52006PC0473




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 14.9.2006

COM(2006) 473 τελικό

2004/0172 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έναντι της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας

(Υποβάλλεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 250 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ιστορικο

1. Στις 20 Ιουλίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έναντι της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας[1].

2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Μαΐου 2005[2].

3. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διατύπωσε τη γνώμη του στις 27 Οκτωβρίου 2005[3].

Στοχοσ της τροποποιημενησ προτασησ

Η καταπολέμηση της απάτης που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας αποτελεί αρμοδιότητα επιμερισμένη μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών. Σε ιδιαίτερα περίπλοκα συστήματα διεθνικής απάτης στους τομείς του ΦΠΑ, της νομιμοποίησης εσόδων από απάτες σε κοινοτικό επίπεδο και των Διαρθρωτικών Ταμείων, αναλαμβάνονται εγκληματικές δραστηριότητες από την οργανωμένη εγκληματικότητα, η οποία επωφελείται από τις ελευθερίες που παρέχονται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η παρούσα πρωτοβουλία αποσκοπεί στη δημιουργία ενός πλαισίου για τη γενική αμοιβαία διοικητική συνδρομή που είναι αναγκαία για την ενδυνάμωση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα συνεργάζονται, θα συντονίζονται, θα αλληλοβοηθούνται και θα ανταλλάσσουν πληροφορίες, με σκοπό την επιτάχυνση των ερευνών και την ανάληψη της κατάλληλης δράσης.

Η παρούσα τροποποιημένη πρόταση ενσωματώνει τις τροποποιήσεις που επέφερε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις υποδείξεις όσων κρατών μελών σχολίασαν την πρόταση. Η γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελήφθη επίσης δεόντως υπόψη, αλλά δεν οδήγησε σε συγκεκριμένες αλλαγές στο κείμενο της πρότασης. Η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ)[4] δεν αναφέρεται σε αλλαγές σχετικά με ζητήματα προστασίας δεδομένων.

Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δεν αποκτά δικές της εξουσίες έρευνας, αλλά θέτει την αρωγή της («πλατφόρμα υπηρεσιών») στη διάθεση των κρατών μελών.

Η παρούσα πρόταση δεν αποσκοπεί ούτε στην άσκηση ελέγχου στις υπηρεσίες των κρατών μελών όσον αφορά τις συγκεκριμένες επιχειρησιακές αρμοδιότητές τους ούτε στην καθιέρωση γενικής υποχρέωσης πληροφόρησης πέραν της ανταλλαγής πληροφοριών στις περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κοινότητα. Η ακριβής μορφή και μέθοδος χρήσης της επιχειρησιακής πλατφόρμας υπηρεσιών της OLAF στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (βλέπε νέο άρθρο 5). Ωστόσο, η παρούσα πρόταση παρέχει σαφή νομική βάση για τη χρήση της επιχειρησιακής πλατφόρμας υπηρεσιών της OLAF με σκοπό την υποστήριξη της συνεργασίας με άλλες συμμετέχουσες υπηρεσίες των κρατών μελών. Ο ρόλος της Επιτροπής ως προς την υποστήριξη των επιχειρησιακών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πληροφοριών έγκειται στη διευκόλυνση, δηλαδή στην παροχή μιας πλατφόρμας υπηρεσιών στα κράτη μέλη.

Τροποποιησεισ μετα τη γνωμοδοτηση επι των τροπολογιων που ενεκρινε το Ευρωπαϊκο Κοινοβουλιο

Στις 23 Μαΐου 2005, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 12 τροπολογίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι περισσότερες από τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι αποδεκτές εν όλω, εν μέρει ή κατ’ αρχήν, καθώς βελτιώνουν την πρόταση και διατηρούν τους στόχους και την πολιτική βιωσιμότητα της πρότασης. Ακόμη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων της πρότασης με την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου που ασχολείται με την καταπολέμηση της απάτης, καθώς και τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ζητήθηκε δυνάμει του άρθρου 280 παρ. 4 της Συνθήκης ΕΚ.

Οι τροποποιήσεις της πρότασης επιδιώκουν τους ακόλουθους στόχους:

4. Διαβεβαίωση των κρατών μελών ότι η πρόταση δεν αναθέτει στην Επιτροπή νέες εξουσίες έρευνας.

5. Αποσαφήνιση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών ως προς την επιλογή της μορφής και των μεθόδων συνεργασίας.

6. Ανάδειξη του ρόλου της Επιτροπής ως πλατφόρμας υπηρεσιών, σε αντιδιαστολή με τα ερευνητικά της καθήκοντα.

7. Διευκρίνιση του πεδίου εφαρμογής της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής βάσει του προτεινόμενου κανονισμού, τόσο ως προς τις έμμεσες όσο και ως προς τις άμεσες δαπάνες της Κοινότητας.

8. Περαιτέρω αποσαφήνιση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ ποινικού δικαίου και λοιπών μέσων διοικητικής συνεργασίας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1798/2003).

9. Υπογράμμιση του συντονιστικού ρόλου των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης σε εθνικό επίπεδο (πρβλ. την απαλοιφή της αναφοράς στις αρχές που είναι αρμόδιες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης).

10. Μεγαλύτερη έμφαση στην πρόσθετη επιχειρησιακή αξία που μπορεί να συνεισφέρει η Επιτροπή (OLAF).

11. Ανάδειξη των στοιχείων της πλατφόρμας υπηρεσιών, προς χρήση από τα κράτη μέλη, σε ό,τι αφορά την αυτόβουλη συνδρομή και την ανάλυση κινδύνων εκ μέρους της Επιτροπής.

12. Απαλοιφή των διατάξεων περί «ειδικών ελέγχων», οι οποίες προέβλεπαν την παρακολούθηση, σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών, μετά από σχετικό αίτημα ή χωρίς αίτημα.

13. Προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και του συντονιστικού ρόλου της Επιτροπής σε σχέση με τις τρίτες χώρες.

14. Αποσαφήνιση του βαθμού ευελιξίας των κρατών μελών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

15. Συνδυασμός της υπόδειξης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών με τη δημιουργία μητρώου των αρχών αυτών από την Επιτροπή.

16. Ενίσχυση της δυνατότητας ανάκτησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της υποχρέωσης για παροχή σχετικών πληροφοριών.

17. Εισαγωγή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διατάξεων περί ανάκτησης ποσών.

18. Διασκέδαση των φόβων των κρατών μελών, ότι οι υπηρεσίες τους είναι πιθανό να υποχρεωθούν να αναλάβουν δραστηριότητες που δεν έχουν το δικαίωμα, κατά την οικεία εθνική νομοθεσία, να ασκούν (απαλοιφή του μέσου των ειδικών ελέγχων από την τροποποιημένη πρόταση, δηλαδή πρόβλεψη της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών να χρησιμοποιούν αυτό το ιδιαίτερο μέσο).

19. Έμφαση στο ότι οι πληροφορίες για ύποπτες συναλλαγές που συγκεντρώνονται από τις ομάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών μέσω των μηχανισμών που έχουν δημιουργηθεί βάσει των οδηγιών περί νομιμοποίησης παράνομων εσόδων δεν πρόκειται να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού για τους σκοπούς της δίωξης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, αλλά μάλλον για τη συλλογή πραγματολογικών στοιχείων που θα επιτρέπουν σε σχετικό δείκτη να επισημαίνει την πιθανή ύπαρξη απάτης εις βάρος της ΕΕ η οποία θα είναι δυνατόν να απαιτεί την ανάληψη δραστηριοτήτων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

20. Επιβεβαίωση της εξαίρεσης από την υποχρέωση συνεργασίας για λόγους δημόσιας τάξης (πρβλ. Νέο άρθρο 22).

Γνωμη της Επιτροπησ επι των τροπολογιων που ενεκρινε το Ευρωπαϊκο Κοινοβουλιο

Η Επιτροπή λαμβάνει τις ακόλουθες θέσεις επί των συγκεκριμένων τροπολογιών:

Η τροπολογία αριθ. 1 σχετικά με την αναφορά στη γνώμη του ΕΕΠΔ[5] έγινε αποδεκτή, με ελαφρά τροποποίηση.

Τα εισαγωγικά «Έχοντας υπόψη» αναφέρονται μόνο στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου για τη νομοθετική διαδικασία. Όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις, γίνεται ήδη μνεία των κανόνων προστασίας δεδομένων του άρθρου 286 της Συνθήκης ΕΚ και του κανονισμού 45/2001.

Η αιτιολογική σκέψη αριθ. 13 θα μπορούσε να τροποποιηθεί ως εξής:

«(…) Κατά τη σύνταξη του παρόντος κανονισμού ελήφθη δεόντως υπόψη και η γνώμη του ΕΕΠΔ [6]»

Η τροπολογία αριθ. 2 ενσωματώθηκε στο άρθρο 3 παρ. 1 ως επιπλέον διευκρίνιση, με τροποποιημένη διατύπωση.

Το καθήκον της Επιτροπής και των κρατών μελών να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας δεν περιορίζεται στην κοινοτική επικράτεια:

«1. ( … )

(a) Ως «παρατυπία» νοείται η απάτη ( … ), συμπεριλαμβανόμενων των παρατυπιών που διαπράττονται, εν όλω ή εν μέρει, σε τρίτες χώρες .»

Η τροπολογία αριθ. 3 σχετικά με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο α) σημείο i) έγινε αποδεκτή ελαφρώς τροποποιημένη, διότι αποτελεί χρήσιμη διευκρίνιση.

Το κείμενο αναδιατυπώθηκε, με αντικατάσταση της λέξης «χρηματοδότηση» με τη λέξη «δαπάνες», διότι δεν πρόκειται για τους ίδιους πόρους της Κοινότητας, αλλά για δαπάνες:

«...οι παρατυπίες που αναφέρονται σε τομείς των εσόδων ή των δαπανών, με διαχείριση σε κεντρικό επίπεδο από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, επιμερισμένη, αποκεντρωμένη ή από κοινού, ( … )»

Η τροπολογία αριθ. 4 σχετικά με το άρθρο 3 παρ. 2 στοιχείο β) σημείο iii) έγινε αποδεκτή τροποποιημένη, καθώς θα αποτελεί βάση για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα των άμεσων δαπανών και στις περιπτώσεις χωρίς διεθνικό χαρακτήρα, πράγμα που σήμερα αποτελεί σημαντική έλλειψη του νομοθετικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, πρόκειται για τροποποίηση της πρότασης, και όχι για απλή διευκρίνιση.

Η Επιτροπή αναδιατύπωσε το κείμενο ως εξής:

(i) )(a) οι οποίες – στην περίπτωση παραβιάσεων για τομείς των εσόδων ή παραβιάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εδάφιο (ii) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη των παραβιάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εδάφιο (iii) του παρόντος άρθρου - παρουσιάζουν ή είναι πιθανό να παρουσιάζουν διακλαδώσεις σε άλλα κράτη μέλη, ή οσάκις υπάρχουν απτές αποδείξεις για εμπλοκή σε πράξεις που πραγματοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη· ή

Η τροπολογία αριθ. 5 σχετικά με το άρθρο 3 παρ. 2 στοιχείο β) σημείο i) έγινε αποδεκτή.

«β) Ως “παρατυπίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο” νοούνται οι παρατυπίες οι οποίες:

i) ανεξάρτητα από το αν έχουν εντοπισθεί σε μία μόνο ή σε πολλές πράξεις αλληλοσυνδεόμενες , εκτιμάται ότι ( … )»

Η τροπολογία αριθ. 6 σχετικά με το άρθρο 4 έγινε αποδεκτή με τροποποιημένη διατύπωση, περιοριζόμενη στις διεθνικές απάτες ΦΠΑ και στους αρμόδιους υπαλλήλους, οπότε διατηρείται η συνέπεια με τις διατάξεις του κανονισμού 1798/2003, ενώ προστίθεται στο άρθρο 4 η εξής παράγραφος 4:

“ Στον τομέα των παρατυπιών του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο α) σημείο ii), η Επιτροπή και οι αρμόδιοι υπάλληλοι δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 μπορούν να δημιουργούν μεταξύ τους επαφές, να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες.

Οσάκις ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή πέραν εκείνων που απαριθμούνται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, ή μια κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης λαμβάνουν ή απευθύνουν αίτημα συνδρομής ή απαντούν σε αίτημα συνδρομής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ενημερώνουν την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του οικείου κράτους μέλους .”

Η τροπολογία αριθ. 7 ενσωματώθηκε με διαφορετική διατύπωση στο άρθρο 4 παρ. 3.

Η αναλυτική καταγραφή των αρχών που είναι αρμόδιες δυνάμει του προτεινόμενου κανονισμού θα είχε ιδιαίτερη αξία. Ωστόσο, τούτο δεν μπορεί να γίνεται από την Επιτροπή, αλλά μόνο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τα οποία θα πρέπει να δίδουν στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία. Με τον τρόπο αυτόν τα κράτη μέλη θα αυξήσουν τη συνειδητοποίηση των εμπλεκόμενων αρχών με πλήρη διαφάνεια Η πρακτική χρησιμότητα της δημοσίευσης του σχετικού μητρώου στο Διαδίκτυο δεν είναι προφανής. Η τακτική ενημέρωσή του είναι αναγκαία και απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία.

" Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή πληροφοριακά στοιχεία για τις αρχές τους που είναι αρμόδιες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούν δε στην Επιτροπή τυχόν μεταβολές που επέρχονται στις αρχές αυτές. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή δημοσιεύει μητρώο προς χρήση από τις αρχές των κρατών μελών καθώς και από την ίδια την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά το μητρώο αυτό."

Η τροπολογία αριθ. 8 σχετικά με το άρθρο 11 δεν έγινε αποδεκτή .

Η τροπολογία αυτή, η οποία προβλέπει τα καθήκοντα παροχής πληροφοριακών στοιχείων εκ μέρους των κρατών μελών προς την Επιτροπή σχετικά με τις παραδόσεις αγαθών, στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών ΦΠΑ δυνάμει του κανονισμού 1798/2003, θα υπερέβαινε το πλαίσιο που θεσπίζεται με τον κανονισμό αυτόν.

Η τροπολογία αριθ. 9 σχετικά με το άρθρο 18 έγινε αποδεκτή, με τροποποιημένη διατύπωση.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή (OLAF) είναι η πλέον κατάλληλη για να συντονίζει τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες, η τροπολογία αυτή θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην πρόταση, με τροποποιημένη διατύπωση. Ωστόσο, ο συντονιστικός ρόλος δεν μπορεί να ανατεθεί στην OLAF βάσει του κανονισμού που εξεδόθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, διότι θα προκαλείτο επέμβαση στην οργανωτική αυτονομία της Επιτροπής.

«Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από κράτος μέλος ή από την Επιτροπή και προέρχονται από τρίτη χώρα, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους και στην Επιτροπή εφόσον είναι πιθανό να τους επιτρέψουν την πρόληψη ή την καταπολέμηση παρατυπιών. Όσον αφορά την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών, η Επιτροπή διαδραματίζει συντονιστικό ρόλο .»

Η τροπολογία αριθ. 10 σχετικά με την προσθήκη νέου άρθρου για την τροποποίηση των ισχυουσών νομικών υποχρεώσεων δεν έγινε αποδεκτή.

Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν θίγει τον κανονισμό 1798/2003 και δεν καλύπτει τις ποινικές υποθέσεις. Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν μπορεί να παραπέμπει σε «τροποποιήσεις» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 και της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ.

Η τροπολογία αριθ. 11 σχετικά με την προσθήκη νέας διάταξης περί ανάκτησης ποσών έγινε αποδεκτή, με τροποποιημένη διατύπωση.

Η τροπολογία αυτή σκοπό έχει να δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες από τον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, έτσι ώστε να διευκολύνεται η ευόδωση των μέτρων ανάκτησης ποσών σε ακόμη πρωιμότερο στάδιο. Ως εκ τούτου, συμπληρώνει – ενόσω εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρότασης – τους κανόνες ανάκτησης ποσών δυνάμει της οδηγίας ΕΟΚ 76/308[7], όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/44[8].

Οι τροπολογίες 11 και 12 πρέπει να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης (αριθμοί 9, 11, 12, 24, 25, 28)[9]. Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνουν και βασίζονται, χωρίς όμως να τους επηρεάσουν, στους κανόνες που ισχύουν στα κράτη μέλη για την ανάκτηση ποσών στον τομέα των τελωνειακών δασμών, των γεωργικών εισφορών και του ΦΠΑ (οδηγία 76/308, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/44). Ακόμη, θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις αντίστοιχες διατάξεις του τρίτου πυλώνα και να μη θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

Το κείμενο της πρότασης τροποποιήθηκε ως εξής:

«Κεφαλάιο 3

Διευκολυνση της ανακτησησ ποσων

Άρθρο 20

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

1. Για να διευκολύνεται η ανάκτηση των εσόδων που προκύπτουν από παρατυπίες, η επιλαμβανόμενη αρχή συλλέγει, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία, από τα θεσμικά όργανα και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, κάθε ενδεικνυόμενη οικονομική πληροφορία που διευκολύνει την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 20 του παρόντος κανονισμού. Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος κανονισμού γίνεται με την επιφύλαξη των κανόνων περί συνεργασίας μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών δυνάμει της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

2. Η αιτούσα αρχή περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε μια έκθεση, όπου περιλαμβάνει και τους λόγους βάσιμης υποψίας για παρατυπία. Όταν δέχονται αίτημα από τις αρχές του κράτους μέλους τους με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, τα θεσμικά όργανα και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ μεριμνούν ώστε οι παρεχόμενες πληροφορίες να παραμείνουν εμπιστευτικές.»

Η τροπολογία αριθ. 12 σχετικά με την εισαγωγή μιας νέας διάταξης για την ανάκτηση ποσών έγινε αποδεκτή, με κάποιες τροποποιήσεις. Μετά τον ορισμό της απάτης στη «Σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» [10] , στην οποία αναφέρεται η οδηγία 2005/60 ΕΚ, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας [11] , τα κράτη μέλη εφαρμόζουν συγκεκριμένα μέτρα, συμπεριλαμβανόμενων των διοικητικών, κατά τη απάτης και της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, όπως είναι η ανάκτηση των ποσών που υπερβαίνουν τα 50.000 ευρώ .

Το κείμενο της πρότασης τροποποιήθηκε ως εξής:

«Άρθρο 21

Τρόποι ανάκτησης ποσών

1. Για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ανάκτηση ποσών, τα κράτη μέλη, μετά από σχετικό αίτημα των αρμοδίων αρχών, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση, κατά την οικεία εθνική νομοθεσία, κάθε παράνομου εσόδου που απορρέει από παρατυπίες. Η διάταξη αυτή ισχύει για τα έσοδα ύψους μεγαλύτερου των 50.000 ευρώ που απορρέουν από παρατυπία, καθώς και για τα περιουσιακά στοιχεία, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, με ισόποση αξία.

2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να επιβληθούν τόσο σε φυσικό όσο και σε νομικό πρόσωπο που έχει διαρπάξει ή υπάρχει υποψία ότι έχει διαρπάξει παρατυπία, ή έχει συμβάλει ή υπάρχει υποψία ότι έχει συμβάλει στη διάπραξη παρατυπίας. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να ισχύσουν και για φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ωφελείται από τα έσοδα της παρατυπία.» .

Συμπερασμα

Έχοντας υπόψη το άρθρο 250 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της ως εξής:

2004/0172 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έναντι της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 280 παρ. 4,

την πρόταση της Επιτροπής[12],

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου[13],

Ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης,

Εκτιμώντας τα εξής:

21. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και στην καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

22. Το κοινοτικό πλαίσιο για την αμοιβαία συνδρομή θα πρέπει να επιτρέπει τη στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, έτσι ώστε να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας σε όλους τους τομείς των κοινοτικών εσόδων και δαπανών.

23. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διέπουν τη διεξαγωγή των ερευνών της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF), μέσω της άσκησης των ερευνητικών εξουσιών της και σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που παρέχονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που διεξάγονται από την OLAF[14]. Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιορισθεί σε ορισμένες μορφές συνδρομής, ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού, δραστηριότητες οι οποίες θα είναι δυνατόν να προηγούνται, να έπονται ή να συνοδεύουν τις ερευνητικές δραστηριότητες της OLAF. Η Επιτροπή θα πρέπει παρέχει στις αρχές των κρατών μελών υποστήριξη, διευκολύνοντας τη συνεργασία τους και την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και δημιουργώντας σύστημα ταχείας προειδοποίησης με σκοπό την ανάλυση και την πρόληψη των κινδύνων απάτης και οποιασδήποτε άλλης παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στις αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να δοθεί σχετική διακριτική ευχέρεια ως προς τα μέτρα προς λήψη για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ανάλογα με τις ανάγκες για αποτελεσματικότητα της κοινοτικής νομοθεσίας στον εκάστοτε τομέα.

24. Η θέσπιση νέων κοινοτικών μέτρων δεν θα πρέπει να επηρεάσει την εφαρμογή των εθνικών ποινικών νόμων και των κανόνων περί αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

25. Ενόσω η ανταλλαγή πληροφοριών για ύποπτες συναλλαγές κατά την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26 ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας[15], συμπληρούμενη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005, της 26 ης Οκτωβρίου 2005[16], είναι δυνατόν να συμβάλει στον εντοπισμό των περιπτώσεων απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, εφαρμόζεται ο κανόνας περί αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

26. (5) Η καταπολέμηση της διεθνούς απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων απαιτεί ενισχυμένο συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και διεπιστημονική συνεργασία με τις αρχές των κρατών μελών στον τομέα της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, δραστηριότητες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται με δομές της οργανωμένης εγκληματικότητας και παραβλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υποστηρίζει επιτρέπει και τη συνεργασία μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

27. Κατά την καταπολέμηση της απάτης που σχετίζεται με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, οι κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των κρατών μελών που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου, της 7 ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 218/92[17], διαδραματίζουν συντονιστικό ρόλο στη συνεργασία κατά της απάτης. Ενόσω η συνδρομή στον εντοπισμό και στην πρόληψη των παρατυπιών είναι δυνατόν να απαιτεί την άμεση συνεργασία με περιφερειακές και τοπικές αρχές και υπηρεσιακούς παράγοντες, όλες οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες θα πρέπει να κοινοποιούνται παράλληλα και στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης.

28. (6) Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την κοινοτική νομοθεσία που προβλέπει περισσότερο συγκεκριμένη ή εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, όπως είναι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97, της 3ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας αυτών των αρχών με την Επιτροπή με σκοπό την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων[18], ή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 της 7 ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, με τον οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 218/92[19] .

29. (7) Η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί το βασικό στοιχείο για την καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για τον σχηματισμό μιας περιεκτικής εικόνας της απάτης και των παράνομων δραστηριοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η δε εικόνα αυτή να τίθεται στη διάθεση των κρατών μελών . καθώς και για τη γνωστοποίηση της εικόνας αυτής στα κράτη μέλη .

30. (8) Η απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, ιδίως σε διεθνικές υποθέσεις όπου συχνά εμπλέκονται οργανωμένα συστήματα διεθνούς απάτης σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, μπορούν να προληφθούν και να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα εάν οι πληροφορίες επιχειρησιακού, στατιστικού και/ή γενικού χαρακτήρα μελετώνται και υποβάλλονται σε ανάλυση κινδύνων σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω των δυνατοτήτων συλλογής πληροφοριών και ανάλυσης κινδύνων της Επιτροπής, συμπεριλαμβανόμενης της OLAF της εν γένει, και της OLAF ειδικότερα .

31. (9) Η καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας απαιτεί και τη λήψη συνεπών συνακόλουθων μέτρων Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες που συλλέγονται ή διαβιβάζονται από την Επιτροπή θα πρέπει να είναι διαθέσιμες ως αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή ποινικές διαδικασίες.

32. (10) Για την επίτευξη επιτυχούς συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής, η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να οργανώνεται σύμφωνα με τους κανόνες της εμπιστευτικότητας, οσάκις οι πληροφορίες υπόκεινται στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου, ενώ κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δυνάμει των νέων διατάξεων θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ενδεδειγμένη προστασία τους.

33. (11) Θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ισχύουν για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, δυνάμει του άρθρου 286 της Συνθήκης και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κοινοτικά θεσμικά και λοιπά όργανα, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[20], καθώς και οι κανόνες που ισχύουν για τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[21]. Κατά τη σύνταξη του παρόντος κανονισμού ελήφθη δεόντως υπόψη και η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων [22].

34. (12) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, η οποία προβλέπει τις διαδικασίες για την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής[23].

35. (13) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προς ανάληψη δράσης, και συγκεκριμένα της καταπολέμησης της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη ενεργούντα αφεαυτών , οπότε, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης αυτής, μπορούν να επιτευχθούν επαρκέστερα σε κοινοτικό επίπεδο, δηλαδή μέσω συνεργασίας τόσο των κρατών μελών όσο και της Επιτροπής , η Κοινότητα είναι δυνατόν να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των ως άνω στόχων.

36. (14) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αναγνωρισμένες αρχές, ιδίως εκείνες του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1 Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θέτει κανόνες για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή συνεργασία, και συμπεριλαμβανόμενης ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας.

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο.

2. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών είναι δυνατόν να κάνουν χρήση των μέσων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό να ανταλλάξουν πληροφορίες και να παράσχουν συνδρομή δυνάμει του παρόντος κανονισμού και οσάκις θεωρούν ότι αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνδρομή σε κοινοτικό επίπεδο είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν ισχύουν ενόσω η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει περισσότερο συγκεκριμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, ή προβλέπει ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες εκ μέρους της Επιτροπής.

Πιο συγκεκριμένα, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Δεν επηρεάζει ούτε τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 218/92 [24].

3. Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

4. Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή της εθνικής ποινικής νομοθεσίας, ούτε τους κανόνες περί αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

5. Η υποχρέωση παροχής της συνδρομής που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν καλύπτει την παροχή πληροφοριών ή εγγράφων που περιέρχονται στην κατοχή των αρμόδιων αρχών μετά από σχετική εξουσιοδότηση ή αίτημα των δικαστικών αρχών.

Ωστόσο, σε περίπτωση αιτήματος συνδρομής αυτές οι πληροφορίες ή έγγραφα παρέχονται στον αιτούντα, εφόσον η οικεία δικαστική αρχή συγκατατεθεί προς τούτο.

Άρθρο 3 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)1. Ως "παρατυπία" νοείται η απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο και επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, συμπεριλαβανόμενων των παρατυπιών που διαπράττονται, εν όλω ή εν μέρει, σε τρίτες χώρες , και ιδίως:

(i)(a) οι παρατυπίες που αναφέρονται σε τομείς των εσόδων ή των δαπανών, με διαχείριση σε κεντρικό επίπεδο από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, επιμερισμένη, αποκεντρωμένη ή από κοινού, συμπεριλαμβανόμενης οποιασδήποτε παραβίασης διάταξης της κοινοτικής νομοθεσίας ως αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης οικονομικού παράγοντα, καθώς και των αθετήσεων συμβάσεων κατά τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας , παρατυπίες οι οποίες έχουν ή θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα ζημία για τον γενικό προϋπολογισμό της Κοινότητας, ή για προϋπολογισμούς υπό τη διαχείρισή της, και τούτο είτε με μείωση ή απώλεια εσόδων προερχόμενων από ιδίους πόρους οι οποίοι εισπράττονται άμεσα για λογαριασμό της Επιτροπής, είτε με αναιτιολόγητη δαπάνη·

(ii)(b) οποιαδήποτε παραβίαση της νομοθεσίας περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), κατά την οδηγία 77/388/EE του Συμβουλίου[25], η οποία έχει ή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων πόρων της Κοινότητας, κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου[26]·

(iii)(c) η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 91/308/EΟΚ 2005/60//ΕΚ του Συμβουλίου[27], σχετικά με τα έσοδα παραβίασης, κατά τα σημεία i) και ii) του παρόντος στοιχείου, η οποία συνιστά απάτη ή χρηματισμό εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, όπως η οδηγία αυτή συμπληρώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[28] η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 91/308/EΟΚ του Συμβουλίου[29], εφόσον αυτά προκύπτουν από παραβίαση κατά τα στοιχεία α) ή β) .

β)2. Ως “παρατυπίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο” νοούνται οι παρατυπίες οι οποίες:

(i)(a) οι οποίες – στην περίπτωση παραβιάσεων στους τομείς των εσόδων ή παραβιάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εδάφιο (ii) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη των παραβιάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εδάφιο (iii) του παρόντος άρθρου - παρουσιάζουν ή είναι πιθανό να παρουσιάζουν διακλαδώσεις σε άλλα κράτη μέλη, ή οσάκις υπάρχουν απτές αποδείξεις για εμπλοκή σε πράξεις που πραγματοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη· ή

(ii)(b) ανεξάρτητα από το αν έχουν εντοπισθεί σε μία μόνο ή σε πολλές πράξεις αλληλοσυνδεόμενες , εκτιμάται ότι προκαλούν στα αντίστοιχα κράτη μέλη συνολική δημοσιονομική ζημία υπερβαίνουσα τα 500.000 ευρώ στον τομέα του ΦΠΑ, ή ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας ανερχόμενη σε 100.000 ευρώ ή περισσότερα στις λοιπές περιπτώσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Εάν πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα ως άνω κατώτατα όρια ισχύουν για την γενεσιουργό αδίκημα παράβαση ·

γ)3. Ως “νομοθεσία περί ΦΠΑ” νοούνται όλες οι κοινοτικές διατάξεις που διέπουν τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, καθώς και οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που εκδίδονται από τα κράτη μέλη με σκοπό τη συμμόρφωση με αυτές τις κοινοτικές διατάξεις.

δ)4. Ως "αιτούσα αρχή" νοείται η αρμόδια αρχή που υποβάλλει αίτημα αμοιβαίας συνδρομής.

ε)5. Ως "αρχή-αποδέκτης αιτήματος" νοείται η αρμόδια αρχή προς την οποία υποβάλλεται αίτημα αμοιβαίας συνδρομής.

στ) Ως «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης» νοείται η υπηρεσία που έχει υποδειχθεί δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με τα άλλα κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας .

ζ) Ως «υπηρεσία διασύνδεσης» νοείται κάθε άλλη υπηρεσία, πέραν της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης, με συγκεκριμένη εδαφική αρμοδιότητα ή εξειδικευμένη επιχειρησιακή ευθύνη, η οποία έχει υποδειχθεί από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 με σκοπό την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού.

η) Ως «αρμόδιος υπάλληλος» νοείται κάθε υπάλληλος που υποδεικνύεται δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 με σκοπό την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού.

θ)6. Ως “διοικητική έρευνα” νοούνται όλοι οι έλεγχοι και λοιπές ενέργειες που αναλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με σκοπό την εξακρίβωση της διάπραξης παρατυπιών, εξαιρούμενων των ενεργειών που αναλαμβάνονται μετά από αίτημα ή με απευθείας ανάθεση από δικαστική αρχή.

ι)7. Ως “οικονομικές πληροφορίες” νοούνται οι πληροφορίες για ύποπτες συναλλαγές οι οποίες λαμβάνονται από τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες επαφών δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ 91/308/EΟΚ , καθώς και οι λοιπές πληροφορίες που είναι κατάλληλες για τον εντοπισμό των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που συνδέονται με τις παρατυπίες τις καλυπτόμενες από τον παρόντα κανονισμό.

ια)8. Ως “αρμόδιες αρχές” νοούνται οι εθνικές ή κοινοτικές αρχές κατά το άρθρο 4 παρ. 1.

2. Τα κατώτατα όρια που καθορίζονται point (2)(b) στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i) του παρόντος άρθρου είναι δυνατόν να αυξηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παρ. 2

Άρθρο 4 Αρμόδιες αρχές

1. Η συνεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού αφορά τις ακόλουθες αρμόδιες αρχές, οι οποίες ενεργούν στο πλαίσιο των οικείων εξουσιών:

α) τις αρχές των κρατών μελών οι οποίες:

i) είναι άμεσα υπεύθυνες για τη διαχείριση των κεφαλαίων που προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και προσδιορίζονται ως τέτοια με σχετικές κοινοτικές ή εθνικές νομοθετικές διατάξεις· ή

ii) είναι υπεύθυνες δυνάμει των εφαρμοστέων εθνικών διοικητικών διατάξεων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας· ή

iii) είναι αρμόδιες αρχές κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης ή λοιπές υπηρεσίες διασύνδεσης που υποδεικνύονται δυνάμει του ίδιου κανονισμού, και λοιπές αρχές φορολογικών ερευνών με αρμοδιότητα στην απάτη ΦΠΑ, καθώς και οι αρμόδιες αρχές στις οποίες αναφέρεται η οδηγία 92/12/EΟΚ[30] του Συμβουλίου, ενόσω οι συλλεγόμενες πληροφορίες είναι δυνατόν να στοιχειοθετούν απάτη ΦΠΑ · ή

iv) συγκροτούνται από τα κράτη μέλη ως “μονάδες οικονομικών πληροφοριών”, δυνάμει της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, του άρθρου 21 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ και με σκοπό τη συγκέντρωση και ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνονται·

β) την Επιτροπή, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και το εθνικό καθεστώς τους, καθώς και μεταξύ αυτών των αρχών και της Επιτροπής.

3. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή πληροφοριακά στοιχεία για τις αρχές τους που είναι αρμόδιες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούν δε στην Επιτροπή τυχόν μεταβολές που επέρχονται στις αρχές αυτές. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή δημοσιεύει μητρώο προς χρήση από τις αρχές των κρατών μελών καθώς και από την ίδια την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά το μητρώο αυτό.

4. Στον τομέα των παρατυπιών του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο α) σημείο ii), η Επιτροπή και οι αρμόδιοι υπάλληλοι δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 μπορούν να δημιουργούν μεταξύ τους επαφές, να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες.

Οσάκις ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή πέραν εκείνων που απαριθμούνται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003, ή μια κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης λαμβάνουν ή απευθύνουν αίτημα συνδρομής, ή απαντούν σε αίτημα συνδρομής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ενημερώνουν την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του οικείου κράτους μέλους.

ΤΙΤΛΟΣ II ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κεφάλαιο 1 Αμοιβαία διοικητική συνδρομή και ανταλλαγή πληροφοριών

Τμήμα 1

Άρθρο 5 Μορφές και μέθοδοι συνεργασίας

Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να ασκούν διακριτική ευχέρεια ως προς τις πλέον κατάλληλες μορφές και μεθόδους συνεργασίας. Ωστόσο, παρέχουν κάθε πληροφορία και συνδρομή που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής, αναλογικής και αποτρεπτικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

Τμήμα 2

Μέσα συνδρομής κατόπιν αιτήματος

Άρθρο 6 5 Συνδρομή κατόπιν αιτήματος

1. Οι αρμόδιες αρχές συνδράμουν η μία την άλλη κατόπιν αιτήματος, με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό παρατυπιών. Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος διαβιβάζει, ενόσω τούτο απαιτείται για την ικανοποίηση των σκοπών του αιτήματος και σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού, στην αιτούσα αρχή όλες τις πληροφορίες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την πρόληψη και την ανίχνευση των παρατυπιών. Τούτο περιλαμβάνει τις πληροφορίες για τις πράξεις που συνιστούν την παρατυπία, καθώς και τις οικονομικές πληροφορίες τόσο για τις υποκείμενες πράξεις όσο και για τα εμπλεκόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

2. Τα αιτήματα συνδρομής και ανταλλαγής πληροφοριών συνοδεύονται από σύντομη δήλωση των πραγματικών περιστατικών που γνωρίζει η αιτούσα αρχή.

3.2. Για να εξασφαλίζονται οι αναζητούμενες πληροφορίες, η αρχή-αποδέκτης αιτήματος ή η διοικητική αρχή προς την οποία αυτή προσφεύγει ενεργούν ως για ίδιον λογαριασμό ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής του ίδιου κράτους μέλους.

4. 3. Η αρχή-αποδέκτης αιτήματος καθιστά διαθέσιμη κάθε πληροφορία που έχει στη διάθεσή της, ή που αυτή εξασφαλίζει, σχετικά με τις πράξεις και τις συναλλαγές, εντοπισθείσες ή σκοπούμενες, που συνιστούν ή φαίνεται να συνιστούν κατά την κρίση της αιτούσας αρχής παρατυπίες ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αφορούν ευρήματα ειδικής παρακολούθησης πραγματοποιηθείσας κατά το άρθρο 6 .

Παρέχει στην αιτούσα αρχή κάθε βεβαίωση, έγγραφο ή επικυρωμένο αντίγραφο εγγράφου που έχει στη διάθεσή της ή έχει εξασφαλίσει. Ωστόσο, τα πρωτότυπα έγγραφα και στοιχεία παρέχονται μόνο οσάκις τούτο δεν αντιβαίνει στην κείμενη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος.

4. Τα αιτήματα συνδρομής και ανταλλαγής πληροφοριών συνοδεύονται από σύντομη δήλωση των πραγματικών περιστατικών που γνωρίζει η αιτούσα αρχή.

5. Οσάκις η αιτούσα αρχή απευθύνει το αίτημά της σε αρχή η οποία δεν είναι αρμόδια για τη ζητούμενη συνδρομή, αυτή προωθεί αμέσως το αίτημα στην σε αρμόδια αρχή, στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή στην υπηρεσία διασύνδεσης, ενημερώνει δε σχετικά την αιτούσα αρχή .

Άρθρο 6 Ειδική παρακολούθηση

Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος προβαίνει, κατά το δυνατόν, σε ειδική παρακολούθηση ή μεριμνά για ειδική παρακολούθηση, εντός του τομέα επιχειρησιακής ευθύνης της,:

α) προσώπων, και ιδιαίτερα των κινήσεών τους, οσάκις υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά διαπράττουν παρατυπίες·

β) τόπων όπου αποθηκεύονται αγαθά κατά τρόπο που προκαλεί υποψίες ότι αυτά προορίζονται για πράξεις που συνιστούν παρατυπίες·

γ) κινήσεων αγαθών τα οποία υποδεικνύονται ως αντικείμενο δυνητικών παρατυπιών·

δ) μεταφορικών μέσων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οσάκις υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη παρατυπιών.

Άρθρο 7 Διοικητικές έρευνες κατόπιν αιτήματος

1. Κατόπιν αιτήματος αιτούσας αρχής, η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος διεξάγει διοικητικές έρευνες σχετικά με πράξεις που συνιστούν ή φαίνεται, κατά την κρίση της αιτούσας αρχής, να συνιστούν παρατυπία, ή μεριμνά για τη διεξαγωγή τέτοιων ερευνών.

Η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος, ή η διοικητική αρχή προς την οποία αυτή προσφεύγει, διεξάγει τις διοικητικές έρευνες ως για ίδιον λογαριασμό ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής της ίδιας χώρας. Κοινοποιεί δε τα αποτελέσματα της έρευνας στην αιτούσα αρχή.

2. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη του αιτήματος, οι υπηρεσιακοί παράγοντες που ορίζονται από την αιτούσα αρχή είναι δυνατόν να παρίστανται στη διοικητική έρευνα στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1. Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα διεξάγεται από το προσωπικό της αρχής-αποδέκτη του αιτήματος.

Οι υπηρεσιακοί παράγοντες της αιτούσας αρχής δεν είναι δυνατόν να αναλαμβάνουν, με δική τους πρωτοβουλία, εξουσίες έρευνας που έχουν ανατεθεί σε υπηρεσιακούς παράγοντες της αρχής-αποδέκτη του αιτήματος. Ωστόσο, έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα όπως και οι δεύτεροι, με τη μεσολάβηση υπηρεσιακών παραγόντων του κράτους μέλους της αρχής-αποδέκτη και μόνο για τους σκοπούς της διεξαγόμενης διοικητικής έρευνας.

3. Ενόσω οι εθνικές διατάξεις ποινικής δικονομίας επιφυλάσσουν ορισμένες ενέργειες μόνο σε υπηρεσιακούς παράγοντες που ορίζονται ειδικά προς τούτο από την εθνική νομοθεσία, το προσωπικό της αιτούσας αρχής δεν μετέχει στις ενέργειες αυτές. Σε καμία περίπτωση δεν μετέχουν στην έρευνα χώρων ή στην επίσημη ανάκριση προσώπων δυνάμει του ποινικού δικαίου.

Άρθρο 8 Δραστηριότητες υπηρεσιακών παραγόντων σε άλλο κράτος μέλος ή με αποστολή σε άλλο κράτος μέλος

Κατόπιν συμφωνία μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη του αιτήματος, και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της δεύτερης, είναι δυνατόν να επιτραπεί σε υπηρεσιακούς παράγοντες δεόντως εξουσιοδοτημένους από την αιτούσα αρχή να λάβουν πληροφορίες σχετικά με παρατυπίες από τους χώρους όπου ασκούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές υπηρεσίες του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος.

Τούτο ισχύει για πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται η αιτούσα αρχή και οι οποίες προέρχονται από έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι προαναφερόμενες υπηρεσίες.

Στους υπηρεσιακούς παράγοντες της αιτούσας αρχής επιτρέπεται να λάβουν αντίγραφα των εγγράφων αυτών.

Άρθρο 9 Γραπτή εξουσιοδότηση υπηρεσιακών παραγόντων

Οι υπηρεσιακοί παράγοντες της αιτούσας αρχής που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος ή εκτελούν αποστολή σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τα άρθρα 6 7 και 7 8 , πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να επιδείξουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρεται η ταυτότητά τους και τα επίσημα καθήκοντά τους.

Άρθρο 10 Διορίες για την παροχή συνδρομής και πληροφοριών

1. Η αρχή-αποδέκτης αιτήματος παρέχει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 5 6 και 7 το ταχύτερο δυνατόν, και όχι αργότερα από έξι εβδομάδες μετά την παραλαβή του αιτήματος. Ωστόσο, οσάκις η αρχή-αποδέκτης αιτήματος κατέχει ήδη τις ζητούμενες πληροφορίες, η διορία ανέρχεται σε τέσσερις εβδομάδες.

2. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να συμφωνηθούν μεταξύ αιτούσας αρχής και αρχής-αποδέκτη αιτήματος διορίες διαφορετικές από εκείνες της παραγράφου 1.

3. Οσάκις η αρχή-αποδέκτης αιτήματος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο αίτημα εντός της προβλεπόμενης διορίας, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή σχετικά με τους λόγους της αδυναμίας της και δηλώνει πότε θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο αντίστοιχο αίτημα.

Άρθρο 11 Δεδομένα ΦΠΑ

1. Με σκοπό την παροχή επιχειρησιακής και τεχνικής συνδρομής, και οσάκις είναι αναγκαίο να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παρατυπιών κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο β) α) σημείο ii), είναι δυνατόν να χορηγείται στην Επιτροπή πρόσβαση στα αρχεία κράτους μέλους που είναι αποθηκευμένα σε εθνικές βάσεις δεδομένων, κατά το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003.

2. Οι λεπτομερείς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση αυτή, συμπεριλαμβανόμενων των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων, καθώς και σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα αρχεία των κρατών μελών, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 22 παρ. 2.

2. Ενόσω από τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται δυνάμει της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ είναι δυνατόν να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο β), οι αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή.

Τμήμα 3

Αυτόβουλη συνδρομή

Άρθρο 12 Παροχή πληροφοριών για πράξεις και συναλλαγές

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Επιτροπή, και χωρίς να προηγείται σχετικό αίτημα, κάθε πληροφορία που παρουσιάζει ενδιαφέρον για πράξεις ή συναλλαγές που συνιστούν, ή φαίνεται να συνιστούν, παρατυπία.

2. Με τη βοήθεια των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων, η Επιτροπή αναλύει τις παρεχόμενες πληροφορίες και παρέχει στα κράτη μέλη τα αντίστοιχα αποτελέσματα, με σκοπό να τα συνδράμει , τεχνικά και επιχειρησιακά, στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παρατυπιών. Οσάκις η Επιτροπή θεωρεί ότι έχουν διαπραχθεί παρατυπίες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ενημερώνει σχετικά τα αντίστοιχα κράτη μέλη.

3. Οι οικονομικές πληροφορίες ανταλλάσσονται αυτοβούλως Η υποχρέωση αυτόβουλης ανταλλαγής οικονομικών πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής ισχύει ανεξάρτητα από το αν η αντίστοιχη συναλλαγή εντάσσεται σε μία μόνο πράξη ή σε περισσότερες πράξεις που φαίνονται συναφείς.

4. Οι κανόνες περί εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 22 παρ. 2.

Άρθρο 13 Ειδική παρακολούθηση χωρίς να προηγείται αίτημα

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οσάκις το κρίνουν χρήσιμο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι παρατυπιών,:

α) διεξάγουν ή μεριμνούν για ειδική παρακολούθηση κατά το άρθρο 6·

β) κοινοποιούν στην Επιτροπή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών κάθε πληροφορία που κατέχουν, και ιδίως αναφορές και λοιπά έγγραφα, ή επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, σχετικά με πράξεις που συνιστούν, ή οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι συνιστούν, πράξεις επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

Άρθρο 13 14 Παροχή γενικών πληροφοριών

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν στην Επιτροπή γενικές πληροφορίες, σχετικά με νέους τρόπους, μέσα, μεθόδους και πρακτικές διάπραξης παρατυπιών, καθώς και σχετικά με την ανίχνευση και την πρόληψη παρατυπιών, πληροφορίες οι οποίες είναι δυνατόν να συμβάλουν στη θωράκιση της οικείας νομοθεσίας έναντι της απάτης, ευθύς ως αποκτήσουν τέτοιες πληροφορίες.

2. Η Επιτροπή κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν την πρόληψη των παρατυπιών και τη διασφάλιση της εφαρμογής της οικείας νομοθεσίας, ευθύς ως αποκτήσει τέτοιες πληροφορίες.

Κεφάλαιο 2 Χρήση των πληροφοριών

Άρθρο 14 15 Χρήση των αποδεικτικών στοιχείων

Τα ευρήματα, πιστοποιητικά, πληροφορίες, έγγραφα, επικυρωμένα αντίγραφα και κάθε στοιχείο που κοινοποιείται σε αρμόδια αρχή κατά τη διάρκεια συνδρομής παρεχόμενης κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 13 συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, κατά τον ίδιο τρόπο όπως εάν είχαν εξασφαλισθεί στο κράτος μέλος όπου διεξάγεται η εκάστοτε διαδικασία.

Άρθρο 15 16 Ανταλλαγή πληροφοριών

Οι πληροφορίες που εξασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθώς και δυνάμει άλλων κοινοτικών διατάξεων είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται από την Επιτροπή με άλλες αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για τους σκοπούς του, ενόσω η ανταλλαγή αυτή είναι συμβατή με τις κοινοτικές διατάξεις βάσει των οποίων εξασφαλίσθηκαν οι πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 16 17 Επακόλουθα μέτρα

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε ενδιαφέρουσα αναπροσαρμογή των πληροφοριών που κοινοποιούνται και των διοικητικών ερευνών που διεξάγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ιδίως δε των θεσπιζόμενων διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, ενόσω τούτο είναι συμβατό με την εθνική ποινική νομοθεσία.

Άρθρο 17 18 Κανόνες εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων

1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται ή αποκτώνται, με οποιαδήποτε μορφή, δυνάμει του παρόντος κανονισμού καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και προστατεύονται με τον τρόπο που προστατεύονται παρόμοιες πληροφορίες από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που τις εξασφαλίζει, καθώς και από τις αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς.

Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν σε πρόσωπα ή αρχές πέραν εκείνων, εντός των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών ή των κρατών μελών, οι οποίες, ως εκ των καθηκόντων τους, οφείλουν να τις γνωρίζουν, ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς πέραν της εξασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, όταν επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μεριμνούν ώστε να τηρούνται οι κοινοτικές και εθνικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων, ιδίως εκείνες της οδηγίας 95/46/EΚ και - εφόσον συντρέχει περίπτωση - του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Πριν από την έκδοση των εκτελεστικών κανόνων που προβλέπονται στα άρθρα 11 παρ., 12 παρ. 4 και 23 22 , ζητείται η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 18 19 Σχέσεις με τρίτες χώρες

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από κράτος μέλος ή από την Επιτροπή και προέρχονται από τρίτη χώρα, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους και ή στην Επιτροπή εφόσον είναι πιθανό να τους επιτρέψουν την πρόληψη ή την καταπολέμηση παρατυπιών. Όσον αφορά την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών, η Επιτροπή διαδραματίζει συντονιστικό ρόλο.

2. Υπό τον όρο ότι η εμπλεκόμενη τρίτη χώρα έχει αναλάβει νομική δέσμευση να παρέχει τη συνδρομή που απαιτείται για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων για τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που φαίνεται να συνιστούν παρατυπία, οι πληροφορίες που εξασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν σε αυτή την τρίτη χώρα στο πλαίσιο συντονισμένης ενέργειας, υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσης των αρμόδιων αρχών που παρέχουν τις πληροφορίες, σύμφωνα με τις εθνικές τους διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με τα άρθρα 25 και 26 της οδηγίας 95/46/EC και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 19 20 Ανάλυση κινδύνων από την Επιτροπή

Για να διευκολύνει ιδίως το έργο των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, η Η Επιτροπή είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε πληροφορία γενικού ή επιχειρησιακού χαρακτήρα που κοινοποιείται από κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και τούτο με σκοπό την πραγματοποίηση στρατηγικών και τακτικών αναλύσεων κινδύνων και με τη βοήθεια των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων, με αποτέλεσμα την εκπόνηση πληροφοριακών αναφορών και προειδοποιήσεων, έτσι ώστε να αποκτάται επίγνωση των εντοπιζόμενων απειλών και να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των κατάλληλων επιχειρησιακών μέτρων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και από την Επιτροπή, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της.

Κεφάλαιο 3 Διευκόλυνση της ανάκτησης ποσών

Άρθρο 20 Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

1. Για να διευκολύνεται η ανάκτηση των εσόδων που προκύπτουν από παρατυπίες, η επιλαμβανόμενη αρχή συλλέγει, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία, από τα θεσμικά όργανα και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, κάθε ενδεικνυόμενη οικονομική πληροφορία που διευκολύνει την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 20 του παρόντος κανονισμού. Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος κανονισμού γίνεται με την επιφύλαξη των κανόνων περί συνεργασίας μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών δυνάμει της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ [31] του Συμβουλίου.

2. Η αιτούσα αρχή περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε μια έκθεση, όπου περιλαμβάνει και τους λόγους βάσιμης υποψίας για παρατυπία. Όταν δέχονται αίτημα από τις αρχές του κράτους μέλους τους με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, τα θεσμικά όργανα και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ μεριμνούν ώστε οι παρεχόμενες πληροφορίες να παραμείνουν εμπιστευτικές.

Άρθρο 21

Τρόποι ανάκτησης ποσών

1. Για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ανάκτηση ποσών, τα κράτη μέλη, μετά από σχετικό αίτημα των αρμοδίων αρχών, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση, κατά την οικεία εθνική νομοθεσία, κάθε παράνομου εσόδου που απορρέει από παρατυπίες. Η διάταξη αυτή ισχύει για τα έσοδα ύψους μεγαλύτερου των 50.000 ευρώ που απορρέουν από παρατυπία, καθώς και για τα περιουσιακά στοιχεία, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, με ισόποση αξία.

2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να επιβληθούν τόσο σε φυσικό όσο και σε νομικό πρόσωπο που έχει διαρπάξει ή υπάρχει υποψία ότι έχει διαρπάξει παρατυπία, ή έχει συμβάλει ή υπάρχει υποψία ότι έχει συμβάλει στη διάπραξη παρατυπίας. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να ισχύσουν και για φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ωφελείται από τα έσοδα της παρατυπίας.

ΤΙΤΛΟΣ III ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22 Δημόσια τάξη

1. Η συνεργασία είναι δυνατόν να ανασταλεί εφόσον η αρχή-αποδέκτης αιτήματος θεωρεί ότι η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού θα έθιγε την κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα θεμελιώδη συμφέροντα του κράτους μέλους στο οποίο αυτή εδρεύει.

Το φορολογικό ή το τραπεζικό απόρρητο δεν συνιστούν λόγο απόρριψης αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

2. Για κάθε απόρριψη αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής δίδονται οι σχετικοί λόγοι. Η αρχή-αποδέκτης του αιτήματος ενημερώνει την Επιτροπή το ταχύτερο δυνατόν για κάθε απόρριψη αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής και για τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 23 21 Εκτελεστικοί κανόνες

Για την αμοιβαία συνδρομή και την ανταλλαγή πληροφοριών κατά το κεφάλαιο 1 του τίτλου ΙΙ, θεσπίζονται λεπτομερείς εκτελεστικοί κανόνες σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 24 παρ. 2.

Πέραν των θεμάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 11 παρ. 2 και το άρθρο 12 παρ. 4, οι κανόνες αυτοί είναι δυνατόν να καλύπτουν ιδίως:

α) τις παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο α) σημείο ii)·β)·

β) τις παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο α) σημείο iii)· γ) ·

α) παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο β)·

β) παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο γ)·

γ) τις παρατυπίες στον τομέα των Διαρθρωτικών Ταμείων.

Άρθρο 24 22 Κανονιστική επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή (εφεξής «η κανονιστική επιτροπή») του άρθρου 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97.

2. Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, ισχύουν τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, με γνώμονα τις διατάξεις του άρθρου 8 αυτής.

Η περίοδος στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5 παρ. 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ανέρχεται σε τρεις μήνες.

3. Η κανονιστική επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 25 23 Έκθεση αξιολόγησης

Ανά τρία έτη μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26 24 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

LEGISLATIVE FINANCIAL STATEMENT

Policy area(s): Anti-fraud Activities: Mutual administrative cooperation and exchange of information |

TITLE OF ACTION: PROPOSAL FOR A REGULATION OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL ON MUTUAL ADMINISTRATIVE ASSISTANCE FOR THE PROTECTION OF THE FINANCIAL INTERESTS OF THE COMMUNITY AGAINST FRAUD AND ANY OTHER ILLEGAL ACTIVITIES |

1. BUDGET LINE(S) + HEADING(S)

24.0106 (fight against fraud)

2. OVERALL FIGURES:

2.1. Total allocation for action (Part B): EUR million for commitment: -

2.2. Period of application: From entering into force on.

2.3. Overall multi-annual estimate of expenditure

(a) Schedule of commitment appropriations/payment appropriations (financial intervention) (see point 6.1.1) - (not applicable see point 5.1.1)

EUR million ( to three decimal places)

Year [n] | [n+1] | [n+2] | [n+3] | [n+4] | [n+5 and subs. Years] | Total |

Commitments |

Payments |

(b) Technical and administrative assistance and support expenditure (see point 6.1.2)

Commitments |

Payments |

Subtotal a+b |

Commitments |

Payments |

(c) Overall financial impact of human resources and other administrative expenditure (see points 7.2 and 7.3)

Commitments/ payments | 1.851 | 1.851 | 1.751 | 1.751 | 1.751, | 1.751 |

(The first two years include each an amount of EUR 100 000 for the development of information systems for internal use of the Commission, see point 7.3)

TOTAL a+b+c |

Commitments | 1.851 | 1.851 | 1.751 | 1.751 | 1.751 | 1.751 |

Payments | 1.851 | 1.851 | 1.751 | 1.751 | 1.751 | 1.751 |

2.4. Compatibility with financial programming and financial perspective

[X] Proposal is compatible with existing financial programming.

2.5. Financial impact on revenue:

[X] Proposal has no financial implications (involves technical aspects regarding implementation of a measure)

3. BUDGET CHARACTERISTICS

Type of expenditure | New | EFTA contribution | Contributions from applicant countries | Heading in financial perspective |

Non-comp | Non-diff | NO | NO | NO | 5 |

4. LEGAL BASIS

Article 280(4) of the EC Treaty.

5. DESCRIPTION AND GROUNDS

5.1. Need for Community intervention

5.1.1. Objectives pursued

The initiative for a regulation on the basis of article 280 of the EC Treaty concerns a framework dedicated to administrative mutual assistance necessary to strengthen the protection of the financial interests of the Community.

For the purpose of the protection of the financial interests of the Community the Member States and the Commission shall assist each other and exchange information in particular in the field of money laundering of the proceeds of EC fraud, of fraud on VAT and any other illegal activities detrimental to the Community’s financial interests in particular those in the field of structural funds.

Background

Fraud and any other illegal activities affecting the financial interests of the Community warrant a more comprehensive framework for administrative cooperation between Member States authorities and with the Commission. This is reflected by the Commission’s firm commitment to the fight against fraud in order to protect the Community’s financial interests which is clearly demonstrated in its Communication, adopted on 28 June 2000, on an overall strategic approach for the protection of the Community’s financial interests and the fight against fraud[32]. This approach underlines the importance of an overall anti-fraud legislative policy by following a horizontal and cross-pillar legislative approach. This legislative policy must be given concrete expression with the drawing up of specific rules, in particular for information exchanges, and close and regular cooperation between the Member States and between the latter and the Commission.

On the basis of this legislative policy the Commission mentions in its working programme for 2003 the preparation of a proposal for a regulation of the European Parliament and of the Council establishing a cooperation mechanism between the competent authorities of the member States and the Commission in order to ensure the protection of the Community’s financial interests against illegal activities including matters such as VAT fraud, money laundering and other financial transactions in relation to the proceeds of EC fraud as well as any other illegal activities detrimental to the Community’s financial interests in particular concerning fraud concerning structural funds.

The Commission has reiterated in its Communication containing an Action Plan for 2001-2003[33], the importance of reinforcing cooperation to prevent money laundering of proceeds from fraud and any other illegal activities detrimental to the Community’s financial interests and VAT fraud in order to be able to realise an effective action against organised crime, particularly economic and financial crime (including fraud and money laundering). To combat this type of crime, the European Union should take co-ordinated action and have a strategy of cooperation and mutual information between all public partners in addition to existing programmes as Fiscalis in the sector of VAT.

5.1.2. Measures taken in connection with ex ante evaluation NOT APPLICABLE

5.1.3. Measures taken following ex post evaluation NOT APPLICABLE

5.2. Action envisaged and budget intervention arrangements

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

5.3. Methods of implementation

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

6. FINANCIAL IMPACT

NOT APPLICABLE: see point 5.1.1.

6.1. Total financial impact on Part B - (over the entire programming period)

(The method of calculating the total amounts set out in the table below must be explained by the breakdown in Table 6.2.)

6.1.1. Financial intervention

Commitments (in EUR million to three decimal places)

Breakdown | [Year n] | [n+1] | [n+2] | [n+3] | [n+4] | [n+5 and subs. Years] | Total |

Action 1 |

Action 2 |

etc. |

TOTAL |

6.1.2. Technical and administrative assistance, support expenditure and IT expenditure (commitment appropriations) |

[Year n] | [n+1] | [n+2] | [n+3] | [n+4] | [n+5 and subs. years] | Total |

1) Technical and administrative assistance |

a) Technical assistance offices |

b) Other technical and administrative assistance: - intra muros: - extra muros: of which for construction and maintenance of computerised management systems |

Subtotal 1 |

2) Support expenditure |

a) Studies |

b) Meetings of experts |

c) Information and publications |

Subtotal 2 |

TOTAL |

6.2. Calculation of costs by measure envisaged in Part B (over the entire programming period)

7. IMPACT ON STAFF AND ADMINISTRATIVE EXPENDITURE

7.1. Impact on human resources

Types of post | Staff to be assigned to management of the action using existing and additional resources | Total | Description of tasks deriving from the action |

Number of permanent posts | Number of temporary posts |

Officials or temporary staff | A B C | 2 (1 already occupied) 2 (1 already occupied) 1 | 2 (1 already occupied) 3 (1/2 - 1 already occupied) 1 | 11 | Coordination of investigations and intelligence work in the field of fraud in particular on VAT and structural funds and money laundering of proceeds of fraud detrimental to the Community’s financial interests. |

Other human resources | 4 END | 4 | Coordination of investigations in the field of VAT, structural funds and money laundering of proceeds of fraud detrimental to the Community’s financial interests. |

Total | 5 | 10 | 15 |

7.2. Overall financial impact of human resources

Type of human resources | Amount (EUR) | Method of calculation * |

Officials Temporary staff | 1 188 000 | 11 x EUR 108 000 |

Other human resources (specify budget line) | 173 340 | 4 (END) x EUR 43 335 |

Total | 1 361 340 |

The amounts are total expenditure for twelve months.

7.3. Other administrative expenditure deriving from the action

Budget line (number and heading) | Amount EUR | Method of calculation |

Overall allocation (Title A7) Overall allocation 24.0106 (fight against fraud) A3.010211 Other management expenditure (missions) A3.0201 Control, studies, analysis and activities specific to the European anti-fraud office Total per year | 117 000 60 000 208 000 385 000 | 13 (operational and intelligence staff) x missions per year x 1.500 (average costs of Anti-fraud—missions) 2 x (each year) a meeting of the Committee (30.000 costs per meeting)[34] 13 (operational and intelligence staff) x 2 (average No. of investigation coordination meetings) x 8,000 (average costs of such a meeting) |

A3.0103 Buildings and related expenditure of policy area | EUR 100 000 | Two information systems have to be developed: one for VAT and one for money laundering. The development of each system entails the following costs: system specification: EUR 25 000 development: EUR 35 000 tests: EUR 10 000 user manuals and training: EUR 15 000 installations: EUR 15 000 total (1): EUR 100 000 Total:2 systems: EUR 200 000 cost to be spread over two years |

A3 01 60 Documentation and library expenditure | 5 000 | special library, documentation and purchase of books, subscription to specialised periodicals |

Total | 1 851 340 |

The amounts are total expenditure for twelve months.

1 Specify the type of committee and the group to which it belongs.

I. Annual total (7.2 + 7.3) | EUR 1 851 340 (year 1 and 2) EUR 1 751 340 (from year 3) |

II. Duration of action | does not apply |

III. Total cost of action (I x II) | does not apply |

The needs for human and administrative resources shall be covered within the allocation granted to the managing DG in the framework of the annual allocation procedure.

8. FOLLOW-UP AND EVALUATION

8.1. Follow-up arrangements

The Committee shall adopt an implementing regulation following the comitology procedure in order to determine the relevant implementing modalities of mutual assistance and exchange of information in specific areas covered by the proposed regulation.

8.2. Arrangements and schedule for the planned evaluation

Every three years after the date of entry into force of the regulation, the Commission shall report to the European Parliament, the Court of Auditors and the Council on the application of the measures provided for in the regulation.

9. ANTI-FRAUD MEASURES

NOT APPLICABLE.

[1] ΕΕ 290, 27.11.2004, σ. 5. COM(2004) 509.

[2] Δελτίο 7.8.2004, σημείο 1.6.26.

[3] ΕΕ C 313, 9.12.2005, σ. 1.

[4] ΕΕ C 301, 7.12.2004, σ. 4.

[5] ΕΕ C 301, 7.12.2004, σ. 4.

[6] ΕΕ C 301, 7.12.2004, σ. 4.

[7] Οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από ενέργειες οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, ΕΕ L 73, 19.3.1976, σ. 18.

[8] Οδηγία 2001/44/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 2001, που τροποποιεί την οδηγία 76/308/ΕΟΚ για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από ενέργειες οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές εισφορές και τελωνειακούς δασμούς και από το φόρο προστιθέμενης αξίας και ορισμένους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ΕΕ L 175, 28.6.2001, σ. 17.

[9] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2005, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης (2004/2198(INI)).

[10] Σύμβαση καταρτισθείσα βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο αναφέρεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕ C 316, 27.11.1995, σ. 49.

[11] ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15. Πρβλ. άρθρα 3 παρ. 5 και 39 παρ. 2.

[12] ΕΕ C 290, 27.11.2004, σ. 5. CΟΜ(2004) 509.

[13] ΕΕ C 313, 9.12.2005, σ. 1.

[14] ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

[15] Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26 ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 13.

[16] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα, ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 9.

[17] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168, 1.5.2004, σ. 1).

[18] ΕΕ L 82, 22.3.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122, 16.5.2003, σ. 36).

[19] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ.1).

[20] ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

[21] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284, 31.10.2003, σ. 1).

[22] ΕΕ C 301, 7.12.2004, σ. 4.

[23] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

[24] ΕΕ L 264, 15.10.2003, σ. 1.

[25] ΕΕ L 145, 13.6.1977, σ. 1.

[26] ΕΕ L 155, 7.6.1989, σ. 9.

[27] ΕΕ L 309, 26.06.2005, σ. 13.

[28] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα, ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 9.

[29] OJ L 166, 28.6.1991, p. 77.

[30] ΕΕ L 76, 23.3.1992, σ. 1.

[31] ΕΕ L 271, 24.10.2000, σ. 4.

[32] Communication from the Commission, Protection of the Communities’ financial interests, The fight against fraud - For an overall strategic approach, COM(2000) 358 final. See especially paragraph 1 and 1.2.2 of this communication. The Council (ECOFIN) adopted this communication on 17 July 2000 and the European Parliament, which approved the guidelines. The Parliament approved the guidelines presented in its Resolution of 13 December 2000.

[33] Adopted by the Commission on 23 May 2001, COM(2001) 254 final. See especially paragraph 2.2.1.

[34] Where multidisciplinary (e.g. Customs and VAT) issues are discussed by the Committee envisaged by this Regulation, the travel costs of two delegates per Member State will be reimbursed by the Commission.