52010DC0562

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της Κοινότητας για τις διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (COM(2001) 593) – Τρίτη έκθεση προόδου /* COM/2010/0562 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 15.10.2010

COM(2010) 562 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της Κοινότητας για τις διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (COM(2001) 593) – Τρίτη έκθεση προόδου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της Κοινότητας για τις διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (COM(2001) 593) – Τρίτη έκθεση προόδου

1. Πλαίσιο

Οι διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) συνιστούν μια ομάδα τοξικών και σταθερών χημικών ουσιών που επηρεάζουν την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον. Όταν εκλυθούν στο περιβάλλον, οι οργανικοί αυτοί ρύποι παραμένουν επί δεκαετίες στο έδαφος, στα ύδατα και στην ατμόσφαιρα και, ως εκ τούτου, αποτελούν πηγή ανησυχίας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την παύση της έκλυσης. Οι εν λόγω ρύποι προκαλούν διαταραχές στο ανοσοποιητικό, το νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα, καθώς και στις αναπαραγωγικές λειτουργίες, ενώ θεωρούνται ύποπτες και για καρκινογένεση. Τα έμβρυα και τα νεογέννητα είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην έκθεση στις εν λόγω ουσίες. Οι δυσμενείς συνέπειες για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον από τη μακροπρόθεσμη έκθεση ακόμη και σε ελάχιστες ποσότητες των εν λόγω χημικών ουσιών αποτελούν πηγή σημαντικού προβληματισμού στο ευρύ κοινό, καθώς και στους πολιτικούς και επιστημονικούς κύκλους.

Έχει επιτευχθεί γενική μείωση της έκλυσης διοξινών, φουρανίων και PCB στο περιβάλλον και της έκθεσης του ανθρώπου σε αυτές τις ουσίες, ιδίως μέσω ενός ολοκληρωμένου ελέγχου των βιομηχανικών πηγών εκπομπών και μέσω στρατηγικών που αποβλέπουν στον περιορισμό της παρουσίας των εν λόγω ουσιών στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Μεταξύ του 1990 και του 2007, οι βιομηχανικές εκπομπές νεοσχηματισθέντων διοξινών, φουρανίων και PCB περιορίστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά 80%[1]. Μεταξύ των κυριότερων πηγών, οι οικιακές καύσεις αντιπροσωπεύουν το 22% των συνολικών εκπομοπών[2], ενώ το υπόλοιπο των εκλύσεων προέρχεται από ποικιλία πηγών, βιομηχανικών και μη. Η περαιτέρω μείωση απαιτεί βελτιωμένες αναλύσεις των τοπικών πηγών εκπομπών και φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται επιτυχέστερα με περιφερειακά ή/και εθνικά μέτρα.

Προκειμένου να μειωθεί η πρόσληψη των εν λόγω ουσιών από τον άνθρωπο, είναι σημαντικό να περιοριστούν τα επίπεδα στο σύνολο της τροφικής αλυσίδας, δεδομένου ότι η κατανάλωση τροφίμων αποτελεί την κυριότερη οδό τρόπο έκθεσης του ανθρώπου. Οι διοξίνες που εκλύονται στον ατμοσφαιρικό αέρα μπορούν, λόγου χάριν, να εναποτεθούν στο έδαφος και στα φυτά ή στα ύδατα, να προσληφθούν από ζώα και ψάρια μέσω της τροφής τους και να συσσωρευθούν σε αυτά, εισερχόμενες έτσι στην τροφική αλυσίδα. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν μέτρα μείωσης της έκθεσης στις διοξίνες, τα φουράνια και τα PCB, τόσο για το περιβάλλον, όσο και για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οφειλόμενες στους εν λόγω ρύπους ανησυχίες όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον, η Επιτροπή εξέδωσε, το 2001, ανακοίνωση στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην οποία χαράσσεται η στρατηγική της Κοινότητας για τις διοξίνες, τα φουράνια και τα PCB[3] (στρατηγική για τις διοξίνες). Η στρατηγική για τις διοξίνες συνίσταται σε δύο μέρη: ένα μέρος που περιλαμβάνει δράσεις για τον περιορισμό της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και PCB στο περιβάλλον και ένα άλλο μέρος που περιλαμβάνει δράσεις για τον περιορισμό της παρουσίας τους στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές. Το Συμβούλιο Περιβάλλοντος επικύρωσε όλα τα μέρη της στρατηγικής της Επιτροπής για τις διοξίνες και ζήτησε από την Επιτροπή να του υποβάλει εκθέσεις για την εφαρμογή της. Μία πρώτη έκθεση προόδου, η οποία καλύπτει την περίοδο 2002-2003, υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 13 Απριλίου 2004[4], ενώ μια δεύτερη έκθεση προόδου, η οποία καλύπτει την περίοδο 2004-2006, υποβλήθηκε στις 10 Απριλίου 2007[5]. Η παρούσα ανακοίνωση είναι η τρίτη έκθεση προόδου, όπου συνοψίζονται οι δραστηριότητες της Επιτροπής στα συγκεκριμένα πεδία την περίοδο 2007-2009 .

2. Δραστηριότητες για τον περιορισμό της παρουσίας διοξινών και PCB στο περιβάλλον

3. Συμβολή σε πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες και εφαρμογή τους

Ο κανονισμός (EΚ) 850/2004[6] για τους έμμονους οργανικούς ρύπους («ο Κανονισμός») εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2004 με σκοπό την εφαρμογή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της σύμβασης της Στοκχόλμης («η Σύμβαση») και του σχετικού με τους έμμονους οργανικούς ρύπους (POP) πρωτοκόλλου του 1998 («Πρωτόκολλο POP») της σύμβασης για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις. Ο Κανονισμός περιέχει διατάξεις σχετικές με την παραγωγή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση χημικών ουσιών, τη διαχείριση των αποθεμάτων και των αποβλήτων, καθώς και μέτρα για τον περιορισμό των ακούσιων εκλύσεων POP. Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να καταρτίσουν καταλόγους εκπομπών για τους ακουσίως παραγόμενους POP και εθνικά σχέδια εφαρμογής και να συστήσουν μηχανισμούς παρακολούθησης και ανταλλαγής πληροφοριών.

Το Πρωτόκολλο POP τροποποιήθηκε στην 27η σύνοδο του εκτελεστικού οργάνου της σύμβασης για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις (CLRTAP), τον Δεκέμβριο του 2009. Οι επιφερθείσες τροποποιήσεις περιλαμβάνουν περαιτέρω απαιτήσεις περιορισμού των διοξινών, των φουρανίων και των PCB μέσω του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών, λόγου χάριν για τους αποτεφρωτήρες αποβλήτων, τις μονάδες συσσωμάτωσης και τις μονάδες δευτερογενούς χαλυβουργίας. Σημειωτέον ότι οι τροποποιήσεις αυτές καλύπτονται ευρέως από την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ. Ως εκ τούτου, τα θετικά αποτελέσματα των εν λόγω τροποποιήσεων μπορούν να προέλθουν κυρίως από εκτός ΕΕ μέρη και, κατά συνέπεια, η επικύρωσή τους είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για την επίτευξη περαιτέρω μειώσεων στην περιοχή της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE).

Το άρθρο 12 του Κανονισμού απαιτεί την υποβολή ετήσιων εκθέσεων από τα κράτη μέλη για την πραγματική παραγωγή και χρήση POP και, ανά τριετία, την υποβολή στοιχείων για την εφαρμογή των άλλων διατάξεών του. Η Επιτροπή οφείλει να συγκεντρώνει τις εκθέσεις και να τις ενσωματώνει σε συγκεφαλαιωτική έκθεση, από κοινού με τα στοιχεία που προέρχονται από το EPER[7], το E-PRTR[8] και από τον κατάλογο εκπομπών του EMEP[9]. Η πρώτη συγκεφαλαιωτική έκθεση ολοκληρώθηκε από ανάδοχο εξ ονόματος της Επιτροπής το 2009[10], βάσει των εκθέσεων τριετίας για την περίοδο 2004–2006 και των ετήσιων εκθέσεων της περιόδου 2006–2008. Περίληψη της συγκεφαλαιωτικής έκθεσης και σχολιασμός της επιτευχθείσας προόδου όσον αφορά την υλοποίηση του κοινοτικού σχεδίου εφαρμογής[11] μέχρι τα τέλη του 2009 περιλαμβάνονται σε πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο[12]. Τα κύρια συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα ακόλουθα:

- Οι απαιτήσεις του Κανονισμού πληρούνται σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τους εκουσίως παραγόμενους POP. Η παραγωγή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση έχουν εξαλειφθεί και έχουν γίνει απογραφές των αποθεμάτων.

- Η κατάρτιση εθνικών σχεδίων εφαρμογής (NIP) σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης και η συναφής κατάρτιση εθνικών σχεδίων δράσης (NAP) με μέτρα εντοπισμού, χαρακτηρισμού και ελαχιστοποίησης των συνολικών εκλύσεων ακουσίως παραγόμενων POP δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί και μάλιστα, σε ορισμένα μέλη, δεν έχουν καν αρχίσει. Μόνο 19 κράτη μέλη έχουν καταρτίσει NIP και συναφή NAP και τα έχουν διαβιβάσει στη Γραμματεία της Σύμβασης.

- Ταυτόχρονα, η περιβαλλοντική παρακολούθηση των PCDD/F και των PCB είναι καθιερωμένη στα περισσότερα κράτη μέλη. Ωστόσο, δεν υπάρχει βάση δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ η οποία να επιτρέπει την αξιολόγηση των χρονικών τάσεων στο περιβάλλον, ούτε είναι επαρκείς οι παρεχόμενες από τα κράτη μέλη πληροφορίες ώστε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των ακολουθούμενων σε ενωσιακό επίπεδο πολιτικών. Χρειάζεται μία πληρέστερη και λεπτομερέστερη συγκέντρωση συγκρίσιμων δεδομένων παρακολούθησης σε επίπεδο ΕΕ και η θέσπιση κοινού πληροφορικού συστήματος.

Η Επιτροπή στήριξε χρηματοδοτικά τη Γραμματεία της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους POP με σκοπό την περαιτέρω επεξεργασία του τυποποιημένου συνόλου εργαλείων (toolkit) για τον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση των εκλύσεων διοξινών και φουρανίων. Το εν λόγω toolkit επιτρέπει τον εντοπισμό πηγών ακούσιας έκλυσης POP (PCDD/F, PCB και εξαχλωροβενζόλιο) και την ποσοτικοποίηση των εκπομπών τους.

Στο πλαίσιο της CLRTAP διενεργείται μία νέα, μεγάλης κλίμακας εκτίμηση για την ποσοτικοποίηση της σημασίας της διηπειρωτικής και σε μεγάλες αποστάσεις μεταφοράς POP, συμπεριλαμβανομένων των διοξινών, των φουρανίων και των PCB. Επικεφαλής της προσπάθειας αυτής είναι η ΕΕ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και οι ΗΠΑ (Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ) στο πλαίσιο της ειδικής ομάδας για την ημισφαιρική μεταφορά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η εκτίμηση του 2010 αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας στιβαρής επιστημονικής βάσης για την ενδεχόμενη χάραξη μελλοντικής πολιτικής όσον αφορά την εν λόγω κατηγορία πλανητικής ρύπανσης, σε επίπεδο CLRTAP, UNEP, καθώς και σε εθνικό επίπεδο. Η ειδική ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διηπειρωτική μεταφορά είναι μικρή μεν αλλά σημαντική και ότι η μόλυνση από POP παρθένων περιοχών, όπως είναι η Αρκτική, εξαρτάται απολύτως από την εκτός αυτών ρύπανση.

4. Εξελίξεις στην περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ σε σχέση με τις εκπομπές διοξινών, φουρανίου και πολυχρωριωμένων διφαινυλίων

Βιομηχανικές εκπομπές

Στο πεδίο των βιομηχανικών εκπομπών, η Επιτροπή υπέβαλε, τον Δεκέμβριο του 2007, πρόταση οδηγίας περί βιομηχανικών εκπομπών[13] με την οποία η οδηγία 2008/1/EΚ[14] σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης και έξι τομεακές οδηγίες για τις βιομηχανικές εκπομπές ενσωματώνονται σε μία ενιαία, σαφή και συνεκτική νομοθετική πράξη. Η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές αναμένεται να τεθεί σε ισχύ στα τέλη του 2010 και να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη από τα τέλη του 2012 και μετά. Η αναθεωρημένη αυτή νομοθεσία θα αποφέρει σημαντικά οφέλη για το περιβάλλον και για την υγεία του ανθρώπου, μειώνοντας τις βιομηχανικές εκπομπές ανά την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών διοξινών. Αυτό θα επιτευχθεί, ιδίως, μέσω της καλύτερης εφαρμογής των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (ΒΔΤ) για την πρόληψη και τον έλεγχο των εκπομπών. Οι όροι αδειοδότησης βιομηχανικών εγκαταστάσεων θα πρέπει να βασίζονται στα σχετικά με τις BΔT συμπεράσματα, τα οποία θα συνάγονται από τα έγγραφα αναφοράς για τις BΔT (έγγραφα BREF) και θα εκδίδονται από την Επιτροπή σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη.

Συνεχίστηκε το έργο του προσδιορισμού και της επικαιροποίησης των BΔT για τις βιομηχανικές δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία IPPC). Στη διαδικασία αναθεώρησης των BREF προκειμένου να επικαιροποιηθούν με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τις BΔT, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη συνολική κάλυψη των τεχνικών πρόληψης και ελέγχου των εκπομπών POP. Ειδικότερα, η ανταλλαγή πληροφοριών για την αναθεώρηση των BREF για τομείς όπως η σιδηρουργία και χαλυβουργία, η βιομηχανία τσιμέντου, ασβέστου και οξειδίου του μαγνησίου, καθώς και ο κλάδος των μη σιδηρούχων μετάλλων, είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση πληθώρας νέων πληροφοριών σχετικών με την πρόληψη και τον έλεγχο της έκλυσης POP, ιδίως δε PCDD/F, στο περιβάλλον. Αυτό οδήγησε σε νέα ή επικαιροποιημένα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ τα οποία προωθούν βελτιωμένες διεργασίες και αυστηρότερα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις BΔT για τις εν λόγω ρυπαντικές ουσίες.

Ως αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης πολιτικής μείωσης των βιομηχανικών εκπομπών, αυξήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες το σχετικό μερίδιο των εγχώριων πηγών στις συνολικές εκπομπές διοξινών . Η Επιτροπή δρομολόγησε ανταλλαγή πληροφοριών[15] προκειμένου να συνδράμει τα κράτη μέλη στις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση του περιορισμού των εκπομπών διοξινών και να διασφαλιστούν η από κοινού αξιοποίηση των γνώσεων και η ευαισθητοποίηση ανά την ΕΕ.

Εκπομπές στα ύδατα

Όπως απαιτεί το άρθρο 16 παράγραφος 4 της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα (2000/60/EΚ), η Επιτροπή επανεξετάζει τον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας του παραρτήματος X της οδηγίας, δηλαδή τον κατάλογο των ουσιών οι οποίες συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού. Οι εν λόγω ουσίες πρέπει να υπόκεινται σε μέτρα που αποβλέπουν στη σταδιακή μείωση και, στην περίπτωση των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας, στον τερματισμό ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών. Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/105/EΚ σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων ορίζει ότι, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, πρέπει να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, οι ουσίες του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι διοξίνες και τα PCB, με αποτέλεσμα να εξετάζεται το ενδεχόμενο εγγραφής τους στον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας που θα προταθεί από την Επιτροπή στις αρχές του 2011.

Εκπομπές στο έδαφος

Οι διοξίνες, τα φουράνια και τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια στο έδαφος μπορούν να παρεισφρήσουν στις αλυσίδες των τροφίμων και των ζωοτροφών και να μολύνουν το νερό. Προς το παρόν δεν υπάρχουν διατάξεις στην ενωσιακή νομοθεσία που να απαιτούν τον προσδιορισμό τόπων που έχουν μολυνθεί από τις εν λόγω ουσίες.

Κατ’ εφαρμογή του έκτου προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, η Επιτροπή ενέκρινε, το 2006, τη θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους, καθώς και πρόταση για οδηγία-πλαίσιο σχετικά με το έδαφος. Μεταξύ άλλων, η πρόταση αποβλέπει στον προσδιορισμό ― ανά την ΕΕ ― τόπων μολυσμένων από επικίνδυνες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των διοξινών, των φουρανίων και των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων, με κλιμακωτή διαδικασία. Μετά τον προσδιορισμό των εν λόγω μολυσμένων τόπων, τα κράτη μέλη θα οφείλουν να εξασφαλίζουν την αποκατάστασή τους σύμφωνα με εθνική στρατηγική αποκατάστασης. Η πρόταση έχει προς το παρόν καθηλωθεί στη νομοθετική διαδικασία. Ελλείψει σχετικής οδηγίας, δεν θα υπάρχει ενωσιακή υποχρέωση προσδιορισμού και αποκατάστασης τόπων μολυσμένων από επικίνδυνες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των διοξινών, των φουρανίων και των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων.

Διάθεση των PCB-PCT

Σύμφωνα με την οδηγία 96/59/EΚ[16] για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT), τα κράτη μέλη συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για την εξάλειψη των PCB και των μολυσμένων με PCB ειδών εξοπλισμού. Μετά τη λήξη της προσθεσμίας, η Επιτροπή θα ελέγξει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης και θα συντάξει σχετική έκθεση.

5. Δραστηριότητες για τον περιορισμό της παρουσίας διοξινών και PCB στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές

6. Ολοκληρωμένη νομοθετική προσέγγιση όσον αφορά τις ζωοτροφές και τα τρόφιμα, προκειμένου να περιοριστεί η παρουσία διοξινών, φουρανίων και PCB στην τροφική αλυσίδα

Υπάρχει νομοθεσία με την οποία θεσπίστηκαν ανώτατα όρια και όρια δράσης για μεν τις διοξίνες και τα φουράνια στις ζωοτροφές και τα τρόφιμα από το 2002, για δε τις διοξίνες, τα φουράνια και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB από το 2006[17].

Τα τρέχοντα επίπεδα δράσης και μέγιστα επίπεδα καθορίζονται με τη βοήθεια των παραγόντων ισοδύναμης τοξικότητας (TEF) που καθορίστηκαν από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ/WHO) το 1998. Μετά την αναθεώρηση των TEF των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) από την ΠΟΥ το 2005, επανεξετάζονται από το 2007 τα υφιστάμενα μέγιστα επίπεδα για τις διοξίνες και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Στην επανεξέταση αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι αλλαγές που συνεπάγεται η χρήση των νέων τιμών TEF, αλλά και οι νέες γνώσεις όσον αφορά την παρουσία διοξινών, φουρανίων και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα, καθώς και η επιτευχθείσα μείωση της παρουσίας των εν λόγω ουσιών στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα.

Για την επανεξέταση αυτή, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EΑΑΤ) συγκέντρωσε όλα τα διαθέσιμα δεδομένα που αφορούν την παρουσία των εξεταζόμενων ουσιών με βάση τις νέες τιμές TEF 2005 και τα σύγκρινε με τα δεδομένα που προκύπτουν από τις τιμές TEF 1998 στην έκθεση Results of the monitoring of dioxin levels in food and feed (Αποτελέσματα της παρακολούθησης των επιπέδων διοξινών στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές)[18]. Τα δεδομένα που περιέχονται στην έκθεση αυτή αποτελούν τη βάση συζήτησης με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών που μετέχουν στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων «Έμμονοι Οργανικοί Ρύποι (POP) στα τρόφιμα», ως ομάδα εργασίας της Μόνιμης Επιτροπής για την Τροφική Αλυσίδα και την Υγεία των Ζώων, τμήμα «Τοξικολογική Ασφάλεια της Τροφικής Αλυσίδας». Αναμένεται ότι οι συζητήσεις για τα νέα μέγιστα επίπεδα και επίπεδα δράσης θα ολοκληρωθούν περί τα τέλη του 2010.

Ωστόσο, παρατηρήθηκε ότι ήταν αδύνατο να διενεργηθεί ακριβής ανάλυση τάσεων με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα και συνιστάται η διεξαγωγή συνεχών δοκιμών με τυχαία δειγματοληψία, σε επαρκή αριθμό δειγμάτων από κάθε ομάδα τροφίμων και ζωοτροφών ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να εξασφαλιστούν ακριβείς εκτιμήσεις της παρουσίας διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB και να διενεργηθεί αξιόπιστη εκτίμηση της έκθεσης.

Η Επιτροπή, από κοινού με την EΑΑΤ, έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της συλλογής και της υποβολής δεδομένων, ενώ η EAΑΤ ανέπτυξε κοινή μορφή υποβολής δεδομένων για τις διοξίνες και τα PCB[19].

Όσον αφορά τα μη παρόμοια με τις διοξίνες PCB, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων προέβη σε εκτίμηση του κινδύνου που συνιστά για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων η παρουσία μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB (NDL-PCB) στις ζωοτροφές και τα τρόφιμα[20]. Λόγω της ποικιλίας των πηγών μόλυνσης, των τόπων καταγωγής των βασικών προϊόντων διατροφής και ζωοτροφών, καθώς και των μεθόδων και περιστάσεων παραγωγής, σαφείς σχέσεις μεταξύ της παρουσίας NDL-PCB, διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB (DL-PCB) διαπιστώνονται μόνο σε περιστασιακή βάση και σε ειδικές, σαφώς οριοθετημένες περιπτώσεις μόλυνσης ή σε γεωγραφικά προσδιορισμένες περιοχές.

Συνήθως, οι ζωοτροφές και τα τρόφιμα με υψηλά επίπεδα NDL-PCB περιέχουν, επίσης, υψηλά επίπεδα DL-PCB, διοξινών και φουρανίων. Με το δεδομένα αυτό, τα υφιστάμενα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου για τον περιορισμό της παρουσίας DL-PCB, διοξινών και φουρανίων στις ζωοτροφές και τα τρόφιμα προστατεύουν πιθανώς τα ζώα και τους καταναλωτές και από αυξημένη έκθεση σε NDL-PCB.

Ωστόσο, σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως είναι η μόλυνση με μίγματα PCB μικρότερου βαθμού χλωρίωσης, οπότε μπορεί τα επίπεδα NDL-PCB να είναι υψηλά, αλλά τα επίπεδα διοξινών, φουρανίων και DL-PCB να είναι χαμηλά, τα μέτρα περιορισμού της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και DL-PCB δεν διασφαλίζουν την προστασία του πληθυσμού από τα τρόφιμα με υψηλά επίπεδα NDL-PCB.

Κατόπιν τούτων, η EΑΑΤ συνέστησε τη συνέχιση των προσπαθειών για τη μείωση των επιπέδων NDL-PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της εν λόγω εκτίμησης κινδύνου, δρομολογήθηκαν συζητήσεις για την κανονιστική ρύθμιση των επιπέδων των μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Συμφωνήθηκε ήδη με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών να θεσπιστούν μέγιστα επίπεδα NDL-PCB βάσει του αθροίσματος 6 NDL-PCB ως δεικτών (PCB 28, 52, 101, 138, 153 και 180) και να αξιοποιηθούν πρόσφατα δεδομένα παρουσίας. Η EΑΑΤ συγκέντρωσε υφιστάμενα δεδομένα παρουσίας NDL-PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Αναμένεται ότι οι συζητήσεις για τα μέγιστα επίπεδα NDL-PCB στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 2010.

7. Διαχείριση μείζονος συμβάντος μόλυνσης με διοξίνες και PCB.

Τον Δεκέμβριο του 2008, κατά τη διάρκεια συνήθους ελέγχου της τροφικής αλυσίδας από τις ιρλανδικές αρχές ως προς μια σειρά ξένων προσμείξεων, διαπιστώθηκαν υψηλά επίπεδα πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) σε χοίρειο κρέας καταγωγής Ιρλανδίας. Δεδομένου ότι τα εν λόγω επίπεδα PCB θα μπορούσαν να αποτελέσουν δείκτη μη αποδεκτής μόλυνσης από διοξίνες, άρχισαν αμέσως περαιτέρω έρευνες για να προσδιοριστεί η περιεκτικότητα σε διοξίνες και να εντοπιστεί η πιθανή πηγή της μόλυνσης. Τα αναλυτικά αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την παρουσία πολύ υψηλών επιπέδων διοξινών στο χοίρειο κρέας.

Ως πηγή εντοπίστηκε η χρήση μολυσμένων ψίχουλων ψωμιού από απόβλητα αρτοποιίας. Η μόλυνση οφειλόταν στη διεργασία άμεσης θέρμανσης, κατά την οποία τα καυσαέρια έρχονται σε άμεση επαφή με το προς ξήρανση υλικό. Το χρησιμοποιηθέν καύσιμο ήταν, κατά τα φαινόμενα, μολυσμένο με μονωτικό έλαιο PCB, το οποίο, μετά την καύση, παράγει υψηλά επίπεδα διοξινών στα καυσαέρια που εναποτίθεντο στο προς ξήρανση υλικό.

Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να οργανώσουν, βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας, ένα σύστημα παρακολούθησης με επαγρύπνηση για τις επιχειρήσεις των κλάδων των ζωοτροφών και των τροφίμων που χρησιμοποιούν την άμεση θέρμανση και να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις αυτές στους κατάλληλους ελέγχους.

8. Ερευνητικές δραστηριότητες

Προκειμένου να καλυφθούν μερικά από τα υφιστάμενα γνωστικά κενά, οι διοξίνες, τα φουράνια και τα PCB, καθώς και άλλες ουσίες, αποτέλεσαν το αντικείμενο ερευνητικών έργων που χρηματοδοτήθηκαν υπό το έκτο και το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και επικεντρώθηκαν στην έκθεση, τη βιοπαρακολούθηση, τις επιδράσεις στην υγεία και τη βελτίωση της τοξικολογικής αξιολόγησης των διοξινών. Έρευνα για τις εν λόγω ουσίες διεξήχθη επίσης από το Κοινό Κέντρο Ερευνών στα εξής πεδία:

- Εκπόνηση συντελεστών εκπομπής PCDD/F για την υποστήριξη της παρακολούθησης της εφαρμογής της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους POP

- Αξιολόγηση της περιεκτικότητας των λιπαρών υλών του γάλακτος σε διοξίνες ως κατάλληλου δείκτη για την ολοκληρωμένη παρακολούθηση του περιβάλλοντος/της έκθεσης

- Επίπεδα PCDD/F και PCB στο έδαφος ως συνάρτηση της πρακτικής χρήσεων γης

- Διερεύνηση ειδικών ρύπων λεκανών απορροής για την υποστήριξη της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα – Διοξίνες και φουράνια στους ποταμούς Έλβα, Δούναβη και τους παραποτάμους τους

- Προσδιορισμός των πηγών υψηλών επιπέδων PCDD/F στον ατμοσφαιρικό αέρα στα νέα κράτη μέλη. Υποστήριξη της διεύρυνσης

- Η πορεία των PCDD/F και άλλων POP στη διεπαφή ατμοσφαιρικού αέρα/υδάτων

- Παρακολούθηση των ατμοσφαιρικών επιπέδων PCDD/F και άλλων POP στις παράκτιες και υπεράκτιες περιοχές.

- Συμπεράσματα

Ο γενικός στόχος της στρατηγικής για τις διοξίνες, δηλ. η ανάπτυξη ολοκληρωμένης προσέγγισης για τον περιορισμό της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και PCB στο περιβάλλον, καθώς και στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών των εν λόγω ρύπων κατά περίπου 80% τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η θέσπιση αναθεωρημένης νομοθεσίας που ρυθμίζει τις βιομηχανικές εκπομπές αναμένεται να μειώσει περαιτέρω τις εκπομπές αυτές.

Οι εναπομένουσες πηγές διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων είναι σχετικά ευρέως διεσπαρμένες (μικρές πηγές, βιομηχανικές και μη) και δείχνουν να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα με εθνικά, περιφερειακά και τοπικά μέτρα.

Ορισμένα πεδία όπου εξακολουθεί να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση σχετίζονται με την καλύτερη κατανόηση της παρουσίας διοξινών στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές και των δευτερογενών εκλύσεων από το έδαφος και τα ύδατα μολυσμένων τόπων.

[1] Υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο του προγράμματος συνεργασίας EMEP βάσει της σύμβασης για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις

[2] http://ec.europa.eu/environment/dioxin/pdf/brochure09.pdf.

[3] COM(2001) 593 τελικό, της 24ης Οκτωβρίου 2001.

[4] COM(2001) 240 τελικό.

[5] COM(2007) 396 τελικό.

[6] ΕΕ L 229 της 29.6.2004, σ. 5.

[7] EPER (European Pollutant Emission Register /Ευρωπαϊκό μητρώο ρυπογόνων εκπομπών) που συστάθηκε με την απόφαση 2000/479/EΚ της Επιτροπής.

[8] E-PRTR (European Pollutant Release and Transfer Register/Ευρωπαϊκό μητρώο έκλυσης και μεταφοράς ρύπων) που συστάθηκε με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 166/2006.

[9] EMEP (Co-operative programme for monitoring and evaluation of the long range transmission of air pollutants in Europe/Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη).

[10] http://ec.europa.eu/environment/pops/index_en.htm. Ο ανάδοχος που συνέταξε την εν λόγω έκθεση είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενο της.

[11] SEC(2007)341

[12] COM(2010)514: Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 για έμμονους οργανικούς ρύπους σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6 του κανονισμού

[13] COM(2007) 844 τελικό

[14] ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 8.

[15] http://ec.europa.eu/environment/dioxin/pdf/report09.pdf,

http://ec.europa.eu/environment/dioxin/pdf/brochure09.pdf

[16] ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31.

[17] Για τις ζωοτροφές: οδηγία 2002/32/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/13/EΚ της Επιτροπής, της 3ης Φεβρουαρίου 2006, όσον αφορά τις διοξίνες και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB (ΕΕ L32 της 4.2.2006, σ. 44)

Για τα τρόφιμα: κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για τον καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5) και σύσταση 2006/88/EΚ της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2006, για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα (ΕΕ L 42 της 14.2.2006, σ. 26).

[18] Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων: Results of the monitoring of dioxin levels in food and feed. EFSA Journal 2010, 8(3):1385 [35 σελίδες]. DOI: 10.2903/j.efsa.2010.1385. Διατίθεται στο Διαδίκτυο: http://www.efsa.europa.eu/en/scdocs/doc/1385.pdf

[19] http://www.efsa.europa.eu/en/datexdata/docs/ReportingFormatDioxinPCBs.xls

[20] http://www.efsa.europa.eu/en/scdocs/doc/284.pdf