52006DC0697

Ανακοινωση της Επιτροπhς - Οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανταγωνιστικότητα: τα βασικά μηνύματα της έκθεσης για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006 {SEC(2006) 1467} /* COM/2006/0697 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 14.11.2006

COM(2006) 697 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ

Οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανταγωνιστικότητα: τα βασικά μηνύματα της έκθεσης για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006

{SEC(2006) 1467}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ

Οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανταγωνιστικότητα: τα βασικά μηνύματα της έκθεσης για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006

1. Εισαγωγή: Μια νεα εκθεση που υποστηριζει την ευρωπαϊκη στρατηγικη για τη μεγεθυνση και την απασχοληση

Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει τα συμπεράσματα και τα μηνύματα που απορρέουν από την έκθεση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006 της Επιτροπής[1].

Επίκεντρο της έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα αποτελεί κυρίως η ανάλυση θεμάτων που αφορούν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα, καθώς πρόκειται για βασικό δείκτη σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Ανταγωνιστικότητα στο πλαίσιο αυτό σημαίνει τη διατηρήσιμη αύξηση του βιωτικού επιπέδου ενός έθνους ή μιας περιοχής και το χαμηλότερο δυνατό ποσοστό ακούσιας ανεργίας. Σε επίπεδο βιομηχανικού κλάδου, ανταγωνιστικότητα σημαίνει τη διατήρηση και τη βελτίωση της θέσης του στην παγκόσμια αγορά.

Ύστερα από την αναθεώρηση της στρατηγικής της Λισαβόνας για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, στην οποία γίνεται διάκριση μεταξύ των μακροοικονομικών, των μικροοικονομικών προκλήσεων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η απασχόληση, η έκθεση για την ανταγωνιστικότητα επανασχεδιάστηκε με σκοπό να προσφέρει μια στέρεη βάση ανάλυσης στο μικροοικονομικό άξονα της στρατηγικής της Λισαβόνας. Για το λόγο αυτό επίσης η ανάλυση των θεμάτων στην παρούσα έκθεση προσεγγίζει πολύ περισσότερο την ατζέντα πολιτικής.

Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης δεν είναι να καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις ή σε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Φιλοδοξία της είναι να υποστηρίξει τη λήψη των αποφάσεων προβάλλοντας ορισμένα συμπεράσματα και συστάσεις της οικονομικής ανάλυσης που αφορούν την πολιτική.

Αφού εξετάζει τις πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά τη μεγέθυνση, την παραγωγικότητα και την απασχόληση στην Ευρώπη, η έκθεση μελετά τις διάφορες πτυχές που συνδέονται με τις τρεις από τις τέσσερις δράσεις προτεραιότητας του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που παρουσίασε το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2006: γνώση και καινοτομία, ελευθέρωση του επιχειρηματικού δυναμικού και πορεία προς μία αποδοτική και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική . Τέσσερα κεφάλαια ασχολούνται με την απελευθέρωση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, το κανονιστικό περιβάλλον στο πλαίσιο της στρατηγικής για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, τη χρηματοδότηση της καινοτομίας, την έννοια των «πρωτοπόρων αγορών» στην πολιτική για την καινοτομία. Επίσης, στην έκθεση εξετάζεται η ανταγωνιστική θέση δύο ευρωπαϊκών βιομηχανικών κλάδων υψηλής τεχνολογίας, δηλαδή της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών και της φαρμακοβιομηχανίας. Τέλος, στο στατιστικό παράρτημα παρουσιάζονται δείκτες ανταγωνιστικότητας σε κλαδικό επίπεδο.

2. Γενικη επιδοση ανταγωνιστικοτητασ: Ενθαρρυντικα σημαδια για την αντιμετωπιση της απογοητευτικησ επιδοσησ οσον αφορα τη βελτιωση της ανταγωνιστικοτητασ

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η κατά κεφαλή μεγέθυνση του ΑΕγχΠ στην ΕΕ-25 ήταν χαμηλότερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ και το ποσοστό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕγχΠ, της παραγωγικότητας εργασίας και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιβραδύνθηκε ή παρέμεινε στάσιμο κατά την περίοδο 1990-2004. Οι τάσεις αυτές έχουν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και η συνειδητοποίησή τους από τους υπεύθυνους για τη χάραξη της πολιτικής στην Ευρώπη απαιτεί κατάλληλες αντιδράσεις από πλευράς πολιτικής. Το 2000 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισαβόνα συμφώνησε για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Το 2005 η στρατηγική της Λισαβόνας ανανεώθηκε και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές που αποσκοπούν στην απόδοση μεγέθυνσης καθώς και σε περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Μάλιστα, οι βασικοί τομείς της στρατηγικής «Μεγέθυνση και απασχόληση» απαιτούν, μεταξύ άλλων, να δοθεί ώθηση στην παραγωγικότητα μέσω των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, να βελτιωθεί η ευρωπαϊκή υποδομή, να αξιοποιηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο και να προαχθεί ο ανταγωνισμός. Με τον τρόπο αυτό θα υπάρξει μεγαλύτερο όφελος από την παγκοσμιοποίηση. Για τη στρατηγική αυτή ισχύει και η ευρύτερη απαίτηση της αειφόρου ανάπτυξης σύμφωνα με την οποία οι παρούσες ανάγκες πρέπει να καλύπτονται χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες.

Ένα πρώτο ενθαρρυντικό σημάδι είναι η τάση για υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ. Το γεγονός αυτό είναι ως ένα βαθμό αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που υλοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά τα ποσοστά απασχόλησης στις περισσότερες χώρες παραμένουν χαμηλότερα από τους στόχους της Λισαβόνας.

Ωστόσο, η πρόσφατη άνοδος των ποσοστών απασχόλησης στην ΕΕ δεν επέφερε μεγάλες αυξήσεις στην παραγωγικότητα εργασίας. Η απογοητευτική αυτή επίδοση της αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας στην ΕΕ μπορεί να εξηγηθεί τόσο από τις χαμηλές επενδύσεις όσο και από το γενικό χαμηλό ποσοστό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής παραμένει χαμηλή ύστερα από την επιβράδυνση που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Επομένως, είναι προφανές ότι δεν πρέπει να καθυστερήσουν περαιτέρω οι μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις προτεραιότητες που συμφωνήθηκαν στη στρατηγική για τη μεγέθυνση και την απασχόληση. Τα οφέλη για την παραγωγικότητα, που απορρέουν από την αναδιοργάνωση και την ανακατανομή της παραγωγής, τη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, την εισαγωγή νέων προϊόντων και διαδικασιών, ιδίως μέσω των ΤΠΕ, μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της ζήτησης για επενδύσεις και στην περαιτέρω πρόοδο της παραγωγικότητας εργασίας όσον αφορά την ενίσχυση της κεφαλαιακής έντασης.

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν μια επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ, από 1,7% το 2005 σε 2,8% το 2006. Πρόκειται για την καλύτερη επίδοση μεγέθυνσης της ΕΕ-25 από το 2000 που συνοδεύεται από υψηλότερη αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας και μείωση της ανεργίας. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου είχε σαφώς αρνητικό, αν και περιορισμένο, αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή μεγέθυνση. Οι προσομοιώσεις μοντέλων βοηθούν στην ποσοτικοποίηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από τις διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας και περιγράφουν τις μεγάλες διαφορές που μπορεί να έχουν ανάλογα με τη χώρα και τον κλάδο. Παρά την αύξηση των τιμών της ενέργειας εφέτος, η οικονομία της ΕΕ χαρακτηρίζεται σαφώς από σταθερή ανάκαμψη. Η ανάκαμψη αυτή, μαζί με τη νέα διακυβέρνηση της συνεργασίας για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για να επιδιωχθούν με αποφασιστικότητα οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

3. Οι κινητηριεσ δυναμεισ της ανταγωνιστικοτητασ

Απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας : η ευρεία ανταπόκριση στα κίνητρα κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για προσεκτικό σχεδιασμό της πολιτικής

Οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας υποβάλλονται σε διαδικασία απελευθέρωσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στην έκθεση παρουσιάζεται αξιολόγηση ορισμένων επιπτώσεων της απελευθέρωσης των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και αναλύονται θέματα τα οποία προκύπτουν από την απελευθέρωση γενικά, συμπεριλαμβανομένων και εμπειριών άλλων χωρών εκτός ΕΕ.

Από τα πορίσματα διαπιστώνεται ότι η εισαγωγή του ανταγωνισμού οδήγησε γενικά σε αποτελεσματικότερες από άποψη κόστους λειτουργίες με ένα μέρος του οφέλους να καταλήγει στους καταναλωτές. Ωστόσο, οι αγορές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ευάλωτες στις δυνάμεις της αγοράς που απορρέουν τόσο από τη δομή της καθεστηκυίας βιομηχανίας όσο και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αγορών αυτών. Οι κατεστημένοι φορείς εξακολουθούν να έχουν μεγάλο έλεγχο της παραγωγής, των εισαγωγών και της βασικής υποδομής. Για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα αυτό απαιτούνται κυρίως ικανές κανονιστικές αρχές. Ο ανταγωνισμός στις αγορές λιανικής πώλησης πρέπει ακόμη να λειτουργήσει κανονικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Παρ’ όλ’ αυτά οι οδηγίες για την ενέργεια προβλέπουν υποχρεώσεις παροχής καθολικών και δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και ειδικούς κανόνες για την προστασία των καταναλωτών.

Όσον αφορά την Ε&Α, τα στοιχεία για τις επιπτώσεις στην καινοτομία δείχνουν ότι, μετά την απελευθέρωση, η σύνθεσή της έχει αλλάξει: όσον αφορά την καινοτομία ο στόχος των εταιρειών μετατοπίζεται από την (δημόσιου συμφέροντος) τεχνολογική καινοτομία στις τεχνολογίες μείωσης του κόστους και στις υπηρεσίες για τους καταναλωτές. Αν και φαίνεται ότι οι συνολικές δαπάνες για την Ε&Α έχουν μειωθεί, δίνεται όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην καινοτομία για τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Κατά συνέπεια, ίσως αποδειχθεί αναγκαίο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα πολιτικής για την ενθάρρυνση της βασικής έρευνας στον τομέα της ενέργειας ώστε να επανέλθει στη θέση που κατείχε πριν την απελευθέρωση.

Τόσο από τη θεωρία όσο και από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι στις απελευθερωμένες αγορές βραχυπρόθεσμα οι τιμές μπορεί να είναι ασταθείς και η ζήτηση να πρέπει να προσαρμόζεται συχνότερα απ’ ό,τι πριν την απελευθέρωση στη διαθέσιμη δυναμικότητα. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι διακυμάνσεις των τιμών θεωρούνται συχνά ανεπιθύμητες, ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η ζήτηση στην εξισορρόπηση των αγορών είναι ανάλογος με την αύξηση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι ο ανεπαρκής σχεδιασμός της αγοράς μπορεί να οδηγήσεις σε ιδιαίτερα χαμηλές επενδύσεις[2]. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν οι τιμές δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική αξία της ενέργειας, με αποτέλεσμα χαμηλά ποσοστά απόδοσης ή όταν η ανεπαρκής αποδεσμοποίηση οδηγεί τους φορείς δικτύων να ευνοούν τις θυγατρικές τους προμηθεύτριες επιχειρήσεις. Στις ελεγχόμενες αγορές (δηλ. υποδομή), η επινόηση μηχανισμών για τη διαμόρφωση αποδοτικών επενδύσεων είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα όταν αφορά τη (διασυνοριακή) ικανότητα μεταφοράς. Παράγοντες όπως οι περίπλοκες διαδικασίες που επιβάλλουν οι δημόσιες αρχές αποτελούν επίσης αιτία μείωσης των επενδύσεων. Οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν σε έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας και διακοπές ρεύματος.

Από τα πορίσματα της οικονομικής ανάλυσης που περιλαμβάνονται στην έκθεση προκύπτει ότι οι απαντήσεις της πολιτικής πρέπει να έχουν ως κύριο στόχο τους τη σαφή κατανομή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων στους παράγοντες της αγοράς, ιδίως κατά τις περιόδους ελλείψεων. Εξάλλου, η προώθηση περισσότερο ρευστών αγορών χονδρικής, ιδίως για τις προθεσμιακές συμβάσεις, θα βοηθήσει να εξασφαλιστούν οι καταναλωτές έναντι των διακυμάνσεων των τιμών. Οι αποτελεσματικές αγορές απαιτούν υψηλότερο βαθμό διαφάνειας· ένας μηχανισμός σε επίπεδο ΕΕ για την καλύτερη παρακολούθηση των προτύπων ζήτησης και προσφοράς στις αγορές ενέργειας της ΕΕ, τον εντοπισμό των πιθανών ελλείψεων στην υποδομή, στην προσφορά και στην αποθήκευση θα βελτίωνε τη διαφάνεια όσον αφορά τα θέματα ασφάλειας της προσφοράς ενέργειας στο εσωτερικό της ΕΕ.

Τέλος, σύμφωνα με τη θεωρία αλλά και τα εμπειρικά αποτελέσματα, ο αντίκτυπος από την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στο περιβάλλον είναι διφορούμενος. Αν και η μείωση των τιμών θα μπορούσε να αυξήσει την κατανάλωση ενέργειας, η αυξημένη απόδοση καυσίμων και οι αλλαγές στους τεχνολογικούς συνδυασμούς, που προκαλούνται από τον εντονότερο ανταγωνισμό, θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές[3]. Γενικά, η απελευθέρωση είναι συμβατή με τους περιβαλλοντικούς στόχους. Η απελευθέρωση μπορεί επίσης να τονώσει τα περιβαλλοντικά μέσα που βασίζονται στην αγορά, όπως είναι το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών.

Κανονιστικό περιβάλλον : ευρεία αποδοχή των αρχών της καλύτερης ρύθμισης παρά τις άνισες δεσμεύσεις

Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω της εφαρμογής μέτρων που διαμορφώνουν το επιχειρηματικό πνεύμα και μέσω της εφαρμογής κανόνων για τη βελτίωση της νομοθεσίας αποτελεί σήμερα κοινό στόχο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάδοση μέσων βελτίωσης της νομοθεσίας είναι επομένως μια σαφώς δηλωμένη προτεραιότητα της στρατηγικής για τη μεγέθυνση και την απασχόληση. Επομένως, αποτελεί πολύ θετική εξέλιξη το γεγονός ότι τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων (ΕΠΜ) που υιοθετήθηκαν από τα κράτη μέλη κατά το 2005 αντικατοπτρίζουν τη βούληση για μεταρρύθμιση των κανονιστικών πρακτικών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συμπληρώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την πρωτοβουλία για καλύτερη νομοθεσία που έχει ξεκινήσει σε κοινοτικό επίπεδο και η οποία περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα απλοποίησης της υπάρχουσας νομοθεσίας, τη συστηματική αξιολόγηση του αντικτύπου της νέας νομοθεσίας, τη βελτίωση των διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και τον υπολογισμό και τον περιορισμό του διοικητικού φόρτου. Σε εξέλιξη βρίσκονται και οι εργασίες για τον καθορισμό ποσοτικών στόχων σχετικά με τη μείωση του διοικητικού φόρτου.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομονωθούν οι επιπτώσεις της ρύθμισης στην οικονομία. Ωστόσο, τα οικονομικά κείμενα σχετικά με το θέμα αυτό –αν και ο αριθμός τους είναι ακόμη μικρός- παρέχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ρύθμιση μπορεί να έχει σημαντικά θετικά ή αρνητικά (εάν δεν σχεδιαστεί σωστά) αποτελέσματα στην οικονομική επίδοση και καινοτομία. Η έκθεση για την ανταγωνιστικότητα αναλύει τα διαφορετικά μέτρα για τη βελτίωση της νομοθεσίας που προτείνονται στα ΕΠΜ και αλλού σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-25. Αν και τα μέτρα αυτά διαφέρουν πολύ όσον αφορά το χρονικό τους ορίζοντα, το βάθος, το βαθμό θεσμοποίησης και την πιθανή αποτελεσματικότητά τους, τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπουν μία ή περισσότερες ιδιαίτερα φιλόδοξες δραστηριότητες στον τομέα αυτόν. Επιπλέον, τα κράτη μέλη προτείνουν μέτρα με ορατά βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, όπως είναι τα ενιαία κέντρα επαφής για την καταχώριση των επιχειρήσεων. Τα ΕΠΜ και οι εξελίξεις από τη δημοσίευσή τους πέρυσι δείχνουν επομένως ότι ασφαλώς γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά το κανονιστικό περιβάλλον της ΕΕ. Οι μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των μέτρων που προτείνουν τα κράτη μέλη οφείλονται συχνά στο γεγονός ότι κάθε κράτος μέλος βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο όσον αφορά την εξέλιξη του συστήματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι με την εφαρμογή ενός συστήματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας δεν περιορίζεται αυτόματα η ρύθμιση. Από τα επτά εκείνα κράτη μέλη τα οποία, με βάση τους τρέχοντες δείκτες, διαθέτουν περιοριστικά κανονιστικά πλαίσια σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ, τα δύο προτείνουν μια δέσμη μέτρων στα ΕΠΜ που καλύπτουν όλα ή σχεδόν όλα τα στοιχεία του προγράμματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας, και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα λαμβάνουν μέτρα που καλύπτουν δύο τουλάχιστον τομείς. Ορισμένα από τα οκτώ κράτη μέλη που συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων με τα λιγότερο περιοριστικά κανονιστικά περιβάλλοντα, βρίσκονται και μεταξύ των χωρών που έχουν λάβει μέτρα σχετικά με όλα ή σχεδόν όλα τα στοιχεία του προγράμματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Όλο και μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των χωρών (18) που εφαρμόζουν ή σχεδιάζουν να εφαρμόσουν τα δικά τους συστήματα ανάλυσης αντικτύπου, παραδειγματιζόμενες απ’ ό,τι συμβαίνει ήδη στην Επιτροπή και σ’ ένα μικρό αριθμό κρατών μελών. Αυτό θα συμβάλει στην εξασφάλιση υψηλότερης ποιότητας ρύθμισης στο μέλλον σχετικά με τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν την εθνική και την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, η πρόοδος που έχει σημειωθεί έως τώρα ήταν κάπως αργή και πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για να υλοποιηθούν τα οφέλη από την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης του αντικτύπου απαιτούνται κάποια χρόνια. Επιπλέον, υπάρχει η ανησυχία ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιορισμοί πόρων μπορεί να αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο. Εάν δεν ξεπεραστεί αυτό το ζήτημα της αναδιάταξης των πόρων η νέα νομοθεσία δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από τη βελτίωση της ποιότητας που απορρέει από την αξιολόγηση αντικτύπου με την οποία υπολογίζεται συστηματικά ο οικονομικός, ο κοινωνικός και ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας.

Η θέσπιση ενός πλήρους και ολοκληρωμένου συστήματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να αποτελεί μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο στόχο για όλα τα κράτη μέλη. Ασφαλώς, πρέπει επειγόντως να τεθούν τα θεμέλια ενός τέτοιου συστήματος. Εάν αυτό γίνει με βιώσιμο τρόπο θα υπάρξουν καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος, περιορισμός του διοικητικού φόρτου –ο οποίος είναι ιδιαίτερα μεγάλος σε ορισμένους κλάδους- και των εμποδίων που αντιμετωπίζει η είσοδος στην αγορά, θα αυξηθεί ο ανταγωνισμός, θα υπάρξουν περισσότερες καινοτομίες και τελικά θα αυξηθεί η οικονομική μεγέθυνση. Η γενική διαδικασία για τη βελτίωση της νομοθεσίας βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο και η τελική της επιτυχία θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες οι οποίοι δεν είναι εύκολο να ληφθούν υπόψη. Επίσης, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η σοβαρότητα με την οποία θα εφαρμοστούν οι υπάρχουσες προτάσεις.

Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι έχει ήδη σημειωθεί πρόοδος σε όλη την ΕΕ και ότι όλα τα κράτη μέλη προβαίνουν σε ενέργειες για τη βελτίωση της νομοθεσίας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος γενικότερα, αλλά οι πραγματικές προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν. Φυσικά, για τις χώρες οι οποίες έως τώρα δεν έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση της νομοθεσίας, σε σύγκριση με τις χώρες που έχουν ήδη φτάσει σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο, είναι επιτακτικότερη η ανάγκη να προωθήσουν το αντίστοιχο πρόγραμμα ώστε να επιτύχουν και τα σχετικά οφέλη. Τα κράτη μέλη που βρίσκονται σε λιγότερο θετικό σημείο εκκίνησης πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για τη θέσπιση ενός πλήρους συστήματος για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Στη χρηματοδότηση της καινοτομίας αποδίδεται μεν η δέουσα προσοχή, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν κάποια κενά πολιτικής

Το ενδιαφέρον της έκθεσης επικεντρώνεται κυρίως σε συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η καινοτομία και στα κατάλληλα μέσα πολιτικής για την αντιμετώπισή τους. Η κρατική ενίσχυση μπορεί να έχει πολλές μορφές: άμεσα μέτρα όπως επιχορηγήσεις και δάνεια, έμμεσα μέτρα όπως εγγυήσεις ή φορολογικά κίνητρα για την Ε&Α, και μέτρα για κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου. Η έκθεση εξετάζει τις ορθές πρακτικές της κρατικής υποστήριξης, όπως αναπτύσσονται από την οικονομική θεωρία, και καταλήγει σε συμπεράσματα σχετικά με την πολιτική. Τα συμπεράσματα αυτά στη συνέχεια συμπληρώνονται από την επανεξέταση των μέτρων για τη χρηματοδότηση της καινοτομίας που προβάλλουν τα κράτη μέλη στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβριο του 2005.

Κατά τα τελευταία χρόνια, ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών χρησιμοποιεί φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση της έρευνας και ανάπτυξης και, σε πολλές χώρες, τα οφέλη από τις φορολογικές διατάξεις για την Ε&Α έχουν αυξηθεί. Τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων που δημοσίευσαν τα κράτη μέλη τον Οκτώβριο του 2005 επιβεβαιώνουν την τάση αυτή. Δείχνουν επίσης την όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα που αποδίδουν οι δημόσιες αρχές σ’ έναν εύρωστο κλάδο επιχειρηματικών κεφαλαίων: όλα σχεδόν τα κράτη μέλη αναφέρουν εν εξελίξει, ενισχυμένες ή νέες ενέργειες, ενώ ιδιαίτερο βάρος δίνεται στις επενδύσεις που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο. Ένας σημαντικός αριθμός χωρών αναφέρει επίσης ενέργειες που αφορούν τους «επιχειρηματικούς αγγέλους». Παρ’ όλ’ αυτά, γενικά, δεν αποδίδεται η δέουσα προσοχή στη διευκόλυνση της διασυνοριακής κινητικότητας των επιχειρηματικών κεφαλαίων. Το ίδιο ισχύει και για τη χρηματοδότηση του χρέους των καινοτόμων σχεδίων, καθώς λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει σχετικά μέτρα.

Η μεγάλη ποικιλία προγραμμάτων και μέσων, καθώς και η συχνά αναφερόμενη πρόθεση επανεξέτασης και αναδιάρθρωσής τους, δείχνουν ότι οι πειραματισμοί συνεχίζονται. Είναι σαφές ότι υπάρχει πεδίο για αμοιβαία μάθηση και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, που θα γινόταν πολύ πιο εύκολη εάν οι αξιολογήσεις των υφιστάμενων μέτρων ήταν συχνότερες, συστηματικότερες και περισσότερο συγκρίσιμες. Επίσης, ορισμένες φορές συμβαίνει μια χώρα να διαθέτει μεγάλη ποικιλία μέσων και για το λόγο αυτό να απαιτούνται συστηματικότερες προσπάθειες για την ενημέρωση των δυνητικών χρηστών, αλλά και για να γίνουν τα μέσα αυτά απλούστερα και πιο προσιτά.

Συμπερασματικά, φαίνεται ότι οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη διευκόλυνση της διασυνοριακής κινητικότητας των επιχειρηματικών κεφαλαίων και στη χρηματοδότηση του χρέους των καινοτόμων σχεδίων. Η παροχή κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου στο στάδιο της εκκίνησης εφαρμόζεται σε πολλές χώρες, παρ’ όλ’ αυτά πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά στον τομέα αυτόν. Επίσης, η αξιολόγηση και η απλοποίηση των υφιστάμενων προγραμμάτων πρέπει να γίνει συστηματικότερη και να συνεχιστεί η αμοιβαία μάθηση σε θέματα πολιτικής.

Ωστόσο, πρέπει να γίνει σαφές ότι παρόλο που οι προσπάθειες αυτές είναι αναγκαίες, οπωσδήποτε δεν επαρκούν για να επιτευχθεί ο γενικότερος στόχος για τη μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μια δυναμικότερη οικονομία με βάση τη γνώση. Εκτός από τη θέσπιση συνολικών πολιτικών για την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία, χρειάζεται να γίνουν και εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα γενικά, ιδίως στους τομείς του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, του ανταγωνισμού, του εξωτερικού εμπορίου, της εκπαίδευσης και των αγορών εργασίας.

Η προσέγγιση της πρωτοπόρου αγοράς μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη πολιτικών για την καινοτομία ικανών να προβλέψουν τις παγκόσμιες ανάγκες

Η έκθεση προέβη σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την προσέγγιση της πρωτοπόρου αγοράς, μία έννοια που μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των παραγόντων που οδηγούν στην παγκόσμια επιτυχία των καινοτομιών και των νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ανταγωνιστικών καινοτόμων σχεδίων.

Παρά το γεγονός ότι η προσέγγιση της πρωτοπόρου αγοράς αφορά κατά πρώτο λόγο τις επιχειρήσεις, μπορεί να βοηθήσει και τις κυβερνήσεις στο σχεδιασμό μιας αποτελεσματικότερης πολιτικής για την τεχνολογία, η οποία θα μπορέσει να συμβάλει στην παγκόσμια επιτυχία των καινοτόμων δραστηριοτήτων των εταιρειών. Για το σκοπό αυτό, μπορούν να εφαρμοστούν ορισμένα γενικά κριτήρια για το σχεδιασμό των διαφόρων πτυχών της πολιτικής για την καινοτομία (ξεκινώντας από τα προγράμματα χρηματοδότησης και τις δημόσιες συμβάσεις έως τη νομοθεσία και τον καθορισμό προτύπων): ενσωμάτωση των αναγκών της παγκόσμιας αγοράς και των προτιμήσεων των πελατών του εξωτερικού, μεταφορά των προτιμήσεων της εγχώριας αγοράς στο εξωτερικό, απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στη μείωση του κόστους παραγωγής, ελευθερία ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων καινοτόμων σχεδίων και αντιμετώπιση των παγκόσμιων τάσεων (αν και κάτι τέτοιο έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις αφού είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν μια συγκεκριμένη αλλαγή μπορεί να χαρακτηριστεί παγκόσμια τάση).

Επομένως, ένα κρίσιμο σημείο οποιασδήποτε πολιτικής προσπαθεί να υποστηρίξει την ανάδειξη μιας πρωτοπόρου αγοράς είναι να προβλέπει τις παγκόσμιες αγορές, να αναπτύσσει καινοτόμο σχεδιασμό ο οποίος να ανταποκρίνεται σε αυτές τις επερχόμενες παγκόσμιες ανάγκες και να εισαγάγει ισχυρά πλεονεκτήματα όσον αφορά το κόστος για να πείθει τις άλλες χώρες να ακολουθήσουν, χωρίς να παρεμβαίνουν οι ανταγωνιστικές δυνάμεις.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει η έννοια της πρωτοπόρου αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Επιτροπή έχει προτείνει, στην πρόσφατη ανακοίνωσή της για την καινοτομία[4], πρώτον τη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και ιδίως με τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες τεχνολογίας και τους ευρωπαϊκούς φορείς καινοτομίας INNOVA, για να προσδιοριστούν οι πιθανοί τομείς στους οποίους ένας συνδυασμός των πολιτικών για την προσφορά και τη ζήτηση θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάδειξη αγορών φιλικών για την καινοτομία και, δεύτερον, να ξεκινήσουν πιλοτικές πρωτοβουλίες για πρωτοπόρους αγορές στους περισσότερα υποσχόμενους τομείς κατά το 2007. Με βάση την εμπειρία αυτή, η Επιτροπή θα προετοιμάσει μια συνολική στρατηγική για τις πρωτοπόρους αγορές.

4. Η ανταγωνιστικοτητα στους κλαδους

Εκτός από την εξέταση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων (απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, κανονιστικό περιβάλλον) και των πολιτικών για τη βελτίωση της επίδοσης στον τομέα της καινοτομίας, η έκθεση αναλύει την ανταγωνιστική θέση των δύο σημαντικότερων, ραγδαία αναπτυσσόμενων και υψηλής τεχνολογίας κλάδων, δηλαδή της βιομηχανίας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και της φαρμακοβιομηχανίας.

Η βιομηχανία ΤΠΕ χρειάζεται περισσότερη Ε&Α και πολιτικές που διευκολύνουν τις αλλαγές

Όσον αφορά την ΤΠΕ, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στα διαφοροποιούμενα προϊόντα υψηλότερης ποιότητας, τα οποία πωλούνται σε υψηλές τιμές. Η αύξηση του εμπορίου των ενδιάμεσων προϊόντων, το οποίο γίνεται κυρίως μεταξύ των επιχειρήσεων, δείχνει ότι ορισμένες από τις εισαγωγές χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή πιο πολύπλοκων τελικών προϊόντων υψηλότερης αξίας.

Η παγκοσμιοποίηση έχει πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες κερματισμού της διαδικασίας παραγωγής και επιλογής του τόπου κατασκευής των συστατικών στοιχείων ανάλογα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των διαφόρων τόπων. Έτσι, ο σχεδιασμός των μικροκυκλωμάτων γίνεται στην Ευρώπη και η μαζική παραγωγή τους στη νοτιοανατολική Ασία, η ανάπτυξη λογισμικού γίνεται σε ευρωπαϊκά εργαστήρια λογισμικού και η κωδικοποίηση του λογισμικού αυτού γίνεται στην Ινδία. Η εγγύτητα προς τους πελάτες των εξειδικευμένων προϊόντων, όπως είναι το κατά παραγγελία λογισμικό, αποτελεί ένα ακόμη επιχείρημα για την εγκατάσταση στην ΕΕ. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η παραγωγή έντασης γνώσης, η ανάπτυξη προϊόντων και η στρατηγική Ε&Α εξακολουθούν να βρίσκονται στην Ευρώπη, ενώ η παραγωγή έντασης εργασίας ώριμων τυποποιημένων προϊόντων εντοπίζεται στην Ασία. Ωστόσο, οι αυξανόμενες επενδύσεις σε Ε&Α στην Κίνα και στην Ινδία μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση αυτή στο μέλλον.

Οι παραγωγοί ΤΠΕ των νέων κρατών μελών έχουν αποδείξει ότι είναι ακόμη δυνατόν να είναι ανταγωνιστικοί στην ΕΕ με παραγωγή χαμηλού κόστους και μεγάλης δυνατότητας οικονομιών κλίμακας όπως το μονωμένο σύρμα, οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί δέκτες και άλλα καταναλωτικά ηλεκτρονικά προϊόντα, όπως και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Ωστόσο, είναι απίθανο αυτού του είδους η παραγωγή να παραμείνει ανταγωνιστική μακροπρόθεσμα. Επομένως, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν περισσότερο οι δεσμοί των συστημάτων καινοτομίας στο εσωτερικό της Ευρώπης ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το εργατικό δυναμικό με σχετικά υψηλή εξειδίκευση της ΕΕ-10.

Η ΕΕ εξειδικεύεται κυρίως στην παραγωγή υπηρεσιών επικοινωνιών, καθώς και υπηρεσιών ΤΠ και λογισμικού. Όσον αφορά την κατασκευή ΤΠΕ, η ΕΕ διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγή επιστημονικών οργάνων, ηλεκτρονικών προϊόντων και εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών υψηλής ποιότητας. Η απάντηση στην πρόκληση των παραγωγών χαμηλού κόστους βρίσκεται στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και στην ταχεία ροή νέων καινοτόμων προϊόντων για την ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης για προηγμένα αγαθά και υπηρεσίες. Η επίτευξη του στόχου αυτού θα είναι ευκολότερη εάν εφαρμοστούν οι σωστές για κάθε κλάδο πολιτικές και οι γενικότερες κατάλληλες μικροοικονομικές πολιτικές.

Σε σύγκριση με άλλους κλάδους, οι ΤΠΕ στην ΕΕ είναι κλάδος έντασης Ε&Α. Ωστόσο, με δεδομένες τις καθυστερήσεις που υπάρχουν ήδη σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων σε Ε&Α είναι ζωτικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητά του στο μέλλον. Η αναγκαιότητα αυτή αφορά κυρίως τις μικρότερες και τις νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις του τομέα και όχι τόσο τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της ΕΕ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει και την ύπαρξη μιας συστηματικότερης αδυναμίας δημιουργίας – και χρηματοδότησης – έρευνας στις μικρές καινοτόμες επιχειρήσεις η οποία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί απλώς και μόνο με μέτρα που αφορούν το συγκεκριμένο κλάδο, αλλά απαιτεί μέτρα οριζόντιας πολιτικής σε σχέση με τη χρηματοδότηση της καινοτομίας. Επίσης, πρόκειται σαφώς για έναν κλάδο στον οποίο η έννοια της πρωτοπόρου αγοράς μπορεί να εφαρμοστεί κατά την εξέταση των ειδικών πολιτικών.

Γενικά, οι αγορές των ΤΠΕ εξελίσσονται πολύ γρήγορα και η καινοτομία αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας. Εκτός από τους ειδικούς όρους πολιτικής που μπορούν να διευκολύνουν την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, και κυρίως η ρύθμιση της αγοράς και το σύστημα καινοτομίας είναι ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια να γίνει ευκολότερη η προσαρμογή στην αλλαγή.

Φαρμακοβιομηχανία : συστηματικές αδυναμίες θέτουν εμπόδια σε μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία

Όσον αφορά την παραγωγή και την απασχόληση η φαρμακοβιομηχανία στην Ευρώπη βρίσκεται σε ανάπτυξη, όπως και το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές. Αυτή η καλή επίδοση οφείλεται εν μέρει στη μεταφορά της παραγωγής των ΗΠΑ στην Ευρώπη, αλλά και στην άνοδο της ανταγωνιστικότητάς της από πλευράς κόστους.

Παρ’ όλ’ αυτά, η γενική εικόνα δημιουργεί ανησυχίες. Η ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία σημειώνει σημαντική υστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ στην παραγωγικότητα εργασίας, υστέρηση η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που παρατηρείται γενικά στη βιομηχανία. Η αύξηση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της αύξησης της κεφαλαιακής έντασης, ενώ το σημαντικότερο στοιχείο στην Ευρώπη ήταν η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Ο ρυθμός αύξησης της κεφαλαιακής έντασης στην Ευρώπη ήταν πολύ μέτριος.

Από το 2000, οι ΗΠΑ έχουν παγιώσει τον κεντρικό ρόλο τους ως τόπος καινοτομίας για τα φαρμακευτικά προϊόντα. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις κατέχουν τις περισσότερες ευρεσιτεχνίες βιοφαρμακευτικών προϊόντων και η κυρίαρχη αυτή θέση ενισχύεται συνεχώς. Επίσης, οι αμερικανικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια κατανομή της καινοτόμου εργασίας στη φαρμακοβιομηχανία, όπως φαίνεται από τις συνεργασίες τους σε ευρεσιτεχνίες σε διεθνές επίπεδο. Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία σχετικά με τις αναφορές διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και η ηγετική θέση που κατέχουν στον κλάδο οι ΗΠΑ οφείλονται στην εσωτερική δομή του εθνικού συστήματος καινοτομίας της χώρας. Ειδικότερα, ο τομέας της βιοτεχνολογίας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ενσωμάτωση της διερεύνησης νέων ευκαιριών έρευνας με κλινική και εμπορική ανάπτυξη.

Η αμερικανική αγορά φαρμακευτικών προϊόντων είναι ταυτόχρονα πιο συγκεντρωτική και πιο ασταθής από τις αγορές της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η υψηλότερη συγκέντρωση της αμερικανικής αγοράς δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο ανταγωνιστική. Αντίθετα, η αγορά των ΗΠΑ είναι διεκδικήσιμη· η ανανέωση των προϊόντων είναι πολύ πιο συχνή σε σύγκριση με την ΕΕ και την Ιαπωνία και ο ανταγωνισμός από παραγωγούς φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας είναι πολύ μεγάλος. Η συμπεριφορά της αγοράς των ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από τον κατά τον Schumpeter ανταγωνισμό, όπου οι καινοτόμοι μπορούν να αποκτήσουν προσωρινά μονοπωλιακά σχεδόν κέρδη, τα οποία αναγκάζουν τους ανταγωνιστές τους να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες στον τομέα της καινοτομίας και έτσι να παράγονται περισσότερο καινοτόμα προϊόντα και να υπάρχει μεγάλη διακύμανση στα μερίδια της αγοράς. Ο δυναμικός ανταγωνισμός δεν είναι τόσο προφανής στην ΕΕ ως σύνολο, και ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Η Ευρώπη απέχει πολύ από τις ΗΠΑ όσον αφορά την ικανότητα να παράγει, να οργανώνει και να διατηρεί τις διαδικασίες καινοτομίας και αύξησης της παραγωγικότητας στα φαρμακευτικά προϊόντα. Επιπλέον, ένα δυσανάλογο μέρος από την Ε&Α της φαρμακοβιομηχανίας πραγματοποιείται στις ΗΠΑ με αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τόσο την υψηλής προστιθέμενης αξίας απασχόληση όσο και τις συμπληρωματικές επενδύσεις στην κλινική έρευνα.

Οι πολιτικές για το κόστος εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης εξηγούν εν μέρει τη διαφορετική δυναμική που χαρακτηρίζει τη φαρμακοβιομηχανία στην ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν απόλυτα με βάση τους κλαδικούς παράγοντες. Αποτελούν και συνέπεια της σχετικής έλλειψης δυναμισμού από την πλευρά της Ευρώπης όσον αφορά τη μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας και κεφαλαίων, των εκπαιδευτικών συστημάτων, των δημόσιων δαπανών και των συστημάτων ρύθμισης της αγοράς. Για παράδειγμα, αυτό φαίνεται από τη σχετική έλλειψη δυναμισμού στις νέες τεχνολογικές επιχειρήσεις όσον αφορά τη δημιουργία και την ανάπτυξη σχεδίων Ε&Α.

Λόγω των ελλείψεων στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα που αποδίδονται τουλάχιστον εν μέρει στις στρεβλώσεις που δημιουργούν οι ισχύουσες πολιτικές για την τιμολόγηση και τις επιστροφές, η Επιτροπή πήρε την πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει ορισμένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα με τη δημιουργία του Φόρουμ για τα Φάρμακα. Το φόρουμ αυτό, το οποίο θεσπίστηκε τον Ιούνιο του 2005, φέρνει σε επαφή για πρώτη φορά τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων στα κράτη μέλη, τη βιομηχανία και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Με βάση την εργασία που έχει προηγηθεί (τη διαδικασία G10 για τα φάρμακα) θα ασχοληθεί με τα τρία ακόλουθα θέματα: «την ενημέρωση των ασθενών, τη σχετική αποτελεσματικότητα των φαρμάκων και την τιμολόγηση και τις επιστροφές».

Ιδίως τα δύο τελευταία θέματα έχουν αποτελέσει πηγή στρεβλώσεων της αγοράς στην ενιαία αγορά φαρμακευτικών προϊόντων στην ΕΕ επειδή οι εθνικές αποφάσεις για την τιμολόγηση και τις επιστροφές και οι διαφορετικές απαιτήσεις για τη μέτρηση της σχετικής αποτελεσματικότητας είχαν ανεπιθύμητες συνέπειες σε άλλα κράτη μέλη με διαφορετικά συστήματα και πολλές φορές προκάλεσαν απρόβλεπτο αντίκτυπο στην αγορά της ΕΕ ως σύνολο.

Σκοπός του φόρουμ είναι να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί η ισορροπία μεταξύ του στόχου της δημόσιας υγείας για πρόσβαση των ασθενών σε νέα φάρμακα με προσιτό κόστος και της ανάγκης να δημιουργηθεί ένα προβλέψιμο επιχειρηματικό περιβάλλον με οικονομική ανταμοιβή για τους καινοτόμους. Η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας και η δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την καινοτομία θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Με βάση τα συμπεράσματα που θα προκύψουν στο πλαίσιο αυτό, θα ακολουθήσουν συγκεκριμένες ενέργειες σε επίπεδο ΕΕ και ιδίως κρατών μελών ώστε να ξαναγίνει η Ευρώπη παγκόσμιο κέντρο καινοτομίας στο φαρμακευτικό κλάδο.

5. Συνθεση

Για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών απαιτούνται μακρόχρονες και πολύπλευρες προσπάθειες. Στην έκθεση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006 εξετάστηκαν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις γενικές συνθήκες (πρόσβαση στη χρηματοδότηση της καινοτομίας, βελτίωση της νομοθεσίας) και την αγορά ενός ιδιαίτερα σημαντικού πόρου, της ενέργειας. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η έννοια των πρωτοπόρων αγορών μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο στο σχεδιασμό προορατικών πολιτικών για την καινοτομία. Επιπλέον, αναλύθηκαν οι πρόσφατες τάσεις και προκλήσεις σχετικά με την ανταγωνιστικότητα των δύο αναπτυσσόμενων κλάδων υψηλής τεχνολογίας, δηλαδή των ΤΠΕ και της φαρμακοβιομηχανίας.

Ανταποκρινόμενη στο στόχο της να υποστηρίξει το μικροοικονομικό άξονα της στρατηγικής της Λισαβόνας, η έκθεση προσδιόρισε με στοιχεία τους τομείς στους οποίους ίσως χρειαστεί να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά ενέργειας σχετικά με τα οφέλη για τον καταναλωτή από τη βελτίωση της απόδοσης και του κανονιστικού πλαισίου, τις επενδύσεις στη μακροπρόθεσμη βασική έρευνα και υποδομή, την αξιοπιστία και τον αντίκτυπο στο περιβάλλον. Στον τομέα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στην έκθεση προτείνεται όλα τα κράτη μέλη να προβούν σε ενέργειες για τη βελτίωση της νομοθεσίας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος γενικότερα, και τα κράτη μέλη εκείνα των οποίων η αρχική θέση είναι λιγότερο θετική να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες με σκοπό τη θέσπιση ολοκληρωμένων συστημάτων για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Όσον αφορά την πολιτική για την καινοτομία, στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη υποστήριξης των επιχειρηματικών κεφαλαίων στο πρώιμο στάδιο των επενδύσεων και διευκόλυνσης της διασυνοριακής κινητικότητας των επιχειρηματικών κεφαλαίων, καθώς και το γεγονός ότι δεν διευκολύνεται όσο θα έπρεπε η χρηματοδότηση της καινοτομίας μέσω δανείων. Επιπλέον, προσδιορίστηκαν οι παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο σχεδιασμό μιας πολιτικής για την καινοτομία με επίκεντρο την έννοια της πρωτοπόρου αγοράς, δηλ. ενσωμάτωση των αναγκών της παγκόσμιας αγοράς και των προτιμήσεων των πελατών του εξωτερικού, μεταφορά των προτιμήσεων της εγχώριας αγοράς στο εξωτερικό, απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στη μείωση του κόστους παραγωγής, ελευθερία ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων καινοτόμων σχεδίων και παρακολούθηση των παγκόσμιων τάσεων.

Οι βιομηχανίες που παράγουν ΤΠΕ και η φαρμακοβιομηχανία δεν έχουν άλλο κοινό στοιχείο παρά το ότι είναι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας. Στην πρώτη περίπτωση οι τάσεις καθορίζονται κυρίως από την τεχνολογία ενώ στη φαρμακοβιομηχανία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι πολιτικές για το κόστος της υγείας. Παρ’ όλ’ αυτά, κάποιες αδυναμίες, όπως το έλλειμμα σε ένταση Ε&Α και η σχετική έλλειψη νέων καινοτόμων εταιρειών, είναι ίδιες. Είναι επίσης σαφές ότι πέρα από τα μέτρα που αφορούν τους συγκεκριμένους κλάδους – τα οποία είναι αναγκαία και μελετώνται σε ειδικό φόρουμ για κάθε κλάδο – η ανταγωνιστικότητά τους θα βελτιωνόταν ουσιαστικά με τις περισσότερο οριζόντιες μεταρρυθμίσεις που προκρίνονται στο πρόγραμμα δράσης της Λισαβόνας, όπως αυτές που αφορούν τη χρηματοδότηση της καινοτομίας, το γενικό επιχειρηματικό περιβάλλον, την έρευνα, την εκπαίδευση και τη λειτουργία των αγορών εργασίας.

[1] Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής SEC(2006) 1467 της 14.11.2006, Έκθεση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα 2006 .

[2] Ο «σχεδιασμός της αγοράς» περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία: τις αγορές χονδρικής πώλησης, τις αγορές λιανικής πώλησης, τις αγορές καυσίμων, τις αγορές ισχύος, τους μηχανισμούς διαχείρισης της συμφόρησης, τους μηχανισμούς εξισορρόπησης.

[3] Το τελευταίο αποτέλεσμα εξαρτάται από τις αρχικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα.

[4] Ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2006) 502 της 13.9.2006, Κάνοντας τη γνώση πράξη: Μια στρατηγική καινοτομίας ευρείας βάσης για την ΕΕ .