52010DC0086




[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 9.3.2010

COM(2010) 86 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Διεθνής κλιματική πολιτική για το μετά την Κοπεγχάγη διάστημα: άμεσα μέτρα για τη αναζωογόνηση της παγκόσμιας δράσης για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος

{SEC(2010) 261}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Διεθνής κλιματική πολιτική για το μετά την Κοπεγχάγη διάστημα: άμεσα μέτρα για τη αναζωογόνηση της παγκόσμιας δράσης για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος

Βασικά σημεία

Η διεθνής διάσταση απετέλεσε πάντοτε καίρια συνιστώσα των φιλοδοξιών της ΕΕ σε ό,τι αφορά την αλλαγή του κλίματος. Ο βασικός στόχος της Ευρώπης έγκειται στη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας σε 2ºC, ώστε να αποφευχθούν οι χείριστες επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος και αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω μιας συντονισμένης διεθνούς προσπάθειας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΕ υπήρξε πάντοτε σθεναρός υποστηρικτής της διαδικασίας των ΗΕ και για τον οποίο η Κοπεγχάγη υπολείπεται πολύ των φιλόδοξων στόχων μας. Ωστόσο, η ενδυνάμωση της υποστήριξης για τη συμφωνία της Κοπεγχάγης υποδηλώνει ότι μια πλειονότητα χωρών είναι αποφασισμένη να προχωρήσει άμεσα στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος. Το ζητούμενο για την ΕΕ είναι να αξιοποιήσει την αποφασιστικότητά της και να συμβάλει στη διοχέτευσή της σε πρακτικά μέτρα. Η παρούσα ανακοίνωση χαράσσει μία στρατηγική διατήρησης της δυναμικής των παγκόσμιων προσπαθειών αντιμετώπισης της αλλαγής του κλίματος.

Η ΕΕ βρισκόταν από ανέκαθεν στην πρωτοπορία της συγκεκριμένης δράσης για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος – οδεύει προς τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του Κιότο που υπέχει για το διάστημα 2008-20012, έχει υιοθετήσει φιλόδοξους στόχους για το 2020, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να μειώσει τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 20% μέχρι το 2020 και να αυξήσει τη μείωση αυτή σε 30% εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις[1]. Είμαστε τώρα έτοιμοι να μετασχηματίσουμε την Ευρώπη στην φιλικότερη ως προς το κλίμα περιοχή του κόσμου, πορευόμενοι προς μια χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, αποδοτική ως προς την αξιοποίηση των πόρων και ευπροσάρμοστη ως προς το κλίμα οικονομία. Η επίτευξη αυτού και η έμπρακτη απόδειξη ότι εφαρμόζουμε στην πράξη τη συμφωνία της Κοπεγχάγης, αποτελεί βασικό επιχείρημα της Ευρώπης στην προσπάθειά της να πείσει τους παγκόσμιους εταίρους της να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Η στρατηγική της Ευρώπης για το 2020 έθεσε την βιωσιμώτερη οικονομική ανάπτυξη στο επίκεντρο του οράματος για το μέλλον, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την προώθηση της ασφαλείας του ενεργειακού εφοδιασμού. Η Επιτροπή θα αναλάβει τώρα να χαράξει μία πορεία για τη μετάβαση της ΕΕ σε μία οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών μέχρι το 2050.Επίσης, θα ενισχύσει την προσαρμοστικότητα στους κλιματικούς κινδύνους και θα αυξήσει την ικανότητά μας όσον αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση καταστροφών.

Η διαδικασία των ΗΕ είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει μια ευρύτερη παγκόσμια δέσμευση όσον αφορά τη στήριξη της δράσης για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος. Η συμβιβαστική διάθεση των μελών των ΗΕ θα αυξηθεί εάν η εν λόγω δράση χαίρει της εντόπιας πολιτικής στήριξης, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου. Βασικό στοιχείο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι η χρήση της διαδικασίας των ΗΕ στην πορεία για το Κανκούν, ώστε να ενσωματωθούν οι πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της συμφωνίας της Κοπεγχάγης στα διαπραγματευτικά κείμενα των ΗΕ. Χρειάζεται επίσης να καλύψουμε τα εναπομένοντα κενά και να διασφαλίσουμε την περιβαλλοντική ακεραιότητα μιας συμφωνίας της οποίας το ελάχιστο ζητούμενο πρέπει να είναι η πραγματοποίηση περικοπών στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην απαιτούμενη κλίμακα. Αυτό προϋποθέτει τη διασφάλιση μιας ευρείας συμμετοχής και υψηλότερες φιλοδοξίες από τις άλλες χώρες, την κάλυψη ενδεχομένων αδυναμιών, όπως είναι οι κανόνες για τον υπολογισμό των δασοκομικών εκπομπών και για τον χειρισμό των πλεονασμάτων των ισολογισμών των εκπομπών από την περίοδο Κιότο 2008-2012. Εδώ εντάσσεται επίσης η δημιουργία ενός στιβαρού και διαφανούς πλαισίου υπολογισμού των εκπομπών και των επιδόσεων, η κινητοποίηση της χρηματοδότησης ταχείας εκκίνησης κατά τρόπο συντεταγμένο και η συμβολή στην εξασφάλιση μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης για περιορισμό των επιπτώσεων και για προσαρμογή. Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να λάβει μέτρα για να προωθήσει την ανάπτυξη της διεθνούς αγοράς άνθρακα, διασυνδέοντας ασύμβατα εθνικά συστήματα και προάγοντας τη συντεταγμένη μετάβαση από τον μηχανισμό καθαρής ανάπτυξης σε νέους τομεακούς μηχανισμούς που βασίζονται στην αγορά.

Πρωταρχικός στόχος μας παραμένει η επίτευξη μιας ισχυρής και νομικά δεσμευτικής συμφωνίας στο πλαίσιο της σύμβασης των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος (UNFCCC). Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να επικεντρωθούμε στην έκδοση μιας ισόρροπης δέσμης συγκεκριμένων αποφάσεων για την ανάληψη δράσης στο Κανκούν, στα τέλη του 2010. Η δέσμευση αυτή πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο κατανοητή, δεδομένου όμως ότι εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των μερών, η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να συνεχίσει να προωθεί τη θέσπιση νομικά δεσμευτικής συμφωνίας στη Νότια Αφρική το 2011. Μέχρι την Κοπεγχάγη, η πίεση που ήταν αποτέλεσμα των προσδοκιών ήταν εξαιρετικά χρήσιμη, δεδομένου ότι πολλές μείζονες οικονομικές δυνάμεις θέσπισαν εγχώριους στόχους πριν από τη διεξαγωγή της ίδιας της συνόδου. Πρέπει τώρα να εξετάσουμε μία στρατηγική που θα διατηρήσει αλώβητη τη δυναμική, χωρίς να υποσκάψει τον θεμελιώδη στόχο.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΕ χρειάζεται να ενισχύσει την εξωστρέφειά της, δημιουργώντας την πεποίθηση ότι είναι δυνατή η επίτευξη διεθνούς συμφωνίας και διερευνώντας ειδικά μέτρα που θα μπορούσαν να συμφωνηθούν στο Κανκούν. Χρειάζεται να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση στήριξης από διάφορους εταίρους.

Αναζωογόνηση των διεθνών διαπραγματεύσεων σχετικά με το κλιμα

Απολογισμός της Κοπεγχάγης

Το κύριο επίτευγμα της διάσκεψης της Κοπεγχάγης για την αλλαγή του κλίματος τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν η σύγκλιση αντιπροσωπευτικής ομάδας 29 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στη “Συμφωνία της Κοπεγχάγης”. Η συμφωνία ενσωματώνει τον στόχο της ΕΕ για τον περιορισμό της πλανητικής θέρμανσης σε επίπεδα κάτω των 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα[2]. Ζητά από τις ανεπτυγμένες χώρες να καθορίσουν τους οικείους στόχους του περιορισμού και καλεί τις αναπτυσσόμενες χώρες να καθορίσουν τη δράση τους το αργότερο μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2010. Παρέχει επίσης τη βάση μιας τακτικής παρακολούθησης, υποβολής αναφορών και ελέγχων (MRV) των εν λόγω δράσεων, περιέχει δέσμευση σημαντικών χρηματοδοτήσεων για την ανάληψη δράσης σχετικά με το κλίμα και συναφές με το αντικείμενο θεσμικό πλαίσιο, ενώ παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τα ζητήματα αντιμετώπισης του φαινομένου, όπως είναι ο περιορισμός των εκπομπών από την αποψίλωση των δασών, οι τεχνολογικές λύσεις και η προσαρμογή στις επιπτώσεις.

Η Συμφωνία υπολείπεται των φιλοδοξιών της ΕΕ για μια στιβαρή, αποτελεσματική και νομικά δεσμευτική συμφωνία της Κοπεγχάγης, ενώ τα ως άνω απλώς “σημειώθηκαν” στα συμπεράσματα της διάσκεψης. Ωστόσο, οι άνω των 100 προτάσεις που υποβλήθηκαν μέχρι σήμερα τόσο από τις ανεπτυγμένες όσο και από τις αναπτυσσόμενες χώρες[3], πολλές από τις οποίες περιλαμβάνουν στόχους ή δράσεις, υποδηλώνουν μια ευρεία και αυξανόμενη υποστήριξη της συμφωνίας. Καταδεικνύουν την αποφασιστικότητα της πλειονότητας των χωρών να εντείνουν άμεσα τις δράσεις τους για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος.

Επίσης, η Κοπεγχάγη επέτρεψε την επίτευξη σημαντικής προόδου στις διαπραγματεύσεις σε ευρύ φάσμα άλλων ζητημάτων, υπό μορφήν σχεδίων αποφάσεων και διαπραγματευτικών κειμένων[4]. Από κοινού με τη συμφωνία, τα ως άνω προσφέρουν τη βάση πραγματοποίησης των επόμενων βημάτων, τόσο στις διαπραγματεύσεις – όπου θα χρειαστούμε τώρα να ενσωματώσουμε τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη συμφωνία στα εν λόγω διαπραγματευτικά κείμενα του Συμβουλίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος (UNFCCC) και για την άμεση έναρξη της εφαρμογής ορισμένων δράσεων.

Ένας χάρτης πορείας για το μέλλον

Η ΕΕ καλείται να εξακολουθήσει να επιδιώκει μια στιβαρή και αποτελεσματική διεθνή συμφωνία, ενώ η επίτευξη μιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας υπό το UNFCCC παραμένει ο κύριος στόχος της. Προκειμένου να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία, η ΕΕ πρέπει να αναδιοργανώσει τον τρόπο του ενεργείν. Πρέπει να δημιουργήσει απόθεμα εμπιστοσύνης, ανταποκρινόμενη στο επείγον αίτημα συγκεκριμένων και άμεσων μέτρων και να επιδιώξει συγκεκριμένα αποτελέσματα από το Κανκούν. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση μιας ευρείας προσέγγισης, με μία έντονη εξωστρεφή συνιστώσα.

Η διαδικασία των ΗΕ

Η Διάσκεψη του 2010 έχει προγραμματιστεί για τον Δεκέμβριο στο Κανκούν, ενώ θα ακολουθήσει μία στη Νότια Αφρική, στο τέλος του 2011. Στην πορεία προς το Κανκούν θα διοργανωθούν προπαρασκευαστικές συναντήσεις, μεταξύ άλλων από το Μεξικό και τη Γερμανία.

Αναμένεται ότι στις συνεδριάσεις του Απριλίου και του Ιουνίου στη Βόννη θα καθοριστεί ένας οδικός χάρτης για τα επόμενα στάδια των διαπραγματεύσεων, με άξονα την ενσωμάτωση των πολιτικών κατευθύνσεων της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης στα ποικίλα διαπραγματευτικά κείμενα που κληροδότησε η Κοπεγχάγη. Στις συνεδριάσεις πρέπει να εντοπιστούν τα “κενά” (αδυναμίες) στα υπάρχοντα διαπραγματευτικά κείμενα, όπως είναι το ζήτημα της παρακολούθησης, της υποβολής αναφορών και του ελέγχου, για το οποίο η Συμφωνία προβλέπει σημαντικές πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές. Θα πρέπει επίσης να πραγματευθούν ζητήματα τα οποία υποτιμήθηκαν στη Συμφωνία, όπως είναι η εξέλιξη της διεθνούς αγοράς ανθρακούχων εκπομπών, ο περιορισμός των εκπομπών από τη διεθνή αεροπορία και τις ναυτιλιακές μεταφορές μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ-ICAO) και του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΤ-IMO), η γεωργία και η μείωση των υδροφθορανθράκων. Πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, η συνεδρίαση της Βόννης πρέπει να υπαγάγει τους στόχους των ανεπτυγμένων χωρών και της δράσης των αναπτυσσόμενων που έχουν υποβληθεί βάσει της Συμφωνίας στην επίσημη διαπραγματευτική διαδικασία των ΗΕ.

Ο στόχος της ΕΕ για το Κανκούν πρέπει να είναι μία συνολική και ισόρροπη δέσμη αποφάσεων για την εδραίωση της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης στη διαπραγματευτική διαδικασία των ΗΕ καθώς και η κάλυψη των κενών. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει μία επίσημη απόφαση για την καταχώρηση των στόχων των ανεπτυγμένων χωρών και την καταγραφή των δράσεων των αναπτυσσόμενων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεθόδων. Όλες οι αποφάσεις πρέπει να υπαχθούν σε μία γενικότερη, ώστε να διαμορφωθεί ένα γενικό πολιτικό πλαίσιο. Μάλιστα, με τα αποτελέσματα του Κανκούν πρέπει να διευθετηθούν κατά τρόπο ισόρροπο σημαντικά ζητήματα που αφορούν τόσο τις ανεπτυγμένες, όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ενώ η ΕΕ είναι πρόθυμη να υιοθετήσει μία ρωμαλέα και νομικά δεσμευτική συμφωνία στο Κανκούν, οι σημαντικές παραμένουσες διαφορές υποδηλώνουν ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη το ενδεχόμενο μιας περισσότερο σταδιακής προσέγγισης. Με βάση αυτό το σενάριο, η λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων στο Κανκούν θα προσέφερε, ακόμη, την κατάλληλη βάση για ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο στη Νότια Αφρική το 2011. Είναι σημαντικό να κατοχυρωθεί η επιτευχθείσα πρόοδος και να διατηρηθεί η δυναμική χωρίς να υποσκάπτεται ο θεμελιώδης στόχος.

Τείνοντας το χέρι στις τρίτες χώρες

Οι διαπραγματεύσεις στην Κοπεγχάγη κατέδειξαν σαφώς ότι η πρόοδος στα ΗΕ ήταν συνάρτηση της προθυμότητας των κρατών να λάβουν μέτρα. Μια ενεργός στάση της ΕΕ θα αποτελέσει ζωτικής σημασίας παράγοντα για την προώθηση της στήριξης της διαδικασίας των ΗΕ. Στόχος θα είναι η επίτευξη μιας καλύτερης κατανόησης των θέσεων, των ανησυχιών και των προσδοκιών των εταίρων μας σε καίρια ζητήματα· επίσης, η αποσαφήνιση των απαιτήσεων της ΕΕ από μια συμφωνία εις ό,τι αφορά τις φιλοδοξίες της, τον κατανοητό χαρακτήρα της και την περιβαλλοντική ακεραιότητά της. Η ΕΕ θα επιδιώξει να ενθαρρύνει τη λήψη άμεσων μέτρων σε συνέχεια της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης και να διευκολύνει τη σύγκλιση σε αποφάσεις ανάληψης δράσης στο Κανκούν. Έτσι θα προσφέρονταν επίσης πολύτιμες ευκαιρίες έντασης των διμερών διαλόγων όσον αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις σχετικά με την αλλαγή του κλίματος και την ευκαιρία για την ΕΕ να στηρίξει εσωτερικές δράσεις. Η Επιτροπή θα αναλάβει τα διαβήματα αυτά σε στενή επαφή με το Συμβούλιο και την Προεδρία.

Η Ένωση και τα κράτη μέλη της πρέπει να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των ΗΕ. Ένας σημαντικότερος ρόλος της Επιτροπής θα συμβάλει στην προς τα έξω έκφραση της Επιτροπής με μια και μόνη φωνή. Αξιοποιώντας τις εμπειρίες της Κοπεγχάγης, πρέπει να αρχίσουμε διάλογο για τους τρόπους αύξησης της αποτελεσματικότητας και του ειδικού βάρους της Επιτροπής στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή θα ενθαρρύνει και θα συνδράμει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην κατεύθυνση μιας στενής συνεργασίας με μέλη των κοινοβουλίων σε στρατηγικές χώρες εταίρους.

Οι ενέργειες πρέπει να υλοποιηθούν σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα σημαίνοντα ενδιαφερόμενα μέρη. Έχουν προγραμματιστεί για το 2010 διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις, συμπεριλαμβανομένης σειράς συναντήσεων κορυφής και διυπουργικών συναντήσεων. Αυτές θα συμπληρωθούν από περιφερειακές και ειδικές συναντήσεις ώστε να είναι βέβαιο ότι αγκαλιάζουν εταίρους από όλες τις περιφέρειες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων ευπρόσβλητων χωρών, και ότι η ΕΕ βελτιώνει την κατανόησή της σε ό,τι αφορά τον προβληματισμό και τις φιλοδοξίες τους. Στο πλαίσιο ανεπίσημων και επίσημων, υφιστάμενων και νέων διαλόγων προετοιμασίας του Κανκούν και της άμεσης εφαρμογής της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να συνεχίσουν να εξετάζουν τα καίριας σημασίας ζητήματα και τους δυνατούς συμβιβασμούς στις διαπραγματεύσεις. Η Επιτροπή, στηριζόμενη από τις αντιπροσωπείες της ΕΕ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, θα στρατευθεί σε όλες αυτές τις δραστηριότητες. Θα το πράξει σε στενή συνεργασία με τις επικείμενες προεδρίες του Μεξικού και της Νοτίου Αφρικής στις Διασκέψεις του 2010 και του 2011.

Είναι, ωστόσο, σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι πρέπει να υπάρχει προθυμία από όλα τα μέρη για να κινηθούμε προς τα εμπρός. Χωρίς αυτήν, η Συμφωνία της Κοπεγχάγης, η οποία αντιπροσωπεύει τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, είναι πιθανό να παραμείνει η μόνη δυνατή συμφωνία.

Περιβαλλοντική ακεραιότητα

Η αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος πρέπει να έχει ως αποτελέσματα τις μειώσεις που χρειάζονται ώστε οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) να ακολουθήσουν τέτοια πορεία ώστε να καταστούν συμβατές με το στόχο της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης για τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2°C. Ενώ το πρωτόκολλο του Κιότο παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της διαδικασίας των ΗΕ, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι βασικές ελλείψεις του – η κάλυψη που παρέχει και οι αδυναμίες του.

- Το πρωτόκολλο του Κιότο, με τη σημερινή δομή του, δεν μπορεί από μόνο του να εξασφαλίσει την επίτευξη του στόχου για τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2°C . Το Κιότο καλύπτει σήμερα μόνο το 30% των εκπομπών. Η επίτευξη του στόχου είναι δυνατή μόνο εφόσον οι ΗΠΑ και οι μεγάλες πηγές εκπομπής από τον αναπτυσσόμενο κόσμο (συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας, της Κίνας, της Ινδίας, της Νότιας Κορέας, του Μεξικού και της Νότιας Αφρικής, χώρες που συγκαταλέγονται μεταξύ των 15 μεγαλύτερων ρυπαντών παγκοσμίως) υλοποιήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Η ΕΕ ανέλαβε μια τεράστια ευθύνη στο πλαίσιο του Κιότο και βρίσκεται στην πορεία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της για το διάστημα 2008-2012. Πρέπει όμως να ακολουθήσουν και άλλοι. Βεβαίως, οι προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών θα διαφέρουν, ανάλογα με τις ευθύνες και δυνατότητες του καθενός και ενδέχεται να απαιτήσουν και στήριξη.

- Επιπλέον, υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στην τρέχουσα αρχιτεκτονική του Κιότο οι οποίες απειλούν να υποσκάψουν την περιβαλλοντική ακεραιότητα μιας συμφωνίας . Οι τρέχουσες δεσμεύσεις των ανεπτυγμένων χωρών προϋποθέτουν τη μείωση των εκπομπών τους από περίπου 13,2% μέχρι το 2020 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 (το κατώτερο όριο των δεσμεύσεων) έως περίπου 17,8% (για το ανώτερο όριο των δεσμεύσεων). Τα μεγέθη αυτά είναι ανεπαρκή για να εξασφαλίσουν την επίτευξη του στόχου συγκράτησης της αύξησης στους 2°C, για τον οποίο χρειάζονται μειώσεις της τάξης του 25 έως 40% από τις ανεπτυγμένες χώρες. Οι δύο όμως ακόλουθες αδυναμίες θα επιδείνωναν τα πραγματικά αποτελέσματα ακόμη περισσότερο:

- Η μεταφορά πλεονασματικών προϋπολογισμών εκπομπών (καταλογισμένων ποσοτικών μονάδων/ΑAU από την περίοδο δεσμεύσεων του πρωτοκόλλου του Κιότο 2008-2012 σε μελλοντικές περιόδους δεσμεύσεων : λόγω των μειωμένων εκπομπών, οφειλόμενων, σε μεγάλο βαθμό, στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι συγκριτικές επιδόσεις του 1990 σημαίνουν ότι άνω των 10 δισεκατ. τόνων μονάδων εκπομπών GHG θα παραμείνουν, πιθανότατα, αναξιοποίητοι την περίοδο δεσμεύσεων 2008-2012 ιδίως στη Ρωσία και την Ουκρανία. Η απλή συνέχιση υλοποίησης του πρωτοκόλλου του Κιότο θα σήμαινε τη μεταφορά του «πλεονάσματος» αυτού, με αποτέλεσμα την υπονόμευση σημαντικών περικοπών των εκπομπών. Η πλήρης μεταφορά των μονάδων αυτών σε μία δεύτερη περίοδο υποχρεώσεων θα ψαλίδιζε τις φιλοδοξίες των στόχων ανεπτυγμένων χωρών κατά 6,8% περίπου σε σχέση με το 1990, δηλ. θα περιόριζε τους στόχους από το 13,2% σε 6,4% για το κάτω όριο του φάσματος των δεσμεύσεων, ή από 17,8% σε 11% για το ανώτερο.

- Κανόνες καταχώρησης των εκπομπών από τις χρήσεις της γης, τις αλλαγές στη χρήση της γης και τις δασοκομικές δραστηριότητες (LULUCF) από ανεπτυγμένες χώρες : Ενώ η ΕΕ δεν αντιμετωπίζει δυσκολίες για την κάλυψη των εν λόγω απαιτήσεων, έχει μεγάλη σημασία και είναι κρίσιμη από περιβαλλοντική άποψη για τις εκτός ΕΕ χώρες με σημαντική δασοκομία. Οι ισχύοντες βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο κανόνες, εφόσον βέβαια εξακολουθήσουν να ισχύουν, θα είχαν ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση των σημερινών δεσμεύσεων μείωσης των εκπομπών και θα σήμαιναν ότι οι μειώσεις μπορούν να καταλογίζονται χωρίς πρόσθετα μέτρα, γεγονός που δεν θα απέφερε ουσιαστικά περιβαλλοντικά οφέλη. Με βάση ένα ακραίο σενάριο, οι κανόνες καταχώρησης του LULUCF για το χείριστο ενδεχόμενο θα μείωνε τα πραγματικά επίπεδα φιλοδοξιών των στόχων των ανεπτυγμένων χωρών κατά 9% περίπου επιπλέον σε σχέση με το 1990. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι για το κατώτερο όριο του φάσματος των δεσμεύσεων θα είχαμε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εκπομπών στις ανεπτυγμένες χώρες κατά 2,6% πάνω από τα επίπεδα του 1990 και για το άνω όριο θα παρατηρούσαμε μία μείωση της τάξης του 2% μόνο σε σχέση με το 1990.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πρόσφατο μετά-την-Κοπεγχάγη ψήφισμά του επεσήμανε ρητά τις εν λόγω αδυναμίες και την ανάγκη να τους ακυρωθεί η δυνατότητα να υποσκάψουν την περιβαλλοντική ακεραιότητα[5].

Η Επιτροπή θα κρίνει τα συν και τα πλην των εναλλακτικών νομικών μορφών, συμπεριλαμβανομένης μιας δεύτερης περιόδου δέσμευσης στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο.

[pic]

Δραση – τωρα

Eυρώπη 2020: Μία φιλική προς το κλίμα οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών

Η πειστικότερη ηγετική στάση που μπορεί να επιδείξει η ΕΕ είναι η λήψη συγκεκριμένων και αποφασιστικών μέτρων προκειμένου να καταστεί η φιλικότερη προς το κλίμα περιφέρεια του κόσμου, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Αυτό είναι προς το συμφέρον της ίδιας της ΕΕ. Η Στρατηγική της Ευρώπης για το 2020 έχει θέσει την αειφόρο ανάπτυξη – την προαγωγή μιας αποδοτικότερης χρήσης των πόρων, μιας πιο πράσινης και ανταγωνιστικότερης οικονομίας – ως προτεραιότητα στο επίκεντρο του οράματος για μία αποδοτική – όσον αφορά τους πόρους – μελλοντική Ευρώπη, δημιουργώντας νέες πράσινες θέσεις εργασίας και προωθώντας την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Η Επιτροπή θα χαράξει μία πορεία μετάβασης της ΕΕ προς μία οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών μέχρι το 2050, ώστε να επιτευχθεί ο συμφωνημένος ενωσιακός στόχος μείωσης των εκπομπών της ΕΕ κατά 80-95%, ως τμήμα της συμβολής των ανεπτυγμένων χωρών στη μείωση, μέχρι το 2050, των παγκόσμιων εκπομπών, κατά 50% τουλάχιστον, κάτω των επιπέδων του 1990[6]. Η ΕΕ έχει δεσμευθεί να μειώσει τις εκπομπές της κατά 20%, μέχρι το 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, και να προχωρήσει στο 30% εάν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου, η Επιτροπή θα προβεί σε ανάλυση των πρακτικών πολιτικών που θα απαιτούνταν προκειμένου να υλοποιηθεί μείωση κατά 30%. Η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει επομένως και ανάλυση των σταθμών στην πορεία προς το 2050, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων σεναρίων των επιπέδων των φιλοδοξιών για το 2030, αντανακλώντας τις συμβολές από βασικούς τομείς εκπομπής ρύπων, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και των μεταφορών και θα χαράξει κατάλληλες στρατηγικές διαχείρισης για τους τομείς αυτούς, σύμφωνες με τη στρατηγική της ΕΕ για το 2020. Ο στόχος έγκειται στην εξεύρεση ευφυών λύσεων που θα ωφελήσουν όχι μόνο την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος αλλά και θα συμβάλουν στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στο πλαίσιο των προσπαθειών μας για την απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές.

Τέτοιου είδους μέτρα θα χρειαστούν ισχυρή εστίαση στις πολιτικές επιτάχυνσης της καινοτομίας και έγκαιρης ανάδειξης νέων τεχνολογιών και υποδομών, δημιουργώντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες σε καίριους τομείς του μέλλοντος (συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής αποδοτικότητας, των πράσινων αυτοκινήτων, των ευφυών δικτύων, της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών).Θα προκύψει όφελος από προσεγγίσεις που διατηρούν και προάγουν ισχυρά και ευπροσάρμοστα οικοσυστήματα.

Επίσης η Επιτροπή θα προβεί, με γνώμονα τα αποτελέσματα της Κοπεγχάγης και βάσει της καθοριζόμενης στην οδηγία προθεσμίας για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών (ETS), σε ανάλυση της κατάστασης των ενεργειοβόρων βιομηχανιών σε περίπτωση διαφυγής διοξειδίου του άνθρακα.

Εφαρμογή της συμφωνίας της Κοπεγχάγης

Αποτελεσματική συγκράτηση της αύξησης κάτω των 2°C: στόχοι και δράσεις,

Τα αποτελέσματα της διάσκεψης της Κοπεγχάγης και η ευρεία στήριξη για τη σύναψη συμφωνίας στην Κοπεγχάγη καταδεικνύει την πολιτική βούληση της πλειονότητας των χωρών να αρχίσουν άμεσα τη λήψη μέτρων. Το μεγαλύτερο και με μεγάλη διαφορά, επίτευγμα της Κοπεγχάγης, είναι το γεγονός ότι, στα τέλη Ιανουαρίου 2010, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες που αντιπροσωπεύουν άνω του 80% των παγκοσμίων εκπομπών GHG, κατέθεσαν τους οικείους στόχους και δράσεις περιορισμού των εκπομπών GHG[7].

Μολονότι αυτό υποδηλώνει μια πραγματική προθυμία ανάληψης δράσης, το συνολικό ύψος των φιλοδοξιών των στόχων και δράσεων που προτείνονται μέχρι στιγμής είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Μετά από αισιόδοξες εκτιμήσεις των στόχων οικονομικής εμβέλειας και των δράσεων μετριασμού, προκύπτει ότι είναι ακόμη εφικτή η πορεία προς τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε 2ºC, πλην όμως σύμφωνα με λιγότερο αισιόδοξες εκτιμήσεις, η προσφερόμενη ευκαιρία εξαντλείται με ταχείς ρυθμούς.

Ακόμα και εάν αντιμετωπίζονταν με επιτυχία οι αδυναμίες που περιγράφηκαν παραπάνω, οι στόχοι που προτάθηκαν από τις ανεπτυγμένες χώρες, ακόμη και οι πλέον φιλόδοξες υπό προϋποθέσεις δεσμεύσεις, δεν πλησιάζουν τις απαιτούμενες δεσμεύσεις για το 2020 (25-40%) βάσει της εκτίμησης του IPCC για μια συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2°C. Επιπλέον, μέχρι στιγμής μόνο η ΕΕ έχει θεσπίσει τη νομοθεσία που απαιτείται για να εξασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου μείωσης για το 2020. Σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, η νομοθεσία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των διαβουλεύσεων.

Το γεγονός ότι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν δημοσιοποιήσει τα μέτρα που πρόκειται να λάβουν αποτελεί ένα πρωτοφανές για τα σημερινά δεδομένα βήμα. Ωστόσο, παραμένει ένας βαθμός αβεβαιότητας για τις προοπτικές πραγματικής ανάληψης δράσης, το χρονοδιάγραμμά της και τις σχέσεις της με τα θεσπισθέντα από το 1990 συγκρίσιμα όρια μειώσεων.

Με ένα ευρύ φάσμα δεσμεύσεων για στόχους και δράσεις, οι διαπραγματεύσεις πρέπει τώρα να επικεντρωθούν στην αποσαφήνιση των εν λόγω δεσμεύσεων, να συζητηθεί το συνολικό επίπεδο φιλοδοξιών τους και το πώς θα μπορούσε αυτό να αναβαθμιστεί. Οι προτεραιότητες αυτές πρέπει να είναι στην πρώτη σειρά στη διαδικασία των ΗΕ.

3.2.2. Δημιουργία ενός στιβαρού και διαφανούς πλαισίου υπολογισμού εκπομπών και αξιολόγησης των επιδόσεων

Μεταξύ των δυσκολότερων διαπραγματεύσεων στην Κοπεγχάγη ήταν οι σχετικές με την παρακολούθηση, την υποβολή αναφορών και τους ελέγχους (MRV). Το ζήτημα της διαφάνειας είναι καίριας σημασίας ζήτημα για την αμοιβαία εμπιστοσύνη και η επίτευξή της συνιστά απόδειξη της αποτελεσματικότητας και επάρκειας των στόχων και δράσεων. Η σύμβαση για την αλλαγή του κλίματος και το οικείο πρωτόκολλο του Κιότο περιέχουν βασικά πρότυπα MRV, μέσω των εθνικών ανακοινώσεων και απογραφών. Η συμφωνία της Κοπεγχάγης απαιτεί την ενίσχυση του συστήματος αυτού, ενέργεια που πρέπει να αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες ενσωμάτωσης των συμβιβασμών της συμφωνίας της Κοπεγχάγης στη διαδικασία των ΗΕ.

Όμως, η διαφάνεια δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στην υποβολή αναφορών για τις εκπομπές. Εκείνο το οποίο μετρά σε τελευταία ανάλυση είναι οι επιδόσεις των κρατών στην εφαρμογή των οικείων στόχων ή δράσεων. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί παραπάνω, οι κανόνες για την καταγραφή των εκπομπών έχουν έναν τεράστιο αντίκτυπο στην πραγματική κλίμακα των δράσεων. Η ύπαρξη στιβαρών, διαφανών και προβλέψιμων κανόνων καταγραφής που καθιστούν δυνατή την εύστοχη αξιολόγηση των επιδόσεων των χωρών είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Η Επιτροπή προτείνει την προώθηση περιφερειακών προγραμμάτων δημιουργίας ικανότητας για ενδιαφερόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, με στόχο την ανάπτυξη των οικείων ικανοτήτων παρακολούθησης, υποβολής αναφορών και ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης καταλόγων εκπομπών.

3.2.3. Η συντονισμένη κινητοποίηση της χρηματοδότησης έργων ταχείας εκκίνησης

Η συμφωνία της Κοπεγχάγης προβλέπει τη στήριξη ταχείας εκκίνησης στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οποία προσεγγίζει τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για την περίοδο 2010-2012, με ισόρροπη κατανομή μεταξύ των επιδιώξεων του περιορισμού και της προσαρμογής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου καθόρισε την συνεισφορά της ΕΕ και των κρατών μελών της σε 2,4 δισεκατ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2010-2012. Η άμεση εκπλήρωση της ενωσιακής αυτής δέσμευσης είναι ζωτικής σημασίας προϋπόθεση τόσο για την αξιοπιστία της ΕΕ, όσο και για την κάλυψη της επείγουσας ανάγκης βελτίωσης της ικανότητας πολλών αναπτυσσόμενων χωρών όσον αφορά το σχεδιασμό και την εφαρμογή αποτελεσματικών κλιματικών πολιτικών στους τομείς της προσαρμογής, του περιορισμού και της τεχνολογικής συνεργασίας.

Η ΕΕ πρέπει να δεσμευθεί με άλλους παρόχους και δέκτες ώστε να διασφαλιστεί η συντονισμένη εφαρμογή της χρηματοδότησης ταχείας εκκίνησης που συμφωνήθηκε στην Κοπεγχάγη.

Για παράδειγμα, οι δράσεις ταχείας εκκίνησης πρέπει να καλύπτουν τη δημιουργία ικανότητας για την ενσωμάτωση της προσαρμογής στις στρατηγικές ανάπτυξης και μείωσης της φτώχειας, καθώς και την εφαρμογή πρότυπων και επειγουσών δράσεων προσαρμογής, όπως καθορίζονται στα εθνικά σχέδια δράσης· η δημιουργία ικανότητας στον τομέα του περιορισμού, δηλαδή στρατηγικές ανάπτυξης με χαμηλά επίπεδα ανθρακούχων εκπομπών, οι σε εθνική κλίμακα δράσεις περιορισμού και η παρακολούθηση, η αναφορά και ο έλεγχος των εκπομπών· δημιουργία ικανότητας και πρότυπα έργα για μηχανισμούς αγορών ανθρακούχων εκπομπών που καλύπτουν ολόκληρους τομείς· ετοιμότητα και πρότυπα έργα περιορισμού των εκπομπών από την αποψίλωση των δασών στις αναπτυσσόμενες χώρες και δημιουργία ικανοτήτων και πρότυπα έργα στον τομέα της τεχνολογικής συνεργασίας. Η χρηματοδότηση ταχείας εκκίνησης πρέπει να είναι προσεκτικά στοχευμένη σε διάφορες περιφέρειες του πλανήτη προκειμένου να είναι αποτελεσματική στην δημιουργία ικανοτήτων όσον αφορά την κλιματική πολιτική, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και συγκεκριμένες προτάσεις των αναπτυσσόμενων χωρών και να αποδίδει περιβαλλοντικά αποτελέσματα εκεί που αυτά χρειάζονται περισσότερο[8].

Προκειμένου να είναι αποδοτική και να αποφεύγεται η καθυστέρηση φιλόδοξων δράσεων, η χρηματοδότηση ταχείας εκκίνησης πρέπει να αξιοποιεί και να συνεκτιμά τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες. Σημαντικό τμήμα της ενωσιακής χρηματοδότησης ταχείας εκκίνησης θα υλοποιηθεί μέσω υφιστάμενων πρωτοβουλιών[9], διμερών διαύλων, ιδίως μέσω των ίδιων των προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας των κρατών μελών ή μέσω διεθνών οργανισμών. Οι ενωσιακές πρωτοβουλίες μπορούν να αξιοποιήσουν υφιστάμενες πρωτοβουλίες ή να στοχεύσουν νέες ανάγκες όπως είναι οι MRV και οι στρατηγικές ανάπτυξης χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Η Επιτροπή και τα επιμέρους κράτη μέλη θα μπορούσαν να τεθούν στην πρωτοπορία σε συγκεκριμένες χώρες ή περιφέρειες και για συγκεκριμένα θέματα, ανάλογα με τις οικείες χρηματοδοτικές προτεραιότητες και τις προτεραιότητες των αντίστοιχων χωρών-εταίρων.

Η ΕΕ θα κληθεί να αναλάβει δράσεις και να υποβάλει αναφορές για τις δράσεις της κατά τρόπο συνεπή και αποδοτικό, αποφεύγοντας τη διπλή δουλειά και μεγιστοποιώντας τις συνέργειες. Ο συντονισμός των ενωσιακών προσπαθειών θα είναι καθοριστικής σημασίας παράγοντας. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να αναλάβει διαμεσολαβητικό και συντονιστικό ρόλο στην εφαρμογή των ενωσιακών δεσμεύσεων χρηματοδότησης ταχείας εκκίνησης και προτείνει:

1. συνεργασία με το Συμβούλιο ECOFIN για τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών ταχείας εκκίνησης υπό την αιγίδα του, με τη στήριξη των σχετικών φορέων του Συμβουλίου,

2. να καταρτίσει ένα κοινό ενωσιακό περιφερειακό πρόγραμμα δημιουργίας ικανοτήτων (π.χ. για αναπτυξιακές στρατηγικές χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και για στρατηγικές εφαρμογής) ώστε να ενοποιήσει και να συντονίσει την ενωσιακή χρηματοδότηση, σε συμπληρωματική βάση έναντι των υφιστάμενων ενωσιακών χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Εδώ θα μπορούσαν να εμπλακούν χώρες που ενδιαφέρονται για τη δημιουργία ικανοτήτων, π.χ. μέσω ρυθμίσεων «αδελφοποίησης»

3. να διασφαλιστεί η διαφάνεια μέσω της ανά διετία κατάρτισης εκθέσεων προόδου σχετικά με την υλοποίηση της ενωσιακής δέσμευσης για τη χρηματοδότηση ταχείας εκκίνησης, με κατάρτιση της πρώτης έκθεσης πριν από την πρώτη σύνοδο της UNFCCC της Βόννης, τον Ιούνιο του 2010.

3.2.4. Μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της χρηματοδότησης

Στη Συμφωνία της Κοπεγχάγης, η ΕΕ και οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες δεσμεύθηκαν να διαθέσουν από κοινού 100 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ( 73 δισεκατ. ευρώ) ετησίως μέχρι το 2020 για δράσεις περιορισμού και προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η χρηματοδότηση αυτή θα μπορούσε να προέλθει από ευρύ φάσμα πηγών:

- τη διεθνή αγορά ανθρακούχων εκπομπών η οποία, εφόσον σχεδιαστεί κατάλληλα, θα δημιουργήσει μια διογκούμενη πιστωτική ροή (δικαιωμάτων) στις αναπτυσσόμενες χώρες και θα μπορούσε να αποδώσει μέχρι 38 δισεκατ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2020. Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ διοχετεύει ήδη σημαντικά κονδύλια στις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω της εκ μέρους του στήριξης του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης (Clean Development Mechanism), και η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις από το 2013 και μετά. Επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη δεσμεύθηκαν να χρησιμοποιήσουν τμήμα των εσόδων τους από τις υποβολές προσφορών στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ για τους σκοπούς αυτούς από το 2013 και μετά··

- οι διεθνείς αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, κατά προτίμηση με τη βοήθεια διεθνών μέσων[10], τα οποία μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή καινοτόμου χρηματοδότησης, αξιοποιώντας την υφιστάμενη δέσμευση στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ για όλα τα εισοδήματα από τις υποβολές προσφορών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μέτρα που αφορούν την αλλαγή του κλίματος··

- διεθνής δημόσια χρηματοδότηση της τάξης των 22 έως 50 δισεκατ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2020. Η ΕΕ θα έπρεπε να συμβάλει σημαντικά. Για την περίοδο μετά το 2012, η ΕΕ θα συνεχίσει την υποβολή ενιαίας και συνολικής ενωσιακής προσφοράς[11].

Το μελλοντικό πάνελ υψηλού επιπέδου και η υψηλού επιπέδου συμβουλευτική ομάδα για τη χρηματοδότηση της αντιμετώπισης της αλλαγής του κλίματος καλούνται να διερευνήσουν τους τρόπους με τους οποίους οι πόροι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά για τη χρηματοδότηση μελλοντικών κλιματολογικών δράσεων, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση θα εστιάζεται σε τομείς οι οποίοι δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν ικανοποιητικά από τον ιδιωτικό χώρο ή τομείς οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων. Επίσης και το Πράσινο Ταμείο της Κοπεγχάγης χρειάζεται μία σαφή εντολή, ούτως ώστε να προσδώσει προστιθέμενη αξία σε υφιστάμενες πρωτοβουλίες.

Η διαχείριση της μελλοντικής διεθνούς χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής πρέπει να είναι διαφανής, να επιτρέπει την αποτελεσματική παρακολούθηση και να σέβεται τις αποδεκτές αρχές αποδοτικότητας των ενισχύσεων. Χρειάζεται ένα εντελώς διαφανές σύστημα υποβολής αναφορών, με τη χρήση μιας συνολικής δέσμης στατιστικών στηριζόμενες στο σύστημα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) – Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας (ΕΑΒ/DAC). Κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε ότι η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής θα υλοποιείται σε συνέργεια με τις προσπάθειες περιορισμού της φτώχειας και τις προσπάθειες για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας.

Η διεθνής διάσταση της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης αποτελεί αποσπασματικό μόνο τμήμα της γενικότερης εικόνας. Στις επαφές με τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως στις οικονομικά περισσότερο προηγμένες, πρέπει να καθίσταται σαφές ότι και εκείνες πρέπει να συμβάλουν στη συνολική προσπάθεια, ακόμη και με τη δέσμευση σε ουσιαστικές δράσεις περιορισμού και με διαφάνεια στην εφαρμογή.

3.3. Προωθώντας τη διεθνή αγορά ανθρακούχων εκπομπών

Μία εύρυθμη αγορά ανθρακούχων εκπομπών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων στην κατεύθυνση του περιορισμού ανθρακούχων εκπομπών και για την επίτευξη των παγκόσμιων στόχων περιορισμού κατά τρόπο οικονομικά συμφέροντα. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει πιστωτικές ροές (δικαιωμάτων) στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μία διεθνής αγορά ανθρακούχων εκπομπών πρέπει να δημιουργείται συνδέοντας συμβατά εντόπια συστήματα με «ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας». Στόχος είναι η ανάπτυξη μιας αγοράς σε κλίμακα ΟΟΣΑ μέχρι το 2015 και μια ακόμη ευρύτερη αγορά μέχρι το 2020, οπότε αυτό πρέπει να αποτελεί τμήμα των ενεργειών προς τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, ανάλογα με την εκάστοτε πρόοδό τους.

Η ΕΕ πρότεινε νέους τομεακούς μηχανισμούς για την αγορά ανθρακούχων εκπομπών ως ενδιάμεσο βήμα προς την ανάπτυξη (πολυτομεακών συστημάτων) με ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας, ιδίως στις πλέον προηγμένες αναπτυσσόμενες χώρες. Οι μηχανισμοί αυτοί μπορούν να στείλουν ένα γενικότερο μήνυμα όσον αφορά τις τιμές και να προωθήσουν πιστώσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μπορούν επίσης να δημιουργήσουν τρόπους δέσμευσης συνεισφορών περιορισμού εκ μέρους των αναπτυσσόμενων χωρών, "πιστώνοντας" σε σύγκριση με φιλόδοξα όρια εκπομπών που καθορίζονται κάτω από τις προβλεπόμενες εκπομπές, ούτως ώστε διασφαλίζεται ένα καθαρό όφελος από πλευράς περιορισμών.

Επιπρόσθετα, ο μηχανισμός για την καθαρή ανάπτυξη (Clean Development Mechanism -CDM) θα συνεχίσει να λειτουργεί και μετά την 2012 περίοδο, πρέπει όμως να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου να βελτιωθεί η περιβαλλοντική ακεραιότητά του, η αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και διαχείρισή του. Συν τω χρόνω θα πρέπει να εστιάζεται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Προκειμένου να διασφαλιστεί μια συνεκτική μετάβαση από μηχανισμούς που βασίζονται στα έργα σε μηχανισμούς που βασίζονται σε τομείς, η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει να συνεννοηθεί κατάλληλα με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες που εφαρμόζουν συστήματα με ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας και παράγουν ζήτηση για χρηματοδότηση κατά τρόπο συντονισμένο.

Ένας από τους κυριότερους στόχους για τη Διάσκεψη του Κανκούν πρέπει να είναι η παγίωση των βελτιωμένων και νέων μηχανισμών εμπορίας ανθρακούχων εκπομπών ως μέσων για την επίτευξη φιλόδοξων στόχων περιορισμού και δημιουργίας πιστωτικών ροών (δικαιωμάτων) στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον, πρέπει να αποτελέσει βάση για την δημιουργία νέων μηχανισμών σε επίπεδο τομέων. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις των τελευταίων ετών σχετικά με αγορακεντρικούς μηχανισμούς έτυχαν σοβαρής κριτικής από σειρά αναπτυσσόμενων χωρών, αμφισβητώντας το κατά πόσον αυτό είναι δυνατό υπό την αιγίδα του UNFCCC.

Ως εκ τούτου, η ΕΕ πρέπει να αξιοποιήσει τις διατάξεις της τρέχουσας νομοθεσίας της ΕΕ σχετικά με το σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS)[12] για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη τομεακών μηχανισμών εμπορίας εκπομπών και να προωθηθεί η μεταρρύθμιση του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης (CDM). Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή:

4. θα συνεργαστεί με ενδιαφερόμενες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να αναπτυχθούν τομεακοί μηχανισμοί, των οποίων οι πιστώσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στο ενωσιακό σύστημα εμπορίας εκπομπών ETS, στην αναδυόμενη αγορά σε κλίμακα ΟΟΣΑ και στο πλαίσιο της απόφασης της ΕΕ για τον επιμερισμό των προσπαθειών που προβλέπουν δεσμεύσεις των κρατών μελών για περιορισμό·

5. ανάλογα με την πορεία της ανάπτυξης μηχανισμών κλίμακας τομέων, θα αναπτύξει και θα προτείνει αυστηρά μέτρα για την βελτίωση των απαιτήσεων ποιότητας για τις πιστώσεις από μηχανισμούς που βασίζονται στα έργα.

4. Συμπέρασμα

Στην παρούσα ανακοίνωση λαμβάνονται υπόψη ορισμένα διδάγματα από τη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης, η οποία διέψευσε τις αρχικές φιλοδοξίες, πλην όμως κατέδειξε την ουσιαστική και ευρεία στήριξη για την αναβάθμιση των προσπαθειών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Η ανακοίνωση σκιαγραφεί επίσης τα μεσο- και μακροπρόθεσμα βήματα προς την επιθυμητή κατεύθυνση και επισημαίνει την αποφασιστικότητα της Επιτροπής όσον αφορά τη συνέχιση των προσπαθειών της για τη διασφάλιση της λήψης κατάλληλων μέτρων σε παγκόσμια κλίμακα, κατ’ αναλογία με τη σοβαρότητα της παγκόσμιας πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε.

[1] Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 10-11 ης Δεκεμβρίου 2009 συνεπέρανε ότι ως τμήμα μιας συνολικής και παγκόσμιας συμφωνίας για την πέραν του 2012 περίοδο, η ΕΕ ανανεώνει την υπό προϋποθέσεις προσφορά της να επιτύχει το 2020 μείωση κατά 30% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, υπό τον όρο ότι οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες θα δεσμευθούν σε συγκρίσιμες μειώσεις εκπομπών και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα συμβάλουν ικανοποιητικά, ανάλογα με τις οικείες ευθύνες και ικανότητές τους.

[2] Η συμφωνία καλεί επίσης για την εξέταση της ενίσχυσης του μακροπρόθεσμου στόχου, ακόμα και σε σχέση με αυξήσεις της θερμοκρασίας κατά 1,5°C

[3] Μία γενική εικόνα των μέχρι τώρα εισφορών υπάρχει στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών το οποίο συνοδεύει την ανακοίνωση στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.unfccc.int.

[4] Τα διάφορα σχέδια αποφάσεων και τα διαπραγματευτικά κείμενα περιέχονται στην έκθεση των COP-16 και CMP-6, στον δικτυακό τόπο http://www.unfccc.int.

[5] Εκδόθηκε την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου και υπάρχει στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/

[6] Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 29-30ής Οκτωβρίου 2009 συνεπέρανε ότι: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί όλα τα μέρη να υιοθετήσουν τον στόχο της μείωσης κατά 2°C και να συμφωνήσουν σε μειώσεις των παγκόσμιων εκπομπών κατά 50% τουλάχιστον και των συνολικών μειώσεων εκπομπών των ανεπτυγμένων χωρών κατά τουλάχιστον 80-95%, ως τμήμα τέτοιων παγκόσμιων μειώσεων εκπομπών, μέχρι το 2050 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990· οι στόχοι αυτοί πρέπει να εξασφαλίζουν τόσο την σύλληψη όσο και την επιβολή του καθορισμού μεσοπρόθεσμων στόχων, με την προϋπόθεση τακτικών επιστημονικών ελέγχων. Υποστηρίζει τη θέσπιση στόχου από την ΕΕ, στο πλαίσιο των αναγκαίων μειώσεων σύμφωνα με το IPCC από τις ανεπτυγμένες χώρες ως ομάδα, ώστε να μειωθούν οι εκπομπές κατά 80-95% μέχρι το 2050 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990».

[7] Μία ανασκόπηση των στόχων και δράσεων που κατατέθηκαν μέχρι σήμερα περιέχεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

[8] Βάσει της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης, η χρηματοδότηση για τον περιορισμό θα αποτελέσει προτεραιότητα για τις πλέον ευπρόσβλητες αναπτυσσόμενες χώρες όπως είναι οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ΛΑΧ/LDC, τα αναπτυσσόμενα μικρά νησιωτικά κράτη (SIDS) και η Αφρική.

[9] Ακόμη και μέσω της συμμαχίας όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος του πλανήτη (Global Climate Change Alliance (GCCA)).

[10] Συμβούλιο ECOFIN, 9 Ιουνίου 2009 και COM(2009) 475/3

[11] Πρβλ. COM(2009) 475/3

[12] Άρθρα 11α παράγραφος 5 και 11α παράγραφος 9 της οδηγίας για το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (2009/29/EΚ) και άρθρο 5 παράγραφος 2 της απόφασης αριθ. 406/2009/EΚ.