EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Βρυξέλλες, 12.1.2011

COM(2011) 11 τελικό

 

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΟΔΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΕΥΡΩΠΗ 2020»

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΟΔΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΕΥΡΩΠΗ 2020»

Η υποβολή της παρούσας ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης η οποία σηματοδοτεί την έναρξη του πρώτου «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», γίνεται σε σημείο καμπής για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από δύο έτη, η Ευρώπη βγαίνει αργά από την ύφεση. Η ισχύς και ο ρυθμός ανάκαμψης αυξάνονται μολονότι διατηρούνται οι αβεβαιότητες στις εθνικές αγορές και ο χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί να υφίσταται διορθώσεις και μεταρρυθμίσεις.

Καθώς αρχίζουν να βελτιώνονται οι προοπτικές, είναι καιρός για αποφασιστικές δράσεις πολιτικής. Η έξοδος της Ευρώπης από την κρίση δεν ισοδυναμούσε ποτέ με απλή επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Η κρίση έφερε στο φώς θεμελιώδεις αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας και αποκάλυψε αυξανόμενες εσωτερικές ανισορροπίες. Η ανάκαμψη που βασίζεται σε διατηρήσιμη ανάπτυξη και δημιουργεί απασχόληση θα είναι δυνατή μόνον εάν θεραπευθούν οι υποκείμενες διαρθρωτικές αδυναμίες και η Ευρώπη μπορέσει να χρησιμοποιήσει την κρίση ως έναυσμα για μια βαθειά αλλαγή της οικονομικής της δομής.

Ωστόσο, ενώ η Ευρώπη περιόρισε και απορρόφησε τον αντίκτυπο της κρίσης σχετικά καλύτερα από άλλα μέρη του κόσμου, ο ρυθμός της ανάκαμψής της από την παγκόσμια αναταραχή κινδυνεύει να είναι βραδύτερος. Η κρίση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την απόκλιση παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές και το κόστος παραμένει προβληματική. Οι αναδυόμενες οικονομίες επανέρχονται σε φάση ανάπτυξης με ταχύτερους ρυθμούς από την ΕΕ παρά το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές αντιμετωπίζουν εξίσου σοβαρές οικονομικές προκλήσεις.

Η «Ευρώπη 2020» είναι το θεματολόγιο που η ΕΕ και τα κράτη μέλη της έχουν αποφασίσει ότι «θα βοηθήσει την Ευρώπη να ανακάμψει από την κρίση και να βγει από αυτήν ισχυρότερη, τόσο στο εσωτερικό της όσο και διεθνώς» 1 . Η έξοδος της Ευρώπης από την κρίση απαιτεί ένα συντονισμένο και περιεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που καλύπτει την δημοσιονομική εξυγίανση, την επάνοδο σε υγιείς μακροοικονομικές συνθήκες και στην επίσπευση των μέτρων για την τόνωση της ανάπτυξης.

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της φέρουν συλλογικά την ευθύνη της ανάληψης των αναγκαίων, αλλά δύσκολων, διαρθρωτικών και προορατικών μεταρρυθμίσεων ταυτόχρονα με την επαναφορά της τάξης στα δημόσια οικονομικά τους και την αποκατάσταση υγιών μακροοικονομικών συνθηκών.

Η Ευρώπη πρέπει να εντείνει τον συντονισμό των μεταρρυθμίσεων και των οικονομικών πολιτικών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η μακροοικονομική προσαρμογή, η δημοσιονομική εξυγίανση και οι μεταρρυθμίσεις πολιτικής συμπορεύονται. Μολονότι η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη, δεν αρκεί αφ' εαυτής ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη. Ελλείψει προδραστικών πολιτικών, η δυνητική ανάπτυξη είναι πιθανό να παραμείνει ασθενής την επόμενη δεκαετία. Η ανάπτυξη θα εξαρτηθεί σε αποφασιστικό βαθμό από το περιβάλλον που θα δημιουργηθεί για τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ. Χωρίς ανάπτυξη, η δημοσιονομική εξυγίανση θα αποτελέσει ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση.

Τον Ιούνιο του 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εισήγαγε την ιδέα του "Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» με σκοπό την παρακολούθηση των εξελίξεων όσον αφορά την μακροοικονομική πολιτική και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο» καλύπτει το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους και κατά τη διάρκειά του γίνεται ευθυγράμμιση των εκθέσεων που υποβάλλονται βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με τις εκθέσεις που υποβάλλονται βάσει της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και παρέχεται καθοδήγηση πολιτικής, καθώς και συστάσεις στα κράτη μέλη πριν την οριστικοποίηση των εθνικών προϋπολογισμών. Αυτό θα ενισχύσει την διάσταση ex ante του συντονισμού και της εποπτείας της οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ, και καθιστά δυνατό τον συνδυασμό των πλεονεκτημάτων που προσφέρει ένα κοινό θεματολόγια σε επίπεδο ΕΕ με εξατομικευμένες δράσεις σε εθνικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτόν, η ΕΕ θα μπορεί να αντλεί εγκαίρως διδάγματα από τις εθνικές εξελίξεις και τα κράτη μέλη θα μπορούν να ενσωματώνουν την ευρωπαϊκή προοπτική και καθοδήγηση στις εθνικές τους πολιτικές για το επόμενο έτος.

Κατά τον νέο αυτόν κύκλο συντονισμού πολιτικής, η Επιτροπή θα παρουσιάζει κάθε χρόνο, στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης, την εκτίμησή της ως προς τις κυριότερες οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ και θα συνιστά δράσεις προτεραιότητας για την ανταπόκριση σε αυτές. Με βάση την επισκόπηση αυτή το Εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα παρέχει καθοδήγηση για τις επερχόμενες βασικές προκλήσεις. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την καθοδήγηση αυτή, θα χαράζουν τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές στρατηγικές τους στα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης που καταρτίζουν και τα εθνικά τους προγράμματα μεταρρυθμίσεων θα καθορίζουν τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της «Ευρώπη 2020» και την αντιμετώπιση των εμποδίων στην ανάπτυξη. Αμφότερα τα έγγραφα θα υποβάλλονται ταυτόχρονα έως τα μέσα Απριλίου. Κατά την τελική φάση του «Εξαμήνου», με βάση συστάσεις από μέρους της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα εκδίδει ειδικές κατά χώρες συστάσεις πολιτικής πριν από το καλοκαίρι. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη τις συνεισφορές αυτές κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών τους για το επόμενο έτος.

Για το πρώτο «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», η ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης εστιάζεται σε βασικά μηνύματα για τις δράσεις που θα πρέπει να αναληφθούν κατά προτεραιότητα από τα κράτη μέλη. Η ανάλυση που αποτελεί τη βάση των μηνυμάτων αυτών εκτίθεται σε τρεις συνοδευτικές εκθέσεις.

1.επισπευση πρωτοβουλιων για την τονωση της αναπτυξησ

Η δράση σε επίπεδο κράτους μέλους είναι αποφασιστικής σημασίας για την αποφυγή «ενός σεναρίου χαμένης δεκαετίας»...

Η έρευνα για την μακροοικονομική κατάσταση και την κατάσταση στην αγορά εργασίας στην ΕΕ δείχνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ενεργήσουν το 2011 και το 2012 για να αποφευχθεί η ολίσθηση σε μια κατάσταση βραδύρρυθμης ανάπτυξης με λίγες νέες θέσεις απασχόλησης («σενάριο χαμένης δεκαετίας»). Το πλέον επείγον είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος του μη διατηρήσιμου χρέους, της αναστολής της δραστηριότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές και των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης που έχει παρατηρηθεί σε ορισμένα κράτη μέλη. Η πρώτη προτεραιότητα είναι να αποκατασταθούν οι δημοσιονομικές πολιτικές και να προστατευθούν ταυτόχρονα οι πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη, αφενός, και να λυθούν γρήγορα τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα με σκοπό την ανάκαμψή του. Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η ταχεία μείωση της ανεργίας και η εφαρμογή αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας ώστε να δημιουργηθούν περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης. Η αντιμετώπιση των προτεραιοτήτων αυτών θα είναι αποτελεσματική μόνον εφόσον συνοδεύονται ταυτόχρονα από σημαντική προσπάθεια αναθέρμανσης της ανάπτυξης.

Οι μεταρρυθμίσεις για να είναι επιτυχείς θα πρέπει να περιλαμβάνουν βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων, τόνωση της καινοτομίας και βελτίωση των συνθηκών πλαισίωσης για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ευρώπη. Αυτό θα προσελκύσει μεγαλύτερες ιδιωτικές επενδύσεις που, με τη σειρά τους, θα συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών. Από πλευράς αγοράς εργασίας, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εστιάζονται στην αντιμετώπιση της χαμηλής συμμετοχής ορισμένων κατηγοριών ατόμων στην αγορά εργασίας και της κακής λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Τέτοιες πολιτικές θα έχουν επίσης θετικό αντίκτυπο στην δημοσιονομική εξυγίανση μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των δημοσίων δαπανών για κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ θα συμβάλουν και στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μακροοικονομικών ανισορροπιών στο μέλλον. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να αποφέρουν σημαντικά οφέλη ακόμη και βραχυπρόθεσμα. Η βελτίωση της κατάστασης τόσο από άποψη παραγωγής όσο και από άποψη απασχόλησης βασίζεται στη βελτίωση των συνθηκών πλαισίωσης και σε μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας.



Πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι εμβληματικές πρωτοβουλίες και οι μηχανισμοί μόχλευσης της ΕΕ για τη στήριξη των εθνικών προσπαθειών.

Οι δράσεις σε επίπεδο ΕΕ θα συμβάλουν επίσης σε περισσότερη ανάπτυξη με τρόπο έξυπνο, διατηρήσιμο και χωρίς διακρίσεις. Η Επιτροπή έχει καταρτίσει ένα φιλόδοξο θεματολόγιο που θα πρέπει να επιτευχθεί με επτά εμβληματικές πρωτοβουλίες, καθώς και με παράλληλη δράση σε οριζόντιες πρωτοβουλίες με σκοπό τη στήριξη της στρατηγικής.

Η Επιτροπή έχει παρουσιάσει επτά εμβληματικές πρωτοβουλίες στην Στρατηγική «Ευρώπη 2020» 2 . Κάθε μια από τις πρωτοβουλίες αυτές αφορά συγκεκριμένα θέματα και περιλαμβάνει μέτρα ειδικά για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής. Η πραγματική τους σημασία έγκειται στο γεγονός ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους και αλληλοϋποστηρίζονται. Συνεπώς, ορισμένα βασικά μέτρα, όπως η ανάγκη για ένα νέο σύστημα δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, έχουν σημασία για περισσότερες εμβληματικές πρωτοβουλίες - στην συγκεκριμένη περίπτωση για την Ένωση Καινοτομίας, τη Βιομηχανική Πολιτική και για το Ψηφιακό Θεματολόγιο.

H υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» εξαρτάται επίσης από την αποτελεσματική κινητοποίηση και την επανεστίαση όλων των μηχανισμών και εργαλείων της ΕΕ για τη στήριξη των μεταρρυθμίσεων. Προς τούτο, η στρατηγική απαιτεί την ανάληψη δράσης με σκοπό την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς, του προϋπολογισμού της ΕΕ και των εργαλείων εξωτερικής οικονομικής δράσης και τον προσανατολισμό τους προς την υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»:

Σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή, η Επιτροπή εγκαινίασε συζήτηση για μια μελλοντική «Πράξη για την ενιαία αγορά», για την αναζωογόνηση της ενιαίας αγοράς και την αξιοποίηση νέων πηγών ανάπτυξης 3 ,

Η ανακοίνωση για την «Επανεξέταση του προϋπολογισμού της ΕΕ», καθορίζει γενικούς προσανατολισμούς και δυνατές εναλλακτικές λύσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο προϋπολογισμός της ΕΕ μπορεί να στηρίξει τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και να αντικατοπτρίζει καλύτερα τις προτεραιότητες της στρατηγικής αυτής στην πολιτική δαπανών της ΕΕ 4 ,

Τέλος, η ανακοίνωση «Εμπόριο, ανάπτυξη και παγκόσμιες υποθέσεις - Η εμπορική πολιτική ως βασική συνιστώσα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» της ΕΕ» προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο η εμπορική και επενδυτική πολιτική μπορούν να αποτελέσουν βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της οικονομίας 5 .

Προτεραιότητες όσον αφορά την ανάπτυξη σε επίπεδο ΕΕ

Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» περιλαμβάνει ευρύ φάσμα ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων πολιτικής που θα πρέπει να εφαρμοστούν τα επόμενα έτη. Για να ανταποκριθεί στην κλίμακα και στον επείγοντα χαρακτήρα της πρόκλησης που αντιπροσωπεύει η επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης και της δημιουργίας απασχόλησης, το 2011 και το 2012, οι προσπάθειες της ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθούν στην υιοθέτηση των μέτρων εκείνων τα οποία μπορούν να στηρίξουν με τον αμεσότερο τρόπο τις μεταρρυθμίσεις των κρατών μελών, δεν απαιτούν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις και έχουν τον μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και τη δημιουργία απασχόλησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εστιαστεί σε έναν συγκεκριμένο αριθμό μέτρων προτεραιότητας σε επίπεδο ΕΕ με σκοπό την τόνωση της ανάπτυξης. Τα μέτρα αυτά, που έχουν επιλεγεί από πολιτικές εντεταγμένες στις εμβληματικές πρωτοβουλίες, πρέπει να παρέχουν σαφή οικονομικά πλεονεκτήματα σε βραχυπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και να μπορούν να υιοθετηθούν σχετικά γρήγορα. Για παράδειγμα, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη μετάβαση της ενιαίας αγοράς σε ένα νέο στάδιο με την πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού του τομέα των υπηρεσιών, την προσέλκυση ιδιωτικού κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση ταχέως αναπτυσσόμενων καινοτόμων εταιρειών, τον εκσυγχρονισμό του τρόπου καθορισμού προτύπων και των καθεστώτων που διέπουν την διανοητική ιδιοκτησία και τη δημιουργία αποτελεσματικής ως προς το κόστος πρόσβασης στην ενέργεια. Η Επιτροπή θα προτείνει επίσης μέτρα όσον αφορά τον ΦΠΑ, την κοινή ενοποιημένη βάση για τον φόρο εταιρειών και την φορολόγηση της ενέργειας προκειμένου να βελτιωθεί το φορολογικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, να καταπολεμηθεί η διπλή φορολόγηση και να υλοποιηθεί η ατζέντα της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια.

Η σημασία των τομέων παροχής υπηρεσιών τόσο καθαυτών, όσο και ως πηγής εισροών για άλλους τομείς, καθιστά την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς στις υπηρεσίες σημαντική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη και τη δημιουργία απασχόλησης για τις οικονομίες της ΕΕ. Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες θα αυξήσει τον ανταγωνισμό, θα εκσυγχρονίσει το κανονιστικό πλαίσιο και θα δώσει ώθηση σε σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να αναληφθεί περαιτέρω δράση για την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών.

Μέτρα που θα προωθούν την ανοικτότερη και αποτελεσματικότερη ανάθεση δημόσιων συμβάσεων μπορούν να μειώσουν σημαντικά το κόστος για τον δημόσιο τομέα και να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό στις σχετικές αγορές. Η αποτελεσματική χρήση των πόρων που εξοικονομούνται μπορεί να έχει αξιόλογα μακροοικονομικά οφέλη. Η βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών μπορεί επίσης να αποφέρει οφέλη στην Ευρώπη.

Η βελτίωση της υποδομής στους τομείς της βιώσιμης ενέργειας, των μεταφορών και της τεχνολογίας πληροφορικής (ιδίως η ευρυζωνική τεχνολογία), που μπορεί να συμβάλει στην προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, συνάδει με τους μακροπρόθεσμους στόχους της μείωσης της κατανάλωσης άνθρακα. Από την άποψη αυτή, η προσφυγή σε καινοτόμους τρόπους χρηματοδότησης περιλαμβανομένης της έκδοσης ενωσιακών ομολόγων εκτέλεσης έργων μπορεί να συμβάλει στην προσαρμογή του δυναμικού της οικονομίας.

Σε μικροοικονομικό επίπεδο, η αύξηση του ανταγωνισμού στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας ως αποτέλεσμα της εισόδου στην αγορά νέων προμηθευτών και της μείωσης των τιμών, καθώς και σε ορθολογικότερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου μέσω της καινοτομίας. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τα μέτρα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας δεδομένου ότι τα απορρέοντα οφέλη στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας μπορούν να εξαπλωθούν στην υπόλοιπη οικονομία λόγω της σπουδαιότητας των δύο αυτών τομέων στο κόστος παραγωγής άλλων τομέων δραστηριότητας.

Η βιομηχανία και η μεταποίηση αποτελούν σημαντική πηγή ιδιωτικής καινοτομίας και τεχνολογικής ανάπτυξης, ενώ καλύπτουν την πλειονότητα των εξαγωγών της ΕΕ. Η ανάκαμψη των τομέων αυτών είναι θεμελιώδης για την οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη μιας ενιαίας αγοράς περιβαλλοντικών προϊόντων και υπηρεσιών που λειτουργεί καλά, θα προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης, καινοτομίας και απασχόλησης.

Σε ό,τι αφορά τον καθορισμό προτύπων, η πρωτοπορία έχει θεμελιώδη σημασία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα προτείνει μέτρα για την επίσπευση και τον εκσυγχρονισμό του καθορισμού προτύπων στην Ευρώπη, περιλαμβανομένης της ΤΠΕ. Στον ταχέως εξελισσόμενο και διασυνδεδεμένο τομέα της ΤΠΕ, αυτό αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση. Η Επιτροπή θα αναπτύξει επίσης ειδικά πρότυπα σε επίπεδο ΕΕ που θα συμβάλουν στη δημιουργία μιας αγοράς καινοτόμων προϊόντων και τεχνολογιών, που εξοικονομούν πόρους και συνεπάγονται χαμηλά επίπεδα εκπομπών άνθρακα .

Για να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές συναλλαγές εντός της ενιαίας αγοράς, η Επιτροπή θα παρουσιάσει, το 2011, ένα ακόμη εύχρηστο νομικό μέσο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων, το οποίο οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές μπορούν να επιλέξουν για τις συναλλαγές τους εντός της ενιαίας αγοράς. Επίσης, θα εκδώσει κανονισμό που θα απλουστεύσει την διασυνοριακή είσπραξη οφειλών, μεταξύ άλλων, με την έκδοση διαταγών τραπεζικής κατάσχεσης. Αυτό θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της παρούσας κατάστασης στην οποία μόνον το 37% των διασυνοριακών οφειλών μπορεί να εισπραχθεί στην ΕΕ.

Προκειμένου να τερματιστεί το αδιέξοδο της παρούσας κατάστασης στην οποία ο νόμος δεν επιτρέπει πάντοτε την πρόσβαση σε επιγραμμικό περιεχόμενο εντός της ΕΕ, η Επιτροπή θα υποβάλλει πρόταση για ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για την διανοητική ιδιοκτησία που θα δώσει ώθηση στο ηλεκτρονικό εμπόριο και ειδικότερα στους ψηφιακούς κλάδους.

Όσον αφορά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ιδίως για τις ΜΜΕ και τις νέες καινοτόμες επιχειρήσεις, μια δέσμη μέτρων, όπως το διαβατήριο επιχειρηματικού κεφαλαίου, που θα απέβλεπε στην άρση των διασυνοριακών φραγμών που ανακύπτουν από τις αποκλίσεις μεταξύ εθνικών νομοθεσιών, περιλαμβανομένων των φορολογικών εμποδίων, θα συνέβαλλε στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης νεοσυσταθεισών επιχειρήσεων λόγω μικρότερων επασφαλίστρων κινδύνου και με τον τρόπο αυτόν θα στήριζε την καινοτομία. Η Επιτροπή θα ασχοληθεί επίσης με το θέμα της προσέλκυσης μακροπρόθεσμων ξένων επενδυτών στην ΕΕ.

2.Τα πρωτα βηματα προσ την κατευθυνση των στοχων της στρατηγικησ «Ευρώπη 2020»

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2010, που ενέκρινε την Στρατηγική «Ευρώπη 2020» και τους πέντε βασικούς στόχους για την ΕΕ, κάλεσε τα κράτη μέλη να ενεργήσουν τώρα «για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών προτεραιοτήτων σε εθνικό επίπεδο. Πρέπει να οριστικοποιήσουν ταχέως τους εθνικούς τους στόχους σε στενό διάλογο με την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψιν τις σχετικές εναρκτήριες θέσεις τους και τις εθνικές συγκυρίες, και σύμφωνα με τις εθνικές τους διαδικασίες λήψεως αποφάσεων. Πρέπει επίσης να εντοπίσουν τα κύρια εμπόδια στην ανάπτυξη και να επισημάνουν στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεών τους με ποιον τρόπο προτίθενται να τα εξαλείψουν».

Το φθινόπωρο του 2010, τα κράτη μέλη συνεργάστηκαν στενά με την Επιτροπή για τον καθορισμό εθνικών στόχων και την ανάπτυξη στρατηγικών για την εφαρμογή τους. Κλήθηκαν να υποβάλουν έως τα μέσα Νοεμβρίου σχέδιο του εθνικού τους προγράμματος μεταρρυθμίσεων, το οποίο θα αναφέρει τους προγραμματιζόμενους εθνικούς στόχους και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την επίτευξή τους και την άρση των χρόνιων φραγμών ανάπτυξης. Το γεγονός ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει μόνο του το επίπεδο των φιλοδοξιών του σε σχέση με τους γενικότερους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», αποτελεί σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής που εξασφαλίζει ότι την «πολιτική υιοθέτηση» των εθνικών στόχων δηλαδή ότι αποτελούν αντικείμενο εσωτερικού πολιτικού διαλόγου..

Εκτός από δύο κράτη μέλη, όλα τα άλλα έχουν καθορίσει εθνικούς στόχους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη καθόρισαν μόνον προσωρινούς ή ποιοτικούς στόχους. Πέραν αυτού, λόγω του προκαταρκτικού χαρακτήρα των συζητήσεων, ορισμένοι στόχοι έχουν τη μορφή φάσματος τιμών ή «ελάχιστης τιμής στόχου» με βάση τις τρέχουσες πολιτικές.

Μολονότι δεν μπορούν να συναχθούν τελικά συμπεράσματα από τα προκαταρκτικά στοιχεία που παρέχουν τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων, ορισμένες γενικές τάσεις είναι ορατές. Υπάρχει κίνδυνος για σχετικά χαμηλά επίπεδα φιλοδοξίας κατά τον καθορισμό των εθνικών στόχων και υπερβολικής έμφασης στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς να δίνεται επαρκής προσοχή στην χάραξη της πορείας των μεταρρυθμίσεων για το σύνολο της περιόδου έως το 2020. Σκοπός δεν είναι μόνον να τεθεί κάποιο αριθμητικό μέτρο αναφοράς, αλλά να δημιουργηθεί σε κάθε κράτος μέλος η επιθυμία να καταβληθούν επίπονες προσπάθειες για την επίτευξη μετρήσιμης προόδου σε βασικούς τομείς που συνοψίζονται στους πέντε βασικούς στόχους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άθροιση των προσωρινών εθνικών στόχων δείχνει ότι η ΕΕ έχει ακόμη δρόμο μέχρι να επιτύχει τους βασικούς στόχους της ΕΕ που συμφωνήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι κατανοητό ότι για ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να είναι δύσκολο να αναλάβουν φιλόδοξες δεσμεύσεις σε περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας. Ωστόσο, με την λογική των μακροπρόθεσμων εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, αυτό που έχει σημασία είναι να χαραχθεί μια πορεία που λαμβάνει μεν υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες, αλλά αποβλέπει στην επίτευξη του απαιτούμενου αποτελέσματος στο τέλος της περιόδου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για την πρώτη φορά που εφαρμόζεται μια νέα προσέγγιση και τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε κράτος μέλος στον καθορισμό πιο φιλόδοξων στόχων σε εποχή δημοσιονομικής εξυγίανσης, η Επιτροπή προτείνει να γίνει ενδιάμεση επανεξέταση το 2014. Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΕ να εξακριβώσει αν μπορεί να επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός προόδου και να λάβει επιπρόσθετα μέτρα αν το κρίνει αναγκαίο.

Στην επόμενη ενότητα ακολουθεί προκαταρκτική επισκόπηση των σχεδίων για τους εθνικούς στόχους όπως έχουν σήμερα και όπως εμφανίζονται στον πίνακα του παραρτήματος. Έως τον Απρίλιο του 2011, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν αναλάβει δεσμεύσεις για την επίτευξη συγκεκριμένων εθνικών στόχων που καλύπτουν και τους πέντε βασικούς στόχους της ΕΕ. Από το επόμενο έτος, η «Ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης» θα παρακολουθεί στενότερα την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των βασικών στόχων με κριτήριο αναφοράς τους οριστικοποιημένους εθνικούς στόχους.

2.1.Απασχόληση

Ο βασικός στόχος για την ΕΕ είναι ποσοστό απασχόλησης 75% για γυναίκες και άνδρες ηλικίας 20-64 ετών έως το 2020, που θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της συμμετοχής νέων ατόμων, μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων και χαμηλής ειδίκευσης ατόμων καθώς και μέσω της καλύτερης ένταξης των νόμιμων μεταναστών. Το χαμηλό επίπεδο συμμετοχής στην αγορά εργασίας αποτελεί μια από τις χρόνιες και βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρώπης. Πριν από την κρίση, τα ποσοστά απασχόλησης στην Ευρώπη ήταν κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από εκείνα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Η κρίση επιδείνωσε δραματικά την ανεργία, ενώ οι δημογραφικές αλλαγές απειλούν να συρρικνώσουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στη μελλοντική ανάπτυξη της Ευρώπης.

Από την ανάλυση των σχεδίων των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων απορρέει ότι τα κράτη μέλη έχουν ενστερνιστεί τον στόχο αυτόν και ότι σε μεγάλο βαθμό έχουν αρχίσει να ασχολούνται με τα αδιέξοδα στην αγορά εργασίας. Τα περισσότερα κράτη μέλη επέλεξαν ως στόχο μια συγκεκριμένη τιμή ποσοστού, ενώ αρκετές, δηλαδή η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Ιταλία και η Σλοβακία έχουν προτείνει ένα φάσμα τιμών. Οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν ακόμη καθορίσει επίσημα εθνικό στόχο. Οι προτεινόμενοι στόχοι κυμαίνονται από 62,9% (Μάλτα) έως 80% (Σουηδία).

Εάν μπορούσαν όλα τα κράτη μέλη να επιτύχουν τον εθνικό στόχο που έχουν θέσει για το 2020 ή να επιτύχουν την χαμηλότερη τιμή από το φάσμα τιμών που έχουν θέσει ως στόχο, το μέσο ποσοστό απασχόλησης ΕΕ μεταξύ των κρατών μελών που έχουν καθορίσει εθνικό στόχο θα ανερχόταν σε 72,4%. Εάν μπορούσαν όλα τα κράτη μέλη να επιτύχουν την ανώτατη τιμή του φάσματος που έχουν θέσει ως στόχο, το εν λόγω μέσο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ θα ήταν 72,8%. Με άλλα λόγια, λαμβάνοντας ως βάση τους σημερινούς εθνικούς στόχους για τα ποσοστά απασχόλησης, η ΕΕ ως σύνολο θα υπολείπετο του στόχου του 75³% κατά 2,2-2,6 ποσοστιαίες μονάδες.

2.2.Έρευνα & Aνάπτυξη

Η Ευρώπη υστερεί σημαντικά έναντι των ΗΠΑ και άλλων προηγμένων οικονομιών τόσο από άποψη επιπέδου επενδεδυμένων πόρων, ιδίως πόρων του ιδιωτικού τομέα, όσο και από άποψη αποτελεσματικότητας των δαπανών. Μια τέτοια απόσταση επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης ιδίως στους τομείς με το μεγαλύτερο δυναμικό. Ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» απαιτεί την βελτίωση των συνθηκών E&A με σκοπό τη αύξηση του συνδυασμένου επιπέδου ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων στο 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον.

Αν συνυπολογιστούν όλοι οι προσωρινοί εθνικοί στόχοι προκύπτει σε αθροιστικό ποσοστό 2,7 ή 2,8% του ΑΕΠ το οποίο είναι κατώτερο του αναμενόμενου 3% του ΑΕΠ σε επενδύσεις E&A, αλλά αντιπροσωπεύει σημαντική προσπάθεια, ιδίως υπό τις τρέχουσες δημοσιονομικές συνθήκες. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα για τη σημαντική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στην έρευνα, στην καινοτομία και στην παιδεία, καθώς αναγνωρίζουν ότι οι επενδύσεις αυτές θα τροφοδοτήσουν την μελλοντική ανάπτυξη. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν καθορίσει υψηλούς αλλά ρεαλιστικούς στόχους παρά το ότι είναι δύσκολο να αναληφθεί δέσμευση ως προς την ιδιωτική συνιστώσα του στόχου για την E&A.

Άλλη συναφής πτυχή των επιδόσεων της ΕΕ όσον αφορά την καινοτομία, είναι το μερίδιο των ταχέως αναπτυσσόμενων καινοτόμων επιχειρήσεων στην οικονομία 6 . Τα κράτη μέλη πρέπει να αρχίσουν να προσανατολίζουν τις μεταρρυθμίσεις τους με στόχο την άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της βελτίωσης των βασικών συνθηκών και της πρόσβασης σε χρηματοδότηση.

2.3.Κλιματική δράση και ενεργειακή πολιτική

Η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης συνεπάγεται τη μεταμόρφωση της Ευρώπης σε μια ανταγωνιστική οικονομία και κοινωνία, που εξοικονομεί πόρους και έχει χαμηλά επίπεδα εκπομπών άνθρακα. Σ' ένα τέτοιο όραμα στηρίζεται και ο τριπλός στόχος που τίθεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020»: μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% τουλάχιστον σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 ή κατά 30% εάν οι συνθήκες είναι πρόσφορες· αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ σε 20%· και αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20%.

Υπάρχουν ήδη εθνικοί στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, από την ανάλυση των σχεδίων των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων προκύπτει ότι, στην τρέχουσα φάση, τα κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει εν μέρει μόνον τον στόχο αυτόν. Ορισμένα κράτη μέλη δεν παρέχουν ενδείξεις για τον στόχο αυτόν, ενώ άλλα χρησιμοποίησαν διαφορετικές μεθοδολογίες για να εκφράσουν τους εθνικούς τους στόχους. Εξαιτίας των διαφορών αυτών και την ατελούς πληροφόρησης, απαιτείται επειγόντως η διευκρίνιση των στόχων που θα πρέπει να επιτύχει κάθε κράτος μέλος.

Ωστόσο, από την προκαταρκτική αξιολόγηση προκύπτει ότι οι συνολικές προσπάθειες θα υπολείπονται σημαντικά (καθώς το ποσοστό θα είναι χαμηλότερο από 10%) του γενικού στόχου της ΕΕ που προβλέπει μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης κατά 20% έως το 2020. Αυτό προκαλεί ανησυχία διότι η ενεργειακή απόδοση αποτελεί τον αποτελεσματικότερο ως προς το κόστος τρόπο για τη μείωση των εκπομπών, τη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και της ανταγωνιστικότητας, καθώς και για να καταστεί η ενεργειακή κατανάλωση προσιτότερη και να δημιουργηθεί απασχόληση. Ομοίως, στον τομέα του μετριασμού των επιπτώσεων στο κλίμα, τα υφιστάμενα και προγραμματιζόμενα μέτρα δεν αρκούν ακόμη για την επίτευξη των γενικών στόχων του 2020.

2.4.Εκπαίδευση και κατάρτιση

Η προώθηση της καινοτομίας και της ανάπτυξης απαιτεί επίσης ειδικευμένο και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Ένας πληθυσμός με υψηλή ειδίκευση είναι επίσης καίριας σημασίας στοιχείο για την αναχαίτιση των προκλήσεων της δημογραφικής αλλαγής και της κοινωνικής ένταξης στην Ευρώπη. Η επένδυση σε ποιοτική εκπαίδευση, κατάρτιση και δια βίου μάθηση αποτελεί, συνεπώς, διάσταση κλειδί για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.

Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» καθορίζει έναν διπλό βασικό στόχο όσον αφορά την εκπαίδευση: έως το 2020 το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-24 που εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από 10%. ενώ τουλάχιστον το 40% των νέων ενηλίκων της ΕΕ (ηλικίας 30-34 ετών) θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τριτοβάθμια ή ισοδύναμη εκπαίδευση. Από την ανάλυση των σχεδίων των ΕΠΜ προκύπτει ότι κατά μέσο όρο δίδεται μεγαλύτερη προσοχή στην ανάλυση τρεχουσών προκλήσεων και δυνατών απαντήσεων σε αυτές σε σχέση με την κατάρτιση συγκεκριμένων προγραμμάτων και μέτρων μεταρρυθμίσεων. Στα περισσότερα σχέδια ΕΠΜ δεν είναι σαφές αν τα μέτρα που περιγράφουν λαμβάνονται σε απόκριση ή τουλάχιστον προσαρμόζονται στις προτεραιότητες της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

Όλα τα σχέδια ΕΠΜ καθορίζουν εθνικούς στόχους για τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης της σχολικής εκπαίδευσης και την αύξηση του αριθμού των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο δεν έχει καθορίσει στόχους) και τις Κάτω Χώρες (που έχει καθορίσει στόχους για την πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής εκπαίδευσης αλλά όχι για τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας).

Όσον αφορά την πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής εκπαίδευσης, ενώ ορισμένα κράτη μέλη έχουν καθορίσει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους, η συνολική προσπάθεια φαίνεται πιθανό να καταλήξει σε υστέρηση της Ευρώπης έναντι του στόχου του 10% για το 2020. Λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους που αναφέρονται στα σχέδια ΕΠΜ, χωρίς τις χώρες που δεν τους έχουν ακόμη καθορίσει (ΗΒ για αμφότερους τους στόχους, Κάτω Χώρες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση), προβλέπεται ότι έως το 2020 το ποσοστό πρόωρης εγκατάλειψης της σχολικής εκπαίδευσης θα είναι 10,5% με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί ο κοινός ευρωπαϊκός στόχος του 10%. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι το 2020 περίπου 200 000 επιπλέον νέοι Ευρωπαίοι θα έχουν εγκαταλείψει πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτισή τους.

Ομοίως, οι υποβληθέντες έως σήμερα στόχοι για την συμπλήρωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αρκούν για να επιτευχθεί ο γενικότερος στόχος για το 2020. Με συνολικό ποσοστό συμπλήρωσης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 37,3% έως το 2020, δεν πρόκειται να επιτευχθεί ο κοινός ευρωπαϊκός στόχος του 40%. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι το 2020 θα υπάρχουν περίπου 800 000 λιγότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 30-34 ετών από ό,τι εάν είχε επιτευχθεί ποσοστό 40%.

2.5.Κοινωνική ένταξη/καταπολέμηση της φτώχειας

Διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον εάν όλα τα κοινωνικά στρώματα ωφελούνται από αυτήν. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία η ανισότητα αυξάνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και όλο και περισσότερα άτομα περιέρχονται σε κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η οικονομική κρίση αύξησε δραματικά τον αριθμό των ατόμων που φθάνουν ή κινδυνεύουν να φθάσουν στο επίπεδο της φτώχειας. Η αναστροφή της τάσης αυτής και η εξασφάλιση ανάπτυξης με κοινωνική συνοχή αποτελεί βασικό στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Ο βασικός στόχος της ΕΕ αποβλέπει στη μείωση του αριθμού των Ευρωπαίων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 25%, με αποτέλεσμα την έξοδο 20 εκατομμυρίων ατόμων από την κατάσταση αυτή. Ο στόχος καθορίζεται με βάση τρεις δείκτες 7 που αντικατοπτρίζουν τις πολλαπλές πτυχές της φτώχειας και του αποκλεισμού ανά την Ευρώπη. Επεκτείνει την αρχική έννοια της σχετικής εισοδηματικής φτώχειας για να καλύψει την μη χρηματική διάστασή της, καθώς και περιπτώσεις αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Αντικατοπτρίζει επίσης την ποικιλομορφία των καταστάσεων και προτεραιοτήτων που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη.

Από την προκαταρκτική ανάλυση προκύπτει ότι η σχετική φτώχεια παραμένει βασική πρόκληση στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η βελτίωση του γενικότερου βιοτικού επιπέδου μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση της φτώχειας και του αποκλεισμού σε χώρες με χαμηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ και μεγάλα ποσοστά υλικής στέρησης. Η καταπολέμηση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας αποτελεί προτεραιότητα για όλες τις χώρες, ακόμη και για εκείνες που διαθέτουν ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας που παρέχουν σχετικά καλή προστασία κατά της εισοδηματικής φτώχειας, αλλά δεν παρέχουν αρκετά κίνητρα και/ή λίγη στήριξη όσον αφορά τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας εκείνων που απέχουν περισσότερο από αυτήν.

Στα σχέδια ΕΠΜ οι περισσότερες χώρες έχουν καθορίσει στόχους μολονότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται ακόμη στα φιλόδοξα επίπεδα που συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Τα περισσότερα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν τους τρεις συμφωνημένους δείκτες για να προσδιορίσουν τον ενωσιακό στόχο παραδεχόμενα με τον τρόπο αυτόν ότι απαιτούνται ευρείας κλίμακας στρατηγικές για την αντιμετώπιση της φτώχειας σε όλες της τις διαστάσεις. Ωστόσο, το επίπεδο των στόχων πρέπει να ανέβει ώστε να αντικατοπτρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ στόχων, ιδίως τη σχέση μεταξύ συμμετοχής στην αγορά εργασίας και φτώχειας. Μέχρι στιγμής αρκετές χώρες δεν έχουν ακόμη καθορίσει τον στόχο τους. Επείγει οι χώρες αυτές να ολοκληρώσουν γρήγορα τη σχετική διαδικασία.

3.Εθνικα Προγραμματα Μεταρρυθμισεων

3.1.Σχέδια Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων

Οι στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» αποτελούν αξονικό στοιχείο των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, τα οποία πρέπει να έχουν ένα πολύ ευρύτερο και περιεκτικό θεματολόγιο μεταρρυθμίσεων. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να διαβιβάσουν τα σχέδια των ΕΠΜ έως τις 12 Νοεμβρίου 2010 και να περιλάβουν σε αυτά τα εξής τέσσερα στοιχεία:

Ένα μεσοπρόθεσμο μακροοικονομικό σενάριο: Όλα τα σχέδια ΕΠΜ περιλαμβάνουν ένα μακροοικονομικό σενάριο και δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα μακροοικονομικά εμπόδια διαρθρωτικού χαρακτήρα σε σχέση με την ανάπτυξη, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα.

Όσον αφορά τους εθνικούς στόχους που εκφράζουν τους βασικούς στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», τα περισσότερα σχέδια ΕΠΜ τους περιλαμβάνουν (βλ. ανωτέρω).

Διαπίστωση των κυριότερων εμποδίων για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Τα σχέδια των ΕΠΜ ως επί το πλείστον επιβεβαιώνουν τα εμπόδια για την ανάπτυξη που διαπίστωσε ΕΟΠ τον Ιούνιο του 2010 και η ΕΑ τον Οκτώβριο του 2010. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λήφθηκαν υπόψη ορισμένες επιπρόσθετες προκλήσεις.

Τα κυριότερα μέτρα για την επίσπευση των πρωτοβουλιών τόνωσης της ανάπτυξης. Σχεδόν όλα τα σχέδια δεν κάνουν λόγο για επίσπευση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της διατηρήσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.

Τα σχέδια των ΕΠΜ διαφέρουν μεταξύ τους από άποψη λεπτομερειακότητας και βαθμού προετοιμασίας, καθώς ορισμένα είναι πληρέστερα και πιο προχωρημένα από άλλα. Γενικά, οι πιέσεις όσον αφορά την δυνητική ανάπτυξη και την απασχόληση δεν λαμβάνονται πλήρως υπόψη στα σχέδια των ΕΠΜ. Τα μακροοικονομικά σενάρια που υπέβαλαν τα κράτη μέλη τείνουν να είναι υπερβολικά αισιόδοξα σε σχέση με την εκτίμηση της Επιτροπής. Ταυτόχρονα, τα σενάρια για την απασχόληση είναι υπερβολικά απαισιόδοξα δεδομένου ότι επηρεάζονται από αρνητικούς βραχυπρόθεσμους παράγοντες. Από μια προκαταρκτική επανεξέταση των σχεδίων των ΕΠΜ προκύπτουν τα εξής κύρια θέματα:

Μια μεγάλη πλειονότητα κρατών μελών αντιμετωπίζει σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις όσον αφορά τη μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, τη μείωση των συχνά μεγάλων δεικτών χρέους και τη συγκράτηση του κόστους της δημογραφικής γήρανσης. Σε πολλές χώρες, η ενίσχυση της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών και του θεσμικού πλαισίου μέσω της βελτίωσης του δημοσιονομικού ελέγχου θα συνέβαλλε στη βελτίωση της διατηρησιμότητας.

Τα περισσότερα κράτη μέλη τόνισαν την ανάγκη εξασφάλισης της σταθερότητας και της ομαλής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα που θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση χωρίς κρατική στήριξη. Οι προκλήσεις στον τομέα αυτόν περιλαμβάνουν την υπερχρέωση των νοικοκυριών, την εξασφάλιση μιας αποτελεσματικής κανονιστικής εποπτείας και την καλή λειτουργία του τραπεζικού τομέα.

Η αντιμετώπιση του θέματος της ανταγωνιστικότητας και των ανισορροπιών στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών για όλα τα κράτη μέλη, αλλά κυρίως για την ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ. Εντός της ζώνης του ευρώ, επομένως, αναλαμβάνονται δράσεις για τη μείωση των εσωτερικών ανισορροπιών, π.χ. ενίσχυση των όρων της εσωτερικής ζήτησης, αναπροσαρμογές των σχετικών μισθών και τιμών, μεγαλύτερη μισθολογική ευελιξία και ανακατανομή πόρων από τον τομέα μη εμπορευσίμων στον τομέα των εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών.

Όλα τα κράτη μέλη διαπίστωσαν επίσης ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και/ή των όρων απασχόλησης, καθώς και να αντιμετωπιστεί η κακή λειτουργία των αγορών εργασίας και ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, η ανεπαρκής επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, τα ανεπαρκή κίνητρα προς απασχόληση και ο αποκλεισμός διαφόρων ηλικιακών κατηγοριών.

Τα περισσότερα κράτη μέλη αναγνωρίζουν επίσης ότι αντιμετωπίζουν προκλήσεις συνδεόμενες με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη διευκόλυνση της μετάβασης προς μορφές παραγωγής και εξαγωγών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Αυτό συνδέεται με μεγαλύτερες επενδύσεις κεφαλαίου, την εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού κανονιστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τη βελτίωση της διοικητικής αποτελεσματικότητας, καθώς και υψηλότερο βαθμό ανταγωνισμού.

Τέλος, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι είναι ανάγκη να δοθεί ώθηση στο δυναμικό καινοτομίας και να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο με σκοπό την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού και τη μείωση των αναντιστοιχιών στην αγορά εργασίας.

Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, οι πολιτικές που παρουσιάζονται στα σχέδια των ΕΠΜ δεν καταφέρνουν να δώσουν σαφή απόκριση στις σημαντικές μακροοικονομικές προκλήσεις και στα αναπτυξιακά αδιέξοδα. Οι δράσεις πολιτικής αναφέρονται περισσότερο σε διαύλους μέσω των οποίων μπορούν να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις παρά σε συγκεκριμένα μέτρα. Μολονότι παρασχέθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, δεν έχει δοθεί αρκετό βάρος σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να τονώσουν την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Πολλά σχέδια ΕΠΜ παρέχουν επισκόπηση των προγραμματιζόμενων μέτρων που θα επέτρεπαν στα κράτη μέλη να επιτύχουν τους εθνικούς τους στόχους. Ο κατάλογος των μέτρων, πάντως, περιλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί ή μέτρα που έχουν ήδη προχωρήσει αρκετά. Η προγραμματιζόμενη δράση πολιτικής πολλές φορές παρουσιάζεται σε μάλλον αδρές γραμμές, με λίγες λεπτομέρειες όσον αφορά τον ακριβή χαρακτήρα των μέτρων, το χρονοδιάγραμμα, τον αναμενόμενο αντίκτυπο, τον κίνδυνο μερικής εφαρμογής ή αποτυχίας, το δημοσιονομικό κόστος και τη χρήση κεφαλαίων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ. Εξαίρεση αποτελούν τα προγράμματα που παρουσίασαν τα κράτη μέλη που λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή, τα οποία παρουσίασαν λεπτομερέστερα μέτρα.

3.2.Συνεργασία για την οριστικοποίηση των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην υποβολή των σχεδίων ΕΠΜ και των οριστικών ΕΠΜ μπορεί να χρησιμεύσει για την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών και για εξέταση από ομοτίμους στους κόλπους του Συμβουλίου. Τον Νοέμβριο του 2010, η ΕΑ επανεξέτασε τα στοιχεία περί απασχόλησης των σχεδίων ΕΠΜ και τον Δεκέμβριο, η ΕΟΠ εξέτασε τα μακροοικονομικά στοιχεία σε οριζόντιο πλαίσιο.

Μετά την έγκριση της παρούσας ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης, που παρέχει γενική καθοδήγηση προς τα κράτη μέλη με σκοπό την οριστικοποίηση των ΕΠΜ τους, η Επιτροπή θα επικοινωνήσει εκ νέου με τα κράτη μέλη σε διμερές πλαίσιο προκειμένου να συζητήσει την οριστικοποίηση των ΕΠΜ τους υπό το πρίσμα της καθοδήγησης αυτής και των ιδιαιτεροτήτων κάθε κράτους μέλους.

Παράλληλα, οι εθνικές διαβουλεύσεις πρέπει να ολοκληρωθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί ο ενστερνισμός των ΕΠΜ. Οι διαβουλεύσεις αυτές πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή, στη φάση της προετοιμασίας, πολιτικών παραγόντων (εθνικά κοινοβούλια, περιφερειακές και τοπικές αρχές) καθώς και κοινωνικών εταίρων και άλλων ενδιαφερομένων μερών. Σε λίγες μόνον περιπτώσεις τα σχέδια ΕΠΜ έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαβουλεύσεων σε διάφορα επίπεδα. Ενώ ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναφέρει ότι θα αρχίσουν διαβουλεύσεις προτού οριστικοποιήσουν τα ΕΠΜ τους, τα περισσότερα δεν έχουν δώσει πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία διαβούλευσης.

Το γεγονός ότι δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να τονώσουν την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι ανησυχητικό. Χωρίς τέτοιες πολιτικές για την τόνωση της ανάπτυξης, οι στρατηγικές εξυγίανσης μπορεί να αποδειχθούν ανέφικτες.

Στόχος είναι τα οριστικά ΕΠΜ να είναι στοχοθετημένα και να τα έχουν ενστερνιστεί τόσο ο πολιτικός κόσμος κάθε κράτους μέλους, όσο και άλλοι παράγοντες σε καθένα από αυτά. Ταυτόχρονα θα πρέπει να πληρούνται κάποια κοινά κριτήρια ώστε να επιτευχθούν συνέργιες και να υπάρξει καλύτερη παρακολούθηση. Συγκεκριμένα, τα οριστικά ΕΠΜ θα πρέπει να παρέχουν:

εκτιμήσεις όσον αφορά την δυνητική και την πραγματική μεσοπρόθεσμη αύξηση της παραγωγής για μια τετραετία (τουλάχιστον)· τα μακροοικονομικά σενάρια που παρουσιάστηκαν στα προγράμματα για το 2011 πρέπει, συνεπώς, να καλύπτουν την περίοδο έως το 2014·

φιλόδοξους αλλά ρεαλιστικούς στόχους και για τους πέντε βασικούς στόχους της ΕΕ, μαζί με την προβλεπόμενη πορεία έως το 2020 για την επίτευξη των στόχων, καθώς και ενδιάμεση επανεξέταση το 2014·

περισσότερες λεπτομέρειες για τα μακροπρόθεσμα μέτρα, πέρα από εκείνα που είναι ήδη υπό προπαρασκευή, περιλαμβανομένου ενός συνεκτικού σχεδίου για την μεταρρύθμιση των συστημάτων έρευνας και καινοτομίας, με βάση ανάλυση των αρετών και των αδυναμιών κάθε μεμονωμένου κράτους μέλους 8

τις δημοσιονομικές συνέπειες των μεταρρυθμίσεων - περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, σαφέστερων ενδείξεων ως προς την πρόοδο σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων ή την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν τα ταμεία αυτά για τη στήριξη επενδύσεων υπέρ της ανάπτυξης·

μέτρα για την άρση των εμποδίων ανάπτυξης, περιλαμβανομένων λεπτομερειών ως προς το χρονοδιάγραμμα, τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τις δημοσιονομικές συνέπειες· τα μέτρα θα πρέπει να αφορούν στοιχεία που αποτελούν κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης ή συνθήκες που πλαισιώνουν την ανάπτυξη και μπορούν να περιλαμβάνουν π.χ. μέτρα στήριξης της εσωτερικής αγοράς, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανάπτυξης και διεθνοποίησης ΜΜΕ, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών (π.χ. οδηγία για τις υπηρεσίες), της εξάπλωσης της ψηφιακής κοινωνίας και οικονομίας, της βελτίωσης των καταναλωτικών συνθηκών κλπ. · τα οφέλη, ιδίως από πλευράς παραγωγικότητας, τα οποία συνεπάγεται η υιοθέτηση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας είναι πολύ γνωστά και, ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις αξίζει να θεσπιστούν στοχοθετημένα ως προς αυτά μέτρα πολιτικής·

πληροφορίες όσον αφορά τη συμμετοχή και τις συνεισφορές των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών· στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνεται αναφορά σε προσπάθειες επικοινωνίας για να αποκτήσουν οι ενδιαφερόμενοι και οι πολίτες γνώση των προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, καθώς και σε μηχανισμούς που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη για την παρακολούθηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.

4.Συμπερασματα

Για την πρώτη αυτή ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης, η διαδικασία παρακολούθησης και αξιολόγησης αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση, διότι η στρατηγική «Ευρώπη 2020» τέθηκε πολύ πρόσφατα σε εφαρμογή. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν την θέσπιση της στρατηγικής αυτής και την υιοθέτησή της από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2010, η δράση σε επίπεδο ΕΕ εστιάστηκε στην κατάρτιση του πλαισίου και τη δρομολόγηση των επτά εμβληματικών πρωτοβουλιών. Αντίστοιχα, τα κράτη μέλη έχουν αρχίσει τις πρώτες ενέργειες για να τεθούν σε εφαρμογή τα δικά τους προγράμματα μεταρρυθμίσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τον νεωτεριστικό χαρακτήρα του πρώτου κύκλου εφαρμογής της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», τα κράτη μέλη υπέβαλαν σχέδια εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων εν αναμονή των οριστικών προγραμμάτων που θα υποβληθούν έως τον Απρίλιο του 2011.

Η θεματική επανεξέταση δείχνει ότι ενώ υπάρχει γενικότερη επίγνωση του επείγοντος χαρακτήρα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάγκης για αποκατάσταση της τάξης στον χρηματοοικονομικό και τραπεζικό τομέα, έχουν γίνει πολύ λιγότερες προσπάθειες για τον προσδιορισμό των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και την επανεκκίνηση της ανάπτυξης και της δημιουργίας απασχόλησης. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση των προκαταρκτικών εθνικών στόχων που δείχνουν ότι η ΕΕ κινδυνεύει να υπολείπεται των συμφωνηθέντων σε επίπεδο ΕΕ βασικών στόχων. Παρά ταύτα, από τα προκαταρκτικά στοιχεία απορρέει ότι οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε να μην μπορούν να καλυφθούν με αποφασιστικές προσπάθειες τα επόμενα έτη. Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία τα πρώτα χρόνια είναι να δημιουργηθεί μια δυναμική για την επίτευξη στόχων που είναι πιεστικοί για τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της αφετηρίας του καθενός από αυτά. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί τους επόμενους μήνες στην πρόοδο όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναλαμβάνοντας δράση σε εθνικό επίπεδο και επισπεύδοντας τα μέτρα που τονώνουν την ανάπτυξη στο πλαίσιο των εμβληματικών πρωτοβουλιών, σύμφωνα με τα βασικά μηνύματα που αποκρυσταλλώνονται από την πρώτη αυτή ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης.

Τα κυριότερα θέματα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου θα είναι η διαχείριση της επανόδου σε δημοσιονομική πειθαρχία και μακροοικονομική σταθερότητα, και η παράλληλη εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Με βάση τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μαρτίου, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τα ΕΠΜ και τα προγράμματα σταθερότητας και/ή σύγκλισης έως τον Ιούνιο του 2011 και θα υποβάλει ολοκληρωμένες ειδικές κατά χώρα συστάσεις στα κράτη μέλη, βασιζόμενη στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και θα παράσχει καθοδήγηση για τη δημοσιονομική πολιτική βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης 9 . Οι συστάσεις και οι γνώμες του Συμβουλίου για τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης θα εκδοθούν από το Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2011. Στη συνέχεια εναπόκειται στην ΕΕ να αναλάβει δράση, και στα κράτη μέλη να μετατρέψουν τις εν λόγω συστάσεις και γνώμες σε συγκεκριμένες αποφάσεις κατά την κατάρτιση των εθνικών τους προϋπολογισμών για το 2012 κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Παράρτημα:
Προσωρινοί στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»
10  

Κράτος μέλος

Ποσοστό απασχόλησης (ως %)

Ε&Α ως % του ΑΕΠ

Στόχοι μείωσης εκπομπών αέριων ρύπων (έναντι των επιπέδων του 2005) 11

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Ενεργειακή απόδοση – μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε Mtoe 12

Πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής εκπαίδευσης ως %

Ολοκλήρωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως %

Μείωση της φτώχειας (αριθμός ατόμων) 13  

AT

77-78%

3,76%

-16%

34%

7,2

9,5%

38% (περιλαμβανομένης της ISCED 4a, που σήμερα είναι περίπου 12%)

235.000

BE

71-74%

2,6-3,0%

-15%

13%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

9,5-10%

46-48%

330.000-380.000

BG

76%

1,5%

20%

16%

3,2

11%

36%

260.000 (500.000)

CY

75-77%

0,5%

-5%

13%

0,46

10%

46%

18.000

CZ

75%

2,70

9%

13%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

5,5%

32%

30.000

DE

75%

3%

-14%

18%

37,7

Λιγότερο από 10%

42% (περιλαμβανομένης της ISCED4, που σήμερα είναι 11,4%)

330.000
(660.000)

DK

78,5%

3%

-20%

30%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Λιγότερο από 10%

40%

22.000

EE

76%

3%

11%

25%

0,49 (μόνον τελική χρήση)

9,5%

40%

49.500

EL

70%

2%

-4%

18%

5,4

10%

32%

450.000

ES

74%

3%

-10%

20%

25,2

15%

44%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

FI

78%

4%

-16%

38%

4,21

8%

42%

150.000

FR

75%

3%

-14%

23%

43

9,5%

50%

1.600.000 έως το 2015

HU

75%

1,8%

10%

13%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

10%

30,3%

450.000-500.000

IE

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

-20%

16%

2,75

8%

60%

186.000

IT

67-69%

1,53%

-13%

17%

27,9

15-16%

26-27%

2.200.000

LT

72,8%

1,9%

17%

23%

0,74 (μόνον τελική χρήση)

9%

40%

170.000

LU

73%

2,6%

5%

11%

0,19 (μόνον τελική χρήση)

Λιγότερο από 10%

40%

3.000

LV

73%

1,5%

-16%

40%

0,67

13,4%

34-36%

121.000

MT

62,9%

0,67%

14%

10%

0,24

29%

33%

6.560

NL

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

1%

14%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Μείωση του αριθμού των ατόμων σε 25.000
(=μείωση στο 9%)

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

PL

71%

1,7%

19%

15%

13,6

4,5%

45%

1.500.000-2.000.000

PT

75%

2,7-3,3%

-17%

31%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

10%

40%

200.000

RO

70%

2%

4%

24%

10

11,3%

26,7%

580.000

SE

80%

4%

13%

49%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

10%

40-45%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

SI

75%

3%

17%

25%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

5,1%

40%

40.000

SK

71-73%

0,9-1,1%

5%

14%

1,08 (μόνον τελική χρήση)

6%

30%

170.000

UK

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

-16%

15%

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Δεν καθορίζεται στόχος στο ΕΠΜ

Υφιστάμενος στόχος όσον αφορά την φτώχεια των παιδιών

Εκτίμηση για το σύνολο της EΕ

72,4-72,8%

2,7-2,8%

-20%

(σε σχέση με τα επίπεδα του 1990)

20%

Λιγότερο από 10%

10,5%

37,3%

Βασικός στόχος της ΕΕ

75%

3%

-20%

(σε σχέση με τα επίπεδα του 1990)

20%

αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20%

10%

40%

20.000.000



(1) Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2010.
(2) Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη (COM(2010) 245 τελικό/2, της 19.5.2010), Νεολαία σε κίνηση (COM(2010) 477, της 15.9.2010), Ένωσης καινοτομίας (COM(2010) 456, της 6.10.2010), Μια βιομηχανική πολιτική για την εποχή της παγκοσμιοποίησης (COM(2010) 614, της 27.10.2010) Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας. Ευρωπαϊκή συμβολή για την πλήρη απασχόληση (COM(2010) 682, της 23.11.2010), Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού: Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (COM(2010) 758, της 15.12.2010). Εμβληματική πρωτοβουλία «Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους» θα παρουσιαστεί στα τέλη Ιανουαρίου 2011.
(3) «Προς μια Πράξη για την Ενιαία αγορά» (COM(2010) 608 της 27.10.2010).
(4) «Η επανεξέταση του προϋπολογισμού της ΕΕ» (COM(2010) 700 της 19.10.2010.
(5) «Εμπόριο, ανάπτυξη και παγκόσμιες υποθέσεις: Η εμπορική πολιτική ως βασική συνιστώσα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» της ΕΕ», (COM(2010) 612 της 9.11.2010).
(6) Η Επιτροπή αναπτύσσει έναν τέτοιο δείκτη ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - COM(2010) 546, της 6.10.2010, σ. 29.
(7) Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας, το ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν μεγάλη υλική στέρηση και το ποσοστό ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής εντάσεως εργασίας.
(8) Ως βοήθημα για την ανάλυση αυτή, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να χρησιμοποιήσουν το «εργαλείο αυτοαξιολόγησης» που παρέχεται στο πλαίσιο της εμβληματικής πρωτοβουλίας «Ένωση Καινοτομίας», COM(2010) 546 (τελικό)
(9) Σύσταση του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2010, σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης (2010/410/EΕ) και απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (2010/707/EΕ), που από κοινού συνιστούν τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
(10) Οι οριστικοί εθνικοί στόχοι θα καθοριστούν στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων τον Απρίλιο του 2011.
(11) Οι εθνικοί στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προβλέπονται στην απόφαση 2009/406/EΚ («απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών») αφορά τις εκπομπές που δεν καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών. Οι εκπομπές που καλύπτονται από το σύστημα αυτό θα μειωθούν κατά 21% έναντι των επιπέδων του 2005. Η αντίστοιχη συνολική μείωση εκπομπών θα είναι -20% έναντι των επιπέδων του 1990.
(12) Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εθνικές προβλέψεις ποικίλλουν επίσης όσον αφορά το έτος βάσει του οποίου υπολογίζονται οι μειώσεις.
(13) Εκτιμώμενη συμβολή στον στόχο της ΕΕ.


EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Βρυξέλλες, 12.1.2011

COM(2011) 11 τελικό

ετήσια ΕπισκΟπηση τηΣ ανάπτυξηΣ

παράρτημα 3

σχέδιο κοινής έκθεσης για την απασχόληση

ετήσια ΕπισκΟπηση τηΣ ανάπτυξηΣ

παράρτημα 3

σχέδιο κοινής έκθεσης για την απασχόληση

Η κοινή έκθεση για την απασχόληση (ΚΕΑ) του παρόντος έτους, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 148 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, είναι μέρος του πακέτου της Επιτροπής για τη δρομολόγηση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Ως βασική συμβολή για την ενίσχυση της οικονομικής καθοδήγησης, η ΚΕΑ είναι κατά κύριο λόγο μια ανάλυση επικεντρωμένη στο μέλλον, η οποία επεκτείνεται στα βασικά μηνύματα σχετικά με την απασχόληση που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση για την ανάπτυξη. Η ανάλυση και τα μηνύματα που περιλαμβάνει βασίζονται στην κατάσταση της απασχόλησης στην Ευρώπη, στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση 1 καθώς και στα αποτελέσματα της εξέτασης των χωρών από την Επιτροπή Απασχόλησης στο πλαίσιο των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων 2 .

1.Οι επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης επηρεάζουν τις συνθήκες του μακρόοικονομικού πλαισίου

Βελτιωμένη αλλά ακόμη εύθραυστη κατάσταση της αγοράς εργασίας…

Η αγορά εργασίας στην ΕΕ εξακολούθησε να σταθεροποιείται, και υπάρχουν νέα σημεία ανάκαμψης σε ορισμένα κράτη μέλη. Πράγματι, η επιδείνωση της απασχόλησης στην ΕΕ φαίνεται να έχει φθάσει στο τέλος της στο δεύτερο τρίμηνο του 2010, καθώς η απασχόληση αυξήθηκε, κατά 0,2 %, για πρώτη φορά σε σχεδόν δύο χρόνια. Ωστόσο, με 221,3 εκατομμύρια άτομα 3 , η απασχόληση εξακολουθούσε μέχρι τότε να είναι κατά 5,6 εκατομμύρια άτομα χαμηλότερη σε σύγκριση με το ανώτατο επίπεδό της το δεύτερο τρίμηνο του 2008, αντικατοπτρίζοντας τις σημαντικές μειώσεις στους τομείς της μεταποίησης και των κατασκευών. Η απασχόληση εργαζομένων ηλικίας 20 έως 64 ετών παρέμεινε στο επίπεδο των 208,4 εκατομμυρίων ατόμων, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό απασχόλησης 68,8 % 4 .

Το ποσοστό ανεργίας, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 9,6 %, παρέμεινε αμετάβλητο από τον Φεβρουάριο του 2010 και σταθεροποιήθηκε σε γενικές γραμμές. Η ανεργία βρίσκεται σήμερα στο επίπεδο των 23,1 εκατομμυρίων ατόμων. Η μακροχρόνια ανεργία αυξάνεται σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, μολονότι σε διαφορετικό βαθμό. Από τα άτομα αυτά, σχεδόν 5 εκατομμύρια ήταν άνεργοι για 6 έως 11 μήνες. Η κρίση επιδείνωσε τον κίνδυνο για μετανάστες με χαμηλά προσόντα και μετανάστες που δεν είναι πολίτες της ΕΕ. Στα 5,2 εκατομμύρια, η ανεργία των νέων αυξήθηκε κατά σχεδόν 1,2 εκατομμύρια άτομα σε σύγκριση με το χαμηλό επίπεδο της άνοιξης του 2008 (αύξηση περίπου 30 %). Παρ’ όλα αυτά, η αγορά εργασίας για τους νέους στην ΕΕ βελτιώθηκε από το περασμένο φθινόπωρο, ενώ η ανεργία των νέων γενικά μειώθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2009. Το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι τώρα στο επίπεδο του 20,4 % στην ΕΕ, δηλαδή 0,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ό,τι πριν από ένα χρόνο.

Ακολουθώντας τη συνεχή αύξηση της ανεργίας, ο αριθμός των ατόμων που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας συνέχισε να αυξάνει μεταξύ Ιουνίου 2009 και Ιουνίου 2010 στα περισσότερα κράτη μέλη. Ο αριθμός των ατόμων που επωφελούνται από (μη συμμετοχικά) συστήματα κοινωνικής βοήθειας αυξήθηκε επίσης σημαντικά στα περισσότερα κράτη μέλη, και σε ορισμένα κράτη μέλη τα εν λόγω συστήματα απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού αντίκτυπου της κρίσης. Δεν σημειώθηκε μεγάλη πίεση στα συστήματα αναπηρίας, ενώ οι δικαιούχοι συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης αυξήθηκαν σε ορισμένες χώρες.

…με βραχυχρόνιες aναντιστοιχίες,…

Πρόσφατα η ζήτηση για εργασία εξακολούθησε να σημειώνει σχετική βελτίωση, με τις κενές θέσεις εργασίας, τη ζήτηση εργασίας στο διαδίκτυο και τη δραστηριότητα στον τόπο εργασίας μέσω γραφείων εύρεσης έκτακτης εργασίας να υπερβαίνουν τα επίπεδα που σημειώθηκαν πριν από έναν χρόνο.

Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες αυξανόμενες ανησυχίες αναντιστοιχίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Το περασμένο έτος σημειώθηκε αύξηση τόσο στα ποσοστά ανεργίας όσο και στα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων των αναζητούντων εργασία και των προσόντων που απαιτούνται για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Απαιτείται εν προκειμένω προσεκτική παρακολούθηση τα επόμενα τρίμηνα προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανοδική τάση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους είναι απλώς προσωρινή ή υπάρχει κίνδυνος να καταστεί διαρθρωτική. Πράγματι, οι τομείς που ανακάμπτουν ταχύτερα δεν είναι εκείνοι που απώλεσαν τις περισσότερες θέσεις εργασίας με την έναρξη της κρίσης, προφανώς αντικατοπτρίζοντας μια μεταστροφή των προσόντων και των τομεακών αναγκών κατά τη διάρκεια της κρίσης.

…οδηγεί σε ανησυχία όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα…

Σε απάντηση στην οικονομική κρίση τα περισσότερα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν ρυθμίσεις μειωμένου χρόνου εργασίας (ΡΜΧΕ), έτσι ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τη μείωση της παραγωγής τους χωρίς να έχουν άμεση ανάγκη να μειώσουν το προσωπικό τους αντίστοιχα. Το αρνητικό στοιχείο της χρήσης ΡΜΧΕ είναι η συσσώρευση εργατικού δυναμικού και, ως εκ τούτου, η μείωση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο. Προηγούμενες υφέσεις, στις οποίες σημειώθηκε συσσώρευση εργατικού δυναμικού, είχαν την τάση να ακολουθηθούν από περιόδους ανάπτυξης χωρίς θέσεις εργασίας, καθώς η αυξημένη παραγωγή οδήγησε μάλλον σε ανάκαμψη της παραγωγικότητας και του χρόνου εργασίας παρά σε πρόσθετες θέσεις εργασίας. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν αρνητική σε ολόκληρη την περίοδο από τα μέσα του 2008 έως το πρώτο τρίμηνο του 2009, αλλά κατόπιν ήταν θετική στο επίπεδο του περίπου 2 % ετησίως.

Με την οικονομική κρίση, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και η στήριξη της ζήτησης για εργασία μέσω της μείωσης του συνολικού κόστους εργασίας έγιναν ακόμη σημαντικότερες σε όλα τα κράτη μέλη. Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, οι μισθοί προσαρμόστηκαν αρκετά καλά στη συγκυρία χαμηλής ζήτησης στην ευρωζώνη στο σύνολό της – μολονότι με κάποια καθυστέρηση, λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας των συλλογικών συμβάσεων –, καθώς τα ημερομίσθια που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σημείωσαν αύξηση 3,5 % ετησίως το τρίτο τρίμηνο του 2008 αλλά αύξηση μόνο 2,1 % το δεύτερο τρίμηνο του 2010 στην ευρωζώνη.

Η ανάπτυξη του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε απότομα από το τρίτο τρίμηνο του 2008 έως τα μέσα του 2009, αλλά κατόπιν μειώθηκε εξίσου γρήγορα και το δεύτερο τρίμηνο του 2010 ανερχόταν σε -2 % ετησίως, καταδεικνύοντας ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στο σύνολό της. Ωστόσο, για ορισμένες χώρες μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω μείωση του συνολικού κόστους εργασίας ανά εργαζόμενο ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα εκτός ΕΕ στα επίπεδα πριν από την κρίση.

… και στην ανάγκη για δράση όσον αφορά τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης

Καταβλήθηκαν επίσης από τα κράτη μέλη προσπάθειες μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, όπως φαίνεται από τη διαφορά τιμών λόγω της φορολογίας 5 . Οι εκπτώσεις επί των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (ΕΚΑ) με σκοπό την αύξηση της ζήτησης εργασίας είχαν συνήθως ως προϋπόθεση την καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας – δηλ. περιορίζονταν συνήθως στις νέες προσλήψεις – σε πολλά κράτη μέλη κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ορισμένες χώρες αποφάσεων επίσης να προβούν σε γενικές μειώσεις των ΕΚΑ των εργοδοτών, συχνότατα με μόνιμο χαρακτήρα. Οι μειώσεις του μη μισθολογικού κόστους εργασίας ήταν συνήθως εστιασμένες στα άτομα με τις μεγαλύτερες δυσκολίες απασχόλησης, όπως τα άτομα με χαμηλά προσόντα,, οι άνεργοι νέοι, οι μακροχρόνια άνεργοι και οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι.

2.Προσδιορισμός τομέων προτεραιότητας για μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη

Η επίτευξη των συμφωνηθέντων πρωταρχικών στόχων στους τομείς της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ένταξης απαιτεί την υλοποίηση ενός ευρέος φάσματος ολοκληρωμένων δράσεων με σκοπό τη δημιουργία πιο ευέλικτων και ασφαλών αγορών εργασίας χωρίς αποκλεισμούς. Οι πολιτικές ευελιξίας με ασφάλεια είναι το καλύτερο εργαλείο γι’ αυτό τον σκοπό. Εντούτοις, τα τέσσερα συστατικά της ευελιξίας με ασφάλεια (ευέλικτες και αξιόπιστες συμβατικές ρυθμίσεις, ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας, διά βίου μάθηση και σύγχρονα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης) πρέπει να ενισχυθούν, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη εστίαση στις μεταρρυθμίσεις με την καλύτερη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας, παρέχοντας παράλληλα καλύτερη ευελιξία και ασφάλεια 6 .

Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα άρση των θεσμικών φραγμών που εμποδίζουν την καλή λειτουργία των αγορών εργασίας των κρατών μελών. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην αύξηση της απασχόλησης και στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας και, σε κάποιο βαθμό, μπορεί επίσης να εμποδίσουν την κοινωνική ένταξη και τη μείωση της φτώχειας. Η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στους τομείς πολιτικής που προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή Απασχόλησης (ΕΑ) και την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας (ΕΚΠ) ως σημαντικοί για την παρακολούθηση της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών.

2.1.Επίτευξη πλήρους απασχόλησης

Η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης απαιτεί την εφαρμογή ολοκληρωμένων δράσεων, όπως ορίζονται στην κατευθυντήρια γραμμή 7 για την απασχόληση.

Συμμετοχή στην αγορά εργασίας

Το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας (55 ως 64 ετών) φθάνει μόλις στο 46,4 %. Αυτό αποτελεί συνάρτηση των πρακτικών διαχείρισης των ηλικιών στις αγορές εργασίας και στους τόπους εργασίας, αλλά και εν μέρει του αποτελέσματος των διάφορων τύπων συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης και/ή συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας. Η μη σωστή λειτουργία των αγορών εργασίας για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (χαμηλή ζήτηση από τους εργοδότες, χαμηλά επίπεδα αναβάθμισης των δεξιοτήτων, έλλειψη βοήθειας στην αναζήτηση εργασίας, προσφυγή σε παροχές πρόωρης συνταξιοδότησης, ανεπαρκής επανένταξη και παροχή επανακατάρτισης μετά την απόλυση) μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη αποχώρηση από την αγορά εργασίας. Επίσης, σε ορισμένες χώρες, οι δεσμοί μεταξύ των εισφορών, της διάρκειας της απασχόλησης και της αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είναι περιορισμένοι ή δεν είναι επαρκώς ορατοί.

Υπάρχει σαφής ανάγκη να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ευρώπη είναι ακόμη μόνο 62,4 % (20-64). Η ανεπαρκής φορολογική αντιμετώπιση των δεύτερων εργαζόμενων μελών οικογενειών (υψηλότεροι πραγματικοί φόροι για τις παντρεμένες γυναίκες από ό,τι για τις ανύπαντρες) θεωρείται σε ορισμένες χώρες ως φραγμός που εμποδίζει τη συνεχή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ή την επιστροφή τους σ’ αυτή. Οι υψηλοί οριακοί πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές που προκύπτουν από φορολογικά στοιχεία βασιζόμενα στην οικογένεια, η σταδιακή κατάργηση των παροχών ανάλογα με τα έσοδα ή με βάση το εισόδημα (όπως τα επιδόματα τέκνων ή τα επιδόματα στέγασης), μαζί με την απουσία της χρήσης των παροχών που σχετίζονται με την εργασία, αποτελούν δυνητικά εμπόδια για την επιστροφή των γυναικών στην αγορά εργασίας σε ορισμένα κράτη μέλη.

Πολύ λίγοι νέοι μπορούν να εισέλθουν επιτυχώς στην αγορά εργασίας. Η απουσία κατάλληλων διόδων που να συνδυάζουν υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού, ευκαιρίες αναβάθμισης των προσόντων, μαθητείες υψηλής ποιότητας και προσφοράς θέσεων πρακτικής άσκησης εμποδίζει τη θετική μετάβαση των νέων στην εργασία 7 . Κατά συνέπεια, η απουσία σαφούς πληροφόρησης σχετικά με τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας προκαλεί στους εργοδότες δισταγμούς όσον αφορά την κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας τους, αφού μπορεί να μην είναι σαφές ποιες είναι οι δεξιότητές τους και ποια είναι τα επίπεδα παραγωγικότητάς τους, καθώς και κατά πόσον ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κάθε θέσης εργασίας. Η εξασφάλιση του ότι οι νέοι είναι κατάλληλα εφοδιασμένοι για τις ανάγκες της αγοράς εργασίας πρέπει να προωθηθεί σε πολλά κράτη μέλη.

Λειτουργία και κατακερματισμός της αγοράς εργασίας

Σε πολλές αγορές εργασίας οι μεγάλες διαφορές στα σχετικά επίπεδα της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης οδηγούν σε διάκριση μεταξύ των καλά προστατευόμενων εργαζομένων με μόνιμες συμβάσεις και των λιγότερο προστατευόμενων εργαζομένων με άτυπες, κυρίως προσωρινές, συμβάσεις. Ο αντίκτυπος της κρίσης υπογράμμισε αυτό το ζήτημα: οι απώλειες θέσεων εργασίας για τους εργαζομένους με προσωρινή απασχόληση ήταν σχεδόν τετραπλάσιες από εκείνες για τους εργαζομένους με μόνιμη απασχόληση. Μολονότι η προσωρινή απασχόληση δεν είναι αρνητικό φαινόμενο αυτή καθαυτή, η περιορισμένη λειτουργία της ως σκαλοπάτι για μονιμότερες σχέσεις απασχόλησης εμποδίζει την παραγωγικότητα και τις προοπτικές για καλύτερη σταδιοδρομία και καλύτερες αποδοχές – ιδίως για τους νέους.

Παράλληλα, πολλά κράτη μέλη αντιμετωπίζουν ανεπαρκείς ή περιορισμένες μεταβάσεις της αγοράς εργασίας, όπου η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία και σχετικά χαμηλό κύκλο εργασιών ώστε να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες μορφές ζήτησης. Εκτός από την ακατάλληλη νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης (ΝΠΑ), αυτό οφείλεται επίσης στην ακαμψία των ρυθμίσεων σχετικά με τον χρόνο εργασίας, δηλαδή στην ανεπαρκή εσωτερική ευελιξία. Οι παράγοντες αυτοί έχουν αρνητικό άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, εμποδίζοντας την αποτελεσματική κατανομή του εργατικού δυναμικού.

Οι φραγμοί στην γεωγραφική κινητικότητα του εργατικού δυναμικού μπορεί επίσης να εμποδίζουν τη σωστή λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η περιορισμένη δυνατότητα μεταφοράς των συντάξεων και άλλων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης μειώνει τη δυνατότητα αποτελεσματικής (ανα)κατανομής της εργασίας, όπως π.χ. οι φραγμοί στέγασης και μεταφοράς οι οποίοι εμποδίζουν τους εργαζόμενους να μετακινηθούν ή να μεταβούν σε τόπους στους οποίους υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας.

Σε διάφορα κράτη μέλη υπάρχει επίσης σημαντικό ποσοστό αδήλωτης εργασίας, όπου μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού τους δεν είναι δηλωμένο λόγω της μη επιβολής των υφιστάμενων κανόνων και της ακαταλληλότητας των συστημάτων παροχής φορολογικών ελαφρύνσεων. Το αποτέλεσμα είναι τεχνητά χαμηλά ποσοστά επίσημης απασχόλησης ή δηλωμένων ωρών εργασίας και μια διπλή ή παράλληλη αγορά εργασίας με εν μέρει πολύ χαμηλά πρότυπα και όρους εργασίας, πράγμα που οδηγεί στη μείωση της παραγωγικότητας και των φορολογικών εσόδων καθώς και στην αύξηση των κινδύνων αποκλεισμού.

Οι εργασιακές σχέσεις υψηλής ποιότητας που βασίζονται στον διάλογο και την εμπιστοσύνη μεταξύ ισχυρών κοινωνικών εταίρων συμβάλλουν σε λύσεις που προωθούν τη μείωση του κατακερματισμού και τη σωστή λειτουργία της αγοράς εργασίας. Ο κοινωνικός διάλογος αποδείχθηκε αποτελεσματικός κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η επίτευξη συναίνεσης είναι σημαντική όταν πρέπει να αποφασιστούν μέτρα λιτότητας, αφού μόνο μια κατανομή των προσπαθειών που θεωρούνται εύλογες θα εξασφαλίσει κοινωνικά αποδεκτές και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις. Εντούτοις, η επιχειρησιακή ικανότητα των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων και η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων διαφέρουν. Συνεπώς, η ανάπτυξη του πλήρους δυναμικού αυτόνομων λύσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων, που βασίζονται σε κοινές αναλύσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, εκκρεμεί ακόμη σε πολλά κράτη μέλη.

Δημιουργία θέσεων εργασίας

Πολλά κράτη μέλη έχουν μειώσει το μη μισθολογικό κόστος εργασίας σε προσωρινή βάση για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Περαιτέρω μόνιμες μειώσεις θα προωθήσουν περισσότερο την απασχόληση, ιδίως όταν επικεντρωθούν στα άτομα με χαμηλά προσόντα και στις χώρες στις οποίες τα άτομα αυτά αντιπροσωπεύουν υψηλό εργατικό δυναμικό. Η φορολογική ουδετερότητα μπορεί να επιτευχθεί με τον επαναπροσανατολισμό της φορολογίας από την εργασία στην ενέργεια και/ή την περιουσία. Σε πολλά κράτη μέλη πραγματοποιούνται ήδη συζητήσεις σχετικά με την τρέχουσα φορολογία της εργασίας και άλλων πόρων.

Οι αγορές εργασίας που αναδύονται από την κρίση αλλάζουν, και πολλά κράτη μέλη προσανατολίζονται στη δημιουργία αειφόρων πιο «πράσινων οικονομιών» με υψηλή προστιθέμενη αξία. Αυτές έχουν μεγάλη σημασία για τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας και για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα/την ενέργεια. Παράλληλα, χρειάζεται να στηριχθεί η προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού. Οι συνέργειες μεταξύ των πολιτικών για την εξασφάλιση της αμοιβαίας ενίσχυσής τους και για τη διασφάλιση μιας επιτυχούς λύσης για την οικονομία, το περιβάλλον και την απασχόληση δεν έχουν ακόμη θεμελιωθεί πλήρως. Οι τομείς που πλήττονται περισσότερο από την απώλεια θέσεων εργασίας είναι σε μεγάλο βαθμό ανδροκρατούμενοι (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, άνθρακας, πετρέλαιο). Μολονότι ορισμένες θέσεις εργασίας στους εν λόγω τομείς θα απαξιωθούν, άλλες θα απαιτούν νέες δεξιότητες, προκαλώντας ανακατανομή των θέσεων εργασίας μέσα στον ίδιο τομέα ή σε άλλους τομείς. Νέες δεξιότητες απαιτούνται επίσης στους λεγόμενους τομείς των «λευκών θέσεων εργασίας», όπως η υγειονομική περίθαλψη, όπου η ζήτηση αυξάνεται και οι ελλείψεις είναι μεγάλες και αυξανόμενες ενόψει μιας γηράσκουσας κοινωνίας.

Τα ποσοστά ανάληψης δραστηριοτήτων αυτοαπασχόλησης και επιχειρηματικότητας παραμένουν χαμηλά μεταξύ των κρατών μελών, και λιγότερες από τις μισές από τις δραστηριότητες αυτές επιβιώνουν για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών. Τα καθαρά οφέλη της αυτοαπασχόλησης δεν θεωρούνται επαρκώς μεγαλύτερα από άλλες εναλλακτικές δυνατότητες, έτσι ώστε να την καταστήσουν ελκυστική δυνατότητα σταδιοδρομίας για τα πιο ευφυή άτομα. Τα μέτρα εξακολουθούν να είναι αποθαρρυντικά για την αυτοαπασχόληση και οι συνδυασμένες πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής και πολιτικής για την αγορά εργασίας με στόχο τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο θα μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματικότητα είναι ακόμη πολύ περιορισμένες.

Ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας (ΕΠΑΕ)

Σε πολλά κράτη μέλη υπάρχει έλλειψη καλά στοχοθετημένων μέτρων ΕΠΑΕ που έχουν ως στόχο τους μακροχρόνια ανέργους και τις ευάλωτες και μειονεκτούσες πληθυσμιακές ομάδες. Σε ορισμένα κράτη μέλη τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων ΕΠΑΕ είναι φτωχά, αφού εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά πολλές κενές θέσεις εργασίας σε συνδυασμό με υψηλή μακροχρόνια ανεργία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην πλημμελή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων επιπέδων του κρατικού μηχανισμού που εμπλέκονται στη διαχείριση των ΕΠΑΕ, με τις αρμοδιότητες να κατανέμονται σε διάφορα περιφερειακά επίπεδα. Για άλλους, η αιτία συνδέεται με τις αναποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης (ΔΥΑ), λόγω του υψηλότερου όγκου υποθέσεων που προκύπτει από τις εισροές των πελατών, τις δημοσιονομικές περικοπές και τον περιορισμό του μεγέθους των ΔΥΑ, τα ελλείμματα ειδικευμένου προσωπικού, την έλλειψη κατάρτισης, τους ανεπαρκείς τύπους δαπανών που πραγματοποιούνται από τις ΕΠΑΕ ή την ανεπαρκή εστίαση σε μέτρα με καλύτερη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας. Ο εκσυγχρονισμός του επιχειρησιακού και υπηρεσιακού μοντέλου των ΔΥΑ κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα εξατομικευμένης στήριξης σε όλους που τη χρειάζονται είναι ακόμη ανεπαρκής.

Ισότητα των φύλων και ισορροπία του εργασιακού βίου

Η κατ’ ανάγκη μερική απασχόληση μεταξύ των γυναικών εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα σε ορισμένα κράτη μέλη, ως αποτέλεσμα της απουσίας επαρκών εγκαταστάσεων παιδικής φροντίδας κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας ή μετά το σχολείο, και επίσης λόγω της έλλειψης υπηρεσιών για παιδιά και άλλα εξαρτώμενα άτομα. Επιπλέον, η μέριμνα για τους ηλικιωμένους και τα άτομα με αναπηρία καθίσταται σημαντική πρόκληση με τη γήρανση του πληθυσμού, τόσο για την κοινωνία όσο και για τις γυναίκες. Σε ορισμένα κράτη μέλη η επανένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας γίνεται ακόμη δυσκολότερη λόγω της μη φιλικότητας των αγορών εργασίας απέναντι στα άτομα που διακόπτουν τη σταδιοδρομία τους και της μη ισορροπημένης ανάληψης των γονικών ευθυνών. Σε ορισμένες χώρες, η μακροχρόνια (χρηματοδοτούμενη) γονική άδεια κινδυνεύει να γίνει τροχοπέδη στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας και επιβάλλει μεγάλη επιβάρυνση στον δημόσιο προϋπολογισμό και στην παραγωγικότητα, λόγω της υποβάθμισης των δεξιοτήτων.

Συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Λόγω της κρίσης, η μακροχρόνια και η διαρθρωτική ανεργία είναι τώρα επείγον πρόβλημα για πολλά κράτη μέλη. Τα συστήματα παροχών ανεργίας και άλλα συστήματα παροχών θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλα κίνητρα για εργασία και για την αποφυγή της εξάρτησης από τις παροχές, αλλά, παράλληλα, να εξασφαλίζουν την αναγκαία εισοδηματική στήριξη και προσαρμοστικότητα στην οικονομική συγκυρία. Κατάλληλα κριτήρια συμμόρφωσης με προσωρινές και μερικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση από τους δικαιούχους των παροχών που είναι έτοιμοι για εργασία απουσιάζουν από πολλά κράτη μέλη. Επίσης, απουσιάζουν από πολλά κράτη μέλη πρακτικές για τον εντοπισμό των ατόμων που δεν είναι έτοιμα για εργασία, καθώς και επαρκείς πολιτικές για τη στοχοθέτησή τους.

Καθορισμός μισθών και κόστος εργασίας

Οι μισθοί χρειάζεται να προσαρμοστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξισορροπούν τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας, να διασφαλίζουν την αποτελεσματική χρήση του εργατικού δυναμικού και να παρέχουν ανταμοιβές για τη συμβολή στην προστιθέμενη αξία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό, μεσοπρόθεσμα, η πραγματική αύξηση των μισθών να συνάδει με την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού στα διάφορα επαγγέλματα και οικονομικές δραστηριότητες.

Από μακροοικονομική προοπτική, η δυναμική των μισθών είναι επίσης σημαντική για τη διόρθωση των εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών. Ειδικότερα, σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης, μια βιώσιμη διόρθωση των μεγάλων συσσωρευμένων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η απορρόφηση μεγάλων ομάδων ανέργων απαιτούν δυναμική στην οποία το ονομαστικό κόστος εργασίας να οδηγεί, μεσοπρόθεσμα, σε επαρκή προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας των τιμών. Συνεπώς, η δυναμική του ονομαστικού κόστους εργασίας σε άλλες χώρες της ευρωζώνης αποτελεί κατάλληλο σημείο αναφοράς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, αποτελεί πρόκληση για πολλά κράτη μέλη η εύρεση, στις συλλογικές μισθολογικές συμβάσεις, της σωστής ισορροπίας μεταξύ της ευελιξίας που χρειάζεται για την προσαρμογή των αγορών εργασίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και των συμβάσεων που καθορίζουν τα επίπεδα των μισθών, έτσι ώστε να προστατευθούν και να τονωθούν οι επενδύσεις που χρειάζονται προκειμένου να αυξηθεί η αξία των θέσεων εργασίας.

2.2.Εργατικό δυναμικό με υψηλά προσόντα και μόρφωση

Μια ισχυρή βάση ανθρώπινου δυναμικού είναι το κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξη, την απασχόληση και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Έως το 2020 το 85 % των θέσεων εργασίας θα απαιτεί δεξιότητες υψηλού ή μεσαίου επιπέδου και το ποσοστό των θέσεων εργασίας για τα άτομα με χαμηλά προσόντα θα μειωθεί σε 15 %. Συνεπώς, είναι σημαντικό να εξακολουθήσουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές 8 και 9 και με το στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης (ΕΚ 2020) 8 , τη μεταρρύθμιση των συστημάτων τους εκπαίδευσης και κατάρτισης και την εξασφάλιση για τον πληθυσμό τους υψηλότερων και καταλληλότερων προσόντων και βασικών ικανοτήτων.

Η ανεπαρκής ποιότητα της κατάρτισης και της εκπαίδευσης εμποδίζει τις μεταβάσεις στην αγορά εργασίας, καθώς πολλά άτομα όλων των ηλικιών και των επιπέδων προσόντων δεν διαθέτουν το κατάλληλο μείγμα δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Η ικανότητα αντίδρασης των συστημάτων κατάρτισης εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής ώστε να ανταποκριθεί στην πρόκληση του εφοδιασμού των εργαζομένων και των ατόμων που ζητούν εργασία με τις βασικές δεξιότητες και τις «εγκάρσιες» βασικές ικανότητες. Αυτό έχει ως συνέπεια την περιορισμένη συνεργασία όσον αφορά την ανάπτυξη προγραμμάτων στα οποία συμμετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι και οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης.

Υπάρχει δυναμικό ανάπτυξης περαιτέρω μέτρων και εργαλείων για την πρόβλεψη και την προετοιμασία προβολών μελλοντικών ελλείψεων δεξιοτήτων και αναγκών σε επίπεδο κρατών μελών καθώς και σε περιφερειακό και τομεακό επίπεδο (Προβλέψεις δεξιοτήτων, έρευνες εργοδοτών, τομεακές μελέτες, στατιστικά στοιχεία για την αύξηση της ποιότητας). Αυτό αφορά τόσο τον τρόπο με τον οποίο αναλαμβάνονται οι εν λόγω προσπάθειες όσο και τον τρόπο με τον οποίο διαδίδονται τα αποτελέσματά τους μεταξύ των βασικών φορέων, όπως οι υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού, οι στατιστικές υπηρεσίες, οι ΜΚΟ, η τομεακοί οργανισμοί, και χρησιμοποιούνται στον σχεδιασμό των προγραμμάτων.

Η συμμετοχή των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση είναι επίσης συχνά πολύ μικρή. Αυτό οφείλεται κυρίως στην απουσία κινήτρων για να εκπαιδεύουν οι επιχειρήσεις τους εργαζομένους, στην ανεπαρκή στήριξη των εργαζομένων ώστε να συμμετέχουν στην κατάρτιση και στην ανεπαρκή διάθεση προγραμμάτων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων.

Επιπλέον, η περίπλοκη δομή της χρηματοδότησης και ένα ευρύ φάσμα φορέων παροχής καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή συνεκτικών στρατηγικών για τον συντονισμό και την πρόβλεψη δραστηριοτήτων κατάρτισης οι οποίες οργανώνονται τόσο από τον δημόσιο τομέα όσο και από επιχειρήσεις και ιδιώτες. Τα πολλαπλά επίπεδα αρμοδιοτήτων, οι αλληλεπικαλύψεις της χρηματοδότησης και η απουσία μιας πραγματικής διαχειριστικής αρχής αποδυναμώνουν τη διαχείριση του συστήματος. Η άνιση πρόσβαση στη διά βίου κατάρτιση, ειδικότερα, παραμένει σημαντικό πρόβλημα: αφού μεγάλο ποσοστό της συνεχούς κατάρτισης παρέχεται από τους εργοδότες, οι εργαζόμενοι με μόνιμες συμβάσεις έχουν καλύτερη πρόσβαση στη διά βίου μάθηση από ό,τι οι εργαζόμενοι με προσωρινές συμβάσεις ή οι άνεργοι. Τα άτομα με χαμηλά προσόντα συμμετέχουν στη μάθηση ενηλίκων πέντε φορές λιγότερο από ό,τι οι ενήλικες με υψηλά προσόντα. Οι πιο ευέλικτοι τρόποι μάθησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επιτυγχάνονται μέσω της επικύρωσης της μη τυπικής και της άτυπης μάθησης, και τα στοχοθετημένα μέτρα, όπως η κατάρτιση στον τόπο εργασίας και οι συμπράξεις με επιχειρήσεις και οργανισμούς του κοινωνικού τομέα που επικεντρώνονται στα άτομα με χαμηλά προσόντα, στους άνεργους ενήλικες, στους μετανάστες, στις εθνοτικές μειονότητες και στα άτομα με αναπηρία, δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένοι ώστε να προσελκύσουν τους ενδιαφερομένους. Ειδικά συνοδευτικά μέτρα θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στην περίπτωση εργαζομένων σε τομείς που παρακμάζουν.

Βελτίωση του επιπέδου των βασικών προσόντων και βασικών ικανοτήτων με την καταπολέμηση της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο

Η πρόωρη αποχώρηση από το σχολείο είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που προκαλείται από πολλαπλούς κοινωνικοοικονομικούς, εκπαιδευτικούς και ατομικούς παράγοντες. Πολλά κράτη μέλη το αντιμετωπίζουν μέσω της επικέντρωσης στη βελτίωση της ποιότητας της παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων των καινοτόμων μεθόδων μάθησης και διδασκαλίας, και της πιο στοχοθετημένης στήριξης των μαθητών που κινδυνεύουν. Ορισμένες χώρες προγραμματίζουν επίσης διαρθρωτικές αλλαγές για τη βελτίωση της ευελιξίας των τρόπων μάθησης και για την παροχή προγραμμάτων που συνδυάζουν τη μάθηση και την εργασία. Ωστόσο, ο αντίκτυπος αυτών των μέτρων συχνά παραμένει χαμηλός, δεδομένου ότι δεν συμπληρώνονται πάντα από πολιτικές έγκαιρης παρέμβασης, και ιδίως καλύτερης πρόσβασης στην προσχολική εκπαίδευση, και από αντισταθμιστικά μέτρα που διευκολύνουν την επιστροφή των μαθητών που έχουν αποχωρήσει στην εκπαίδευση. Σφαιρικές προσεγγίσεις, στενά συντονισμένες με άλλους σχετικούς τομείς πολιτικής, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδυάσουν όλους τους σχετικούς παράγοντες, συχνά απουσιάζουν.

Περισσότεροι άνθρωποι χρειάζεται να αποκτήσουν τα πιο υψηλά επίπεδα προσόντων

Σε πολλά κράτη μέλη η επένδυση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ χαμηλή ή έχει ήδη υποστεί πολλές περικοπές λόγω της οικονομικής κρίσης. Για ένα σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα με καλές επιδόσεις, μια συνολική επένδυση ύψους 2 % του ΑΕγχΠ (δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση μαζί) είναι η ελάχιστη που απαιτείται για τις οικονομίες με υψηλό επίπεδο γνώσεων. Πρέπει να επιταχυνθεί ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με ειδικά κατά περίπτωση προγράμματα, δυνατότητες πρακτικής άσκησης και μορφές μάθησης προσανατολισμένες στην παραγωγή, καλύτερη διαχείριση και χρηματοδότηση. Τα κίνητρα για να αρχίσουν τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να συνεργάζονται με τις επιχειρήσεις και τον ευρύτερο κόσμο και να ανοίξουν τους κόλπους τους στις ανάγκες της κοινωνίας, ιδίως στις μη εκπροσωπούμενες ομάδες, εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση.

Ομοίως, όσον αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, η ποιότητα και η ελκυστικότητα σε όλα τα επίπεδα είναι σημαντικό πρόβλημα.

2.3ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς: καταπολέμηση της φτώχειας και του αποκλεισμού

Ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, οι κακές συνθήκες εργασίας και η έλλειψη ευκαιριών παραμονής και προόδου σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας είναι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες της φτώχειας. Τα παρακάτω καλύπτουν τις πολιτικές προτεραιότητες που ορίζονται στην κατευθυντήρια γραμμή 10 για την απασχόληση.

Πρόληψη και καταπολέμηση της φτώχειας μέσω αγορών εργασίας χωρίς αποκλεισμούς

Μια θέση εργασίας είναι η καλύτερη διασφάλιση κατά της φτώχειας. Οι άνεργοι και οι οικονομικά μη ενεργοί (ενήλικες που δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί) αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το 10 % και 21 % του πληθυσμού που διατρέχει κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού (με τους ανέργους να αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο: 58 % έναντι 13,5 % για τους εργαζομένους). Εντούτοις, οι φτωχοί εργαζόμενοι αντιπροσωπεύουν ποσοστό 24 % των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού στην ΕΕ. Συνεπώς, είναι σημαντικό οι πολιτικές για την αγορά εργασίας να στοχεύουν στη διασφάλιση μισθού που να εγγυάται τη διαβίωση για τους εργαζομένους, αντιμετωπίζοντας τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας, τις χαμηλές δεξιότητες, τις χαμηλές αποδοχές και την υποαπασχόληση (συμπεριλαμβανομένης της κατ’ ανάγκη μερικής απασχόλησης) και διευκολύνοντας την πρόσβαση των μονογονικών οικογενειών και των δεύτερων εργαζόμενων μελών οικογενειών στην αγορά εργασίας.

Πρόληψη της φτώχειας μέσω επαρκών και βιώσιμων συστημάτων κοινωνικής προστασίας και μέσω της πρόσβασης σε υπηρεσίες υψηλής ποιότητας

Τα περισσότερα κράτη μέλη αναφέρουν ότι τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης θα έχουν αντίκτυπο στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Μέτρα όπως η επιβολή αυστηρότερων προϋποθέσεων, η συντόμευση της διάρκειας ή η μείωση του επιπέδου, καθώς και η μεταβολή των κανόνων τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συστημάτων παροχών μπορούν να επηρεάσουν την επάρκεια. Από πλευράς χρηματοδότησης, οι απαλλαγές από την κοινωνική ασφάλιση και άλλες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να εξασθενήσουν τη βιωσιμότητα των συστημάτων, ενώ τα μέτρα για τη διερεύνηση της βάσης της κοινωνικής ασφάλισης θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών μπορεί να βελτιωθεί μέσω της καλύτερης εφαρμογής (π.χ. απλούστευση των κανόνων, μείωση των διοικητικών δαπανών, δείκτες απόδοσης, ή καταπολέμηση της απάτης και του σφάλματος), αλλά απαιτούνται ευρύτερες στρατηγικές για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας σε όλους τους τομείς κοινωνικής προστασίας, καθώς και μέσω μεγαλύτερης έμφασης στην πρόληψη, στην ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών και στη μεγαλύτερη ποιότητα παρέμβασης.

Επένδυση σε στρατηγικές ενεργού ένταξης

Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και η υψηλή ανεργία συνεπάγονται κινδύνους μακροχρόνιου αποκλεισμού, επηρεάζοντας την απασχολησιμότητα και τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και υποσκάπτοντας την ψυχική και σωματική υγεία των πληθυσμών. Τα ασθενή δίκτυα ασφάλειας και η απουσία μέτρων ενεργοποίησης για τα πιο ευάλωτα άτομα μπορεί να επιδεινώσουν τον κίνδυνο διαρκούς κοινωνικού αποκλεισμού και αποκλεισμού από την αγορά εργασίας· χρειάζεται να ενισχυθούν κατά περίπτωση, μέσω της βελτίωσης της κάλυψης και της επάρκειάς τους.

Απαιτούνται στρατηγικές ενεργού ένταξης που να συνδυάζουν επαρκή στήριξή του εισοδήματος και πρόσβαση στην αγορά εργασίας και τις κοινωνικές υπηρεσίες προκειμένου να εμποδιστεί ο μακροχρόνιος αποκλεισμός και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της σύνδεσης της κοινωνικής βοήθειας με τα μέτρα ενεργοποίησης και την πρόσβαση σε υπηρεσίες ενίσχυσης και σε προσωπικές υπηρεσίες.

Η δημοσιονομική εξυγίανση και η απουσία των κινδύνων της δημόσιας χρηματοδότησης που επηρεάζουν τη χρηματοδότηση και την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών που απαιτούνται για τη στήριξη της απασχολησιμότητας του εργατικού δυναμικού και της βιώσιμης επανένταξης των ατόμων που είναι τα πλέον αποκλεισμένα από την κοινωνία και τις αγορές εργασίας. Σε πολλά κράτη μέλη, η διασφάλιση της βιώσιμης χρηματοδότησης των κοινωνικών υπηρεσιών και η ποιότητα της παρέμβασης εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση.

Σε πολλά κράτη μέλη απαιτούνται πιο επικεντρωμένες προσπάθειες για τη στήριξη ειδικών ομάδων (νεολαία, άτομα με ειδικές ανάγκες, μετανάστες) ή για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, της έλλειψης στέγης και του αποκλεισμού από τη στέγαση. Πολλές χώρες προτίθενται να προωθήσουν την κοινωνική καινοτομία και να υιοθετήσουν τις συμπράξεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και να αξιοποιήσουν το δυναμικό της κοινωνικής οικονομίας.

Η βελτίωση των προοπτικών της αγοράς εργασίας για τους γονείς θα βοηθήσει στη διακοπή της διαγενεαλογικής μεταβίβασης της φτώχειας

Είκοσι πέντε εκατομμύρια παιδιά διατρέχουν τον κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού. Οι πολιτικές για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας είναι ακόμη σε πολύ διαφορετικά στάδια εφαρμογής και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα αποτελέσματά τους. Η μείωση της φτώχειας και της στέρησης σε νεαρή ηλικία επηρεάζει την καλή κατάσταση των παιδιών και μπορεί να έχει μακροχρόνιο αρνητικό αντίκτυπο στις εκπαιδευτικές επιδόσεις τους και στις μελλοντικές ευκαιρίες στη ζωή τους.

Η στήριξη της συμμετοχής των γονέων στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των γονέων μονογονικών οικογενειών και των δεύτερων εργαζόμενων μελών οικογενειών, είναι πολύ σημαντική για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές χρειάζεται να αποτελούν μέρος ευρύτερων στρατηγικών για τη στήριξη των παιδιών και των οικογενειών, οι οποίες περιλαμβάνουν επενδύσεις στην ποιότητα της φροντίδας των παιδιών (πρότυπα ποιότητας, επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού κ.λπ.), παρέμβαση στη νηπιακή ηλικία σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, καθώς και διατήρηση ή βελτίωση της εισοδηματικής στήριξης των οικογενειών μέσω της καλύτερης επικέντρωσης και σχεδιασμού και ενός συνδυασμού επικεντρωμένων και γενικών παροχών. Εντούτοις, ορισμένες χώρες αναφέρουν ότι τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης επηρεάζουν επίσης αρνητικά τις παροχές για τα παιδιά και τις οικογένειες καθώς και άλλες παροχές που είναι σημαντικές για τις οικογένειες (στέγαση).

Τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, για να σημειώσουν πρόοδο προς την κατεύθυνση της εξόδου 20 εκατομμυρίων ανθρώπων από τη φτώχεια σε περίοδο δημοσιονομικής εξυγίανσης, χρειάζεται να θέσουν προτεραιότητες που να συνδυάζουν την αποτελεσματικότητα και την επιείκεια. Με την προοπτική της ανάκαμψης, οι στρατηγικές ενεργού ένταξης μπορούν να βοηθήσουν ώστε να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη της ανάπτυξης και της απασχόλησης θα διαδοθούν ευρέως. Η διακοπή της διαγενεαλογικής μεταβίβασης της φτώχειας, αρχίζοντας με τα παιδιά, και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους είναι πρώτη προτεραιότητα.

3.Ατενίζοντας το μέλλον: αγώνας για περισσότερη απασχόληση

Τα περισσότερα κράτη μέλη αρχίζουν να μεταβαίνουν από τη διαχείριση της κρίσης σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις…

Aτενίζοντας το μέλλον, σύμφωνα με τη φθινοπωρινή οικονομική πρόβλεψη της Eπιτροπής, η οικονομία της ΕΕ, μολονότι εξακολουθεί να είναι εύθραυστη, ανακάμπτει με ρυθμό γρηγορότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί, και φαίνεται ότι η αγορά εργασίας μπορεί να έχει το παρόν έτος ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις από ό,τι αναμενόταν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μια πλειονότητα κρατών μελών είναι πιθανόν να επανεστιαστεί από την κυκλική διαχείριση της ζήτησης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Όπως υπογραμμίστηκε στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης, οι ακόλουθες προτεραιότητες στο πλαίσιο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας απαιτούν άμεση προσοχή:

Στοχοθετημένες προσωρινές μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως στις περιπτώσεις νεοπροσληφθέντων νέων, γυναικών ή γονέων που επιστρέφουν στην εργασία, μεγαλύτερης ηλικίας ανέργων ή ατόμων με χαμηλό εισόδημα, μπορούν να διευκολύνουν τις μεταβάσεις στην απασχόληση με χρηματοοικονομικό κόστος χαμηλότερο από το κόστος που σχετίζεται με την ανεργία και τις κοινωνικές παροχές που θα λάμβαναν αν δεν απασχολούνταν.

Μολονότι εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, η αυξημένη ευέλικτη προσαρμογή των μισθών και οι προσλήψεις, συμπεριλαμβανομένων των διαφοροποιημένων αρχικών μισθών με βάση την εμπειρία, οι οποίοι συνοδεύονται από δευτερεύουσες παροχές και πρόσβαση στις υπηρεσίες απασχόλησης και στην κατάρτιση, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των σημερινών υψηλών επιπέδων ανεργίας των νέων. Η βελτίωση της δυνατότητας προσαρμογής των διαδικασιών που καθορίζουν τους μισθούς στις εξελίξεις της αγοράς, σε συνδυασμό με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι επίσης αναγκαία, έτσι ώστε οι μισθοί να αντικατοπτρίζουν σωστά και έγκαιρα, την παραγωγικότητα της εργασίας και να διασφαλίζουν την ανταγωνιστική θέση της ΕΕ έναντι του υπόλοιπου κόσμου και μέσα στην ΕΕ και στα κράτη μέλη.

Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την καλύτερη πρόσβαση στις υπηρεσίες και την ευρύτερη χρήση των παροχών εντός της εργασίας μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη μείωση της ανεργίας καθώς και στις παγίδες της ανεργίας. Ειδικότερα, οι αποτελεσματικότερες παροχές εντός της εργασίας και οι φορολογικές ελαφρύνσεις, σε συνδυασμό με την ταχύτερη παραπομπή των άνεργων νέων σε κατάλληλα προγράμματα κατάρτισης ή συστήματα μαθητείας, μπορούν να καταστήσουν την εργασία ελκυστικότερη γι’ αυτούς. Η απασχόληση των γυναικών θα μπορούσε επίσης να τονωθεί με την παροχή περισσότερης βοήθειας σε είδος, σε συνδυασμό με τη μείωση του οριακού πραγματικού φορολογικού συντελεστή των δεύτερων εργαζόμενων μελών οικογενειών, μέσω του περιορισμού της φορολογίας με βάση την οικογένεια και των παροχών ανεργίας ή των παροχών με βάση το εισόδημα. Γενικότερα, διασύνδεση του φόρου και των παροχών, έτσι ώστε οι δικαιούχοι παροχών ανεργίας να λαμβάνουν πίστωση του φόρου επί του εισοδήματος από εργασία, πράγμα που μπορεί να προσελκύσει ανέργους στην απασχόληση.

Η αύξηση της εσωτερικής ευελιξίας, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής της οργάνωσης της εργασίας ή του χρόνου εργασίας, όπως ρυθμίσεις μειωμένου χρόνου εργασίας (όπως λειτούργησαν τους περασμένους 18 μήνες). Η εσωτερική ευελιξία μπορεί να στηριχθεί αποτελεσματικά από τη δημόσια διοίκηση, με την προστασία των θέσεων εργασίας καθώς και του πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά αυτό απαιτεί σημαντική δημόσια δαπάνη.

Η στήριξη των ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας (ελαστικό ωράριο, τηλεργασία) για τα άτομα που επιστρέφουν από γονική άδεια θα μπορούσε επίσης να διευκολύνει τον συνδυασμό της επαγγελματικής με την προσωπική ζωή και να συμβάλει ειδικότερα στην απασχόληση των γυναικών. Η αύξηση των εγκαταστάσεων ημερήσιας φροντίδας πλήρους απασχόλησης, ιδίως για παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, έχει ουσιαστική σημασία προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο αρνητικός αντίκτυπος της ιδιότητας του γονέα στην απασχόληση, ο οποίος κυρίως θίγει τις γυναίκες, θα μειωθεί σημαντικά. Επιπλέον, μια πιο ισομερής λήψη της γονικής άδειας μεταξύ των δύο γονέων είναι αναγκαία ώστε να αντισταθμιστεί η ανάγκη συντόμευσης των συστημάτων γονικής άδειας για τις χώρες στις οποίες αυτή υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Χρειάζεται να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για να καταργηθούν τα συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης και να αυξηθεί το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων στην απασχόληση. Οι μεγαλύτερης διάρκειας σταδιοδρομίες θα μπορούσαν επίσης να ενθαρρυνθούν από μια πιο άμεση σχέση μεταξύ της συνταξιοδότησης σε μεγαλύτερη ηλικία και της απόκτησης περισσότερων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και της προώθησης μέτρων που ευνοούν την ενεργό και υγιή γήρανση.

Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις των συστημάτων παροχών ανεργίας και άλλων συστημάτων παροχών θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τον συνδυασμό οφελών λόγω αποδοτικότητας και ισοκατανομής. Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αποσκοπούν στην προσαρμογή τους στην οικονομική συγκυρία· με την αύξηση της διάρκειας και της κάλυψης όταν υπάρχει ύφεση και το αντίθετο όταν σημειώνεται ανάκαμψη, τα δίκτυα ασφάλειας ενισχύονται τη στιγμή που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Οι παροχές ανεργίας θα πρέπει να αναθεωρηθούν, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρέχουν κίνητρα για εργασία. Οι παροχές θα πρέπει να σχεδιαστούν κατά τρόπον ώστε να ανταμείβεται η επιστροφή των ανέργων στην εργασία μέσω χρονικά περιορισμένης στήριξης, και η κατάρτιση και η αναζήτηση εργασίας θα πρέπει να συνδέονται πιο στενά με τις παροχές: ο κανόνας θα πρέπει να είναι η προσέγγιση των αμοιβαίων ευθυνών, δηλαδή η διευκόλυνση της πρόσβασης στις παροχές ανεργίας σε συνδυασμό με την αύξηση της συχνότητας των επαφών, την ενίσχυση της συνέχειας που δίνεται σ’ αυτές, την παρακολούθηση των προσπαθειών αναζήτησης εργασίας, καθώς και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Η εστίαση στη μείωση του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας, η οποία θα μπορούσε να διευκολυνθεί με την αλλαγή της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης, π.χ. μέσω της καθιέρωσης της εκτεταμένης χρήσης συμβάσεων αορίστου χρόνου με σταδιακή αύξηση των δικαιωμάτων προστασίας, έτσι ώστε να μειωθούν οι υπάρχουσες διάφορες μεταξύ των εργαζομένων με άτυπες συμβάσεις και των εργαζομένων με μόνιμες συμβάσεις.

Παρά το σημερινό αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο, χρειάζεται να δοθεί άμεση προσοχή στη διατήρηση και, όπου είναι δυνατόν, στην αύξηση του επιπέδου των στοχοθετημένων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Είναι σημαντικό να αποφευχθεί ο κίνδυνος να απολεσθούν ευκαιρίες απασχόλησης από μεγάλο ποσοστό των νέων και των ατόμων με χαμηλά προσόντα σε μια αναδιαρθρωμένη αγορά εργασίας μετά την κρίση, στην οποία τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα θα έχουν αλλάξει.

….ενώ τα διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια θα επηρεάσουν τον καθορισμό προτεραιοτήτων όσον αφορά τα μέτρα

Η ταχύτερη λήψη μεταρρυθμιστικών μέτρων σε καιρούς φιλόδοξης δημοσιονομικής εξυγίανσης απαιτεί προσεκτική επιλογή των μεταρρυθμίσεων. Ο ρυθμός ανάκαμψης, καθώς και τα διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια για τη χρηματοδότηση των μέτρων πολιτικής παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών.

Οι κοινωνικές δαπάνες είναι πιθανόν να φθάσουν το 2011 στο 30,7 % του ΑΕγχΠ έναντι του 27,5 % το 2007. Πίσω από το συνολικό αυτό αριθμητικό στοιχείο βρίσκεται μια μεγάλη ποικιλία εθνικών μεριδίων και μια μεγάλη πολυμορφία όσον αφορά την ικανότητα των κρατών μελών να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνική προστασία, με μεγάλες ελλείψεις στα δίκτυα ασφάλειας, τα οποία θα χρειαστεί να ενισχυθούν σε ορισμένες χώρες. Η δημοσιονομική εξυγίανση απαιτεί επίσης καλύτερη στοχοθέτηση των κοινωνικών δαπανών.

Επιπλέον, η δημιουργία θέσεων εργασίας στην ΕΕ πιθανώς θα εξακολουθήσει να κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα στο προσεχές μέλλον. Αυτό αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, τη συνήθη υστέρηση φάσης με την οποία οι αγορές εργασίας αντιδρούν σε μια αλλαγή οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και το γεγονός ότι υπήρξε σημαντική αποθεματοποίηση εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης μαζί με μειώσεις του χρόνου εργασίας.

Κατά την επιλογή των προτεραιοτήτων μεταρρύθμισης, τα κράτη μέλη πιθανότατα θα θελήσουν να καθορίσουν προτεραιότητες στις επιλογές τους σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών που διαθέτουν και με τη θέση τους στην οικονομική συγκυρία. Για τον σκοπό αυτό, ο παρακάτω πίνακας μπορεί να βοηθήσει, αφού ομαδοποιεί τις πολιτικές προτεραιότητες σύμφωνα με το ύψος των απαιτούμενων δημόσιων επενδύσεων (μικρότερων ή μεγαλύτερων) και σύμφωνα με τον πιο βραχυπρόθεσμο ή πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του πολιτικού στόχου.

Για παράδειγμα, η μείωση των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης (πρώτη περίπτωση στο επάνω δεξιά πεδίο) θα απαιτούσε λιγότερες δημόσιες επενδύσεις και μπορεί να αναμένεται να έχει βασικά πιο μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην απασχόληση. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας (κάτω-αριστερά πεδίο) θα απαιτήσει πιο σημαντικές δημόσιες επενδύσεις και θα έχει πιο βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στη μείωση της ανεργίας. Η εξέταση του πίνακα μπορεί να προσφέρει ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με το ποιες πολιτικές προτεραιότητες είναι οι πιο κατάλληλες για τα κράτη μέλη, λαμβανομένων υπόψη των δημοσιονομικών περιορισμών τους και της κατάστασης των αγορών εργασίας τους.

Βραχυπρόθεσμη επείγουσα ανάγκη καταπολέμησης της ανεργίας

Πιο μακροπρόθεσμη εστίαση στην αύξηση της απασχόλησης

Μικρότερες απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις

Στήριξη της στοχοθετημένης κατάρτισης

Ενίσχυση της προσέγγισης των υποχρεώσεων στα συστήματα παροχών ανεργίας (ΠΑ)

Μείωση των παγίδων της ανεργίας με τις παροχές στο πλαίσιο της εργασίας

Βελτίωση της μισθολογικής δεκτικότητας

Μείωση των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης

Βελτίωση της σχέσης μεταξύ ηλικίας εξόδου και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

Ευθυγράμμιση της γενναιοδωρίας των συστημάτων ΠΑ με τον κύκλο οικονομικής δραστηριότητας

Επανεξέταση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης (ΝΠΑ) με σκοπό τη μείωση του κατακερματισμού

Αύξηση της απασχόλησης και της συνεργασίας των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των φορέων παροχής κατάρτισης

Μεγαλύτερες απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις

στήριξη της εσωτερικής ευελιξίας· προσαρμογή της οργάνωσης της εργασίας

Μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας/παροχή επιδοτήσεων για προσλήψεις

Βελτίωση των φορολογικών κινήτρων για τα δεύτερα εργαζόμενα μέλη οικογενειών

Αύξηση της πρόσβασης σε εγκαταστάσεις φροντίδας των παιδιών

Εκσυγχρονισμός του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης

Ως ένας πρώτος ακρογωνιαίος λίθος, η ΚΕΑ θα τροφοδοτήσει τις συζητήσεις του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Θα προσφέρει στα κράτη μέλη καθοδήγηση για τα πλήρη εθνικά προγράμματά μεταρρυθμίσεών τους. Σ’ αυτά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν πλήρως τις επιλογές που κάνουν. Αν κριθεί αναγκαίο, η Επιτροπή θα προτείνει και το Συμβούλιο θα εκδώσει συστάσεις για την απασχόληση, έτσι ώστε να καλυφθούν οι τομείς που δεν καλύπτονται επαρκώς.

Η δημιουργία θέσεων εργασίας έχει ουσιαστική σημασία. Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» προωθεί την αλληλεπίδραση των πολιτικών για την απασχόληση, την καινοτομία, την Ε&Α, τη βιομηχανία και το περιβάλλον, έτσι ώστε να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας και να μειωθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός: οι εμβληματικές πρωτοβουλίες περιέχουν λεπτομέρειες σχετικά με τους τρόπους επίτευξης του εν λόγω στόχου. Οι φορείς χάραξης πολιτικών για την απασχόληση πρέπει να κάνουν τις σωστές επιλογές. Η πρώτη απαραίτητη απόφαση αφορά την ταχεία μείωση της ανεργίας και την πραγματοποίηση αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων σχετικά με την αγορά εργασίας, με σκοπό τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας.

(1) ΕΕ L 308 της 24.11.2010, σ. 46. «Απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (2010/707/ΕΕ)».
(2) Βρυξέλλες 23 και 24 Νοεμβρίου 2010.
(3) Στοιχεία εθνικών λογαριασμών.
(4) Στοιχεία έρευνας εργατικού δυναμικού.
(5) Μη μισθολογικό κόστος = (ΕΚΑ εργοδοτών + ΕΚΑ εργαζομένων + φόροι μισθωτών υπηρεσιών + φόρος εισοδήματος) / Συνολικό κόστος εργασίας.
(6) COM(2010) 682, «Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας».
(7) COM(2010) 477, «Νεολαία σε κίνηση».
(8) Συμπεράσματα του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 2009 (2009/C 119/02).


EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Βρυξέλλες, 12.1.2011

COM(2011) 11 τελικό

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης: παρουσίαση της ολοκληρωμένης απάντησης της ΕΕ στην κρίση 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης: παρουσίαση της ολοκληρωμένης απάντησης της ΕΕ στην κρίση 

Το πλαίσιο

Η πρώτη ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ και το πρώτο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο συντονισμού της οικονομικής πολιτικής. Η ΕΕ ανέλαβε αποφασιστική δράση για την αντιμετώπιση της κρίσης, με αποτέλεσμα η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και η αύξηση της ανεργίας να είναι λιγότερο έντονες από ό,τι σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Χάρη στα υψηλά επίπεδα κοινωνικής προστασίας της ΕΕ απορροφήθηκε ο χειρότερος αντίκτυπος της κρίσης, αλλά, λόγω της ασθενούς ανάπτυξης της παραγωγικότητάς της, η ανάκαμψη είναι βραδύτερη στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, υπάρχουν ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης παρόλο που αυτή είναι άνιση. Ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθούν να είναι ασταθείς, η πραγματική οικονομία εμφανίζει σημεία βελτίωσης σε ορισμένους τομείς, χάρη στην αύξηση των εξαγωγών μετά την επανέναρξη των παγκόσμιων συναλλαγών. Ωστόσο υπάρχουν πάντα αβεβαιότητες. Περίοδοι ανανεωμένης εμπιστοσύνης στην επάνοδο της οικονομικής ανάπτυξης εναλλάσσονται με περιόδους οπισθοδρόμησης, επίσης, λόγω των κινδύνων που συνδέονται με την αγορά κρατικών ομολόγων. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες υφίστανται σημαντικές προσαρμογές. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν έχει ακόμη επανέλθει σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας και υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις τρωτότητας στην πίεση που ασκείται και εξάρτησης από κρατική στήριξη. Οι συνήθεις πιστωτικοί όροι δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί και, σε ορισμένα κράτη μέλη, τα χρέη των νοικοκυριών και των εταιρειών είναι ακόμη υπερβολικά.

Επιπτώσεις της κρίσης

Παρά την ταχεία αντίδραση της ΕΕ, οι συνέπειες που μας κληροδότησε η κρίση είναι εκτεταμένες. Οδήγησε σε μεγάλη απώλεια της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας, απότομη πτώση της παραγωγικότητας και σε σοβαρή εξασθένιση των δημόσιων οικονομικών. Μέχρι τα τέλη του 2012, αναμένεται ότι τα επίπεδα παραγωγής έντεκα κρατών μελών θα εξακολουθήσουν να είναι χαμηλότερα εκείνων που είχαν πριν από την κρίση. Το 2010, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της ΕΕ αυξήθηκε, συνολικά, σε περίπου 85% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ και σε 80% σε όλη την ΕΕ. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της κρίσης θα πολλαπλασιάσει τις επιπτώσεις της δημογραφικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα να προστεθεί δημοσιονομική επιβάρυνση 4,5% στο ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες που δεν είχαν αντιμετωπιστεί πριν από την κρίση έγιναν εμφανέστερες και απαιτούν επείγουσα αντίδραση.

Η κρίση επηρέασε αρνητικά τις κοινωνίες της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι μετριάστηκαν οι επιπτώσεις της χάρη στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Η αύξηση της ανεργίας αποτελεί κεντρικό πρόβλημα. Συνολικά, το 9,6% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργοι. Σε ορισμένες χώρες, η ανεργία των νέων φθάνει το 40%. Περίπου 80 εκατομμύρια άτομα υπολογίζεται ότι διαβιούν κάτω του ορίου φτώχειας στην Ευρώπη.

Η οικονομική κρίση ήταν παγκόσμια, αλλά οι επιπτώσεις της είναι πολύ διαφορετικές στις διάφορες περιοχές του πλανήτη. Ενώ η ανεργία και τα δημόσια ελλείμματα αυξήθηκαν πολύ πιο έντονα στις ΗΠΑ από ό,τι στην ΕΕ, η κρίση επιδείνωσε το χάσμα της παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Η ανταγωνιστικότητα των τιμών και του κόστους παραμένει προβληματική. Οι αναδυόμενες οικονομίες επιστρέφουν στην ανάπτυξη με ταχύτερο ρυθμό παρόλο που ορισμένες από αυτές αντιμετωπίζουν ακόμη σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ως εκ τούτου, η ΕΕ οφείλει να χρησιμοποιήσει αυτήν την κρίση για να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το ζήτημα της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς της.

Προοπτικές

Η κρίση μπορεί να έχει μόνιμες επιπτώσεις στη δυνητική ανάπτυξη. Προβλέπεται ότι η μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη στην Ευρώπη θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα και υπολογίζεται σε 1,5% περίπου μέχρι το 2020 εάν δεν αναληφθεί διαρθρωτική δράση, ιδίως για να αντιμετωπιστεί το χάσμα της παραγωγικότητας της εργασίας με τους κυριότερους ανταγωνιστές μας. Λόγω του κυκλικού χαρακτήρα της, η ανάκαμψη από μόνη της δεν μπορεί να δώσει την αναγκαία ώθηση για να οδηγήσει την Ευρώπη στην κατάσταση που επικρατούσε προ της κρίσεως και να απορροφηθεί το συσσωρευθέν έλλειμμα.

Για να αποτρέψει καταστάσεις στασιμότητας, δυσβάστακτες τάσεις ως προς το χρέος, συσσώρευση ανισορροπιών και για να εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητά της, η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της, τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα της και να επισπεύσει τώρα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Για τον λόγο αυτόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» με φιλόδοξους στόχους για μια νέα αναπτυξιακή πορεία 1 . Οι προκαταρκτικές ενδείξεις των κρατών μελών για τους εθνικούς στόχους τους στους πέντε τομείς που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» δείχνουν σαφώς τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ προκειμένου να εκπληρώσει τις δικές της φιλοδοξίες.

Εάν εφαρμοστεί πλήρως, η στρατηγική αυτή θα βοηθήσει την ΕΕ να εξέλθει ισχυρότερη από την κρίση και να καταστεί μια δυνατή, βιώσιμη οικονομία χωρίς αποκλεισμούς που θα προσφέρει υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής. Τούτο θα δημιουργήσει την ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς του εικοστού πρώτου αιώνα και θα τονώσει την εμπιστοσύνη των φορέων της αγοράς, των εταιρειών και των πολιτών.

Η ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης δρομολογεί το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο

Σ’αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ αποφάσισε επίσης να αλλάξει την οικονομική διακυβέρνησή της. Τον Ιανουάριο του 2011, εγκαινιάζεται το πρώτο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο του εκ των προτέρων συντονισμού πολιτικής με αφετηρία την παρούσα ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης η οποία εντάσσεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020».

Η παρούσα ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης συνδυάζει διάφορες δράσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για να ενισχύσουμε την ανάκαμψη της οικονομίας βραχυπρόθεσμα, για να μην μείνουμε πίσω σε σχέση με τους κυριότερους ανταγωνιστές μας και για να ετοιμάσουμε την ΕΕ να προχωρήσει προς την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

Λόγω της επείγουσας περίστασης, η Επιτροπή επέλεξε να παρουσιάσει 10 δράσεις προτεραιότητας. Η Επιτροπή θα συνεχίσει την εργασία της σε ένα ευρύ φάσμα άλλων τομέων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων του εμπορίου και σειράς εσωτερικών πολιτικών. Οι τομείς αυτοί δεν εξετάζονται λεπτομερώς εδώ. Η παρούσα ανακοίνωση της Επιτροπής εστιάζεται σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την ανάκαμψη της οικονομίας και επικεντρώνεται σε βασικά μέτρα που εντάσσονται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και αφορούν τρεις κύριους τομείς:

την ανάγκη για αυστηρή δημοσιονομική εξυγίανση με σκοπό την ενίσχυση της μακροοικονομικής σταθερότητας

μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας με σκοπό την αύξηση της απασχόλησης

και μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης.

Η πρώτη αυτή ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης θα καλύπτει το σύνολο της ΕΕ, αλλά θα είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες κάθε κράτους μέλους. Το προτεινόμενο σχέδιο δράσης είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένο στη ζώνη του ευρώ η οποία έχει επηρεαστεί από την κρίση του κρατικού χρέους. Η δημοσιονομική εξυγίανση, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης είναι απαραίτητα στοιχεία μιας ολοκληρωμένης απάντησης που πρέπει να δώσει η ζώνη του ευρώ στην κρίση.

Αλλά μια τέτοια ολοκληρωμένη απάντηση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και άλλα στοιχεία, όπως, π.χ., την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου χρηματοοικονομικής σταθερότητας (EFSF). Όσον αφορά αυτό το τελευταίο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πραγματική ικανότητα χρηματοδότησης του EFSF πρέπει να ενισχυθεί καθώς και να διευρυνθεί το πεδίο των δραστηριοτήτων του. Η παρούσα ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης αποτελεί επίσης ολοκληρωμένη απόκριση της ζώνης του ευρώ στην κρίση του κρατικού χρέους.

Επιπλέον, η πρόοδος στην καθιέρωση μόνιμου μηχανισμού για την επίλυση κρίσεων κρατικού χρέους θα συμβάλει στην επίτευξη σταθερότητας και εμπιστοσύνης στις αγορές. Ο νέος ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθεροποίησης θα πρέπει να συμπληρώσει, το 2013, το νέο πλαίσιο ενισχυμένης οικονομικής διακυβέρνησης, με σκοπό την αποτελεσματική και αυστηρή οικονομική εποπτεία, καθώς και να επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα των σημερινών χρηματοοικονομικών δικτύων ασφαλείας.

Λεπτομερέστερη ανάλυση που υποστηρίζει την εκτίμηση της Επιτροπής παρουσιάζεται σε 3 εκθέσεις οι οποίες συνοδεύουν την παρούσα ανακοίνωση και περιλαμβάνουν αξιολόγηση της αρχικής κατάρτισης της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» σε επίπεδο κρατών μελών.

I.ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

1.Εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής εξυγίανσης

Το πιο επιτακτικό καθήκον της ΕΕ είναι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη εμποδίζοντας την εμφάνιση ενός φαύλου κύκλου δυσβάσταχτου χρέους, διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών και χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης. Οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να τοποθετηθούν σε βιώσιμη τροχιά ως προϋπόθεση για μελλοντική ανάπτυξη. Οι ετήσιες προσαρμογές του διαρθρωτικού δημοσιονομικού αποτελέσματος της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ θα είναι σαφώς ανεπαρκείς για να καθοριστούν οι συντελεστές του χρέους στο απαιτούμενο 60%. Ως εκ τούτου θα απαιτηθεί μεγαλύτερη εξυγίανση που θα πρέπει να υλοποιηθεί με βάση τους ενισχυμένους δημοσιονομικούς κανόνες που προτείνει η Επιτροπή.

Όλα τα κράτη μέλη, ιδίως εκείνα που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, θα πρέπει να διατηρήσουν την αύξηση των δημόσιων δαπανών σταθερά κάτω του συντελεστή της μεσοπρόθεσμης τάσης αύξησης του ΑΕΠ και παράλληλα να δώσουν προτεραιότητα σε δαπάνες που ευνοούν την ανάπτυξη σε τομείς όπως η έρευνα και η καινοτομία, η εκπαίδευση και η ενέργεια. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδείξουν ότι τα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης στηρίζονται σε συνετές προβλέψεις ανάπτυξης και εσόδων.

Τα κράτη μέλη που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα πρέπει να χαράξουν την πορεία των δαπανών τους και να λάβουν γενικά μέτρα προκειμένου να εξαλείψουν τα υπερβολικά ελλείμματά τους.

Τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν τεράστια διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα, πολύ υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους ή υψηλά επίπεδα χρηματοοικονομικών προβλημάτων θα πρέπει να επισπεύσουν τις προσπάθειές τους από τις αρχές του 2011. Στην περίπτωση που η οικονομική ανάπτυξη ή τα έσοδα αποδειχθούν υψηλότερα από τα αναμενόμενα, η δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να επιταχυνθεί.

Ορισμένα κράτη μέλη θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους. Οι έμμεσοι φόροι ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξη από ό,τι οι άμεσοι φόροι, ενώ η διεύρυνση των φορολογικών βάσεων είναι προτιμότερη από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Οι αδικαιολόγητες επιδοτήσεις, όπως οι επιβλαβείς για το περιβάλλον επιδοτήσεις, θα πρέπει να καταργηθούν.

2.Διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών

Μεγάλες και μόνιμες μακροοικονομικές ανισορροπίες αποτελούν σημαντική πηγή τρωτότητας, ιδίως στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ. Πολλά κράτη μέλη πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως την έλλειψη ανταγωνιστικότητας.

Τα κράτη μέλη που εμφανίζουν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υψηλά επίπεδα χρέους θα πρέπει να παρουσιάσουν συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα (τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις σε μόνιμη και αυστηρή βάση, καθώς και την αναθεώρηση των ρητρών αναπροσαρμογής στα συστήματα διαπραγμάτευσης).

Τα κράτη μέλη που εμφανίζουν μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα πρέπει να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν τις πηγές της μονίμως ασθενούς εσωτερικής ζήτησης (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η πρόσβαση στην πίστωση, η περαιτέρω ελευθέρωση του τομέα των υπηρεσιών και η βελτίωση των συνθηκών για επενδύσεις). Ωστόσο, στην περίπτωση που η εγχώρια ζήτηση παραμένει συγκρατημένη λόγω κάποιας πολιτικής ή αδυναμίας της αγοράς, θα πρέπει να θεσπιστούν οι κατάλληλες πολιτικές.

3.Εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα

Σε επίπεδο ΕΕ, το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συστημικού κινδύνου και οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές που άρχισαν να λειτουργούν στις αρχές του 2011 θα πρέπει να αυξήσουν την ποιότητα της εποπτείας. Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να ενισχυθεί η παροχή πίστωσης στην πραγματική οικονομία.

Η αναδιάρθρωση τραπεζών, και ιδίως εκείνων οι οποίες λαμβάνουν σημαντικά ποσά κρατικών ενισχύσεων είναι ουσιαστικής σημασίας για να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους και να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του πιστωτικού κυκλώματος. Η δημόσια οικονομική στήριξη του τραπεζικού τομέα συνολικά θα πρέπει να καταργηθεί σταδιακά, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Σύμφωνα με το πλαίσιο «Βασιλεία ΙΙΙ» που συμφωνήθηκε πρόσφατα, οι τράπεζες θα κληθούν να ενισχύσουν προοδευτικά την κεφαλαιουχική βάση τους, ούτως ώστε να βελτιώσουν την αντοχή τους σε σοβαρούς κλυδωνισμούς. Η Επιτροπή εργάζεται επίσης για την καθιέρωση ενός συνολικού πλαισίου επίλυσης της τραπεζικής κρίσης. Επιπλέον, το 2011 θα διενεργηθεί μια άλλη πιο φιλόδοξη και αυστηρή προσομοίωση ακραίων καταστάσεων σε όλη την ΕΕ.

II.ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Υπάρχει κίνδυνος επανόδου στην ανάπτυξη χωρίς να δημιουργηθούν επαρκείς θέσεις απασχόλησης. Η αντιμετώπιση της ανεργίας και η πρόληψη του μακροπρόθεσμου αποκλεισμού από την αγορά εργασίας είναι ουσιώδεις. Ένας από τους πέντε στόχους της ΕΕ για τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» είναι να αυξήσει το ποσοστό απασχόλησης σε 75% μέχρι το 2020. Οι τρέχουσες ενδείξεις δείχνουν ότι η ΕΕ θα υπολείπεται της υλοποίησης αυτού του στόχου κατά 2-2,4% - απόκλιση η οποία μπορεί να καλυφθεί με την υιοθέτηση μέτρων για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της ΕΕ και της σχετικά χαμηλής χρησιμοποίησης της εργασίας σε σύγκριση με άλλες περιοχές του πλανήτη, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις για την προώθηση δεξιοτήτων και τη δημιουργία κινήτρων προς εργασία.

4.Βελτίωση των κινήτρων εργασίας

Ο συνδυασμός υψηλών συντελεστών ανεργίας, χαμηλής συμμετοχής στην αγορά εργασίας και λιγότερων ωρών εργασίας σε σύγκριση με άλλες περιοχές του πλανήτη υπονομεύει τις οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ. Ο συντελεστής συμμετοχής εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα, νέων και προσώπων που συνεισφέρουν δεύτερο εισόδημα σε ένα νοικοκυριό είναι ανησυχητικά χαμηλός. Οι πιο ευάλωτες ομάδες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μακροπρόθεσμου αποκλεισμού από την απασχόληση. Προς αντίδραση, η κατάρτιση και η αναζήτηση εργασίας θα πρέπει να συνδεθούν στενότερα με τα οφέλη.

Η μετατόπιση του βάρους της φορολογίας από την εργασία σε άλλους τομείς πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να ενισχυθεί η ζήτηση για εργασία και να τονωθεί η ανάπτυξη.

Τα συστήματα φορολογικών ελαφρύνσεων, οι ρυθμίσεις ευέλικτης εργασίας και η δημιουργία παιδικών σταθμών θα πρέπει να προσανατολιστούν στο να ευνοούν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας προσώπων που συνεισφέρουν το δευτερεύον εισόδημα σε ένα νοικοκυριό. Θα πρέπει να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για τη μείωση της αδήλωτης εργασίας τόσο με την ενίσχυση της επιβολής των υφιστάμενων κανονισμών όσο και με την επανεξέταση των συστημάτων φορολογικών ελαφρύνσεων.

5.Μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων

Η δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να συνοδεύεται από μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων που θα τα καταστήσει περισσότερο βιώσιμα.

Τα κράτη μέλη που δεν το έχουν ήδη πράξει θα πρέπει να αυξήσουν το όριο συνταξιοδότησης και να το συνδέσουν με το προσδόκιμο ζωής.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να περιορίσουν τα καθεστώτα πρόωρης συνταξιοδότησης, κατά προτεραιότητα, και να εφαρμόσουν στοχοθετημένα κίνητρα για την απασχόληση εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και την προώθηση της δια βίου μάθησης.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν την ανάπτυξη συμπληρωματικής ιδιωτικής αποταμίευσης προκειμένου να αυξηθούν τα εισοδήματα συνταξιοδότησης.

Με γνώμονα τη δημογραφική αλλαγή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν τη θέσπιση μέτρων σχετικά με τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα που υπονομεύουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και επάρκεια των δημόσιων οικονομικών τους.

Η Επιτροπή θα επανεξετάσει την οδηγία για τα συνταξιοδοτικά ταμεία 2 και θα υποβάλει νέα μέτρα ως συνέχεια της Πράσινης Βίβλου για τις συντάξεις που εκδόθηκε το 2010.

6.Επάνοδος των ανέργων στην απασχόληση

Τα ευρωπαϊκά συστήματα του κράτους προνοίας συνετέλεσαν στην προστασία ατόμων κατά την κρίση. Εντούτοις, με την επάνοδο της ανάκαμψης, τα επιδόματα ανεργίας θα πρέπει να επανεξεταστούν ώστε να διασφαλιστεί ότι παρέχουν κίνητρα προς εργασία, αποτρέπουν την εξάρτηση από αυτά και στηρίζουν την προσαρμοστικότητα στον κύκλο οικονομικής δραστηριότητας.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι παροχές να επιβραβεύουν την επάνοδο των ανέργων στην εργασία ή να τους προσφέρουν κίνητρα αυτοαποσχόλησης με την παροχή στήριξης περιορισμένης διάρκειας και τον καθορισμό προϋποθέσεων οι οποίες συνδέουν στενότερα την κατάρτιση και την αναζήτηση εργασίας με τις παροχές.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδείξουν ότι η εργασία ανταμείβεται, διασφαλίζοντας την ύπαρξη μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ του επιπέδου των φόρων εισοδήματος (ειδικότερα για τα χαμηλά εισοδήματα) και των επιδομάτων ανεργίας.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόσουν τα συστήματα ασφάλισης της ανεργίας στην οικονομική συγκυρία, ούτως ώστε να ενισχύεται η προστασία σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.

7.Εξισορρόπηση ασφάλειας και ευελιξίας

Σε ορισμένα κράτη μέλη η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης δημιουργεί ακαμψία στην αγορά εργασίας και εμποδίζει την αυξημένη συμμετοχή σε αυτήν. Η εν λόγω νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να μειωθεί η υπερπροστασία εργαζομένων με μόνιμες συμβάσεις, και να προβλεφθεί προστασία για εκείνους που παραμένουν εκτός ή στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, η μείωση της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο και η βελτίωση των εκπαιδευτικών επιδόσεων συμβάλλουν ουσιαστικά στην πρόσβαση των νέων στην αγορά εργασίας.

Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εισαγάγουν συμβάσεις αορίστου χρόνου 3 ώστε να αντικατασταθούν οι υπάρχουσες προσωρινές ή επισφαλείς συμβάσεις με στόχο τη βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης για τους νεοπροσλαμβανόμενους.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απλοποιήσουν τα καθεστώτα τους για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων ώστε να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών, εργαζομένων και ερευνητών.

III.ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΤΟΝΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η ΕΕ θα εκπληρώσει τους φιλόδοξους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς μόνον εάν επισπεύσει τις επείγουσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Για να παραμείνουν ανταγωνιστικά σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, τα κράτη μέλη πρέπει να θέσουν επειγόντως σε εφαρμογή τις αναγκαίες βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να προωθήσουν την αριστεία στον τομέα της έρευνας και την ικανότητα για καινοτομία, μετατρέποντας τις ιδέες σε προϊόντα και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στη ζήτηση αγορών με υψηλή ανάπτυξη, επωφελούμενα από τις τεχνολογικές ικανότητες της βιομηχανίας της ΕΕ και βοηθώντας τις ΜΜΕ να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν παγκόσμια διάσταση. Η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων της ΕΕ θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσει νέες πηγές ανάπτυξης και να αλλάξει την πορεία της παραδοσιακής ανάπτυξης που στηριζόταν στα προϊόντα κατευθύνοντάς την προς νέες οικονομικές ευκαιρίες με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των πόρων. Θα πρέπει επίσης να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα «πρωτοπορίας» της ΕΕ στον τομέα των περιβαλλοντικά ανταγωνιστικών αγαθών και υπηρεσιών.

Η ενιαία αγορά μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή ανάπτυξης – όπως τονίστηκε ήδη στην ανακοίνωση για την «Πράξη για την ενιαία αγορά» - υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται γρήγορες αποφάσεις για την άρση των εμποδίων που εναπομένουν. Για να την ενισχύσει, η Επιτροπή θα δώσει επομένως προτεραιότητα σε μέτρα που θα τονώσουν την ανάπτυξη το 2011-2012, όπως περιγράφεται κατωτέρω.

8.Αξιοποίηση του δυναμικού της ενιαίας αγοράς

Οι φραγμοί στην είσοδο στην αγορά και τα εμπόδια στην ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος εξακολουθούν να είναι σημαντικά στην ενιαία αγορά. Οι διασυνοριακές υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν μόνον το 5% του ΑΕΠ, δηλαδή λιγότερο του ενός τρίτου των εμπορευματικών συναλλαγών και μόνον το 7% των καταναλωτών πραγματοποιεί αγορές μέσω του Διαδικτύου, λόγω των πολυάριθμων περιορισμών που εμποδίζουν την ανάπτυξη διασυνοριακών ηλεκτρονικών πωλήσεων.

Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν πλήρως την οδηγία για τις υπηρεσίες. Η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, καθώς και την πιθανότητα προώθησης μέτρων που τονώνουν την ανάπτυξη με το περαιτέρω άνοιγμα του τομέα των υπηρεσιών.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντοπίσουν και να άρουν τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στις επαγγελματικές υπηρεσίες, όπως ποσοστώσεις και κλειστά επαγγέλματα, από κοινού με τους περιορισμούς στον κλάδο λιανικής, όπως δυσανάλογοι περιορισμοί στο ωράριο λειτουργίας και στη διαίρεση σε ζώνες.

Η Επιτροπή θα προτείνει το 2011 μέτρα για να αποτρέψει τη γεωγραφική διαφοροποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς. Θα προτείνει επίσης ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διανοητική ιδιοκτησία, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ψηφιακών κλάδων.

Πέρα από τη συνεχή πίεση που ασκεί για την ολοκλήρωση του Γύρου της Ντόχα, η Επιτροπή θα προωθήσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με εταίρους όπως η Ινδία, ο Καναδάς και το Mercosur, θα επισπεύσει το έργο της κανονιστικής σύγκλισης με σημαντικούς εταίρους και θα αυξήσει τη συμμετρία όσον αφορά την πρόσβαση σε αγορές δημόσιων συμβάσεων αναπτυσσόμενων χωρών και μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς.

Το 2011, θα προταθεί νομοθεσία που θα επιτρέπει τον ταχύ και διαλειτουργικό καθορισμό προτύπων, μεταξύ άλλων, στον τομέα της ΤΠΕ.

Αν και πρόκειται για ευαίσθητο ζήτημα, θα πρέπει να συνεχιστούν εργασίες σε σχέση με τη φορολογία. Πρόκειται για κάτι που παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό δυναμικό όσον αφορά την τόνωση της ανάπτυξης και τη δημιουργία απασχόλησης, τη μείωση του διοικητικού φόρτου και την άρση των φραγμών στην ενιαία αγορά. Η φορολογική μεταχείριση που δυσχεραίνει το διασυνοριακό εμπόριο ή τις επενδύσεις θα πρέπει να εξαλειφθεί. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα προτείνει το 2011 μέτρα για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος του ΦΠΑ, την εισαγωγή μιας κοινής ενοποιημένης βάσης φορολόγησης των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη συντονισμένης ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πρόοδος στον τομέα της φορολογίας συνεπάγεται επίσης τη μείωση των φόρων επί της εργασίας στο ελάχιστο απαραίτητο και την προσαρμογή της φορολόγησης της ενέργειας σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα.

9.Προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης

Απαιτούνται καινοτόμες λύσεις προκειμένου να κινητοποιηθεί επειγόντως ένα μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής αποταμίευσης από την ΕΕ και το εξωτερικό.

Η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για ομολογιακά δάνεια της ΕΕ για τη χρηματοδότηση έργων ώστε να συνενωθούν η δημόσια και η ιδιωτική χρηματοδότηση σε επενδύσεις προτεραιότητας ιδίως στον τομέα της ενέργειας, των μεταφορών και της ΤΠΕ και θα συμπεριλάβει επίσης αυτά τα καινοτόμα χρηματοδοτικά μέσα στις προσεχείς προτάσεις της για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ΜΜΕ και των καινοτόμων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις προκειμένου να επιτραπεί σε ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου που είναι εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος να λειτουργούν ελεύθερα οπουδήποτε στην ΕΕ, καθώς και να εξαλειφθούν τα εναπομείναντα εμπόδια για τις διασυνοριακές δραστηριότητες.

10.Δημιουργία αποτελεσματικής ως προς το κόστος πρόσβασης σε ενέργεια

Η ενέργεια είναι βασική μεταβλητή για ανάπτυξη. Για τις επιχειρήσεις, οι τιμές ενέργειας αποτελούν βασικό στοιχείο κόστους. Για τους καταναλωτές, οι λογαριασμοί ενέργειας αντιπροσωπεύουν σημαντικό στοιχείο του προϋπολογισμού του νοικοκυριού και ιδιαίτερο πρόβλημα για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Τα σημερινά σχέδια των κρατών μελών κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τον γενικό στόχο για ενεργειακή απόδοση 20% που καθορίστηκε στη στρατηγική «Ευρώπη 2020», με αποτέλεσμα να χαθούν ευκαιρίες ανάπτυξης σε πολλούς τομείς και περιοχές και να απολεσθούν δυνατότητες δημιουργίας θέσεων απασχόλησης.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν εξ ολοκλήρου και αμέσως την τρίτη «δέσμη μέτρων για την ενέργεια» στην εσωτερική αγορά.

Τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίσουν τις πολιτικές τους για την ενεργειακή απόδοση. Τούτο θα οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας στους τομείς της οικοδομικής δραστηριότητας και των υπηρεσιών.

Το 2011, η Επιτροπή θα προτείνει πρωτοβουλίες για την προώθηση των υποδομών στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας ή των τηλεπικοινωνιών που απαιτούνται για μια πραγματικά ενοποιημένη ενιαία αγορά.

Η Επιτροπή αναπτύσσει πρότυπα που θα πρέπει να εφαρμοστούν σε όλη την ΕΕ για ενεργειακά αποδοτικά προϊόντα ώστε να καταστεί δυνατή η εξάπλωση αγορών για καινοτόμα προϊόντα και τεχνολογίες.

Εξασφάλιση αποτελεσμάτων

Το πιο επιτακτικό καθήκον το 2011/2012 είναι να αποτραπεί η εμφάνιση ενός φαύλου κύκλου δυσβάσταχτου χρέους, διατάραξης των χρηματοπιστωτικών αγορών και χαμηλής οικονομικής ανάκαμψης. Η πρώτη προτεραιότητα της παρούσας ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης είναι να τεθούν οι δημοσιονομικές πολιτικές σε υγιείς βάσεις μέσω της αυστηρής δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς και η αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η δεύτερη προτεραιότητα συνίσταται στην ταχεία μείωση της ανεργίας με μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας. Αλλά η υλοποίηση αυτών των δύο προτεραιοτήτων θα είναι αναποτελεσματική εάν δεν καταβληθούν ταυτόχρονα σημαντικές προσπάθειες για την επίσπευση της ανάπτυξης.

Τέτοιες πολιτικές θα έχουν επίσης θετικό αντίκτυπο στη δημοσιονομική εξυγίανση, λόγω υψηλότερων φορολογικών εσόδων και χαμηλότερων δημόσιων δαπανών για κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ θα συμβάλουν στη μείωση του κινδύνου μελλοντικών μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα αποφέρουν οφέλη ήδη σε βραχυπρόθεσμη βάση. Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα την βελτίωση της κατάστασης στους τομείς της παραγωγής και της απασχόλησης.

Το εμπόριο αποτελεί ισχυρό μοχλό ανάπτυξης. Υπάρχει τεράστιο ανεκμετάλλευτο δυναμικό για εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της ΕΕ, αλλά οι εξαγωγές της ΕΕ δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα από την κατάρρευση των παγκόσμιων συναλλαγών. Οι θετικές εξαγωγικές επιδόσεις ορισμένων κρατών μελών δείχνουν ότι η επιτυχία στις παγκόσμιες αγορές εξαρτάται όχι μόνον από την ανταγωνιστικότητα των τιμών αλλά και από ευρύτερους παράγοντες, όπως η εξειδίκευση του τομέα, η καινοτομία και τα επίπεδα δεξιοτήτων, που ενισχύουν την πραγματική ανταγωνιστικότητα.

Στην παρούσα πρώτη ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης η Επιτροπή καθόρισε 10 δράσεις που πρέπει να αναλάβει η ΕΕ το 2011/2012, στηριζόμενη στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Προτείνει να αποτελέσουν αυτές οι 10 δράσεις τη βάση συμφωνίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τις οποίες τα κράτη μέλη θα αναλάβουν τη δέσμευση να εφαρμόσουν. Λόγω της αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως στη ζώνη του ευρώ, ο εκ των προτέρων συντονισμός στο Συμβούλιο αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλουν, στα μέσα Απριλίου, τις εθνικές δεσμεύσεις τους για τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές στρατηγικές τους στο πλαίσιο των προγραμμάτων σταθερότητας ή σύγκλισης και να καθορίσουν στα εθνικά τους προγράμματα μεταρρυθμίσεων τα απαιτούμενα μέτρα που θα αντανακλούν αυτήν τη συνολική απάντηση στην κρίση που βασίζεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα εκδώσει, πριν από το καλοκαίρι, ειδικές κατά χώρα κατευθύνσεις πολιτικής, τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη όταν προετοιμάσουν τους προϋπολογισμούς τους για το 2012 και κατά την εφαρμογή των αναπτυξιακών πολιτικών τους. Υπό το πνεύμα της ολοκληρωμένης προσέγγισης για τον συντονισμό πολιτικής, το Συμβούλιο θα αξιολογήσει από κοινού τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές στρατηγικές, εξετάζοντας τη φιλοδοξία που τις εμπνέει, τη συνάφεια και τις επιπτώσεις τους σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και τις αλληλεξαρτήσεις τους εντός της ζώνης του ευρώ.

Η Επιτροπή προτείνει, κατά τις προσεχείς συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να επανεξετάζεται τακτικά η εφαρμογή της, να εντοπίζονται οι διαφορές σε επίπεδο κρατών μελών και ΕΕ και να συμφωνούνται αμέσως διορθωτικά μέτρα. Οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα ανακοίνωση θα επιτρέψουν ήδη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την επόμενη συνεδρίασή του, να λάβει συγκεκριμένα μέτρα ώστε να διατηρήσει και να επιταχύνει τον ρυθμό των προσπαθειών επίσπευσης και αύξησης της ανάπτυξης και να συμφωνήσει σχετικά με ένα χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή της ολοκληρωμένης απάντησης στην κρίση. Όσον αφορά την τελευταία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ήδη σχετικά με δύο προθεσμίες: τον Μάρτιο, για την ολοκλήρωση των εργασιών σχετικά με τον μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθεροποίησης και, τον Ιούνιο, για τη νομοθετική δέσμη για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ. Εν τω μεταξύ, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της νέας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα δώσει κατευθύνσεις για τη στρατηγική που θα πρέπει να εφαρμοστεί κατά την ολοκλήρωση της αποκατάστασης του τραπεζικού τομέα.

Η παρούσα πρώτη ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα άλλα θεσμικά όργανα και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1) Αύξηση του συντελεστή απασχόλησης, αύξηση των επιπέδων των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και υλοποίηση των ενεργειακών στόχων, βελτίωση της τριτοβάθμιας ή αντίστοιχων επιπέδων εκπαίδευσης και μείωση της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο, προώθηση της κοινωνικής ένταξης μέσω της μείωσης της φτώχειας.
(2) Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, ΕΕ L 235 της 23.9.2003 σ. 10.
(3) Όπως πρότεινε η Επιτροπή στην «Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας: Ευρωπαϊκή συμβολή για την πλήρη απασχόληση», COM(2010) 682 τελικό/2, 26.11.2010.


EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Βρυξέλλες, 12.1.2011

COM(2011) 11 τελικό

 

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Οι ενέργειες των κρατών μελών το 2011-2012 θα είναι κρίσιμες προκειμένου να αποσοβηθεί ένα «σενάριο χαμένης δεκαετίας». Οι προτεραιότητες πολιτικής, ο χρονισμός και το περιεχόμενο θα πρέπει να καθοριστούν ανάλογα με τις εθνικές περιστάσεις και να αντικατοπτρίζουν, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την δημοσιονομική διατηρησιμότητα και την ανάγκη διόρθωσης των υπερβολικών ανισορροπιών. Η πιο επείγουσα προτεραιότητα είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος σε ορισμένα κράτη μέλη του αβάσταχτου χρέους, της διατάραξης των χρηματοοικονομικών αγορών και της χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης. Μολονότι στα σχέδια των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων που υποβλήθηκαν τον Νοέμβριο αναγνωρίζεται η επείγουσα ανάγκη ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των μακροοικονομικών προκλήσεων, συχνά τα έγγραφα αυτά δεν κατορθώνουν να προτείνουν επαρκείς απαντήσεις σε επίπεδο πολιτικών.

Σκοπός του παρόντος συνοδευτικού εγγράφου είναι συνεπώς να υποδείξει μέτρα που προσφέρουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα και τα οποία τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τα προσεχή δύο έτη. Στο πρώτο τμήμα περιγράφεται το σκηνικό εξετάζοντας τις ανισορροπίες και τις αδυναμίες που είχαν προκύψει πριν από την κρίση και την κληρονομιά που άφησε η χειρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του 1930. Στο δεύτερο τμήμα η ανάλυση επικεντρώνεται στην ανάγκη επανόδου των δημοσίων οικονομικών σε διατηρήσιμη τροχιά. Στο τρίτο τμήμα παρουσιάζεται η επιχειρηματολογία υπέρ της ταχείας ίασης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο τελευταίο τμήμα τονίζεται ο επείγων χαρακτήρας των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και για την επανεκκίνηση των κινητήριων δυνάμεων της ανάπτυξης.

1.Η Ευρώπη διανύει μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο προκλήσεων

Η Ευρωπαϊκή οικονομία αναδύεται σιγά-σιγά από την βαθύτερη ύφεση που παρατηρήθηκε εδώ και πολλές δεκαετίες. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε μεγάλες απώλειες από πλευράς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ και συνοδεύτηκε από εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας και υψηλό ανθρώπινο κόστος. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες που προηγήθηκαν της κρίσης και δεν είχαν επαρκώς αντιμετωπιστεί έγιναν πλέον κραυγαλέες.

Η ΕΕ υπέφερε από διαρθρωτικές αδυναμίες πριν από την κρίση. 

Ενώ η ΕΕ είναι πλούσια περιοχή, η οικονομική της ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία ήταν ασθενής σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα (βλέπε Διάγραμμα 1). Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η ΕΕ-27 είναι πολύ πιο πλούσια από τον μέσο όρο της G20, το επίπεδο διαβίωσης όμως παραμένει πολύ χαμηλότερο εκείνου πολλών χωρών του ΟΟΣΑ που δεν ανήκουν στην ΕΕ αλλά και του ΟΟΣΑ ως σύνολο. Συγχρόνως, οι αναπτυξιακές της επιδόσεις από το 2000 υπήρξαν απογοητευτικές, χαμηλότερες σε σχέση με όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες πλην της Ιαπωνίας και με σαφή υστέρηση έναντι των περισσοτέρων αναδυόμενων οικονομιών. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση που την χωρίζει από άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες διευρύνεται. Δεδομένου ότι η κάλυψη της υστέρησης δεν μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά, οι χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις της ΕΕ πρέπει να αποδοθούν σε διαρθρωτικές αδυναμίες. Όταν ξεφύγει κανείς από δείκτες τύπου ΑΕΠ, η γενικά απογοητευτική αυτή εικόνα αποκαλύπτει κάποια δυναμικά ποιοτικά στοιχεία σε όρους επιπέδου διαβίωσης, όπως οι σχετικά χαμηλές εισοδηματικές ανισότητες, το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης και οι σχετικά υψηλές περιβαλλοντικές επιδόσεις (μετρούμενες για παράδειγμα βάσει των εκπομπών CO2 ανά παραγόμενη μονάδα).

Διάφοροι «παράγοντες συμφόρησης» καθυστέρησαν την ανάπτυξη στην ΕΕ την τελευταία δεκαετία. Η κλασσική μέθοδος της λογιστικής της οικονομικής μεγέθυνσης (Standard growth accounting) αποκαλύπτει ότι πριν από την κρίση (2001-07) η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελούσε τον κύριο μοχλό ανάπτυξης, ενώ το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού και η αύξηση του ηλικιακά ενεργού πληθυσμού αντιστοιχούσαν μόνο στο ένα τέταρτο περίπου της συνολικής ανάπτυξης· ειδικότερα, η μείωση της συμμετοχής των νέων και των ανδρών σε κατ’ εξοχήν παραγωγική ηλικία στην αγορά εργασίας και η μείωση των ωρών που εργάστηκε κάθε άτομο επιβράδυναν την ανάπτυξη στην ΕΕ-27 (βλέπε Διάγραμμα 2). Η κρίση επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Οδήγησε σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, με απότομη αύξηση της ανεργίας και σημαντική πτώση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity-TFP), που εξηγείται κυρίως από την έντονη μείωση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Η ΕΕ και η ζώνη του ευρώ υστερούν σαφώς έναντι των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας όσον αφορά τόσο την TFP όσο και την χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού· σε σχέση με το τελευταίο αυτό στοιχείο, η διαφορά είναι ιδιαίτερα μεγάλη και στα δύο άκρα του ηλικιακού φάσματος, όπως φαίνεται από την αποκαλυπτική διαφορά μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης (βλέπε Διάγραμμα 3).

Διάγραμμα 1: Επίπεδο και αύξηση του ΑΕΠ

Κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2010 (% διαφορά έναντι της ΕΕ-27 σε ΜΑΔ)

Μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης 2000-2010

Διάγραμμα 2:Ανάλυση της αύξησης του ΑΕΠ 

Διάγραμμα 3: Ποσοστό απασχόλησης

Συνολική απασχόληση σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό ηλικίας 20-64

Διάγραμμα 4: Πραγματική πρωτογενής δαπάνη έναντι αύξησης πραγματικού ΑΕΠ

Μέσοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης 2003-2007

Σημείωση: Τα κράτη μέλη κατατάσσονται ανάλογα με το μέγεθος της υπέρβασης της μέσης ετήσιας αύξησης των πραγματικών πρωτογενών δαπανών σε σχέση με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.



Κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης, αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ απέκλιναν από τις βασικές αρχές της χρηστής δημοσιονομικής πολιτικής. Τα σημαντικά έκτακτα έσοδα που δημιουργήθηκαν από την οικονομική επέκταση της περιόδου 2003-2007 αξιοποιήθηκαν εν μέρει μόνο για την επιτάχυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ένα μη αμελητέο μέρος κατευθύνθηκε στην αύξηση των δαπανών: ο ρυθμός αύξησης των πρωτογενών δαπανών υπερέβη τον μέσο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης σε δώδεκα κράτη μέλη της ΕΕ κατά την ευνοϊκή περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης (2003-2007), σε ορισμένες δε περιπτώσεις η διαφορά ήταν σημαντική (βλ. διάγραμμα 4). Ο ασύμφορος χαρακτήρας της πολιτικής αυτής επιλογής κατέστη προφανής με την έναρξη της κρίσης, όταν η κατάρρευση των δημοσίων εσόδων αποκάλυψε αίφνης εύθραυστες υποκείμενες δημοσιονομικές θέσεις με, σε πολλές περιπτώσεις, ελάχιστα ή μηδενικά περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για την αναχαίτιση της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας.

Στη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της κρίσης, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στην ΕΕ αυξήθηκαν και αυτές σημαντικά. Σε ορισμένα κράτη μέλη δημιουργήθηκαν σοβαρές εσωτερικές ανισορροπίες. Αυτό αντικατοπτρίστηκε σε ισχυρές αποκλίσεις στους λογαριασμούς τρεχουσών συναλλαγών και στην κατάσταση της ανταγωνιστικότητας, ως εμφαίνεται στο Διάγραμμα 5 για τη ζώνη του ευρώ. Παράλληλα, ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ υπέστησαν ανησυχητικές απώλειες μεριδίων στις εξαγωγικές αγορές. Οι εξωτερικές ανισορροπίες τροφοδοτήθηκαν από ακατάλληλες μισθολογικές αντιδράσεις στις εξελίξεις της παραγωγικότητας, υπερβολική πιστωτική επέκταση στον ιδιωτικό τομέα, «φούσκες» στις τιμές στην αγορά κατοικίας καθώς διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας ζήτησης 1 .

Διάγραμμα 5: Πορεία της ανταγωνιστικότητας των τιμών σε σχέση με το υπόλοιπο της ζώνης του ευρώ 

(δείκτες· 1998 = 100, οι αυξήσεις αντιπροσωπεύουν απώλειες παραγωγικότητας)


Αντίκτυπος της κρίσης στην πραγματική οικονομία και την απασχόληση

Διάγραμμα 6: ΑΕΠ και απασχόληση 

(2008Q1=100)

Πηγές: Eurostat, Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN 

Σημείωση: η πρόγνωση της απασχόλησης – που διατίθεται μόνο σε ετήσια βάση – υπέστη γραμμική παρεμβολή για να συναχθεί το τριμηνιαίο προφίλ της.

Η βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ εξανέμισε κατά μέσον όρο 4 έτη ανάπτυξης. Η απώλεια παραγωγής το 2008 και 2009 οδήγησαν το ΑΕΠ της ΕΕ πίσω στα επίπεδα του 2006. Η ΕΕ αναμένεται να ανακτήσει τον ρυθμό παραγωγής που παρατηρήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2008 – προτού η κρίση να πλήξει την πραγματική οικονομία – μόνο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2012, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προγνώσεις 2010 των υπηρεσιών της Επιτροπής (Διάγραμμα 6). Έως το τέλος του 2011, μόνον δέκα κράτη μέλη προβλέπεται να έχουν επανέλθει στα επίπεδα παραγωγής του 2008 ή να τα υπερβούν. Έως το τέλος του 2012, ένδεκα κράτη μέλη αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να παραμένουν σε επίπεδα κατώτερα εκείνων πριν από την κρίση. Η απασχόληση προβλέπεται να συνεχίσει να υπολείπεται των προ της κρίσης επιπέδων στο τέλος του 2012 (κατά περισσότερο από 1%).

Οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες πλήρωσαν βαρύ τίμημα λόγω της κρίσης, η οποία προκάλεσε απότομη άνοδο της ανεργίας. Οι άνεργοι αντιπροσώπευαν το 7% του εργατικού δυναμικού στην EU-27 το 2008. Το 2010, ανέρχονται σχεδόν σε 10% με προοπτική το ποσοστό ανεργίας να παραμείνει πάνω από 9% το 2012, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 7. Το ποσοστό ανεργίας είναι ιδιαίτερα υψηλό, υπερβαίνοντας το 12%, στην Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, τη Σλοβακία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Ισπανία. Η μακροχρόνια ανεργία – δηλαδή όσοι είναι άνεργοι περισσότερο από ένα έτος – αυξήθηκε έντονα και αντιπροσωπεύει σήμερα περίπου 40% της συνολικής ανεργίας στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τον κίνδυνο μόνιμου αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας είναι ιδιαίτερα υψηλό μεταξύ των ατόμων με λίγα προσόντα, των μεταναστών και των νέων. Η ανεργία των νέων υπερβαίνει το 20% σε περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη της ΕΕ και φθάνει σε μία χώρα το 42% (Ισπανία).


Διάγραμμα 7: Ποσοστά πραγματικής και διαρθρωτικής ανεργίας στην ΕΕ-27 

(2008Q1=100)

Η κρίση μείωσε περαιτέρω την δυνητική ανάπτυξη μέσω της ισχυρής αύξησης της διαρθρωτικής ανεργίας και της έντονης μείωσης των επενδύσεων. Η αύξηση της δυνητικής παραγωγής στην ΕΕ-27 αναμένεται να είναι ιδιαίτερα χαμηλή (1,1%) κατά την χρονική περίοδο που καλύπτουν οι προγνώσεις (2010-12), εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητας και της χαμηλής αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού. Η κατάσταση αναμένεται να είναι ζοφερότερη στη ζώνη του ευρώ, με γενικά παρόμοια αλλά εντονότερα χαρακτηριστικά. Η χαμηλότερη χρήση του εργατικού δυναμικού σχετίζεται με την σημαντική άνοδο του NAWRU (βλέπε Διάγραμμα 7), αλλά και με την περαιτέρω μείωση του μέσου αριθμού ωρών πραγματικής εργασίας ανά εργαζόμενο καθώς και τη συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού. Η δυνητική ανάπτυξη θα επηρεαστεί επίσης από την βραδύτερη συσσώρευση κεφαλαίου λόγω των ιστορικά χαμηλών επενδυτικών ρυθμών ως συνέπεια της κρίσης, και από την αργή αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, που επανακτούν σταδιακά τους προ της κρίσης ασθενείς ρυθμούς.

Επιδείνωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών, με αργή μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών

Διάγραμμα 8: Επίπεδο δημόσιου χρέους το 2008 και προβλεπόμενη άνοδος την περίοδο 2008-2012 

(% του ΑΕΠ)

 Πηγές: Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN 

Η κρίση είχε δραματική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά των χωρών της ζώνης του ευρώ και στην ΕΕ. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι δείκτες του ακαθάριστου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκαν απότομα σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, εξανεμίζοντας τη συγκρατημένη πρόοδο που είχε επιτευχθεί την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης (βλέπε Διάγραμμα 8). Στο τέλος του 2010, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος αναμένεται να έχει φθάσει περίπου στο 84% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ και περίπου στο 79% του ΑΕΠ στην ΕΕ, σχεδόν 20 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα επίπεδα του 2007. Με τις τρέχουσες πολιτικές, η ανοδική τάση πρόκειται να συνεχιστεί.

Η τρέχουσα έντονη επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών οφείλεται στην υποχώρηση των εσόδων και την αυξημένη πίεση επί των δαπανών, καθώς και από τα δημοσιονομικά κίνητρα διακριτικής ευχέρειας. Τα δημόσια οικονομικά σε ορισμένα κράτη μέλη εξαρτήθηκαν από ιδιαίτερα συγκυριακές ή προσωρινές πηγές εσόδων. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην κατάρρευση των δημοσίων εσόδων εξαιτίας της έντονης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι δημόσιες δαπάνες διατηρήθηκαν γενικά στα προηγουμένως προβλεφθέντα επίπεδα. Τα κράτη μέλη επέτρεψαν την πλήρη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών τους, γεγονός το οποίο βοήθησε στην άμβλυνση του αντίκτυπου της παγκόσμιας κρίσης στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, επειδή αυτό δεν αρκούσε για να ανακόψει την υποχώρηση της ζήτησης και να αναστρέψει τον κίνδυνο κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις της ΕΕ εφάρμοσαν επίσης δημοσιονομικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας με βάση το κοινό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για την Ανάκαμψη της Οικονομίας (ΕΣΑΟ) που δρομολογήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2008. 

Η πρόσφατη αυτή αυξημένη πίεση στα δημόσια οικονομικά επιβαρύνει τις αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης. Η διεργασία αυτή ήταν ορατή εδώ και πολύ καιρό και, εάν δεν υπάρξουν σύντομα μεταρρυθμίσεις, θα δημιουργηθεί σοβαρή επιβάρυνση για τους προϋπολογισμούς μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί περισσότερο η ήδη ανησυχητική δημοσιονομική κατάσταση. Με αμετάβλητες πολιτικές, η δημόσια στήριξη προς τους ηλικιωμένους με τη μορφή συντάξεων και λοιπών παροχών λόγω γήρατος (υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια περίθαλψη) αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 4½ εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην ΕΕ τα επόμενα 50 χρόνια. Στο ένα τρίτο περίπου των κρατών μελών, η αύξηση των κρατικών δαπανών λόγω δημογραφικής γήρανσης είναι πιθανόν να υπερβεί τις 7 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Η κρίση διόρθωσε εν μέρει μόνο, και προσωρινά, τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες που επικρατούσαν σε πολλά κράτη μέλη πριν από την εκδήλωσή της. Καθώς η πρόσφατη ύφεση συμπίεσε την υπερβάλλουσα ζήτηση και απομάκρυνε ή άμβλυνε ορισμένα από τα αίτια των αποκλίσεων (όπως «φούσκες» στην αγορά κατοικίας και πιστωτική επέκταση), μειώθηκαν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, οι ανισορροπίες στους λογαριασμούς τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικές, ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ, και δεν αναμένεται να υποχωρήσουν γρήγορα, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 9. Το Διάγραμμα 10 δείχνει ότι οι χώρες της ΕΕ που εμφάνιζαν μεγάλο έλλειμμα (πλεόνασμα) στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατά την έναρξη της κρίσης εξακολουθούσαν γενικά να παρουσιάζουν ελλείμματα (πλεονάσματα) δύο χρόνια αργότερα, όταν αρχίζει να αναθερμαίνεται η οικονομική δραστηριότητα. Τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζουν εν μέρει διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως αδυναμίες στην εγχώρια ζήτηση (στις χώρες με πλεόνασμα) και χαμηλή ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους που συνδυάζονται συχνά με υψηλά επίπεδα χρέους (στις χώρες με έλλειμμα).

Διάγραμμα 9: Ανάλυση του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών, ζώνη ευρώ

Διάγραμμα 10: Ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και προβλεπόμενη μεταβολή του έως το 2010

(θετικές τιμές = πλεόνασμα· αρνητικές τιμές = έλλειμμα· % του ΑΕΠ) 

Πηγές: Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN

Σημείωση: Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ προσδιορίζονται ως πλεονασματικά ή ελλειμματικά με βάση την κατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους το 2006.



Η ανάγκη για διαφοροποιημένα μέτρα πολιτικής στα κράτη μέλη

Διάγραμμα 11: Διαφοροποιημένες συνθήκες εκκίνησης το 2010

Δημόσιο έλλειμμα/ καθαρές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών**

 

Δημόσιο χρέος/έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου*

Πηγή: Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN

*Έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου σημαίνει καθαρό δανεισμό έναντι της αλλοδαπής (τρέχουσες συναλλαγές συν κεφαλαιακές μεταβιβάσεις). Η έννοια αυτή παρουσιάζει την ετήσια μεταβολή του εξωτερικού χρέους.

**Οι καθαρές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών καλούνται επίσης έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από την ανταγωνιστικότητα των τιμών. Η τιμή για το LU υπερβαίνει το 30% του ΑΕΠ, εκτός των ορίων του παρόντος διαγράμματος. 

Τα κράτη μέλη της ΕΕ βίωσαν πολύ διαφορετικές δημοσιονομικές και εξωτερικές περιστάσεις που απαιτούν ειδικά προσαρμοσμένες πολιτικές. Το Διάγραμμα 11 παρουσιάζει με καθαρά επεξηγηματικό τρόπο και με τη χρήση διαφόρων δεικτών ότι ορισμένα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα πιεστικές προκλήσεις από την άποψη της προσαρμογής των μη διατηρήσιμων δημοσίων οικονομικών τους και διόρθωσης των εξωτερικών τους ανισορροπιών. Μια γενικευμένη προσέγγιση δεν θα είναι αποτελεσματική, και οι προτεραιότητες των κρατών μελών για το 2011-2012 πρέπει να διαμορφωθούν, μεταξύ άλλων, από τους κινδύνους για την δημοσιονομική διατηρησιμότητα και την ανάγκη διόρθωσης των ανισορροπιών. Κράτη μέλη με μεγάλες δημοσιονομικές ή/και μακροοικονομικές ανισορροπίες αντιμετωπίζουν μεγάλους περιορισμούς στις επιλογές των πολιτικών τους και πρέπει, κατά προτεραιότητα, να διορθώσουν τις υφιστάμενες ανισορροπίες. Κράτη μέλη χωρίς σοβαρά μακροοικονομικά προβλήματα ή ορατούς κινδύνους πρέπει να προσπαθούν να βελτιώσουν τις κινητήριες παραμέτρους πιο μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, εμποδίζοντας παράλληλα την εμφάνιση μελλοντικών ανισορροπιών.

2.Έλεγχος του δημόσιου χρέους μέσω αυστηρήσ και διαρκούσ δημοσιονομικήσ εξυγίανσησ

Ανάγκη άμεσης εξυγίανσης

Διάγραμμα 12: Διαρθρωτικά ελλείμματα και ΜΔΣ

(% του ΑΕΠ)

Ενώ η κρίση έπληξε τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, η σημερινή κατάσταση των δημοσίων οικονομικών διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 12, η απόκλιση του ελλείμματος – διορθωμένου ως προς τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου και των έκτακτων μέτρων, ήτοι το διαρθρωτικό έλλειμμα – από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο (ΜΔΣ) είναι ιδιαίτερα μεγάλη (περισσότερο από πέντε εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) σε δώδεκα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη εκείνα τα οποία ακολούθησαν μια πιο προσεκτική δημοσιονομική πολιτική πριν από την πρωτοφανή αρνητική οικονομική συγκυρία βρίσκονται σε συγκριτικά καλύτερη κατάσταση. Είχαν στη διάθεσή τους μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια για να αντισταθούν στη θύελλα της ύφεσης και, ως αποτέλεσμα, συσσώρευσαν χαμηλότερες δημοσιονομικές ανισορροπίες κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Η απόσυρση των δημοσιονομικών κινήτρων διακριτικής ευχέρειας που εφαρμόστηκαν στη διάρκεια της κρίσης δεν θα είναι αρκετή για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών. Ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ θα επηρεαστεί όχι μόνον από τη συσσώρευση των δημοσίων ελλειμμάτων αλλά και από τις παρελκόμενες υποχρεώσεις λόγω γήρανσης του πληθυσμού και την αναμενόμενη αργή μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ. Επιπλέον, οι δείκτες του δημοσίου χρέους στην ΕΕ έχουν φθάσει σήμερα σε επίπεδα πέρα από τα οποία ο επιπρόσθετος δημόσιος δανεισμός λειτουργεί ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη αντί να την τονώνει. Η εξυπηρέτηση υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους απαιτεί υψηλότερους και δυνητικά στρεβλωτικούς φόρους και παραγκωνίζει τις παραγωγικές δημόσιες δαπάνες λόγω των υψηλότερων δαπανών για τόκους ή αμφότερα. Η περαιτέρω σώρευση χρέους είναι επίσης πιθανόν να αυξήσει περισσότερο τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους, δημιουργώντας μια αφόρητη δυναμική και τελικά προκαλώντας αμφιβολίες ως προς την φερεγγυότητα της κυβέρνησης στις χρηματοοικονομικές αγορές. 

Η προσπάθεια προσαρμογής που απαιτείται για την επάνοδο των δημοσίων οικονομικών σε διατηρήσιμη τροχιά είναι πολύ σημαντική και πρέπει να συμπληρωθεί με αναπτυξιακές πολιτικές. Απλές προσομοιώσεις δείχνουν ότι μια ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ισοζυγίου της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ – συμβατικό όριο αναφοράς δυνάμει των διατάξεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) – θα είναι σαφώς ανεπαρκής σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ για την προσέγγιση, στο προσεχές μέλλον, του δείκτη του χρέους προς το ΑΕΠ στο όριο του 60% του ΑΕΠ βάσει της Συνθήκης (βλέπε Διάγραμμα 13). Μόνον δημοσιονομικές διορθώσεις 1% του ΑΕΠ ετησίως ή και περισσότερο θα μπορέσουν να επαναφέρουν τα επίπεδα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σταθερή καθοδική πορεία κατά τις προσεχείς δύο δεκαετίες. Ωστόσο, η δημοσιονομική εξυγίανση, αν και απολύτως αναγκαία, ενδέχεται να μην είναι πάντοτε αρκετή για να αναστρέψει ταχέως και με διαρκή τρόπο την αρνητική δυναμική του χρέους. Η ισχυρότερη αύξηση της παραγωγής αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων και την μείωση των συναφών με την ανεργία δαπανών, μειώνοντας αυτόματα το επίπεδο του χρέους εκφρασμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Διάγραμμα 13: Προβολή του δημοσίου χρέους στην ΕΕ

Ποσοστό του ΑΕΠ

Σημείωση: οι προβολές υποθέτουν τον δεδομένο ρυθμό εξυγίανσης για κάθε κράτος μέλος έως ότου επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός του στόχος (ΜΔΣ). 

Ως εκ τούτου, οι φορείς χάραξης της δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ αντιμετωπίζουν μια θαυμαστή διπλή πρόκληση: την επάνοδο της δημοσιονομικής πολιτικής σε διατηρήσιμη τροχιά, προστατεύοντας ή στηρίζοντας παράλληλα την βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη και την απασχόληση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι βάσιμο να πιστεύει κανείς ότι το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών θα έχει θετική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Η καθυστέρηση της δημοσιονομικής προσαρμογής θα παρατείνει και θα δυσχεράνει το πρόβλημα. Θα υπονομεύσει σοβαρά την ικανότητά μας να διαμορφώνουμε ενεργά το μέλλον μας και θα υποθηκεύσει σοβαρά τις προοπτικές των μελλοντικών γενεών.

Μολονότι ο βαθμός του επείγοντος δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα κράτη μέλη, η εξυγίανση παραμένει βασική πολιτική προτεραιότητα για όλα. Το 2010, η δημοσιονομική πολιτική εξακολούθησε να στηρίζει τη συνολική ζήτηση στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ. Καθώς η οικονομική ανάκαμψη αναμένεται να κερδίζει σταδιακά έδαφος τα επόμενα χρόνια, είναι καιρός να αλλάξει ο προσανατολισμός της πολιτικής. Στα κράτη μέλη με πολύ μεγάλα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα ή πολύ υψηλούς δείκτες δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ ενδείκνυται εμπροσθοβαρής προσαρμογή το 2011-12. Αυτό πρέπει να συμβεί ειδικότερα στα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σοβαρές χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες: ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία θα επιταχύνουν την προσαρμογή τους και στα δύο έτη, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία θα επικεντρωθούν στην προσαρμογή μόνον το 2012.

Βασικά συστατικά μιας διαρκούς και φιλικής προς την ανάπτυξη εξυγίανσης

Η ιστορία παρέχει πλείστα παραδείγματα σχετικά με το πώς να καταστεί επιτυχής η δημοσιονομική εξυγίανση όσον αφορά τόσο την επίτευξη διαχρονικά διαρκών αποτελεσμάτων στα δημόσια οικονομικά όσο και τον αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Τα διδάγματα του παρελθόντος αφορούν πέντε συσχετιζόμενες διαστάσεις στη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής: τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, την αξιοπιστία της στρατηγικής πολιτικής, το θεσμικό πλαίσιο, τις συμπληρωματικές πρωτοβουλίες πολιτικής και τον επιμερισμό των βαρών στην κοινωνία.

(1)Σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής: Ο μοναδικός σημαντικότερος παράγων διάκρισης μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι η σύνθεση της προσαρμογής. Διορθώσεις στο σκέλος των δαπανών, ιδίως διορθώσεις των τρεχουσών πρωτογενών δαπανών, είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε διαρκή βελτίωση των δημοσίων οικονομικών και σε ηπιότερο, κάτω από ορισμένες περιστάσεις ακόμα και θετικό, αντίκτυπο στη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη σε σύγκριση με διορθώσεις στα έσοδα. Η κάμψη των δαπανών είναι λιγότερο στρεβλωτική για την ανάπτυξη σε σχέση με την αύξηση της φορολογίας, που είναι ήδη υψηλή στην ΕΕ, μολονότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη. Από πλευράς αξιοπιστίας, οι περικοπές δαπανών δείχνουν ισχυρότερη δέσμευση της κυβέρνησης να φέρει εις πέρας το έργο της εξυγίανσης. Οι αυξήσεις των εσόδων και οι περικοπές των επενδυτικών δαπανών μπορεί να είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν από πολιτική σκοπιά, επιβαρύνουν ωστόσο τις μεσο-μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές μιας οικονομίας και συχνά αναιρούνται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Σε πολλά κράτη μέλη, ο έλεγχος των δαπανών θα πρέπει να συμπληρωθεί με μέτρα άντλησης εσόδων. Πρέπει επίσης να δοθεί η δέουσα προσοχή στην ποιότητα της φορολογίας με την αποτελεσματική είσπραξη των εσόδων και την ελαχιστοποίηση του αρνητικού αντικτύπου στην οικονομική ανάπτυξη, συνυπολογίζοντας παράλληλα τον παράγοντα της δίκαιης μεταχείρισης. Η διεύρυνση των φορολογικών βάσεων με την κατάργηση, για παράδειγμα, επιβλαβών προς το περιβάλλον φορολογικών απαλλαγών ή εκπτώσεων, είναι προτιμότερη από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Ορισμένες από τις υφιστάμενες φορολογικές δαπάνες ενδέχεται να μην έχουν καμία σοβαρή οικονομική λογική ή να παρέχουν κίνητρα που δεν συνάδουν με τους αρχικούς τους στόχους. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας ακολουθούμενος από τους φόρους κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικής φύσεως φόρων, είναι λιγότερο στρεβλωτικοί, ενώ ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και ο φόρος εισοδήματος εταιρειών θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο επιζήμιο αντίκτυπο στην ανάπτυξη.

(2)Αξιοπιστία της στρατηγικής πολιτικής: Πειστικά και αξιόπιστα σχέδια μπορούν να δημιουργήσουν προσδοκίες χαμηλότερων πραγματικών επιτοκίων και χαμηλότερων μελλοντικών φορολογικών υποχρεώσεων και, ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να τονώσουν τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και τις επενδυτικές δαπάνες των επιχειρήσεων. Στην πράξη, η αξιοπιστία ενός πολυετούς σχεδίου προσαρμογής μπορεί να υποστηριχθεί από εμπροσθοβαρή νομοθεσία όπου θα καθορίζεται ένας νομικά δεσμευτικός χάρτης πορείας για την επιβολή διαδοχικών μέτρων που συμβάλλουν στην σχεδιαζόμενη πολυετή προσαρμογή.

(3)Δημοσιονομικοί θεσμοί: Η επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής εξαρτάται επίσης από την ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει ουσιαστικά τα συμφωνηθέντα μέτρα πολιτικής μέσω κατάλληλων εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων. Η ποιότητα των θεσμικών και διαδικαστικών ρυθμίσεων που διέπουν τις δημοσιονομικές πολιτικές, όπως οι δημοσιονομικοί κανόνες και τα πολυετή δημοσιονομικά πλαίσια, επηρεάζει την ικανότητα της κυβέρνησης να καταρτίζει και να εφαρμόζει αποτελεσματικά στην πράξη προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης, χωρίς να δημιουργεί υπερβολικές πολιτικές και οικονομικές τριβές.

(4)Υποστηρικτικές πολιτικές: Οι δημοσιονομικές πολιτικές αλληλεπιδρούν κατά κανόνα με άλλα εργαλεία χάραξης οικονομικής πολιτικής. Αυτό συμβαίνει επίσης στην περίπτωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η συμπληρωματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξης διαρκούς δημοσιονομικής διόρθωσης, που προστατεύει επίσης την οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Οι τρόποι με τους οποίους οι διαρθρωτικές προσαρμογές βοηθούν τη δημοσιονομική εξυγίανση είναι δύο ειδών: άμεσα, με συγκράτηση ή εξομάλυνση των υφιστάμενων τάσεων στις δαπάνες, και έμμεσα με την βελτίωση της λειτουργίας των αγορών, που τελικά στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα. Στην ουσία, η διάσταση της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζει και διασφαλίζει τη διάρκεια μιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων, μπορούν να έχουν θετική επίδραση στα δημόσια οικονομικά ήδη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μέσω της κάμψης των δαπανών και της αύξησης της προσφοράς εργασίας.

(5)Κοινωνικά δίκαιες δημοσιονομικές προσαρμογές: Η διασφάλιση υγιών κρατικών προϋπολογισμών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποφυγή ανεξέλεγκτου δημόσιου χρέους το οποίο θέτει σε κίνδυνο την μελλοντική επιβίωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Για να επιτευχθεί η απαραίτητη πολιτική αποδοχή, το βάρος της προσαρμογής χρειάζεται να κατανεμηθεί δίκαια ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Προσαρμογές που στοχεύουν ειδικές εκλογικές κατηγορίες/περιφέρειες είναι πιθανόν να ανατραπούν μόλις αλλάξει η πολιτική σύνθεση των κυβερνήσεων, θέτοντας σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Προτεραιότητες πολιτικής

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις χρειάζονται μέτρα το 2011-2012, ιδιαίτερα στους ακόλουθους τομείς:

Σε επίπεδο ΕΕ, οι νομοθετικές προτάσεις για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να θεσπιστούν με βάση την ταχύρρυθμη διαδικασία (fast-track) που συμφωνήθηκε μεταξύ των συννομοθετών.

Η εξυγίανση σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει επειγόντως να αρχίσει – ή να συνεχιστεί - το 2011. Ο προγραμματισμένος ρυθμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να είναι φιλόδοξος και να υπερβαίνει το όριο αναφοράς του 0,5% του ΑΕΠ ετησίως σε διαρθρωτικούς όρους στα περισσότερα κράτη μέλη. Στα κράτη μέλη με πολύ μεγάλα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα, πολύ υψηλούς δείκτες δημόσιου χρέους ή πολύ υψηλά επίπεδα χρηματοπιστωτικών δυσχερειών ενδείκνυται εμπροσθοβαρής προσαρμογή το 2011. Οσάκις η οικονομική ανάπτυξη ή τα έσοδα είναι υψηλότερα των αναμενομένων, πρέπει να επιταχύνεται η δημοσιονομική εξυγίανση.

Τα κράτη μέλη που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να προσδιορίζουν την πορεία των δαπανών και τα γενικότερα μέτρα που σκοπεύουν να λάβουν προκειμένου να επιτύχουν την εξάλειψη των υπερβολικών τους ελλειμμάτων.

Όλα τα κράτη μέλη πρέπει καταρχάς να προσαρμόσουν τις δημόσιες δαπάνες, προστατεύοντας παράλληλα τις αναπτυξιακά φιλικές δαπάνες, π.χ. στον τομέα των δημόσιων υποδομών, της εκπαίδευσης και της έρευνας και καινοτομίας. Όλα τα κράτη μέλη, ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. οφείλουν να ακολουθούν συνετή δημοσιονομική πολιτική με διατήρηση των δημοσίων δαπανών σταθερά κάτω από τον ρυθμό μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ. Η πολιτική αυτή πρέπει να συμπληρώνεται με μέτρα αύξησης της αποδοτικότητας του κόστους των δημοσίων δαπανών. Οσάκις οι ανάγκες προσαρμογής είναι ιδιαίτερα πιεστικές, οι δαπάνες πρέπει να μειώνονται. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να αποδείξουν ότι τα προγράμματα τους σταθερότητας ή σύγκλισης βασίζονται σε συνετές προβλέψεις ανάπτυξης και εσόδων.

Όταν κρίνεται αναγκαία η φορολογική συνδρομή, πρέπει να ελαχιστοποιούνται οι οικονομικές στρεβλώσεις. Σε οιοδήποτε δεδομένο επίπεδο συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, τα φορολογικά συστήματα πρέπει να επανεξετάζονται ώστε να καθίστανται φιλικότερα προς την απασχόληση, το περιβάλλον και την ανάπτυξη, για παράδειγμα μέσω «πράσινων φορολογικών μεταρρυθμίσεων» οι οποίες συνίστανται στην αύξηση των περιβαλλοντικών φόρων με παράλληλη μείωση άλλων φόρων που προκαλούν περισσότερες στρεβλώσεις. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι προτιμότερη από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.

Πρέπει να θεσπιστούν και να υλοποιηθούν χωρίς καθυστέρηση συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούν μεταξύ άλλων στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών και θα αυξηθεί ο ενεργός πληθυσμός. Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης χρειάζονται αυστηρή παρακολούθηση και, όπου χρειάζεται, αναμόρφωση προκειμένου να βελτιωθεί η σχέση κόστους-αποτελέσματος και να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη διατηρησιμότητα, ιδίως σε σχέση με την δημογραφική γήρανση. 

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να βελτιώσουν τα εσωτερικά δημοσιονομικά τους πλαίσια, στα πεδία των εθνικών συστημάτων δημόσιας λογιστικής και στατιστικής, των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προγνώσεων, των αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων, των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών πλαισίων, της διαφάνειας των οικονομικών της γενικής κυβέρνησης και του ευρέος φάσματος των δημοσιονομικών πλαισίων.

3.Ιαση του χρηματοπιστωτικού τομέα για την ταχεία επάνοδο σε πορεία ανάκαμψης

Διάγραμμα 14: Τραπεζικός δανεισμός στην ΕΕ

Πηγή: ΕΚΤ

Υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ υγιούς πιστωτικής επέκτασης και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης υπάρχει συγκρατημένη αύξηση των πιστώσεων, κυρίως προς τις επιχειρήσεις, καθώς οι τράπεζες δυσκόλεψαν τα κριτήρια χορηγήσεων και η ζήτηση των επιχειρήσεων για χρηματοδότηση είναι χαμηλή δεδομένων των όχι ενθαρρυντικών οικονομικών προοπτικών. Από τις αρχές του 2010 παρατηρείται αισθητή άνοδος των δανειοδοτήσεων και συμπίπτει με μια δειλή οικονομική ανάκαμψη (βλέπε Διάγραμμα 14). Η επισκόπηση των τραπεζικών δανειοδοτήσεων που δημοσίευσε η ΕΚΤ τον Οκτώβριο του 2010 δείχνει ότι οι τράπεζες σταμάτησαν να δυσχεραίνουν τα κριτήρια δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και αναμένεται χαλάρωση των όρων δανεισμού προς τα νοικοκυριά. Ωστόσο, οι όροι δανεισμού δεν συνάδουν με ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, ιδιαίτερα αναφορικά με τα δάνεια σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες (βλέπε πίνακα στο Παράρτημα).

Η διόρθωση των ισολογισμών στον τραπεζικό κλάδο είναι απαραίτητη προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοτικότητα ως προς το κόστος, να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα και να υπάρξει επιστροφή στον κανονικό δανεισμό. Ωστόσο, οι προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών είναι αβέβαιες εν μέσω βραδείας ανάκαμψης, μεγάλων ανοιγμάτων στον κλάδο των ακινήτων και εντάσεων στην αγορά κρατικών ομολόγων. Η αρνητική ανάδραση από την πραγματική οικονομία προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα ενισχύθηκε σε ορισμένα κράτη μέλη με υψηλά χρεωμένα νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η σοβαρή αύξηση του επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενδεχόμενη περαιτέρω αύξησή τους στο εγγύς μέλλον (Διάγραμμα 15). Πρόσφατα, η γενική κατάσταση στον τραπεζικό τομέα έδειξε σημεία προσωρινής βελτίωσης, με υψηλότερα κέρδη και ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αντικατοπτρίζει κεφαλαιακές εισφορές από την κυβέρνηση.

Η ταχεία απαγκίστρωση από την σοβαρή δημόσια στήριξη προς τις τράπεζες θα εξαλείψει πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σε περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη, η ενίσχυση από τις κυβερνήσεις υπερέβη το 5% του ΑΕΠ και περιλάμβανε μέτρα όπως κεφαλαιακές εισφορές, παρεμβάσεις αύξησης της ρευστότητας, στήριξη απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και παροχή εγγυήσεων (βλέπε Διάγραμμα 16). Οι στρατηγικές εξόδου από την δημόσια στήριξη προς τις τράπεζες έχει ξεκινήσει διατηρώντας παράλληλα ευελιξία προκειμένου να αντιμετωπιστούν πιθανά προβλήματα μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι διασυνοριακές επιπτώσεις των δημοσίων παρεμβάσεων λήφθηκαν υπόψη λόγω της υψηλής χρηματοπιστωτικής ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως φαίνεται από το επίπεδο των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό που φθάνει το 50% του ΑΕΠ για πολλά κράτη μέλη (βλέπε Διάγραμμα 14).

Διάγραμμα 15: Μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην ΕΕ

Ποσοστό συνόλου δανείων

Διάγραμμα 16: Δημόσιες παρεμβάσεις στον τραπεζικό κλάδο στην ΕΕ 

Πηγή: ΕΚΤ, ΔΝΤ

Πηγή: Υπηρεσίες της Επιτροπής (Ιανουάριος 2010). 

Η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό κλάδο αποτελεί προϋπόθεση για την διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ένα από τα εργαλεία για την διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ταχύτητα των στρατηγικών εξόδου είναι η δοκιμή αντοχής σε ακραίες συνθήκες. Σκοπός του ελέγχου αυτού είναι να εκτιμηθεί η αντοχή του τραπεζικού κλάδου σε χαμηλής πιθανότητας αλλά σοβαρού αντίκτυπου γεγονότα. Η ευαισθησία των κεφαλαιακών ρυθμιστικών αποθεμάτων εξετάζεται υπό αντίξοες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Στη βάση αυστηρών παραδοχών, η επόμενη δοκιμή αντοχής σε ακραίες συνθήκες σε επίπεδο ΕΕ θα διεξαχθεί το 2011. Τα αποτελέσματα της επόμενης δοκιμής θα είναι διαθέσιμα τον Ιούνιο 2011. Η καλή συνεργασία μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών και αρχών της ΕΕ είναι καθοριστική στο πλαίσιο αυτό, όπως επίσης και η σαφής και διαφανής κοινοποίηση των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεών τους. 

Διάγραμμα 17: Τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό 

Ποσοστό του ΑΕΠ

Διάγραμμα 18: Συνολικά περιουσιακά στοιχεία τραπεζικού κλάδου 

Ποσοστό του ΑΕΠ 

Πηγή: ΤΔΔ, Eurostat

Πηγή: ΕΚΤ

Η πρόσφατη κρίση κατέδειξε ένα σαφές κενό στο ενωσιακό ρυθμιστικό πλαίσιο για τον τραπεζικό κλάδο και ενέτεινε την ανάγκη λήψης μέτρων σε επίπεδο ΕΕ. Η διασύνδεση τραπεζών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών στα κράτη μέλη της ΕΕ – και με χώρες εκτός ΕΕ – υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα παρακολούθησης των εξελίξεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα σε διεθνές επίπεδο. Το μέγεθος των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού κλάδου ως ποσοστό του ΑΕΠ καταδεικνύει την ιδιαίτερη ευαισθησία ορισμένων κρατών μελών σε περίπτωση συστημικής κρίσης και την κραυγαλέα αδυναμία των δημοσιονομικών εργαλείων να αντιμετωπίσουν σοβαρές χρηματοπιστωτικές διαταραχές (Διάγραμμα 18). Ως εκ τούτου, σε επίπεδο ΕΕ, το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο έχει ενισχυθεί και πρέπει να ολοκληρωθεί ταχέως. Τον Οκτώβριο 2010, Επιτροπή παρουσίασε τους στόχους του νομικού πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που θα αποτελέσει αντικείμενο πρότασης την άνοιξη του 2011. Ο κύριος στόχος είναι να αφήνονται οι τράπεζες να πτωχεύουν – ανεξαρτήτως μεγέθους – διασφαλίζοντας συγχρόνως τη συνέχιση των βασικών τραπεζικών εργασιών, ελαχιστοποιώντας τον αντίκτυπο της πτώχευσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και αποφεύγοντας το κόστος για τους φορολογούμενους. Αυτό είναι ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να αποφευχθεί ο λεγόμενος «ηθικός κίνδυνος» που προκύπτει από την αντίληψη ότι ορισμένες τράπεζες είναι υπερβολικά μεγάλες για να πτωχεύσουν. Εκτός από τον εφοδιασμό των αρχών με κοινά και αποτελεσματικά εργαλεία και εξουσίες για την αντιμετώπιση τραπεζικών κρίσεων, είναι επίσης ουσιώδες να διασφαλιστεί ομαλή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα συστήσουν έναν «Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας» για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Θα αντικαταστήσει τον σημερινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης, ο οποίος αποτελείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM), ο οποίος θα παραμείνει σε ισχύ έως τον Ιούνιο του 2013.

Οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ επιβάλλουν αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες, γεγονός το οποίο θα ενισχύσει την μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τον Σεπτέμβριο του 2010, η επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία ανακοίνωσε ουσιαστική ενίσχυση των υφιστάμενων ορισμών σχετικά με τα κεφάλαια. Γενικά, τα κεφάλαια των τραπεζών θα είναι χαμηλότερα σύμφωνα με τον νέο ορισμό, γεγονός που αυξάνει την απόκλιση από τις ρυθμιστικές απαιτήσεις. Επιπλέον των αυστηρότερων ορισμών, θα αυξηθούν επίσης σταδιακά οι ελάχιστες απαιτήσεις περί των ιδίων κεφαλαίων.

Προτεραιότητες πολιτικής

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που προαναφέρθηκαν απαιτούνται μέτρα το 2011-2012, ειδικότερα στους ακόλουθους τομείς. Εν προκειμένω, ο συντονισμός σε επίπεδο ΕΕ είναι καθοριστικής σημασίας.

Η αναδιάρθρωση των τραπεζών, και ιδίως εκείνων που έλαβαν σημαντικά ποσά κρατικών ενισχύσεων, είναι ουσιώδους σημασίας για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς τους και την εξασφάλιση της ομαλής χορήγησης πιστώσεων.    Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα διαφυλάξει συνεπώς την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα στηρίξει την διοχέτευση πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Η δημόσια χρηματοδοτική στήριξη προς τον τραπεζικό κλάδο συνολικά θα πρέπει να αποσυρθεί σταδιακά, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Απαιτείται πρόοδος στην θέσπιση ενός μόνιμου μηχανισμού για την αντιμετώπιση κρίσεων δημοσίου χρέους προκειμένου να επέλθει βεβαιότητα και σταθερότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές. Το 2013 ο νέος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα προσφέρει σταθερότητα στις αγορές και θα συμπληρώσει το νέο πλαίσιο ενισχυμένης οικονομικής διακυβέρνησης, με στόχο την αποτελεσματική και αυστηρή οικονομική εποπτεία, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης αποτελεσματικότητας των σημερινών μηχανισμών χρηματοπιστωτικής ασφαλείας.

Η εφαρμογή των χρηματοπιστωτικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου και της αντιμετώπισης των αδυναμιών της αγοράς που αποκαλύπτονται από την κρίση. Σε επίπεδο ΕΕ, το ρυθμιστικό πλαίσιο πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, ενώ χρειάζεται να βελτιωθεί η ποιότητα της εποπτείας από το ΕΣΣΚ και τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, που αναλαμβάνουν το έργο τους από τις αρχές του 2011.

Οι τράπεζες θα χρειαστεί να ενισχύσουν σταδιακά την κεφαλαιακή τους βάση ώστε να βελτιωθεί η αντοχή τους σε καταστάσεις κρίσης. Η απαίτηση αυτή συνάδει με το πρόσφατα συμφωνηθέν πλαίσιο Βασιλεία ΙΙΙ. Επιπλέον, το 2011 θα διενεργηθεί μία πιο φιλόδοξη και αυστηρή δοκιμή αντοχής σε ακραίες συνθήκες σε επίπεδο ΕΕ με σκοπό την εκτίμηση της αντοχής του τραπεζικού κλάδου.

4.Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεισ για την στήριξη της ανάπτυξησ και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να εξυπηρετήσουν δύο στόχους: επαναλειτουργία των κυριότερων μοχλών ανάπτυξης και πρόληψη ή διόρθωση των ανισορροπιών ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μπορούν να τονώσουν την χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού και την παραγωγικότητα της εργασίας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και στη μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών βραχυπρόθεσμα, με τη μείωση των αγκυλώσεων στις τιμές και τους μισθούς και με τη διευκόλυνση της αναγκαίας ανακατανομής της εργασίας και του κεφαλαίου σε κλάδους και επιχειρήσεις. Ενώ πολλά διαρθρωτικά μέτρα μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη και την μακροοικονομική προσαρμογή, ορισμένα εξ αυτών, όπως οι πολιτικές για την παιδεία, απαιτούν περισσότερο χρόνο για να αποδώσουν και είναι πιο κατάλληλες για την αποδέσμευση των κινητήριων δυνάμεων της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναβληθούν τα μέτρα για την ενίσχυση των πολιτικών αυτών.



Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για μεγαλύτερη ανάπτυξη και απασχόληση

Εάν δεν υπάρξουν αποφασιστικές πολιτικές η δυνητική ανάπτυξη είναι πιθανόν ότι θα παραμείνει ασθενής την επόμενη δεκαετία 2 . Την περίοδο 2011-20, ο μέσος ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης προβλέπεται να κινηθεί γύρω στο 1½% στην ΕΕ-27 εφόσον δεν υπάρξουν αλλαγές στην ακολουθούμενη πολιτική, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 19. Ο ρυθμός αυτός είναι σημαντικά χαμηλότερος εκείνων που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην ΕΕ, οι οποίοι ήταν, επιπλέον, πολύ χαμηλότεροι εκείνων που σημειώθηκαν στις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται στην έντονη υποχρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού πριν από την κρίση, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της προσφοράς εργασίας λόγω γήρανσης του πληθυσμού στο τέλος της περιόδου και της σχετικά χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας στην ΕΕ-27. Τα περισσότερα κράτη μέλη επλήγησαν σοβαρά από την κρίση, τόσο από πλευράς σώρευσης κεφαλαίων όσο και χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού και αναμένεται να εμφανίσουν μείωση των εργασιακών πόρων στο τέλος της δεκαετίας εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης.

Διάγραμμα 19: Δυνητική αύξηση της παραγωγής στην ΕΕ-27 έως το 2020 

Μακροοικονομικό σενάριο βασισμένο στην προσέγγιση της συνάρτησης παραγωγής

Πηγή: Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN

Επιβεβαιώνοντας τις προηγούμενες τάσεις, οι αναπτυξιακές προοπτικές είναι ακόμα χειρότερες στη ζώνη του ευρώ. Κατά την περίοδο 2001-2010, η μέση δυνητική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ ήταν 1,6%, σε σύγκριση με το 1,8% στην ΕΕ-27 (Διάγραμμα 20). Η εικόνα για την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας θα είναι ιδιαίτερα χλωμή στη ζώνη του τις επόμενες δεκαετίες, καθώς και οι δύο αναμένεται να ανέλθουν κατά μέσον όρο γύρω το 1¼%. Εντούτοις, η προβλεπόμενη χρήση του συντελεστή εργασία ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την αναμενόμενη στο σύνολο της ΕΕ.



Διάγραμμα 20: Αύξηση της δυνητικής παραγωγής στη ζώνη του ευρώ έως το 2020 

Μακροοικονομικό σενάριο βασισμένο στην προσέγγιση της συνάρτησης παραγωγής

Πηγή: Φθινοπωρινές προγνώσεις ECFIN

Η πείρα από τις προηγούμενες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις δείχνει ότι τα μέτρα πολιτικής έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Για παράδειγμα, οι βαθιές υφέσεις που άρχισαν το 1991 στη Σουηδία και τη Φινλανδία ήταν σχετικά σύντομης διάρκειας και δεν οδήγησαν σε μείωση της αύξησης της δυνητικής παραγωγής. Αυτό συνέβη λόγω, μεταξύ άλλων, της σημαντικής αναδιάρθρωσης των οικονομιών τους. Από την άλλη πλευρά, μια ανεπαρκής πολιτική απόκριση στη χρηματοπιστωτική κρίση, σε συνδυασμό με τις ανερχόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις από τις αναδυόμενες οικονομίες, συνετέλεσαν στην επιβράδυνση της μακροπρόθεσμης δυνητικής ανάπτυξης στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.

Απαιτούνται επείγοντα μέτρα σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ΕΕ. Οι πολιτικές σε επίπεδο ΕΕ θα συμβάλουν στην άνοδο της ανάπτυξης με, για παράδειγμα, την ενδυνάμωση της Ενιαίας Αγοράς και τη διευκόλυνση των συνθηκών για πραγματοποίηση επενδύσεων. Σε όλα τα κράτη μέλη, η άρση των σοβαρότερων εμποδίων μεσοπρόθεσμα συνεπάγεται εμπροσθοβαρείς προσπάθειες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε έκθεση προόδου για την Ευρώπη 2020 που προσαρτάται στην Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης).

Διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και αποκατάσταση των βασικών προϋποθέσεων ανάπτυξης

Η αντιμετώπιση των εξωτερικών ανισορροπιών είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη ζώνη του ευρώ και θα απαιτήσει διεξοδικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την επιτάχυνση και βελτίωση της προσαρμογής. Η διόρθωση των ανισορροπιών είναι καίριας σημασίας για την ΕΕ και πολύ περισσότερο για τη ζώνη του ευρώ ως νομισματικής ένωσης. Οι ανισορροπίες σε ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ είναι δυνατόν επίσης να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του ενιαίου νομίσματος. Θα απαιτηθούν μέτρα οικονομικής πολιτικής σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των αγορών εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Η αντίδραση από πλευράς πολιτικής θα πρέπει να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά ώστε να αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες παθογένειες και τις ανάγκες εκάστης χώρας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις δυνητικές συνέπειες κατά μήκος της ΕΕ. Γενικά, οι διαρθρωτικές πολιτικές πρέπει να επιδιώκουν να καταστήσουν τις οικονομίες περισσότερο ευέλικτες για να ανταποκριθούν στις ανάγκες προσαρμογής στην ΕΕ.

Διάγραμμα 21: Καθαρές εξωτερικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ 

% του ΑΕΠ 

Διάγραμμα 22: Καθαρές εξωτερικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις· κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ

% του ΑΕΠ (διαφορετική κλίμακα από το Διάγραμμα 21) 

Σημείωση: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Κύπρο, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο

Για τα κράτη μέλη που εμφανίζουν υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλή ικανότητα προσαρμογής θα χρειαστούν μεγάλες προσαρμογές τιμών και κόστους προκειμένου να αποκατασταθεί η εγχώρια και η εξωτερική ανταγωνιστικότητα. Ένα σημαντικό μέτρο για την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι η συνολική αξία των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων, με την οποία μετράται το επίπεδο του εξωτερικού χρέους (Διαγράμματα 21 και 22). Παρά τη μείωση του επιπέδου των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την κρίση, τα κράτη μέλη με μεγάλα ελλείμματα εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν αυξανόμενα επίπεδα χρέους σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Μολονότι οι μηχανισμοί της αγοράς θα μπορούσαν να επιληφθούν της προσαρμογής αυτής με ισχυρή συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης και μεγάλη αύξηση της ανεργίας, είναι δυνατόν να επιτευχθεί λιγότερο επαχθής προσαρμογή με την εφαρμογή κατάλληλων μισθολογικών πολιτικών. Οι πολιτικές αυτές θα περιλαμβάνουν αλλαγές στους κανόνες τιμαριθμικής προσαρμογής, κατάλληλα μηνύματα από τις μισθολογικές ρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και περισσότερο αποτελεσματικούς μηχανισμούς καθορισμού του επιπέδου των αμοιβών. Θα απαιτηθούν επίσης μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων για την αντιμετώπιση των ονομαστικών αγκυλώσεων και τη μείωση των τιμών των τελικών αγαθών με την μείωση της ενσωματωμένης προσόδου (δηλαδή χαμηλότερο ποσοστό επαύξησης του κόστους για τον καθορισμό της τιμής πώλησης). Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες, η οποία θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό στις ρυθμιζόμενες υπηρεσίες, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα πολιτικής. Εν προκειμένω, οι πολιτικές για την ενίσχυση της μη τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας παίζουν επίσης ουσιαστικό ρόλο.

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση των ονομαστικών αγκυλώσεων πρέπει να συμπληρωθούν με διαρθρωτικά μέτρα που θα στηρίζουν την διεπιχειρησιακή και διακλαδική ανακατανομή του εργατικού δυναμικού. Η μετάβαση της οικονομίας σε πιο διατηρήσιμη τροχιά θα απαιτήσει την εξάλειψη όλων των υπερβολών που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν και συνεπώς όχι μόνο βελτίωση της τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας του εξαγωγικού κλάδου και μείωση της σχετικής τιμής των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η επανεξισορρόπηση των τιμών θα συνδεθεί με την αλλαγή κατεύθυνσης των πόρων των συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας από τον τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, που είναι άμεσα εκτεθειμένος στον εξωτερικό ανταγωνισμό. Στο σκέλος της εργασίας, η ανακατανομή αυτή θα περιλαμβάνει προσαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης και καλύτερα οικονομικά κίνητρα για την μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση. Η εν λόγω ανακατανομή θα στηριχθεί με σχετική προσαρμογή των αμοιβών μεταξύ των κλάδων των εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Οι ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας θα έχουν υποστηρικτικό ρόλο, ήτοι την ενίσχυση των γραφείων ευρέσεως εργασίας, την παροχή κατάρτισης και την καλύτερη στόχευση των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας προς τις πλέον ευάλωτες ομάδες. Η βελτίωση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος, που συνεπάγεται αυξημένο ανταγωνισμό στις ρυθμιζόμενες υπηρεσίες και περαιτέρω μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων, μπορεί να στηρίξει την κινητικότητα του κεφαλαίου προς την κατεύθυνση των παραγωγικότερων κλάδων.

Στα κράτη μέλη με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να εντοπιστούν οι λόγοι της επιμόνως χαμηλής ζήτησης. Τα πρόσφατα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά και δείχνουν ότι συντελείται μια προσαρμογή, με την εγχώρια ζήτηση να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και να τερματίζονται οι προηγούμενες διεργασίες προσαρμογής των (εταιρικών) ισολογισμών. Ωστόσο, οσάκις η εγχώρια ζήτηση εξακολουθεί να παραμένει κάπως υποτονική λόγω αδυναμιών στην εφαρμοζόμενη πολιτική ή στη λειτουργία της αγοράς, πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή κατάλληλες πολιτικές. Οι σχετικές πολιτικές μπορεί να περιλαμβάνουν περαιτέρω απελευθέρωση του κλάδου των υπηρεσιών και βελτίωση των συνθηκών για την πραγματοποίηση επενδύσεων.

Χρειάζεται να τεθούν σε εφαρμογή πολιτικές που εμποδίζουν την επανεμφάνιση ανισορροπιών στο μέλλον. Οι συνθήκες που οδήγησαν σε υπερβολική αύξηση των πιστώσεων και στην «φούσκα» στις τιμές των ακινήτων πρέπει να επανεξεταστούν. Καθοριστική πρόκληση για τους φορείς χάραξης πολιτικής θα είναι συνεπώς η μελέτη και εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιορίζουν τις υπερβολές στην πιστωτική επέκταση και στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και η εκπόνηση μέσων για την συγκράτηση της ζήτησης, εφόσον κριθεί αναγκαίο. Τα ρυθμιστικά μέτρα για την μείωση της φιλοκυκλικότητας της προσφοράς πιστώσεων φαίνονται ιδιαίτερα συναφή στο συγκεκριμένο πλαίσιο και χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες. Χωρίς να θίγεται η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αυτό μπορεί να σημαίνει την εξασφάλιση ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες αντικατοπτρίζουν καταλλήλως τις περιφερειακές διαφορές στην υπερτίμηση των περιουσιακών στοιχείων. Χρειάζεται να επανεξεταστούν τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς κατοικίας που αυξάνουν την πιθανότητα να εμφανιστούν εκ νέου πλασματικές τιμές (φούσκες) στη συγκεκριμένη αγορά, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών κινήτρων για τα ενυπόθηκα δάνεια. Επιπλέον, η μεγαλύτερη ευελιξία θα βελτιώσει την ικανότητα προσαρμογής των οικονομιών μέσω των αγορών προϊόντων, θα τις καταστήσει ανθεκτικότερες και θα διευκολύνει τις αναγκαίες προσαρμογές σε περίπτωση σοβαρών κραδασμών.

Προτεραιότητες πολιτικής

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που προαναφέρθηκαν απαιτούνται μέτρα το 2011-2012, ειδικότερα στους ακόλουθους τομείς:

Πρέπει να ενεργοποιηθούν οι κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης σε επίπεδο ΕΕ. Χρειάζεται να επιδιωχθούν συμφωνίες σε καίριας σημασίας νομοθετικές προτάσεις στο πλαίσιο της Πράξης για την Ενιαία Αγορά (για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε την έκθεση προόδου για την Ευρώπη 2020).

Στα κράτη μέλη με μεγάλα ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή υψηλά επίπεδα χρέους χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στα συστήματα καθορισμού των αμοιβών και στις αγορές υπηρεσιών προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητα ανταπόκρισης τιμών και αμοιβών. Εν προκειμένω, θα βοηθήσουν επίσης οι βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στις αγορές των ρυθμιζόμενων υπηρεσιών (π.χ. μέσω της οδηγίας για τις υπηρεσίες) και οι μειώσεις των διοικητικών επιβαρύνσεων. 

Απαιτούνται επειγόντως μέτρα για τη στήριξη της διεπιχειρησιακής και διακλαδικής ανακατανομής πόρων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης που να μην εμποδίζει τον καταμερισμό των πόρων μεταξύ των διαφόρων κλάδων, καλύτερα οικονομικά κίνητρα για την απασχόληση και ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας που να στοχεύουν με αποτελεσματικότερο τρόπο τις πλέον ευάλωτες ομάδες. Σημαντικά θα είναι επίσης τα μέτρα για την άρση των εμποδίων εισόδου και εξόδου (συνθήκες εκκίνησης νέων επιχειρήσεων) και για την πραγματοποίηση επενδύσεων (όπως τα μέτρα εναρμόνισης των βάσεων εταιρικής φορολόγησης) προκειμένου να διευκολυνθεί η ανακατανομή μεταξύ των διαφόρων κλάδων προς όφελος δραστηριοτήτων με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και οι οποίες προσφέρουν δυνατότητες ταχύτερης ανάπτυξης.

Τα κράτη μέλη με υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να εντοπίσουν και να εξαλείψουν τα αίτια της χαμηλής εγχώριας ζήτησης. Οι σχετικές πολιτικές μπορεί να περιλαμβάνουν περαιτέρω απελευθέρωση του κλάδου των υπηρεσιών και βελτίωση των συνθηκών για την πραγματοποίηση επενδύσεων.

Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να υλοποιήσουν στην αρχή το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων για την άρση των σοβαρότερων αναπτυξιακών εμποδίων μεσοπρόθεσμα. Με βάση το σχέδιο των Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων (ΕΠΜ) που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, τα σχεδιαζόμενα μέτρα φαίνεται να μην είναι επαρκώς φιλόδοξα και συνεπώς δεν είναι πιθανόν να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης μεσοπρόθεσμα. Στα οριστικά τους ΕΠΜ, τα κράτη μέλη χρειάζεται να αναφέρονται με μεγαλύτερη ακρίβεια στα μεταρρυθμιστικά τους σχέδια, να εφαρμόζουν στην αρχή τις καίριες δράσεις και να αυξήσουν το γενικότερο επίπεδο των επιδιώξεών τους.

Παράρτημα : Πίνακας 1. Ορισμένοι ειδικοί ανά χώρα δείκτες ανάπτυξης και απασχόλησης, δημοσιονομικής θέσης, συνθηκών χρηματοπιστωτικής αγοράς και μακροοικονομικών ανισορροπιών

(1) Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010), Surveillance of intra-euro-area competitiveness and imbalances, European Economy 1.
(2) Η δυνητική ανάπτυξη αντιστοιχεί σε μία έννοια διατηρήσιμης αναπτυξιακής τάσης με συνθήκες στο σκέλος της προσφοράς που διορθώνουν τις βραχυπρόθεσμες κυκλικές διακυμάνσεις της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.