61994J0212

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Φεβρουαρίου 1996. - FMC plc, FMC (Meat) Ltd, DT Duggins Ltd, Marshall (Lamberhurst) Ltd, Montelupo Ltd και North Devon Meat Ltd κατά Intervention Board for Agricultural Produce και Ministry of Agriculture, Fisheries and Food. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο. - Κοινή οργάνωση των αγορών προβείου και αιγείου κρέατος - Clawback - Μέθοδος υπολογισμού - Κύρος - Απόδειξη - Επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος. - Υπόθεση C-212/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00389


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Γεωργία * Κοινή οργάνωση των αγορών * Πρόβειο και αίγειο κρέας * Μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή * Ισοδύναμο ποσό εισπραττόμενο κατά την εξαγωγή προς άλλο κράτος μέλος (clawback) * Μέθοδος υπολογισμού * Ποσό ισοδύναμο με εκείνο της πράγματι χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως * Το βάρος της αποδείξεως φέρουν οι εξαγωγείς * Ποσό ίσο προς τον μέσο όρο των πριμοδοτήσεων που καθορίστηκαν για την εβδομάδα εξαγωγής των προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες * Εγκυρότητα

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1837/80, άρθρο 9 PAR 3, και 3013/89, άρθρο 24 PAR 5 κανονισμός 1922/92 της Επιτροπής)

2. Γεωργία * Κοινή οργάνωση των αγορών * Πρόβειο και αίγειο κρέας * Μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή * Ισοδύναμο ποσό εισπραττόμενο κατά την εξαγωγή προς άλλο κράτος μέλος (clawback) * Μέθοδος υπολογισμού * Ποσό ισοδύναμο με εκείνο της πράγματι χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως * Αποδείξεις που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους από τους εμπόρους * Εφαρμογή των εθνικών κανόνων * Προϋποθέσεις

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 5 κανονισμοί της Επιτροπής 1633/84, άρθρο 4 PAR 1, και 1922/92, άρθρα 1 και 2)

3. Προδικαστικά ερωτήματα * Εκτίμηση του κύρους * Αναγνώριση του ανισχύρου ενός κανονισμού * Αποτελέσματα * Διαχρονικά όρια * Εξαίρεση υπέρ του επιχειρηματία ο οποίος έχει ασκήσει ένδικη προσφυγή ή άλλη, ισοδύναμη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο, ένσταση * Περιεχόμενο της εξαιρέσεως που προβλέπεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992 στις υποθέσεις C-38/90 και C-151/90 * Δυνατότητα των επιχειρηματιών που τυγχάνουν της εξαιρέσεως να επικαλούνται, προς στήριξη των αιτήσεών τους περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος, το ανίσχυρο του επίμαχου κανονισμού από της ενάρξεως της ισχύος του * 'Ορια

(Κανονισμός 1633/84 της Επιτροπής, άρθρο 4 PAR PAR 1 και 2)

4. Γεωργία * Κοινή οργάνωση των αγορών * Πρόβειο και αίγειο κρέας * Μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή * Ισοδύναμο ποσό εισπραττόμενο κατά την εξαγωγή προς άλλο κράτος μέλος (clawback) * Αίτηση επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback * Εφαρμογή του εθνικού δικαίου * Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1922/92 της Επιτροπής, άρθρο 2 PAR 1)

Περίληψη


1. Εφόσον, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών προβείου και αιγείου κρέατος, με την είσπραξη του clawback σκοπείται η αποφυγή των διαταράξεων του ενδοκοινοτικού εμπορίου που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεταβλητής πριμοδοτήσεως για τη σφαγή, το clawback πρέπει να διαρρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξουδετερώνει το αποτέλεσμα της πριμοδοτήσεως κατά την έξοδο από τη συγκεκριμένη περιοχή των προϊόντων που έτυχαν της εν λόγω πριμοδοτήσεως, χωρίς το σύστημα αυτό να μπορεί ούτε να συνιστά μειονέκτημα για τους παραγωγούς της περιοχής αυτής, πράγμα που θα συνέβαινε αν το εισπραττόμενο ποσό του clawback ήταν χαμηλότερο του ποσού της χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως, ούτε να θίγει την ανταγωνιστική τους θέση, πράγμα που θα συνέβαινε αν το ποσό του clawback υπερέβαινε το ποσό της πριμοδοτήσεως.

Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο εναλλακτικές επιλογές σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού του clawback που πρέπει να εισπραχθεί ή να επιστραφεί σε περίπτωση αχρεωστήτου εισπράξεως, επιλογές οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό 1922/92, είναι αναμφίβολο ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού, που προσφέρεται στους εμπόρους που είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους το ύψος της πριμοδοτήσεως που πράγματι χορηγήθηκε για τα υποκείμενα στο clawback προϊόντα, συνάδει προς τον σκοπό του συστήματος εισπράξεως του clawback, διότι καθορίζει το ύψος του clawback στο ίδιο επίπεδο με το ύψος της χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως για τη σφαγή.

Ως προς τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομίσουν οι έμποροι στο πλαίσιο της πρώτης αυτής εναλλακτικής επιλογής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απάδει προδήλως προς τον ως άνω σκοπό το να απαιτηθούν οι αποδείξεις αυτές από τους εξαγωγείς. Πράγματι, τα άρθρα 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1837/80 και 24, παράγραφος 5, του κανονισμού 3013/89, που αφορούν και τα δύο την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα και αιγείου κρέατος, προέβλεπαν σαφώς ότι το ύψος του clawback έπρεπε να είναι ισοδύναμο προς το ύψος της πριμοδοτήσεως, οπότε ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας, ο οποίος γνώριζε ότι όφειλε να καταβάλει clawback, έπρεπε να προετοιμαστεί καταλλήλως για να εφοδιαστεί με τις αναγκαίες αποδείξεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποδειχθεί η ισοδυναμία αυτή. Εξάλλου, ο εξαγωγέας γνωρίζει την ταυτότητα του επιχειρηματία από τον οποίο αγόρασε τα προϊόντα για τα οποία πρέπει να αποδώσει το clawback, οπότε είναι ο πλέον κατάλληλος για να προσκομίσει την απαιτούμενη απόδειξη. Επιπλέον, για την περίπτωση που ο εξαγωγέας αδυνατεί να προσκομίσει την απόδειξη αυτή, ο εν λόγω κανονισμός 1922/92 προέβλεψε, στη δεύτερη εναλλακτική επιλογή, μια άλλη μέθοδο υπολογισμού του clawback.

Η μέθοδος αυτή, που στηρίζεται στη μέση αξία των ποσών της πριμοδοτήσεως που ίσχυσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τεσσάρων εβδομάδων, στην οποία περιλαμβάνεται αναγκαστικά τόσο ο χρόνος της πρώτης διαθέσεως στην αγορά του προϊόντος όσο και ο χρόνος εξαγωγής του, συνάδει επίσης προς τον σκοπό του clawback. Συγκεκριμένα, αφενός μεν, βάσει της μεθόδου αυτής μπορούν να μειωθούν σημαντικά οι διακυμάνσεις του clawback σε σχέση με εκείνες που προέκυπταν από το προηγούμενο σύστημα υπολογισμού που κηρύχθηκε ανίσχυρο, σύμφωνα με το οποίο το clawback ισοδυναμούσε με το ύψος της πριμοδοτήσεως που είχε καθοριστεί για μόνη την εβδομάδα εξαγωγής των σχετικών προϊόντων, αφετέρου δε, η χρησιμοποίηση μιας μέσης τιμής καθοριζόμενης σε μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων αποτελεί εγγύηση ότι το ύψος του clawback προσεγγίζει κατά το δυνατόν το ύψος της πριμοδοτήσεως.

2. Ο περί αποδείξεως όρος που επιβάλλεται, αφενός, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, που αφορά, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών του προβείου και αιγείου κρέατος, το σύστημα εισπράξεως του clawback, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, και, αφετέρου, από το άρθρο 2 του τελευταίου αυτού κανονισμού, ο οποίος καθορίζει τις προϋποθέσεις επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος clawback, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι έμποροι οφείλουν να αποδεικνύουν, επαρκώς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εντός της καθοριζομένης με τον εν λόγω κανονισμό προθεσμίας, το ύψος της πριμοδοτήσεως που έχει πράγματι χορηγηθεί για τα υποκείμενα στο clawback προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες δεν θίγουν το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

Συναφώς, και εν όψει του ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης επιβάλλει στις εθνικές αρχές το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας το οποίο τους απαγορεύει να θίγουν τα αποτελέσματα και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που προβλέπονται στο ισχύον εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες διαδικασίες εσωτερικής φύσεως ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή τη θέση σε εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και να παρακωλύουν ως εκ τούτου την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.

3. Όσον αφορά τις αιτήσεις επιστροφής του clawback που καταβλήθηκε αχρεωστήτως πριν από τις 10 Μαρτίου 1992, η σκέψη 30 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 1992, C-38/90 και C-151/90, Lomas κ.λπ., πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στους επιχειρηματίες ή στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή άλλη ισοδύναμη σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ένσταση, να επικαλούνται το ανίσχυρο του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84, που αφορά, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών προβείου και αιγείου κρέατος, το σύστημα εισπράξεως του clawback, από της ενάρξεως της ισχύος του, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής, εντός των επιβαλλομένων από το κοινοτικό δίκαιο ορίων, ενδεχομένων εθνικών διατάξεων οι οποίες περιορίζουν τον προ της ασκήσεως της προσφυγής χρόνο για τον οποίο μπορεί να υπάρξει επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού.

4. Όσον αφορά τα σημεία που δεν ρυθμίστηκαν με το άρθρο 2 του κανονισμού 1922/92, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1633/84, που αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της μεταβλητής πριμοδοτήσεως για τη σφαγή των προβατοειδών, και περί των όρων επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback, τα εθνικά δικαστήρια που θα κληθούν να αποφανθούν επί αιτήσεως επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback πρέπει να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιό τους, εφόσον οι προβλεπόμενες από αυτό διαδικαστικές λεπτομέρειες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές εσωτερικού δικαίου και εφόσον οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι έτσι διαρρυθμισμένες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.

Συναφώς, ένας εθνικός κανόνας, κατά τον οποίο ένα ποσό που καταβλήθηκε σε δημόσια αρχή κατόπιν νομικής πλάνης δεν μπορεί να επιστραφεί παρά μόνον αν η καταβολή αυτή πραγματοποιήθηκε με κάθε επιφύλαξη, προδήλως δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, καθόσον μπορεί να θίξει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο. Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ρητώς τα πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί επιστροφής, χωρίς να την εξαρτά από προϋποθέσεις σχετικές με τη συμπεριφορά τους κατά την πληρωμή.

Αντιθέτως, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα εθνικά νομικά συστήματα να αποκλείουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, όταν αυτό συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-212/94,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court of Justice, Queen' s Bench Division, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

FMC plc,

FMC (Meat) Ltd,

DT Duggins Ltd,

Marshall (Lamberhurst) Ltd,

Montelupo Ltd,

North Devon Meat Ltd

και

Intervention Board for Agricultural Produce,

Ministry of Agriculture, Fisheries and Food,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος και την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1633/84 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 1984, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της μεταβλητής πριμοδότησης για τη σφαγή των προβατοειδών και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2661/80 (EE L 154, σ. 27), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1922/92 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1992, περί τροποποιήσεως του προπαρατεθέντος κανονισμού 1633/84 και περί καθορισμού των όρων [επιστροφής] του "clawback" μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/90 και C-151/90 (EE L 195, σ. 10), καθώς και του άρθρου 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1922/92, και ως προς την ερμηνεία της σκέψεως 30 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, C-38/90 και C-151/90, Lomas κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-1781),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler (εισηγητή), J. L. Murray και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* οι ενάγουσες της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενες από τον C. Quigley, barrister, ενεργούντα κατ' εντολήν του H. Smith, solicitor,

* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από τους G. Barling, QC, και D. Anderson, barrister,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους T. Van Rijn, νομικό σύμβουλο, και X. Lewis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των εναγουσών της κυρίας δίκης, εκπροσωπουμένων από τον C. Quigley, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τους J. E. Collins και G. Barling, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον T. Van Rijn και την P. Watson, barrister, κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 1995,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 1994, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουλίου 1994, το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος και την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1633/84 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 1984, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της μεταβλητής πριμοδότησης για τη σφαγή των προβατοειδών και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2661/80 (EE L 154, σ. 27), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1922/92 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1992, περί τροποποιήσεως του προπαρατεθέντος κανονισμού 1633/84 και περί καθορισμού των όρων [επιστροφής] του "clawback" μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/90 και C-151/90 (EE L 195, σ. 10), καθώς και του άρθρου 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1922/92, και ως προς την ερμηνεία της σκέψεως 30 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, C-38/90 και C-151/90, Lomas κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-1781).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών FMC plc, FMC (Meat) Ltd, DT Duggins Ltd, Marshall (Lamberhurst) Ltd, Montelupo Ltd και North Devon Meat Ltd (στο εξής: FMC κ.λπ.), με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, και του Intervention Board for Agricultural Produce (βρετανικού οργανισμού παρεμβάσεως για τα γεωργικά προϊόντα, στο εξής: Board), καθώς και του Ministry of Agriculture, Fisheries and Food (Υπουργείου Γεωργίας, Αλιείας και Διατροφής του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: Ministry).

3 Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1837/80 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 150), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 871/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 (EE L 90, σ. 35), θεσπίστηκε κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του προβείου και του αιγείου κρέατος, η οποία προέβλεπε διαφόρους μηχανισμούς στηρίξεως της αγοράς.

4 Ωστόσο, αυτή η κοινή οργάνωση ήταν ατελής, στο μέτρο που, αφενός μεν, δημιουργούσε στον τομέα του προβείου κρέατος όχι μια ενιαία αγορά αλλά πλείονες περιφερειακές αγορές, αφετέρου δε, ένα από τα μέτρα στηρίξεως, ήτοι η μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή προβατοειδών, εχορηγείτο μόνον στους παραγωγούς της Μεγάλης Βρετανίας.

5 Η πριμοδότηση αυτή μπορούσε να χορηγηθεί οσάκις η τιμή της αγοράς ήταν χαμηλότερη του 85 % της τιμής βάσεως, το δε ποσό της καθοριζόταν κάθε εβδομάδα από την Επιτροπή. Τα ζώα για τα οποία είχε χορηγηθεί η πριμοδότηση έπρεπε, εντός είκοσι μιας ημερών από της ημερομηνίας κατά την οποία είχαν διατεθεί για πρώτη φορά στην αγορά με σκοπό τη σφαγή, είτε να σφαγούν εντός της Μεγάλης Βρετανίας είτε να εξαχθούν.

6 Προς αποφυγήν διαταραχών στις συναλλαγές που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της πριμοδοτήσεως για τη σφαγή, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1837/80 προέβλεπε ότι η Επιτροπή έπρεπε να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστήσει δυνατή την είσπραξη, κατά την εξαγωγή από τη Μεγάλη Βρετανία των προϊόντων για τα οποία είχε χορηγηθεί η εν λόγω πριμοδότηση, "ενός ποσού ισοδύναμου με εκείνο της πριμοδότησης που πράγματι χορηγήθηκε". Το ποσό αυτό, αποκαλούμενο clawback, όφειλαν να καταβάλουν οι εξαγωγείς έμποροι.

7 Οι λεπτομέρειες υπολογισμού και εισπράξεως του clawback θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 1633/84.

8 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προέβλεπε την είσπραξη, κατά την έξοδο από τη Μεγάλη Βρετανία των προϊόντων που είχαν τύχει της μεταβλητής πριμοδοτήσεως για τη σφαγή, ποσού ισοδύναμου με το ποσό της πριμοδοτήσεως που είχε καθοριστεί για την εβδομάδα κατά την οποία είχε πραγματοποιηθεί η εξαγωγή των σχετικών προϊόντων. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε να προβλέψει τη σύσταση εγγυήσεως, της οποίας το ποσό έπρεπε να επαρκεί για να καλύπτει το οφειλόμενο κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 1 ποσό και η οποία αποδεσμευόταν μόλις καταβαλλόταν το ποσό αυτό.

9 Από της 1ης Ιανουαρίου 1990, ο κανονισμός 1837/80, τροποποιηθείς το 1984, αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3013/89 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1989 (EE L 289, σ. 1), ο οποίος προβλέπει μια ενοποιημένη κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος, υπό την επιφύλαξη ορισμένων μεταβατικών διαδικαστικών λεπτομερειών. Μία από αυτές αφορά το άρθρο 24, το οποίο επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να χορηγεί τη μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή μέχρι τέλους της περιόδου εμπορίας 1992. Σε περίπτωση καταβολής της πριμοδοτήσεως πρέπει να εισπράττεται, κατά την έξοδο του ζώου από τη Μεγάλη Βρετανία, clawback ποσού ισοδύναμου προς το ποσό της πράγματι χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως.

10 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3246/91 της Επιτροπής, της 7ης Νοεμβρίου 1991 (EE L 307, σ. 16), επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο να μη χορηγεί πλέον την πριμοδότηση για τη σφαγή των προβατοειδών από της ενάρξεως της περιόδου 1992.

11 Με την προπαρατεθείσα απόφαση Lomas κ.λπ. της 10ης Μαρτίου 1992, το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, καθόσον προέβλεπε την είσπραξη clawback, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αντιστοιχούσε ακριβώς προς το ποσό της πράγματι χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως και υπερέβαινε έτσι τα όρια της εξουσίας που είχε παράσχει στην Επιτροπή το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1837/80. Συγκεκριμένα, η πριμοδότηση καταβαλλόταν στο ύψος που καθοριζόταν για την εβδομάδα κατά την οποία το ζώο είχε διατεθεί στην αγορά, ενώ το clawback ισοδυναμούσε προς το ύψος της πριμοδοτήσεως που καθοριζόταν για την εβδομάδα κατά την οποία είχε πραγματοποιηθεί η εξαγωγή. Το ζώο, όμως, για το οποίο είχε καταβληθεί η πριμοδότηση μπορούσε να εξαχθεί εντός είκοσι μιας ημερών μετά την πρώτη διάθεσή του στην αγορά. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1633/84, που αφορούσε τη σύσταση της εγγυήσεως, κηρύχθηκε ανίσχυρο για τους ίδιους λόγους.

12 Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι η αναγνώριση του ανισχύρου του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84 δεν μπορούσε να προβληθεί με αναδρομικό αποτέλεσμα ανατρέχον σε ημερομηνία προγενέστερη της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, εξαιρουμένης της περιπτώσεως των επιχειρηματιών ή των ελκόντων εξ αυτών δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή άλλη, ισοδύναμη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο, ένσταση (σκέψη 30 και σημείο 2 του διατακτικού).

13 Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 1922/92, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1633/84 και περί καθορισμού των όρων επιστροφής του clawback.

14 Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού τροποποιεί ως εξής τις διαδικαστικές λεπτομέρειες υπολογισμού και εισπράξεως του clawback.

15 Οι έμποροι έχουν δύο εναλλακτικές επιλογές. Κατά την πρώτη, το ύψος του clawback ισοδυναμεί με το ύψος της πράγματι χορηγηθείσας για τα εν λόγω προϊόντα πριμοδοτήσεως για να μπορέσουν να τύχουν αυτής της μεθόδου υπολογισμού, οι έμποροι οφείλουν να παράσχουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, επαρκείς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αποδείξεις σε σχέση με το ύψος της πριμοδοτήσεως που πράγματι έχει χορηγηθεί για τα προϊόντα που υπόκεινται στο clawback. Κατά τη δεύτερη επιλογή, το ύψος του clawback ισοδυναμεί με τον μέσον όρο των πριμοδοτήσεων που έχουν καθοριστεί για την εβδομάδα εξόδου των προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες. Αν ο επιχειρηματίας δεν δηλώσει την επιλογή του εντός της προβλεπομένης προθεσμίας ή αν, στην περίπτωση της πρώτης επιλογής, δεν προσκομισθούν επαρκείς αποδείξεις, η εγγύηση καταπίπτει στο σύνολό της.

16 Το άρθρο 2 του κανονισμού 1922/92 προβλέπει τις προϋποθέσεις επιστροφής του clawback που καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

17 Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει δύο επίσης εναλλακτικές επιλογές. Βάσει της πρώτης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιστρέφουν, εντός των προθεσμιών και βάσει της διαδικασίας που προβλέπονται στη σχετική εθνική νομοθεσία, τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος clawback και του ύψους της πράγματι εισπραχθείσας πριμοδοτήσεως για τα ίδια προϊόντα στους εμπόρους ή στους εντολοδόχους τους, οι οποίοι, πριν από την απόφαση Lomas κ.λπ., είχαν κινήσει ένδικη διαδικασία ή υποβάλει ισοδύναμη καταγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά της μεθόδου υπολογισμού που κηρύχθηκε ανίσχυρη με την απόφαση αυτή. Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, οι έμποροι έπρεπε να προσκομίσουν, πριν από τις 30 Νοεμβρίου 1992, επαρκείς κατά την κρίση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αποδείξεις σχετικά με το ύψος της πράγματι εισπραχθείσας πριμοδοτήσεως για τα προϊόντα που υπόκεινται στο clawback. Βάσει της δεύτερης επιλογής, οι έμποροι μπορούν να ζητήσουν την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ του πράγματι καταβληθέντος clawback και του μέσου όρου της πριμοδοτήσεως που έχει καθοριστεί για την εβδομάδα εξόδου των προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες.

18 Το άρθρο 3 του κανονισμού ορίζει ότι αυτός εφαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις στις οποίες, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Lomas κ.λπ., το clawback δεν είχε ακόμα καταβληθεί ή στις οποίες, κατά το άρθρο 2, είχε κινηθεί η ένδικη διαδικασία ή είχε υποβληθεί ισοδύναμη καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

19 Οι FMC κ.λπ. είναι εταιρίες με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες εξάγουν προβατοειδή και πρόβειο κρέας από τη Μεγάλη Βρετανία.

20 Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο της κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος έχει ανατεθεί στο Board και στο Ministry.

21 Μεταξύ 1980 και 1992, οι FMC κ.λπ. κατέβαλαν στο Board clawback συνολικού ποσού 67 356 379 λιρών στερλινών (UK ), για τις ποσότητες προβείου κρέατος που εξήγαγαν από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι ενάγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι ενήργησαν έτσι με την πεποίθηση ότι ήταν νόμιμη η υποχρέωση καταβολής του clawback, κατ' εφαρμογήν των διαδοχικών κανονισμών του Συμβουλίου.

22 Στις 6 Μαρτίου 1992, οι FMC κ.λπ. άσκησαν αγωγή ενώπιον του High Court of Justice, ζητώντας την επιστροφή ποσού 67 356 379 UK , το οποίο αντιστοιχούσε στο clawback που είχαν καταβάλει μεταξύ 1980 και 1992, για τον λόγο ότι δεν υφίστατο εκ του νόμου υποχρέωση που να τους επιβάλλει την πραγματοποίηση τέτοιων καταβολών. Κατά τις εταιρίες αυτές, το μη νόμιμο της καταβολής που επικαλούνται απορρέει κατ' αρχάς από την απόφαση Lomas κ.λπ., με την οποία κηρύχθηκε ανίσχυρο το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84, και εν συνεχεία, γενικότερα, από τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εφάρμοζαν παγίως το παράνομο αυτό σύστημα. Επικουρικώς, οι FMC κ.λπ. ζήτησαν ενώπιον του High Court την επιστροφή της διαφοράς (το ύψος της οποίας δεν προσδιόρισαν) μεταξύ των ποσών που πράγματι καταβλήθηκαν και του clawback το οποίο θα είχε εισπραχθεί εάν υφίστατο νόμιμη υποχρέωση καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1837/80, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 871/84, και σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 5, του κανονισμού 3013/89.

23 Κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως Lomas κ.λπ., οι εξαγωγείς δεν είχαν προβεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην καταβολή του clawback που τους είχε ζητηθεί, οπότε το Board εξέδωσε κατόπιν, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, ειδοποιήσεις πληρωμής του clawback. Έτσι, μεταξύ των εταιριών που άσκησαν αγωγή ενώπιον του High Court, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και η έκτη κλήθηκαν να καταβάλουν αντιστοίχως 116 626,11 UK , 432 825,15 UK , 43 288,57 UK και 239 823,42 UK .

24 Θεωρώντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1922/92, ήταν ανίσχυρο, οι εταιρίες αυτές αρνήθηκαν να καταβάλουν τα ποσά που τους ζητήθηκαν και κίνησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας να εμποδιστεί η υπέρ του Board κατάπτωση της συσταθείσας εγγυήσεως έως ότου το clawback υπολογιστεί νόμιμα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 5, του κανονισμού 3013/89. Δεδομένου ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε, οι εν λόγω εταιρίες κατέβαλαν στις 15 Απριλίου 1994, με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός τους, συνολικώς ποσό 847 665,58 UK . Ενώπιον του High Court ζητούν να τους επιστραφεί και το ποσό αυτό.

25 Ωστόσο, κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 1995, οι FMC κ.λπ. διευκρίνισαν ότι με την αγωγή τους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ζητούσαν μόνο την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ του πράγματι καταβληθέντος clawback και των ποσών που θα όφειλαν να καταβάλουν ως clawback, βάσει των έγκυρων λεπτομερειών εφαρμογής της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

26 Θεωρώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς ήταν αναγκαία η εκτίμηση του κύρους της σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, καθώς και ότι από τη διαφορά ανέκυπταν προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1633/84 της Επιτροπής [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1922/92 της Επιτροπής] ανίσχυρο καθόσον, μεταξύ άλλων, υπερβαίνει τα όρια των εξουσιών που παρέχει το άρθρο 24, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3013/89 του Συμβουλίου και/ή αντιβαίνει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφαλείας δικαίου, στον βαθμό που:

α) οι έμποροι που επέλεξαν να καταβάλουν clawback βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 1, οφείλουν, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, να παράσχουν επαρκείς για τις αρμόδιες εθνικές αρχές αποδείξεις περί του ποσού της πριμοδοτήσεως που πράγματι χορηγήθηκε για τα υποκείμενα στο εν λόγω clawback προϊόντα και

β) η μόνη εναλλακτική λύση για τους εμπόρους που δεν είναι σε θέση να παράσχουν αποδείξεις είναι να επιλέξουν τη λύση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 1, ήτοι την καταβολή clawback ποσού ίσου προς τον μέσον όρο της πριμοδοτήσεως που έχει καθοριστεί για την εβδομάδα εξόδου των προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες;

2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως το ερώτημα 1 α, τί είδους αποδείξεις μπορούν να ζητήσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές από τους εμπόρους;

3) Σε σχέση προς αιτήσεις επιστροφής του clawback που καταβλήθηκε προ της 10ης Μαρτίου 1992, έχει η σκέψη 30 της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C-38/90 και C-151/90, Lomas κ.λπ., την έννοια ότι επιτρέπει σε εμπόρους, οι οποίοι άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη ένσταση κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο προ της ημερομηνίας αυτής, να επικαλεστούν το ανίσχυρο του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1633/84 της Επιτροπής:

α) μόνον όσον αφορά την καταβολή του clawback για την περίοδο μετά την άσκηση της ένδικης προσφυγής ή άλλης ισοδύναμης ένστασης ή

β) όσον αφορά την καταβολή του clawback και για τον προ της ασκήσεως της ένδικης ή άλλης ισοδύναμης ένστασης χρόνο, με την επιφύλαξη τυχόν ισχυουσών προθεσμιών παραγραφής ή

γ) όσον αφορά την καταβολή του clawback για κάποια άλλη περίοδο και, αν ναι, ποια;

4) Είναι το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1922/92 της Επιτροπής ανίσχυρο επειδή, μεταξύ άλλων, παραβιάζει τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της αναλογικότητας, στον βαθμό που

α) οι έμποροι που επέλεξαν να ζητήσουν την επιστροφή βάσει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2, παράγραφος 1, οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, να προσδιορίσουν επακριβώς την πριμοδότηση που πράγματι χορηγήθηκε για τα ίδια υποκείμενα στο clawback προϊόντα και να παράσχουν επαρκείς για τις αρμόδιες εθνικές αρχές σχετικές αποδείξεις,

β) η μόνη λύση για τους εμπόρους που δεν είναι σε θέση να παράσχουν αποδείξεις είναι να επιλέξουν, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, να τους επιστραφεί η διαφορά μεταξύ του clawback που πράγματι καταβλήθηκε και του μέσου όρου της πριμοδοτήσεως που καθορίστηκε για την εβδομάδα εξόδου των προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες;

5) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 4 α, τί είδους αποδείξεις μπορούν να ζητήσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές από τους εμπόρους;

6) Οσάκις ένα εθνικό δικαστήριο, κατόπιν ασκήσεως ένδικης προσφυγής ενώπιόν του, καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως επιστροφής του clawback:

α) ποιοι ουσιαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου έχουν εφαρμογή (αν υπάρχουν) για τον καθορισμό του ποσού που πρέπει να επιστραφεί;

β) δικαιούται ή υποχρεούται το εθνικό δικαστήριο, βάσει του κοινοτικού δικαίου, να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία (και, αν ναι, ποια εξ αυτών), το καθένα από τα οποία ενδεχομένως μπορεί, εξ απόψεως εθνικού δικαίου, να μειώσει ή να εξαλείψει την οφειλή της αρμόδιας εθνικής αρχής:

i) την αρχή ότι ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως του υποστατού και του ύψους της προβαλλομένης καταβολής αχρεωστήτων ποσών

ii) το γεγονός ότι η καταβολή των ποσών αυτών, εκτός των περιπτώσεων όπου καταβλήθηκαν υπό επιφύλαξη, οφειλόταν σε νομική πλάνη

iii) το γεγονός ότι η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, αδικαιολόγητο πλουτισμό του εμπόρου

iv) τις προθεσμίες παραγραφής που προβλέπονται στα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου (όπως τροποποιήθηκε) και ενδεχομένως στο ισχύον εθνικό δίκαιο;"

Επί του πρώτου και του τετάρτου ερωτήματος

27 Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν ο νέος τρόπος υπολογισμού του clawback, που θεσπίστηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, και το σύστημα επιστροφής του παρανόμως εισπραχθέντος clawback, που προβλέπεται στο άρθρο 2 του κανονισμού 1922/92, είναι ισχυρά.

28 Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. τις αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, 106/81, Kind κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 2885, της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 61/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 431, της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-181/88, C-182/88 και C-218/88, Deschamps κ.λπ., Συλλογή 1989, σ. 4381, και, ως πλέον πρόσφατη, την προπαρατεθείσα απόφαση Lomas κ.λπ.), η είσπραξη του clawback είναι καταρχήν έγκυρη, το δε Δικαστήριο έχει κρίνει ανίσχυρες μόνον ορισμένες από τις διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής του.

29 Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε ότι, ναι μεν κάθε είσπραξη χρηματικού ποσού κατά την εξαγωγή προς άλλο κράτος μέλος, ασχέτως του λόγου για τον οποίο γίνεται, συνιστά καταρχήν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων εντός της κοινής αγοράς, πλην όμως η εν λόγω είσπραξη μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο οργανώσεως αγοράς που δεν έχει ακόμη ενοποιηθεί πλήρως, οσάκις προορίζεται για την αντιστάθμιση των ανισοτήτων που απορρέουν από τον ατελή χαρακτήρα της οργανώσεως αυτής, με σκοπό να καταστεί δυνατό για τα προϊόντα που καλύπτονται από αυτή να κυκλοφορούν υπό ίσους όρους, χωρίς να νοθεύεται τεχνητά ο ανταγωνισμός μεταξύ παραγωγών διαφορετικών περιοχών.

30 Έτσι, κατά τη νομολογία αυτή, η ατελής κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του προβείου και του αιγείου κρέατος, που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι ένα από τα μέτρα ενισχύσεως, εν προκειμένω η μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή, προβλέπεται μόνο για τους παραγωγούς μιας συγκεκριμένης περιοχής, της οποίας μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση, μπορεί να δημιουργήσει την ανάγκη λήψεως διορθωτικών μέτρων προκειμένου να αποκατασταθεί η ισότητα της ανταγωνιστικής θέσεως μεταξύ των παραγωγών όλων των περιοχών, ιδίως με την είσπραξη του clawback σε περίπτωση όπου τα προϊόντα για τα οποία χορηγήθηκε η πριμοδότηση εξάγονται από τη συγκεκριμένη περιοχή.

31 Εφόσον με την είσπραξη του clawback σκοπείται η αποφυγή των διαταράξεων του ενδοκοινοτικού εμπορίου που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεταβλητής πριμοδοτήσεως για τη σφαγή, το clawback πρέπει να διαρρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξουδετερώνει το αποτέλεσμα της πριμοδοτήσεως κατά την έξοδο από τη συγκεκριμένη περιοχή των προϊόντων που έτυχαν αυτού του μέτρου στηρίξεως, χωρίς το σύστημα αυτό να μπορεί ούτε να συνιστά μειονέκτημα για τους παραγωγούς της περιοχής αυτής, πράγμα που θα συνέβαινε αν το εισπραττόμενο ποσό του clawback ήταν χαμηλότερο του ποσού της χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως, ούτε να θίγει την ανταγωνιστική τους θέση, πράγμα που θα συνέβαινε αν το ποσό του clawback υπερέβαινε το ποσό της πριμοδοτήσεως.

32 Ο έλεγχος της νομιμότητας των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 1922/92 πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα του ως άνω σκοπού του συστήματος του clawback.

33 Το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό αυτόν, ο οποίος εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΟΚ, προβλέπει, όσον αφορά τόσο την ύπαρξη του εισέτι οφειλομένου clawback όσο και την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθένος clawback, τη δυνατότητα των εξαγωγέων να επιλέξουν μεταξύ δύο μεθόδων υπολογισμού.

34 Η πρώτη εναλλακτική επιλογή, που προσφέρεται στους εμπόρους που είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου το ύψος της πριμοδοτήσεως που πράγματι χορηγήθηκε για τα υποκείμενα στο clawback προϊόντα, καθορίζει το ύψος του clawback στο ίδιο επίπεδο με το ύψος της χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως για τη σφαγή.

35 Είναι επομένως αναμφίβολο ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού του clawback συνάδει προς τον σκοπό του συστήματος εισπράξεως του clawback.

36 Ως προς τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομίσουν οι έμποροι για να μπορέσουν να τύχουν της μεθόδου υπολογισμού του clawback που προβλέπεται στο πλαίσιο της πρώτης εναλλακτικής επιλογής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απάδει προδήλως προς τον ως άνω σκοπό η επιβολή στους εξαγωγείς αυτού του βάρους αποδείξεως. Πράγματι, τα άρθρα 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1837/80 και 24, παράγραφος 5, του κανονισμού 3013/89 προέβλεπαν σαφώς ότι το ύψος του clawback έπρεπε να είναι ισοδύναμο προς το ύψος της πριμοδοτήσεως, οπότε ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας, ο οποίος γνώριζε ότι όφειλε να καταβάλει clawback, έπρεπε να προετοιμαστεί καταλλήλως για να εφοδιαστεί με τις αναγκαίες αποδείξεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποδειχθεί η ισοδυναμία αυτή. Εξάλλου, ο εξαγωγέας γνωρίζει την ταυτότητα του επιχειρηματία από τον οποίο αγόρασε τα προϊόντα για τα οποία πρέπει να αποδώσει το clawback, οπότε είναι ο πλέον κατάλληλος για να προσκομίσει την απαιτούμενη απόδειξη. Επιπλέον, για την περίπτωση που ο εξαγωγέας αδυνατεί να προσκομίσει την απόδειξη αυτή, ο κανονισμός 1922/92 προέβλεψε μια άλλη μέθοδο υπολογισμού του clawback.

37 Αυτή η δεύτερη εναλλακτική επιλογή, που προβλέφθηκε, όπως προκύπτει από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1922/92, για να αντιμετωπιστούν οι πρακτικές δυσχέρειες που μπορεί να συναντήσουν οι έμποροι όσον αφορά την προσκόμιση της αποδείξεως που απαιτείται από την πρώτη μέθοδο υπολογισμού, ορίζει ότι το ποσό του clawback είναι ίσο προς τον μέσον όρο των πριμοδοτήσεων για τη σφαγή που καθορίστηκαν για την εβδομάδα εξαγωγής των εν λόγω προϊόντων και για τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες.

38 Πρέπει να τονιστεί ότι το σύστημα αυτό διαφέρει θεμελιωδώς από τη μέθοδο υπολογισμού που κηρύχθηκε ανίσχυρη με την απόφαση Lomas κ.λπ., σύμφωνα με την οποία το clawback ισοδυναμούσε με το ποσό της πριμοδοτήσεως που είχε καθοριστεί για μόνη την εβδομάδα εξαγωγής των σχετικών προϊόντων.

39 Δεδομένου ότι το ποσό της χορηγουμένης πριμοδοτήσεως για τη σφαγή είναι αυτό που καθορίζεται για την εβδομάδα κατά την οποία το ζώο διατίθεται για πρώτη φορά στην αγορά και ότι αυτό πρέπει να εξαχθεί εντός είκοσι μιας ημερών από της πρώτης διαθέσεώς του στην αγορά, το προηγούμενο σύστημα κατέληγε πράγματι σε μια κατάσταση όπου το ύψος του clawback διέφερε συνήθως από το ύψος της πριμοδοτήσεως, οσάκις, όπως συνήθως συμβαίνει, η πρώτη διάθεση του ζώου στην αγορά και η εξαγωγή του δεν πραγματοποιούνταν κατά την ίδια εβδομάδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιφνίδιες διακυμάνσεις του ύψους της πριμοδοτήσεως από τη μια εβδομάδα στην άλλη μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα μια σημαντική διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας πριμοδοτήσεως και του οφειλόμενου clawback για ένα και το αυτό προϊόν.

40 Αντιθέτως, το νέο σύστημα που προβλέπεται στο πλαίσιο της δεύτερης εναλλακτικής επιλογής στηρίζεται στη μέση αξία των ποσών της πριμοδοτήσεως που ίσχυσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τεσσάρων εβδομάδων, στην οποία περιλαμβάνεται αναγκαστικά τόσο ο χρόνος της πρώτης διαθέσεως στην αγορά του προϊόντος όσο και ο χρόνος εξαγωγής του. Βάσει του συστήματος αυτού μπορούν, συνεπώς, να μειωθούν σημαντικά οι διακυμάνσεις του clawback σε σχέση με εκείνες που προέκυπταν από το προηγούμενο σύστημα υπολογισμού και η χρησιμοποίηση μιας μέσης τιμής καθοριζόμενης σε μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων αποτελεί εγγύηση ότι το ύψος του clawback προσεγγίζει κατά το δυνατόν το ύψος της πριμοδοτήσεως.

41 Επιπλέον, για επιχειρηματίες όπως οι ενάγουσες της κυρίας δίκης, που είναι εταιρίες ασχολούμενες με την εξαγωγή προβατοειδών και προβείου κρέατος, το πρόβλημα της αντιστοιχίας μεταξύ των ποσών του clawback και της πριμοδοτήσεως δεν μπορεί να εξεταστεί σε συνάρτηση με μεμονωμένες συναλλαγές. Είναι βέβαια γεγονός ότι στην περίπτωση τέτοιων συναλλαγών δεν μπορούν να αποκλειστούν ελαφρές διακυμάνσεις μεταξύ των δύο ποσών, πλην όμως οι διακυμάνσεις αυτές μπορούν να συνίστανται στην υπέρβαση είτε του ποσού του clawback σε σχέση με εκείνο της πριμοδοτήσεως είτε αντιθέτως του ποσού της πριμοδοτήσεως σε σχέση με εκείνο του clawback, οπότε, εξεταζόμενη σε μια μακρότερη περίοδο, η εφαρμογή του αφορώντος τέσσερις εβδομάδες μέσου όρου έχει ως αποτέλεσμα ότι κάθε έμπορος αποδίδει κατά μέσον όρο, για το σύνολο των εξαγωγών του, ποσό clawback που αντιστοιχεί στο ποσό της πριμοδοτήσεως.

42 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρόπος υπολογισμού του clawback που προβλέπεται στο πλαίσιο της δεύτερης εναλλακτικής επιλογής συνάδει ωσαύτως προς τον σκοπό του clawback, που συνίσταται στην εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων της πριμοδοτήσεως κατά την εξαγωγή του προϊόντος που έτυχε της ενισχύσεως.

43 Στο συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι το νέο αυτό σύστημα δεν συμβιβάζεται με τους κανονισμούς 1837/80 και 3013/89, οι οποίοι επιτάσσουν την είσπραξη, κατά την εξαγωγή από τη Μεγάλη Βρετανία των προϊόντων για τα οποία είχε χορηγηθεί η μεταβλητή πριμοδότηση για τη σφαγή, ποσού ισοδυνάμου προς εκείνο της πράγματι χορηγηθείσας πριμοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, ο όρος "ισοδύναμο" δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει το αυτό ποσό για κάθε συναλλαγή, ιδίως σε μια περίπτωση όπως εκείνη της δεύτερης εναλλακτικής επιλογής όπου το ύψος της πριμοδοτήσεως που καταβλήθηκε στο παρελθόν δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά ο όρος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια, σύμφωνα με τον σκοπό της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως, ότι η είσπραξη του clawback πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να αντισταθμίζει πράγματι τις επιπτώσεις της πριμοδοτήσεως. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, ο νέος τρόπος υπολογισμού του clawback που προβλέπεται στα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 1922/92 πληροί την προϋπόθεση αυτή.

44 Πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι οι ενάγουσες της κυρίας δίκης, ερωτηθείσες σχετικώς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπόρεσαν να προτείνουν ένα εναλλακτικό σύστημα, το οποίο, αφενός, να είναι σύμφωνο προς τον σκοπό του clawback και, αφετέρου, να καθιστά δυνατό τον καθορισμό ποσού αντιστοιχούντος ακριβέστερα σ' εκείνο της πριμοδοτήσεως.

45 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του πρώτου και του τετάρτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να θίξει το κύρος ούτε του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, ούτε του άρθρου 2 του τελευταίου αυτού κανονισμού.

Επί του δευτέρου και του πέμπτου ερωτήματος

46 Με το δεύτερο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, ερωτάται κατ' ουσίαν ποιες αποδείξεις μπορούν να απαιτήσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές από τους εμπόρους, στο πλαίσιο της πρώτης εναλλακτικής επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, και στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, προκειμένου να υπολογιστεί το clawback ή να επιστραφεί το clawback που εισπράχθηκε παρανόμως.

47 Συναφώς, από το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92 προκύπτει ότι, για να μπορούν να τύχουν της μεθόδου υπολογισμού του καταβλητέου clawback η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο της πρώτης εναλλακτικής επιλογής, οι έμποροι οφείλουν να προσκομίσουν "[επαρκείς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου] αποδείξεις του ποσού της πριμοδοτήσεως που έχει πράγματι χορηγηθεί" για τα προϊόντα που υπόκεινται στο clawback. Σύμφωνα με την ίδια αυτή διάταξη, "η προθεσμία υποβολής της αποδείξεως μπορεί να παραταθεί κατά εξήντα επιπλέον ημέρες από τις εν λόγω αρχές".

48 Ομοίως, όσον αφορά την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback, το άρθρο 2 του κανονισμού 1922/92 προβλέπει ότι οι έμποροι οι οποίοι, πριν από την έκδοση της αποφάσεως Lomas κ.λπ., είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή υποβάλει ισοδύναμη καταγγελία, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, κατά της μεθόδου υπολογισμού του clawback που κηρύχθηκε ανίσχυρη με την απόφαση αυτή και οι οποίοι επιθυμούν να τύχουν του τρόπου υπολογισμού του clawback που ορίζεται στο πλαίσιο της πρώτης εναλλακτικής επιλογής οφείλουν, πριν από τις 30 Νοεμβρίου 1992, να ανακοινώσουν στις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς τους, το ποσό του clawback που καταβλήθηκε από την ημερομηνία αυτή μέχρι τις 10 Μαρτίου 1992, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Lomas κ.λπ., καθώς και το "ποσό της πριμοδοτήσεως που έχουν πράγματι λάβει" για τα ίδια προϊόντα που υπόκεινται στο clawback και ότι οφείλουν να προσκομίσουν "επαρκείς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αποδείξεις όσον αφορά τα ανωτέρω πληροφοριακά στοιχεία".

49 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, πλην ορισμένων διατάξεων που αφορούν προθεσμίες, ο κανονισμός 1922/92 απλώς προβλέπει ότι οι έμποροι πρέπει να αποδείξουν επαρκώς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου το ύψος της πριμοδοτήσεως που πράγματι χορηγήθηκε για τα σχετικά προϊόντα.

50 Κατά τα λοιπά, ο κανονισμός 1922/92 θεωρεί ότι οι εν λόγω εθνικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν αν οι προσκομιζόμενες από τους επιχειρηματίες αποδείξεις είναι επαρκείς.

51 Ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να στηριχθούν συναφώς στο εθνικό τους δίκαιο, παραμένοντας εντός των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο.

52 Επί του σημείου αυτού πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να θίξουν το αποτέλεσμα και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που προβλέπονται στο ισχύον εθνικό δίκαιο δεν μπορούν συνεπώς να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες διαδικασίες εσωτερικής φύσεως ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή τη θέση σε εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και να παρακωλύουν ως εκ τούτου άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη (βλ., ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).

53 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο και στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο περί αποδείξεως όρος που επιβάλλεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 1922/92, και από το άρθρο 2 του τελευταίου αυτού κανονισμού, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι έμποροι οφείλουν να αποδεικνύουν, επαρκώς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εντός της καθοριζομένης με τον κανονισμό 1922/92 προθεσμίας, το ύψος της πριμοδοτήσεως που έχει πράγματι χορηγηθεί για τα υποκείμενα στο clawback προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες δεν θίγουν το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

Επί του τρίτου ερωτήματος

54 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η σκέψη 30 της αποφάσεως Lomas κ.λπ. σημαίνει ότι ένας εξαγωγέας που πληροί τις διαλαμβανόμενες στην απόφαση αυτή προϋποθέσεις μπορεί να ζητήσει την επιστροφή μόνον του clawback που εισπράχθηκε αχρεωστήτως μετά την ημερομηνία κατά την οποία κίνησε ένδικη διαδικασία ή και του clawback που εισπράχθηκε αχρεωστήτως πριν από την ημερομηνία αυτή.

55 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι τα αποτελέσματα μιας προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου που αναγνωρίζει το ανίσχυρο μιας κοινοτικής πράξεως ανάγονται, κατ' αρχήν, στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της πράξεως, όπως συμβαίνει με τις ακυρωτικές αποφάσεις, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την τύχη των ποσών που έχουν εισπραχθεί κατ' εφαρμογήν της πράξεως που κηρύχθηκε ανίσχυρη.

56 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να θέτει διαχρονικά όρια, με την ίδια την απόφασή του, στα αποτελέσματα που έχει η αναγνώριση με την προδικαστική απόφαση του ανισχύρου ενός κοινοτικού κανονισμού, όταν αυτό δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους ασφαλείας δικαίου. Η δυνατότητα αυτή συνάγεται από μια συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 173, 174 και 177 της Συνθήκης, βάσει της οποίας η προδικαστική παραπομπή προς εκτίμηση του κύρους πράξεως και η προσφυγή ακυρώσεως θεωρούνται ότι αποτελούν τους δύο τρόπους ελέγχου της νομιμότητας που οργανώνει η Συνθήκη.

57 Συναφώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν κάνει χρήση της δυνατότητάς του να περιορίζει ως προς το παρελθόν τα αποτελέσματα μιας αναγνωρίσεως, με προδικαστική απόφαση, του ανισχύρου ενός κοινοτικού κανονισμού, να καθορίζει αν μπορεί να προβλεφθεί εξαίρεση, από τον εν λόγω περιορισμό που προβλέπει η απόφασή του, υπέρ του διαδίκου της κυρίας δίκης που έχει ασκήσει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά της εθνικής πράξεως εκτελέσεως του κανονισμού ή αν, αντιστρόφως, και έναντι του διαδίκου αυτού, συνιστά πρόσφορο μέτρο μια αναγνώριση του ανισχύρου του κανονισμού παράγουσα αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

58 Το Δικαστήριο, όταν προβαίνει σε μια τέτοια εκτίμηση, μεριμνά ιδίως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μη στερηθούν του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σε περίπτωση παραβιάσεως της κοινοτικής νομιμότητας από τα θεσμικά όργανα, και να μη διακυβευθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 177 (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 1994, C-228/92, Roquette Freres, Συλλογή 1994, σ. Ι-1445, σκέψη 27).

59 Διαπιστώνοντας ότι, αν μπορούσε να γίνει επίκληση του ανισχύρου του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84 για να στηριχθούν αξιώσεις σχετικά με την είσπραξη του clawback για χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας της αναγνωρίσεως, με προδικαστική απόφαση, του ανισχύρου, αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικές χρηματοοικονομικές συνέπειες και σοβαρές δυσχέρειες οργανωτικής φύσεως, το Δικαστήριo έκρινε, με την απόφαση Lomas κ.λπ., ότι επιτακτικοί λόγοι ασφαλείας δικαίου απέκλειαν την αμφισβήτηση εννόμων καταστάσεων που είχαν εξαντλήσει τα αποτελέσματά τους στο παρελθόν, θεώρησε όμως ότι έπρεπε να εισαχθεί μια εξαίρεση από την αρχή αυτή υπέρ των επιχειρηματιών ή των ελκόντων εξ αυτών δικαιώματα οι οποίοι είχαν διεκδικήσει εγκαίρως τα δικαιώματά τους.

60 Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση αυτή ότι δεν μπορούσε να γίνει επίκληση του ανισχύρου του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84 με αναδρομικό αποτέλεσμα ανατρέχον σε ημερομηνία προγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, εξαιρουμένης της περιπτώσεως των επιχειρηματιών ή των ελκόντων εξ αυτών δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την εν λόγω ημερομηνία, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή άλλη, ισοδύναμη κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο, ένσταση (σκέψη 30).

61 Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν επέβαλε πρόσθετα όρια στην εκ μέρους των εμπλεκομένων επιχειρηματιών άσκηση της προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου με την οποία ζητείται η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback πριν από την έκδοση της αναγνωρίζουσας το ανίσχυρο της κοινοτικής ρυθμίσεως προδικαστικής αποφάσεως και, ειδικότερα, δεν περιόρισε την περίοδο καταβολής του clawback για την οποία τα υποκείμενα δικαίου μπορούν να επικαλεστούν την αναγνώριση του ανισχύρου στην οποία προέβη το Δικαστήριο.

62 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες, προκειμένου να μη στερηθούν του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση παραβιάσεως της κοινοτικής νομιμότητας από τα θεσμικά όργανα, πρέπει να μπορούν να επικαλούνται το ανίσχυρο του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84 για περιόδους όχι μόνο μετά αλλά και προ της ασκήσεως της ένδικης προσφυγής ή άλλης ισοδύναμης ένστασης, αυτό δε κατ' αρχήν από της ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων που κηρύχθηκαν ανίσχυρες από το Δικαστήριο.

63 Ελλείψει σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, η αίτηση επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ωστόσο, όπως άλλωστε προκύπτει από πάγια νομολογία, ότι οι διαδικασίες αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αξιώσεις του εσωτερικού δικαίου και δεν μπορούν να είναι διαρρυθμισμένες έτσι ώστε να καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη (βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-338/91, Steenhorst-Neerings, Συλλογή 1993, σ. Ι-5475, σκέψη 15, της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-410/92, Johnson, Συλλογή 1994, σ. Ι-5483, σκέψη 21, και Peterbroeck, όπ.π., σκέψη 12).

64 Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την εφαρμογή ενός κανόνα περί παραγραφής του εθνικού δικαίου ο οποίος περιορίζει τον χρόνο, πριν από την άσκηση της προσφυγής σε εθνικό επίπεδο, για τον οποίο μπορεί να υπάρξει επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, εφόσον ο κανόνας αυτός δεν ενέχει διακρίσεις και δεν θίγει αυτό τούτο το δικαίωμα που οι ιδιώτες αντλούν από την αναγνώριση με προδικαστική απόφαση του ανισχύρου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Johnson).

65 Επί του σημείου αυτού πρέπει να διευκρινιστεί ότι, με την απόφαση Johnson, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δεν θίγει αυτό τούτο το δικαίωμα των ιδιωτών να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο η εφαρμογή εθνικού κανόνα ο οποίος, χωρίς να αποκλείει την άσκηση ένδικης προσφυγής, απλώς περιορίζει σε ένα έτος τον χρόνο πριν από την άσκηση της προσφυγής, για τον οποίο μπορούν να ληφθούν οι παροχές.

66 Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις επιστροφής του clawback που καταβλήθηκε αχρεωστήτως πριν από τις 10 Μαρτίου 1992, η σκέψη 30 της αποφάσεως Lomas κ.λπ. πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στους επιχειρηματίες ή στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή άλλη ισοδύναμη σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ένσταση, να επικαλούνται το ανίσχυρο του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1633/84 από της ενάρξεως της ισχύος του, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής, εντός των επιβαλλομένων από το κοινοτικό δίκαιο ορίων, ενδεχομένων εθνικών διατάξεων οι οποίες περιορίζουν τον προ της ασκήσεως της προσφυγής χρόνο για τον οποίο μπορεί να υπάρξει επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού.

Επί του έκτου ερωτήματος

67 Με το έκτο ερώτημα ερωτάται κατ' ουσίαν αν υφίστανται ουσιαστικοί ή διαδικαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου, τους οποίους τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν αποφαίνονται επί αιτήσεως επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback και, ελλείψει τέτοιων κανόνων, αν το κοινοτικό δίκαιο κωλύει την εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου δυνάμει των οποίων ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως του υποστατού και του ύψους του αχρεωστήτως καταβληθέντος, η επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως σε δημόσια αρχή δεν είναι δυνατή παρά μόνον αν η καταβολή πραγματοποιήθηκε μετ' επιφυλάξεως, η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του ενάγοντος και η ένδικη επιδίωξη της αξιώσεως περί επιστροφής παραγράφεται μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας.

68 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί κατ' αρχάς ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1922/92 περιέχει, όσον αφορά την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback, διατάξεις σχετικές με τους επιχειρηματίες οι οποίοι δικαιούνται να ασκήσουν αγωγή περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος, καθώς και σχετικές με το ποσό που μπορεί να επιστραφεί και με τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία πρέπει να παρασχεθούν εντός ορισμένης προθεσμίας στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι διατάξεις αυτές δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια.

69 Κατά τα λοιπά, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1922/92 παραπέμπει ρητώς στις προθεσμίες και στους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται στο ισχύον εθνικό δίκαιο. Ομοίως, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του κανόνα ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο ενάγων, τα περί αποδείξεως διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

70 Ενόψει της σαφήνειας του άρθρου 2 του κανονισμού 1922/92, πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η άποψη της Επιτροπής και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η τριετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπεται στα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ή της διαγραφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (JO L 175, σ. 1), έχει αναλογικώς εφαρμογή επί αγωγών περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback.

71 Πρέπει εν συνεχεία να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ρυθμίζει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες της ασκήσεως αγωγής περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος, εξυπακουομένου ωστόσο ότι οι λεπτομέρειες αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές του εσωτερικού δικαίου και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο (βλ., ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση Peterbroeck, όπ.π., σκέψη 12).

72 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ένας εθνικός κανόνας, κατά τον οποίο ένα ποσό που καταβλήθηκε σε δημόσια αρχή κατόπιν νομικής πλάνης δεν μπορεί να επιστραφεί παρά μόνον αν η καταβολή αυτή πραγματοποιήθηκε με κάθε επιφύλαξη, προδήλως δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, καθόσον μπορεί να θίξει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.

73 Εξάλλου, όπως τονίστηκε ανωτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1922/92 ορίζει ρητώς τα πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί επιστροφής, χωρίς να την εξαρτά από προϋποθέσεις σχετικές με τη συμπεριφορά τους κατά την πληρωμή.

74 Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα εθνικά νομικά συστήματα να αποκλείουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, όταν αυτό συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253).

75 Όσον αφορά τις προθεσμίες παραγραφής που ενδεχομένως προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, πρέπει να γίνει παραπομπή σε όσα αναπτύχθηκαν συναφώς στις σκέψεις 63 έως 65 της παρούσας αποφάσεως.

76 Όσον αφορά τέλος τους κανόνες περί αποδείξεως της καταβολής του αχρεωστήτου, πρέπει να εφαρμοστούν αναλογικώς οι αρχές που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας αποφάσεως σχετικά με την απόδειξη του ύψους της πριμοδοτήσεως.

77 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όσον αφορά τα σημεία που δεν ρυθμίστηκαν με το άρθρο 2 του κανονισμού 1922/92, τα εθνικά δικαστήρια που θα κληθούν να αποφανθούν επί αιτήσεως επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback πρέπει να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιό τους, εφόσον οι προβλεπόμενες από αυτό διαδικαστικές λεπτομέρειες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές εσωτερικού δικαίου και εφόσον οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι έτσι διαρρυθμισμένες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

78 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 1ης Ιουλίου 1994 το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, αποφαίνεται:

1) Aπό την εξέταση των ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να θίξει το κύρος ούτε του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1633/84 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 1984, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της μεταβλητής πριμοδότησης για τη σφαγή των προβατοειδών και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2661/80, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1922/92 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1992, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1633/84 και περί καθορισμού των όρων αποδόσεως του clawback μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/90 και C-151/90, ούτε του άρθρου 2 του κανονισμού 1922/92.

2) Ο περί αποδείξεως όρος που επιβάλλεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1633/84, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1922/92, και από το άρθρο 2 του τελευταίου αυτού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οι έμποροι οφείλουν να αποδεικνύουν, επαρκώς κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εντός της καθοριζομένης με τον κανονισμό 1922/92 προθεσμίας, το ύψος της πριμοδοτήσεως που έχει πράγματι χορηγηθεί για τα υποκείμενα στο clawback προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες δεν θίγουν το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

3) Όσον αφορά τις αιτήσεις επιστροφής του clawback που καταβλήθηκε αχρεωστήτως πριν από τις 10 Μαρτίου 1992, η σκέψη 30 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 1992, C-38/90 και C-151/90, Lomas κ.λπ., πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιτρέπει στους επιχειρηματίες ή στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή άλλη ισοδύναμη σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο ένσταση, να επικαλούνται το ανίσχυρο του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1633/84 από της ενάρξεως της ισχύος του, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής, εντός των επιβαλλομένων από το κοινοτικό δίκαιο ορίων, ενδεχομένων εθνικών διατάξεων οι οποίες περιορίζουν τον προ της ασκήσεως της προσφυγής χρόνο για τον οποίο μπορεί να υπάρξει επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού.

4) Όσον αφορά τα σημεία που δεν ρυθμίστηκαν με το άρθρο 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1922/92, τα εθνικά δικαστήρια που θα κληθούν να αποφανθούν επί αιτήσεως επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος clawback πρέπει να εφαρμόσουν το εθνικό δίκαιό τους, εφόσον οι προβλεπόμενες από αυτό διαδικαστικές λεπτομέρειες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές εσωτερικού δικαίου και εφόσον οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι έτσι διαρρυθμισμένες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.