52010DC0284




[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 2.6.2010

COM(2010) 284 τελικό

ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ

Η εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και οι πολιτικές αποδοχών

{COM(2010) 285 τελικό}{COM(2010) 286 τελικό}{SEC(2010) 669}

ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ

Η εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και οι πολιτικές αποδοχών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1. εισαγωγη

Το εύρος της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε με την πτώχευση της τράπεζας Lehman Brothers το φθινόπωρο του 2008, σε συνδυασμό και με την ανάρμοστη τιτλοποίηση των χρεών των ενυπόθηκων δανείων «subprime», οδήγησε τις ανά τον κόσμο δημόσιες αρχές να διερωτηθούν σχετικά με την πραγματική ευρωστία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και την επάρκεια του συστήματος ρύθμισης και εποπτείας τους απέναντι στη χρηματοπιστωτική καινοτομία σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η μαζική διοχέτευση δημοσίων κονδυλίων εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, που έφταναν έως και το 25% του ΑΕΠ, συνοδεύτηκε από μια ισχυρή πολιτική βούληση για την αποκόμιση διδαγμάτων από τη χρηματοπιστωτική κρίση σε όλες τις διαστάσεις της ώστε να αποτραπούν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.

Με την ανακοίνωση της 4ης Μαρτίου 2009[1], η οποία συνιστά πραγματικό πρόγραμμα μεταρρύθμισης του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου των χρηματοπιστωτικών αγορών με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης Larosière[2], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανήγγειλε (i) ότι θα εξέταζε, υπό το φως της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τους κανόνες και την πρακτική των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, και ιδίως των τραπεζών, σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση και (ii) ενδεχομένως, θα διατύπωνε συστάσεις, ή θα πρότεινε ακόμη και κανονιστικά μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες ανεπάρκειες του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης στον εξαιρετικά σημαντικό αυτόν τομέα της οικονομίας. Η ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης βρίσκεται στο επίκεντρο του προγράμματος μεταρρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών και πρόληψης των κρίσεων που έχει ξεκινήσει η Επιτροπή. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να νοείται χωρίς τη συνειδητοποίηση και την υγιή διαχείριση των κινδύνων στους κόλπους κάθε επιχείρησης.

Όπως τονίζεται στην έκθεση Larosière, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι σε πολλές περιπτώσεις, τόσο τα διοικητικά συμβούλια όσο και οι εποπτικές αρχές δεν είχαν συναίσθηση ούτε της φύσης ούτε της έκτασης των κινδύνων με τους οποίους βρίσκονταν αντιμέτωποι. Οι μέτοχοι δεν εκπλήρωναν πάντα σωστά το ρόλο τους ως ιδιοκτητών των επιχειρήσεων. Ακόμη και αν η εταιρική διακυβέρνηση δεν ευθύνεται άμεσα για την κρίση, η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολική ανάληψη κινδύνων από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η κοινή αυτή διαπίστωση προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία εάν αναλογιστούμε ότι η εταιρική διακυβέρνηση εξυμνήθηκε τα τελευταία χρόνια ως τρόπος ρύθμισης της ζωής των επιχειρήσεων. Συνεπώς, είτε το υφιστάμενο στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς καθεστώς εταιρικής διακυβέρνησης δεν ήταν κατάλληλο, είτε δεν εφαρμοζόταν σωστά.

Στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η εταιρική διακυβέρνηση πρέπει να συνυπολογίζει εξίσου τα συμφέροντα άλλων ενδιαφερόμενων μερών (καταθετών, αποταμιευτών, κατόχων συμβολαίων ασφάλισης ζωής, κλπ.) καθώς και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξαιτίας του συστημικού χαρακτήρα πολλών παραγόντων. Πρέπει ταυτόχρονα να αποφεύγεται οποιοσδήποτε «ηθικός κίνδυνος» και, για τον σκοπό αυτό, δεν πρέπει να παραβλέπεται η ευθύνη των ιδιωτικών παραγόντων. Έγκειται επομένως στο διοικητικό συμβούλιο, υπό τον έλεγχο των μετόχων, να δίνει τον τόνο και να ορίζει κυρίως τη στρατηγική, το προφίλ κινδύνου και την επιθυμία ανάληψης κινδύνου του οργανισμού που διευθύνει.

Οι οδοί που διερευνώνται μέσω της παρούσας πράσινης βίβλου μπορούν να συνοδεύσουν και να συμπληρώσουν τις νομοθετικές διατάξεις που έχουν ληφθεί ή σχεδιάζονται για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδίως στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού πλαισίου εποπτεία[3],της οδηγίας για τις «εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις»[4], της οδηγίας Φερεγγυότητα II[5] για τις ασφαλιστικές εταιρίες, της μεταρρύθμισης του καθεστώτος των ΟΣΕΚΑ (οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) και της ρύθμισης των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ).

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τη διακυβέρνηση πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τον τύπο του οργανισμού (λιανική τράπεζα, τράπεζα επενδύσεων) και φυσικά το μέγεθος του οργανισμού. Οι αρχές χρηστής διακυβέρνησης που υποβάλλονται στις διαβουλεύσεις στην παρούσα πράσινη βίβλο προορίζονται αρχικά για τους μεγάλους οργανισμούς. Θα πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά από οργανισμούς μικρού μεγέθους.

Η παρούσα πράσινη βίβλος πρέπει να διαβάζεται σε συνδυασμό με το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(2010) 669) με τίτλο « Εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς: διδάγματα από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση και πιθανές προεκτάσεις» . Το έγγραφο αυτό αποτυπώνει την τρέχουσα κατάσταση.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ομάδα G-20, μετά τη συνεδρίασή της στην Ουάσινγκτον στις 15 Νοεμβρίου 2008, αναγκάστηκε να ενισχύσει, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση των κινδύνων και τις πρακτικές αποδοχών στους κόλπους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών[6].

Τέλος, η Επιτροπή επιθυμεί να ανακοινώσει ότι πρόκειται να εγκαινιάσει σύντομα έναν ευρύτερο κύκλο προβληματισμού σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση των εισηγμένων εταιριών εν γένει και, ειδικότερα, της θέσης και του ρόλου των μετόχων, της κατανομής των καθηκόντων μεταξύ μετόχων και διοικητικών συμβουλίων σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των διευθυντικών ομάδων, της σύνθεσης των διοικητικών συμβουλίων και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

2. η εννοια της εταιρικησ διακυβερνησησ και οι χρηματοπιστωτικοι οργανισμοι

Σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό της, η εταιρική διακυβέρνηση αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της διοίκησης μιας επιχείρησης, του διοικητικού συμβουλίου, των μετόχων της και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, όπως οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους. Ορίζει επίσης τη δομή μέσω της οποίας ορίζονται οι στόχοι μιας επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους και για τη διασφάλιση εποπτείας των λαμβανόμενων αποτελεσμάτων[7].

Λόγω της ίδιας της φύσης των δραστηριοτήτων τους και των σχέσεων αλληλεξάρτησης στους κόλπους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η πτώχευση ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, και ιδιαίτερα μιας τράπεζας, μπορεί να οδηγήσει στη συνεπακόλουθη κατάρρευση και άλλων τέτοιων οργανισμών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια άμεση συρρίκνωση των πιστώσεων και στην πρόκληση οικονομικής κρίσης ελλείψει χρηματοδοτήσεων, όπως κατέδειξε και η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Ο συστημικός αυτός κίνδυνος οδήγησε τις κυβερνήσεις στο να παράσχουν βοήθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω δημοσίων κονδυλίων. Κατά συνέπεια, ο φορολογούμενος συγκαταλέγεται αναπόφευκτα μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών με στόχο τη μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη.

Εξάλλου, τα συμφέροντα των πιστωτών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών (καταθετών, κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή δικαιούχων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και, σε έναν βαθμό, εργαζομένων) μπορούν ενδεχομένως να μη συμβαδίζουν με τα αντίστοιχα των μετόχων τους. Οι μέτοχοι επωφελούνται από την άνοδο της τιμής της μετοχής και από τη μεγιστοποίηση των κερδών βραχυπρόθεσμα και ενδεχομένως ενδιαφέρονται λιγότερο για πολύ χαμηλά επίπεδα κινδύνου. Οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές, από την πλευρά τους, επικεντρώνονται στην ικανότητα του χρηματοπιστωτικού οργανισμού να αποδίδει τις καταθέσεις τους και άλλα προθεσμιακά προϊόντα άμα τη λήξει τους, άρα στην μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Κατά συνέπεια, οι καταθέτες έχουν την τάση να υπεραμύνονται ενός ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου κινδύνου[8].

Λόγω αυτών κυρίως των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τη φύση των δραστηριοτήτων τους, η πλειονότητα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών υπόκειται σε αυστηρή ρύθμιση και εποπτεία. Για τους ίδιους λόγους, η εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών δεν μπορεί να περιστρέφεται απλώς γύρω από το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ μετόχων και διοίκησης. Κατά συνέπεια, οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση των επιχειρήσεων αυτών. Ειδικότερα, οι εποπτικές αρχές των οποίων η αποστολή να εγγυηθούν τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συμπίπτει με τα συμφέροντα των καταθετών και λοιπών πιστωτών για έλεγχο της ανάληψης κινδύνων εκ μέρους του χρηματοπιστωτικού τομέα, καλούνται να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στη θέσπιση ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Διάφορα νομοθετικά μέσα και συστάσεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, που εφαρμόζονται στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και ιδίως στις τράπεζες, λαμβάνουν ήδη υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτές των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και τον ρόλο των εποπτικών αρχών[9].

Ωστόσο, οι υφιστάμενοι κανόνες και συστάσεις υπαγορεύονται πρωτίστως από το μέλημα της εποπτείας και επικεντρώνονται στην ύπαρξη κατάλληλων δομών εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης των κινδύνων, λογιστικού ελέγχου και συμμόρφωσης στο εσωτερικό των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Δεν εμπόδισαν όμως την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από τους οργανισμούς αυτούς, όπως κατέδειξε η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.

3. ανεπαρκειεσ και αδυναμιεσ οσον αφορα την εταιρικη διακυβερνηση στους χρηματοπιστωτικουσ οργανισμουσ

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης, μέσω μηχανισμών ελέγχου και αντισταθμιστικών εξουσιών, θα οδηγούσε σε ενίσχυση του βαθμού συνειδητοποίησης των βασικών ενδιαφερομένων μερών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών (διοικητικά συμβούλια, μέτοχοι, διεύθυνση, κλπ.). Δυστυχώς, διαπιστώνει το αντίθετο: η χρηματοπιστωτική κρίση και οι σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειές της έχουν δημιουργήσει σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ιδίως σε ό,τι αφορά τους ακόλουθους τομείς και παράγοντες.

3.1. Το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων

Τα ερωτήματα που εγείρονται με βάση την έννοια της σύγκρουσης συμφερόντων και τη διαχείριση των συγκρούσεων αυτών δεν είναι καινούρια. Το ζήτημα αυτό τίθεται πράγματι σε κάθε οργανισμό ή επιχείρηση. Ωστόσο, λόγω του συστημικού κινδύνου, του όγκου των συναλλαγών, της πολυμορφίας των παρεχόμενων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της πολύπλοκης δομής των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων, το ζήτημα αποκτά εξαιρετική σημασία στην περίπτωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Οι κίνδυνοι σύγκρουσης συμφερόντων μπορούν να ανακύψουν σε διάφορες καταστάσεις (άσκηση ασύμβατων καθηκόντων ή δραστηριοτήτων, όπως η παροχή επενδυτικών συμβουλών και η διαχείριση επενδυτικών κονδυλίων ή η διαχείριση προς ίδιον όφελος, ασυμβατότητα ως προς την ανάληψη εντολής από διαφορετικούς πελάτες/χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς). Ο προβληματισμός αυτός μπορεί επίσης να ανακύπτει μεταξύ του χρηματοπιστωτικού οργανισμού και των μετόχων/επενδυτών, ιδίως σε περιπτώσεις διασταυρούμενων συμμετοχών ή εμπορικών δεσμών μεταξύ του θεσμικού επενδυτή (π.χ. μέσω της μητρικής εταιρίας) και του χρηματοπιστωτικού οργανισμού στον οποίο επενδύει.

Σε κοινοτικό επίπεδο, η οδηγία MiFiD[10] συνιστά ένα βήμα προόδου ως προς τη διαφάνεια, καθώς αφιερώνει μια ειδική ενότητα σε ορισμένες πτυχές του εν λόγω προβληματισμού. Ωστόσο, λόγω της ασυμμετρίας όσον αφορά την πληροφόρηση μεταξύ των επενδυτών και των μετόχων, αφενός, και του σχετικού χρηματοπιστωτικού οργανισμού, αφετέρου, (ανισορροπία η οποία ενισχύεται και από την ολοένα αυξανόμενη πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), τίθεται το ερώτημα της αποτελεσματικότητας της αναγνώρισης και της εποπτείας, εκ μέρους των αγορών, των διαφόρων καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων που αφορούν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Επιπλέον, όπως διαπιστώνεται και από τις επιτροπές εμπειρογνωμόνων CEBS, CEIOPS και CESR στην κοινή τους έκθεση για την εσωτερική διακυβέρνηση[11], επισημαίνεται μια έλλειψη συνοχής στο περιεχόμενο και στη λεπτομέρεια των κανόνων που αφορούν τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και στους οποίους υπάγονται οι διάφοροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ανάλογα με το εάν πρέπει να εφαρμόσουν τις διατάξεις της οδηγίας MiFiD, της οδηγίας για τις «εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις», της οδηγίας ΟΣΕΚΑ[12] ή Φερεγγυότητα 2.

3.2. Το πρόβλημα μιας πραγματικής εφαρμογής των αρχών της εταιρικής διακυβέρνησης από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Κατά γενική διαπίστωση[13], οι υφιστάμενες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης – είτε πρόκειται για τις αρχές του ΟΟΣΑ είτε για τις συστάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για τον τραπεζικό τομέα είτε για την κοινοτική νομοθεσία[14] – κάλυπταν ήδη σε ορισμένο βαθμό τους προβληματισμούς που ανέδειξε η χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε και την έλλειψη πραγματικής αποτελεσματικότητας των αρχών της εταιρικής διακυβέρνησης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις τράπεζες. Για την εξήγηση του φαινομένου αυτού εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, όπως οι εξής:

- οι υφιστάμενες βασικές αρχές είχαν πολύ μεγάλο εύρος και δεν ορίζονταν με αρκετή ακρίβεια. Κατά συνέπεια, άφηναν υπερβολικά περιθώρια ερμηνείας στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Εξάλλου, είχαν αποδειχθεί δύσκολοι στην εφαρμογή τους, καταλήγοντας τις περισσότερες φορές σε μια καθαρά τυπική εφαρμογή (του τύπου «επιλέξτε ένα τετραγωνίδιο»), χωρίς πραγματική ποιοτική αξιολόγηση·

- η απουσία σαφούς διάκρισης των ρόλων και των αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εφαρμογή τους τόσο στο εσωτερικό του χρηματοπιστωτικού οργανισμού όσο και με την εποπτική αρχή·

- η νομική φύση των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης: απλές συστάσεις από διεθνείς οργανισμούς ή διατάξεις κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης χωρίς δεσμευτική υποχρέωση συμμόρφωσης, εταιρική διακυβέρνηση που παραβλέπεται από τις εποπτικές αρχές, αδυναμία διενέργειας των σχετικών ελέγχων, απουσία αποτρεπτικών κυρώσεων, όλα αυτά τα στοιχεία συνετέλεσαν στο να μην εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

3.3. Τα διοικητικά συμβούλια[15]

Από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα διοικητικά συμβούλια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών δεν διαδραμάτισαν ως έπρεπε τον σημαντικό τους ρόλο ως βασικά κέντρα εξουσίας. Κατά συνέπεια, τα διοικητικά συμβούλια δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο επί της διοίκησης και να προβούν σε μια ανάλυση «αντιπαραδειγμάτων» των μέτρων ή των στρατηγικών προσανατολισμών που τους υποβάλλονταν προς επικύρωση.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αποτυχία τους στο να αντιληφθούν, να κατανοήσουν και εν τέλει να χαλιναγωγήσουν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθονταν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί τους, βρισκόταν στο επίκεντρο των αιτίων της οικονομικής κρίσης. Πολλοί ήταν οι λόγοι ή οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην αποτυχία αυτή:

- τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, και ιδίως τα μη εκτελεστικά, δεν αφιέρωσαν ούτε τους πόρους ούτε τον χρόνο που απαιτούνταν για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Εξάλλου, πολλές μελέτες έχουν δείξει ξεκάθαρα ότι, απέναντι σε έναν γενικό διευθυντή ο οποίος ήταν μονίμως παρών και ενίοτε αυταρχικός, τα μη εκτελεστικά μέλη δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν ή τουλάχιστον να διαφωνήσουν με τις προτεινόμενες κατευθύνσεις ή συμπεράσματα λόγω έλλειψης τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης ή/και αυτοπεποίθησης.

- τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν προέρχονταν από επαρκώς διαφορετικά υπόβαθρα. Η Επιτροπή, όπως και πολλές εθνικές αρχές, διαπιστώνει έλλειψη πολυμορφίας και μικτού χαρακτήρα όσον αφορά την ισορροπία ανδρών-γυναικών, την κοινωνική και πολιτισμική προέλευση, τη μόρφωση.

- τα διοικητικά συμβούλια, και ιδίως οι πρόεδροί τους, δεν προέβησαν σε σοβαρή αξιολόγηση των επιδόσεων τόσο των μελών των διοικητικών συμβουλίων όσο και του διοικητικού συμβουλίου στο σύνολό του.

- τα διοικητικά συμβούλια δεν κατόρθωσαν ή δεν θέλησαν να επαγρυπνήσουν για τη διασφάλιση του κατάλληλου χαρακτήρα του πλαισίου διαχείρισης των κινδύνων και για τη ροπή των χρηματοπιστωτικών οργανισμών τους προς τον κίνδυνο.

- τα διοικητικά συμβούλια δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν τον συστημικό χαρακτήρα ορισμένων κινδύνων και κατά συνέπεια να ενημερώσουν αρκετά έγκαιρα τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Εξάλλου, ακόμη και όταν υπήρχε πραγματικός διάλογος, αυτός σπάνια περιλάμβανε ζητήματα που αφορούσαν την εταιρική διακυβέρνηση.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι σοβαρές ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες εγείρουν σημαντικά ζητήματα ως προς την ποιότητα των διαδικασιών διορισμού. Το σημαντικότερο προσόν ενός διοικητικού συμβουλίου έγκειται στη σύνθεσή του.

3.4. Η διαχείριση κινδύνων

Η διαχείριση κινδύνων αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της εταιρικής διακυβέρνησης, ιδίως για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Έτσι, διάφοροι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατέρρευσαν ακριβώς επειδή παρέβλεψαν βασικούς κανόνες ελέγχου και διαχείρισης των κινδύνων. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν κατόρθωσαν επίσης να εφαρμόσουν μια ολιστική προσέγγιση στον τομέα της διαχείρισης κινδύνων. Οι σχετικές αδυναμίες ή ανεπάρκειες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

- μη κατανόηση των κινδύνων από τους παράγοντες της αλυσίδας διαχείρισης κινδύνων και έλλειψη κατάρτισης των εργαζομένων που αναλαμβάνουν την κατανομή των επισφαλών προϊόντων[16]∙

- έλλειψη εξουσίας από την πλευρά των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνων. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν απέδιδαν πάντα στους αρμόδιους για τη διαχείριση κινδύνων επαρκή εξουσία και αρμοδιότητες ώστε να μπορούν να ανακόπτουν τις δραστηριότητες εκείνων που αναλαμβάνουν εμπορικούς κινδύνους·

- η έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης ή επαρκώς διαφοροποιημένης εμπειρογνωμοσύνης όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων. Πολύ συχνά, η εμπειρογνωμοσύνη για τους αρμόδιους διαχείρισης κινδύνων περιοριζόταν σε ορισμένες κατηγορίες κινδύνων που θεωρούνταν σημαντικότεροι και δεν κάλυπτε το σύνολο των κινδύνων που πρέπει να παρακολουθούνται·

- έλλειψη πληροφόρησης για τους κινδύνους σε πραγματικό χρόνο. Για να διασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατότητα αντίδρασης εκ μέρους των αρμοδίων παραγόντων, πρέπει να υπάρχει και δυνατότητα σαφούς, ορθής και ταχείας πληροφόρησης σε όλες τις βαθμίδες του χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Δυστυχώς, οι διαδικασίες για τη διασφάλιση της πληροφόρησης στο εκάστοτε κατάλληλο επίπεδο δεν λειτούργησαν πάντα επιτυχώς. Επιπλέον, τα εργαλεία πληροφορικής σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κινδύνων πρέπει οπωσδήποτε να αναβαθμιστούν, ακόμη και στους πιο ανεπτυγμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δεδομένου ότι τα συστήματα πληροφορικής παραμένουν ακόμη τόσο ανομοιογενή ώστε δεν μπορούν να επεξεργαστούν ταχέως τους κινδύνους, ενώ τα σχετικά δεδομένα εξακολουθούν να στερούνται της απαραίτητης συνεκτικότητας ώστε να μπορεί να παρακολουθείται αποτελεσματικά και σε πραγματικό χρόνο η ανάπτυξη των δεσμεύσεων του ομίλου. Αυτό δεν αφορά μόνο τα πιο πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα αλλά τους κινδύνους κάθε είδους.

Η Επιτροπή βλέπει με ιδιαίτερη ανησυχία τα κενά ή τις ανεπάρκειες που έχουν εντοπιστεί στον συγκεκριμένο τομέα και που μοιάζουν να καταδεικνύουν την απουσία υγιούς αντίληψης της διαχείρισης κινδύνων και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες ορισμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, οι διευθύνοντες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη διότι οφείλουν, εάν θέλουν να αναπτύξουν μια υγιή αντίληψη της διαχείρισης κινδύνων σε όλα τα επίπεδα, να αποτελούν οι ίδιοι καταρχάς παράδειγμα προς μίμηση.

3.5. Ο ρόλος των μετόχων

Με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση διαπιστώνουμε πλέον ότι η εμπιστοσύνη στο μοντέλο του μετόχου ιδιοκτήτη, ο οποίος συμμετέχει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης, έχει πληγεί σημαντικά. Η «χρηματοπιστωτική τροπή» της οικονομίας, χάρη κυρίως στον πολλαπλασιασμό των πηγών χρηματοδότησης/παροχής κεφαλαίων, εισήγαγε νέες κατηγορίες μετόχων οι οποίοι εμφανίζονται συχνά να ενδιαφέρονται πολύ λίγο για τους μακροπρόθεσμους στόχους εταιρικής διακυβέρνησης των επιχειρήσεων/χρηματοπιστωτικών οργανισμών στους οποίους επενδύουν ενώ μπορούν ταυτόχρονα να αποτελούν πηγή ενθάρρυνσης της υπερβολικής ανάληψης κινδύνων λόγω των σχετικά βραχέων επενδυτικών οριζόντων τους, οι οποίοι είναι ενίοτε και ιδιαίτερα βραχείς (τριμηνιαίοι ή εξαμηνιαίοι)[17]. Προς την κατεύθυνση αυτή, η επιδιωκόμενη ευθυγράμμιση των συμφερόντων των διευθυντικών στελεχών με τις νέες αυτές κατηγορίες μετόχων ενέτεινε την ανάληψη κινδύνων και, σε πολλές περιπτώσεις, συνετέλεσε σε υπερβολικές αμοιβές των διευθυντικών στελεχών με βάση τη βραχυπρόθεσμη αξία της μετοχής της επιχείρησης/χρηματοπιστωτικού οργανισμού ως μοναδικό κριτήριο επίδοσης[18]. Διάφοροι λόγοι μπορούν να εξηγήσουν αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος ή την παθητικότητα των μετόχων απέναντι στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τους:

- ορισμένα μοντέλα κερδοφορίας, που βασίζονται στην κατοχή χαρτοφυλακίων διαφόρων τίτλων, οδηγούν σε ένα είδος υποχώρησης ή ακόμη και εξάλειψης της έννοιας της ιδιοκτησίας που συνδέεται συνήθως με την κατοχή τίτλων·

- τα έξοδα που βαραίνουν τους θεσμικούς επενδυτές όταν αυτοί επιθυμούν να συμμετέχουν ενεργά στην εταιρική διακυβέρνηση του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ενδέχεται να τους αποτρέπουν τελικά, ιδίως όταν η επενδυτική συμμετοχή τους είναι περιορισμένη·

- οι συγκρούσεις συμφερόντων (βλ. ανωτέρω)·

- η ανυπαρξία πραγματικών δικαιωμάτων για την άσκηση ελέγχου από τους μετόχους (όπως π.χ. η απουσία δικαιώματος ψήφου όσον αφορά την αμοιβή των διευθυντικών στελεχών σε ορισμένες δικαιοδοσίες), η διατήρηση ορισμένων εμποδίων στη διασυνοριακή άσκηση του δικαιώματος ψήφου, αβεβαιότητες ως προς ορισμένες νομικές έννοιες (π.χ. της έννοιας του "ενεργώ σε συνεννόηση») και η γνωστοποίηση, από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα περίπλοκων και δυσανάγνωστων για τους μετόχους πληροφοριών, ιδίως σε ό,τι αφορά τους κινδύνους, μπορούν επίσης να συντελούν, σε διάφορους βαθμούς, στο να αποτρέπονται οι επενδυτές από το να συμμετέχουν ενεργά στην εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στους οποίους επενδύουν.

Η Επιτροπή γνωρίζει ότι ο προβληματισμός αυτός δεν αφορά μόνο τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και θέτει γενικότερα το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης με βάση το τεκμήριο του αποτελεσματικού ελέγχου των μετόχων. Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει την Επιτροπή στο να εγκαινιάσει μια ευρύτερη συζήτηση στο πλαίσιο των εισηγμένων εταιριών εν γένει.

3.6. Ο ρόλος των εποπτικών αρχών

Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε γενικότερα τα όρια του υφιστάμενου συστήματος εποπτείας: παρότι διαθέτουν ορισμένα εργαλεία που τους επιτρέπουν να παρεμβαίνουν στην εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών[19], οι εποπτικές αρχές, σε επίπεδο είτε εθνικό είτε ευρωπαϊκό, δεν ήταν συνολικά σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικά την εποπτεία τους σε ένα πλαίσιο χρηματοπιστωτικής καινοτομίας και ταχείας εξέλιξης του εμπορικού μοντέλου των χρηματοπιστωτικών οργανισμών[20].

Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές δεν κατόρθωσαν επίσης να θεσπίσουν ορθές πρακτικές όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση στους κόλπους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Σε πολλές περιπτώσεις οι εποπτικές αρχές δεν φρόντισαν να βεβαιωθούν εάν τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων και η εσωτερική οργάνωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών είχαν προσαρμοστεί στις αλλαγές του εμπορικού μοντέλου των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στη χρηματοπιστωτική καινοτομία. Οι εποπτικές αρχές παρέλειψαν επίσης ενίοτε να εφαρμόσουν επαρκώς τα αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας των μελών των διοικητικών συμβουλίων («fit and proper test»)[21] των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Γενικότερα, ο προβληματισμός που συνδέεται με τη διακυβέρνηση των ίδιων των εποπτικών αρχών, και ιδίως τα μέσα για την αντιμετώπιση του κινδύνου της κανονιστικής άλωσης («regulatory capture») ή της έλλειψης πόρων, δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης. Εξάλλου, καθίσταται όλο και πιο προφανές ότι οι εδαφικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών δεν αντιστοιχούν πλέον στη γεωγραφική και τομεακή εμβέλεια των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτό περιπλέκει ακόμη περισσότερο την διαχείριση κινδύνων και την τήρηση των κανονιστικών προτύπων από τους οργανισμούς αυτούς και δημιουργεί μια πραγματική πρόκληση σε ό,τι αφορά την οργάνωση και τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών.

3.7. Ο ρόλος των ελεγκτών

Οι ελεγκτές διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στο σύστημα της εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών διότι παρέχουν τη διαβεβαίωση στην αγορά ότι οι οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονται από τους οργανισμούς αυτούς αποτυπώνουν την πραγματική κατάστασή τους. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων επειδή τα γραφεία ελέγχου πληρώνονται και παίρνουν εντολή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις των οποίων αναλαμβάνουν να ελέγξουν τους λογαριασμούς.

Επίσης, στην παρούσα φάση δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση που να δίνει τη δυνατότητα να επιβεβαιωθεί ότι η απαίτηση που ισχύει για τους ελεγκτές των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δυνάμει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όταν διαπιστώνουν γεγονότα που πρόκειται να έχουν πιθανότατα σοβαρή επίπτωση στη χρηματοοικονομική κατάσταση του οργανισμού, τηρήθηκε όντως στην πράξη.

4. Οι πρωτεσ απαντησεισ

Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης της 4ης Μαρτίου 2009 και των μέτρων που ελήφθησαν για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ασχοληθεί με τα ζητήματα που αφορούν τις αμοιβές. Η Επιτροπή άρχισε το διεθνή διάλογο για τις καταχρηστικές πρακτικές αποδοχών και ήταν επικεφαλής της εφαρμογής, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αρχών του FSB και του G20 για τις πολιτικές αποδοχών. Παρακάμπτοντας το ζήτημα του κατάλληλου ή μη χαρακτήρα ορισμένων επιπέδων αμοιβών, η Επιτροπή ξεκίνησε από μια διπλή διαπίστωση:

- από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η σημαντική αύξηση του μεταβλητού μέρους της αμοιβής των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιριών θέτει το ζήτημα των όρων και του περιεχομένου της αξιολόγησης των επιδόσεων των στελεχών αυτών. Ως προς τούτο, η Επιτροπή είχε προτείνει μια πρώτη απάντηση στα τέλη του 2004 εκδίδοντας σύσταση που αποσκοπούσε στην ενίσχυση των υποχρεώσεων δημοσιότητας σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών των διευθυντικών στελεχών και τις ατομικές αμοιβές, και καλώντας τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαδικασία ψηφοφορίας (υποχρεωτική ή προαιρετική) για τις εν λόγω αμοιβές. Για διάφορους λόγους που σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, με την απουσία μιας δυναμικής στάσης των μετόχων απέναντι στα ζητήματα αυτά, με την εκτίναξη του ύψους του μεταβλητού μέρους των αμοιβών και, ιδίως, με τον πολλαπλασιασμό των προγραμμάτων μερισμού κερδών μέσω της διανομής μετοχών ή δικαιωμάτων προαίρεσης επί μετοχών, έκρινε απαραίτητο να εκδώσει νέα σύσταση στις 30 Απριλίου 2009[22]. Η σύσταση αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της διακυβέρνησης σχετικά με τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και προτείνει διάφορες αρχές για τη διάρθρωση των αμοιβών ώστε να συνδέονται καλύτερα οι αμοιβές με τις επιδόσεις μακροπρόθεσμα.

- οι πολιτικές αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με βάση τις βραχυπρόθεσμες αποδόσεις και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αντίστοιχοι κίνδυνοι, συνέβαλαν στη χρηματοπιστωτική κρίση. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 30 Απριλίου 2009, μία ακόμα σύσταση σχετικά με τις αμοιβές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών[23]. Σκοπός της σύστασης αυτής ήταν να ευθυγραμμιστούν οι πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με μια υγιή διαχείριση των κινδύνων, καθώς και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Έναν χρόνο μετά την έκδοση των δύο συστάσεων που προαναφέρθηκαν, και παρά το ευνοϊκό κλίμα για την υιοθέτηση μιας αυστηρής στάσης από τα κράτη μέλη, ο απολογισμός της Επιτροπής για την κατάσταση στα κράτη μέλη είναι συνολικά μέτριος[24].

Παρότι διαπιστώνει μια έντονη νομοθετική κινητικότητα σε διάφορα κράτη μέλη με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας στις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιριών, όπως και την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων των μετόχων ως προς το συγκεκριμένο θέμα, επισημαίνει επίσης ότι μόνο 10 κράτη μέλη εφάρμοσαν την πλειονότητα των συστάσεων της Επιτροπής. Ένας μεγάλος ακόμη αριθμός κρατών μελών εξακολουθούν να μην έχουν θεσπίσει σχετικά μέτρα. Εξάλλου, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η σύσταση οδήγησε στη λήψη μέτρων σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή διαπιστώνει μια έντονη πολυμορφία ως προς το περιεχόμενο και τις απαιτήσεις των κανόνων αυτών, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ευαίσθητα ζητήματα, όπως η διάρθρωση των αμοιβών ή οι αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης. Όσον αφορά τις πολιτικές αποδοχών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η Επιτροπή παραμένει εξίσου ανήσυχη. 16 μόνο κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει εν όλω ή εν μέρει τη σύσταση της Επιτροπής και 5 είναι στο στάδιο της εφαρμογής. Ο αριθμός αυτός παραμένει ιδιαίτερα υψηλός. Εξάλλου, τα μέτρα που ελήφθησαν ποικίλουν ως προς την έντασή τους (ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις για τη διάρθρωση των αμοιβών) και ως προς το πεδίο εφαρμογής τους από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Κατά συνέπεια, μόνο επτά κράτη μέλη επέκτειναν την εφαρμογή των αρχών της σύστασης στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως τα καλούσε να πράξουν η Επιτροπή.

5. Προσεγγίσεις για το μελλον

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβανομένης μεν υπόψη της αναγκαιότητας να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου, οι αδυναμίες που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 3 επιβάλλουν την εξεύρεση συγκεκριμένων λύσεων προκειμένου να βελτιωθούν οι πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Το παρόν κεφάλαιο προτείνει προσεγγίσεις σχετικά με τα μέσα που μπορούν να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών και προσπαθεί να εξισορροπήσει την ανάγκη βελτίωσης της εταιρικής διακυβέρνησης στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αφενός και την ανάγκη να τους επιτραπεί να συμβάλουν στην οικονομική ανάκαμψη χρηματοδοτώντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αφετέρου. Η Επιτροπή καλεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφέρουν τη γνώμη τους επί των προτάσεων που ακολουθούν. Κάθε προσέγγιση που εξετάζεται θα μπορούσε να οδηγήσει στη θέσπιση μέτρων για τον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η προστιθέμενη αξία των μέτρων αυτών θα πρέπει ωστόσο να εξετάζεται στο πλαίσιο των αξιολογήσεων επιπτώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής[25].

Ειδικότερα, η Επιτροπή βρίσκεται στο στάδιο διερεύνησης διαφόρων τρόπων για τη βελτίωση της λειτουργίας, της σύνθεσης και των δεξιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου, για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων που συνδέονται με τη διαχείριση των κινδύνων, για τη διεύρυνση του ρόλου του εξωτερικού ελεγκτή και για την ενδυνάμωση του αντίστοιχου ρόλου των εποπτικών αρχών σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Εξετάζεται επίσης η θέση και ο ρόλος των μετόχων.

Η βελτίωση των συμπεριφορών των διαφόρων παραγόντων είναι μια πραγματική πρόκληση για κάθε μέτρο που αποσκοπεί στη βελτίωση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θέσπιση νέων κανόνων. Είναι επίσης απαραίτητη η αποτελεσματική χρηματοπιστωτική εποπτεία.

Οι διάφορες λύσεις που προτείνονται στη συνέχεια συγκροτούν ένα σύνολο που αποσκοπεί στη εν γένει βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η εφαρμογή τους πρέπει να είναι αναλογική και ενδέχεται να διαφέρει ανάλογα με τη νομική μορφή, το μέγεθος, τον τύπο και την πολυπλοκότητα του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού οργανισμού και των διαφόρων υφιστάμενων νομικών και οικονομικών μοντέλων.

5.1. Το διοικητικό συμβούλιο

Με αφορμή τις αδυναμίες που ανέδειξε η πρόσφατη κρίση, μοιάζει αναγκαίο να διασφαλιστεί μια καλή ισορροπία μεταξύ ανεξαρτησίας και δεξιοτήτων στο εσωτερικό των διοικητικών συμβουλίων. Οι πολιτικές πρόσληψης που προσδιορίζουν επακριβώς τις ανάγκες των διοικητικών συμβουλίων σε δεξιότητες και που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της ανεξάρτητης κρίσης των μελών τους θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ικανότητας του διοικητικού συμβουλίου να ελέγχει αποτελεσματικά τη διεύθυνση του οργανισμού.

Για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της ανεξάρτητης κρίσης των μελών του διοικητικού συμβουλίου, μοιάζει αναγκαίο να ενισχυθούν οι μηχανισμοί που αποσκοπούν στην αποτροπή των συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του διοικητικού συμβουλίου αλλά και στους κόλπους του χρηματοπιστωτικού οργανισμού γενικότερα, ιδίως με τη θέσπιση σαφών πολιτικών διαχείρισης των συγκρούσεων συμφερόντων.

Δεδομένου του πρωταρχικού ρόλου του Προέδρου στην οργάνωση των εργασιών του συμβουλίου, πρέπει να καθορίζονται σαφώς οι δεξιότητες, ο ρόλος και οι ευθύνες του.

Ένα ακόμη ζήτημα που αξίζει να εξεταστεί είναι το ζήτημα της πολυμορφίας στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων. Είναι γεγονός ότι, πέραν της ανάγκης για συγκεκριμένα ατομικά προσόντα (ανεξαρτησία, ικανότητα, εμπειρία κλπ.), η ποιότητα των εργασιών του συμβουλίου μπορεί να ενισχυθεί και μέσω μιας ευρύτερης πολυμορφίας στη σύνθεσή του (γυναίκες, μέλη με διαφορετική κοινωνική και πολιτισμική προέλευση κλπ.).

Δεδομένης της ολοένα αυξανόμενης πολυπλοκότητας των δομών και των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πρέπει να αναζητηθούν μέσα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών των διοικητικών συμβουλίων τους. Πρέπει ειδικότερα να εξεταστεί το ζήτημα του περιορισμού των αρμοδιοτήτων των μελών τους ώστε να μπορούν να διαθέτουν επαρκή χρόνο για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Μοιάζει επίσης αναγκαίο να τυποποιηθεί η διαδικασία αξιολόγησης των επιδόσεων του διοικητικού συμβουλίου, κυρίως μέσω του καθορισμού του ρόλου των εξωτερικών αξιολογητών και της κοινοποίησης των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης στις εποπτικές αρχές ή/και στους μετόχους ώστε αυτοί να μπορούν να εκφέρουν τη γνώμη τους σχετικά με τις ικανότητες και την αποτελεσματικότητα του διοικητικού συμβουλίου.

Η αποστολή και οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου, και ιδίως ο ρόλος του σε ό,τι αφορά την εποπτεία των κινδύνων, πρέπει επίσης να ενισχυθούν. Αξίζει επομένως να εξεταστεί η δημιουργία μιας ειδικής επιτροπής στους κόλπους του διοικητικού συμβουλίου για την εποπτεία των κινδύνων. Η επικύρωση της στρατηγικής και του προφίλ κινδύνου από το διοικητικό συμβούλιο μέσω δημοσιοποιούμενου εγγράφου (δήλωση ελέγχου των κινδύνων) θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην καλή διαχείριση και εποπτεία των κινδύνων στο εσωτερικό των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Μοιάζει γενικότερα αναγκαίο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να γνωρίζουν τη δομή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού τους και να φροντίζουν ώστε η πολυπλοκότητα της οργάνωσής του δεν εμποδίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο της συνολικής δραστηριότητάς του.

Εξίσου σημαντικό είναι να αποσαφηνίζονται οι ρόλοι και οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των διαφόρων παραγόντων που συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων από τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ιδίως σε ό,τι αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα διευθυντικά στελέχη. Ειδικότερα, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να διασφαλίζει τη θέσπιση σαφών δομών ως προς τις αρμοδιότητες που να καλύπτουν το σύνολο του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών, των παραρτημάτων και λοιπών συνδεδεμένων οντοτήτων.

Θα ήταν επίσης επιθυμητή η στενότερη συνεργασία μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου και των εποπτικών αρχών. Θα μπορούσε ιδίως να εξεταστεί ενδεχόμενη υποχρέωση του διοικητικού συμβουλίου να ενημερώνει τις εποπτικές αρχές σχετικά με τους ουσιαστικούς/συστημικούς κινδύνους που περιέρχονται εις γνώση του.

Η Επιτροπή μελετάει επίσης την αναγκαιότητα, για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, του να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το συμφέρον των μετόχων, που αποτελεί βασικό στοιχείο της παραδοσιακής αντίληψης της εταιρικής διακυβέρνησης, αλλά και τα συμφέροντα των υπολοίπων ενδιαφερομένων μερών. Πιο συγκεκριμένα, η θέσπιση ενός ειδικού καθήκοντος για το διοικητικό συμβούλιο να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των καταθετών και λοιπών πιστωτών κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων («duty of care») θα μπορούσε να συμβάλει στο να παροτρύνεται το διοικητικό συμβούλιο να εφαρμόζει λιγότερο ριψοκίνδυνες στρατηγικές και να βελτιώσει την ποιότητα της διαχείρισης των μακροπρόθεσμων κινδύνων του χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Η θέσπιση ενός τέτοιου καθήκοντος θα προϋπέθετε ωστόσο την προσεκτική εξέταση των υφιστάμενων νομικών καθεστώτων στα διάφορα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης, η Επιτροπή θα πρέπει στη συνέχεια να αποφασίσει εάν απαιτείται λήψη μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να ενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γενικό ερώτημα 1: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν υποστηρίζουν τις λύσεις που προτείνονται όσον αφορά τη σύνθεση, τον ρόλο και τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου και να προτείνουν ενδεχομένως και άλλα μέτρα που πιστεύουν ότι θα ήταν απαραίτητα.

1. Ειδικά ερωτήματα:

1.1. Πρέπει να περιοριστεί ο αριθμός των αρμοδιοτήτων των μελών των διοικητικών συμβουλίων (π.χ. ταυτόχρονη ανάληψη το πολύ τριών αρμοδιοτήτων);

1.2. Πρέπει να απαγορεύεται η ταυτόχρονη κατοχή της θέσης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και του γενικού διευθυντή στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς;

1.3. Οι πολιτικές πρόσληψης πρέπει να ορίζουν επακριβώς τα καθήκοντα και το προφίλ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, και να διασφαλίζουν επάρκεια δεξιοτήτων και πολυμορφία στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου; Εάν ναι, με ποιον τρόπο;

1.4. Συμμερίζεστε την άποψη ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός γυναικών και μελών με διαφορετική κοινωνική και πολιτισμική προέλευση στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητάς τους;

1.5. Πρέπει να θεσπιστεί υποχρεωτική αξιολόγηση της λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου από εξωτερικό αξιολογητή; Πρέπει το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας να κοινοποιείται στις εποπτικές αρχές, στους μετόχους;

1.6. Πρέπει να καταστεί υποχρεωτική η σύσταση, στους κόλπους του διοικητικού συμβουλίου, μιας επιτροπής κινδύνων και να προβλέπονται κανόνες σχετικά με τη σύνθεση και τη λειτουργία αυτής της επιτροπής;

1.7. Πρέπει να καταστεί υποχρεωτική η συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων μελών της επιτροπής ελέγχου στην επιτροπή κινδύνων και αντίστροφα;

1.8. Ο πρόεδρος της επιτροπής κινδύνων πρέπει να λογοδοτεί στη γενική συνέλευση;

1.9. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του διοικητικού συμβουλίου ως προς τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνων ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού;

1.10. Πρέπει να θεσπιστεί και να δημοσιοποιείται δήλωση ελέγχου των κινδύνων;

1.11. Πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία έγκρισης των νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων από το διοικητικό συμβούλιο;

1.12. Πρέπει να θεσπιστεί υποχρέωση ενημέρωσης των εποπτικών αρχών από το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με σημαντικούς κινδύνους που περιέρχονται εις γνώση του;

1.13. Πρέπει να θεσπιστεί ρητή υποχρέωση του διοικητικού συμβουλίου να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των καταθετών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών κατά τη λήψη αποφάσεων («duty of care»);

5.2. Οι αρμοδιότητες που συνδέονται με τον κίνδυνο

Μία από τις βασικές διαπιστώσεις μετά την πρόσφατη κρίση ήταν η αδυναμία των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνων, η οποία οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εξουσίας των αρμοδίων αυτών και σε ένα κακό σύστημα κοινοποίησης και ενημέρωσης σχετικά με τους κινδύνους.

Είναι επομένως απαραίτητο να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η εξουσία των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνων, ιδίως με την ενδυνάμωση της ιεραρχικής θέσης του διευθυντή κινδύνων (CRO). Θα ήταν ειδικότερα επιθυμητό ο διευθυντής κινδύνων να έχει, στο σύστημα εσωτερικής οργάνωσης ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, θέση τουλάχιστον ίση με εκείνη του οικονομικού διευθυντή και να μπορεί να ενημερώνει άμεσα το διοικητικό συμβούλιο για οποιονδήποτε προβληματισμό σχετικά με τους κινδύνους. Η θέσπιση στενών σχέσεων μεταξύ του διευθυντή κινδύνων και του διοικητικού συμβουλίου (και της επιτροπής κινδύνων του) θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή κινδύνων.

Μια βελτίωση του συστήματος επικοινωνίας των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνων μοιάζει επίσης επιθυμητή, ιδίως μέσω μιας διαδικασίας παραπομπής στην ιεραρχία για την επίλυση των συγκρούσεων και των προβλημάτων που ανακύπτουν. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ορίσει τη συχνότητα και το περιεχόμενο των εκθέσεων σχετικά με τους κινδύνους που πρέπει να του υποβάλλονται τακτικά. Η αναβάθμιση της υποδομής πληροφορικής θα πρέπει επίσης να αποτελεί προτεραιότητα ώστε να αναπτυχθούν ουσιαστικά οι ικανότητες διαχείρισης των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και να διαβιβάζονται έγκαιρα οι πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους

Γενικότερα, προς όφελος του συνόλου του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των μελών του διοικητικού συμβουλίου, θα πρέπει να απαιτείται η θέσπιση μιας πολιτικής για την ευαισθητοποίηση στα προβλήματα των κινδύνων («νοοτροπία του κινδύνου»). Πιο συγκεκριμένα, θα ήταν επιθυμητό, πριν από οποιαδήποτε θέσπιση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τμημάτων αγοράς ή τομέων δραστηριότητας, να προβλέπεται πάντα η αξιολόγηση των εκάστοτε υποκείμενων κινδύνων.

Τέλος, ενδείκνυται η έγκριση μιας έκθεσης επί της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της λειτουργίας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου από τα διευθυντικά στελέχη ώστε να διασφαλίζεται η ύπαρξη, στους κόλπους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αποτελεσματικών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων και των συστημάτων που αφορούν τους κινδύνους.

Γενικό ερώτημα 2: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν υποστηρίζουν τις λύσεις που προτείνονται όσον αφορά τους αρμόδιους για τη διαχείριση κινδύνων και να προτείνουν ενδεχομένως και άλλα μέτρα που πιστεύουν ότι θα ήταν απαραίτητα.

Ειδικά ερωτήματα:

2.1. Πώς μπορεί να ενισχυθεί η θέση του διευθυντή κινδύνων; Ο διευθυντής κινδύνων πρέπει να κατέχει θέση τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη του οικονομικού διευθυντή;

2.2. Πώς μπορεί να βελτιωθεί το σύστημα επικοινωνίας των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνων; Πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία παραπομπής στην ιεραρχία για την επίλυση συγκρούσεων/προβλημάτων;

2.3. Ο διευθυντής κινδύνων πρέπει να μπορεί να ενημερώνει απευθείας το διοικητικό συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένης της επιτροπής κινδύνων;

2.4. Πρέπει να τελειοποιηθούν τα εργαλεία πληροφορικής ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα και η ταχύτητα διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με σημαντικούς κινδύνους στο διοικητικό συμβούλιο;

2.5. Πρέπει να θεσπιστεί υποχρέωση των εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου να εγκρίνουν έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου;

5.3. Ο εξωτερικός ελεγκτής

Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που επισημαίνονται στο κεφάλαιο 3, είναι απαραίτητο να μελετηθούν τα μέσα που θα επέτρεπαν στους εξωτερικούς ελεγκτές να δηλώνουν με σαφέστερο τρόπο τους ουσιαστικούς κινδύνους που διαπιστώνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τόσο στο διοικητικό συμβούλιο όσο και στις εποπτικές αρχές («υποχρέωση προειδοποίησης»).

Γενικότερα, θα ήταν επιθυμητή η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εξωτερικών ελεγκτών και των εποπτικών αρχών ώστε να προκύπτουν οφέλη από τις γνώσεις που διαθέτουν οι ελεγκτές για τους επιμέρους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αλλά και για τον χρηματοπιστωτικό τομέα εν γένει, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που αφορούν την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

Τέλος, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί ο ρόλος που θα πρέπει να διαδραματίζουν οι εξωτερικοί ελεγκτές γενικότερα όσον αφορά τις πληροφορίες που σχετίζονται με τους κινδύνους στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί το ενδεχόμενο ο ελεγκτής να επικυρώνει και άλλου είδους πληροφορίες πέραν αυτών που επικυρώνει επί του παρόντος, και οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους επενδυτές, ώστε να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών σε αυτού του είδους τις πληροφορίες και να ενθαρρύνεται έτσι η ορθή λειτουργία των αγορών.

Γενικό ερώτημα 3: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν υποστηρίζουν τις λύσεις που προτείνονται όσον αφορά τον ρόλο του εξωτερικού ελεγκτή και να προτείνουν ενδεχομένως και άλλα μέτρα που πιστεύουν ότι θα ήταν απαραίτητα.

Ειδικά ερωτήματα:

3.1. Πρέπει να εμβαθυνθεί η συνεργασία των εξωτερικών ελεγκτών με τις εποπτικές αρχές; Εάν ναι, με ποιον τρόπο;

3.2. Πρέπει να ενισχυθεί η υποχρέωσή τους για ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου ή/και των εποπτικών αρχών σχετικά με τυχόν σοβαρά γεγονότα που διαπιστώνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους;

3.3. Πρέπει να επεκταθεί ο έλεγχος του εξωτερικού ελεγκτή στις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που σχετίζονται με τον κίνδυνο;

5.4. Οι εποπτικές αρχές

Για να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες της εταιρικής διακυβέρνησης στους οργανισμούς, όπως αποκαλύφθηκαν από την πρόσφατη κρίση, είναι απαραίτητο να επανακαθοριστεί και να ενισχυθεί ο ρόλος των εποπτικών αρχών στην εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Θα πρέπει πάντως να υπάρχει μέριμνα για τη διατήρηση σαφούς διαχωρισμού των ρόλων και των ευθυνών μεταξύ των εποπτών και των οργάνων διοίκησης του οργανισμού.

Ειδικότερα, θα μπορούσε να εξεταστεί η θέσπιση υποχρέωσης των εποπτικών αρχών να ελέγχουν την ορθή λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του διοικητικού συμβουλίου, όπως και να ελέγχουν επίσης τακτικά τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων ώστε να βεβαιώνονται για την αποτελεσματικότητά του. Θα ήταν σκόπιμο οι εποπτικές αρχές να ενημερώνουν το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τις αδυναμίες που διαπιστώνουν ώστε ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός να μπορεί να τις αντιμετωπίζει εγκαίρως.

Θα ήταν επίσης χρήσιμο οι εποπτικές αρχές να επεκτείνουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας («fit and proper test») των μελλοντικών μελών των διοικητικών συμβουλίων ώστε να καλύψουν και τις τεχνικές και επαγγελματικές δεξιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης κινδύνων, καθώς και χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των υποψηφίων προκειμένου να διασφαλίζεται καλύτερη ανεξαρτησία κρίσης των μελλοντικών αυτών μελών των διοικητικών συμβουλίων.

Τέλος, θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ιδίως στο εσωτερικό των σωμάτων των μελών των εποπτικών αρχών αλλά και στο πλαίσιο των μελλοντικών ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών.

Γενικό ερώτημα 4: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν υποστηρίζουν τις λύσεις που προτείνονται όσον αφορά τον ρόλο των εποπτικών αρχών και να προτείνουν ενδεχομένως και άλλα μέτρα που πιστεύουν ότι θα ήταν απαραίτητα.

Ειδικά ερωτήματα:

4.1 Πρέπει να επανακαθοριστεί και να ενισχυθεί ο ρόλος των εποπτικών αρχών στην εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών;

4.2. Πρέπει να θεσπιστεί η δυνατότητα και η υποχρέωση των εποπτικών αρχών να ελέγχουν την ορθή λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου και τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων; Πώς μπορεί αυτό να εφαρμοστεί στην πράξη;

4.3. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας («fit and proper test») πρέπει να καλύπτουν και τις τεχνικές και επαγγελματικές δεξιότητες, καθώς και χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των μελλοντικών μελών των διοικητικών συμβουλίων; Πώς μπορεί αυτό να εφαρμοστεί στην πράξη;

5.5. Οι μέτοχοι

Ο προβληματισμός που αφορά τον ιδιαίτερο ρόλο των μετόχων στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς θίχτηκε εν μέρει στις προηγούμενες ενότητες. Η υποχώρηση του ενδιαφέροντος των μετόχων για την εταιρική διακυβέρνηση θέτει γενικότερα το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης που βασίζονται στην υπόθεση ενός πραγματικού ελέγχου των μετόχων επί του συνόλου των εισηγμένων εταιριών. Όσον αφορά τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η δέσμευση των μετόχων συνιστά επίσης πραγματική πρόκληση.

Για να παρακινήσει τους μετόχους να συμμετέχουν σε διάλογο με τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό και να ελέγχουν τη λήψη αποφάσεων από τα διευθυντικά στελέχη, καθώς και να λαμβάνουν υπόψη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, η Επιτροπή προτίθεται να αναπτύξει έναν προβληματισμό γύρω από τα ακόλουθα θέματα:

- ενίσχυση της συνεργασίας των μετόχων μέσω της δημιουργίας φόρουμ συζητήσεων·

- γνωστοποίηση, από τους θεσμικούς επενδυτές, των πρακτικών ψηφοφορίας τους στις συνελεύσεις των μετόχων·

- προσχώρηση των θεσμικών μετόχων σε κώδικες ορθών πρακτικών, τους λεγόμενους «stewardship codes»·

- αναγνώριση και γνωστοποίηση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων από τους θεσμικούς επενδυτές·

- γνωστοποίηση, από τους θεσμικούς επενδυτές, της πολιτικής αποδοχών των μεσαζόντων[26]·

- καλύτερη ενημέρωση των μετόχων σχετικά με τους κινδύνους.

Γενικό ερώτημα 5: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν πιστεύουν ότι ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τους μετόχους παραμένει ρεαλιστικός. Εάν ναι, πώς θα μπορούσε κατά την άποψή τους να βελτιωθεί η δέσμευση των μετόχων στην πράξη;

Ειδικά ερωτήματα:

5.1. Πρέπει να γίνει υποχρεωτική η γνωστοποίηση των πολιτικών και της πρακτικής της ψηφοφορίας των θεσμικών επενδυτών; Με ποια συχνότητα;

5.2. Πρέπει να υποχρεώνονται οι θεσμικοί επενδυτές να προσχωρούν σε έναν (εθνικό ή διεθνή) κώδικα ορθών πρακτικών, όπως π.χ. ο κώδικας που έχει συνταχθεί από το 'International Corporate Governance Network (ICGN); Ο κώδικας αυτός υποχρεώνει

τους συνυπογράφοντες να αναπτύσσουν και να δημοσιοποιούν τις πολιτικές τους όσον αφορά τις επενδύσεις και τις ψηφοφορίες, να λαμβάνουν μέτρα που αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων και να χρησιμοποιούν υπεύθυνα το δικαίωμα ψήφου τους.

5.3. Πρέπει να διευκολυνθεί η αναγνώριση της ταυτότητας των μετόχων ώστε να διευκολύνεται ο διάλογος μεταξύ των εταιριών και των μετόχων τους και να περιορίζονται οι κίνδυνοι κατάχρησης που σχετίζονται με την πρακτική της «κενής ψήφου»[27] («empty voting»);

5.4. Ποια άλλα μέτρα θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη δέσμευση των μετόχων στην εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών;

5.6. Η εφαρμογή στην πράξη των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης

Πέραν του ρόλου των εποπτικών αρχών στην εφαρμογή των ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πρέπει να τεθεί και το ζήτημα της νομικής ευθύνης των διευθυντικών στελεχών για την ορθή εφαρμογή των αρχών αυτών. Ενδεχομένως θα είναι αναγκαίες οι αποτελεσματικές κυρώσεις προκειμένου να αλλάξει η συμπεριφορά των σχετικών παραγόντων. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιαδήποτε διεύρυνση της αστικής ή νομικής ευθύνης των διευθυντικών στελεχών πρέπει να εξεταστεί με προσοχή. Για το συγκεκριμένο θέμα απαιτείται μια προηγούμενη εις βάθος μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη τις αρμοδιότητες των κρατών μελών σε θέματα ποινικού δικαίου.

Γενικό ερώτημα 6: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν ποια θα ήταν κατά τη γνώμη τους τα αποτελεσματικά μέτρα για την ενίσχυση της εφαρμογής των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης.

Ειδικά ερωτήματα:

6.1. Απαιτείται η διεύρυνση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου;

6.2. Πρέπει να ενισχυθεί η αστική και ποινική ευθύνη των διοικητικών στελεχών, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι οι κανόνες σε θέματα ποινικού δικαίου δεν είναι εναρμονισμένοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

5.7. Οι αμοιβές

Η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει διάφορες σχετικές συστάσεις[28]. Νομοθετικές προτάσεις βρίσκονται επίσης στο στάδιο της διαπραγμάτευσης για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επενδυτικές εταιρίες στο πλαίσιο της τροποποίησης της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις καθώς και για τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων[29]. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, προκειμένου να αποτρέπονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών οργανισμών διαφόρων τομέων, πρέπει να ληφθούν παρόμοια νομοθετικά μέτρα και για τους άλλους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ιδίως τους ΟΣΕΚΑ και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Σε ό,τι αφορά τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιριών, η έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, των μέτρων που αποσκοπούν στην προώθηση της εφαρμογής των υφιστάμενων συστάσεων δείχνει ότι η εφαρμογή αυτή δεν είναι ούτε ομοιόμορφη ούτε ικανοποιητική. Παρότι υπάρχει συγκεκριμένη σύσταση σχετικά με τις αμοιβές για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι συστάσεις σχετικά με τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών εφαρμόζονται επίσης στα διευθυντικά στελέχη των εισηγμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και περιέχουν συμπληρωματικούς κανόνες, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή προτίθεται να εισαγάγει, μέσω της παρούσας πράσινης βίβλου, έναν προβληματισμό σχετικά με τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενο των νομοθετικών μέτρων για τον συγκεκριμένο τομέα.

Γενικό ερώτημα 7: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν με ποιον τρόπο θα ενισχύονταν η συνοχή και η αποτελεσματικότητα της δράσης της ΕΕ σε ό,τι αφορά τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιριών.

Ειδικά ερωτήματα:

7.1. Ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας, δεσμευτικός ή μη δεσμευτικός, των πιθανών συμπληρωματικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιριών;

7.2. Θεωρείτε ότι πρέπει να θιγούν ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα προαίρεσης των διευθυντικών στελεχών; Εάν ναι, με ποιον τρόπο; Πρέπει να ρυθμίζονται σε κοινοτικό επίπεδο, ή ακόμη και να απαγορεύεται η χορήγησή τους;

7.3. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, πιστεύετε ότι η προνομιακή φορολογική αντιμετώπιση των δικαιωμάτων προαίρεσης και άλλων παρόμοιων αμοιβών που εφαρμόζονται σε ορισμένα κράτη μέλη συντελεί στην υπερβολική ανάληψη κινδύνων; Εάν ναι, πρέπει το ζήτημα αυτό να εξεταστεί σε επίπεδο ΕΕ;

7.4. Πιστεύετε ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των μετόχων αλλά και των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους στη θέσπιση των πολιτικών αμοιβής;

7.5. Τι πιστεύετε για τις αποζημιώσεις διακοπής της εργασιακής σχέσης (τη λεγόμενη «χρυσή χειραψία»); Πρέπει να ρυθμίζονται σε κοινοτικό επίπεδο, ή ακόμη και να απαγορεύεται η χορήγησή τους; Εάν ναι, με ποιον τρόπο; Πρέπει να δίνονται μόνο ως ανταμοιβή των πραγματικών επιδόσεων των διοικητικών στελεχών;

Γενικό ερώτημα 7α: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν θα θεωρούσαν απαραίτητη τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων σχετικά με τη δομή και τη διακυβέρνηση των πολιτικών αμοιβής στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Εάν ναι, ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο των μέτρων αυτών;

Ειδικό ερώτημα:

7.6. Πιστεύετε ότι το μεταβλητό μέρος των αμοιβών στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν λάβει δημόσια κεφάλαια θα έπρεπε να μειωθεί ή να καταργηθεί;

5.8. Οι συγκρούσεις συμφερόντων

Η βαρύτητα και ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία, καθώς και η ανάγκη για χρηματοοικονομική σταθερότητα δικαιολογούν το ότι οι συγκρούσεις συμφερόντων πρέπει να διευθετούνται τουλάχιστον εν μέρει μέσω πολύ σαφών κανόνων που απορρέουν από τη νομοθεσία αλλά και από την απόδοση ενός σαφώς καθορισμένου ρόλου στις εποπτικές αρχές για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής τους.

Γενικό ερώτημα 8: Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να δηλώσουν εάν συμμερίζονται τη διαπίστωση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, παρά τις υφιστάμενες υποχρεώσεις διαφάνειας σε ό,τι αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων, εξακολουθεί να μην είναι εφικτή ή αποτελεσματική η μία και μόνη εποπτεία των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων εκ μέρους των αγορών.

Ειδικά ερωτήματα:

8.1. Ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο των πιθανών συμπληρωματικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ με στόχο την ενδυνάμωση του αγώνα και της πρόληψης σε ό,τι αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών;

8.2. Συμμερίζεστε την άποψη ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών υφιστάμενων νομικών και οικονομικών μοντέλων, θα ήταν απαραίτητη η εναρμόνιση του περιεχομένου και των λεπτομερειών των κοινοτικών κανόνων σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων ώστε οι διάφοροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να υπάγονται σε παρόμοιους κανόνες ανάλογα με το εάν πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας MiFiD, της οδηγίας για τις «εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις», της οδηγίας ΟΣΕΚΑ ή Φερεγγυότητα 2;

6. Επόμενα σταδια

Τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να υποβάλουν την άποψή τους σχετικά με τις προτάσεις που παρουσιάζονται στην παρούσα πράσινη βίβλο προκειμένου να διαμορφωθεί μια ευρεία συναίνεση σχετικά με τα μέτρα που θα μπορούσαν να προβλεφθούν. Οι εισηγήσεις τους πρέπει να φτάσουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 1 Σεπτεμβρίου 2010 και στην ακόλουθη διεύθυνση: markt-cg-fin-inst@ec.europa.eu. Σε συνέχεια της παρούσας πράσινης βίβλου και βάσει των απαντήσεων που θα έχει λάβει, η Επιτροπή θα αποφασίσει σχετικά με την ενδεικνυόμενη οδό. Πριν από κάθε νομοθετική ή μη νομοθετική πρόταση θα διενεργείται εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του αντικτύπου.

Οι εισηγήσεις που θα ληφθούν θα δημοσιευτούν στο Διαδίκτυο. Για πληροφορίες σχετικά με τον χειρισμό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της εισήγησής σας, καλείστε να διαβάσετε τη σχετική δήλωση εμπιστευτικότητας που επισυνάπτεται στην παρούσα πράσινη βίβλο.

[pic][pic][pic]

[1] COM (2009) 114 τελικό.

[2] Έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ που δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Πρόεδρος της ομάδας ήταν ο κ. Jacques de Larosière.

[3] Βλέπε τις προτάσεις της Επιτροπής για τη δημιουργία τριών ευρωπαϊκών αρχών εποπτείας και ενός ευρωπαϊκού συμβουλίου συστημικών κινδύνων.

[4] Οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006 και Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006.

[5] Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (αναδιατύπωση), ΕΕ L 335 της 17.12.2009.

[6] Στη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ, στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου 2009, επιβεβαιώθηκε ότι οι πρακτικές αποδοχών έπρεπε να μεταρρυθμιστούν ώστε να υποστηριχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

[7] Βλ. π.χ. τις Αρχές εταιρικής διακυβέρνησης του ΟΟΣΑ, 2004, σ.11. Τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, και ιδίως τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων καθηκόντων, δεν εξετάζονται στην παρούσα πράσινη βίβλο.

[8] Βλ. Peter O. Mülbert, Corporate Governance of Banks, European Business Organisation Law Review, 12 August 2008 , σ.427.

[9] Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας, Ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, Σεπτέμβριος 1999, αναθεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 2006∙ ΟΟΣΑ, Κατευθυντήριες γραμμές για τη διακυβέρνηση των ασφαλιστικών εταιριών, 2005∙ ΟΟΣΑ, Κατευθυντήριες γραμμές για τη διακυβέρνηση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων, Ιούλιος 2002∙ οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 145 της 30.4.2004∙ οδηγία Φερεγγυότητα II∙ οδηγία για τις «εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις»∙ Committee of European Banking Supervisors, Guidelines on the Application of the Supervisory Review Process under Pillar 2 (CP03 revised), 25 Ιανουαρίου 2006, http://www.c-ebs.org/getdoc/00ec6db3-bb41-467c-acb9-8e271f617675/GL03.aspx; CEBS High Level Principles for Risk Management, 16 Φεβρουαρίου 2010, http://www.c-ebs.org/Publications/Standards-Guidelines/CEBS-High-Level-Principles-for-Risk-Management.aspx

[10] Οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, 2004/39/ΕΚ.

[11] " Cross-sectoral stock-take and analysis of internal governance requirements" από τις επιτροπές CESR, CEBS, CEIOPS, Οκτώβριος 2009.

[12] Οδηγία 2009/65/ΕΚ

[13] Βλ. τη δημόσια διαβούλευση του ΟΟΣΑ «Corporate governance and the financial crisis» της 18 Μαρτίου 2009 και ιδίως το σημείο «Implementation gap».

[14] Η οδηγία 2006/46/ΕΚ υποχρεώνει τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενες αγορές να ορίζουν έναν κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο θα υπάγονται, καθώς και να δηλώνουν τα μέρη του κώδικα αυτού από τα οποία αποκλίνουν και την αιτιολόγηση αυτής της απόκλισης.

[15] Στην παρούσα πράσινη βίβλο, ο όρος «διοικητικό συμβούλιο» παραπέμπει κυρίως στην αρμοδιότητα της εποπτείας που ασκούν οι διευθύνοντες μιας εταιρίας, η οποία, σε μια διττή εταιρική δομή, ασκείται κατά κανόνα από την εξελεγκτική επιτροπή. Η παρούσα πράσινη βίβλος δεν προδικάζει σχετικά με τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στα διάφορα εταιρικά όργανα ανάλογα με το νομικό καθεστώς της κάθε χώρας.

[16] Βλ. π.χ. Renate Böhm και Hilla Lindhüber, Verkaufen, Druck und Provisionen - Probleme von Beschäftigten im Finanzdienstleistungsbereich Versicherungen Ergebnisse einer Arbeitsklima-Index-Befragung, Salzburg 2008.

[17] Βλ. άρθρο των Rakesh Khurana και Andy Zelleke, Washington Post, 8 Φεβρουαρίου 2009.

[18] Βλ. Gaspar, Massa, Matos (2005), Shareholder Investment Horizon and the Market for Corporate control, Journal of Financial economics, vol 76.

[19] Π.χ. Βασιλεία II.

[20] Για την αδυναμία των εποπτικών αρχών, βλ. γενικά Έκθεση Larosière, υποσημείωση 1.

[21] Βλ. π.χ. OECD, Corporate Governance and the Financial Crisis, Recommendations , November 2009, σ.27.

[22] Σύσταση 2009/385/ΕΚ.

[23] Σύσταση 2009/384/ΕΚ.

[24] Για μια πιο λεπτομερή εξέταση των μέτρων που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη, βλ. τις δύο εκθέσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή της σύστασης 2009/384/ΕΚ και της σύστασης 3009/385/ΕΚ από τα κράτη μέλη.

[25] SEC(2009) 92.

[26] Ιδίως των διευθυντικών στελεχών των εταιριών διαχείρισης κεφαλαίων.

[27] Ψήφος μετόχου χωρίς οικονομικό συμφέρον στην εταιρία για την οποία ψηφίζει, με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις για την ακεραιότητα της διακυβέρνησης των εισηγμένων εταιριών και των αγορών στις οποίες τίθενται σε διαπραγμάτευση οι μετοχές τους.

[28] Βλ. σύσταση 2009/384/ΕΚ και σύσταση 2009/385/ΕΚ.

[29] Βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών, COM/2009/0362 τελικό.