61991J0271

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1993. - HELEN MARSHALL ΚΑΤΑ SOUTHAMPTON AND SOUTH WEST HAMPSHIRE AREA HEALTH AUTHORITY. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: HOUSE OF LORDS - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΟΔΗΓΙΑ 76/207/ΕΟΚ - ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-271/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04367
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00315
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00349


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας * Ίση μεταχείριση * Οδηγία 76/207 * Απόλυση συνιστώσα δυσμενή διάκριση * Ευχέρεια των κρατών μελών να επιλέγουν τις κυρώσεις * Χορήγηση αποζημιώσεως * Ανάγκη πρόσφορης αποζημιώσεως * Καθορισμός ανωτάτου ορίου αποκλειομένης οιασδήποτε καταβολής τόκων * Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία του Συμβουλίου 76/207, άρθρα 5 PAR 1, και 6)

2. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας * Ίση μεταχείριση * Οδηγία 76/207 * Άρθρο 6 * Αποτέλεσμα επί των σχέσεων μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών * Δημόσιο ως εργοδότης

(Οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

Περίληψη


1. Μολονότι η οδηγία 76/207, η οποία έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή στα κράτη μέλη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στα διάφορα ζητήματα του τομέα της απασχολήσεως και ιδίως στις συνθήκες εργασίας, περιλαμβανομένων των προϋποθέσεων απολύσεως, αφήνει στα κράτη μέλη, για τον καθορισμό κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την ελευθερία επιλογής μεταξύ των διαφόρων λύσεων που είναι κατάλληλες για την πραγματοποίηση του σκοπού της οδηγίας, συνεπάγεται ωστόσο ότι, αν επιλεγεί η χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση απολύσεως συνιστώσας δυσμενή διάκριση που πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, η χρηματική αυτή αποζημίωση πρέπει να είναι πρόσφορη, υπό την έννοια ότι πρέπει να επιτρέπει την στο ακέραιο αποκατάσταση των ζημιών που πράγματι προκάλεσε η συνιστώσα δυσμενή διάκριση απόλυση, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες.

Συνεπώς, το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι απαγορεύει τον περιορισμό της αποκαταστάσεως της ζημίας, την οποία υπέστη πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως, από την ύπαρξη ανωτάτου ορίου καθορισθέντος a priori καθώς και από τη μη επιδίκαση τόκων που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος της αποζημιώσεως, λόγω της παρόδου του χρόνου μέχρι την πραγματική καταβολή του επιδικασθέντος κεφαλαίου.

2. Tο πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207, έναντι κρατικής αρχής που ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική διάταξη επιβάλλουσα όρια στο ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιτύχει προς αποκατάσταση της ζημίας.

Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του κράτους μέλους να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μέσων που είναι κατάλληλα για την επίτευξη των σκοπών οδηγίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα των οποίων το περιεχόμενο μπορεί να καθορισθεί με επαρκή ακρίβεια αποκλειστικά βάσει των διατάξεων της οδηγίας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-271/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του House of Lords προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

M. H. Marshall

και

Southampton and South West Hampshire Area Health Authority,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/002, σ. 40),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, F. Grevisse, M. Diez de Velasco, P. J. G. Kapteyn και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Marshall εκπροσωπούμενη από τους Michael J. Beloff, QC, και Stephen Grosz (Bindman & Partners), solicitor,

* η Southampton & South West Hampshire Area Health Authority, εκπροσωπούμενη από τους Robert Webb, QC, Andrew Lydiard, barrister, και Le Brasseurs, solicitors,

* η Κυβέρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους John Collins, του Treasury Sοlicitor' s Department, επικουρούμενο από τον D. Wyatt, barrister,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, και Claus - Dieter Quassowski, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο,

* η Επιτροπή των Ερωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Nicholas Khan, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Marshall, της Southampton & South West Hampshire Area Health Authority, της Βρετανικής Κυβερνήσεως, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Feichin McDonagh, BL, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 1991, το House of Lords υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/002, σ. 40, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Marshall και της πρώην εργοδότριάς της, της Southampton & South West Hampshire Area Health Authority (στο εξής: Authority), κατόπιν της αγωγής περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η Marshall λόγω της απολύσεώς της από την Authority.

3 Η αγωγή αυτή στηρίζεται στο παράνομο της εν λόγω απολύσεως, το οποίο δεν αμφισβητείται στην κύρια δίκη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723), έδωσε στα υποβληθέντα από το Court of Appeal προδικαστικά ερωτήματα την απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι μία γενική πολιτική απολύσεως, συνεπαγόμενη την απόλυση γυναικών με μόνη αιτιολογία ότι έχουν [συμπληρώσει] ή υπερβεί την ηλικία κατά την οποία έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από το Δημόσιο και η οποία διαφέρει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, συνιστά διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και απαγορευόμενη από την οδηγία.

4 Η κύρια διαφορά ανέκυψε εκ του ότι το Industrial Tribunal, στο οποίο είχε αναπέμψει την υπόθεση το Court of Appeal, προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα της αποκαταστάσεως της ζημίας, υπολόγισε την οικονομική ζημία της Marshall σε 18 405 λίρες στερλίνες (UK ), από τις οποίες 7 710 UK λόγω τόκων, και της επιδίκασε αποζημίωση 19 405 UK , συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 1 000 UK λόγω ηθικής βλάβης.

5 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο β', του Sex Discrimination Act 1975 (στο εξής: SDA), αν το Industrial Tribunal κρίνει βάσιμη αγωγή λόγω παράνομης διακρίσεως, μπορεί, αν το θεωρεί εύλογο και δίκαιο, να υποχρεώσει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό αντίστοιχο προς την αποζημίωση την οποία θα μπορούσε να τον υποχρεώσει να καταβάλει το County Court. Ωστόσο, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 2, του SDA, το ποσό της επιδικαζομένης αποζημιώσεως δεν μπορεί να υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο, το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν 6 250 UK .

6 Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι την ίδια εποχή το Industrial Tribunal δεν ήταν αρμόδιο * ή, τουλάχιστον, οι εφαρμοστέες περί αρμοδιότητάς του διατάξεις ήταν ασαφείς * προς επιδίκαση τόκων επί των ποσών που επιδικάζονται ως αποζημίωση κατόπιν παράνομης διακρίσεως λόγω φύλου στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας.

7 Εν προκειμένω, το Industrial Tribunal έκρινε ότι το άρθρο 35 Α του Supreme Court Act 1981 του παρείχε αρμοδιότητα να περιλαμβάνει στην απόφασή του ποσό τόκων. Κατά την άποψή του, η επιδίκαση αποζημιώσεως ήταν η μόνη δυνατή αποκατάσταση της ζημίας στην περίπτωση της Marshall, ενώ το όριο που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 2, του SDA καθιστούσε αυτή την αποζημίωση μη ενδεδειγμένη και αντίθετη προς το άρθρο 6 της οδηγίας.

8 Κατόπιν της αποφάσεως του Industrial Tribunal, η Authority κατέβαλε στη Marshall το ποσό των 5 445 UK , πλέον των 6 250 UK , ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στο προαναφερθέν ανώτατο όριο και το οποίο είχε καταβληθεί πριν ακόμη υποβληθεί η υπόθεση στην κρίση του tribunal. Ωστόσο η Authority άσκησε έφεση κατά του τμήματος της αποφάσεως με το οποίο επιδικάστηκαν τόκοι 7 710 UK .

9 Αφού τo Employment Appeal Tribunal δέχθηκε την έφεση της Authority και το Court of Appeal απέρριψε την περαιτέρω έφεση της Marshall, αυτή άσκησε αναίρεση ενώπιον του House of Lords, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Όταν η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που υπέστη παράνομη διάκριση απαγορευόμενη από την οδηγία 76/207/ΕΟΚ της 9ης Φεβρουαρίου 1976 (στο εξής: οδηγία) μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας του, υπάρχει παράλειψη εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας εκ μέρους του κράτους μέλους λόγω του ότι η εθνική νομοθεσία επιβάλλει ανώτατο όριο 6 250 UK στο ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιδικαστεί στο εν λόγω πρόσωπο;

2) Όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως κατά τα προεκτεθέντα, είναι ουσιώδες για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας το ότι η καταβλητέα αποζημίωση :

α) δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη του ποσού στο οποίο αποτιμάται η ζημία που υπέστη το πρόσωπο λόγω της παράνομης διακρίσεως και

β) πρέπει να περιλαμβάνει και τόκους επί του κυρίως ποσού της αποδειχθείσας ζημίας, από την ημερομηνία της παράνομης διακρίσεως μέχρι την ημερομηνία καταβολής της αποζημιώσεως;

3) Αν με την εθνική του νομοθεσία κράτος μέλος παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 6 της οδηγίας ως προς τα σημεία των ερωτημάτων 1 και 2, δικαιούται το πρόσωπο που υπέστη παράνομη διάκριση, κατά τα ανωτέρω, να επικαλεστεί, έναντι κρατικής αρχής του κράτους μέλους, τις διατάξεις του άρθρου 6 προκειμένου να μην εφαρμοστεί το ανώτατο όριο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για το ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιτύχει;"

10 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό πλαίσιο της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων

11 Με τα ερωτήματα αυτά, το House of Lords ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν προκύπτει από την οδηγία ότι ένα πρόσωπο που έχει υποστεί διάκριση λόγω του φύλου του, εκ μέρους κρατικής αρχής, δικαιούται την εις το ακέραιο αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και αν το άρθρο 6 της οδηγίας επιτρέπει στο εν λόγω πρόσωπο να αντιταχθεί στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας με την οποία υποτίθεται ότι εκτελείται η οδηγία αλλά επιβάλλονται περιορισμοί στο ποσό της αποζημιώσεως. Συνεπώς, το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ο καθορισμός της έννοιας και του περιεχομένου του εν λόγω άρθρου 6, εντός του νοηματικού πλαισίου των αρχών και των σκοπών της οδηγίας.

12 Διαπιστώνεται ωστόσο ότι, ενόψει της διατυπώσεως των εν λόγω ερωτημάτων, θεωρουμένων υπό το φως προηγουμένων αποφάσεων του Court of Appeal και του Employment Appeal Tribunal, το House of Lords απέφυγε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα, το οποίο έθεσε η Βρετανική Κυβέρνηση, αν ένα δικαστήριο, όπως το Industrial Tribunal, ιδρυθέν ειδικά για την επίλυση εργατικών διαφορών, έχει ή όχι τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να υπερβεί τα όρια που επιβάλλει στην αρμοδιότητά του ο νομοθέτης προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιταγές του κοινοτικού δικαίου.

13 Εξάλλου, η Βρετανική και η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι, παρά το γεγονός ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τόσο το επίμαχο ανώτατο όριο όσο και τους τόκους, το Δικαστήριο θα πρέπει να περιορίσει την απάντησή του στο δεύτερο ερώτημα, δεδομένου ότι η αναίρεση που άσκησε η Marshall ενώπιον του House of Lords αφορά αποκλειστικά το ζήτημα αν το Industrial Tribunal είναι αρμόδιο προς επιδίκαση τόκων και ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να αποφαίνεται επί πραγματικών προβλημάτων και όχι επί υποθετικών ερωτημάτων.

14 Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι, υπό την επιφύλαξη της κρίσεως του Δικαστηρίου επί της δικής του αρμοδιότητας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει τα ζητήματα κοινοτικού δικαίου που πρέπει να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, ώστε να του παρασχεθούν από το Δικαστήριο τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία για την επίλυση της ενώπιόν του εκκρεμούς διαφοράς.

15 Στην παρούσα υπόθεση το House of Lords φρόντισε να διευκρινίσει, με το σημείο 12 της διατάξεως περί παραπομπής, ότι, αν και η αναίρεση αφορά την αρμοδιότητα του Industrial Tribunal προς επιδίκαση τόκων σε περίπτωση παράνομης διακρίσεως λόγω φύλου στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας, η ένδικη διαφορά αφορά επίσης και αφορούσε ήδη ενώπιον του Court of Appeal το όριο αποζημιώσεως που επιβάλλει το άρθρο 65, παράγραφος 2, του SDA. Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι, αν η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή στην αποζημίωση που επιδικάστηκε στη Marshall, θα λυνόταν εντεύθεν το πρόβλημα των τόκων, δεδομένου ότι το ποσό του κεφαλαίου που καλύπτει τη ζημία της υπερβαίνει το νόμιμο όριο.

16 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην εξετασθούν όλες οι πτυχές των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων.

Επί της σημασίας και του περιεχομένου του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207

17 Από παγία νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης συνεπάγεται την υποχρέωση κάθε κράτους μέλους αποδέκτη οδηγίας να λάβει, στην εσωτερική έννομη τάξη του, κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε να εξασφαλίσει το πλήρες αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας, σύμφωνα με τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει, αφήνει δε στο κράτος μέλος την επιλογή του τρόπου και των μέσων για να το επιτύχει.

18 Πρέπει συνεπώς να εντοπισθούν οι στόχοι της οδηγίας και να ελεγχθεί ειδικότερα αν, σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι διατάξεις της αφήνουν στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό του είδους των εφαρμοστέων κυρώσεων και του περιεχομένου τους.

19 Η οδηγία έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στα διάφορα ζητήματα του τομέα της απασχολήσεως και ιδίως στις συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως.

20 Προς τούτο, το άρθρο 2 προσδιορίζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και τα όριά της, ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 1, καθορίζει το περιεχόμενο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά ακριβώς τις συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, υπό την έννοια ότι επιβάλλει την εξασφάλιση των ίδιων όρων, για άνδρες και γυναίκες, χωρίς διάκριση λόγω φύλου.

21 Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Marshall, μπορεί να γίνεται επίκληση του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 1, το οποίο απαγορεύει γενικώς και απεριφράστως κάθε διάκριση λόγω φύλου ιδίως στο θέμα της απολύσεως, έναντι κρατικής αρχής η οποία ενεργεί ως εργοδότης προκειμένου να αποκρουστεί η εφαρμογή κάθε εθνικής διάταξης που δεν συμβιβάζεται προς το άρθρο αυτό.

22 Δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καθίσταται δυνατό σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από δυσμενή διάκριση να διεκδικεί τα δικαιώματά του δικαστικώς. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αρκούντως αποτελεσματικά για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας και οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν πράγματι να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

23 Όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, von Colson και Kamann (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 18), το εν λόγω άρθρο 6 δεν επιβάλλει τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, αλλ' αφήνει στα κράτη μέλη την ελευθερία επιλογής μεταξύ των διαφόρων λύσεων που είναι κατάλληλες για την πραγματοποίηση του σκοπού της οδηγίας, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις που μπορεί να παρουσιαστούν.

24 Ωστόσο, ο σκοπός αυτός συνίσταται στην επίτευξη πραγματικής ισότητας ευκαιριών και συνεπώς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς κατάλληλα μέτρα προς αποκατάσταση της ισότητας αυτής όταν δεν γίνεται σεβαστή. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση von Colson και Kamann, σκέψη 23, τα μέτρα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία και να έχουν έναντι του εργοδότη πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

25 Τέτοιου είδους επιταγές συνεπάγονται το να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιπτώσεως παραβιάσεως της αρχής της ισότητας. Επομένως, σε περίπτωση απολύσεως λόγω δυσμενούς διακρίσεως, κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, η επαναφορά της καταστάσεως ισότητας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την επαναπρόσληψη του προσώπου που υπέστη τη δυσμενή διάκριση ή, εναλλακτικώς, την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.

26 Όταν ως μέτρο για την πραγματοποίηση του προαναφερθέντος σκοπού επιλέγεται η χρηματική αποκατάσταση, αυτή πρέπει να είναι επαρκής, υπό την έννοια ότι πρέπει να καθιστά δυνατή την εις το ακέραιο αποκατάσταση των ζημιών που πράγματι προκάλεσε η απόλυση λόγω δυσμενούς διακρίσεως, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες.

Επί του πρώτου και δευτέρου ερωτήματος

27 Το αιτούν δικαστήριο, με το πρώτο ερώτημά του, θέτει το ζήτημα αν το άρθρο 6 της οδηγίας αντίκειται στον καθορισμό, με εθνικές διατάξεις, ανωτάτου ορίου στο ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει το πρόσωπο που υπέστη διάκριση.

28 Με το δεύτερο ερώτημα, τίθεται το ζήτημα αν το προαναφερθέν άρθρο 6 απαιτεί: α) να είναι πλήρης η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της παράνομης δυσμενούς διακρίσεως και β) να περιλαμβάνει την επιδίκαση τόκων επί του κυρίου ποσού, από την ημερομηνία της εν λόγω διακρίσεως μέχρι την ημερομηνία καταβολής αποζημιώσεως.

29 Πρέπει να ληφθεί συναφώς υπόψη ότι η ερμηνεία του άρθρου 6, όπως διατυπώνεται ανωτέρω, παρέχει άμεση απάντηση στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, το οποίο αφορά το απαιτούμενο από τη διάταξη αυτή ύψος της αποζημιώσεως.

30 Από την εν λόγω ερμηνεία προκύπτει επίσης ότι ο καθορισμός ενός ανωτάτου ορίου όπως το επίδικο στην κύρια υπόθεση δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ορθή εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας, δεδομένου ότι περιορίζει a priori το ποσό της αποζημιώσεως σε όριο που δεν είναι απαραιτήτως σύμφωνο με την επιταγή της εξασφαλίσεως πραγματικής ισότητας ευκαιριών μέσω της πρόσφορης αποκαταστάσεως της ζημίας που προκάλεσε η απόλυση λόγω δυσμενούς διακρίσεως.

31 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, το οποίο αφορά την επιδίκαση τόκων, αρκεί η διαπίστωση ότι η εις το ακέραιο αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η απόλυση λόγω δυσμενούς διακρίσεως δεν μπορεί να είναι άσχετη από στοιχεία όπως η πάροδος του χρόνου, τα οποία είναι ικανά να μειώσουν, στην πραγματικότητα, την αξία της αποκαταστάσεως αυτής. Συνεπώς, η επιδίκαση τόκων, σύμφωνα με τους εθνικούς εφαρμοστέους κανόνες, πρέπει να θεωρείται ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της αποκαταστάσεως της ζημίας η οποία επιτρέπει την πραγματική αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως.

32 Συνεπώς, στο πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 της οδηγίας έχει την έννοια ότι απαγορεύει τον περιορισμό της αποκαταστάσεως της ζημίας, την οποία υπέστη πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως, από την ύπαρξη ανωτάτου ορίου καθορισθέντος a priori καθώς και από τη μη επιδίκαση τόκων που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος της αποζημιώσεως, λόγω της παρόδου του χρόνου μέχρι την πραγματική καταβολή του επιδικασθέντος κεφαλαίου.

Επί του τρίτου ερωτήματος

33 Με το τρίτο ερώτημά του το House of Lords ζητεί να μάθει αν το πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 6 της οδηγίας, έναντι κρατικής αρχής που ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, προκειμένου να μην εφαρμοστούν εθνικές διατάξεις που επιβάλλουν όρια στο ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να επιτύχει προς αποκατάσταση της ζημίας.

34 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τη σημασία και το περιεχόμενο του άρθρου 6 της οδηγίας, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αποτελεί ένα απαραίτητο στοιχείο για την πραγματοποίηση του διαλαμβανόμενου στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας θεμελιώδους σκοπού της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, ιδίως σε θέματα συνθηκών εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, και ότι, όταν, σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως, επιλέγεται ως μέτρο για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρήσεως η εις χρήμα αποκατάσταση της ζημίας, η αποκατάσταση αυτή πρέπει να είναι πλήρης και να μην περιορίζεται το ποσό της a priori.

35 Συνεπώς από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 6 και του άρθρου 5 της οδηγίας γεννώνται, υπέρ του προσώπου που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως, δικαιώματα τα οποία μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των κρατών μελών και των αρχών τους.

36 Το γεγονός ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ διαφορετικών λύσεων για την πραγματοποίηση του στόχου που επιδιώκει η οδηγία, ανάλογα με τις καταστάσεις που είναι πιθανόν να παρουσιαστούν, δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια να εμποδίζεται ο ιδιώτης να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο 6 σε καταστάσεις όπως η προκειμένη στην κύρια δίκη, όπου οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της επιλεγείσας λύσεως.

37 Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει ιδίως από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 17), η δυνατότητα του κράτους μέλους να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μέσων που είναι κατάλληλα για την επίτευξη των σκοπών οδηγίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να καθορισθεί με επαρκή ακρίβεια αποκλειστικά βάσει των διατάξεων της οδηγίας.

38 Συνεπώς, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας, έναντι κρατικής αρχής που ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική διάταξη επιβάλλουσα όρια στο ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιτύχει προς αποκατάσταση της ζημίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1991, το House of Lords, αποφαίνεται:

1) Tο άρθρο 6 της οδηγίας 76/207/EOK του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, έχει την έννοια ότι απαγορεύει τον περιορισμό της αποκαταστάσεως της ζημίας, την οποία υπέστη πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως, από την ύπαρξη ανωτάτου ορίου καθορισθέντος a priori καθώς και από τη μη επιδίκαση τόκων που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος της αποζημιώσεως, λόγω της παρόδου του χρόνου μέχρι την πραγματική καταβολή του επιδικασθέντος κεφαλαίου.

2) Το πρόσωπο που εθίγη διότι απολύθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας, έναντι κρατικής αρχής που ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική διάταξη επιβάλλουσα όρια στο ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιτύχει προς αποκατάσταση της ζημίας.