52007DC0185




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 18.4.2007

COM(2007) 185 τελικό

ΠΡΑΣΙΝH ΒΙΒΛΟΣ

Η δημόσια πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Γενική επισκόπηση

ΠΡΑΣΙΝH ΒΙΒΛΟΣ

Η δημόσια πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Γενική επισκόπηση

Εισαγωγή

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξελίχθηκαν βαθμιαία προς την κατεύθυνση ευρύτερου ανοίγματος προς το κοινό. Η γενική αρχή του ανοίγματος είχε εισαχθεί από τη συνθήκη του Μάαστριχ το 1991, με σκοπό την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα των οργάνων. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξέδωσαν κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφά τους ως επιπρόσθετο και ουσιαστικό μέρος της πληροφοριακής και επικοινωνιακής τους πολιτικής. Το 1996, το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού θεσπίστηκε με το άρθρο 255 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1049/2001[1] υλοποιεί το δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος ισχύει από τις 3 Δεκεμβρίου 2001, είχε ως αποτέλεσμα απότομη και σταθερή αύξηση των αιτήσεων πρόσβασης σε έγγραφα, όπως φαίνεται από τις ετήσιες εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν από τα τρία όργανα[2] Τον Ιανουάριο 2004, η Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού, στην οποία περιλαμβανόταν μια πρώτη εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί στην πράξη το καθεστώς της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα της ΕΕ[3] και η οποία έδειξε ότι ο αριθμός των αιτήσεων πρόσβασης αυξανόταν κατά 50% περίπου ετησίως. Δεδομένου ότι είχαν ικανοποιηθεί τα δύο τρίτα κατά μέσον όρο των αιτήσεων, συνεπάγεται ότι ο κανονισμός αυτός έθεσε στη διάθεση του κοινού έναν σημαντικό αριθμό εγγράφων τα οποία μέχρι τότε ήταν αδημοσίευτα. Από την άλλη μεριά, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό παρείχαν κατάλληλη προστασία των νόμιμων συμφερόντων. Παρόλο που η εφαρμογή του κανονισμού είχε ως συνέπεια επιβάρυνση του φόρτου εργασίας των οργάνων, το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι λειτούργησε εξαιρετικά καλά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να τροποποιηθεί βραχυπρόθεσμα αυτός ο κανονισμός, αλλά ότι διάφορες βελτιώσεις ήταν εφικτές χωρίς τροποποίηση της νομοθεσίας.

Έχουν περάσει τρία χρόνια από την προαναφερόμενη πρώτη αξιολόγηση, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκτήθηκε περισσότερη πείρα, δημιουργήθηκε ένα σύνολο νομολογίας και δόθηκε απάντηση από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή σε έναν ορισμένο αριθμό καταγγελιών. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν νέο κανονισμό για την εφαρμογή της σύμβασης του Århus[4] στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο οποίος θα έχει επιπτώσεις στην πρόσβαση σε έγγραφα που περιλαμβάνουν περιβαλλοντικές πληροφορίες.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους φαίνεται σήμερα σκόπιμο να εκτιμηθεί κατά πόσον ο κανονισμός αυτός χρειάζεται να τροποποιηθεί. Κατά συνέπεια, όταν, στις 9 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να εγκαινιάσει την «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Διαφάνειας»[5], είχε προβλέψει επανεξέταση του κανονισμού 1049/2001 ως μέρος αυτής της προσπάθειας δημιουργίας ευρύτερου ανοίγματος. Με ψήφισμά του που εγκρίθηκε στις 4 Απριλίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να παρουσιάσει προτάσεις τροποποίησης αυτού του κανονισμού[6].

Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα αποτελεί μια από τις πτυχές της πολιτικής ανοίγματος και ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να αξιολογηθεί ως μέρος του ευρύτερου πλαισίου της πολιτικής πληροφόρησης και επικοινωνίας των οργάνων. Ως εκ τούτου, η νέα πολιτική δημοσιοποίησης των συνεδριάσεων του Συμβουλίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Στο παρόν έγγραφο διαβούλευσης, η Επιτροπή πραγματοποιεί κατά πρώτον λόγο απολογισμό των υφιστάμενων κανόνων που διέπουν το δικαίωμα του κοινού να έχει πρόσβαση στα έγγραφα και της εφαρμογής αυτών των κανόνων· εν συνεχεία, προτείνει ορισμένες εναλλακτικές λύσεις για τη βελτίωση της νομοθεσίας, καθώς επίσης και πρακτικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της πρόσβασης στα έγγραφα των οργάνων.

Το κοινό καλείται να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με το καθεστώς της πρόσβασης στα έγγραφα των ευρωπαϊκών οργάνων και επίσης να αντιδράσει ως προς τις εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται στο παρόν έγγραφο. Μέσω του ερωτηματολογίου, η Επιτροπή επιδιώκει να λάβει γνώση των απόψεων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των οικονομικών παραγόντων, των δημόσιων αρχών και άλλων οργανισμών που ενδιαφέρονται για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις.

Η δημόσια διαβούλευση εγκαινιάζεται με τη δημοσίευση της παρούσας Πράσινης Βίβλου και θα διαρκέσει τρεις μήνες. Πρόθεση της Επιτροπής είναι να αναλύσει προσεκτικά τις απαντήσεις που θα λάβει και να δημοσιεύσει έκθεση στην οποία θα συγκεφαλαιώνονται τα αποτελέσματα αυτής της δημόσιας διαβούλευσης και θα διαγράφονται τα μέτρα μεταπαρακολούθησης που θα προτίθεται να λάβει. Επί τη βάσει αυτής της έκθεσης, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για τροποποιήσεις του κανονισμού 1049/2001.

Το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα έχει ως εξής:

Δημόσια διαβούλευση: Έκθεση σχετικά με τα πορίσματα: Προτάσεις τροποποίησης του κανονισμού: | από τα μέσα Απριλίου ως τα μέσα Ιουλίου 2007 Σεπτέμβριος 2007 Οκτώβριος 2007. |

Πρώτο μέρος : Εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων που διέπουν την πρόσβαση του κοινού |

- 1. Η εφαρμογή του κανονισμού

Οι στατιστικές δείχνουν ότι, κατά γενικό κανόνα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ικανοποιούν δύο στις τρεις αιτήσεις πρόσβασης. Το Κοινοβούλιο ικανοποιεί περισσότερο του 80% των αιτήσεων που του απευθύνονται, πράγμα που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια φύση των συνεδριάσεών του.

Έχει αυξηθεί σταθερά ο αριθμός των αρχικών αιτήσεων πρόσβασης που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο και την Επιτροπή. Ο αριθμός των αιτήσεων που υποβάλλονται στο Συμβούλιο παραμένει σταθερός, πράγμα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον αυξανόμενο αριθμό των εγγράφων που είναι αυτομάτως διαθέσιμα από το δημόσιο μητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου. Από την άλλη μεριά, ο αριθμός των επιβεβαιωτικών αιτήσεων (π.χ. αιτήσεων που ζητούν από το όργανο να επανεξετάσει άρνησή του παροχής πρόσβασης) παραμένει λίγο πολύ σταθερός[7]. Συνολικά, μόνο το 4% του συνόλου των αρχικών αιτήσεων που είχαν υποβληθεί στα τρία όργανα οδήγησαν σε επιβεβαιωτικές αιτήσεις. Οι αιτήσεις που απευθύνονται στο Δικαστήριο και οι καταγγελίες που απευθύνονται στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο μέρος του συνολικού αριθμού των αιτήσεων που διεκπεραιώνονται.

Κατά συνέπεια, η έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού, που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2004, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση του κοινού είχαν λειτουργήσει κατά πολύ ικανοποιητικό τρόπο. Η πρόσφατη εμπειρία φαίνεται ότι επιβεβαιώνει τα πορίσματα αυτής της έκθεσης, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση σχετικά με τις νομοθετικές διαδικασίες και την επέκταση της παροχής προορατικών πληροφοριών από τα όργανα. Εντούτοις, θα μπορούσε να διασαφηνιστεί περισσότερο το ζήτημα της εφαρμογής του γενικού δικαιώματος πρόσβασης όταν ταυτοχρόνως χρειάζεται να πραγματοποιηθεί εξισορρόπηση μεταξύ της και ορισμένων συμφερόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης υποθέσεων, όπως η προστασία των δεδομένων ή ορισμένα ειδικά δικαιώματα πρόσβασης.

1.1. Αποδέκτες και κατηγορίες αιτούμενων εγγράφων

- Παρόλο που όλο και περισσότεροι πολίτες κάνουν χρήση του δικαιώματος πρόσβασής τους, οι περισσότερες αιτήσεις υποβάλλονται από πρόσωπα ειδικευμένα στις υποθέσεις της ΕΕ : οικονομικοί παράγοντες, δικηγορικά γραφεία, ΜΚΟ και πανεπιστημιακοί.

- Οι κυριότεροι τομείς ενδιαφέροντος είναι οι υποθέσεις ανταγωνισμού [8], η φορολογία, η εσωτερική αγορά, το περιβάλλον, οι δημόσιες συμβάσεις (Επιτροπή) και η δικαιοσύνη και η ασφάλεια (Συμβούλιο).

- Οι αιτήσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή έχουν συχνά σχέση με πλήρεις ειδικούς φακέλους ή φέρουν τη μνεία «όλα τα έγγραφα» για ένα συγκεκριμένο θέμα, πράγμα που απαιτεί ανάλυση ενός μεγάλου αριθμού εγγράφων.

- Πολλές αιτήσεις πρόσβασης, ιδίως μεταξύ αυτών που υποβάλλονται στην Επιτροπή, συνδέονται με δικαστικές προσφυγές · ορισμένοι από τους αιτούντες ζητούν να έχουν πρόσβαση σε υλικό το οποίο μπορεί να είναι χρήσιμο σε περίπτωση υποβολής καταγγελίας ή κίνησης δικαστικής διαδικασίας.

1.2. Περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης

Σε έναν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, πραγματοποιείται επίκληση ορισμένων εξαιρέσεων, οι συχνότερα αναφερόμενες μεταξύ των οποίων είναι οι εξής:

η διαδικασία λήψης αποφάσεων | Συμβούλιο Επιτροπή |

επιθεωρήσεις και έρευνες (π.χ. παραβάσεις, συμπράξεις, έλεγχοι συγκεντρώσεων, κρατικές ενισχύσεις, υποθέσεις εμπορικής υπεράσπισης, έρευνες που διενεργούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) | Επιτροπή |

τα συμφέροντα τρίτων μερών που εμπλέκονται σε μια διοικητική διαδικασία (εμπορικά συμφέροντα, προστασία των δεδομένων) | Επιτροπή Κοινοβούλιο |

1.3. Πρόσβαση του κοινού και προστασία των δεδομένων

Το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και το δικαίωμα των ατόμων όσον αφορά την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων αποτελούν αμφότερα μέρος της συνθήκης ΕΚ (άρθρα 255 και 286 αντιστοίχως). Η υλοποίησή τους πραγματοποιείται μέσω δύο κανονισμών: αριθ. 45/2001 για την προστασία των δεδομένων[9] και αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Εντούτοις, τα δύο αυτά δικαιώματα ενδέχεται να συγκρουστούν σε περίπτωση που το αίτημα της πρόσβασης αφορά συγκεκριμένα πληροφορίες που έχουν σχέση με ένα άτομο. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει αναφερθεί σε αυτό το ζήτημα σε ένα έγγραφο πληροφόρησης, με παροχή χρήσιμης πρακτικής καθοδήγησης για τη διεκπεραίωση αυτών των αιτήσεων[10]. Τρεις υποθέσεις σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να κοινολογήσει προσωπικά δεδομένα εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Πρωτοδικείου[11]. Δύο άλλες υποθέσεις που εκκρεμούν αφορούν μεταξύ άλλων το ζήτημα της προστασίας των δεδομένων[12].

1.4. Γενικά και ειδικά δικαιώματα πρόσβασης

Σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι η παροχή στο κοινό της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων της Κοινότητας.

Σε μέρη που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, ειδικοί κανόνες παρέχουν προνομιακό δικαίωμα πρόσβασης στα οικεία έγγραφα τα οποία δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν στο κοινό. Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, η πρόσβαση υπόκειται συχνά σε ειδικούς όρους και διαδικασίες, που εξασφαλίζουν συνολικά μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της ανάγκης προστασίας της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών.

Η σχέση μεταξύ δημόσιας πρόσβασης και προνομιακής πρόσβασης ενδέχεται να χρειάζεται να διασαφηνιστεί προς αποφυγήν αντιφάσεων.

1.5. Ενεργός παροχή πληροφοριών

Τα δημόσια μητρώα επιτρέπουν στους πολίτες να εντοπίζουν έγγραφα που θα μπορούσαν να τους ενδιαφέρουν και να ασκούν πραγματικά το δικαίωμα πρόσβασής τους. Σε περιπτώσεις εγγράφων στα οποία μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στο κοινό, τα όργανα τα καθιστούν άμεσα διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Υπάρχουν ακόμα δυνατότητες βελτιώσεων όσον αφορά:

- το πεδίο που καλύπτεται από τα μητρώα, ιδίως από τα μητρώα της Επιτροπής·

- τον αριθμό εγγράφων ή την ποσότητα πληροφοριών στις οποίες παρέχεται άμεση πρόσβαση στο κοινό·

- τον φιλικό προς τον χρήση χαρακτήρα των συστημάτων ηλεκτρονικής πληροφόρησης.

Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν ήδη αρχίσει να εξετάζουν τους τρόπους βελτίωσης της διάδοσης πληροφοριών μέσω του Διαδικτύου. Οι βελτιώσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τροποποίηση της νομοθεσίας.

2. Η νομολογία σχετικά με τον κανονισμό 1049/2001

Παρόλο που ο αριθμός των προσφυγών στο Πρωτοδικείο είναι πολύ περιορισμένος σε σύγκριση με τον αριθμό των αιτήσεων πρόσβασης, το Πρωτοδικείο, σε μια σειρά πρόσφατων αποφάσεών του, διασαφήνισε ορισμένες από τις διατάξεις αυτού του κανονισμού και, ιδίως, την εμβέλεια ορισμένων εξαιρέσεων του δικαιώματος πρόσβασης, πράγμα που συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση της εφαρμογής των υφισταμένων κανόνων. Η ενσωμάτωση της πάγιας νομολογίας σε ένα νέο νομοθετικό κείμενο θα παρείχε μεγαλύτερη νομική σαφήνεια στους πολίτες και βελτιωμένη καθοδήγηση στα όργανα για την διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης.

2.1. Γενικά χαρακτηριστικά του κανονισμού

Το Πρωτοδικείο έχει σαφώς δηλώσει ότι αντικείμενο του κανονισμού είναι να εξασφαλίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα. Το ειδικό ενδιαφέρον ενός προσώπου για να του δοθεί πρόσβαση σε ένα έγγραφο, π.χ. για να υποστηρίξει τη θέση του στο πλαίσιο μιας δίκης, δεν έχει σημασία από την άποψη της απόφασης για το κατά πόσον θα κοινολογηθεί ή όχι το οικείο έγγραφο όταν το όργανο εφαρμόζει τις υποχρεωτικές εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 4 (1) (α) ή όταν ένα κράτος μέλος αντιτίθεται στην κοινολόγηση των εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 4(5)[13]. Σε μια πρόσφατη απόφαση, το Πρωτοδικείου αποφάνθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού βάσει του οποίου ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση, μια αίτηση πρόσβασης πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διεκπεραίωσης ασχέτως του προσώπου που την έχει υποβάλει[14]. Στην ίδια απόφαση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα υπεράσπισης ενός αιτούντος σε μια υπόθεση είναι ιδιωτικής φύσης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποτελεί υπερισχύον δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την κοινολόγηση ενός εγγράφου[15].

2.2. Διαδικαστικά ζητήματα

2.2.1. Η ανάγκη πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανάλυσης των εγγράφων στα οποία υποβάλλεται αίτηση πρόσβασης

Η άρνηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα πρέπει, καταρχήν, να βασίζεται σε συγκεκριμένη ανάλυση του περιεχομένου τους έτσι ώστε να εκτιμάται ο βαθμός στον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί εξαίρεση του δικαιώματος πρόσβασης και η δυνατότητα παροχής μερικής πρόσβασης. Εντούτοις, η εξέταση αυτή ενδέχεται να μην είναι αναγκαία σε περίπτωση που, λόγω ειδικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι προφανές ότι πρέπει να απορριφθεί ή, αντιθέτως, να παρασχεθεί η πρόσβαση[16].

2.2.2. Η διεκπεραίωση αιτήσεων μεγάλου όγκου

Σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, το γεγονός ότι μια αίτηση πρόσβασης αφορά απλώς και μόνο έναν μεγάλο αριθμό εγγράφων δεν απαλλάσσει τα όργανα από την υποχρέωση να διενεργήσουν συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων. Στην ίδια απόφαση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο διοικητικός φόρτος τον οποίο συνεπάγεται μια συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των εγγράφων θα υπερέβαινε το αντικείμενο μιας λογικής αίτησης, μπορεί να επιτρέπεται παρέκκλιση από την υποχρέωση εξέτασης των εγγράφων. Εντούτοις, τα όργανα πρέπει να διερευνήσουν όλες τις άλλες εφικτές εναλλακτικές λύσεις για να περιορίσουν τον φόρτο της εργασίας τους και να ικανοποιήσουν εν μέρει τουλάχιστον το αίτημα που τους έχει απευθύνει ο υποβάλλων την αίτηση[17].

2.3. Διασαφήνιση των εξαιρέσεων

2.3.1. Η προστασία των νομικών συμβουλών – άρθρο 4(2) 2 ο εδάφιο

Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εξαίρεση που αποσκοπεί στην προστασία των «νομικών συμβουλών», όπως προβλέπεται στο άρθρο 4(2), δεύτερο εδάφιο του κανονισμού, εφαρμόζεται για κάθε νομική συμβουλή η οποία παρέχεται από τη νομική υπηρεσία ή από τα όργανα και δεν περιορίζεται στις νομικές συμβουλές που παρέχονται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών. Εντούτοις, όπως συμβαίνει και σχετικά με τα υπόλοιπα έγγραφα σχετικά με τα προστατευόμενα συμφέροντα, η άρνηση κοινολόγησης ενός εγγράφου το οποίο περιλαμβάνει νομική συμβουλή πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση[18]. Ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμεί έφεση κατά αυτής της απόφασης.

2.3.2. Η προστασία των ερευνών – άρθρο 4(2) 3 ο εδάφιο

Το Πρωτοδικείο έχει διασαφηνίσει το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες εγγράφων τα οποία αφορούν εκκρεμείς έρευνες, καλύπτονται από τον σκοπό αυτών των ερευνών. Όσον αφορά τις διαδικασίες παράβασης, το Πρωτοδικείο έχει αποφανθεί ότι τα κράτη μέλη δικαιούνται να αναμένουν από την Επιτροπή εγγύηση της εμπιστευτικότητας κατά τη διάρκεια της διενέργειας ερευνών οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε διαδικασίες παράβασης. Αυτή η απαίτηση εμπιστευτικότητας εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και μετά από την παραπομπή του ζητήματος στο Δικαστήριο[19].

Πιο πρόσφατα, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι οι πράξεις έρευνας ή επιθεώρησης μπορούν να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από την εξαίρεση που βασίζεται στην προστασία της επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου καθόλη τη διάρκεια της διενέργειας των ερευνών ή των επιθεωρήσεων, ακόμα και σε περίπτωση που έχει ολοκληρωθεί η εν λόγω έρευνα ή επιθεώρηση που ήταν το αντικείμενο της έκθεσης στην οποία επιζητείται πρόσβαση. Εντούτοις, η δυνατότητα παροχής πρόσβασης σε τέτοια έγγραφα δεν μπορεί να εξαρτάται από ένα γεγονός αβέβαιο, μελλοντικό και ενδεχομένως απομακρυσμένο[20]. Για τη συγκεκριμένη εφαρμογή αυτών των γενικών αρχών ενδέχεται να απαιτείται διασαφήνιση.

2.3.3. Η ικανότητα των κρατών μελών να αντιτίθενται στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από αυτά – άρθρο 4(5) του κανονισμού

Η δήλωση αριθ. 35 που επισυνάπτεται στην τελική πράξη της συνθήκης του Άμστερνταμ προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο να μην γνωστοποιήσει σε τρίτα μέρη ένα έγγραφο προερχόμενο από το κράτος αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του. Η δήλωση αυτή αναφέρεται στο άρθρο 4(5) του κανονισμού. Το Πρωτοδικείο απεφάνθη ότι, σε περίπτωση που το κράτος μέλος προέλευσης έχει ζητήσει να μην δημοσιοποιηθεί ένα έγγραφο, η απάντηση που δίνεται στην αίτηση πρόσβασης σε αυτό το έγγραφο εξαρτάται από τις οικείες εθνικές διατάξεις και όχι από τον κανονισμό[21]. Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, τα όργανα πρέπει πάντοτε να συμβουλεύονται τις αρχές του κράτους μέλους όταν είναι αποδέκτες αίτησης πρόσβασης σε ένα έγγραφο το οποίο προέρχεται από αυτό το κράτος μέλος. Σημειωτέον, εντούτοις, ότι η απόφαση στην υπόθεση T-168/02, Internationaler Tierschutz-Fonds GmbH εναντίον Επιτροπής, αποτελεί αντικείμενο έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.

2.3.4. Η σχέση μεταξύ του κανονισμού και των ειδικών κανόνων που διέπουν την εμπιστευτικότητα

Σε δύο αποφάσεις του, το Πρωτοδικείο απεφάνθη ότι το απόρρητο των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί lex specialis κατά παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα[22]. Μέχρι σήμερα, το σκεπτικό αυτό δεν έχει επεκταθεί σε άλλους τομείς στους οποίους ισχύουν ειδικοί κανόνες περί εμπιστευτικότητας. Επιπλέον, η απαίτηση απορρήτου για τις εργασίες ενός οργάνου δεν σημαίνει ότι τα έγγραφα που συντάσσονται ή εξετάζονται από αυτό το όργανο αποτελούν αντικείμενο της ίδιας απαίτησης απορρήτου. Εντούτοις, υπάρχει ανάγκη διασαφήνισης της σχέσης μεταξύ του γενικού καθεστώτος της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα και των ειδικών κανόνων που έχουν οριστεί από τον κοινοτικό νομοθέτη για να εξασφαλίζεται η λειτουργική αποτελεσματικότητα ορισμένων αρμοδιοτήτων σχετικά με τη συλλογή πληροφοριών, οι οποίες έχουν ουσιαστική σημασία για τις οικείες διαδικασίες.

2.3.5. Διαφάνεια και υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου

Η γενική αρχή της διαφάνειας που θεσπίζεται στο άρθρο 255 της συνθήκης ΕΚ μετριάζεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που θεσπίζεται στο άρθρο 287, στο οποίο πραγματοποιείται ρητή παραπομπή σε διάφορες πράξεις του παράγωγου δικαίου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην πολιτική ανταγωνισμού, όταν η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες που της παρέχονται ή τις οποίες αποσπά από επιχειρήσεις, αλλά επίσης και σε υποθέσεις εμπορικής άμυνας[23] και στις δημόσιες συμβάσεις. Το άρθρο 28 του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι οι πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται κατά τη διενέργεια επιθεωρήσεων και ερευνών ή λαμβάνονται μετά από αίτηση παροχής πληροφοριών, πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο έχουν αποκτηθεί και ότι καμία τέτοια πληροφορία που καλύπτεται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου δεν θα πρέπει να δημοσιοποιείται. Παρά το γεγονός ότι ούτε το άρθρο 287 της συνθήκης ΕΚ ούτε το άρθρο 28 του κανονισμού 1/2003 αναφέρει ρητά ποιο είδος πληροφοριών καλύπτεται από την υποχρέωση αυτή, το Πρωτοδικείο έχει ήδη διασαφηνίσει την έννοια των «επαγγελματικών απορρήτων», αποφαινόμενο ότι αφορά τις πληροφορίες των οποίων όχι μόνο η δημοσιοποίηση αλλά επίσης και η απλή γνωστοποίηση σε πρόσωπο διαφορετικό από αυτό το οποίο έχει παράσχει την πληροφορία ενδέχεται να ζημιώσει σοβαρά τα συμφέρονται αυτού του προσώπου[24]. Εντούτοις, η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου μπορεί να παρεμποδίσει τη δημοσιοποίηση πληροφοριών για τις οποίες δεν απαιτείται η ειδική προστασία που παρέχεται σε περιπτώσεις επιχειρηματικού απορρήτου. Για τα ζητήματα αυτά, ενδέχεται να χρειάζεται περαιτέρω διασαφήνιση.

3. Aλλα στοιχεία

3.1. Εφαρμογή της σύμβασης Århus στα όργανα και στους οργανισμούς της Κοινότητας

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2006, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό 1367/2006 για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα[25]. Ο κανονισμός αυτός θα τεθεί σε ισχύ στις 28 Ιουνίου 2007.

Ο νέος αυτός κανονισμός καλύπτει διάφορες πτυχές της συμμετοχής των πολιτών στην περιβαλλοντική πολιτική:

- πρόσβαση στην πληροφόρηση κατόπιν σχετικής αίτησης

- διάδοση των πληροφοριών

- πρόσβαση σε σχέδια και προγράμματα

- το δικαίωμα αίτησης διοικητικής επανεξέτασης μιας απόφασης ή μιας παράλειψης απόφασης.

Στο πλαίσιο του παρόντος εγγράφου, πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο οι διατάξεις οι οποίες αφορούν την πρόσβαση στην πληροφόρηση κατόπιν σχετικής αίτησης.

Ο κανονισμός 1049/2001 ορίζει ένα γενικό καθεστώς για την πρόσβαση στα έγγραφα. Επειδή η νομική βάση του είναι το άρθρο 255 της συνθήκης ΕΚ, ο κανονισμός 1049/2001 εφαρμόζεται μόνο στο Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και, κατ'επέκταση, στους οργανισμούς της Κοινότητας. Από την άλλη μεριά, ο διατάξεις του κανονισμού 1367/2006 σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες για περιβαλλοντικά θέματα εφαρμόζονται σε όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας. Θα υπάρξει ένας ορισμένος βαθμός αλληλεπικάλυψης μεταξύ του κανονισμού 1049/2001, του νέου κανονισμού 1367/2006 και των εθελοντικών διατάξεων που εκδίδονται από άλλα όργανα και οργανισμούς. Σημειωτέον επίσης ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης που ορίζονται σε αμφότερους αυτούς τους κανονισμούς δεν συμπίπτουν απολύτως.

Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και τους αποδέκτες, η κατάσταση μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής:

Πεδίο εφαρμογής και αποδέκτες |

Νομικό πλαίσιο | Καλυπτόμενα όργανα και οργανισμοί | Υπήκοοι και κάτοικοι της ΕΕ | Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο |

Κανονισμοί 1049/2001 + 1367/2006 | Κοινοβούλιο Συμβούλιο Επιτροπή Οργανισμοί της Κοινότητας | Όλα τα έγγραφα |

Εθελοντικές διατάξεις + Κανονισμός 1367/2006 | Ελεγκτικό Συνέδριο Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή Επιτροπή των Περιφερειών Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής | Όλα τα έγγραφα | Μόνο πληροφορίες για περιβαλλοντικά θέματα |

Κανονισμός 1367/2006 | Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων Δικαστήριο (εκτός όταν δρα υπό δικαστική ιδιότητα) | Μόνο πληροφορίες για περιβαλλοντικά θέματα |

3.2 Η διαφάνεια των συνεδριάσεων του Συμβουλίου

Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του στις 15 και 16 Ιουνίου 2006, τόνισε πόσο σημαντικό είναι να επιτρέπεται στους πολίτες να λαμβάνουν πληροφορίες από πρώτο χέρι σχετικά με τις δραστηριότητες της ΕΕ, ιδίως μέσω περαιτέρω ενίσχυσης της διαφάνειας. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, το Συμβούλιο τροποποίησε τους διαδικαστικούς του κανόνες για να υλοποιήσει αυτήν τη νέα πολιτική. Σύμφωνα με τα νέα αυτά μέτρα, οι δημόσιες διαβουλεύσεις και συζητήσεις του Συμβουλίου θα αναμεταδίδονται στο Διαδίκτυο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων του Συμβουλίου υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 255 της συνθήκης ΕΚ και του κανονισμού 1049/2001. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι συνεδριάσεις αυτές θα διεξάγονται δημόσια θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που θα εξετάζονται κατά τη διάρκεια αυτών των συνεδριάσεων.

Μεροσ Δευτερο: Εναλλακτικεσ λυσεισ για τη βελτιωση των Κανονων που διεπουν την Προσβαση |

4. Συνολικη Αξιολογηση

Λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που έχει αποκτηθεί με την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001, τη νομολογία του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου καθώς επίσης και τις πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά τη διαφάνεια στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο τροποποιήσεων του καθεστώτος το οποίο ισχύει για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, έτσι ώστε:

- να βελτιωθεί η πρόσβαση στα μητρώα και τα πρωτόκολλα και η άμεση πρόσβαση στα έγγραφα·

- να βελτιωθεί η πληροφόρηση του κοινού εν γένει σχετικά με τις δραστηριότητες των ευρωπαϊκών οργάνων·

- να διασαφηνιστεί το νομικό πλαίσιο·

- να επιτευχθεί ικανοποιητική ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του κοινού στη γνώση και της προστασίας των θεμιτών δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων.

5. Πιο Δραστηρια Πολιτικη Διαδοσησ

5.1. Η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας

Ο κύριος στόχος της νομοθεσίας που αφορά την ελευθερία πληροφόρησης είναι να επιτρέπεται στους πολίτες να συμμετέχουν στενότερα στη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Κατά συνέπεια, η πρώτη προτεραιότητα όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001 ήταν να καταστεί διαφανέστερη και ευκολότερα προσιτή στο ευρύ κοινό η νομοθετική διαδικασία των οργάνων της ΕΕ. Τα δημόσια μητρώα των τριών οργάνων περιλαμβάνουν κυρίως παραπομπές σε έγγραφα που συντάχθηκαν και ανταλλάχθηκαν μεταξύ των οργάνων στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ. Πολλά από τα έγγραφα αυτά είναι πλήρως προσιτά. Η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 12 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο ορίζει ότι τα θεσμικά όργανα «παρέχουν όσο το δυνατόν ευρύτερη άμεση πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα», ιδίως «στα νομοθετικά έγγραφα».

Δεδομένου ότι η ακρίβεια του ορισμού των «νομοθετικών εγγράφων» στο άρθρο 12 αυτού του κανονισμού δεν είναι επαρκής, ο κανονισμός αυτός θα μπορούσε να τροποποιηθεί έτσι ώστε να καθοριστούν οι κατηγορίες εγγράφων τα οποία αποτελούν μέρος της νομοθετικής διαδικασίας και στα οποία θα πρέπει καταρχήν να παρέχεται άμεση και πλήρης πρόσβαση - και σε ποιο στάδιο της διαδικασίας. Προβλέπεται ήδη ότι ο ιστότοπος EUR-LEX θα καλύπτει περισσότερα προπαρασκευαστικά νομοθετικά έγγραφα.

Από την άλλη μεριά, οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες δεν είναι πάντοτε εύκολα προσιτές στους πολίτες. Επί του παρόντος, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν τρόπους ευκολότερης παροχής πρόσβασης στα νομοθετικά έγγραφα.

5.2. Η ενεργός διάδοση σε άλλους τομείς

Τα όργανα διαδίδουν μεγάλες ποσότητες πληροφοριών στους ιστοτόπους τους. Τα δελτία τύπου, στα οποία εξηγούνται περίπλοκα ή τεχνικά θέματα με απλόν τρόπο, αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για το ευρύ κοινό.

Η διάδοση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό εθελούσια. Εντούτοις, ο νέος κανονισμός για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Archus περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την ενεργό διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών[26].

Τα όργανα θα μπορούσαν να διαμορφώσουν πιο συστηματική πολιτική έτσι ώστε τα έγγραφα να καταστούν άμεσα προσιτά στο κοινό με τον κατά το δυνατόν φιλικότερο προς τον χρήστη τρόπο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα χρειάζονταν επιπρόσθετοι ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι όσον αφορά τη διαχείριση της ροής των εργασιών και των βάσεων δεδομένων και των ιστοτόπων. Από την άλλη μεριά, όπως φαίνεται από την πείρα του Συμβουλίου, θα μπορούσε κατ'αυτόν τον τρόπο να μειωθεί ο αριθμός των αιτήσεων πρόσβασης ή, τουλάχιστον, να καταστεί λιγότερο επαχθής η διεκπεραίωση των αιτήσεων.

Οι κυριότεροι ιστότοποι τους οποίους διαχειρίζονται τα όργανα είναι οι εξής:

EUR-LEX ( Νομοθεσία της ΕΕ):http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm

Νομοθετικά έγγραφα στο στάδιο της προπαρασκευής:http://ec.europa.eu/prelex/apcnet.cfm?CL=en

Νομοθετικό παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:http://www.europarl.europa.eu/oeil/

Μητρώο των εγγράφων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: http://www.europarl.europa.eu/registre/recherche/RechercheSimplifiee.cfm?langue=EN

Mητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου:http://www.consilium.europa.eu/cms3_applications/showPage.asp?lang=en&id=549&mode=g&name=

Μητρώο των εγγράφων της Επιτροπής:http://ec.europa.eu/transparency/regdoc/registre.cfm?CL=en&testjs=1

Μητρώο επιτροπολογίας:http://ec.europa.eu/transparency/regcomitology/registre.cfm?CL=en

Ερώτηση 1: Θα χαρακτηρίζατε τις πληροφορίες που παρέχονται μέσω των μητρώων και των ιστοτόπων των οργάνων ως |

A | πλήρεις και ευπρόσιτες; |

B | πλήρεις αλλά δυσεύρετες; |

Γ | ευπρόσιτες αλλά ανεπαρκείς όσον αφορά την κάλυψή τους; |

Δ | ανεπαρκείς και δυσπρόσιτες; |

Άλλα σχόλια σχετικά με τα μητρώα και τους ιστοτόπους: |

Ερώτηση 2: Θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην προώθηση της ενεργού διάδοσης των πληροφοριών, ενδεχομένως με επικέντρωση σε συγκεκριμένους τομείς ιδιαίτερου ενδιαφέροντος; |

ΝΑΙ | ΟΧΙ | Δεν έχω γνώμη |

Επεξήγηση και σχόλια: |

6. Ενσωματωση Των κανονων Σχετικα με την Πρόσβαση σε Περιβαλλοντικεσ Πληροφοριεσ στο Γενικό Συστημα Προσβασησ στα Εγγραφα

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 3.1, υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ του κανονισμού και της σύμβασης του Århus. Όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, η σύμβαση περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών, οι οποίες υπερβαίνουν την υποχρέωση παροχής πληροφοριών κατόπιν σχετικής αίτησης. Η συνύπαρξη των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006 οδηγεί σε δύο καθεστώτα που ως επί του πλείστον συγκλίνουν και είναι συνεκτικά, παρόλο που εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες διαφορές οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποκλίνουσες ερμηνείες.

Οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, είτε μέσω της λειτουργίας ειδικού καθεστώτος που θα διέπει το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, είτε μέσω της τροποποίησης των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001 έτσι ώστε να διασαφηνιστεί η πλήρης συμβατότητά τους με τις διατάξεις του κανονισμού 1367/2006, πράγμα που θα επέτρεπε τη διατήρηση ενός ενιαίου καθεστώτος για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές και άλλες πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η δεύτερη εναλλακτική λύση θα δημιουργούσε μεγαλύτερη νομική σαφήνεια για τον πολίτη, παρόλο που θα υπάρχουν διαφορετικά καθεστώτα για τα άλλα όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας.

Για να δημιουργηθεί ένα ενιαίο καθεστώς πρόσβασης, θα πρέπει να αναθεωρηθεί το σύστημα των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης που θεσπίζεται στον κανονισμό 1049/2001. Θα πρέπει να εξεταστούν τα ακόλουθα σημεία.

- Το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την κοινολόγηση και, ιδίως, το γεγονός ότι οι αιτούμενες πληροφορίες έχουν σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων.

- Ακόμα και στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από την εξαίρεση η οποία αποσκοπεί στην προστασία της δημοσιονομικής, νομισματικής ή οικονομικής πολιτικής της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους [άρθρο 4(1) α, τέταρτο εδάφιο του κανονισμού 1049/2001], οι περιβαλλοντικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα θα πρέπει μολαταύτα να κοινολογούνται.

- Μια ειδική εξαίρεση θα πρέπει να προστεθεί ούτως ώστε να προστατεύεται το περιβάλλον με το οποίο έχει σχέση η αιτούμενη πληροφορία (όπως, π.χ. οι τόποι αναπαραγωγής ή τα σπάνια είδη).

- Εφόσον τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τη Σύμβαση του Århus και από την οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες[27], θα ήταν αντίθετο με αυτές τις διατάξεις αν τα κράτη μέλη αντιτίθεντο στην κοινολόγηση εγγράφων τα οποία θα ήταν υποχρεωμένα να κοινολογήσουν σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία. Από την άλλη μεριά, ο κανονισμός πρέπει να λάβει υπόψη τη δήλωση αριθ. 35 που επισυνάπτεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Τα κράτη μέλη που αντιτίθενται στην κοινολόγηση, εκ μέρους ενός θεσμικού οργάνου, εγγράφων τα οποία προέρχονται από αυτά, θα μπορούσαν να υποχρεωθούν να αιτιολογήσουν τη θέση τους, επί τη βάσει του καθεστώτος των εξαιρέσεων, είτε δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 είτε επί τη βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας.

Ερώτηση 3: Θα παρείχε μεγαλύτερη σαφήνεια στους πολίτες ένα ενιαίο σύνολο κανόνων πρόσβασης στα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που περιέχουν περιβαλλοντικές πληροφορίες; |

ΝΑΙ | ΟΧΙ | Δεν έχω γνώμη |

Επεξήγηση και σχόλια: |

7. Η εξισορροπηση συμφεροντων

7.1. Η πρόσβαση του κοινού και η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Είναι προτιμότερο να περιμένουμε τη νομολογία σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο δικαιωμάτων[28] προτού να διαμορφώσουμε συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με τη διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, εντός του υφισταμένου νομικού πλαισίου, τα όργανα θα μπορούσαν να καθορίσουν κριτήρια για την κοινολόγηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, επί τη βάσει των ακολούθων γενικών αρχών:

- η κοινολόγηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δικαιολογείται λόγω δημόσιου συμφέροντος. Αυτή θα μπορούσε να είναι η περίπτωση όταν τα φυσικά πρόσωπα έχουν δημόσια αρμοδιότητα και ενεργούν επισήμως και η προς κοινολόγηση πληροφορία έχει σχέση μόνο με την άσκηση των επισήμων καθηκόντων τους, εκτός εάν υφίστανται συγκεκριμένοι λόγοι προστασίας της ταυτότητάς τους (π.χ. ανακριτές)·

- είναι προφανές ότι η κοινολόγηση δεν θίγει την ιδιωτική ζωή ή την ακεραιότητα του προσώπου.

Ερώτηση 4: Πώς θα μπορούσε να διασαφηνιστεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4 (1) (β) του κανονισμού 1049/2001 έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προσήκουσα προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα; |

A | Η παροχή μερικής πρόσβασης στα έγγραφα, με απόκρυψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος εξασφάλισης της ισορροπίας μεταξύ της διαφάνειας και της προστασίας των δεδομένων. |

B | Η κοινολόγηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει πάντοτε να αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στον κανονισμό σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της διεκπεραίωσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (κανονισμός 45/2001). |

Γ | Η κοινολόγηση ορισμένων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να αξιολογείται επί τη βάσει των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1049/2001, σε περίπτωση που το θεμιτό της κοινολόγησης δεν χρειάζεται να εκτιμηθεί κατά περίπτωση σύμφωνα με τον κανονισμό 45/2001. |

Επεξήγηση και σχόλια: |

7.2. Η δημόσια πρόσβαση σε εμπορικά ή οικονομικά συμφέροντα

Στη συνθήκη ΕΚ εξασφαλίζεται ισορροπία μεταξύ της γενικής αρχής της διαφάνειας που επιβάλλεται από το άρθρο 255 και της υποχρέωσης της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 287, όσον αφορά ιδίως πληροφορίες σχετικά με επιχειρήσεις, με τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.

Αυτή η ισορροπία μεταξύ της διαφάνειας και της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου έχει ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για την Επιτροπή, που έχει στην κατοχή της πληροφορίες οι οποίες της παρέχονται ή τις οποίες λαμβάνει από ιδιώτες στα πλαίσια ερευνών που αφορούν υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, καταπολέμησης μονοπωλίων, συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων, εμπορικής άμυνας ή καταπολέμησης της απάτης, καθώς επίσης και σχετικά με διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων και παροχής επιχορηγήσεων. Η προσήκουσα προστασία αυτών των πληροφοριών έχει καθοριστική σημασία για τη συνεργασία μεταξύ των μερών που εμπλέκονται σ'αυτές τις διαδικασίες και, κατά συνέπεια, για την αποτελεσματικότητα της υλοποίησης των οικείων κοινοτικών πολιτικών. Ως εκ τούτου, οι κοινοτικοί νομοθέτες έχουν θεσπίσει ειδικούς κανόνες πρόσβασης σχετικά με αυτές τις πληροφορίες. Οι κανόνες αυτοί χρειάζεται να εφαρμόζονται ταυτοχρόνως με τον κανονισμό και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η συνοχή μεταξύ των μεν και του δε.

Σε απόφασή του της 30ής Μαΐου 2006[29], Το Πρωτοδικείο θεσπίζει ορισμένα κριτήρια για τον καθορισμό του είδους των πληροφοριών που υπόκεινται στην υποχρέωση προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου. Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, ο κανονισμός θα μπορούσε να προβλέπει ότι καμία πρόσβαση δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί σε έγγραφα τα οποία περιλαμβάνουν πληροφορίες που είναι γνωστές από έναν περιορισμένο αριθμό προσώπων εφόσον η κοινολόγησή τους δύναται να προκαλέσει σοβαρή ζημία στα νόμιμα συμφέροντα του προσώπου που τις είχε παράσχει ή σε τρίτους. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να διασαφηνίζονται από την άποψη της λειτουργικότητας, έχοντας υπόψη τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του νομικού ή φυσικού προσώπου το οποίο παρέχει τις πληροφορίες, η γνώμη του οποίου χρειάζεται να ληφθεί πριν από οποιανδήποτε κοινολόγηση, καθώς επίσης και του ενυπάρχοντος κινδύνου ή αξιολόγηση της ενδεχόμενης σοβαρής ζημίας που μπορεί να προξενηθεί στα νόμιμα συμφέροντα να είναι δυσχερέστερη μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον κανονισμό 1367/2006 για την εφαρμογή της Σύμβασης του Århus, η κοινολόγηση θα κριθεί ότι συνιστά υπερισχύον δημόσιο συμφέρον εφόσον οι αιτούμενες πληροφορίες έχουν σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον και η εξαίρεση αφορά την προστασία εμπορικών συμφερόντων.

Η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία διέπεται από διεθνείς συμφωνίες, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση.

Ερώτηση 5: Πώς θα πρέπει να διασαφηνιστεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4 (2), πρώτο εδάφιο του κανονισμού 1049/2001, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προσήκουσα προστασία των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων τρίτων μερών; |

A | Το υφιστάμενο σύστημα που εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων και του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά την κοινολόγηση, αποτελεί ικανοποιητικό συμβιβασμό. |

B | Θα πρέπει να δοθεί περισσότερο βάρος στα πλεονεκτήματα της κοινολόγησης. |

Γ | Οι υφιστάμενοι κανόνες δεν προστατεύουν επαρκώς τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα. |

Eπεξήγηση και σχόλια: |

7.3. Δημόσια πρόσβαση και χρηστή διοικητική διαχείριση

Η πείρα έχει δείξει ότι η διεκπεραίωση των αιτήσεων μπορεί να είναι επαχθής. Δεδομένου ότι σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι η κοινολόγηση πληροφοριών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον, τα όργανα οφείλουν να εξασφαλίζουν ισορροπία μεταξύ της σκοπιμότητας της κοινολόγησης και του φόρτου εργασίας τον οποίο συνεπάγεται η διεκπεραίωση μιας αίτησης. Μια κατάσταση στην οποία σημαντικοί πόροι αφιερώνονται για έναν περιορισμένο αριθμό ογκωδών, πολύπλοκων ή κατά κάποιον άλλο τρόπο επαχθών αιτήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με το δημόσιο συμφέρον. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να είναι χρήσιμο να καθοριστούν κριτήρια σχετικά με την αναλογικότητα των αιτήσεων πρόσβασης. Για να συμφιλιωθεί η ανάγκη διαφάνειας με τη γενική αρχή της χρηστής διοικητικής διαχείρισης, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες παράμετροι:

- ο όγκος της αιτούμενης τεκμηρίωσης

- ο καθορισμός των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων

- τα χρονικά πλαίσια που καθορίζουν τη σκοπιμότητα των εξαιρέσεων.

7.3.1 Υπερβολικές αιτήσεις

Σε αντίθεση με πολλά εθνικά καθεστώτα που διέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα ή πληροφορίες, ο κανονισμός 1049/2001 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετικά με τις υπερβολικές ή καταχρηστικές αιτήσεις. Στην πράξη, η συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων ενός ολόκληρου αρχείου που διενεργείται στο πλαίσιο μιας αίτησης πρόσβασης μπορεί να είναι υπερβολικά επαχθής σε σύγκριση με τη χρησιμότητα των εγγράφων ή των τμημάτων αυτών που μπορούν να κοινολογηθούν.

Κατά τη διεκπεραίωση μιας ιδιαιτέρως ογκώδους ή περίπλοκης αίτησης, τα όργανα μπορούν να παρατείνουν μόνο κατά δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες την προθεσμία που προβλέπεται για να απαντήσουν ή μπορούν να συνεννοηθούν ανεπισήμως με τον αιτούντα για να βρεθεί μια λογική λύση[30]. Αυτή η τελευταία διάταξη θα μπορούσε να διασαφηνιστεί έτσι ώστε τα όργανα να μπορούν να ζητούν από τους αιτούντες είτε να διευκρινίζουν περαιτέρω είτε να μειώνουν τη σημασία της αίτησής τους είτε να αποδέχονται ένα ρεαλιστικό χρονικό πλαίσιο για τη διεκπεραίωση της.

Επιπλέον, οι αιτήσεις που αποσκοπούν προφανώς στην παρεμπόδιση της λειτουργίας μιας υπηρεσίας θα μπορούσε να θεωρούνται καταχρηστικές και να απορρίπτονται επ' αυτής της βάσης. Το σκεπτικό αυτό ενδέχεται να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

Ερώτηση 6: Υπό το φως της κτηθείσας πείρας, πιστεύετε ότι είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις για τη διεκπεραίωση των προφανώς υπερβολικών ή άτοπων αιτήσεων, ιδίως από την άποψη των προθεσμιών; |

ΝΑΙ | ΟΧΙ | Δεν έχω γνώμη |

Επεξήγηση και σχόλια: |

7.3.2. Η έννοια «έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του θεσμικού οργάνου»

Ο τρέχων ορισμός «έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του θεσμικού οργάνου» είναι απόρροια του συνδυασμού του ορισμού της έννοιας «έγγραφο» στο άρθρο 3(α) και του πεδίου εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 2(3)[31]. Η συγχώνευση των δύο αυτών ορισμών θα μπορούσε να διασαφηνίσει την έννοια «έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του θεσμικού οργάνου».

Χρειάζεται, ιδίως, να διασαφηνιστούν οι ακόλουθες δύο πτυχές:

- η σχέση μεταξύ του ορισμού «έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του θεσμικού οργάνου» και των κανόνων για τη διαχείριση των εγγράφων τους οποίους εφαρμόζει το οικείο θεσμικό όργανο, πιο συγκεκριμένα των κανόνων που διέπουν την καταχώρηση·

- το καθεστώς των πληροφοριών οι οποίες είναι αποθηκευμένες στις βάσεις δεδομένων· δεδομένου ότι ένας συνεχώς αυξανόμενος όγκος πληροφοριών αποθηκεύονται σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, ο κανονισμός θα μπορούσε να ορίσει με ποιον τρόπο το περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων ανταποκρίνεται στην έννοια «έγγραφο»· θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι βάσεις δεδομένων συγκροτούν ηλεκτρονική βιβλιοθήκη· ορισμένα ειδικά και περιορισμένα σύνολα πληροφοριών τα οποία μπορούν να αποσπαστούν από μια βάση δεδομένων μέσω κανονικής λειτουργικής διαδικασίας με χρήση των υφιστάμενων εργαλείων αναζήτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούν «έγγραφα» κατά την έννοια του κανονισμού.

Ερώτηση 7: Όσον αφορά το περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων, η έννοια «έγγραφο» θα πρέπει να καλύπτει σύνολα πληροφοριών τα οποία μπορούν να αποσπαστούν με χρήση των υφιστάμενων εργαλείων αναζήτησης; |

ΝΑΙ | ΟΧΙ | Δεν έχω γνώμη |

Επεξήγηση και σχόλια: |

7.3.3. Οι δυνατότητες πρόσβασης στα έγγραφα και η πάροδος του χρόνου

Ο κανονισμός δεν αναφέρεται καθόλου στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πάροδος του χρόνου στην εφαρμογή των εξαιρέσεων. Μια σαφής ένδειξη σχετικά με τις επιπτώσεις της παρόδου του χρόνου, ιδίως σε σχέση με ορισμένες εξαιρέσεις (π.χ. επιθεωρήσεις, έρευνες και οικονομικοί έλεγχοι, δικαστικές προσφυγές, εκκρεμούσες αποφάσεις σε μη νομοθετικούς τομείς) θα επέτρεπε τη συμφιλίωση των επιταγών της διαφάνειας με αυτές τις χρηστής διοικητικής διαχείρισης, χάρη στην αποφυγή της επιβολής στα όργανα μη απαραίτητων φόρτων. Ο κανονισμός θα μπορούσε να διασαφηνίσει τα γεγονότα:

- πριν από τα οποία ορισμένες ειδικές κατηγορίες εγγράφων καλύπτονται αναμφισβήτητα από εξαιρέσεις, καθιστώντας λειτουργικά σύμφωνα με τον κανονισμό τα μέσα για την εξασφάλιση της συνοχής με γενικές αρχές τις οποίες ο κοινοτικός νομοθέτης έχει ορίσει σε άλλους ειδικούς κανόνες πρόσβασης, με την επιφύλαξη πάντοτε της εξέτασης του κατά πόσον η πρόσβαση συνιστά υπερισχύον δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με τον κανονισμό·

- μετά από τα οποία τα έγγραφα καθίστανται δημόσια.

Ερώτηση 8: Θα πρέπει ο κανονισμός να διευκρινίζει τα γεγονότα πριν και μετά από τα οποία οι εξαιρέσεις θα ήταν εφαρμοστέες ή όχι; |

ΝΑΙ | ΟΧΙ | Δεν έχω γνώμη |

Επεξήγηση και σχόλια: |

8. Τελικεσ Παρατηρησεισ

Παρακαλείστε να διατυπώσετε οποιαδήποτε άλλα σχόλια επιθυμείτε σχετικά με τους κανόνες οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής |

Παραρτημα

Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις πρόσβασης οι οποίες έχουν διεκπεραιωθεί από τα θεσμικά όργανα

| |2002 |2003 |2004 |2005 |2006(2) | | Αρχικές αιτήσεις |Κοινοβούλιο |637(1) |165 |186 |298 |(3) | | |Συμβούλιο |2394 |2830 |2160 |2100 |2224 | | |Επιτροπή |991 |1523 |2600 |3173 |6712 | | Επιβεβαιωτικές αιτήσεις |Κοινοβούλιο |1 |1 |1 |10 |(3) | | |Συμβούλιο |43 |45 |35 |51 |40 | | |Επιτροπή |96 |143 |162 |167 |112 | | Σημειώσεις:

1. ο αριθμός αυτός σχετικά με τις αρχικές αιτήσεις που έχουν διεκπεραιωθεί από το Κοινοβούλιο (2002) περιλαμβάνει τις αιτήσεις πρόσβασης σε δημοσιευμένα έγγραφα

2. τα αριθμητικά στοιχεία για το 2006 είναι εκτιμήσεις

3. τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι ακόμα διαθέσιμα.

[1] ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

[2] Οι εκθέσεις αυτές είναι διαθέσιμες στους ακόλουθους ιστοτόπους: Κοινοβούλιο: http://www.europarl.europa.eu/register/pdf/FINAL_605496_1_EN.pdfΣυμβούλιο: http://www.consilium.europa.eu/cms3_fo/showPage.asp?id=305&lang=EN&mode=gΕπιτροπή: http://ec.europa.eu/transparency/access_documents/index_en.htm

[3] COM(2004) 45. Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των αρχών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

[4] Σύμβαση του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, της 25ης Ιουνίου 1998, στο Århus, ΔανίαΚανονισμός (EΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

[5] Πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής αριθ. 1721 της 9ης Νοεμβρίου 2005, σημείο 6· βλέπε επίσης τα έγγραφα SEC(2005) 1300 και SEC(2005) 1301.

[6] P6_A(2006) 052.

[7] Ο αριθμός των επιβεβαιωτικών αιτήσεων που υποβλήθηκαν στο Κοινοβούλιο δεκαπλασιάστηκε μεταξύ του 2004 και του 2005.

[8] Το 13% των αιτήσεων που διεκπεραιώθηκαν από την Επιτροπή αφορούν την πολιτική του ανταγωνισμού και έχουν σχέση κυρίως με υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων.

[9] Κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001).

[10] “Public Access to Documents and Data Protection”, Background Paper Series, Ιούλιος 2005, αριθ. 1.

[11] Υπόθεση T-194/04, The Bavarian Lager Company Ltd. εναντίον Επιτροπής· υπόθεση T-170/03, BAT εναντίον Επιτροπής· υπόθεση T-161/04, Valero Jordana εναντίον Επιτροπής .

[12] Υποθέσεις T-121/05 και T-166/05, Borax Europe Ltd. εναντίον Επιτροπής.

[13] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-110/03, T-150/03 και T-405/03, J.M. Sisón εναντίον Συμβουλίου , επιβεβαίωση από την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, υπόθεση C-266/05 P· Διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, υπόθεση T-98/04, Società imballaggi metallici Salerno Srl (SIMSA) εναντίον Επιτροπής.

[14] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-391/03 και T-70/04, Franchet and Byk εναντίον Επιτροπής , παράγραφος 82.

[15] Απόφαση ως άνω, παράγραφοι 136-139.

[16] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, υπόθεση T-2/03, Verein für Konsumenteninformation εναντίον Επιτροπής.

[17] Idem.

[18] Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2004, υπόθεση T-84/03, Maurizio Turco εναντίον Συμβουλίου.

[19] Υπόθεση T-191/99, David Petrie a.o. εναντίον Επιτροπής.

[20] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-391/03 και T-70/04, Franchet and Byk εναντίον Επιτροπής.

[21] Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004, υπόθεση T-168/02, Internationaler Tierschutz-Fonds GmbH εναντίον Επιτροπής· βλέπε επίσης τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις T-76/02, Mara Messina και Επιτροπής και T-87/03, Scippacercola εναντίον Επιτροπής.

[22] Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2005 στην υπόθεση T-376/03, Hendrickx εναντίον Συμβουλίου και της 14ης Ιουλίου 2005 στην υπόθεση T-371/03, Le Voci εναντίον Συμβουλίου.

[23] Βλ. άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.384/96, άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.2026/97 και άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.3285/94.

[24] Υπόθεση T-353/94, Postbank εναντίον Επιτροπής , Συλ. [1996] II-921, παράγραφος 87.

[25] ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13.

[26] Κανονισμός 1367/2006, Άρθρο 4.

[27] Οδηγία 2003/4.

[28] Βλέπε τις εκκρεμούσες υποθέσεις στις οποίες παραπέμπουν οι υποσημειώσεις 11 και 12.

[29] Υπόθεση T-198/03, Bank Austria Creditanstalt AG εναντίον Επιτροπής, ιδίως παράγραφος 71.

[30] Άρθρο 6(3) του Κανονισμού.

[31] Άρθρο 2(3) : Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο. 3 (α): " έγγραφο" νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου.