52003DC0572

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Προς μια θεματική στρατηγική για την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων /* COM/2003/0572 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Προς μια θεματική στρατηγική για την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σύνοψη

1. Γενική εισαγωγή

2. Ορισμοί

2.1. Φυσικοί πόροι

2.2. Παραγωγικότητα των πόρων

2.3. Αποσύνδεση

3. Αειφορία και χρήση των φυσικών πόρων

3.1. Τρεις πυλώνες: οικονομική μεγέθυνση, κοινωνική πρόοδος και ποιότητα του περιβάλλοντος

3.2. Πολιτική απόκριση

3.3. Χρήση των πόρων και επιπτώσεις στο περιβάλλον

4. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση;

4.1. Χρήση και έλλειψη πόρων

4.1.1. Μη ανανεώσιμοι πόροι

4.1.2. Ανανεώσιμοι πόροι

4.1.3. Ασφάλεια του εφοδιασμού

4.2. Τάσεις της χρήσης των πόρων

4.3. Πορείες των φυσικών πόρων στην οικονομία

4.4. Τάσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

4.5. Επιπτώσεις της χρήσης των πόρων στην υγεία

4.6. Θεωρητικές προσεγγίσεις της διαχείρισης των πόρων

4.7. Συγκεφαλαίωση

5. Ποιες πολιτικές εφαρμόζονται ήδη για τους φυσικούς πόρους;

5.1. Εισαγωγή

5.2. Πολιτικές που αφορούν τα στοιχεία του περιβάλλοντος

5.3. Πολιτικές που επηρεάζουν τη χρήση των πόρων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους

5.4. Πολιτικές που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των επιπτώσεων της χρήσης των πόρων

5.5. Συνεπής προσέγγιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων

6. Τι πρεπει να γινει;

6.1. Εισαγωγή

6.2. Βασικές συνιστώσες μιας μελλοντικής θεματικής στρατηγικής

6.3. Εργασίες υπό εξέλιξη

6.4. Χρονοδιάγραμμα

6.5. Η διεύρυνση και η διεθνής διάσταση

7. Μελλοντική ανάπτυξη της στρατηγικής για τους πόρους

Σύνοψη

Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς τη χάραξη θεματικής στρατηγικής για την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων, η οποία προβλέπεται στο 6ο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον. Έχει στόχο να δρομολογήσει διάλογο σχετικά με ένα πλαίσιο χρήσης των πόρων το οποίο θα υποστηρίζει τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας και τη στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης της ΕΕ. Έπειτα από ανάλυση των περιβαλλοντικών ζητημάτων που συνδέονται με τη χρήση των φυσικών πόρων, στην ανακοίνωση περιγράφονται τα κύρια χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια μελλοντική στρατηγική, με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές. Διατυπώνονται βασικές αρχές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, αλλά δεν προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για το σκοπό αυτό. Αυτά θα περιλαμβάνονται στην τελική στρατηγική που πρόκειται να υποβληθεί το 2004.

Οι φυσικοί πόροι αποτελούν το θεμέλιο των τριών πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης, του οικονομικού, του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού. Ωστόσο, τα φυσικά αποθέματα μπορεί να εξαντληθούν και να παρουσιάσουν έλλειψη, με συνέπεια την υπονόμευση της μελλοντικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι πόροι μπορεί να υποβαθμίσει την ποιότητα του περιβάλλοντος, τόσο ώστε να απειλούνται τα οικοσυστήματα και η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής.

Σήμερα, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης μη ανανεώσιμων πόρων όπως τα μέταλλα, τα ορυκτά και τα ορυκτά καύσιμα, είναι πιο ανησυχητικές από την ενδεχόμενη έλλειψη αυτών των πόρων. Στην περίπτωση των ορυκτών καυσίμων, λόγου χάριν, ένα οξύ πρόβλημα είναι σήμερα τα υπεύθυνα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου αέρια, που παράγονται από τη χρήση τους, και όχι τόσο ο κίνδυνος εξάντλησης των αποθεμάτων τους στο μέλλον. Προκειμένου για τους ανανεώσιμους πόρους, όπως τα ψάρια, το καθαρό νερό και το έδαφος, το πρόβλημα διαφέρει, δεδομένου ότι έγκειται στην απώλεια βιοποικιλότητας και ενδιαιτημάτων. Ως εκ τούτου, η στρατηγική για τους πόρους θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ώστε να παρέχει στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η δυνατότητα να χρησιμοποιούν τους πόρους με αποδοτικό τρόπο, τόσο από οικονομική όσο και από περιβαλλοντική άποψη. Αυτός ο διαχωρισμός των επιπτώσεων από την οικονομική μεγέθυνση - αποκαλούμενος συνήθως αποσύνδεση - είναι ο πρωταρχικός στόχος, στην επίτευξη του οποίου θα συμβάλει η παρούσα στρατηγική. Πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλιστεί η εξισορρόπηση του οικονομικού, του περιβαλλοντικού και του κοινωνικού πυλώνα της αειφόρου ανάπτυξης στις πολιτικές που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη χρήση των πόρων.

Η εφαρμογή νέων πολιτικών και η αναπροσαρμογή των υφιστάμενων με στόχο την επίτευξη της αναγκαίας αποσύνδεσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνδέονται με τη χρήση των πόρων από την οικονομική μεγέθυνση, θα αποτελέσει μακροχρόνια διαδικασία. Οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές και οι οργανισμοί χρειάζονται χρόνο για να αναπτύξουν και να υιοθετήσουν πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης με μικρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Θα χρειαστούν επίσης δημόσιες πολιτικές με σαφείς μακροπρόθεσμους στόχους για τον προγραμματισμό των επενδύσεων και την καινοτομία. Για το λόγο αυτό, το χρονοδιάγραμμα της στρατηγικής εκτείνεται σε 25 έτη.

Οι σχέσεις μεταξύ της χρήσης των πόρων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεών της είναι σήμερα γνωστές μόνον εν μέρει. Επιπλέον, μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, π.χ. ως αποτέλεσμα τεχνικών ή κοινωνικών εξελίξεων. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι διαφορές συνθηκών και προτύπων χρήσης μεταξύ των περιφερειών. Επιπλέον, παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των διαφόρων πόρων. Για τους λόγους αυτούς, στη στρατηγική πρέπει πρώτα να προσδιοριστούν οι πιο προβληματικοί πόροι σε δεδομένη χρονική στιγμή, δηλαδή οι πόροι με το μεγαλύτερο δυναμικό περιβαλλοντικών βελτιώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές δυνατότητες και κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους. Για να επιτελέσει την ανωτέρω περιγραφόμενη λειτουργία και να λάβει υπόψη τους διαρκώς μεταβαλλόμενους τύπους περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, η στρατηγική θα περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες που θα ισχύουν αδιάλειπτα σε όλη τη διάρκεια εφαρμογής της:

Συγκέντρωση γνώσεων

Ο πλήρης κύκλος ζωής των πόρων, από την απόληψή τους, τη χρήση τους στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και τη χρήση που επακολουθεί μέχρι και τη διάθεση των αποβλήτων, έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Κάθε δεδομένη πρώτη ύλη μπορεί να ακολουθήσει πολλές διαφορετικές πορείες στο επίπεδο της οικονομίας. Το αργίλιο, για παράδειγμα, μπορεί να μεταποιηθεί σε μεγάλη ποικιλία αγαθών, όπως κουφώματα, ατράκτους αεροσκαφών και κουτιά αναψυκτικών, τα οποία αλληλεπιδρούν με πολύ διαφορετικούς τρόπους με το περιβάλλον. Οι γνώσεις σχετικά με αυτές τις πορείες και επιπτώσεις είναι σήμερα διάσπαρτες μεταξύ πολλών φορέων και παρουσιάζουν σημαντικά κενά. Η στρατηγική για τους πόρους θα πρέπει να εξασφαλίσει την άμεση διαθεσιμότητα των γνώσεων στους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων και τη συμπλήρωση των κενών.

Αξιολόγηση πολιτικών

Η χρήση των φυσικών πόρων επηρεάζεται από πολλές πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, όπως, π.χ., τις στρατηγικές για το θαλάσσιο περιβάλλον, την προστασία του εδάφους, τη βιοποικιλότητα και το αστικό περιβάλλον, καθώς και από την πολιτική για την αλλαγή του κλίματος, την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα και πολλές άλλες. Επίσης, πολλές πολιτικές σε άλλους τομείς εκτός του περιβάλλοντος επηρεάζουν σημαντικά τη χρήση των πόρων - μερικές φορές χωρίς πρόθεση. Ενδεικτικά αναφέρονται οι πολιτικές στους τομείς της φορολογίας, των μεταφορών, της γεωργίας και της ενέργειας. Εντούτοις, επί του παρόντος δεν υπάρχει κανένας κατάλληλος μηχανισμός αξιολόγησης του βαθμού συμβατότητας των πολιτικών επιλογών στους διάφορους αυτούς τομείς με το γενικό στόχο της αποσύνδεσης της οικονομικής μεγέθυνσης από τις επιπτώσεις της χρήσης των πόρων. Η στρατηγική για τους πόρους θα συμπεριλάβει τη διενέργεια των σχετικών αξιολογήσεων, την ευαισθητοποίηση σε ενδεχόμενους συμβιβασμούς και την πρόταση εναλλακτικών λύσεων, όπου αυτό είναι δυνατό.

Ολοκλήρωση πολιτικών

Για την εφαρμογή της στρατηγικής, θα χρειαστεί να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν από τις δύο προηγούμενες συνιστώσες. Αυτό συνεπάγεται πολιτικές αποφάσεις όσον αφορά τη σχετική σημασία των διαφόρων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στόχων, συνεκτίμηση ευρύτερων παραμέτρων της αειφόρου ανάπτυξης και προσδιορισμό των μέτρων εκείνων που προσφέρουν τις καλύτερες προοπτικές βελτίωσης της χρήσης των πόρων. Η στρατηγική για τους πόρους θα συμβάλει συνεπώς στην πληρέστερη ένταξη των σχετικών με τους πόρους περιβαλλοντικών ζητημάτων σε άλλες πολιτικές που επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κάρντιφ.

Μετά τη δημοσίευση του παρόντος εγγράφου, η Επιτροπή θα επεξεργαστεί και θα προτείνει το 2004 μια σφαιρική στρατηγική, με ανοικτή διαδικασία συνεργασίας, στην οποία θα συμμετάσχουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι.

1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι φυσικοί πόροι περιλαμβάνουν τόσο τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για τις περισσότερες δραστηριότητες του ανθρώπου, όσο και τα διάφορα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας, το νερό και το έδαφος, τα οποία συντηρούν τη ζωή στον πλανήτη μας. Η συνετή διαχείριση αυτών των πόρων αποτελεί το θεμέλιο της αειφόρου ανάπτυξης. Αυτό έχει αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, πιο πρόσφατα στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΠΔΚΑΑ), όπου συμφωνήθηκε ότι η προστασία και η διαχείριση των φυσικών πόρων, οι οποίοι συνιστούν τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αποτελούν πρωταρχικούς στόχους και βασικές προϋποθέσεις της αειφόρου ανάπτυξης. [1]

[1] http://www.johannesburgsummit.org/html/ documents/summit_docs/2309_planfinal.htm, παράγραφος 2.

Τον Μάρτιο του 2000, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο: να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) «η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης παγκοσμίως, ικανή για αειφόρο οικονομική μεγέθυνση με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Για την υλοποίηση του προγράμματος της Λισσαβόνας, κρίθηκε αναγκαίος ένας ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της τάξεως του 3%. [2] Δεδομένου ότι βελτιώνεται η παραγωγικότητα των πόρων, στο μέλλον θα χρειάζονται λιγότεροι πόροι ανά μονάδα ΑΕΠ. Επειδή όμως οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα των πόρων δύσκολα υπερκερούν την οικονομική μεγέθυνση, υπάρχει κίνδυνος να συνεχιστεί η αύξηση των σχετικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Συνεπώς, η προστασία και η διαχείριση των βασικών πόρων μας δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στις βελτιώσεις της παραγωγικότητας των πόρων. Για το λόγο αυτό, έχουν διατυπωθεί εκκλήσεις για «αποσύνδεση της οικονομικής μεγέθυνσης από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος...», όπως στο σχέδιο υλοποίησης της ΠΔΚΑΑ [3] και, σε επίπεδο ΕΕ, στο 6ο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον [4], ένας από τους σκοπούς του οποίου είναι η «αποσύνδεση των περιβαλλοντικών πιέσεων από την οικονομική μεγέθυνση», με στόχο, μεταξύ άλλων, τη «γενική βελτίωση στο περιβάλλον» και την «αποκατάσταση και ανάπτυξη της λειτουργίας των φυσικών συστημάτων».

[2] Σύσταση της Επιτροπής για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας του 2002, COM(2002) 191 τελικό της 24.4.2002.

[3] Η ΠΔΚΑΑ ζήτησε αποσύνδεση της οικονομικής μεγέθυνσης από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος με βελτίωση της αποδοτικότητας και της αειφορίας στη χρήση των πόρων. http://www.johannesburgsummit.org/html/ documents/summit_docs/2309_planfinal.htm, παράγραφος 14

[4] Απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2002 για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, [2002] ΕΕ L 242/1.

Αειφόρος χρήση των φυσικών πόρων σημαίνει:

(α) διασφάλιση της διαθεσιμότητας των πόρων και

(β) διαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα έχει ήδη αντιμετωπίσει μια σειρά περιβαλλοντικά ζητήματα. Κατά παράδοση, αυτά αφορούσαν κυρίως τις σημειακές πηγές επιπτώσεων στο περιβάλλον στις πολύ αρχικές ή στις τελικές φάσεις του κύκλου ζωής. Πιο πρόσφατα, το ενδιαφέρον στράφηκε σε πιο διάχυτες πηγές περιβαλλοντικών επιπτώσεων που οφείλονται στη χρήση των προϊόντων. Ακολουθώντας μια γενική, συντονισμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης φυσικών πόρων, υλών και προϊόντων, η Κοινότητα δρομολογεί σήμερα τρεις αλληλένδετες πρωτοβουλίες σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του 6ου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον:

- μια στρατηγική για την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων,

- μια στρατηγική για την πρόληψη και την ανακύκλωση των αποβλήτων,

- μια ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα με σκοπό την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους.

Η στρατηγική για τους πόρους εστιάζεται στην κατανόηση και τη χαρτογράφηση των σχέσεων μεταξύ της χρήσης των πόρων και των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, με στόχο τον προσδιορισμό των τομέων όπου χρειάζεται να αναληφθεί δράση. Η ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα προσφέρει μια σειρά μέσα τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός προϊόντος σε όλη τη διάρκεια ζωής του [5]. Οι δύο πρωτοβουλίες είναι, επομένως, συμπληρωματικές μεταξύ τους. Η στρατηγική πρόληψης και ανακύκλωσης έχει ως αφετηρία τη φάση των αποβλήτων [6]. Αναμένεται να επικεντρωθεί προοδευτικά σε τομείς σχετικούς με τα ζητήματα προτεραιότητας που θα προσδιοριστούν από τη στρατηγική για τους πόρους. Η παράλληλη εφαρμογή των τριών πρωτοβουλιών θα καταστήσει δυνατή τη συχνή ανατροφοδότηση μεταξύ τους και, συνεπώς, θα συμβάλει στη σταδιακή βελτίωση της γενικής προσέγγισης μέσω μιας αναδραστικής μαθησιακής διαδικασίας. Η ταυτόχρονη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκαλούν οι πόροι και τα προϊόντα στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής τους, θα βελτιώσει επίσης την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων: με ποιον τρόπο τα μέτρα περιορισμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε ένα δεδομένο στάδιο μπορεί να αυξήσουν τις επιπτώσεις σε ένα άλλο. Είναι σαφές ότι απαιτείται συνεπής προσέγγιση, ώστε να εξασφαλιστεί η θεώρηση του περιορισμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με γνώμονα ολόκληρο τον κύκλο ζωής.

[5] Ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων, COM(2003)302 τελικό της 18.06.2003.

[6] Προς μία θεματική στρατηγική για την πρόληψη και την ανακύκλωση των αποβλήτων, COM(2003)301 τελικό της 27.05.2003

- Με δεδομένη την αναμενόμενη συνολική αύξηση της χρήσης πόρων, πρωταρχικός περιβαλλοντικός στόχος μιας στρατηγικής για τους πόρους πρέπει να είναι ο περιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων στο περιβάλλον, δηλαδή στον αέρα, στα ύδατα, στο έδαφος και στους ζωντανούς οργανισμούς. Προς τούτο, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η χρήση πόρων που εμπεριέχει το μεγαλύτερο δυναμικό περιβαλλοντικών βελτιώσεων. Η εν λόγω στρατηγική πρέπει επομένως να προσφέρει μια βάση γνώσεων, "χαρτογραφώντας τα θερμά σημεία" των επιπτώσεων που συνδέονται με τους πόρους και αξιολογώντας τις εναλλακτικές δυνατότητες βελτίωσης. Κατά την αξιολόγηση αυτή θα ληφθούν υπόψη οι πιθανές κοινωνικοοικονομικές επιδράσεις. Οι εναλλακτικές λύσεις θα εμπίπτουν πιθανώς σε μία από τις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:

- χρήση των πόρων με οικολογικά αποδοτικότερη τεχνολογία.

- αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης.

- περιορισμένη χρήση ενός δεδομένου πόρου, εφόσον υπάρχουν αποδοτικά σε σχέση με το κόστος και εφικτά μέσα περιορισμού των δυσμενών επιπτώσεων.

Η "χαρτογράφηση των θερμών σημείων" προϋποθέτει καλή γνώση ολόκληρου του κύκλου ζωής ενός πόρου. Για το λόγο αυτό, στη στρατηγική για τους πόρους θα διερευνηθούν οι πορείες των επιμέρους φυσικών πόρων, από την απόληψή τους έως τις πολλαπλές χρήσεις τους σε κάθε είδους προϊόντα και για άλλους σκοπούς και την επιστροφή του στο περιβάλλον υπό μορφή είτε ρύπων είτε αποβλήτων. Αυτό αναμένεται να διευκολύνει τον εντοπισμό σε αυτές τις πορείες και την αξιολόγηση των σημείων όπου οι πολιτικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα είναι πιο αποτελεσματικές και ενδεδειγμένες.

Υπάρχει εν προκειμένω στενή σχέση με την ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα (ΟΠΠ). Η ΟΠΠ αναμένεται να δώσει ισχυρή ώθηση στην αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων, καθώς αποτελεί διαρκή διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κάθε νέα γενιά προϊόντων πρέπει να είναι πιο αειφόρος από την προηγούμενη. Δεδομένου ωστόσο ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία προσανατολισμένη στις διεργασίες, δεν ενδείκνυται για τον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων ως προς τις επιπτώσεις. Αυτό είναι αντικείμενο πολιτικών αποφάσεων που πρέπει να εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και, εν προκειμένω, η στρατηγική για τους πόρους θα έχει σημαντική συνεισφορά.

Οι σχέσεις μεταξύ της στρατηγικής για τους πόρους, αφενός, και της πρόληψης/ανακύκλωσης των αποβλήτων, αφετέρου, είναι εξίσου σημαντικές: η πρόληψη και η ανακύκλωση μειώνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απόληψης των πρωτογενών πρώτων υλών και της μεταποίησής τους στο πλαίσιο των παραγωγικών διαδικασιών. Η διαχείριση των αποβλήτων αποτελεί, επομένως, μέρος του κύκλου ζωής των πόρων και αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισής τους.

Η στρατηγική για τους πόρους επιδιώκεται να προσφέρει τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και τον καθορισμού στόχων σχετικών με τις επιπτώσεις, βασιζόμενη και στα αποτελέσματα της έρευνας που χρηματοδοτείται από την Κοινότητα. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ενιαίος δείκτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης ενός πόρου, με αποτέλεσμα να έχουν χρησιμοποιηθεί μερικές φορές αντ' αυτού δείκτες "πίεσης", όπως η κατανάλωση ενέργειας ή η παραγωγή αποβλήτων. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ πιέσεων και περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν είναι πάντοτε γραμμική και πρέπει να καταβληθούν σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες για την καλύτερη κατανόηση αυτού του θέματος, στην οποία θα συμβάλει η παρούσα στρατηγική.

Στόχος της στρατηγικής για τους πόρους είναι η διαμόρφωση ενός πλαισίου και μέτρων που θα καταστήσουν δυνατή τη χρήση των πόρων χωρίς περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Βασιζόμενη σε υφιστάμενες πολιτικές ενταγμένες στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη και σε συνδυασμό με τις δύο άλλες πρωτοβουλίες, η στρατηγική για τους πόρους θα προσφέρει τις περιβαλλοντικές συνιστώσες μιας συνολικής στρατηγικής προσέγγισης για την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων, αποδίδοντας την ίδια σημασία και στις κοινωνικοοικονομικές πτυχές. Δεν θα επιχειρήσει ωστόσο να εφαρμόσει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε τομείς περιβαλλοντικής δράσης που καλύπτονται ήδη από εδραιωμένες πολιτικές.

Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατάστρωση της στρατηγικής για τους πόρους. Αρχικά πραγματεύεται το πρόβλημα της χρήσης των πόρων και τον τρόπο με τον οποίο αυτή εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης (κεφάλαιο 3). Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο 4, παρέχει μια επισκόπηση των γνώσεών μας σχετικά με τη χρήση των πόρων και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και, στο κεφάλαιο 5, μια επισκόπηση των υφιστάμενων πολιτικών, περιβαλλοντικών και μη, που έχουν αντίκτυπο στη χρήση των πόρων. Τέλος, στα κεφάλαια 6 και 7, προτείνει μια κατεύθυνση για τη θεματική στρατηγική καθεαυτή.

2. ΟΡΙΣΜΟΙ

2.1. Φυσικοί πόροι

Στους φυσικούς πόρους περιλαμβάνονται:

α) οι πρώτες ύλες όπως τα ορυκτά (όπου συμπεριλαμβάνονται οι ορυκτές πηγές ενέργειας και τα μεταλλεύματα) και η βιομάζα. Οι ορυκτές πηγές ενέργειας, τα μεταλλεύματα και τα λοιπά ορυκτά (π.χ. γύψος, καολίνης) δεν είναι ανανεώσιμα, υπό την έννοια ότι δεν αναπληρώνονται εντός των ανθρώπινων χρονικών πλαισίων. Τα αποθέματά τους είναι πεπερασμένα και εξαντλούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Αντιθέτως, η βιομάζα είναι, κατ' αρχήν, ανανεώσιμη εντός των ανθρώπινων χρονικών πλαισίων. Περιλαμβάνει ταχέως και βραδέως ανανεώσιμους πόρους, όπως τα γεωργικά προϊόντα και η ξυλεία [7], αντίστοιχα. Ωστόσο, οι βιολογικοί αυτοί πόροι που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες είναι δυνατόν να εξαντληθούν εάν γίνεται υπερεκμετάλλευσή τους [8]. Αυτό αποτελεί σοβαρή απειλή π.χ. για ορισμένα θαλάσσια είδη που αλιεύονται για εμπορικούς σκοπούς.

[7] Η έννοια του όρου "ανανεώσιμοι πόροι" διαφέρει από εκείνη των "ανανεώσιμων πηγών ενέργειας", όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/77/ΕΚ της 27.10.2001.

[8] Οι "βιολογικοί πόροι" ορίζονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα (σύμβαση CBD).

β) τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας, το νερό και το έδαφος. Οι πόροι αυτοί συντηρούν τη ζωή και παράγουν βιολογικούς πόρους. Σε αντίθεση με τις πρώτες ύλες, αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι η υποβάθμιση της ποιότητάς τους. Το πρόβλημα δεν είναι η ποσότητα, αλλά η κατάσταση αυτών των πόρων. Λόγου χάριν, οι συνολικές ποσότητες αέρα και νερού πάνω στη γη δεν μεταβάλλονται εντός των ανθρώπινων χρονικών πλαισίων, αλλά, εξαιτίας της ρύπανσης, η ποιότητά τους είναι πολλές φορές κακή. Επιπλέον, η βιοποικιλότητα των περιβαλλοντικών πόρων είναι ζωτικής σημασίας.

γ) οι ρέοντες πόροι όπως η αιολική, η γεωθερμική, η παλιρροϊκή και η ηλιακή ενέργεια. Οι πόροι αυτοί είναι ανεξάντλητοι, αλλά για την εκμετάλλευσή τους απαιτούνται άλλοι πόροι. Για την κατασκευή ανεμογεννητριών ή ηλιακών συστοιχιών, π.χ., χρειάζονται ενέργεια, πρώτες ύλες και χώρος.

δ) ο χώρος, καθώς είναι προφανές ότι χρειάζεται φυσικός χώρος για την παραγωγή ή τη διατήρηση όλων των ανωτέρω πόρων. Ενδεικτικά αναφέρεται η χρήση των γαιών για οικισμούς, υποδομές, για τη βιομηχανία, την εξόρυξη, τη γεωργία και τη δασοκομία.

2.2. Παραγωγικότητα των πόρων

Η αποδοτικότητα ή παραγωγικότητα των πόρων μπορεί να οριστεί ως η αποδοτικότητα με την οποία χρησιμοποιούμε την ενέργεια και τις ύλες στην οικονομία, δηλαδή η προστιθέμενη αξία ανά μονάδα εισρέοντας πόρου. Αυτό σημαίνει ότι ο ορισμός της παραγωγικότητας των πόρων είναι ανάλογος με εκείνον της παραγωγικότητας της εργασίας: η προστιθέμενη αξία ανά μονάδα ανθρώπινου πόρου. Ένας τρόπος υπολογισμού της παραγωγικότητας των πόρων σε εθνικό επίπεδο είναι με διαίρεση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας μιας χώρας (εκφραζόμενη σε ΑΕΠ) δια της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας (π.χ. σε τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου) ή δια της συνολικής κατανάλωσης υλών (σε τόνους). Χρησιμοποιείται και το αντίστροφο κλάσμα, δηλαδή το πηλίκο της κατανάλωσης ενέργειας δια της οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο καλείται ένταση ενέργειας της οικονομίας. Όταν η ένταση ενέργειας (ή ύλης) της οικονομίας μειώνεται, θεωρείται ότι συντελείται αποϋλοποίηση. Ο συγκεκριμένος ορισμός της αποδοτικότητας των πόρων καλύπτει αποκλειστικά τη χρήση τους, το οποίο σημαίνει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος απόληψης ή συγκομιδής των πόρων (ανιόν στάδιο της οικονομικής δραστηριότητας) ούτε ο τρόπος τελικής διάθεσης στην ατμόσφαιρα, στα ύδατα και στο έδαφος (κατιόν στάδιο της οικονομικής δραστηριότητας). Για την πλήρη κατανόηση των περιβαλλοντικών συνεπειών της χρήσης των πόρων, είναι αναγκαίο να συνεκτιμώνται τόσο οι ανιούσες όσο και οι κατιούσες δραστηριότητες (όπου συμπεριλαμβάνονται η χρήση των υποδομών, οι μεταφορές, οι απώλειες διασποράς κτλ.).

2.3. Αποσύνδεση

Η αποσύνδεση αναφέρεται στο διαχωρισμό μιας παραμέτρου από μιαν άλλη. Υπάρχουν δύο σειρές από παραμέτρους που έχουν σημασία ως προς την παρούσα ανακοίνωση: η οικονομική μεγέθυνση έναντι της χρήσης των πόρων και η οικονομική μεγέθυνση έναντι των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η αποσύνδεση της χρήσης των πόρων από την οικονομική μεγέθυνση μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: 1) η οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από τη χρήση των πόρων, ενώ η απόλυτη ποσότητα των εισρεόντων πόρων εξακολουθεί να αυξάνεται. 2) η οικονομία αναπτύσσεται, ενώ η συνολική εισροή πόρων παραμένει σταθερή ή μειώνεται. Αυτοί οι διαφορετικοί βαθμοί αποσύνδεσης καλούνται σχετική και απόλυτη αποσύνδεση, αντίστοιχα. Ομοίως, η αποσύνδεση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την οικονομική μεγέθυνση σημαίνει ότι η οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από την αύξηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σχετική αποσύνδεση) ή ότι η οικονομία αναπτύσσεται, ενώ οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις σταθεροποιούνται ή μειώνονται σε απόλυτες τιμές (απόλυτη αποσύνδεση). Οι τελευταίες αυτές περιπτώσεις απεικονίζονται στο πλαίσιο1.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

3. ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

3.1. Τρεις πυλώνες: οικονομική μεγέθυνση, κοινωνική πρόοδος και ποιότητα του περιβάλλοντος

Ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος ορισμός της έννοιας "αειφόρος ανάπτυξη" διατυπώθηκε στην έκθεση Το κοινό μας μέλλον, η οποία συντάχθηκε το 1987 από την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (επονομαζόμενη Επιτροπή Brundtland). Στην έκθεση αυτή, η αειφόρος ανάπτυξη ορίζεται ως η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό στην πράξη είναι να συμβαδίζει η οικονομική μεγέθυνση με κοινωνική πρόοδο και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Οι τρεις αυτοί πυλώνες δεν μπορούν να αναπτυχθούν χωριστά, καθώς είναι αλληλένδετοι. Η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να προσφέρει τους πρόσθετους χρηματοοικονομικούς πόρους που απαιτούνται για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Η κοινωνική πολιτική στηρίζει τις επιδόσεις της οικονομίας και βοηθά τους πολίτες να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Η περιβαλλοντική πολιτική συμβάλλει στη διατήρηση της βάσης φυσικών πόρων της οικονομίας και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η πρόοδος στην προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να συμβαδίζει με την οικονομική μεγέθυνση. Οι περιβαλλοντικές πολιτικές σε συνδυασμό με τη ζήτηση της αγοράς συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικολογικής.βιομηχανίας. Το 1999 η αξία της ανερχόταν σε 183 δισ. ευρώ και κατείχε το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοράς οικολογικών προϊόντων. Πρόκειται για έναν κλάδο της ΕΕ με σημαντικές μελλοντικές προοπτικές [9]. Το δυναμικό της οικολογικής βιομηχανίας θα ενισχυθεί μετά τη διεύρυνση, διότι οι εξαγωγές προς και από τις υπό ένταξη χώρες αναμένεται να παρουσιάσουν μεγαλύτερο δυναμισμό απ' όσο μεταξύ των σημερινών κρατών μελών.

[9] ECOTEC Ltd, 2002, Analysis of the EU Eco-industries, their employment and export potential (Ανάλυση της οικολογικής βιομηχανίας της ΕΕ και του δυναμικού απασχόλησης και εξαγωγών της).

Είναι δυνατόν να επιτευχθεί αειφόρος ανάπτυξη χωρίς να παρεμποδίζεται η πρόοδος. Είναι όμως απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των τομέων άσκησης πολιτικής που καλύπτουν τους τρεις πυλώνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως οι συντονισμένες προσπάθειες πολλών φορέων να διοχετεύσουν στην αγορά κυψέλες καυσίμου που λειτουργούν με υδρογόνο. Η EΕ έχει προγραμματίσει να επενδύσει 600 εκατ. ευρώ σε διάστημα τεσσάρων ετών σε έρευνα με το συγκεκριμένο αντικείμενο και έχει καταρτίσει σχέδιο πέντε σταδίων για την προώθηση της χρήσης των κυψελών καυσίμου [10]. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία καταρτίζουν επίσης μεγάλα προγράμματα για την κατασκευή υποδομής υδρογόνου και την προώθηση προηγμένων τεχνολογιών αυτοκινήτου. Η Ιαπωνία προβλέπει ότι θα πωλήσει μέχρι το 2020 περί τα 5 εκατομμύρια οχήματα κινούμενα με κυψέλες καυσίμου [11]. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να είναι το πρώτο βήμα της μετάβασης σε μια νέα υποδομή ενεργειακού εφοδιασμού, ικανή να προσφέρει ασφάλεια του εφοδιασμού, καλή κατάσταση του περιβάλλοντος και πολλές νέες θέσεις εργασίας.

[10] http://europa.eu.int/comm/research/energy/ pdf/hlg_summary_vision_report_en.pdf

[11] Eamonn Bates Issue Tracker, Ιούλιος 2003.

3.2. Πολιτική απόκριση

Κατ' αρχήν, η χρήση των φυσικών πόρων μπορεί να παρεμποδίσει την αειφόρο ανάπτυξη με δύο τρόπους. Πρώτον, η χρήση των φυσικών πόρων εξαντλεί τα φυσικά αποθέματα και, επομένως, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκειά τους. Η ανεπάρκεια αυτή θα μπορούσε κατόπιν να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να έχουν πρόσβαση στους πόρους που είναι αναγκαίοι για τη μελλοντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Δεύτερον, η χρήση των φυσικών πόρων μπορεί να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις που υποβαθμίζουνε την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος (ατμόσφαιρα, υδάτινοι όγκοι, έδαφος) με τρόπο που απειλεί τα οικοσυστήματα ή την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής.

Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών δυνητικών προβλημάτων διότι χρήζουν διαφορετικής πολιτικής αντιμετώπισης. Αν η έλλειψη ενός φυσικού πόρου αποτελεί πρόβλημα, θα χρειαστεί να περιοριστεί η διαθεσιμότητά του στη σημερινή γενιά. Αυτό θα απαιτήσει τον καθορισμό στόχων για τη μείωση της τρέχουσας και της μελλοντικής χρήσης των φυσικών πόρων. Ωστόσο, εάν οι προσπάθειες εστιαστούν στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, η κατάλληλη πολιτική απόκριση θα ήταν να διασφαλιστεί ότι η χρήση των πόρων δεν προκαλεί απαράδεκτη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων με την προώθηση καθαρών τεχνολογιών και πιο οικολογικών καταναλωτικών προϊόντων. Εάν, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό οδηγήσει σε μείωση της ποσότητας των χρησιμοποιούμενων πόρων, π.χ. μέσω της αύξησης της ανακύκλωσης ή ενός πιο αποδοτικού ως προς τους πόρους σχεδιασμού των προϊόντων, θα πρόκειται για παρεπόμενο και όχι για ρητό στόχο της πολιτικής. Στην ενότητα 4.1 θα καταδειχθεί ότι η ανεπάρκεια δεν αποτελεί το μείζον ζήτημα, με εξαίρεση ένα μικρό αριθμό ανανεώσιμων πόρων, όπως τα ψάρια, η τροπική ξυλεία και η βιοποικιλότητα.

3.3. Χρήση των πόρων και επιπτώσεις στο περιβάλλον

Ολόκληρος ο κύκλος ζωής των πόρων, από την απόληψή τους έως και την τελική διάθεση των αποβλήτων, έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η χρήση των πόρων μπορεί να αποδεσμεύσει τοξικές ουσίες και να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των γαιών. Μετά τη χρήση τους, οι ύλες επιστρέφουν στο έδαφος συχνά πολύ πιο δραστικές, σε χημικό ή φυσικό επίπεδο, σε σχέση με την προηγούμενη κατάστασή τους. Η χρήση πολλών ανανεώσιμων πόρων, από το στάδιο της παραγωγής έως την τελική τους διάθεση, ασκεί επίσης πολλές πιέσεις και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια βιοποικιλότητας και υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Επίσης, κατά την καύση υλών με ενεργειακό περιεχόμενο εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο συντελεί στην πλανητική αλλαγή του κλίματος. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι ανανεώσιμοι πόροι έχουν την ικανότητα να αποφέρουν περιβαλλοντικά οφέλη, π.χ. η χρήση του ξύλου μπορεί να συμβάλει στο μετριασμό της αλλαγής του κλίματος μέσω της δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα από τα δάση. Στις περιπτώσεις όπου η οικονομική μεγέθυνση αυξάνει τον όγκο των μεταφερόμενων υλών και τη χρήση των γαιών, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν αυξάνονται σε βαθμό ώστε να κλονίζουν την ικανότητα του περιβάλλοντος να παράγει πόρους. Εάν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, ενδέχεται να «υπερβούμε τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος», όπως αναφέρεται στο 6ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι η παραδοχή ότι η χρήση των πόρων αντιπροσωπεύει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος εργασίας. Ως εκ τούτου, ο εμπλουτισμός των γνώσεων όσον αφορά τις σχέσεις που συνδέουν τη χρήση των πόρων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αποτελεί προϋπόθεση της στρατηγικής για τους πόρους. Από πρόσφατες έρευνες προκύπτει ότι είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι ύλες και οι πόροι των οποίων η χρήση έχει τις σοβαρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον [12].

[12] WEIGHTING MATERIALS: NOT JUST A MATTER OF WEIGHT. CML (LEIDEN, 2003).

4. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ;

4.1. Χρήση και έλλειψη πόρων

4.1.1. Μη ανανεώσιμοι πόροι

Οι εκκλήσεις για μείωση της κατανάλωσης των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων πηγάζουν από την ανησυχία ότι, στο μέλλον, δεν θα υπάρχουν οι αναγκαίοι πόροι για τη στήριξη της οικονομικής μεγέθυνσης και της κοινωνικής ανάπτυξης. Οι εκκλήσεις αυτές αφορούν κυρίως τα ορυκτά, τα μέταλλα και τα ορυκτά καύσιμα, καθώς είναι δεδομένο ότι τα συνολικά φυσικά αποθέματά τους είναι πεπερασμένα.

α) Αποθέματα ορυκτών καυσίμων και ορυκτών πόρων

Τα γνωστά παγκόσμια αποθέματα ορυκτών καυσίμων είναι πολύ μεγάλα και εξακολουθούν να αυξάνονται [13]. Με δεδομένη τη συνολική ποσότητα των αποδεδειγμένων αποθεμάτων άνθρακα, η εξόρυξή του θα μπορούσε να συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς για περισσότερα από 200 χρόνια. Τα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά 45 δισ. βαρέλια περίπου μετά την τελευταία έρευνα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ενέργειας, παρά την παραγωγή περίπου 75 δισ. βαρελιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Με άλλα λόγια, η αύξηση των αποδεδειγμένων αποθεμάτων υπερκέρασε την κατανάλωση τα τελευταία χρόνια.

[13] www.worldenergy.org

Για τα μέταλλα οι προοπτικές είναι ανάλογες. Για τα περισσότερα μεταλλεύματα, τα γνωστά αποθέματα καλύπτουν πολλές δεκαετίες σημερινής παραγωγής (πλαίσιο 2) [14]. Μολονότι το χρονικό διάστημα των πολλών δεκαετιών μπορεί να φαίνεται ανεπαρκές για να εγγυηθεί τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια του εφοδιασμού, υπενθυμίζεται ότι, σε κάθε δεδομένη στιγμή, τα γνωστά με βεβαιότητα αποθέματα αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μέρος των συνολικών φυσικών αποθεμάτων. Αυτό οφείλεται στο ότι όσο υπάρχουν επαρκή αποδεδειγμένα κοιτάσματα, καταβάλλονται μικρότερες προσπάθειες στον τομέα της γεωλογικής έρευνας.

[14] Έκθεση των Simonds και COWI προς τη Γεν. Διέυθυνση Περιβάλλοντος (2001)

Δύο ακόμη παράγοντες εξηγούν γιατί τα αποθέματα μη ανανεώσιμων πόρων δεν παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις:

- βελτίωση της αποδοτικότητας: η βελτίωση των διεργασιών συνεπάγεται την εξόρυξη μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων που περιέχονται στα αποθέματα. Επιπλέον, η καινοτομία επιτρέπει σήμερα μεγαλύτερο βαθμό αξιοποίησης ενός τόνου χάλυβα σε σύγκριση με έναν αιώνα πριν. Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμοί χρήσης των πόρων είναι βραδύτεροι απ' όσο υποδηλώνουν τα παλαιότερα ή τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης. Επιπλέον, η βελτίωση των τεχνικών έρευνας και εξόρυξης επιτρέπει σήμερα την εκμετάλλευση κοιτασμάτων που στο παρελθόν ήσαν άγνωστα ή δεν θεωρούνταν βιώσιμα.

- ανακύκλωση: ορισμένα υλικά, όπως π.χ. το αλουμίνιο, μπορούν να ανακυκλώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Κάθε τόνος ανακυκλωμένου αλουμινίου εξοικονομεί πολλούς τόνους πρωτογενούς πρώτης ύλης, όπως ο βωξίτης, και μερικές φορές ενέργεια από ορυκτά καύσιμα. Και στην περίπτωση αυτή, η αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης συνεπάγεται βραδύτερους ρυθμούς χρήσης των πόρων απ' όσο υποδηλώνουν τα παλαιότερα ή τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης.

Η ύπαρξη των μηχανισμών αυτών δεν σημαίνει ότι μπορούν να αγνοηθούν οι ανησυχίες για ανεπάρκεια πόρων. Σημαίνει απλώς ότι πρέπει να εξετάζονται με προσοχή και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε πόρου. Επιπλέον, καταδεικνύει ότι το γεγονός ότι ένας δεδομένος πόρος είναι πεπερασμένος δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ο πόρος αυτός θα παρουσιάσει έλλειψη. Πράγματι, επειδή ορισμένοι πόροι μπορούν να υποκατασταθούν από άλλους ή ακόμη και να καταστούν περιττοί, λόγω της χρήσης νέων τεχνολογιών, δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται ένας δεδομένος πόρος στο διηνεκές και, συνεπώς, να εξαντληθούν όλα τα φυσικά αποθέματά του.

β) Τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος στη χρήση των ορυκτών πόρων

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καινοτομιών που οδήγησαν στην υποκατάσταση πόρων από άλλους. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης. Γενικά, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τα πρότυπα χρήσης ενός πόρου αλλάζουν επειδή διατίθενται εναλλακτικές λύσεις και όχι επειδή ο πόρος αρχίζει να σπανίζει [15].

[15] Ένα απλό παράδειγμα είναι η μερική υποκατάσταση του άνθρακα στην οικιακή θέρμανση και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, παρόλο που ο άνθρακας εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη πρωτογενή πηγή ενέργειας.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος για τη μείωση της χρήσης πολλών ορυκτών πόρων είναι η πρόοδος στην κατανόηση των επιπτώσεών τους στην υγεία και της οικοτοξικότητάς τους: για παράδειγμα, ο αμίαντος, το ράδιο, το ουράνιο, ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και το κάδμιο χρησιμοποιούνται σε περιορισμένο βαθμό για λόγους τοξικότητας, ενώ δεν υπάρχει ανεπάρκεια αποθεμάτων.

γ) Τάσεις των τιμών των ορυκτών πόρων

Σε μια καλώς λειτουργούσα αγορά, η έλλειψη ενός πόρου οδηγεί κατά κανόνα σε άνοδο των τιμών, εφόσον η ζήτηση παραμένει σταθερή. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη, δεν υπάρχουν ενδείξεις επικείμενης ανεπάρκειας των μη ανανεώσιμων πόρων. Παρά την αυξανόμενη κατανάλωση, οι τιμές των μετάλλων και της ενέργειας, σε σταθερούς όρους, μειώνονται τις τελευταίες δεκαετίες. Οι τιμές του αργού πετρελαίου, λόγου χάριν, εμφανίζουν γενική πτωτική τάση μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις (πλαίσιο 3) [16]. Η τάση αυτή, ωστόσο, ενδέχεται να επηρεαστεί από την προβλεπόμενη μεσοπρόθεσμη άνοδο της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου.

[16] http://www-cta.ornl.gov/data/ Chapter5.html

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

4.1.2. Ανανεώσιμοι πόροι

Αν και δεν τεκμηριώνεται ότι η ανεπάρκεια των μη ανανεώσιμων πόρων αποτελεί σοβαρή απειλή για την αειφόρο ανάπτυξη, γίνεται ολοένα ευρύτερα αποδεκτό ότι μια σειρά ανανεώσιμοι πόροι αρχίζουν να σπανίζουν. Ενδεικτικά αναφέρονται τα αλιεύματα και τα γλυκά ύδατα [17].

[17] Ωστόσο, η δυναμική της χρήσης των πόρων διαφέρει πολύ μεταξύ των αλιευμάτων και των υδάτων. Η έλλειψη ψαριών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υπεραλίευση, ενώ η έλλειψη γλυκών υδάτων οφείλεται κυρίως στη ρύπανση.

Παρότι οι πόροι αυτοί είναι ικανοί να ανανεώνονται ή να αναπληρώνονται, η τρέχουσα κατανάλωση υπερβαίνει την ικανότητα αναγέννησής τους. Αντιστρόφως, τα επίπεδα εκμετάλλευσης της ξυλείας στην ΕΕ είναι τέτοια ώστε η συνολική ετήσια υλοτόμηση να αντιστοιχεί μόνο στο 50% της καθαρής ετήσιας αύξησης του πόρου, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα αποθέματα. Ενώ ορισμένοι ανανεώσιμοι πόροι θα μπορούσαν, κατ' αρχήν, να υποκατασταθούν από άλλους, η ίδια η ανεπάρκεια ανανεώσιμων πόρων συνιστά περιβαλλοντική επίπτωση, όπως απώλεια βιοποικιλότητας λόγω της εξαφάνισης ορισμένων ειδών ή της απώλειας ενδιαιτημάτων. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη διαφορά σε σχέση με τους μη ανανεώσιμους πόρους.

4.1.3. Ασφάλεια του εφοδιασμού

Παρά την επάρκεια των παγκόσμιων αποθεμάτων, η διαθεσιμότητα ορισμένων πόρων μπορεί να περιοριστεί για γεωπολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, η έλλειψη πετρελαίου τη δεκαετία του 1970 ήταν συνέπεια όχι της φυσικής ανεπάρκειας του πόρου, αλλά ενός εμπορικού αποκλεισμού που είχε οικονομικά και πολιτικά κίνητρα. Στο ευρύτερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τους πόρους θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το ενδεχόμενο διακοπής του εφοδιασμού, λόγω συμβάντων αυτού του είδους, και τα επακόλουθα για τη χρήση των φυσικών πόρων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, για τις οποίες η ασφάλεια του εφοδιασμού συγκαταλέγεται στα καίριας σημασίας θέματα από πολλών δεκαετιών, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο εν προκειμένω [18]. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, αν και οι προβλέψεις για παγκόσμια φυσική ανεπάρκεια των περισσότερων μη ανανεώσιμων πόρων αποδεικνύονται αβάσιμες σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, εν τούτοις τα εγχώρια αποθέματα της ΕΕ είναι περιορισμένα. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων των συμβατικών ενεργειακών πόρων στην ΕΕ, τα επίπεδά τους παραμένουν χαμηλά και το κόστος εξόρυξης είναι υψηλό. Στο μέλλον, ενδέχεται να παρουσιάσουν ραγδαία μείωση και προβλέπεται ότι σε 20 έως 30 έτη οι ενεργειακές ανάγκες της ΕΕ θα χρειαστεί να καλύπτονται από εισαγόμενα προϊόντα σε ποσοστό πάνω από 70%. Θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά η πορεία των τιμών ως αποτέλεσμα της ανόδου της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου και η πιθανή επίδραση της πρώτης στην ασφάλεια του εφοδιασμού. Η ασφάλεια του εφοδιασμού θα εξακολουθήσει επομένως να αποτελεί σημαντικό πολιτικό θέμα. Ωστόσο, δεν αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, αλλά στον περιορισμό των κινδύνων που ενέχει η εξάρτηση αυτή [19]. Λεπτομερέστερη ανάλυση των θεμάτων ασφάλειας του εφοδιασμού παρέχεται στο έγγραφο « Ασφάλεια του εφοδιασμού - Η παρούσα κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο » [20].

[18] Αναφέρονται ενδεικτικά οι εκδοθείσες οδηγίες για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή και για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και οι προτάσεις οδηγιών για τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

[19] Πράσινη Βίβλος «Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού», COM(2000)769 τελικό της 29.11.2000.

[20] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: Security of supply - The current situation at European Union level, SEC(2002)243.

4.2. Τάσεις της χρήσης των πόρων

Οι ποσότητες στις οποίες χρησιμοποιείται κάθε πόρος, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες στα οποία μετατρέπεται, καθώς και οι χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες μεταβάλλονται διαρκώς. Ορισμένοι πόροι είναι δυνατόν να καταστούν παρωχημένοι ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών, όπως για παράδειγμα το φυσικό καουτσούκ και το φυσικό λουλάκι, ενώ μπορεί να αυξηθεί η ζήτηση άλλων, όπως π.χ. στην περίπτωση του νικελίου λόγω της χρήσης του ανοξείδωτου χάλυβα, του οποίου το νικέλιο αποτελεί βασικό συστατικό. Ενδέχεται επίσης να απαγορευθεί ή να καταργηθεί σταδιακά η χρήση πόρων για λόγους υγείας, όπως συνέβη με τον αμίαντο και τον υδράργυρο.

Σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, η χρήση των πόρων αποτελεί προ πολλού αντικείμενο ενεργού διαχείρισης. ενδεικτικά παραδείγματα είναι ο ΟΠΕΚ για το αργό πετρέλαιο, η ΕΚΑΧ για τον άνθρακα και τον χάλυβα, η κοινή αλιευτική πολιτική της ΕΕ και τα συστήματα χωροταξικού σχεδιασμού. Αρκετές χώρες επιδιώκουν επίσης μια αειφόρο δασική πολιτική. Η χρήση πολλών άλλων πόρων επηρεάζεται λιγότερο εμφανώς, π.χ. από τις φορολογικές, κοινωνικές και εμπορικές πολιτικές. Πρόσφατα στοιχεία καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές στις τάσεις για τις ομάδες πόρων "ύλες" (συμπεριλαμβανομένης της βιομάζας), "ενέργεια" και "γη". Οι τάσεις αυτές αναλύονται κατωτέρω.

a) Η αποδοτικότητα των υλών βελτιώνεται

Η λογιστική των ροών υλών καταδεικνύει ότι την τελευταία εικοσαετία η συνολική κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, γύρω στους 16 τόνους ετησίως [21]. Την ίδια περίοδο, η οικονομία παρουσίασε μεγέθυνση της τάξως του 50%. Σήμερα παράγουμε 50% περισσότερη αξία ανά χιλιόγραμμο χρησιμοποιούμενης ύλης σε σχέση με το 1980. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε βελτιώσει σημαντικά την αποδοτικότητα των υλών. Στο πλαίσιο 4 εμφαίνονται τα αποτελέσματα μελετών των ροών υλών στην ΕΕ των 15, τα οποία δείχνουν σαφώς ότι τόσο η εγχώρια κατανάλωση υλών (ΕΚΥ), όσο και η κατά κεφαλήν κατανάλωση υλών έχουν αποσυνδεθεί από την οικονομική μεγέθυνση.

[21] Eurostat (2002): «Materials use in the European Union 1980-2000: indicators and analysis» (Χρήση υλών στην Ευρωπαϊκή Ένωση 1980-2000: δείκτες και ανάλυση). Σειρά εγγράφων εργασίας και μελετών, Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι ροές υλών παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για τις γενικές τάσεις της χρήσης των πόρων. Ωστόσο, δεν μας διαφωτίζουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι ύλες αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Υπό ακριβώς όμοιες συνθήκες, η σταθεροποίηση της κατά κεφαλήν χρήσης υλών δεν θα αναστρέψει την τάση υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Μπορεί όμως να συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό των επιπτώσεων, εφόσον χρησιμοποιούνται λιγότερο ρυπογόνα πρότυπα κατανάλωσης και τεχνολογίες και η αύξηση του πληθυσμού δεν υπερβαίνει τα οφέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, όπως η σταδιακή κατάληψη του εδάφους, οι επιπ´τωσεις εξακολουθούν να αυξάνονται έστω και αν η εισροή υλών παραμένει σταθερή.

Για να προσδιοριστούν οι αλλαγές στα πρότυπα ροής και οι πιθανές αλληλεπιδράσεις τους με το περιβάλλον (πού και πώς έχουν επίπτωση στο περιβάλλον), απαιτείται πλήρης συλλογή δεδομένων και διαρκής ενημέρωση της γνώσης των ροών υλών. Σημαντικό έργο προς αυτή την κατεύθυνση επιτελείται ήδη από εθνικούς, ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή [22]. Ωστόσο, πολλές ροές υλών πρέπει να εξεταστούν πολύ πιο διεξοδικά, προκειμένου να υποστηριχθεί η χάραξη πολιτικής. Χρειάζεται πληρέστερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο υλικά όπως τα βαρέα μέταλλα διασπείρονται στο περιβάλλον, λόγου χάριν από βραχύβια καταναλωτικά προϊόντα, τις κατοικίες ή τις υποδομές .

[22] Λόγου χάριν, μέσω της EUROSTAT, του ΕΟΠ και του Ευρωπαϊκού Θεματικού Κέντρου για τις Ροές Αποβλήτων και Υλών.

Πλαίσιο 4

Σχετική αποσύνδεση της χρήσης υλών από την οικονομική μεγέθυνση

Η κατανάλωση υλών στην ΕΕ των 15 αυξήθηκε κατά 3% περίπου μεταξύ των ετών 1980 και 2000. Η αύξηση αυτή οφειλόταν κυρίως στην αυξημένη χρήση ορυκτών (+5%) και βιομάζας (+6%), ενώ το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων μειώθηκε (-5%). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση υλών μειώθηκε από 16,2 σε 15,6 τόνους κατά κεφαλή (-3%). Η εξέλιξη στον χρόνο υποδηλώνει μια ισχυρή (σχετική) αποσύνδεση μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και της χρήσης υλών (βλ. σχήμα). Η συνολική αποδοτικότητα των υλών αυξήθηκε κατά 52%. Το 2000, η κατανάλωση υλών στην ΕΕ ανήλθε σε 5,9 δισ. τόνους περίπου, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου σε 15,6 τόνους κατά κεφαλήν ετησίως. Το 50% του συνόλου των υλών που καταναλώθηκαν το 2000 ήταν ορυκτά, το 26% βιομάζα και το 24% ορυκτά καύσιμα (Eurostat, 2002).

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Υπόμνημα:

ΕΚΥ

Αποδοτικότητα υλών (EUR/kg)

ΑΕΠ

Πληθυσμός

Κατά κεφαλήν κατανάλωση υλών

Διαμόρφωση βασικών δεικτών για την ΕΕ των 15, 1980-2000 (1980=100), ΕΚΥ = εγχώρια κατανάλωση υλών (πηγή: Eurostat, 2002).

β) Η κατανάλωση ενέργειας εξακολουθεί να αυξάνεται

Η ενέργεια αποτελεί καθοριστικό πόρο για την οικονομία μας. Η συνολική ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, κατά 30% στις χώρες του ΟΟΣΑ [23] και 53% σε παγκόσμιο επίπεδο εντός των προσεχών 30 ετών [24]. Για την ΕΕ, οι αυξήσεις αυτές είναι μικρότερες από τον επιδιωκόμενο διπλασιασμό της οικονομικής μεγέθυνσης κατά την ίδια περίοδο [25], το οποίο σημαίνει ότι εάν διατηρηθούν οι προσπάθειες, η αποσύνδεση της χρήσης ενέργειας από την οικονομική μεγέθυνση θα συνεχιστεί. Εντούτοις, σε απόλυτους αριθμούς, η κατανάλωση ενέργειας θα εξακολουθήσει να αυξάνεται [26]. Για να γίνει αντιληπτός ο πιθανός αντίκτυπος που μπορεί να έχει αυτό στο περιβάλλον, είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί προσεκτικά ο τρόπος με τον οποίο οι διάφορες ενεργειακές λύσεις επηρεάζουν τις ροές υλών και την αλληλεπίδρασή τους με τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, η μεγάλης κλίμακας στροφή στη βιομάζα ως ενεργειακή πηγή θα πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα τις αγροτικές ή δασικές εκτάσεις που θα απαιτούνταν και τα επακόλουθα για τα φυσικά ενδιαιτήματα. Οι συνέπειες μιας ενεργειακής πολιτικής υπέρ της βιομάζας για την παραγωγή τροφίμων και την αγορά του ξύλου θα πρέπει να εξεταστούν στο ευρύτερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Χρειάζεται, αφενός να αναπτυχθεί μια στέρεη βάση γνώσεων σχετικά με τα σημερινά πρότυπα χρήσης και τις πιθανές μελλοντικές τάσεις και, αφετέρου, να τεθούν οι γνώσεις αυτές στη διάθεση των πολιτικών ιθυνόντων και όλων των ενδιαφερομένων. Διαφορετικά, οποιαδήποτε απόφαση υποκατάστασης μιας ενεργειακής πηγής από μια άλλη ενδέχεται να μετατοπίσει την περιβαλλοντική επιβάρυνση, π.χ. από τον αέρα στο έδαφος, χωρίς να μειώσει τις συνολικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

[23] Περιβαλλοντικές προοπτικές του ΟΟΣΑ, Παρίσι 2001.

[24] World Energy Technology and Climate Policy Outlook (Παγκόσμιες προοπτικές της ενεργειακής τεχνολογίας και της πολιτικής για το κλίμα ) - 2003, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, Λουξεμβούργο 2003

[25] Σύσταση της Επιτροπής για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας του 2002, COM (2002) 191

[26] Περιβαλλοντικά σήματα 2002 - Συγκριτική αξιολόγηση επιδόσεων επ' ευκαιρία της χιλιετίας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος

γ) Ο χώρος δεν χρησιμοποιείται αποδοτικά

Ο φυσικός χώρος (ξηρά και θάλασσα) αποτελεί επίσης βασικό πόρο. Εφόσον χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή οικισμών ή υποδομών, μπορεί να είναι αδύνατον να ανακτηθεί. Ωστόσο, αυτός ο τύπος χρήσης της γης επιταχύνεται στην Ευρώπη. Την τελευταία εικοσαετία, οι δομημένες εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 20%, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού (6%). Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η αποκέντρωση των χρήσεων αστικής γης, η ζήτηση για μεγαλύτερες κατοικίες και για αξιοποίηση εκτάσεων εκτός πόλεων (π.χ. για σουπερ-μάρκετ ή κέντρα αναψυχής) και η παροχή υποδομών μεταφορών. Οι τάσεις αυτές προκαλούν αυξανόμενη κατάληψη του εδάφους, με αποτέλεσμα την απώλεια γεωργικών γαιών και τον κατακερματισμό των φυσικών περιοχών στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης [27]. Η γη πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται πόρος εν ανεπαρκεία, ο οποίος υποβαθμίζει την ποιότητα του περιβάλλοντος συνολικά, εν μέρει εξαιτίας της μη αποδοτικής αστικής ανάπτυξης.

[27] Περιβαλλοντικά σήματα 2002 - Συγκριτική αξιολόγηση επιδόσεων επ' ευκαιρία της χιλιετίας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος.

4.3. Πορείες των φυσικών πόρων στην οικονομία

Ο κύκλος ζωής των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούνται στην οικονομία μας περιλαμβάνει διάφορες φάσεις. Η πρώτη φάση συνίσταται στη απόληψη, η οποία περικλείει δραστηριότητες όπως η εξόρυξη, η συγκομιδή και η αλίευση. Στο τέλος του κύκλου οι πόροι επιστρέφουν στο περιβάλλον - αέρα, νερό και έδαφος - υπό μορφή εκπομπών, καθώς και υγρών και στερεών αποβλήτων, έστω και αν έχουν προηγηθεί πολλαπλές ανακυκλώσεις. Μεταξύ των φάσεων αυτών, οι πόροι μετατρέπονται σε ποικίλα προϊόντα και άλλα αγαθά, τα οποία καταναλώνονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη ταχύτητα ή προστίθενται στο δομημένο περιβάλλον. Η ενδιάμεση αυτή φάση του κύκλου ζωής συνδέει την παραγωγή των φυσικών πόρων, π.χ. με εξόρυξη ή γεωργική καλλιέργεια, με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης τους. Στη διάρκεια της εν λόγω φάσης, κάθε πόρος ακολουθεί διαφορετικές και συχνά ιδιαίτερα πολύπλοκες διαδρομές. Ο φωσφόρος, λόγου χάριν, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε απορρυπαντικά ή λιπάσματα. οι διαφορετικές αυτές πορείες συγκλίνουν μόνο στο τέλος του κύκλου ζωής του, όταν αυτός επιστρέφει στο περιβάλλον, όπου μπορεί να ρυπάνει ποταμούς, λίμνες και παράκτια ύδατα, ανεξαρτήτως του εάν έχει χρησιμοποιηθεί σε απορρυπαντικά ή σε λιπάσματα.

Ο μόλυβδος, άλλο παράδειγμα, εξορύσσεται σε διάφορους τόπους, σε πολύ διαφορετικές τεχνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και, κατόπιν, μεταποιείται με πληθώρα τεχνολογιών σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους προϊόντα, όπως ηλεκτρικές στήλες, χημικές ουσίες και οικοδομικά υλικά. Σε όλη τη διάρκεια ζωής του, μέρος του μολύβδου επιστρέφει στο περιβάλλον, όπου η τοξικότητά του μπορεί να βλάψει τα βιολογικά συστήματα και την υγεία του ανθρώπου.

Τα μέτρα μείωσης της ρύπανσης επικεντρώνονται συνήθως στα πρώτα στάδια του κύκλου ζωής των φυσικών πόρων (π.χ. ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης στο στάδιο της βιομηχανικής παραγωγής) και στο τέλος του (πολιτική για τα απόβλητα). Μόλις πρόσφατα άρχισε να αποδίδεται μεγαλύτερη προσοχή στα ενδιάμεσα στάδια, όπως η χρήση των προϊόντων στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης πολιτικής για τα προϊόντα (ΟΠΠ). Η στρατηγική για τους πόρους θα γεφυρώσει το χάσμα αυτό, συνδέοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των πόρων στο τέλος του κύκλου ζωής τους με την απόληψη των πόρων στα αρχικά στάδια αυτού του κύκλου. Προς τούτο, θα χρειαστεί να μια σαφής εικόνα του όγκου των ροών πόρων και των πορειών που ακολουθούν στην οικονομία και κατά την επιστροφή τους στο περιβάλλον. Η εικόνα αυτή θα προσφέρει επίσης πληροφορίες για τις δυνατότητες επιλογής σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής και τις αντίστοιχες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

α) Είσοδος των πόρων στην οικονομία

Η ροή των φυσικών πόρων που εισέρχονται στην οικονομία μας είναι σε γενικές γραμμές αρκετά γνωστή. Διατίθενται δεδομένα σχετικά με την εγχώρια παραγωγή και τις εισαγωγές διατίθενται από μεγάλη ποικιλία πηγών. Διάφοροι φορείς από τη βιομηχανία, το εμπόριο, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τις κρατικές αρχές και αλλού άλλοι επεξεργάζονται αυτά τα δεδομένα, εκπονώντας ετήσιες και πολυετείς συλλογές στοιχείων, στατιστικές και αναλύσεις τάσεων.

Η στρατηγική για τους πόρους θα βασιστεί στην υπάρχουσα γνώση. Ωστόσο, θα χρειαστούν κατά διαστήματα λεπτομερείς έρευνες με αντικείμενο τη χρήση μεμονωμένων πόρων για την υποστήριξη της λήψης πολιτικών αποφάσεων και την προσαρμογή των πολιτικών στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες.

β) Πορείες των πόρων στην οικονομία

Κάθε ροή πρώτης ύλης που εισέρχεται στην οικονομία σύντομα διασπάται σε διαφορετικές διαδρομές. Το αλουμίνιο, π.χ., μεταποιείται σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους προϊόντα όπως κουφώματα, ατράκτους αεροσκαφών και κουτιά ποτών. Ορισμένα από αυτά ενδέχεται να επιστρέψουν στο περιβάλλον μόνο έπειτα από πολλές δεκαετίες, λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής και της αποτελεσματικής ανακύκλωσής τους. Άλλα επιστρέφουν στο περιβάλλον πολύ γρήγορα - η απώλεια αλουμινίου, π.χ., μέσω των κουτιιών ποτών που δεν ανακυκλώνονται, υπολογίζεται σε πάνω από 100.000 τόνους ετησίως. Οι απώλειες αυτές χρειάζεται να αντικαθίστανται με πρωτογενές αλουμίνιο, του οποίου η παραγωγή απαιτεί 30 φορές περισσότερη ενέργεια. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το αργό πετρέλαιο: εκτός του ότι χρησιμοποιείται ως καύσιμο, μετατρέπεται σε εκατοντάδες πλαστικές ύλες και πολλές χιλιάδες χημικές ουσίες. Ενώ τα απόβλητα πλαστικών υλών είναι ιδιαίτερα εμφανή, μερικές από τις πιο βλαβερές περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορεί να προέρχονται από πολύ μικρές ποσότητες πετρελαίου που μετατρέπονται σε βλαβερές ουσίες, οι οποίες προκαλούν, π.χ., διαταραχές στη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων.

Οι γνώσεις σχετικά με αυτές τις πορείες είναι διάσπαρτες μεταξύ πολλών φορέων και παρουσιάζουν σημαντικά κενά. Η στρατηγική για τους πόρους θα εξασφαλίσει την άμεση διαθεσιμότητα των γνώσεων στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, θα συμπληρώσει τα κενά και θα προτείνει δράση.

γ) Επιστροφή των πόρων στο περιβάλλον

Από τη στιγμή που ξεκινά η απόληψη ενός πόρου, παράγονται εκπομπές, καθώς και υγρά και στερεά απόβλητα, τα οποία καταλήγουν στο φυσικό περιβάλλον. Το αλώνισμα των σιτηρών, π.χ., αφήνει ως υπόλειμμα μεγάλες ποσότητες αχύρου που, τελικά, επιστρέφει στη φύση ως CO2 (καύση) ή ως βιομάζα (λιπασματοποίηση). Κατά τη φάση της χρήσης πολλών προϊόντων, επιστρέφουν στο περιβάλλον μεγαλύτερες ποσότητες υλών. Για παράδειγμα, πολλές χιλιάδες τόνοι ψευδαργύρου από κτίρια, υποδομές και καταναλωτικά αγαθά εκλούονται στα ευρωπαϊκά λύματα. Ορισμένοι πόροι μάλιστα προορίζονται ειδικά για διασπορά, όπως τα προαναφερθέντα φωσφορικά άλατα που περιέχονται σε λιπάσματα και απορρυπαντικά.

Οι πολιτικές μείωσης της ρύπανσης και η πολιτική για τα απόβλητα στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση των απωλειών από διασπορά στο περιβάλλον. Παρότι όμως έχουν επιτύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα όσον αφορά τη μείωση των ρύπων που εισέρχονται στο περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί κατά πόσον καλύπτουν τις πιο σημαντικές ροές υλών και αποβλήτων. Με τη χαρτογράφηση των πορειών των φυσικών πόρων κατά τις τρεις φάσεις που περιγράφονται ανωτέρω, η στρατηγική για τους πόρους θα καταδείξει τις σχέσεις μεταξύ της χρήσης των πόρων, της οικονομικής δραστηριότητας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Κατ'αυτό τον τρόπο μπορεί να επισημάνει τα πεδία όπου χρειάζεται επειγόντως δράση και τα οποία προσφέρουν τις καλύτερες προοπτικές επίτευξης περιβαλλοντικών και οικονομικών οφελών με αποτελεσματικότητα . Οι κύριες εναλλακτικές δυνατότητες είναι οι εξής:

- χρήση αποδοτικότερων και πιο καθαρών τεχνολογιών.

- αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης, ώστε να μειωθεί η χρήση συγκεκριμένων πόρων.

- περιορισμένη χρήση πόρων με σκοπό την προστασία τους και την άμβλυνση των επιπτώσεων από τη χρήση τους.

Κατά τη διαδικασία αυτή, η στρατηγική θα λάβει υπόψη τις περιφερειακές διαφορές, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα μεταβαλλόμενα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης.

4.4. Τάσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) αναφέρουν στις εκθ´ςσεις τους ότι η μεγέθυνση της οικονομίας υπερβαίνει τις βελτιώσεις που επέρχονται στην παραγωγικότητα των πόρων, με αποτέλεσμα την πιθανότητα αύξησης πολλών σχετικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων [28], [29]. Στην έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο "Περιβαλλοντικές προοπτικές" συνιστάται η επείγουσα μελέτη των εξής ζητημάτων: βιοποικιλότητα, τροπική δασική κάλυψη, αλιευτικά αποθέματα, ποιότητα των υπογείων υδάτων, ποιότητα της ατμόσφαιρας των πόλεων, αλλαγή του κλίματος και παρουσία χημικών ουσιών στο περιβάλλον. Επιπλέον, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι απαιτείται περαιτέρω δράση όσον αφορά την ποιότητα των επιφανειακών υδάτων, την ποιότητα των δασών στις περιφέρειες του ΟΟΣΑ και την ακεραιότητα του στρώματος του όζοντος. Η έκθεση "Περιβαλλοντικά σήματα 2002" του EΟΠ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ορισμένες περιβαλλοντικές πιέσεις εξακολουθούν να είναι στενά συνδεδεμένες με την ανάπτυξη ορισμένων κλάδων, όπως οι εκπομπές αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου από τις μεταφορές (και τον τουρισμό), η παραγωγή αποβλήτων, η υποβάθμιση του χώρου και των χερσαίων εκτάσεων, η κατανάλωση ενέργειας και πόρων από τα νοικοκυριά, η μείωση των αλιευτικών αποθεμάτων από την αλιεία. Στην έκθεσή του "Το περιβάλλον της Ευρώπης: τρίτη αξιολόγηση", που δημοσίευσε πρόσφατα, ο EΟΠ αναφέρει ότι την τελευταία δεκαετία η κατάσταση του περιβάλλοντος βελτιώθηκε σημαντικά από πολλές απόψεις σε όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όμως, προειδοποιεί ότι μεγάλο μέρος της προόδου αυτής μπορεί να εξουδετερωθεί από την οικονομική μεγέθυνση, επειδή οι κυβερνήσεις δεν έχουν ακόμη καταβάλει σοβαρές προσπάθειες προς την κατεύθυνση της αποσύνδεσης των περιβαλλοντικών πιέσεων από την οικονομική δραστηριότητα [30].

[28] Στις Περιβαλλοντικές προοπτικές του ΟΟΣΑ (Παρίσι 2001) διατυπώνονται προβλέψεις για την επόμενη 20ετία με εκτίμηση βάσει της οικονομίας, των περιβαλλοντικών πιέσεων και συνθηκών μέχρι το2020.

[29] Περιβαλλοντικά σήματα 2002 - Συγκριτική αξιολόγηση επιδόσεων επ' ευκαιρία της χιλιετίας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος.

[30] Έκθεση περιβαλλοντικής αξιολόγησης αριθ. 10 του ΕΟΠ, εκπονήθηκε για την υπουργική διάσκεψη με θέμα «Περιβάλλον για την Ευρώπη», η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, στο Κίεβο της Ουκρανίας, στις 21-23 Μαΐου 2003.

4.5. Επιπτώσεις της χρήσης των πόρων στην υγεία

Η χρήση των φυσικών πόρων αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης ευημερίας, αλλά οι ίδιοι πόροι μπορούν να έχουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία κατά τις φάσεις της παραγωγής, της χρήσης και της διάθεσής τους. Η εξόρυξη, λόγου χάριν, ενέχει κινδύνους τραυματισμών και πυριτίασης, εάν δεν λαμβάνονται προληπτικά μέτρα. Ο αμίαντος έχει προκαλέσει καρκίνο σε πολλούς εργαζόμενους σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και συνιστά αναγνωρισμένη απειλή κατά της υγείας όταν χρησιμοποιείται σε κτίρια. Στη φάση των αποβλήτων, η «νόσος της Μιναμάτα», μια νευρολογική διαταραχή που προκαλείται από δηλητηρίαση της τροφικής αλυσίδας με μεθυλυδράργυρο, είναι μια πλήρως τεκμηριωμένη περίπτωση [31].

[31] http://www.nimd.go.jp/english/ index.html

Τα ανωτέρω παραδείγματα αυτά έχουν προκαλέσει μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον και έχουν ληφθεί μέτρα για την αποτροπή ή τον περιορισμό των συγκεκριμένων τύπων περιβαλλοντικών κινδύνων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι προκαλούνται ασθένειες από 25 διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου, μερικοί από τους οποίους είναι περιβαλλοντικοί (π.χ. ατμοσφαιρικός αέρας, αέρας εσωτερικών χώρων, μόλυβδος, νερό, αλλαγή του κλίματος) [32] και συνδέονται με τη χρήση των πόρων. Ο ΠΟΥ έχει υπολογίσει ότι η έκθεση στα αιωρούμενα σωματίδια του αέρα στους εξωτερικούς χώρους προκαλεί ετησίως περίπου 100.000 θανάτους (απώλεια 725.000 ετών ζωής) στην Ευρώπη [33]. Από την άλλη πλευρά, η προβολή των εκπομπών από τις οδικές μεταφορές δείχνει ότι οι εκπομπές των παραδοσιακά ελεγχόμενων ρύπων θα μειωθούν έως το 2020 σε λιγότερο από το 20% των επιπέδων του 1995 [34]. Η Επιτροπή επεξεργάστηκε κοινοτική στρατηγική για το περιβάλλον και την υγεία, η οποία προσδιορίζει ποιες πρωτοβουλίες είναι οι πιο επείγουσες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν [35].

[32] www.who.int/peh/burden/globalestim.htm

[33] Έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας 2002, Γενεύη, World Health Organisation 2002, http://www.who.int/whr/en/

[34] Επισκόπηση του προγράμματος Auto-oil II, COM (2000)626 (05/10/2000).

[35] H ευρωπαϊκή στρατηγική για το περιβάλλον και την υγεία, COM(2003)338, 11.06.2003.

4.6. Θεωρητικές προσεγγίσεις της διαχείρισης των πόρων

Υπάρχουν διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διαχείρισης των πόρων από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο αριθμός και οι διαφορές των προσεγγίσεων αυτών, που όλες διαθέτουν πλεονεκτήματα, αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει σαφής και ομόφωνη θεώρηση ή απάντηση στο πρόβλημα. Οι εν λόγω προσεγγίσεις επιτελούν μια σειρά λειτουργίες, όπως η ευαισθητοποίηση (οικολογικό ίχνος) και η λογιστική της ροής υλών (TMR). Επιπλέον, κάποιες προσεγγίσεις περιλαμβάνουν στόχους (παράγοντας 4), ενώ άλλες είναι προσανατολισμένες στις διεργασίες (πράσινο ΑΕΠ). Αυτό σημαίνει ότι αντιμετωπίζουν το θέμα από διαφορετική σκοπιά και έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, ότι προέρχονται από διαφορετικές θεωρητικές σχολές και συνεπάγονται διαφορετική αντίληψη των προβλημάτων και διαφορετικές λύσεις. Καμία από αυτές δεν επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της χρήσης των πόρων. Ως εκ τούτου, καμία μεμονωμένη προσέγγιση δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αναλυτικό πλαίσιο της στρατηγικής για τους πόρους. Παρόλα αυτά, η στρατηγική για τους πόρους μπορεί να αξιοποιήσει στοιχεία των προσεγγίσεων αυτών [36].

[36] «Analysis of Selected Concepts on Resource Management, A study to support the development of a thematic strategy on the Sustainable use of Resources» (Ανάλυση επιλεγμένων αρχών διαχείρισης των πόρων, μελέτη προς υποστήριξη της κατάστρωσης θεματικής στρατηγικής για την αειφόρο χρήση των πόρων), COWI, Μάρτιος 2002, διατίθεται στο Διαδίκτυο.

Επιπλέον, στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάγεται με αντικείμενο την εκτίμηση των επιπτώσεων σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής (LCIA, από τα αρχικά του αγγλικού Life-Cycle Impact Assessment), έχει εκπονηθεί μια ομάδα δεικτών της χρήσης πόρων για διάφορα είδη πόρων, μεταξύ των οποίων βιοτικοί και ανόργανοι πόροι, έδαφος και χρήση εδαφών, άντληση νερού κτλ..

4.7. Συγκεφαλαίωση

- Με εξαίρεση ορισμένους ανανεώσιμους πόρους, οι προβλέψεις για παγκόσμια ανεπάρκεια αποδείχθηκαν αβάσιμες.

- Ενώ έχει επιτευχθεί αποσύνδεση της χρήσης υλών από την οικονομική μεγέθυνση, κυρίως σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας της ΕΕ, εν τούτοις ορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης υλών εξακολουθούν να αυξάνονται.

- Η ενεργειακή απόδοση είναι πιθανόν να βελτιωθεί την επόμενη τριακονταετία (κατά 1% ετησίως με την παραδοχή της διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης), αλλά, λόγω της οικονομικής μεγέθυνσης, η συνολική κατανάλωση ενέργειας ενδέχεται να αυξηθεί, με πιθανές συνακόλουθες περαιτέρω επιπτώσεις.

- Η κατάληψη του εδάφους εξακολουθεί να επεκτείνεται, προκαλώντας απώλειες γεωργικών εκτάσεων και αύξηση των δομημένων με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση του πληθυσμού.

- Η απόληψη και η χρήση (π.χ. με καύση) πολλών πόρων μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.του ανθρώπου, παρά τη συνεχή πρόοδο που σημειώνεται στο συγκεκριμένο τομέα.

- Το περιβαλλοντικό επίκεντρο μιας στρατηγικής για τους πόρους θα πρέπει να είναι ο περιορισμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης τους. Στο ευρύτερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τους πόρους πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα ζητήματα της ανεπάρκειας για οικονομικούς λόγους και της ασφάλειας του εφοδιασμού.

- Η χρήση των πόρων μπορεί να ασκήσει περιβαλλοντικές πιέσεις σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής τους. Οι σχέσεις μεταξύ της απόληψης των πόρων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η χρήση και η διάθεσή τους είναι συχνά περίπλοκες και όχι επαρκώς γνωστές.

- Μολονότι η στρατηγική για τους πόρους μπορεί να αξιοποιήσει στοιχεία από διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις της διαχείρισης των πόρων, καμία σχετική προσέγγιση δεν είναι κατάλληλη για να χρησιμεύσει μόνη ως βάση για το σύνολο της στρατηγικής.

5. ΠΟΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΗΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

5.1. Εισαγωγή

Η στρατηγική για τους πόρους ανοίγει νέους ορίζοντες, καθώς η ΕΕ δεν διαθέτει επί του παρόντος συνολική πολιτική για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, ούτε η Επιτροπή έχει υπόψη της συνολικές εθνικές πολιτικές στον συγκεκριμένο τομέα [37]. Από την άλλη πλευρά, ο ΟΟΣΑ έχει να επιδείξει σημαντικό έργο. Η περιβαλλοντική του στρατηγική για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα [38], καθορίζει ως στόχο, μεταξύ άλλων, την αποσύνδεση των περιβαλλοντικών πιέσεων από την οικονομική μεγέθυνση. Έχει επίσης επιτελέσει έργο για τους περιβαλλοντικούς δείκτες. Η στρατηγική για τους πόρους θα αξιοποιήσει το έργο αυτό, καθώς και υπάρχουσες στρατηγικές και πολιτικές που έχουν σχέση με τους πόρους, όπως η θεματική στρατηγική για το θαλάσσιο περιβάλλον [39], η θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους [40], η στρατηγική για τη βιοποικιλότητα [41] και η επικείμενη στρατηγική για το αστικό περιβάλλον.

[37] Κανένα από τα κράτη μέλη δεν έχει αναπτύξει ακόμη στρατηγική για τους πόρους. Αυτό σημαίνει επίσης ότι κανένα δεν έχει υιοθετήσει κάποια από τις προσεγγίσεις διαχείρισης πόρων. Υπάρχουν, ωστόσο, εθνικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν επιμέρους ζητήματα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγου χάριν, χρηματοδοτεί ένα πρόγραμμα για την ενθάρρυνση της αποδοτικότερης χρήσης πρώτων υλών (Envirowise). Για να σχηματίσει ακριβέστερη εικόνα των εθνικών πολιτικών που έχουν αντίκτυπο στη χρήση των πόρων, η Επιτροπή προτίθεται να ολοκληρώσει μια επισκόπηση των μέτρων πολιτικής έως το φθινόπωρο του 2003.

[38] «Environmental Strategy to the First Decade of the 21st Century», ΟΟΣΑ, 16 Μαΐου 2001

[39] Προς μια στρατηγική για την προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, COM (2002) 539 (02/10/2002)

[40] Προς μια θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους, COM (2002) 179 (16/04/2002)

[41] Στρατηγική βιοποικιλότητας, COM (1998) 42 (04/02/1998) και Σχέδιο Δράσης για τη βιοποικιλότητα: Διατήρηση των φυσικών πόρων, COM (2001) 162 τελικό, τόμος ΙΙ, της 27.3.2001

Η στρατηγική για τους πόρους θα συμπληρώσει τις περιβαλλοντικές πολιτικές που αφορούν την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος. Αφετηρία της είναι η αρχή του κύκλου ζωής των πόρων (δηλ. η εξόρυξη, η συγκομιδή κλπ.). Από το σημείο αυτό παρακολουθεί τις πορείες των πόρων στην οικονομία, εντοπίζει τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με τη χρήση τους και διατυπώνει λύσεις. Στο σημείο αυτό συναρθρώνεται με τις άλλες στρατηγικές και πολιτικές που προαναφέρθηκαν. Η στρατηγική για τους πόρους μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως η βάση μιας πυραμίδας περιβαλλοντικών πολιτικών, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η μέριμνα για την υγεία του ανθρώπου και τη βιοποικιλότητα.

5.2. Πολιτικές που αφορούν τα στοιχεία του περιβάλλοντος

Γενικά, οι πολιτικές για το έδαφος, το νερό και τον αέρα έχουν όλες ως αφετηρία την περιβαλλοντική ποιότητα του ιδιαίτερου αντικειμένου τους, ενώ τα απαιτούμενα μέτρα καθορίζονται από την τρέχουσα γνώση των προβλημάτων. Για παράδειγμα, στον τομέα της προστασίας των υδάτων, το γεγονός ότι ένας υδάτινος όγκος δεν πληροί τα κριτήρια «καλής ποιότητας», επιβάλλει τη λήψη ορισμένων μέτρων [42]. Όσον αφορά το έδαφος, η επέκταση της απερήμωσης και η μείωση της οργανικής ύλης σημαίνουν ότι θα χρειαστεί πιθανώς να ληφθούν επανορθωτικά μέτρα.

[42] Αρκετές πτυχές της αειφόρου χρήσης των υδάτινων πόρων καλύπτονται από την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, οδηγία 2000/60/ΕΚ.

Οι πολιτικές αυτές, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη βιοποικιλότητα, είναι αναγκαίες για τη στοχοθετημένη επίλυση επιμέρους προβλημάτων, δεδομένου ότι είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστούν όλα τα περιβαλλοντικά προβλήματα ταυτόχρονα και διεξοδικά. Αυτό αναγνωρίζεται έμμεσα στο 6ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον με την έκκληση για κατάστρωση θεματικών στρατηγικών. Ωστόσο, στην περίπτωση της χρήσης των πόρων, η οποία επηρεάζει το περιβάλλον συνολικά, είναι προτιμότερο να μη γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του περιβάλλοντος. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση ακολουθείται στη στρατηγική για τους πόρους.

5.3. Πολιτικές που επηρεάζουν τη χρήση των πόρων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους

Εκτός από τις περιβαλλοντικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν την κατάσταση μεμονωμένων στοιχείων του περιβάλλοντος, υπάρχουν πολλές άλλες που έχουν αντίκτυπο στη χρήση των πόρων - ενίοτε χωρίς πρόθεση. Στις τελευταίες συγκαταλέγονται:

- η οικονομική πολιτική, στην οποία η ώθηση προς ισχυρή οικονομική μεγέθυνση συνεπάγεται τη χρήση πόρων για τη στήριξή της.

- η φορολογική πολιτική, στην οποία η παραδοσιακή έμφαση στη φορολόγηση των ανθρώπινων πόρων (π.χ. μέσω των εθνικών ασφαλιστικών εισφορών) αντί της χρήσης των πόρων έχει ευνοήσει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εις βάρος της παραγωγικότητας των πόρων.

- η γεωργική πολιτική και, ειδικότερα, η κοινή γεωργική πολιτική, της οποίας οι στόχοι διευρύνονται πέραν της γεωργικής παραγωγικότητας για να συμπεριλάβουν, μεταξύ άλλων, την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβληματισμών που αφορούν την αειφόρο χρήση του νερού και του εδάφους.

- η αλιευτική πολιτική και, ειδικότερα, η κοινή αλιευτική πολιτική, που αποσκοπεί στον καθορισμό συνεπών μεταξύ τους μέτρων για τη διατήρηση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των υδρόβιων πόρων. Ο στόχος αυτός καλύπτει τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της αλιείας σε συμφωνία με τις κοινοτικές πολιτικές σε άλλους τομείς, ειδικότερα με την περιβαλλοντική, την κοινωνική, την περιφερειακή, την αναπτυξιακή πολιτική και την πολιτική στους τομείς της υγείας και της προστασίας των καταναλωτών [43].

[43] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής

- η ενεργειακή πολιτική, ένας από τους στόχους της οποίας είναι η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. η πολιτική μεταφορών, στην οποία η χρήση της γης για υποδομές μεταφορών μπορεί να οδηγήσει, λόγου χάριν, στον κατακερματισμό ενδιαιτημάτων.

Ωστόσο, οι ανωτέρω πολιτικές προβλέπουν επίσης μέσα ικανά να περιορίσουν τις ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι μηχανισμοί τιμών των αγορών πόρων που λειτουργούν εύρυθμα, μπορούν να αντισταθμίσουν αποτελεσματικά την υπερεκμετάλλευση, ενθαρρύνοντας την υποκατάσταση ή την τεχνολογική καινοτομία. Το κλειδί, συνεπώς, είναι να ενσωματωθεί στις πολιτικές αυτές με συντονισμένο τρόπο η μέριμνα για τη χρήση των πόρων και τις συνακόλουθες επιπτώσεις. Ένα παράδειγμα προσέγγισης αυτού του είδους είναι το σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα, το οποίο ορίζει πολιτικά μέσα και μέτρα για την επίτευξη αειφόρου διαχείρισης (διατήρηση και χρήση) των φυσικών πόρων (έστω και αν στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού ως "φυσικοί πόροι" νοούνται τα είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας και τα σχετικά οικοσυστήματα και ενδιαιτήματα). Επιπλέον, τα κλαδικά σχέδια δράσης της στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα συμβάλλουν στην ενσωμάτωση της παραμέτρου της βιοποικιλότητας στις πολιτικές σε διάφορους τομείς. Η πρόσφατη μεταρρύθμιση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα ενισχυμένης ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών προβληματισμών σε μια πολιτική που εφαρμόζεται σε ειδικό τομέα. Παράλληλα, πολλές διεθνείς συμβάσεις καλύπτουν τη χρήση των πόρων και τις συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η συνεισφορά τους σε μια συνολική ευρωπαϊκή προσέγγιση πρέπει να μελετηθεί λεπτομερώς κατά τη διαμόρφωση της τελικής στρατηγικής. Τέλος, η ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών πτυχών των πολιτικών για τους πόρους στις πολιτικές εκπαίδευσης και πληροφόρησης μπορεί να υποβοηθήσει την προώθηση της υιοθέτησης προτύπων κατανάλωσης με υπευθυνότητα από τους πολίτες και τις ομάδες ενδιαφερομένων. Η στρατηγική για τους πόρους θα δώσει έμφαση στη σημασία της ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων σε άλλες πολιτικές που επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των φυσικών πόρων, αλλά δεν θα επιχειρήσει να εφαρμόσει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε τομείς που καλύπτονται ήδη από εδραιωμένες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων διεθνών συμφωνιών.

5.4. Πολιτικές που μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των επιπτώσεων της χρήσης των πόρων

Εκτός από τις πολιτικές που αντιμετωπίζουν άμεσα περιβαλλοντικές πιέσεις, όπως οι αναφερόμενες στην ενότητα 5.2, υπάρχουν επίσης αρκετές πολιτικές, εφαρμοζόμενες ή υπό κατάρτιση, που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των εν λόγω πιέσεων. Στις τελευταίες συγκαταλέγονται:

- η διαδικασία ενσωμάτωσης του Κάρντιφ - επιδιώκει την πληρέστερη ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ζητημάτων σε άλλους τομείς πολιτικής. Η ενσωμάτωση των προβληματισμών για τους πόρους, όπως τονίζεται στην ενότητα 5.3, θα είναι ένα από τα ζητήματα αυτά.

- τα προγράμματα έρευνας και καινοτομίας [44] - ορισμένα από αυτά επιδιώκουν την ανάπτυξη νέων περιβαλλοντικών τεχνολογιών και τη διατύπωση νέων προσεγγίσεων ως προς τα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης, που θα συμβάλλουν στην άμβλυνση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, ενώ άλλα αποβλέπουν στην πληρέστερη κατανόηση των επιπτώσεων της χρήσης των πόρων, ιδίως σε σχέση με τη συνεκτίμηση των εξωτερικών συντελεστών κόστους.

[44] Παράδειγμα τα προγράμματα πλαίσια έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της ΕΕ και το πρόγραμμα LIFE

- το πρόγραμμα δράσης για την περιβαλλοντική τεχνολογία [45] θα επιδιώξει να άρει τους φραγμούς στην εφαρμογή νέων περιβαλλοντικών τεχνολογιών.

[45] COM(2003)131

- η ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα - αποβλέπει στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων και υπηρεσιών σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους και, κατά συνέπεια, στη μείωση της χρήσης των πόρων.

- η νέα ευρωπαϊκή πολιτική για τα χημικά προϊόντα - θα έχει ως στόχο την αειφόρο χρήση των χημικών προϊόντων και, συνεπώς, θα περιορίσει τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.

- η εκπαίδευση και πληροφόρηση σχετικά με τις περιβαλλοντικές πολιτικές για τους πόρους.

5.5. Συνεπής προσέγγιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων

Όλες οι πολιτικές που εξετάστηκαν στις προηγούμενες ενότητες έχουν αντίκτυπο στη χρήση των πόρων, αλλά θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια. Η στρατηγική για τους πόρους θα διευκολύνει τη συνεπή εφαρμογή τους, υιοθετώντας μια ολιστική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα πολιτικά μέτρα που αφορούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των πόρων.

Παραδείγματα πιθανώς αποκλινόντων στόχων στο εσωτερικό της περιβαλλοντικής πολιτικής:

- η χρήση βιομάζας, συμπεριλαμβανομένων των δασικών προϊόντων, για την παραγωγή ενέργειας μπορεί να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος μείωσης των εκπομπών των αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης με τρόπο που αποτρέπει τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στη χρήση της γης και στη βιοποικιλότητα, καθώς και τις στρεβλώσεις στην αγορά.

- η απαγόρευση των χλωροφθορανθράκων βάσει του πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ οδήγησε στη χρήση εναλλακτικών ουσιών, οι οποίες ναι μεν δεν αντιδρούν με το στρώμα του όζοντος, αλλά εμπεριέχουν πολύ υψηλό δυναμικό εκπομπής αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου.

- η έκδοση της οδηγίας για τα αστικά λύματα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση της κατάστασης των λυμάτων που απορρίπτονται στα υδάτινα ρεύματα. Ωστόσο, χωρίς την κατάλληλη διαχείριση, η ίδια η τελική διάθεση της παραγόμενης ιλύος καθαρισμού λυμάτων μπορεί να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Παραδείγματα πιθανώς αποκλινόντων στόχων μεταξύ της περιβαλλοντικής πολιτικής και άλλων πολιτικών:

- οι επιδοτήσεις της εξόρυξης άνθρακα μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στον κοινωνικό πυλώνα της αειφόρου ανάπτυξης, αλλά πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης με τρόπο που δεν παρεμβάλλει εμπόδια στην καθιέρωση νέων περιβαλλοντικών τεχνολογιών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πρέπει επίσης να εξετάζεται η επίτευξη των κοινωνικών στόχων με οικονομικά αποδοτικότερους και περιβαλλοντικά λιγότερο επιβλαβείς τρόπους.

- η μείωση των αλιευτικών ποσοστώσεων συμβάλλει στην προστασία της βιοποικιλότητας, πρέπει όμως να εξεταστούν με προσοχή οι βραχυπρόθεσμες και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην απασχόληση στον κλάδο της αλιείας.

Δεδομένου ότι η εξισορρόπηση των διαφορετικών στόχων αποτελεί βασικό στοιχείο της αειφόρου ανάπτυξης, οι πολιτικές επιλογές πρέπει να στηρίζονται στη σωστή κατανόηση των πιθανών αλληλεπιδράσεων. Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων [46] και οι εσωτερικές διαδικασίες της Επιτροπής, όπως οι εκτενείς εκτιμήσεις των επιπτώσεων [47] χρησιμοποιούνται ολοένα περισσότερο για την αξιολόγηση των εναλλακτικών πολιτικών επιλογών. Ωστόσο, δεν υπάρχει επί του παρόντος μηχανισμός για το συσχετισμό των πολιτικών επιλογών με το γενικό στόχο της αποσύνδεσης της οικονομικής μεγέθυνσης από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των πόρων. Η στρατηγική για τους πόρους επιδιώκει να προσφέρει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων τα μέσα για τη διενέργεια των σχετικών αξιολογήσεων.

[46] ΟΔΗΓΙΕΣ 85/337/ΕΟΚ ΚΑΙ 2001/42/ΕΚ

[47] COM(2002)276, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

6. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ

6.1. Εισαγωγή

Σκοπός της στρατηγικής για τους πόρους είναι η διαμόρφωση κοινοτικής προσέγγισης που θα παρέχει στους πολιτικούς ιθύνοντες και στους λοιπούς ενδιαφερομένους των αντίστοιχων τομέων πολιτικής το πλαίσιο και τις πληροφορίες που χρειάζονται για:

- τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των επιπτώσεων της χρήσης των πόρων στα διάφορα στοιχεία του περιβάλλοντος (αέρας, ύδατα, έδαφος), στη βιοποικιλότητα και στην υγεία του ανθρώπου.

- την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας πόρων, όπου παρατηρείται.

- τη χάραξη και την αναθεώρηση των πολιτικών που επηρεάζουν τη χρήση των πόρων και τις συνακόλουθες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Η προσέγγιση αυτή αναμένεται επίσης να βοηθήσει την Επιτροπή να διερευνήσει και να ορίσει μέτρα που ενδεχομένως είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της συνοχής των υφισταμένων πολιτικών όσον αφορά την προώθηση ισόρροπης προσέγγισης της αξιολόγησης των πολιτικών, η οποία θα συνδυάζει οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους για τη χρήση των φυσικών πόρων. Μακροπρόθεσμος στόχος της εν λόγω προσέγγισης είναι να επιτύχει τη μείωση, αφενός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων και, αφετέρου, της χρήσης πόρων εν ανεπαρκεία, σύμφωνα με την επιδιωκόμενη γενική βελτίωση στο περιβάλλον, αποκατάσταση και ανάπτυξη της λειτουργίας των φυσικών συστημάτων και αειφόρο ανάπτυξη του συνόλου της ΕΕ.

6.2. Βασικές συνιστώσες μιας μελλοντικής θεματικής στρατηγικής

α) Συγκέντρωση γνώσεων

Προς υποστήριξη των πολιτικών αποφάσεων ιεράρχησης των περιβαλλοντικών προβλημάτων που συνδέονται με τους πόρους, απαιτείται καλή κατανόηση των σχέσεων μεταξύ της χρήσης των πόρων και των επιπτώσεών της σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής τους. Χωρίς αυτή, οι πολύ εμφανείς επιπτώσεις, όπως από την εξόρυξη μολύβδου, ενδέχεται να προσελκύσουν δυσανάλογη προσοχή, συγκρινόμενες με επιπτώσεις που φαινομενικά είναι πιο αδιόρατες ή εμφανίζονται μόνο μετά την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος, όπως η διασπορά μολύβδου από τα μολυβδούχα καύσιμα αυτοκινήτου.

Η σχετική βάση γνώσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει δεδομένα όπως οι ροές υλών, η κατάσταση των οικοσυστημάτων, οι χρήσεις γης και οι θαλάσσιοι πόροι. Υπάρχουν πολλοί φορείς, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της ΕΕ, οι οποίοι μπορούν να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, εάν τους τεθούν τα κατάλληλα ερωτήματα. Στο πλαίσιο της στρατηγικής για τους πόρους προβλέπεται η διεξαγωγή και παρακολούθηση εργασιών ανάπτυξης της βάσης γνώσεων που απαιτείται για την κατάρτιση και την εφαρμογή μέτρων. Η εν λόγω βάση γνώσεων μπορεί στη συνέχεια να τροφοδοτήσει τη διαδικασία χάραξης πολιτικής, που θα κληθεί να αποφασίσει σε ποιες επιπτώσεις θα επικεντρωθεί και ποιες επιλογές είναι οι πιο ενδεδειγμένες, διατηρώντας ταυτόχρονα την οικονομική μεγέθυνση.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σε μια κοινωνία της γνώσης, η εκπαίδευση και η ενημέρωση των πολιτών και των ενδιαφερομένων φορέων σχετικά με τις προκύπτουσες γνώσεις διευκολύνει την υποστήριξη της εφαρμογής περιβαλλοντικών πολιτικών στο πεδίο της χρήσης των πόρων.

β) Αξιολόγηση πολιτικών

Οποιαδήποτε πολιτική για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, π.χ. με αλλαγή των προτύπων ζήτησης ή με τη χρήση οικολογικά αποδοτικότερων τεχνολογιών, είναι πιθανόν να έχει επιπτώσεις σε άλλους τομείς πολιτικής ή σε τεχνολογίες. Είναι συνεπώς αναγκαίο να διενεργείται εκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ) κάθε σχετικού πολιτικού μέτρου. Στην εκτίμηση αυτή θα εξετάζεται κατά πόσον ο πιθανός περιβαλλοντικός αντίκτυπος είναι συμβατός με το στόχο της στρατηγικής για τους πόρους και θα λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες κοινωνικοοικονομικές επιδράσεις. Αυτό θα ευαισθητοποιήσει τους πολιτικούς ιθύνοντες και τους λοιπούς ενδιαφερομένους στις πιθανές αλληλεπιδράσεις - με άλλες πολιτικές, περιβαλλοντικές και μη - και θα ευνοήσει το σχεδιασμό εναλλακτικών μέτρων, όπου είναι δυνατόν.

γ) Ολοκλήρωση πολιτικών

Θα χρειαστεί να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν από τις δύο προηγούμενες δραστηριότητες. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, στις οποίες θα συνεκτιμάται ο ρόλος των φυσικών πόρων στο ευρύτερο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Για παράδειγμα, ενώ είναι γενικά παραδεκτό ότι χρειάζεται σωστή τιμολογιακή πολιτική [48], η πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση είναι ελάχιστη [49]. Ομοίως, από περιβαλλοντική άποψη, δεν έχει σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος προς την κατάργηση των επιδοτήσεων που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Η συνιστώσα "ολοκλήρωση πολιτικών" της μελλοντικής στρατηγικής θα συμβάλει στην αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων με παράλληλη συνεκτίμηση όλων των πτυχών της αειφόρου ανάπτυξης. Θα καλύψει επίσης την ανάγκη διαρκούς παρακολούθησης της προόδου, ώστε να είναι δυνατή η επανεξέταση και αναθεώρηση, εάν χρειαστεί, των πρωτοβουλιών που θα αναληφθούν βάσει της στρατηγικής.

[48] Λόγου χάριν, στα συμπεράσματα της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής του Γκέτεμποργκ το 2001.

[49] Ενδεικτικά αναφέρονται το συνολικό μερίδιο των εσόδων από περιβαλλοντικούς φόρους επί του συνόλου των εσόδων από φόρους και κοινωνικές εισφορές στα κράτη μέλη της ΕΕ, που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% (Περιβαλλοντικά σήματα 2002, Συγκριτική αξιολόγηση επιδόσεων επ' ευκαιρία της χιλιετίας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, σ. 125), και η καθυστέρηση για μία εξαετία στην επίτευξη πολιτικής συμφωνίας όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία σχετική με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, η οποία υπεβλήθη το 1997 (COM(97)30 της 12.3.1997).

6.3. Εργασίες υπό εξέλιξη

Σύμφωνα με το 6ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, η στρατηγική για τους πόρους πρέπει να περιλαμβάνει πέντε σκέλη ή δράσεις.

Δράση 1: Εκτίμηση των ροών υλών και αποβλήτων στην Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών και εξαγωγών, π.χ. με ανάλυση των ροών υλών

Η Επιτροπή (EUROSTAT), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος και το Ευρωπαϊκό Θεματικό Κέντρο για τις Ροές Αποβλήτων και Υλών διεξάγουν ήδη εργασίες με αντικείμενο τον ποσοτικό προσδιορισμό των ροών υλών και αποβλήτων στην Ευρώπη. Η Επιτροπή εκπόνησε πρόσφατα έκθεση σχετικά με τις ροές υλών στην Ευρώπη [50] και δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας ευρύτερης ανάλυσης του θέματος αυτού, ανταποκρινόμενη άμεσα σε αίτημα του 6ου προγράμματος δράσης για το περιβάλλον [51]. Επιπλέον, έχει δρομολογήσει την ανάπτυξη μεθοδολογίας για την αξιολόγηση των προτύπων χρήσης των επιμέρους πόρων [52]. Ο στόχος είναι να κατανοηθεί η σχέση μεταξύ της χρήσης επιλεγμένων πόρων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής τους. Ανάλογα με τα αποτελέσματα, μπορεί να διεξαχθούν και άλλες εργασίες για να διευρυνθεί το φάσμα των καλυπτόμενων πόρων και να τελειοποιηθεί η εν λόγω μεθοδολογία. Ο άμεσος στόχος των εργασιών αυτών είναι η συλλογή δεδομένων σχετικά με τις ροές συγκεκριμένων υλών και τις αντίστοιχες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Πιο μακροπρόθεσμα, ωστόσο, θα χρησιμεύσουν στην προετοιμασία της "συγκέντρωσης γνώσεων" που απαιτείται για τη θεματική στρατηγική καθεαυτή.

[50] Χρήση υλών στην Ευρωπαϊκή Ένωση 1980-2000: δείκτες και ανάλυση, EUROSTAT, 2002

[51] Χρήση πόρων στις ευρωπαϊκές χώρες, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Δεκέμβριος 2002. http://www.europa.eu.int/comm/environment/ natres/index.htm

[52] Resources - a dynamic view (Πόροι - δυναμική θεώρηση), Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό σύνταξη.

Δράση 2: Επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών μέτρων και των επιπτώσεων των επιδοτήσεων που συνδέονται με τους φυσικούς πόρους και τα απόβλητα

Η Επιτροπή έχει αρχίσει να συντάσσει επισκόπηση των συνηθέστερων μέτρων πολιτικής και του τρόπου με τον οποίο επηρεάζουν τη χρήση των πόρων στα κράτη μέλη της ΕΕ και στις υπό ένταξη και υποψήφιες για ένταξη χώρες [53]. Το δεύτερο εξάμηνο του 2003 θα ακολουθήσει λεπτομερέστερη έρευνα σε σύνδεση με τη δράση 3 κατωτέρω. Τα αποτελέσματα θα συμβάλουν ενδεχομένως στον εντοπισμό αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις περιβαλλοντικές παραμέτρους και σε άλλα πεδία της αειφόρου ανάπτυξης που υπεισέρχονται στην επιλογή των διαφόρων πολιτικών μέτρων. Ως άμεσο αποτέλεσμα, οι έρευνες αυτές θα υποβοηθήσουν τον καθορισμό συγκεκριμένων δράσεων για το πρόγραμμα εργασιών που θα προταθεί για τη θεματική στρατηγική. Πιο μακροπρόθεσμα, πρέπει να θεωρηθούν ως πιλοτικά έργα στο πλαίσιο της προετοιμασίας της προτεινόμενης στρατηγικής "αξιολόγησης πολιτικών".

[53] Public-private interface (Διεπαφή δημόσιου-ιδιωτικού τομέα), Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό σύνταξη.

Δράση 3: Καθορισμός ενδιάμεσων και τελικών στόχων για την αποδοτικότητα των πόρων, τη μείωση της χρήσης τους και την αποσύνδεση της οικονομικής μεγέθυνσης από τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Η δράση αυτή καλύπτει το γενικό στόχο της μελλοντικής στρατηγικής για τους πόρους που συνίσταται στην αποσύνδεση των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων από την οικονομική μεγέθυνση. Αυτό συνεπάγεται ότι αποτελεί διαρκή δραστηριότητα.

Η Επιτροπή θα ξεκινήσει τη δράση αυτή αξιολογώντας περαιτέρω την αποδοτικότητα των πόρων στις επιμέρους χώρες με βάση τα αποτελέσματα των πρόσφατων αναλύσεων που αναφέρθηκαν στις δράσεις 1 και 2 ανωτέρω. Θα ερευνήσει τα αίτια των τυχόν διαφορών που θα διαπιστωθούν και τις συνέπειές τους για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Προς τούτο, η Επιτροπή έχει αρχίσει εργασίες με σκοπό να διευκρινιστεί πώς η συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ χωρών θα μπορούσε να συμβάλει στον καθορισμό ενδιάμεσων και τελικών στόχων. Στη συνέχεια, τα πιο προβληματικά ευρήματα, αλλά και οι βέλτιστες πρακτικές θα διερευνηθούν με τη βοήθεια μελετών παρακολούθησης, ώστε μια πρώτη σειρά ειδικών ανά πόρο στόχων να είναι διαθέσιμη προς τα τέλη του 2004. Μακροπρόθεσμα, αυτός ο τύπος συγκριτικής αξιολόγησης προβλέπεται να αποτελέσει μια από τις συνήθεις δράσεις του σκέλους "συγκέντρωση γνώσεων" της στρατηγικής για τους πόρους.

Δράση 4: Προώθηση μεθόδων και τεχνικών απόληψης και παραγωγής για την ενθάρρυνση της οικολογικής αποδοτικότητας και της αειφόρου χρήσης των πρώτων υλών, της ενέργειας, του νερού και άλλων πόρων

και

Δράση 5: Ανάπτυξη και εφαρμογή ευρέος φάσματος μέσων, όπως έρευνας, μεταφοράς τεχνολογίας, μέσων βασισμένων στην αγορά και οικονομικών μέσων, προγραμμάτων βέλτιστων πρακτικών και δεικτών αποδοτικότητας των πόρων

Οι κοινοτικές πολιτικές για το περιβάλλον, την έρευνα και την καινοτομία συνεισφέρουν στη δράση αυτή, π.χ. μέσω της οδηγίας για την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, του σχεδίου δράσης για την περιβαλλοντική τεχνολογία, των κοινοτικών προγραμμάτων πλαισίων έρευνας και ανάπτυξης και του προγράμματος LIFE. Συμβάλλουν στην ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών που βασίζονται σε περισσότερη γνώση και λιγότερη ένταση πόρων και μπορούν να διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο στην υποστήριξη της μεταβολής των προτύπων χρήσης των πόρων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι διεθνείς εταιρικές σχέσεις στους τομείς της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος, όπως εκείνες που αναφέρονται στην ενότητα 6.5 της παρούσας ανακοίνωσης, θα συνεισφέρουν επίσης στις εν λόγω δράσεις. Επιπροσθέτως, οι νέες κοινοτικές πολιτικές, όπως η ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα, η θεματική στρατηγική για την πρόληψη και την ανακύκλωση των αποβλήτων και η παρακολούθηση εκ μέρους της ΕΕ του 10ετούς πλαισίου προγραμμάτων που εγκρίθηκε στην παγκόσμια συνδιάσκεψη κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ για την αειφόρο ανάπτυξη, θα βοηθήσουν ενθαρρύνοντας τη μεταφορά τεχνολογίας και οικονομικά μέσα. Η στρατηγική θα διερευνήσει επίσης τη χρήση μέσων βασισμένων στην αγορά και οικονομικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της βέλτιστης χρήσης φορολογικών κινήτρων για αειφόρο χρήση των πόρων.

Η επεξεργασία δεικτών αποδοτικότητας των πόρων εντάσσεται στο πλαίσιο της στρατηγικής αειφόρου ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δεσμεύσεων του Γιοχάνεσμπουργκ [54]. Με τη συγκέντρωση γνώσεων, η στρατηγική για τους πόρους θα επιχειρήσει να προχωρήσει πέρα από τους ποσοτικούς δείκτες αποδοτικότητας και πίεσης και να ορίσει τις συγκεκριμένες ανάγκες της για δείκτες συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η Επιτροπή θα συνεργαστεί για την εκπόνησή τους με τον ΕΟΠ και άλλους οργανισμούς. Η δραστηριότητα αυτή θα συνδέεται στενά με την ολοκληρωμένη πολιτική για τα προϊόντα και με τις κοινοτικές πολιτικές για την ανακύκλωση και τα απόβλητα. Ωστόσο, μεγάλα τμήματα των δράσεων 4 και 5 προϋποθέτουν την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών πτυχών της διαχείρισης των πόρων στους άλλους τομείς πολιτικής. Η στρατηγική για τους πόρους αναμένεται να συμβάλει στην ενσωμάτωση αυτή, παρέχοντας στοιχεία, προτείνοντας δράσεις και διασφαλίζοντας ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Για να επιτευχθεί αυτό με αποτελεσματικότητα, οι τρεις βασικές συνιστώσες της στρατηγικής, που περιγράφονται στην ενότητα 6.2, πρέπει να είναι λειτουργικές επί μονίμου βάσεως.

[54] COM(2002)254: Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο: Ανάλυση του «ανοικτού καταλόγου» βασικών περιβαλλοντικών δεικτών, στην οποία εξετάζεται η σκοπιμότητα της εκπόνησης των σχετικών δεικτών.

Παράλληλα με τις ανωτέρω δράσεις, χρειάζεται πληροφόρηση για τη μετάδοση στους ευρωπαίους πολίτες, μηνυμάτων σχετικών με τις περιβαλλοντικές πολιτικές που αφορούν την αποτελεσματική χρήση των φυσικών πόρων. Θα πρέπει να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν επαρκή πληροφόρηση και εκπαίδευση σχετικά με τις εν λόγω πολιτικές. Τα καταλληλότερα μέσα για το σκοπό αυτό, όπως, μεταξύ άλλων, προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και διάδοσης πληροφοριών στον Ευρωπαϊκό Χώρο Έρευνας, μπορούν να διερευνηθούν λεπτομερώς κατά τη διαμόρφωση της πλήρους στρατηγικής.

6.4. Χρονοδιάγραμμα

Πρέπει επίσης να μελετηθεί το κατάλληλο χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής. Αναγνωρίζεται γενικά ότι η πλήρης εφαρμογή νέων πολιτικών και η προσαρμογή των υφιστάμενων προσεγγίσεων θα απαιτήσει πολύ χρόνο. Η Διεθνής Τράπεζα, λόγου χάριν, υποστηρίζει μια μακροπρόθεσμη προοπτική για τη διαχείριση των φυσικών πόρων, θεωρώντας ότι η τελευταία συνδέεται σχεδόν πάντοτε με μακροχρόνια προβλήματα. Η Επιτροπή πιστεύει ότι ένας χρονικός ορίζοντας 25ετίας είναι ο καταλληλότερος για τη στρατηγική για τους πόρους, επειδή:

- η επίτευξη της αναγκαίας αποσύνδεσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης των πόρων από την οικονομική μεγέθυνση και οι απαραίτητες περαιτέρω βελτιώσεις στην αποδοτικότητα των πόρων, θα απαιτήσουν σημαντική αλλαγή των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης και του τρόπου διαχείρισης των φυσικών πόρων μας, σε συνδυασμό με θεσμικές αλλαγές. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη.

- υπάρχουν ήδη πολιτικές με βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά απουσιάζει ένα γενικό πλαίσιο για τη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτικών. Για παράδειγμα, ο στόχος του πρωτοκόλλου του Κιότο να μειωθούν οι εκπομπές CO2 έως το 2008-2012 κατά 8% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, πρέπει να συσχετιστεί με τον μακροπρόθεσμο στόχο της σταθεροποίησης των συγκεντρώσεων CO2 στην ατμόσφαιρα, που μπορεί να συνεπάγεται μείωση άνω του 50%. Το 5ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον αναφερόταν μάλιστα σε έναν μακροπρόθεσμο στόχο μείωσης κατά 70%.

- οι επιχειρήσεις χρειάζονται δημόσιες πολιτικές με σαφείς μακροπρόθεσμους στόχους για να είναι σε θέση να προγραμματίζουν τις επενδύσεις τους και να καινοτομούν.

6.5. Η διεύρυνση και η διεθνής διάσταση

Ως αποτέλεσμα της επικείμενης διεύρυνσης, η χρηματοδοτική στήριξη της προστασίας του περιβάλλοντος από την ΕΕ θα τριπλασιαστεί μέσω διαρθρωτικών μέσων και μέσων ανάπτυξης της υπαίθρου, σε συνδυασμό με το μεταβατικό μέσο θεσμικής ανάπτυξης. Προτεραιότητα των υπό ένταξη χωρών θα είναι η συγκρότηση της οικονομίας και των υποδομών. Η στρατηγική για τους πόρους θα λάβει υπόψη τις ανάγκες αυτές, αποτρέποντας, παράλληλα, τις συγκεκριμένες χώρες από τρόπους χρήσης και έντασης των πόρων αντίθετους με τις αρχές της αειφορίας.

Η προσέγγιση της ΕΕ στο θέμα της διαχείρισης των πόρων ενδέχεται επίσης να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο σε γειτονικές περιφέρειες, όπως η Ανατολική Ευρώπη πέραν των υπό ένταξη χωρών και η Κεντρική Ασία, δεδομένου ότι η νομοθεσία της ΕΕ είναι πιθανόν να αποτελέσει το βασικό μέσο διεθνούς νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας για τις περισσότερες χώρες της περιοχής. Αυτή η προσέγγιση των νομοθετικών πλαισίων θα επηρεάσει τη διαχείριση των φυσικών πόρων μέσω των περιβαλλοντικών πολιτικών, καθώς και μέσω των δυνατοτήτων ενίσχυσης των οικονομικών σχέσεων που θα έχουν αντίκτυπο σε πολλούς άλλους τομείς πολιτικής.

Είναι σαφές ότι στην ευρωπαϊκή στρατηγική για τους πόρους πρέπει να ληφθούν πλήρως υπόψη οι ανωτέρω εξελίξεις. Θα πρέπει να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο η στρατηγική μπορεί να εξυπηρετήσει την επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτύχει συγκεκριμένους και διαφοροποιημένους περιβαλλοντικούς στόχους από κοινού με τις γειτονικές χώρες, π.χ. με διμερείς μηχανισμούς ή υποπεριφερειακές συνεργασίες, όπως η Βόρεια Διάσταση της ΕΕ, η επιχειρησιακή ομάδα Δούναβη-Εύξεινου Πόντου και το Περιφερειακό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων.

Στη στρατηγική θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, αφενός η νέα δυναμική της συμμετοχής της ΕΕ στη διεθνή συνεργασία στον τομέα του περιβάλλοντος μετά τη διεύρυνση και, αφετέρου, η επίδραση στους διάφορους εμπλεκόμενους οργανισμούς. Θα πρέπει επίσης να καταβληθούν προσπάθειες για την ανάπτυξη συνεργιών και την ανάληψη συμπληρωματικών δράσεων, όπου αυτές προσδίδουν προστιθέμενη αξία.

Πέραν των ανωτέρω, στη στρατηγική της ΕΕ για τους πόρους πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αλληλεξαρτώμενες εμπορικές σχέσεις της Ευρώπης με πολλές περιφέρειες άλλων ηπείρων, καθώς και η πλανητική εμπορική και αναπτυξιακή πολιτική της. Οι πόροι ρέουν σε όλη την υφήλιο και αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών. Η ΕΕ, λόγου χάριν, είναι ένας από τους μεγαλύτερους χρήστες μετάλλων παγκοσμίως, ενώ από το δικό της έδαφος εξορύσσεται λιγότερο από το 5% της παγκόσμιας παραγωγής ορυκτών. Άλλα παραδείγματα είναι η εξάρτηση μέρους της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας από τις εισαγωγές ζωοτροφών και οι εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων αλιευτικών προϊόντων που συχνά παράγονται με μεθόδους αντίθετες προς τις αρχές της αειφορίας σε χώρες εκτός της ΕΕ. Επιπλέον, ενώ οι συνολικές δασικές εκτάσεις στην ΕΕ παραμένουν σχετικά σταθερές ή και αυξάνονται, η αποδάσωση στις αναπτυσσόμενες χώρες με σκοπό τις εξαγωγές συνεχίζεται. Ταυτόχρονα, η επιθυμία υπαγωγής αυτών των εμπορικών ροών στις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης δημιουργεί λεπτά ζητήματα εδαφικής δικαιοδοσίας και εξέλιξης των κανόνων του παγκόσμιου συστήματος εμπορίου. Η στρατηγική της ΕΕ για τους πόρους θα πρέπει επομένως να τοποθετηθεί σε παγκόσμιο πλαίσιο, δεδομένου ότι πολλές λύσεις (και τα μέτρα για την προώθηση της εφαρμογής τους) θα είναι συνεπείς μεταξύ τους και αποτελεσματικές μόνον εφόσον αναπτυχθούν και υλοποιηθούν λαμβάνοντας υπόψη τις παγκόσμιες παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Η προσέγγιση της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής πρέπει να καλύπτει το σύνολο της αλυσίδας εφοδιασμού.

Πολλοί φυσικοί πόροι αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για πολλές χώρες, αλλά η χρήση των φυσικών πόρων συνδέεται επίσης με τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες, τόσο ως παρενέργεια της μη αειφόρου χρήσης των πόρων στο σύνολο της αλυσίδας αξίας, όσο και λόγω της οικονομικής εξάρτησης των χωρών αυτών (και της συνακόλουθης ευπάθειάς τους) από τους φυσικούς πόρους. Επιπλέον, οι πολιτικές προμηθειών με ελάχιστο κόστος, στις οποίες συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη το μακροπρόθεσμο βιώσιμο κόστος της χρήσης των πόρων, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μη αειφόρο χρήση των εδαφών, των δασών και των ωκεανών και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάποιον τρόπο στους κατάλληλους τομείς πολιτικής.

Η διασαφήνιση του ρόλου αυτών των ζητημάτων δίκαιης μεταχείρισης στην ευρωπαϊκή στρατηγική για τους πόρους, συμπεριλαμβανομένης της άνισης κατανομής της χρήσης των πόρων, θα απαιτήσει σημαντική εργασία κατά τη διαμόρφωση της τελικής στρατηγικής.

7. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

Η παρούσα ανακοίνωση επιβεβαιώνει ότι σκοπός της μελλοντικής θεματικής στρατηγικής για την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων είναι η διαμόρφωση πλαισίου και μέτρων που θα καθιστούν δυνατή τη χρήση των πόρων σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας, επιτυγχάνοντας παράλληλα τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η παρούσα στρατηγική θα βασιστεί στις υπάρχουσες πολιτικές της ΕΕ, καθώς και στις εθνικές και τις διάφορες κλαδικές πολιτικές που έχουν αντίκτυπο στους τρόπους χρήσης των πόρων.

Η δημοσίευση του παρόντος εγγράφου σηματοδοτεί το πρώτο βήμα προς την κατάστρωση της στρατηγικής για τους πόρους. Με αυτό ως αφετηρία, η στρατηγική θα διαμορφωθεί με ανοικτή διαδικασία συνεργασίας, στην οποία θα συμμετάσχουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οι ενδιαφερόμενοι φορείς από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Για την καθοδήγηση της διαδικασίας διαμόρφωσης θα συσταθεί συμβουλευτικό φόρουμ υπό την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θα συγκροτηθούν ομάδες εργασίας για να μελετήσουν συγκεκριμένα ζητήματα καίριας σημασίας ή σχετικά με τους πόρους υπό το πρίσμα και των τριών διαστάσεων της αεφόρου ανάπτυξης - περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα καλέσει διαφορετικές υπηρεσίες και ενδιαφερόμενους φορείς να προεδρεύσουν ή να συμπροεδρεύσουν στις εν λόγω ομάδες εργασίας.

Με βάση τις αναλύσεις που εκτίθενται στην παρούσα ανακοίνωση, άλλες θεματικές στρατηγικές και το αποτέλεσμα της διαδικασίας διαβουλεύσεων που θα ακολουθήσει την έγκριση της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή θα προτείνει το 2004 σφαιρική κοινοτική στρατηγική για την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να ανατρέξουν στην ιστοσελίδα της Επιτροπής που είναι αφιερωμένη στη στρατηγική για τους πόρους (http://www.europa.eu.int/comm/environment/ natres/index.htm). Μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις και προτάσεις για τη διαμόρφωση της στρατηγικής στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αναφέρεται στην ιστοσελίδα.

Η Επιτροπή ζητά από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εγκρίνουν την προσέγγιση που περιγράφεται στην παρούσα ανακοίνωση.