61991V0001

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1991. - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΛΑΦΙΟ, ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ. - ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, ΑΦΕΝΟΣ, ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1991 σελίδα I-06079
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00533
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00565


Περίληψη
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - Σκοποί και εν γένει πλαίσιο που διαφέρουν από τους σκοπούς και το εν γένει πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου - Περιορισμένη έκταση της υποχρεώσεως ερμηνείας των κανόνων της Συμφωνίας σύμφωνης με τη σχετική προς τους αντιστοίχους κανόνες του κοινοτικού δικαίου νομολογία του Δικαστηρίου - Δεν διασφαλίζεται η ομοιογένεια των κανόνων του δικαίου εντός του συνόλου του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου

2. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - Δικαιοδοτικό σύστημα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου να αποφαίνεται επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της - Θίγει ανεπίτρεπτα την αυτονομία του κοινοτικού συστήματος δικαίου

(Συνθήκη ΕΚΑΧ, άρθρο 87 Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 164 και 219)

3. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνίες της Κοινότητας - Συμφωνία που προβλέπει τη σύσταση δικαιοδοτικού οργάνου που εκδίδει αποφάσεις δεσμευτικές για την Κοινότητα - Συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο - Εξαίρεση - Δικαιοδοτικό σύστημα της Συμφωνίας για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου -

Σύστημα που ενδέχεται να επηρεάσει τη μελλοντική ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας και ανταγωνισμού - Θίγει τα θεμέλια της Κοινότητας

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 164)

4. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - Προβλεπόμενη δυνατότητα των δικαστηρίων των κρατών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών να ζητούν από το Δικαστήριο να ερμηνεύει τη Συμφωνία - Επιτρέπεται - 'Ελλειψη δεσμευτικότητας των απαντήσεων του Δικαστηρίου - Δεν επιτρέπεται

5. Διαδικασία - Παρέμβαση - Δικαίωμα παρεμβάσεως - Χορήγηση του δικαιώματος αυτού και στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - Τροποποίηση του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 188, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 236 Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΟΚ, άρθρα 20 και 37)

6. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - Δικαιοδοτικό σύστημα - Ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο - Τροποποίηση του άρθρου 238 της Συνθήκης για την άρση του ασυμβιβάστου - Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 164 και 238)

Περίληψη


1. Η ταυτότητα στη διατύπωση των διατάξεων της Συμφωνίας σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και των αντιστοίχων κοινοτικών διατάξεων δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο. Πράγματι, οι διεθνείς συνθήκες δεν πρέπει να ερμηνεύονται μόνο βάσει του γράμματος αυτών, αλλά λαμβανομένων υπόψη και των σκοπών τους.

'Οσον αφορά τους σκοπούς της Συμφωνίας και τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου, είναι επιβεβλημένη η διαπίστωση ότι η Συμφωνία αποσκοπεί στην εφαρμογή καθεστώτος ελευθέρων συναλλαγών και ανταγωνισμού στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Αντιθέτως, όσον αφορά την Κοινότητα, το καθεστώς αυτό έχει αναπτυχθεί και ενσωματωθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, οι σκοποί της οποίας βαίνουν πέραν των σκοπών της Συμφωνίας. Πράγματι, σκοπός της Συνθήκης ΕΟΚ είναι η οικονομική ολοκλήρωση, η οποία θα καταλήξει στην εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής αγοράς και μιας οικονομικής και νομισματικής ενώσεως, δεδομένου ότι οι κοινοτικές συνθήκες στο σύνολό τους έχουν ως στόχο να προωθήσουν ουσιαστικά την Ευρωπαϊκή 'Ενωση.

Το εν γένει πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο σκοπός της Συμφωνίας διαφέρει επίσης από το εν γένει πλαίσιο εντός του οποίου επιδιώκεται η υλοποίηση των κοινοτικών σκοπών. Ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος πρόκειται να υλοποιηθεί βάσει μιας διεθνούς συνθήκης η οποία δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και δεν προβλέπει καμία μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων στα διακυβερνητικά όργανα των οποίων τη σύσταση προβλέπει. Αντιθέτως, η Συνθήκη ΕΟΚ, καίτοι συνήφθη υπό μορφή διεθνούς συμφωνίας, αποτελεί εντούτοις τον συνταγματικό χάρτη μιας κοινότητας δικαίου. Οι κοινοτικές συνθήκες ίδρυσαν δηλαδή μια νέα έννομη τάξη, υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη έχουν περιορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματά τους και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη αλλά και οι πολίτες τους. Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτής της κοινοτικής έννομης τάξης είναι, ειδικότερα, η υπεροχή της έναντι των δικαίων των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα μιας σειράς διατάξεων.

Κατά συνέπεια, η ομοιογένεια των κανόνων δικαίου στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου δεν διασφαλίζεται με την ταυτότητα του περιεχομένου ή της διατυπώσεως των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και των αντιστοίχων διατάξεων της Συμφωνίας.

Η ομοιογένεια αυτή δεν διασφαλίζεται ούτε από τον μηχανισμό ερμηνείας των κανόνων της Συμφωνίας, τον οποίο προβλέπει η Συμφωνία και κατά τον οποίο οι εν λόγω κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τη σχετική με τους αντιστοίχους κανόνες του κοινοτικού δικαίου νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πρώτον, το άρθρο αυτό αφορά μόνο την προ της ημερομηνίας υπογραφής της Συμφωνίας νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πράγμα που θα αποτελέσει πηγή δυσχερειών, λόγω της εξελίξεως της νομολογίας αυτής. Δεύτερον, μολονότι η Συμφωνία δεν ορίζει σαφώς αν αναφέρεται στο σύνολο της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ειδικότερα στη νομολογία τη σχετική με το άμεσο αποτέλεσμα και την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου, από ένα πρωτόκολλο που συμπληρώνει τη Συμφωνία προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται απλώς να εισαγάγουν στις έννομες τάξεις τους νομοθετική διάταξη η οποία να προβλέπει ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας θα κατισχύουν των αντιθέτων νομοθετικών διατάξεων: άρα ο σεβασμός της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν καλύπτει ουσιώδη στοιχεία της νομολογίας αυτής τα οποία είναι ασυμβίβαστα με τα χαρακτηριστικά της Συμφωνίας.

2. Δεδομένου ότι θα είναι αρμόδιο να επιλύει τις διαφορές που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Συμφωνίας, το Δικαστήριο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ενδέχεται να κληθεί να ερμηνεύσει την έννοια του "συμβαλλόμενου μέρους" για να προσδιορίσει αν ο όρος "συμβαλλόμενο μέρος" αφορά, ανάλογα με την περίπτωση, την Κοινότητα, την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της ή μόνο τα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο αυτό θα αχθεί έτσι να αποφανθεί επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της επί των ζητημάτων των διεπομένων από τις διατάξεις της Συμφωνίας. Η ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής στο Δικαστήριο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου είναι ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον είναι δυνατόν να θίξει την κατανομή των αρμοδιοτήτων που ορίζεται με τις Συνθήκες και την αυτονομία του κοινοτικού συστήματος δικαίου, του οποίου την τήρηση εξασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει του άρθρου 164 της Συνθήκης ΕΟΚ, αφού τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση (άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και άρθρο 219 της Συνθήκης ΕΟΚ) να μην υποβάλλουν τις διαφορές σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των Συνθηκών σε διαφορετικό τρόπο διακανονισμού από εκείνον που προβλέπουν οι Συνθήκες.

3. Όταν διεθνής συμφωνία που έχει συνάψει η Κοινότητα καθιερώνει ιδιαίτερο δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει δικαστήριο αρμόδιο να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων στη συμφωνία αυτή μερών και, συνεπώς, να ερμηνεύει και τις διατάξεις της, οι αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου δεσμεύουν τα όργανα της Κοινότητας, περιλαμβανομένου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ειδικότερα όταν αυτό καλείται να αποφανθεί επί της ερμηνείας της διεθνούς συμφωνίας, καθόσον αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης.

Μια διεθνής συμφωνία προβλέπουσα ένα τέτοιο δικαιοδοτικό σύστημα συμβιβάζεται, κατ'αρχήν, με το κοινοτικό δίκαιο, διότι η αρμοδιότητα της Κοινότητας επί θεμάτων διεθνών σχέσεων και η ικανότητά της να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες εμπεριέχει κατ'ανάγκη και την ευχέρεια να υποβάλλει εαυτήν στις αποφάσεις ενός δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο έχει ιδρυθεί δυνάμει των συμφωνιών αυτών, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεών τους.

'Οσον αφορά όμως τη Συμφωνία σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το ζήτημα τίθεται διαφορετικά. Δεδομένου ότι στη Συμφωνία αυτή έχει ενσωματωθεί σημαντικό μέρος των κανόνων που διέπουν τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις εντός της Κοινότητας και που συνιστούν, στην πλειονότητά τους, θεμελιώδεις διατάξεις της κοινοτικής έννομης τάξης, η Συμφωνία εισάγει στην κοινοτική έννομη τάξη ένα εκτεταμένο σύνολο νομικών κανόνων, το οποίο προστίθεται σε ένα σύνολο κοινοτικών κανόνων, που έχουν πανομοιότυπη διατύπωση. Εξάλλου, δεδομένου ότι στη Συμφωνία διακηρύσσεται ότι σκοπός της είναι να διασφαλιστούν η ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεών της και οι όροι ανταγωνισμού, η Συμφωνία αφορά κατ'ανάγκη την ερμηνεία τόσο των διατάξεών της, όσο και των αντιστοίχων διατάξεων της κοινοτικής έννομης τάξης.

Παρ'όλον ότι η Συμφωνία υποχρεώνει το Δικαστήριο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου να ερμηνεύει τις διατάξεις της Συμφωνίας με γνώμονα τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προϋπήρχε της ημερομηνίας υπογραφής της Συμφωνίας, ανάλογη υποχρέωση δεν θα δεσμεύει το Δικαστήριο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου όσον αφορά τις αποφάσεις που θα εκδώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, ο σκοπός της Συμφωνίας, που συνίσταται στην εξασφάλιση της ομοιογένειας του δικαίου σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, επιβάλλει όχι μόνο την ερμηνεία των διατάξεων αυτής της Συμφωνίας, αλλά και των αντιστοίχων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

Επομένως, ο προβλεπόμενος από τη Συμφωνία δικαιοδοτικός μηχανισμός, κατά το μέτρο που επηρεάζει τη μελλοντική ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, καθώς και των κανόνων περί ανταγωνισμού, θίγει το άρθρο 164 της Συνθήκης ΕΟΚ και, γενικότερα, τα ίδια τα θεμέλια της Κοινότητας, πράγμα που τον καθιστά ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο.

4. Είναι αλήθεια ότι η δυνάμει διεθνούς συμφωνίας ανάθεση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρμοδιότητας για την ερμηνεία των διατάξεων της συμφωνίας αυτής σε σχέση με την εφαρμογή της σε κράτη που δεν είναι μέλη της Κοινότητας δεν προσκρούει σε καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι καμία αντίρρηση αρχής δεν μπορεί να διατυπωθεί κατά της ελευθερίας που αφήνει η Συμφωνία σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών να επιτρέπουν ή όχι στα δικαστήριά τους να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κατά της μη επιβολής της υποχρεώσεως σε ορισμένα από τα δικαστήρια αυτά να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αντίθετα, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό να έχουν συμβουλευτικό απλώς χαρακτήρα και να στερούνται δεσμευτικότητας οι απαντήσεις που θα δίνει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστήρια των κρατών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών. Κάτι τέτοιο θα αλλοίωνε το έργο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως το εννοεί η Συνθήκη ΕΟΚ, δηλαδή ως έργο δικαιοδοτικού οργάνου του οποίου οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές.

5. Δεδομένου ότι το δικαίωμα παρεμβάσεως στις εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποθέσεις ρυθμίζεται από τα άρθρα 20 και 37 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, το οποίο μπορεί να τροποποιείται από τα κοινοτικά όργανα κατά τη διαδικασία του άρθρου 188, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η απονομή στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου δικαιώματος παρεμβάσεως στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών δεν απαιτεί καμία τροποποίηση της Συνθήκης, κατά την έννοια του άρθρου 236 της Συνθήκης αυτής.

6. Το άρθρο 238 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν παρέχει έρεισμα για την μέσω συνάψεως διεθνούς συμφωνίας καθιέρωση ενός δικαιοδοτικού συστήματος που θίγει το άρθρο 164 της Συνθήκης αυτής και, γενικότερα, τα ίδια τα θεμέλια της Κοινότητας. Για τους ίδιους λόγους, η τροποποίηση του άρθρου 238 δεν θα μπορούσε να άρει το ασυμβίβαστο του δικαιοδοτικού συστήματος της Συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο

Διατακτικό


Κατόπιν όλων των ανωτέρω,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

γνωμοδοτεί ως εξής:

Το σύστημα δικαστικού ελέγχου του οποίου η θέσπιση επιδιώκεται με τη Συμφωνία είναι ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Due, Πρόεδρος, Slynn, πρόεδρος τμήματος, Joliet, πρόεδρος τμήματος, Schockweiler, πρόεδρος τμήματος, Grevisse, πρόεδρος τμήματος, Kapteyn, πρόεδρος τμήματος, Mancini, δικαστής, Κακούρης, δικαστής, Moitinho de Almeida, δικαστής, Rodriguez Iglesias, δικαστής, Diez de Velasco, δικαστής, Zuleeg, δικαστής, Murray, δικαστής

Λουξεμβούργο, 14 Δεκεμβρίου 1991