitutionnel και του Conseil d’État, δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτή η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που καθιέρωσαν τον επίμαχο στην κύρια δίκη μηχανισμό ελέγχου της συνταγματικότητας.

51

Η εξέταση του ζητήματος αν είναι δυνατή η σύμφωνη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία του μηχανισμού του προκριματικού ζητήματος συνταγματικότητας δεν εξαλείφει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος συνεργασίας μεταξύ Δικαστηρίου και εθνικών δικαστηρίων, το οποίο καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όπως τα χαρακτηριστικά αυτά απορρέουν από τη νομολογία που υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 41 έως 45 της παρούσας απόφασης.

52

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, η λειτουργία αυτού του συστήματος συνεργασίας προϋποθέτει ότι ο εθνικός δικαστής θα είναι ελεύθερος να υποβάλει στο Δικαστήριο σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνει ενδεδειγμένο, και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας μιας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση του προδικαστικό ερώτημα.

53

Εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει την υποχρέωση κίνησης μιας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, λόγω της οποίας ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αποφασίσει αμέσως να μην εφαρμόσει την εθνική νομοθετική διάταξη την οποία θεωρεί αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, η λειτουργία του συστήματος που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ απαιτεί πάντως να είναι ο εθνικός δικαστής ελεύθερος αφενός να διατάξει κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης και αφετέρου να μην εφαρμόσει, μετά την περάτωση της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την εν λόγω εθνική διάταξη, αν την θεωρεί αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

54

Θα πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι η κατά προτεραιότητα εφαρμογή μιας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας ενός εθνικού νόμου του οποίου το περιεχόμενο περιορίζεται απλώς στη μεταφορά των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων μιας οδηγίας της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα διαπίστωσης της ακυρότητας των πράξεων της Ένωσης, και συγκεκριμένα των οδηγιών, την οποία έχει μόνο το Δικαστήριο και η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου (βλ. επ’ αυτού τις αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψεις 15 έως 20, της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA, Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 27, και της 18ης Ιουλίου 2007, C-119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I-6199, σκέψη 53).

55

Εφόσον δηλαδή η κατά προτεραιότητα εφαρμογή μιας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας οδηγεί στην κατάργηση ενός εθνικού νόμου ο οποίος περιορίζεται απλώς στη μεταφορά των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων μιας οδηγίας της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο, για τον λόγο ότι ο νόμος αυτός αντιβαίνει στο εθνικό Σύνταγμα, το Δικαστήριο θα μπορούσε, στην πράξη, να μην έχει πλέον τη δυνατότητα να ελέγχει, κατόπιν αίτησης των δικαστηρίων της ουσίας του οικείου κράτους μέλους, το κύρος της εν λόγω οδηγίας για τους ίδιους λόγους, αλλά σε σχέση με επιταγές του πρωτογενούς δικαίου, και συγκεκριμένα των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο το άρθρο 6 ΣΕΕ προσδίδει την ίδια νομική ισχύ που έχουν οι Συνθήκες.

56

Πριν ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας ενός νόμου, το περιεχόμενο του οποίου το περιεχόμενο περιορίζεται απλώς στη μεταφορά των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων μιας οδηγίας της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο, να είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τους ίδιους λόγους για τους οποίους τίθεται ζήτημα κύρους της οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, είναι καταρχήν υποχρεωμένα, βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το κύρος της οδηγίας αυτής και, στη συνέχεια, να συναγάγουν τις συνέπειες της προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, εκτός αν το ίδιο το δικαστήριο που έχει κινήσει τη διαδικασία του παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας έχει υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αυτό βάσει του δεύτερου εδαφίου του ίδιου αυτού άρθρου. Πράγματι, όταν πρόκειται για εθνικό νόμο μεταφοράς που έχει αυτό το περιεχόμενο, το ζήτημα αν η οδηγία είναι έγκυρη αποτελεί πρόκριμα για την υποχρέωση μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο. Επιπλέον, το γεγονός ότι για την εξέταση του ζητήματος από τα εθνικά δικαστήρια προβλέπεται συγκεκριμένη αυστηρή προθεσμία δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την υποβολή αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς το κύρος της επίμαχης οδηγίας.

57

Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που καθιερώνει μια παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των εθνικών νόμων, καθόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή της διαδικασίας αυτής έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζονται, τόσο πριν από την παραπομπή του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων όσο και μετά την έκδοση, ενδεχομένως, απόφασης από το δικαστήριο αυτό επί του εν λόγω ζητήματος, όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια να ασκούν την ευχέρειά τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Αντίθετα, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η εν λόγω εθνική νομοθετική ρύθμιση, εφόσον τα λοιπά εθνικά δικαστήρια εξακολουθούν να είναι ελεύθερα:

να υποβάλουν στο Δικαστήριο σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγμένο, και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση τους προδικαστικό ερώτημα,

να διατάξουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης και

να μην εφαρμόσουν, μετά την περάτωση της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την εν λόγω εθνική διάταξη, αν την θεωρούν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

58

Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν αντιβαίνει στο άρθρο 67 ΣΛΕΕ η εθνική νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει στις αστυνομικές αρχές να ελέγχουν, εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα κράτους μέλους με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη Σύμβαση εφαρμογής, την ταυτότητα οποιουδήποτε ατόμου, προκειμένου να εξακριβώνουν την τήρηση της υποχρέωσης του ελεγχόμενου ατόμου να έχει στην κατοχή του και να μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

59

Ο A. Melki και ο S. Abdeli είναι της γνώμης ότι τα άρθρα 67 ΣΛΕΕ και 77 ΣΛΕΕ προβλέπουν την πλήρη απουσία ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και ότι επομένως η Συνθήκη της Λισσαβώνας έχει αναγάγει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε απόλυτη αρχή, ανεξάρτητη από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων. Κατά συνέπεια, η ελεύθερη κυκλοφορία αυτή απαγορεύει περιορισμούς όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ, το οποίο επιτρέπει στις εθνικές αρχές να διενεργούν συστηματικούς ελέγχους ταυτότητας στις μεθοριακές περιοχές. Επιπλέον, ο A. Melki και ο S. Abdeli ζητούν να αναγνωριστεί ότι το άρθρο 21 του κανονισμού 562/2006 είναι ανίσχυρο, διότι προσκρούει στην απόλυτη ελευθερία κυκλοφορίας την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 67 ΣΛΕΕ και 77 ΣΛΕΕ.

60

Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο δικαιολογητικός λόγος για τις επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις συνίσταται στην ανάγκη καταπολέμησης ενός είδους συγκεκριμένης εγκληματικότητας στις περιοχές διέλευσης των συνόρων και στις παραμεθόριες ζώνες, όπου υπάρχουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι. Οι έλεγχοι ταυτότητας που διενεργούνται βάσει του άρθρου 78-2, τέταρτο εδάφιο, του ΚΠΔ τηρούν πλήρως το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006. Σκοπός τους είναι η εξακρίβωση της ταυτότητας ενός ατόμου, ώστε να προλαμβάνεται η διάπραξη αδικημάτων ή η διασάλευση της δημόσιας τάξης ή να εντοπίζονται οι δράστες ενός αδικήματος. Οι έλεγχοι αυτοί βασίζονται άλλωστε σε γενικές πληροφορίες και στην πείρα των αστυνομικών υπηρεσιών, αφού από την πείρα αυτή έχει αποδειχθεί η ιδιαίτερη χρησιμότητα των ελέγχων στις ζώνες αυτές. Οι έλεγχοι διενεργούνται βάσει των πληροφοριών που έχει η αστυνομία από προηγούμενες έρευνές της ή πληροφοριών που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών αρχών των διαφόρων κρατών μελών και με βάση τις οποίες καθορίζονται ο τόπος και ο χρόνος των ελέγχων. Οι εν λόγω έλεγχοι δεν είναι ούτε πάγιοι ούτε μόνιμοι ούτε συστηματικοί. Αντίθετα, διενεργούνται αιφνιδίως.

61

Η Γερμανική, η Ελληνική, η Ολλανδική και η Σλοβακική Κυβέρνηση προτείνουν επίσης να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα και τονίζουν ότι, ακόμη και μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, επιτρέπεται η διενέργεια μη συστηματικών αστυνομικών ελέγχων στις παραμεθόριες ζώνες, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 21 του κανονισμού 562/2006. Οι κυβερνήσεις αυτές υποστηρίζουν κυρίως ότι οι έλεγχοι ταυτότητας στις ζώνες αυτές, τους οποίους προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, διαφέρουν, όσον αφορά τον σκοπό τους, το περιεχόμενό τους, τον τρόπο διενέργειας και τις συνέπειές τους, από τους ελέγχους στα σύνορα κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού 562/2006. Οι εν λόγω έλεγχοι επιτρέπονται με βάση το άρθρο 21, στοιχείο αʹ ή γʹ, του κανονισμού αυτού.

62

Αντίθετα, η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή φρονούν ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού 562/2006. Οι έλεγχοι που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση συνιστούν συγκαλυμμένους ελέγχους στα σύνορα, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού 562/2006, διότι το άρθρο αυτό επιτρέπει ελέγχους μόνο στις παραμεθόριες περιοχές και η μόνη προϋπόθεση που θέτει είναι η παρουσία του ελεγχόμενου ατόμου σε μία από τις περιοχές αυτές.

Απάντηση του Δικαστηρίου

63

Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος καμιάς διάταξης του κανονισμού 562/2006. Δεδομένου ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκτιμήσει το κύρος του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι ένας από τους διαδίκους αυτούς προέβαλε το ζήτημα αυτό ενώπιόν του (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2006, C-376/05 και C-377/05, Brünsteiner και Autohaus Hilgert, Συλλογή 2006, σ. I-11383, σκέψη 28).

64

Όσον αφορά την αίτηση του εθνικού δικαστηρίου για ερμηνεία του άρθρου 67 ΣΛΕΕ, η παράγραφος 2 του οποίου προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, τονίζεται ότι το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», του τίτλου V της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει ότι αποδέκτης της υποχρέωσης που επιβάλλει το άρθρο αυτό είναι η ίδια η Ένωση. Αυτό το κεφάλαιο 1 περιλαμβάνει επίσης το άρθρο 72, το οποίο επαναλαμβάνει την επιφύλαξη του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΕΚ ως προς την άσκηση των ευθυνών που βαρύνουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.

65

Το κεφάλαιο 2 του εν λόγω τίτλου V περιέχει ειδικές διατάξεις για την αφορώσα τους ελέγχους στα σύνορα πολιτική, μεταξύ των οποίων το άρθρο 77 ΣΛΕΕ, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 62 ΕΚ. Κατά την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, του εν λόγω άρθρου 77, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν τα μέτρα που αφορούν την απουσία κάθε ελέγχου των προσώπων κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί με βάση το άρθρο αυτό, και συγκεκριμένα τα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού 562/2006, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης μια εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ.

66

Ο κοινοτικός νομοθέτης έχει εφαρμόσει την αρχή της απουσίας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα θεσπίζοντας, με βάση το άρθρο 62 ΕΚ, τον κανονισμό 562/2006, σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, η ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν. Ο κανονισμός αυτός θέσπισε, με τον τίτλο III, ένα κοινοτικό καθεστώς για τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων, το οποίο αντικατέστησε από τις 13 Οκτωβρίου 2006 το άρθρο 2 της Σύμβασης εφαρμογής. Η εφαρμογή του κανονισμού αυτού δεν επηρεάστηκε από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Συγκεκριμένα, το πρωτόκολλο αριθ. 19 που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη αυτή προβλέπει ρητά ότι το κεκτημένο του Σένγκεν διατηρείται σε ισχύ.

67

Το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006 ορίζει ότι η διέλευση των εσωτερικών συνόρων επιτρέπεται σε οποιοδήποτε σημείο και χωρίς συνοριακούς ελέγχους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των προσώπων. Κατά το άρθρο 2, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού, ως «συνοριακοί έλεγχοι» νοούνται οι έλεγχοι στα συνοριακά σημεία διέλευσης, προκειμένου να εξακριβώνεται ότι τα πρόσωπα δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν.

68

Όσον αφορά τους ελέγχους που προβλέπονται από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ, διαπιστώνεται ότι δεν διενεργούνται «στα σύνορα», αλλά στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας και ότι δεν έχουν σχέση με τη διέλευση των συνόρων από το ελεγχόμενο άτομο. Συγκεκριμένα, δεν πραγματοποιούνται κατά το χρονικό σημείο της διέλευσης των συνόρων. Επομένως, οι έλεγχοι αυτοί δεν αποτελούν συνοριακούς ελέγχους που απαγορεύονται από το άρθρο 20 του κανονισμού 562/2006, αλλά ελέγχους εντός του εδάφους του κράτους μέλους, τους οποίους διέπει το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού.

69

Το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006 ορίζει ότι η κατάργηση του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων δεν θίγει την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους, και ότι αυτό ισχύει και στις παραμεθόριες περιοχές. Κατά συνέπεια, οι έλεγχοι στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας ενός κράτους μέλους δεν απαγορεύονται, κατά το εν λόγω άρθρο 21, στοιχείο αʹ, παρά μόνο αν έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους.

70

Κατά το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί, ειδικότερα, να θεωρηθεί ισοδύναμη με τους συνοριακούς ελέγχους όταν τα αστυνομικά μέτρα δεν έχουν ως στόχο τον έλεγχο των συνόρων, βασίζονται σε γενικές πληροφορίες και την πείρα της αστυνομίας όσον αφορά ενδεχόμενες απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από τους συστηματικούς ελέγχους προσώπων στα εξωτερικά σύνορα και, τέλος, διενεργούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων.

71

Όσον αφορά το ζήτημα αν η άσκηση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που απονέμει το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι ο σκοπός των ελέγχων που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν συμπίπτει με τον σκοπό του συνοριακού ελέγχου κατά την έννοια του κανονισμού 562/2006. Σκοπός του τελευταίου αυτού ελέγχου είναι, κατά το άρθρο 2, σημεία 9 έως 11, του εν λόγω κανονισμού, αφενός να εξακριβώνεται ότι τα άτομα δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν και αφετέρου να εμποδίζονται τα άτομα να παρακάμπτουν τους συνοριακούς ελέγχους. Αντίθετα, η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου αποσκοπεί στην εξακρίβωση της τήρησης της υποχρέωσης του ελεγχόμενου ατόμου να έχει στην κατοχή του και να μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Η εξουσία των κρατών μελών να επιβάλλουν τέτοιες υποχρεώσεις με την εθνική τους νομοθεσία δεν θίγεται, κατά το άρθρο 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 562/2006, από την κατάργηση του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων.

72

Δεύτερον, το γεγονός ότι το κατά τόπο πεδίο άσκησης της αρμοδιότητας που παρέχει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη περιορίζεται σε μια μεθοριακή ζώνη δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα, κατά την έννοια του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006, αν ληφθούν υπόψη το γράμμα και ο σκοπός του εν λόγω άρθρου 21. Όσον αφορά όμως τους ελέγχους που διεξάγονται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο ή σε αυτοκινητόδρομο με διόδια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη προβλέπει ειδικούς κανόνες σχετικά με το κατά τόπο πεδίο εφαρμογής της, πράγμα που θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιου ισοδύναμου αποτελέσματος.

73

Εξάλλου, το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού ΚΠΔ, το οποίο επιτρέπει τη διεξαγωγή ελέγχων ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου ατόμου και από τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει κίνδυνος διατάραξης της δημόσιας τάξης, δεν περιέχει ούτε διευκρινίσεις ούτε όρους για την άσκηση της απονεμόμενης αρμοδιότητας, και συγκεκριμένα για το πόσο εντατικοί και συχνοί μπορούν να είναι οι έλεγχοι που διεξάγονται επ’ αυτής της νομικής βάσης, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να καταλήγει στην πράξη η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από τις αρμόδιες αρχές στη διεξαγωγή ελέγχων που να έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους, κατά την έννοια του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006.

74

Για να τηρούνται τα άρθρα 20 και 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006, ερμηνευόμενα με βάση τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου, η εθνική νομοθετική ρύθμιση που απονέμει στις αστυνομικές αρχές αρμοδιότητα για την πραγματοποίηση ελέγχων ταυτότητας, η οποία αφενός μπορεί να ασκηθεί μόνο εντός των παραμεθόριων περιοχών του κράτους μέλους που συνορεύουν με άλλα κράτη μέλη και αφετέρου είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά του ελεγχόμενου ατόμου και από τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει κίνδυνος διατάραξης της δημόσιας τάξης, πρέπει να προβλέπει τα αναγκαία μέτρα πλαισίωσης της αρμοδιότητας που απονέμει στις αρχές αυτές, με σκοπό κυρίως την παροχή κατευθυντήριων οδηγιών για την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης που έχουν οι εν λόγω αρχές κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής στην πράξη. Αυτά τα μέτρα πλαισίωσης πρέπει να διασφαλίζουν ότι η άσκηση της αρμοδιότητας διεξαγωγής ελέγχων ταυτότητας δεν θα έχει, στην πράξη, ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους, όπως προσδιορίζεται ειδικότερα στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006.

75

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού 562/2006 η εθνική νομοθετική ρύθμιση που απονέμει στις αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους την αρμοδιότητα να ελέγχουν, αποκλειστικά και μόνο εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα του κράτους αυτού με άλλα κράτη που μετέχουν στη Σύμβαση εφαρμογής, την ταυτότητα οποιουδήποτε ατόμου, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του και από τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει κίνδυνος διατάραξης της δημόσιας τάξης, προκειμένου να εξακριβώνουν την τήρηση της υποχρέωσης του ελεγχόμενου ατόμου να έχει στην κατοχή του και να μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο, εφόσον η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν προβλέπει τα αναγκαία μέτρα πλαισίωσης της αρμοδιότητας αυτής, ώστε να διασφαλίζεται ότι η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας στην πράξη δεν θα έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους.

Επί των δικαστικών εξόδων

76

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που καθιερώνει μια παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των εθνικών νόμων, καθόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή της διαδικασίας αυτής έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζονται, τόσο πριν από την παραπομπή του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων όσο και μετά την έκδοση, ενδεχομένως, απόφασης από το δικαστήριο αυτό επί του εν λόγω ζητήματος, όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια να ασκούν την ευχέρειά τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Αντίθετα, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ η εν λόγω εθνική νομοθετική ρύθμιση, εφόσον τα λοιπά εθνικά δικαστήρια εξακολουθούν να είναι ελεύθερα:

να υποβάλουν στο Δικαστήριο σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγμένο, και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση τους προδικαστικό ερώτημα,

να διατάξουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης και

να μην εφαρμόσουν, μετά την περάτωση της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την εν λόγω εθνική διάταξη, αν την θεωρούν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

 

2)

Αντιβαίνει στο άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικα συνόρων του Σένγκεν), η εθνική νομοθετική ρύθμιση που απονέμει στις αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους την αρμοδιότητα να ελέγχουν, αποκλειστικά και μόνο εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα του κράτους αυτού με άλλα κράτη που μετέχουν στη Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990, την ταυτότητα οποιουδήποτε ατόμου, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του και από τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει κίνδυνος διατάραξης της δημόσιας τάξης, προκειμένου να εξακριβώνουν την τήρηση της υποχρέωσης του ελεγχόμενου ατόμου να έχει στην κατοχή του και να μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο, εφόσον η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν προβλέπει τα αναγκαία μέτρα πλαισίωσης της αρμοδιότητας αυτής, ώστε να διασφαλίζεται ότι η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας στην πράξη δεν θα έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.