52006DC0459

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική επιτροπή και την επιτροπή των Περιφερειών - Εβδόμη ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή κατά την περίοδο 2003-2004 των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ {SEC(2006) 1073} /* COM/2006/0459 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 14.8.2006

COM(2006) 459 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Εβδόμη ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή κατά την περίοδο 2003-2004 των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ {SEC(2006) 1073}

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Εβδόμη ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή κατά την περίοδο 2003-2004 των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα ανακοίνωση συντάχθηκε δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ[1] του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 1989 για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997[2] (οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»). Αποτελεί την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας[3] κατά την περίοδο 2003-2004 (έβδομη έκθεση). Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης εκτίθεται η γνώμη της Επιτροπής για τις στατιστικές καταστάσεις των κρατών μελών σχετικά με την επίτευξη των ποσοστών που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 για κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους. Το άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, για τη διατύπωση της γνώμης της, την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, το ποσοστό στον προγραμματισμό των έργων που μεταδίδονται για πρώτη φορά, τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των νέων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και την ειδική κατάσταση των χωρών που έχουν λίγες δυνατότητες οπτικοακουστικής παραγωγής ή περιορισμένη γλωσσική εμβέλεια[4]. Στο δεύτερο μέρος του παρόντος εγγράφου παρουσιάζονται τα κύρια συμπεράσματα που εξάγονται από τις εκθέσεις των κρατών μελών.

Ο σκοπός της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων ανά διετία είναι, πρώτον, να τεθούν υπόψη των άλλων κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου οι στατιστικές καταστάσεις των κρατών μελών, και, δεύτερον, να ελεγχθεί αν εφαρμόζονται σωστά στα κράτη τα μέτρα για την προώθηση της ευρωπαϊκής και ανεξάρτητης παραγωγής. Τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 περιλαμβάνονται για πρώτη φορά στην παρούσα έκθεση όσον αφορά τη μετά την προσχώρηση περίοδο, από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004. Η Επιτροπή έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα ώστε τα εν λόγω κράτη μέλη να μπορέσουν να συμμετάσχουν στην περίπλοκη αυτή διαδικασία και να εκπληρώσουν – τηρουμένης της αρχής της σταδιακής βελτίωσης – τους στόχους της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», ιδίως όσον αφορά τα ποσοστά που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5.

Πρόσθετες πληροφορίες περιλαμβάνονται σε έγγραφο εργασίας του προσωπικού της Επιτροπής[5].

2. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4 ΚΑΙ 5

2.1. Γενικές παρατηρήσεις

2.1.1. Τα άρθρα 4 και 5 στο πλαίσιο ενός δυναμικού οπτικοακουστικού τοπίου στην Ευρώπη

Η πρώτη γενική παρατήρηση αφορά τη σταθερή αύξηση του αριθμού των τηλεοπτικών σταθμών στην Ευρώπη. Η αξιολόγηση των εκθέσεων των κρατών μελών δείχνει ότι ο συνολικός αριθμός των δηλωμένων σταθμών που εμπίπτουν στα άρθρα 4 και 5[6] αυξήθηκε από 584 το 2003 σε 767 το 2004. Κατά την προηγούμενη περίοδο αναφοράς ο αριθμός των δηλωμένων σταθμών είχε αυξηθεί από 472 το 2001 σε 503 το 2002. Συνεπώς, σημειώθηκε αύξηση 61% σε διάστημα τεσσάρων ετών (2001-2004), η οποία οφείλεται κυρίως στην τελευταία διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2004. Ωστόσο, ακόμη και όσον αφορά τις χώρες της ΕΕ-15, παρατηρείται και πάλι σημαντική αύξηση (39%) μεταξύ των ετών 2001 και 2004, η οποία μάλιστα έφθασε το 12% κατά την περίοδο 2003 – 2004[7]. Ο αριθμός των σταθμών είναι ενδεικτικός της συνεχιζόμενης αύξησης των ωρών προγράμματος και του διατηρούμενου δυναμισμού του ευρωπαϊκού τομέα οπτικοακουστικών προϊόντων.[8]

2.1.2. Μέθοδοι εφαρμογής και παρακολούθησης από τα κράτη μέλη

Η δεύτερη γενική παρατήρηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους εκ των άρθρων 4 και 5 καθώς και την υποχρέωσή τους να υποβάλλουν εκθέσεις βάσει της οδηγίας.

Συχνά παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη φύση και την ένταση των ελέγχων, οι οποίοι μπορεί να λαμβάνουν τη μορφή καθημερινής παρακολούθησης του προγραμματισμού, στατιστικών εκθέσεων, ερευνών, δειγματοληψίας ή, σε λίγες περιπτώσεις, να περιορίζονται σε απλές εκτιμήσεις. Η παρακολούθηση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, από την αρμόδια κρατική υπηρεσία ή από ιδιωτική εταιρεία ερευνών. Σε ορισμένα κράτη μέλη οι δημόσιες αρχές βασίζονται στα ποσοστά που τους παρέχουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί.

Τα περισσότερα κράτη μέλη υπέβαλαν πλήρη και εκτενή πληροφοριακά στοιχεία στην Επιτροπή. Έτσι, σημειώθηκε σαφής βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς, όταν μερικά κράτη μέλη δεν περιέλαβαν στις αναφορές τους συναφή στοιχεία για σημαντικό αριθμό σταθμών. Απομένουν λίγα μόνο κράτη μέλη που πρέπει να βελτιώσουν τις πρακτικές τους, ιδίως σχετικά με τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 5[9]. Ένα κράτος μέλος εξακολούθησε να «εξαιρεί» μεγάλο αριθμό δορυφορικών σταθμών από την έκθεση που υποχρεούται να υποβάλει βάσει του άρθρου 5[10]. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υποχρέωση υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους τηλεοπτικούς σταθμούς εντός της δικαιοδοσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, άσχετα από τον τρόπο μετάδοσης ή το ποσοστό τηλεθέασης[11] Είναι ευθύνη κάθε κράτους μέλους να διαβιβάζει αναλυτικό κατάλογο όλων των τηλεοπτικών σταθμών που καλύπτονται από τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας και να παρέχει πλήρη στοιχεία σχετικά με αυτούς. Τα κράτη μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να θεσπίζουν γενικές «εξαιρέσεις» από τις υποχρεώσεις βάσει της οδηγίας, εκτός από τις περιπτώσεις που προσδιορίζονται από την ίδια την οδηγία και με ειδική αιτιολόγηση.

Πρέπει επίσης να αναφερθούν οι διαφορές μεταξύ κρατών μελών ως προς την εφαρμογή και την ερμηνεία της οδηγίας. Για παράδειγμα, όσον αφορά την απαίτηση να διατίθεται τουλάχιστον το 10% του χρόνου εκπομπής (ελάχιστο ποσοστό), το άρθρο 5 επιτρέπει τα ποσοστά να βασίζονται είτε στο χρόνο εκπομπής των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών είτε στον προϋπολογισμό του προγράμματός τους – η επιλογή γίνεται από το κράτος μέλος κατά τη μεταφορά της οδηγίας[12]. Άλλο ένα παράδειγμα: ορισμένα κράτη μέλη έχουν καθιερώσει έναν θετικό ορισμό των υπολογιζόμενων προγραμμάτων βάσει των άρθρων 4 και 5, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την επίτευξη των απαιτούμενων ποσοστών. Άλλα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει άμεσα στο εθνικό τους δίκαιο τον αρνητικό ορισμό του υπολογιζόμενου χρόνου εκπομπής βάσει των άρθρων 4 και 5, από τον οποίο εξαιρούνται οι ειδήσεις, οι αθλητικές εκδηλώσεις, τα τηλεοπτικά παιχνίδια, οι διαφημίσεις και οι τηλεαγορές. Αυτές και άλλες διαφορές περιπλέκουν την προσπάθεια συγκέντρωσης συγκριτικών και αξιόπιστων στοιχείων, ώστε να καταδειχθεί πώς εφαρμόζουν τα άρθρα 4 και 5 οι ευρωπαϊκοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Ανεξάρτητα από αυτές τις μεταβλητές, τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στη συνέχεια συμβάλλουν στην αναγνώριση των βασικών τάσεων σε αυτό τον τομέα και στη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων εφαρμογής που έχουν εκδώσει τα κράτη μέλη.[13]

2.1.3. Εργαλεία ανάλυσης και αξιολόγησης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης. Για να βοηθηθούν τα κράτη μέλη στην άσκηση των δικών τους αρμοδιοτήτων παρακολούθησης, συντάχθηκαν κατευθυντήριες γραμμές[14] για την παρακολούθηση της εφαρμογής των άρθρων 4 και 5. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τα κράτη μέλη στην εκπλήρωση της υποχρέωσής τους για την υποβολή εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 καθώς παρέχουν ορισμούς και διευκρινίσεις για μερικές βασικές έννοιες, προκειμένου να αποφεύγονται οι διαφορές στην ερμηνεία.

Επιπλέον, αναπτύχθηκε μια σειρά νέων δεικτών[15] που αποτελούν ένα αντικειμενικό πλαίσιο ανάλυσης για την καλύτερη αξιολόγηση των στατιστικών καταστάσεων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη.[16] Καθότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία[17], οι δείκτες αυτοί συμβάλλουν στην αξιολόγηση της προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου παρουσιάζεται η γνώμη της Επιτροπής στο παρόν έγγραφο. Προσδιορίζει τις γενικές τάσεις όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων προώθησης της παραγωγής και διανομής ευρωπαϊκών τηλεοπτικών προγραμμάτων σε κοινοτικό επίπεδο [18].

2.2. Εφαρμογή του άρθρου 4

Στο μέρος αυτό εξετάζεται σε ποιο βαθμό τηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διάταξη του άρθρου 4[19] της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» περί μεγαλύτερου ποσοστού ευρωπαϊκών έργων.

Ο μέσος χρόνος εκπομπής σε επίπεδο ΕΕ που αφιερώνεται σε ευρωπαϊκά έργα από όλους τους καλυπτόμενους[20] τηλεοπτικούς σταθμούς σε όλα τα κράτη μέλη ήταν 65,18% το 2003 και 63,32% το 2004 σημειώνοντας μείωση 1,86% κατά την περίοδο αναφοράς. Σε σχέση με τα αποτελέσματα των προηγούμενων περιόδων αναφοράς το μέσο ποσοστό ευρωπαϊκών έργων ήταν 66,95% το 2001 και 66,10% το 2002 στην ΕΕ-15. Προκύπτει, λοιπόν, μείωση 3,63 μονάδων κατά τη διάρκεια τεσσάρων συνεχών ετών (2001-2004). Κατά την εξαετία 1999-2004 διαπιστώνεται συνολική αύξηση κατά 2,64 εκατοστιαίες μονάδες στον προγραμματισμό ευρωπαϊκών έργων. Συνεπώς, η συνολική μεσοπρόθεσμη τάση είναι ανοδική . Τα ανωτέρω αποτελέσματα πρέπει να εκτιμηθούν με βάση δύο σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, τα στοιχεία μέχρι και το 2003 αφορούν την ΕΕ-15, ενώ τα στοιχεία του 2004 καλύπτουν επιπλέον τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004. Στις χώρες αυτές συνολικά ο μέσος όρος εκπομπής ευρωπαϊκών έργων στη μετά την προσχώρηση περίοδο (1η Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου 2004) ήταν 61,77%. Δεδομένου ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και οι ρυθμιστικές αρχές στα υπό προσχώρηση κράτη μέλη δεν είχαν καμία εμπειρία σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων προώθησης των ευρωπαϊκών έργων και με την υποβολή εκθέσεων όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων αυτών, μια διαφορά κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες μικρότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-15 μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία και αποτυπώνει μια γενικώς ορθή εφαρμογή του άρθρου 4 σε ολόκληρη την ΕΕ . Δεύτερον, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς, τα μέσα ποσοστά ευρωπαϊκών έργων βασίζονταν αποκλειστικά στα δεδομένα για τηλεοπτικούς σταθμούς με τα υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης. Για την περίοδο αναφοράς 2003-2004 η Επιτροπή περιέλαβε δεδομένα για όλους τους συναφείς τηλεοπτικούς σταθμούς, τόσο τους πρωτεύοντες όσο και τους δευτερεύοντες, ανεξαρτήτως της σημασίας τους από άποψη τηλεθέασης[21].

Σε επίπεδο κρατών μελών ο μέσος χρόνος εκπομπής κυμάνθηκε μεταξύ 52,75% (Ιρλανδία) και 86,2% (Δανία) το 2003 και μεταξύ 49,12% (Δημοκρατία της Τσεχίας) και 86,33% (Δανία) το 2004. Η τάση ως προς την αύξηση του μέσου χρόνου μετάδοσης ευρωπαϊκών έργων κατά την περίοδο αναφοράς (2003-2004) ήταν θετική σε επτά κράτη μέλη και αρνητική σε οκτώ.

Με βάση το συνολικό αριθμό σταθμών που έφθασαν ή υπερέβησαν το μεγαλύτερο ποσοστό που αναφέρεται στο άρθρο 4 το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης για όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς όλων των κρατών μελών ήταν 68,20% το 2003 και 72,80% το 2004 , που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 4,60 μονάδες κατά την περίοδο αναφοράς . Σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς (69,93% το 2001 και 74,53% το 2002) σημειώθηκε αύξηση κατά 2,87 μονάδες σε περίοδο τεσσάρων ετών (2001-2004). Το αποτέλεσμα αυτό είναι εντυπωσιακό, αν ληφθεί υπόψη η αύξηση του αριθμού των τηλεοπτικών σταθμών, κυρίως των σταθμών ειδικού ενδιαφέροντος, κατά την ίδια περίοδο. Τα μέσα ποσοστά συμμόρφωσης των κρατών μελών για όλους τους καλυπτόμενους σταθμούς κυμάνθηκαν από 50% (Βέλγιο και Ιρλανδία) μέχρι 100% (Φινλανδία) το 2003 και από 45% (Ηνωμένο Βασίλειο) μέχρι 100% (Εσθονία, Λεττονία, Μάλτα και Σλοβακία) το 2004. Κατά την περίοδο αναφοράς το ποσοστό συμμόρφωσης αυξήθηκε σε δέκα κράτη μέλη, διατηρήθηκε σταθερό σε δύο και μειώθηκε σε τρία.

Τα ανωτέρω αποτελέσματα δείχνουν ότι οι στόχοι της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» επιτυγχάνονται άνετα σε κοινοτικό επίπεδο από άποψη προγραμματισμού ευρωπαϊκών έργων . Αν ληφθούν υπόψη μάλιστα τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, οι αριθμοί αποτελούν ενθαρρυντική ένδειξη για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 4 σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.3. Εφαρμογή του άρθρου 5

Στο μέρος αυτό εξετάζεται σε ποιο βαθμό τηρούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»[22].

Το μέσο ποσοστό σε επίπεδο ΕΕ ευρωπαϊκών έργων ανεξάρτητων[23] παραγωγών που μεταδίδονται από όλους τους καλυπτόμενους σταθμούς όλων των κρατών μελών ήταν 31,39% το 2003 και 31,50% το 2004, ποσοστά που αντιστοιχούν σε αύξηση κατά 0,11 μονάδα κατά την περίοδο αναφοράς. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς (37,51% το 1999, 40,47% το 2000, 37,75% το 2001 και 34,03% το 2002), παρατηρείται σημαντική μείωση κατά 6,25 μονάδες σε περίοδο τεσσάρων ετών (2001-2004) και εξίσου μεγάλη μείωση (6,01 μονάδες) σε μια εξαετία (1999-2004) . Έτσι, διαπιστώνεται ότι η συνολική μεσοπρόθεσμη τάση ήταν καθοδική . Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ των ποσοστών των σταθμών της ΕΕ-15 και των δέκα κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, όπου το μέσο ποσοστό ανέρχεται σε 31,55% - είναι μάλιστα υψηλότερο από το αντίστοιχο της ΕΕ-15 (31,47 %).

Σε επίπεδο κρατών μελών τα μέσα ποσοστά το 2003 κυμάνθηκαν μεταξύ 15,81% (Δανία[24]) και 44,95% (Αυστρία) και το 2004 μεταξύ 16,24% (Σλοβενία) και 46,38% (Αυστρία). Κατά την περίοδο αναφοράς το μέσο ποσοστό ανεξάρτητων παραγωγών αυξήθηκε σε οκτώ κράτη μέλη και μειώθηκε σε επτά. Συνεπώς, παρατηρήθηκε αυξητική τάση στην πλειονότητα των κρατών μελών.

Το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης σε επίπεδο ΕΕ για τους τηλεοπτικούς σταθμούς όλων των κρατών μελών ήταν 78,40% το 2003 και 81,92% το 2004, ήτοι σημειώθηκε αύξηση κατά 3,52 μονάδες . Σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς (85,02% το 1999, 84,81% το 2000, 90,67% το 2001 και 89,13% το 2002) το ποσοστό συμμόρφωση μειώθηκε κατά 8,75 εκατοστιαίες μονάδες σε διάστημα τεσσάρων ετών (2001-2004) και κατά 3,10 μονάδες σε διάστημα έξι ετών (1999-2004), ήτοι υπήρξε ελαφρά μεσοπρόθεσμη μείωση όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες απαιτήσεις μετάδοσης ανεξάρτητων παραγωγών. Το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης των σταθμών στα επί μέρους κράτη μέλη κυμάνθηκε από 44% (Ιταλία[25]) μέχρι 100% (Ελλάδα, Ιρλανδία και Φινλανδία) το 2003 και από 27% (Ιταλία[26]) μέχρι 100% σε εννέα κράτη μέλη (Κύπρος, Εσθονία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λεττονία, Λιθουανία, Μάλτα, Σλοβακία και Φινλανδία) το 2004. Το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης αυξήθηκε σε επτά κράτη μέλη, παρέμεινε σταθερό σε τέσσερα (σε δύο από αυτά 100%) και μειώθηκε σε άλλα τέσσερα. Προκύπτει συνεπώς ότι η συνολική εξέλιξη είναι θετική.

To μέσο ποσοστό σε επίπεδο ΕΕ που αφιερώθηκε σε πρόσφατα ευρωπαϊκά έργα ανεξάρτητων παραγωγών (πρόσφατα έργα[27]) ήταν 71,66% το 2003 και 69,09% το 2004 , ήτοι σημειώθηκε μείωση κατά 2,57 μονάδες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. (Τα ποσοστά αυτά αφορούν όλα τα ευρωπαϊκά έργα (πρόσφατα ή μη) ανεξάρτητων παραγωγών. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς (53,80% το 1999, 55,71% το 2000, 61,78% το 2001 και 61,96% το 2002) σημειώθηκε αύξηση κατά 7,31 μονάδες σε διάστημα τεσσάρων ετών (2001-2004) και ακόμη μεγαλύτερη αύξηση κατά 15,29 μονάδες σε διάστημα έξι ετών, ήτοι αύξηση σχεδόν 30% από το 1999 μέχρι το 2004. Συνεπώς, από άποψη μεσοπρόθεσμης προοπτικής, επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ανάπτυξη πρόσφατων έργων.

Σε επίπεδο κρατών μελών τα μέσα ποσοστά το 2003 κυμάνθηκαν από 31,87% (Ελλάδα) μέχρι 97,50% (Ιρλανδία) και από 22,2% (Κύπρος) μέχρι 100% (Σλοβακία) το 2004. Ένα κράτος μέλος δεν κοινοποίησε στοιχεία για τα νέα έργα. Σε επτά κράτη μέλη σημειώθηκε αύξηση του μέσου ποσοστού που αφιερώνεται στα πρόσφατα έργα, σε ένα κράτος μέλος το ποσοστό αυτό παρέμεινε σταθερό και σε επτά μειώθηκε. Επίσης, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, τα πρόσφατα έργα διατήρησαν ποσοστό άνω του 20% του συνολικού υπολογιζόμενου χρόνου εκπομπής, σημειώνοντας μικρή πτώση κατά 1,55 μονάδες σε διάστημα τεσσάρων ετών[28].

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα δεδομένα των εκθέσεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για πρώτη φορά σημειώθηκε ελαφρά μείωση του προγραμματισμού ευρωπαϊκών έργων (άρθρο 4) σε κοινοτικό επίπεδο κατά την τρέχουσα περίοδο αναφοράς. Ωστόσο, η μεσοπρόθεσμη (1999-2004) τάση παραμένει θετική. Δύο παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση της προόδου βάσει του άρθρου 4. Πρώτον, στα αριθμητικά στοιχεία για το 2004 συμπεριλαμβάνονται στοιχεία για τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004. Δεύτερον, η μέθοδος υπολογισμού τροποποιήθηκε κατά το ότι δευτερεύοντες σταθμοί με ποσοστό τηλεθέασης κάτω του 3% συμπεριλαμβάνονται πλέον στη διαμόρφωση των μέσων ποσοστών ευρωπαϊκών έργων. Επίσης, το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης σε επίπεδο ΕΕ αυξήθηκε κατά 4 μονάδες και πλέον κατά την περίοδο αναφοράς. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι, παρά την ελαφρά καθοδική βραχυπρόθεσμη τάση, ο προγραμματισμός ευρωπαϊκών έργων σε επίπεδο ΕΕ έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδο σαφώς ανώτερο του 60% του συνολικού υπολογιζόμενου χρόνου εκπομπής. Η εξέλιξη αυτή είναι ενθαρρυντική, ιδίως για τα δέκα κράτη μέλη που συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία παρακολούθησης για πρώτη φορά. Έτσι, συνολικά η εφαρμογή του άρθρου 4 της οδηγίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ικανοποιητική .

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 5 , η ελαφρά αύξηση κατά την παρούσα περίοδο αναφοράς (+0,11 εκατοστιαίες μονάδες) μπορεί να θεωρηθεί ως θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι στα στοιχεία για το 2004 περιλαμβάνονται και τα στοιχεία για τα δέκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004. Ωστόσο, από μεσοπρόθεσμη προοπτική, αυτή η βραχυπρόθεσμη ανοδική τάση αντισταθμίζεται από μια σημαντική μείωση κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες και πλέον (ή μείωση άνω του 16%) σε σύγκριση με τα μέσα ποσοστά των ετών 1999 ή 2001. Μολοντούτο, αυτή η καθοδική μεσοπρόθεσμη τάση αντισταθμίζεται σε κάποιο βαθμό από τρεις παράγοντες: πρώτον, το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης σε επίπεδο ΕΕ αυξήθηκε κατά την παρούσα περίοδο αναφοράς, γεγονός που σημαίνει ότι το 2004 σαφώς περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί της ΕΕ πέτυχαν το ελάχιστο ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 5 σε σχέση με το 2003. Τούτο αντικατοπτρίζεται και στον σχετικά μικρό αριθμό περιπτώσεων μη κοινοποίησης, ο οποίος μειώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς. Δεύτερον, τα επίπεδα μετάδοσης πρόσφατων ευρωπαϊκών έργων ανεξάρτητων παραγωγών ήταν σχετικά υψηλά .[29] Σε σχέση με τις ανεξάρτητες παραγωγές τα πρόσφατα έργα αυξήθηκαν κατά 30% σε μια εξαετία.[30] Τρίτον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα ποσοστά διατηρήθηκαν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα του ελάχιστου ποσοστού του 10% που προβλέπεται από την οδηγία. Συνεπώς, η συνολική εφαρμογή του άρθρου 5 ήταν εν γένει ικανοποιητική.

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση των ανωτέρω αποτελεσμάτων και η ενδελεχής εξέταση των εκθέσεων των κρατών μελών[31] δείχνει ότι οι στόχοι των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας «τηλεόραση χωρίς σύνορα» εκπληρώθηκαν άνετα κατά την τρέχουσα περίοδο αναφοράς (2003-2004), όπως και κατά τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δέκα νέων κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004.

[pic]

[1] ΕΕ L 298, 17.10.1989.

[2] ΕΕ L 202, 30.7.1997.

[3] Οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» ή «οδηγία».

[4] Η απαρίθμηση των κριτηρίων δεν είναι εξαντλητική.

[5] SEC(2006) 1073 – στο εξής: «έγγραφο εργασίας».

[6] Πρβλ. δείκτη 1, πληροφοριακό τεύχος 1 του εγγράφου εργασίας («τεύχος»).

[7] Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Οπτικοακουστικό Παρατηρητήριο (EAO). Οι τηλεοπτικοί σταθμοί στην ΕΕ-15 ανέρχονταν συνολικά σε 881 περίπου τον Ιανουάριο 2004, ενώ το προηγούμενο έτος ήταν 780, πρβλ. EAO, Yearbooks [ Επετηρίδες ] 2005/2004/2003, Film, Television, Video and Multimedia [ Κινηματογράφος, τηλεόραση, βίντεο και πολυμέσα ], Τόμος 5, Πίνακες T.21.1. Μεταξύ των σταθμών αυτών συγκαταλέγονται κρατικοί και ιδιωτικοί σταθμοί που διαθέτουν άδεια για αναλογική επίγεια εκπομπή και οι καλωδιακοί ή/και δορυφορικοί σταθμοί ή/και οι σταθμοί ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης. Δεν συγκαταλέγονται οι μη ευρωπαϊκοί σταθμοί που απευθύνονται στα κράτη μέλη της ΕΕ, οι σταθμοί που απευθύνονται σε τρίτες χώρες και οι περιφερειακοί, τοπικοί ή εδαφικής εμβέλειας σταθμοί, καθώς και οι περιφερειακές ή τοπικές χρονοθυρίδες σε εθνικούς σταθμούς.

[8] Πρβλ. διάγραμμα 1, τεύχος 2, έγγραφο εργασίας.

[9] Η Δημοκρατία της Τσεχίας δεν κοινοποίησε τα ποσοστά που αντιστοιχούν σε έργα ανεξάρτητων παραγωγών και σε πρόσφατα έργα για περισσότερο από το 50% των σταθμών που υπάγονται στο άρθρο 5. Η Γαλλία και η Σουηδία δεν κοινοποίησαν δεδομένα σχετικά με το άρθρο 5 για άνω του 20% των σταθμών που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. Όσον αφορά τα πρόσφατα έργα, η Λεττονία δεν κοινοποίησε καθόλου στοιχεία, ενώ η Δανία υπέβαλε στοιχεία για λιγότερα από τα 2/3 των καλυπτόμενων σταθμών.

[10] Όπως και σε προηγούμενες εκθέσεις, η Ιταλία «εξαιρεί» συστηματικά από τη στατιστική της κατάσταση όλους τους δορυφορικούς και καλωδιακούς σταθμούς, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 50% όλων των καλυπτόμενων σταθμών που υπάγονται στη δικαιοδοσία της. Η Επιτροπή θεωρεί τους εν λόγω «εξαιρούμενους» σταθμούς ως «μη δηλωθέντες», με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να επηρεάζει δυσμενώς το βαθμό συμμόρφωσης της Ιταλίας (πρβλ. δείκτη 5, τεύχος 1). Το 2005 η Ιταλία έλαβε νέα μέτρα για την προσαρμογή της νομοθεσίας της προς το άρθρο 5. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την τυπική και ουσιαστική εφαρμογή του άρθρου 5 από την Ιταλία και να ελέγχει τη συμμόρφωσή της προς το κοινοτικό δίκαιο. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η Ιταλία δεν ακολουθεί τους κοινούς κανόνες σχετικά με την υποβολή στοιχείων για τα πρόσφατα έργα στις εκθέσεις της, καθότι δηλώνει τα εν λόγω έργα ως ποσοστό επί του συνόλου των ευρωπαϊκών έργων και όχι ως ποσοστό επί των ευρωπαϊκών έργων των ανεξάρτητων παραγωγών, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη σύγκριση των στοιχείων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ή τη διαμόρφωση του κοινοτικού μέσου όρου πρόσφατων έργων. Η σύνταξη των εκθέσεων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 5.

[11] Το άρθρο 4 παράγραφος 3 ορίζει ότι «[η] έκθεση αυτή περιλαμβάνει ιδίως μια στατιστική κατάσταση σχετικά με την επίτευξη του ποσοστού που αναφέρεται στο [άρθρο 4] και στο άρθρο 5 για κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, τους λόγους για τους οποίους, σε κάθε περίπτωση, δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί το ποσοστό αυτό, καθώς και τα μέτρα που ελήφθησαν ή που προβλέπεται να ληφθούν για την επίτευξή του».

[12] Στην πράξη, μόνο η Γαλλία αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα επιλογής: για τρεις δορυφορικούς ή καλωδιακούς σταθμούς ο υπολογισμός βασίζεται στον προϋπολογισμό του προγράμματος, ενώ για τους έξι επίγειους σταθμούς βασίζεται στα έσοδα των σταθμών.

[13] Στο πλαίσιο αυτό η ανεξάρτητη “Impact Study of Measures Concerning the Promotion of Distribution and Production of TV Programmes” ( «Μελέτη αντικτύπου των μέτρων για την προώθηση της διανομής και παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων» ), η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25α της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» και οριστικοποιήθηκε τον Μάιο 2005 από τον David Graham τους και συνεργάτες του, συνέβαλε στην αξιολόγηση του οικονομικού και πολιτιστικού αντικτύπου των άρθρων 4 και 5 και των μέτρων εφαρμογής στην ΕΕ-15, πρβλ.http://europa.eu.int/comm/avpolicy/stat/studi_en.htm.

[14] Προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές της 11ης Ιουνίου 1999, βλ. http://europa.eu.int/comm/avpolicy/regul/twf/art45/controle45_en.pdf .

[15] Πρβλ. τεύχος 1, έγγραφο εργασίας.

[16] Για παράδειγμα, τα ποσοστά συμμόρφωσης (δείκτες 3 και 4) επηρεάστηκαν δυσμενώς από τη μη υποβολή στοιχείων για ορισμένους τηλεοπτικούς σταθμούς.

[17] Πρβλ. άρθρο 3 παράγραφος 1: Στην πράξη, η πλειονότητα των κρατών μελών έχει εκμεταλλευθεί αυτή τη δυνατότητα (π.χ. εξαίρεση των ζωντανών εκπομπών στην Ιταλία, θετικός ορισμός των υπολογιζόμενων προγραμμάτων στη Γερμανία). Έξι κράτη μέλη (E, F, I, NL, SF, UK) έχουν θεσπίσει διατάξεις για υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με αυτά που περιλαμβάνονται στην οδηγία για μερικούς ή για όλους τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς τους (π.χ. διάταξη για ποσοστό μετάδοσης 60% ευρωπαϊκών έργων στη Γαλλία, 25% έργων ανεξάρτητων παραγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Κάτω Χώρες, κ.λπ.).

[18] Λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος περιέχονται στο τεύχος 4 του εγγράφου εργασίας.

[19] Το άρθρο 4 παράγραφος 1 προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη μεριμνούν, κάθε φορά που αυτό είναι εφικτό και με κατάλληλα μέσα, ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν σε ευρωπαϊκά έργα, κατά την έννοια του άρθρου 6, το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου εκπομπής τους, εκτός του χρόνου των ειδήσεων, των αθλητικών εκδηλώσεων, των τηλεοπτικών παιχνιδιών, των διαφημίσεων ή των υπηρεσιών τηλεκειμενογραφίας και τηλεαγοράς».

[20] Πρβλ. σημείο 2.1.1. ανωτέρω (δείκτης 1, τεύχος 1, έγγραφο εργασίας).

[21] Η προηγούμενη προσέγγιση περί εξαίρεσης των σταθμών με τηλεθέαση μικρότερη του 3% (κριτήριο “de minimis”) από την εξέταση βάσει του άρθρου 4, μπορεί να είχε το πλεονέκτημα ότι οδηγούσε σε πιο «σταθμισμένα» αποτελέσματα, αλλά δεν έχει καμία βάση στην οδηγία «τηλεόραση χωρίς σύνορα». Επίσης, το παράρτημα 7 του εγγράφου εργασίας δείχνει ότι στην πράξη υπάρχει πολύ μικρή διαφορά μεταξύ του κοινοτικού μέσου όρου ευρωπαϊκών έργων που μεταδίδουν οι πρωτεύοντες σταθμοί ( 64,45% το 2003 και 63,87% το 2004 ) και αυτών που μεταδίδουν όλοι οι σταθμοί. Έτσι, στην παρούσα έκθεση, στην οποία αποτυπώνεται για πρώτη φορά η κατάσταση στην ΕΕ-25, υιοθετείται μια διαφορετική μεθοδολογία και παρουσιάζονται τα μέσα ποσοστά μετάδοσης ευρωπαϊκών έργων από όλους τους σταθμούς που καλύπτονται από το άρθρο 4. Στο παράρτημα 7 του εγγράφου εργασίας απαριθμούνται οι τηλεοπτικοί σταθμοί με τηλεθέαση άνω του 3% και τα ποσοστά χρόνου εκπομπής που αφιερώνει έκαστος σε ευρωπαϊκά έργα.

[22] Το άρθρο 5 ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κάθε φορά που αυτό είναι εφικτό και με τα κατάλληλα μέσα, ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν τουλάχιστον 10 % του χρόνου εκπομπής τους, εκτός των ειδήσεων, των αθλητικών εκδηλώσεων, των τηλεοπτικών παιχνιδιών, των διαφημίσεων ή των υπηρεσιών τηλεκειμενογραφίας και τηλεαγοράς, ή, εναλλακτικά, κατ' επιλογή του κράτους μέλους, το 10 % τουλάχιστον του προϋπολογισμού των προγραμμάτων τους, σε ευρωπαϊκά έργα παραγωγών ανεξαρτήτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς».

[23] Κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 31 της οδηγίας 97/36/ΕΚ της 30ής Ιουνίου 1997, όπου προβλέπεται (στο πλαίσιο των μη εξαντλητικών κριτηρίων) ότι «…τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν την έννοια του «ανεξάρτητου παραγωγού» λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας παραγωγής, το πλήθος των προγραμμάτων που παρέχονται στον ίδιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό καθώς και την ιδιοκτησία των παραγώγων δικαιωμάτων».

[24] Αξίζει να σημειωθεί ότι, τόσο το 2003 όσο και το 2004, οι δανικοί τηλεοπτικοί σταθμοί κατείχαν τα υψηλότερα μέσα ποσοστά ευρωπαϊκών έργων (πρβλ. 2.2 ανωτέρω), αλλά ταυτόχρονα πολύ χαμηλά ποσοστά ανεξάρτητων παραγωγών, γεγονός που δείχνει ότι το μερίδιο εσωτερικών παραγωγών των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στη Δανία είναι πολύ υψηλό.

[25] Όπως προαναφέρεται, η Επιτροπή θεωρεί τους 39 από τους 57 δορυφορικούς σταθμούς που «εξαιρέθηκαν» το 2003 ως «μη δηλωθέντες», γεγονός που επηρεάζει δυσμενώς το ποσοστό συμμόρφωσης (δείκτης 5).

[26] Η Επιτροπή θεωρεί τους 43 από τους 60 δορυφορικούς σταθμούς που «εξαιρέθηκαν» το 2004 ως «μη δηλωθέντες».

[27] Δηλ. έργα που μεταδόθηκαν εντός πέντε ετών από την παραγωγή τους.

[28] Πρβλ. Διάγραμμα επισκόπησης 2, τεύχος 2, έγγραφο εργασίας.

[29] Τα πρόσφατα ευρωπαϊκά έργα σε διάστημα έξι ετών κάλυπταν σταθερά περισσότερο από το ένα πέμπτο του συνολικού υπολογιζόμενου χρόνου εκπομπής, αποτελούσαν δε περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου των έργων ανεξάρτητων παραγωγών. Το 2003 μάλιστα, η αναλογία αυτή ξεπεράστηκε, καθότι τα πρόσφατα έργα αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από 71% του συνόλου των ανεξάρτητων παραγωγών.

[30] Σε απόλυτες τιμές (σε σχέση με τον συνολικό υπολογιζόμενο χρόνο εκπομπής), η θετική αυτή εξέλιξη αντισταθμίζεται, ωστόσο, από παράλληλη μείωση των ανεξάρτητων παραγωγών.

[31] Πρβλ. τεύχος 3, έγγραφο εργασίας.