52002DC0511

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας /* COM/2002/0511 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ - ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

3. ΣΤΟΧΟΙ

4. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

4.1. Αύξηση της παραγωγής

4.2. Ανταγωνισμός για την εξεύρεση χώρου

4.3. Ανάπτυξη της αγοράς, προώθηση στο εμπόριο και ενημέρωση

4.4. Επιμόρφωση

4.5. Διαχείριση

4.6. Ασφάλεια προϊόντων υδατοκαλλιέργειας

4.6.1. Θέματα δημόσιας υγείας

4.6.2. Θέματα ζωικής υγείας

4.7. Καλή μεταχείριση των ζώων

4.8. Περιβαλλοντικά θέματα

4.9. Έρευνα

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η υδατοκαλλιέργεια παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία και αφορά ένα ευρύ φάσμα ειδών, συστημάτων και πρακτικών [1]. Η οικονομική διάστασή της δημιουργεί νέες οικονομικές ευκαιρίες, συγκεκριμένα δε θέσεις απασχόλησης, αποτελεσματικότερη χρήση των τοπικών πόρων και ευκαιρίες για παραγωγικές επενδύσεις. Η συμμετοχή της υδατοκαλλιέργειας στο εμπόριο, τόσο στο τοπικό όσο και στο διεθνές, παρουσιάζει επίσης αύξηση.

[1] «Υδατοκαλλιέργεια» σημαίνει την εκτροφή ή την καλλιέργεια υδρόβιων οργανισμών με τη χρήση τεχνικών που έχουν σχεδιαστεί για την αύξηση της παραγωγής των εν λόγω οργανισμών πέραν της φυσικής ικανότητας του περιβάλλοντος. Οι οργανισμοί παραμένουν στην κυριότητα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου καθόλη τη διάρκεια της φάσης εκτροφής ή καλλιέργειας, μέχρι και τη συλλογή τους [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2792/99 της 17ης Δεκεμβρίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας, ΕΕ L 337 της 30.12.1999]

Η Επιτροπή αναγνώρισε τη σημασία της υδατοκαλλιέργειας στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής αλιευτικής πολιτικής καθώς και την ανάγκη ανάπτυξης μιας στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη του εν λόγω κλάδου [2]. Η στρατηγική αυτή θα είναι συνεκτική με άλλες κοινοτικές στρατηγικές, και ιδίως με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για μία Βιώσιμη Ανάπτυξη [3] και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Gφteborg της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001.

[2] COM(2002) 181 τελικό

[3] COM(2001) 264 τελικό

Τα κυριότερα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είναι τα ψάρια (πέστροφα, σολομός, λαβράκι, τσιπούρα) και τα μαλάκια (μύδια, στρείδια και κυδώνια). Η παραγωγή αυξήθηκε από 642 000 τόνους το 1980 σε 944 000 τόνους το 1990, και έφθασε σε 1 315 000 τόνους το 2000. Η παραγωγή αυτή αποτελεί μόλις το 3 % της παγκόσμιας παραγωγής υδατοκαλλιέργειας, αλλά η ΕΕ είναι πρωτοπόρος στον κόσμο για ορισμένα είδη όπως είναι η πέστροφα, το λαβράκι, η τσιπούρα, το καλκάνι και τα μύδια. Η σημερινή αξία τους ανέρχεται σε 2 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η υδατοκαλλιέργεια συμμετέχει με 17 % από απόψεως όγκου και 27 % από απόψεως αξίας στη συνολική αλιευτική παραγωγή της Ενώσεως.

Η Ευρώπη διαθέτει ικανούς επιστήμονες στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας καθώς και καλές ερευνητικές εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του κλάδου. Η τεχνολογία εκτροφής ορισμένων ειδών επινοήθηκε στην Ευρώπη. Εντούτοις, κατά την τελευταία δεκαετία, το ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ ανήλθε σε 3,4 % και ήταν χαμηλότερο από τον μέσο παγκόσμιο όρο (11 %). Η πρόοδος της ιχθυοκαλλιέργειας ήταν ικανοποιητική αλλά παρουσιάζει τώρα τάσεις επιβράδυνσης, ενώ η πρόοδος της οστρακοκαλλιέργειας ήταν μάλλον μέτρια με 2,1 % ετησίως.

Η υδατοκαλλιέργεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνίσταται κατά βάση από τρεις κύριους επιμέρους κλάδους, οι οποίοι έχουν διαφορετική ιστορία και χαρακτηριστικά. Οι εν λόγω επιμέρους κλάδοι είναι:

1. Ιχθυοκαλλιέργεια γλυκέων υδάτων: αυτή είναι μια παραδοσιακή δραστηριότητα που έχει τώρα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σχετικά χαμηλής αξίας αγοράς των προϊόντων τους σε σχέση με το κόστος παραγωγής. Η πέστροφα είναι το κυριότερο καλλιεργούμενο είδος από απόψεως αξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 500 εκατομμύρια ευρώ κατά προσέγγιση ετησίως. Η πεστροφοκαλλιέργεια κατά το παρελθόν αντιμετώπιζε προβλήματα βιωσιμότητας σχεδόν παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πρόσφατα η κατάσταση έχει παρουσιάσει μικρή βελτίωση. Ο τομέας των κυπρίνων αντιμετωπίζει περισσότερο δύσκολη κατάσταση. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός άλλων ειδών που μπορούν να εκτραφούν αλλά αντιμετωπίζουν το πρόβλημα πολύ περιορισμένης ζήτησης. Είναι απίθανο να υπάρξει σημαντική αύξηση της ζήτησης για ψάρια γλυκέων υδάτων κατά το προσεχές μέλλον, εφόσον δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες διαφήμισης προκειμένου να αλλάξει η τρέχουσα τάση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ψάρια γλυκέων υδάτων εκτρέφονται με εντατικά συστήματα προκαλώντας έτσι σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα.

2. Θαλάσσια εκτροφή μαλακίων: Τα μαλάκια αφορούν περισσότερο από το 60 % του όγκου της υδατοκαλλιέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά μόνο το 30 % από απόψεως αξίας. Ο εν λόγω επιμέρους κλάδος είναι ευρέως εξαπλωμένος σε ολόκληρο το μήκος των παράκτιων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μπορεί τοπικά να είναι άκρως σημαντικός από οικονομικής απόψεως καθώς και για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αποτελεί μια σχετικά παλαιά παραδοσιακή δραστηριότητα, η οποία συχνά λαμβάνει χώρα σε μικρές και τεχνικώς απλές οικογενειακές εγκαταστάσεις. Κατά γενικό κανόνα, η τρέχουσα τεχνική ανάπτυξη είναι επαρκής, παρά το γεγονός ότι υπάρχει δυνατότητα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας για την εκτροφή ενός μεγαλύτερου φάσματος ειδών. Αποτελεί μία δραστηριότητα στην οποία δεν απαιτείται η χορήγηση τροφής, δεδομένου ότι τα εκτρεφόμενα μαλάκια τρέφονται από φυσικούς πόρους. Η εν λόγω δραστηριότητα μπορεί να υποφέρει από προβλήματα που έχουν σχέση με τις διακυμάνσεις της προσφοράς, δεδομένου ότι η παραγωγή των οστρακοδέρμων εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες. Η δυνατότητα αποκόμισης κέρδους επηρεάζεται επίσης από την αυξανόμενη εμφάνιση τοξικών φυκιών ή από ιδιαίτερα τοπικά οικολογικά προβλήματα.

3. Θαλάσσια εκτροφή ψαριών: είναι η πλέον πρόσφατη εξέλιξη, η οποία άρχισε κατά τη δεκαετία του 1970 και είναι η πλέον περίπλοκη από τεχνικής απόψεως. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια ήταν περισσότερο επικερδής από οποιοδήποτε άλλον επιμέρους κλάδο της υδατοκαλλιέργειας, και το γεγονός αυτό προσήλκυσε νέους επενδυτές με συνέπεια την ταχεία αύξηση της παραγωγής, προκαλώντας προβλήματα στην αγορά καθώς και μειώσεις των τιμών. Ο εν λόγω επιμέρους κλάδος υποφέρει επίσης από περιβαλλοντικά προβλήματα που έχουν σχέση με την εντατική ιχθυοκαλλιέργεια, στην οποία τα ψάρια τρέφονται με βιομηχανικές τροφές. Η παραγωγή κυριαρχείται από το σολομό, τόσο από απόψεως ποσότητας όσο και από απόψεως αξίας. Κατά τα τελευταία δεκαπέντε έτη, αυξήθηκε ραγδαία η καλλιέργεια λαβρακιού και τσιπούρας στη Μεσόγειο.

Περιθωριακές ποσότητες οστρακοδέρμων και φυκιών καλλιεργούνται επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καλλιέργεια φυκιών ίσως να έχει δυνατότητες για μελλοντική επέκταση.

Η ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας έχει διαδοθεί ευρέως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συχνά σε αγροτικές ζώνες ή περιφερειακές περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία, στις οποίες δεν υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια εναλλακτικές ευκαιρίες απασχόλησης. Λίγα στοιχεία διατίθενται για την κοινωνικοοικονομική επίπτωση των παράκτιων δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας στην Ευρώπη. Ωστόσο, μία πρόσφατη μελέτη που διεξάχθηκε σε ορισμένες περιοχές της Σκοτίας [4] δείχνει ότι η ανάπτυξη της καλλιέργειας σολομού σταμάτησε τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού (για πρώτη φορά κατά τον τελευταίο αιώνα) και ότι νέοι άνθρωποι βρήκαν απασχόληση καθόλη τη διάρκεια του έτους, ενώ άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, ήταν μόνο εποχικού χαρακτήρα. Η υδατοκαλλιέργεια, και ιδίως η καλλιέργεια μαλακίων καθώς και η καλλιέργεια σε κλωβούς, μπορούν να αποτελέσουν ένα πρόσθετο έσοδο μερικής απασχόλησης για τους αλιείς ή εναλλακτική απασχόληση για εργαζόμενους που μετακινούνται από τον τομέα της αλιείας, δεδομένου ότι η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια χρειάζεται εργαζόμενους οι οποίοι διαθέτουν εμπειρία στην εργασία εντός σκάφους.

[4] (Scottish Office): «Η οικονομική επίπτωση της εκτροφής σολομού στη Σκοτία», Μάρτιος 1999.

Το 1998, η υδατοκαλλιέργεια στην ΕΕ απασχολούσε τουλάχιστον 80 000 θέσεις εργαζομένων πλήρους ή μερικής απασχόλησης, οι οποίες ισοδυναμούν με 57 000 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Η παραδοσιακή υδατοκαλλιέργεια διαδραματίζει ένα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο σε ορισμένες περιοχές. Στην Galice (Ισπανία), η οποία αποτελεί την ευρωπαϊκή βάση καλλιέργειας μυδιών και καλκανιού, ο αριθμός των θέσεων απασχόλησης στην υδατοκαλλιέργεια ανέρχεται περίπου σε 13 500 άτομα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η έμμεση απασχόληση. Στη Γαλλία, η καλλιέργεια στρειδιών απασχολεί περίπου 4 700 άτομα στην Charente-Maritime και περισσότερα από 3 000 στη Βρετάνη. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, η ανάπτυξη της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας δημιούργησε χιλιάδες θέσεις απασχόλησης σε περιφερειακές περιοχές της Σκοτίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας.

Ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας, δεδομένου ότι διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την παραγωγή και τη βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας (π.χ. η ποιότητα του ύδατος, η διαθεσιμότητα και το κόστος του χώρου, οι κλιματικές συνθήκες, κλπ.). Είναι σημαντικό, κατά την εξέταση του τόπου εγκατάστασης μιας υδατοκαλλιέργειας, να υπάρχει συστηματική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών επιπτώσεων. Αυτό είναι σημαντικό πριν τη δημόσια χρηματοδότηση σχεδίων.

Το μέλλον

Η υδατοκαλλιέργεια στην ΕΕ αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και αυτό κατέστη δυνατόν εν μέρει από τις πολλές κοινοτικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν για τη στήριξη του κλάδου αυτού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ένα μεγάλο νομικό οπλοστάσιο στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας και προωθούνται συνεχώς δραστηριότητες για την ανάπτυξη του νομικού πλαισίου. Εντούτοις, υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση ενώ θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η πρόσφατη επιβράδυνση της ανάπτυξης.

Ενώ το γενικό πλαίσιο δείχνει θετικές δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη, η υδατοκαλλιέργεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσει ορισμένα προβλήματα, ιδίως στο πλαίσιο των απαιτήσεων προστασίας της υγείας, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της έλλειψης σταθερότητας των αγορών.

Κατά την επόμενη δεκαετία, η υδατοκαλλιέργεια πρέπει να επιτύχει να καταστεί ένας σταθερός κλάδος ο οποίος να εγγυάται μακροπρόθεσμη ασφαλή απασχόληση και ανάπτυξη σε γεωργικές και παράκτιες περιοχές, παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις στον τομέα της αλιείας, τόσο από απόψεως προϊόντων όσο και απασχόλησης.

Για τη διασφάλιση της απασχόλησης και της ευημερίας, η ευρωπαϊκή υδατοκαλλιέργεια πρέπει να καταστεί βιώσιμος και αυτάρκης κλάδος. Η αγορά πρέπει να αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό της ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας. Η παραγωγή και η ζήτηση πρέπει να εξισορροπήσουν, και οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγής, πέραν της πιθανής εξέλιξης της ζήτησης, δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται. Το φάσμα των προϊόντων πρέπει να διευρυνθεί, και να τεθούν σε εφαρμογή καλύτερες στρατηγικές διάθεσης στην αγορά. Οι ιδιώτες επενδυτές είναι, και θα πρέπει να παραμείνουν ο κινητήριος μοχλός για την εφαρμογή της προόδου, ενώ ο βασικός ρόλος των δημόσιων αρχών θα είναι η παροχή εγγύησης ότι η οικονομική βιωσιμότητα θα συμβαδίζει με το σεβασμό του περιβάλλοντος και την καλή ποιότητα των προϊόντων.

Το βασικό πρόβλημα είναι, ως εκ τούτου, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της βιωσιμότητας του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας. Η περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου πρέπει να ακολουθήσει μία προσέγγιση βάσει της οποίας οι τεχνολογίες εκτροφής, τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, η χρήση των φυσικών πόρων και η διαχείριση να ενσωματωθούν μεταξύ τους έτσι ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί η βιωσιμότητα.

2. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

* Η υδατοκαλλιέργεια παρουσιάζει ακόμη την τυπική αστάθεια των τιμών αγοράς νέων κλάδων γεωργικών τροφίμων που παρουσιάζουν ραγδαία ανάπτυξη.

* Παρά το γεγονός ότι το κοινό πιστεύει ότι τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας είναι μολυσμένα με επιβλαβή χημικά, αυτό σπάνια συμβαίνει. Η κατανάλωση θαλασσινών [5] είναι γεγονός ότι είναι ωφέλιμη για την ανθρώπινη υγεία, εφόσον είναι εγγυημένο ότι τα θαλασσινά που έχουν εκτραφεί και εισαχθεί στην Ευρώπη είναι ασφαλή, καλής ποιότητας και έχουν παραχθεί με τη χρήση ορθών πρακτικών από απόψεως υγειονομικής και καλής μεταχείρισης των ζώων .

[5] Τα «θαλασσινά» για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης νοούνται ότι περιλαμβάνουν όλα τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας.

* Σε ορισμένες περιοχές, η υδατοκαλλιέργεια αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα έναντι του κοινού λόγω αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Ενθάρρυνση της οικονομικής βιωσιμότητας

Η εξέλιξη της ζήτησης αγοράς θαλασσινών τροφών στην Ευρώπη δημιουργεί μία καλή δυνατότητα για καλλιεργούμενα προϊόντα, δεδομένου ότι συμμορφούνται προς τις απαιτήσεις των υπεραγορών (τακτικότητα εφοδιασμού, διαθεσιμότητα και ομοιογένεια προϊόντων). Νέες μέθοδοι μεταποίησης αναπτύχθηκαν και εμφανίστηκε μία μεγάλη σειρά νέων προϊόντων που στηρίζονται σε είδη υδατοκαλλιέργειας.

Ωστόσο, η ευθύνη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγής ανήκει στους επιχειρηματίες οι οποίοι πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι ο κορεσμός της αγοράς αποτελεί έναν από τους σοβαρότερους κινδύνους του τομέα της υδατοκαλλιέργειας. Οι περισσότεροι κλάδοι της υδατοκαλλιέργειας βρέθηκαν αντιμέτωποι με μείωση των τιμών αγοράς από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτό δεν ήταν κατ´ανάγκη κακό, δεδομένου ότι αποτέλεσε κίνητρο για την παραγωγικότητα και δημιούργησε καινοτόμες προσεγγίσεις στον τομέα της διάθεσης των προϊόντων στην αγορά. Ωστόσο όμως, είναι δύσκολο επί του παρόντος να επιτευχθούν πρόσθετες βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής, ενώ τα χαμηλά περιθώρια κέρδους σε όλους τους βασικούς κλάδους της υδατοκαλλιέργειας αφήνουν λίγους πόρους για τους παραγωγούς ούτως ώστε να επενδύσουν στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην προώθηση των προϊόντων στην αγορά.

Δημόσια ενίσχυση: Η χρηματοδοτική συνδρομή που παρασχέθηκε από την Κοινότητα για επενδύσεις στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ενθάρρυνε την ανάπτυξη της παραγωγής. Οι ενισχύσεις εδικαιολογούντο από το γεγονός ότι η υδατοκαλλιέργεια ήταν ένα μέσο της πολιτικής περιφερειακής συνοχής, ενώ η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια αποτελούσε επένδυση υψηλού κινδύνου κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Οι επιχορηγήσεις πέτυχαν να ενθαρρύνουν τους ευρωπαίους επενδυτές, ενεργώντας ως καταλύτης για επενδύσεις και σημείο εκκίνησης για νέες τομεακές εξελίξεις, οι οποίες θα χρειαζόντουσαν πολύ περισσότερο καιρό να επιτευχθούν στην περίπτωση που δεν υπήρχαν αυτές. Οι επιδοτήσεις ωφέλησαν κυρίως τους νεοδημιουργηθέντες κλάδους υδατοκαλλιέργειας. Ωστόσο όμως σήμερα, η κατάσταση άλλαξε και η υπερπαραγωγή αποτελεί μία σοβαρή απειλή για ορισμένους κλάδους.

Τα νέα είδη, βιολογική και η «περιβαλλοντικά φιλική» υδατοκαλλιέργεια θα βοηθήσουν στην επέκταση της παραγωγής υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ. Η διεύρυνση του φάσματος των εκτρεφόμενων ειδών θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες και θα πρέπει να συνεχίσει να προωθείται ενεργώς. Η βιολογική ένδειξη ενός προϊόντος αποτελεί σημαντικό δείκτη αξιόπιστης βιολογικής ποιότητας. Ορισμένα κράτη μέλη διαθέτουν τους εθνικούς κανόνες τους, αλλά δεν υπάρχουν καθόλου διεθνώς δεσμευτικοί κανονισμοί βιολογικής υδατοκαλλιέργειας. Επίσης, μορφές ειδικής «περιβαλλοντικά φιλικής» υδατοκαλλιέργειας (όπως επί παραδείγματι η εκτατική ιχθυοκαλλιέργεια, βλ. τμήμα 4.8.) αξίζουν πρόσθετης στήριξης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ειδικών ενδείξεων.

Τροφές υδατοκαλλιέργειας: Τα ιχθυάλευρα και τα ιχθυέλαια είναι τα βασικά συστατικά των ιχθυοτροφών. Το 2000, ποσοστό μικρότερο από το 35 % της παγκόσμιας παραγωγής ιχθυαλεύρων διατέθηκε για ιχθυοτροφές. Κατά την τελευταία δεκαετία, η ποσότητα των ιχθυαλεύρων που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τροφών ιχθυοκαλλιέργειας αυξήθηκε σημαντικά, αλλά η παγκόσμια παραγωγή ιχθυαλεύρων παρέμεινε στάσιμη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ η υδατοκαλλιέργεια αυξήθηκε, προκάλεσε τη μετατόπιση ενός μεγάλου τμήματος του εφοδιασμού ιχθυαλεύρων από την παραδοσιακή χρήση τους σε τροφές για ζώα ξηράς. Η χρήση ιχθυαλεύρων σε ζωοτροφές καθορίζεται από οικονομικούς όρους. Όταν αυξάνονται οι τιμές των ιχθυαλεύρων, οι παρασκευαστές ζωοτροφών χρησιμοποιούν άλλες πηγές πρωτεϊνών από φυτά (σόγια, καλαμπόκι, σιτάρι) προκειμένου να τα αντικαταστήσουν στις ζωοτροφές ζώων ξηράς. Η εξαφάνιση ιχθυαλεύρων από τροφές υδατοκαλλιέργειας δεν θα έχει σαφή επίπτωση στην παγκόσμια παραγωγή ιχθυαλεύρων βραχυπρόθεσμα, δεδομένου ότι οι τιμές των ιχθυαλεύρων θα μειωθούν και θα χρησιμοποιηθούν υψηλότερα επίπεδα στις τροφές πουλερικών και χοίρων.

Ωστόσο, η εντατικοποίηση της ιχθυοκαλλιέργειας γλυκέων υδάτων στην Ασία μπορεί να απορροφήσει μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας το 70 έως και 80 % της παγκόσμιας παραγωγής ιχθυελαίου και το 50 % της παγκόσμιας παραγωγής ιχθυαλεύρων, δημιουργώντας προβλήματα εφοδιασμού. Δεδομένου ότι ο πόρος αυτός μειώνεται, είναι εξαιρετικά σημαντικό να συνεχισθεί η ερευνητική προσπάθεια για την εξεύρεση υποκατάστατων πηγών πρωτεϊνών στην παρασκευή ιχθυοτροφών.

Ανταγωνισμός για απόκτηση χώρου: Πολλές καταγγελίες για την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας αφορούν τον ανταγωνισμό για την απόκτηση χώρου. Η πρόσφατη ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας, ιδίως στις ακτές όπου ήδη υπάρχει υψηλή συγκέντρωση δραστηριοτήτων, την θέτει στη θέση του νεοεισερχόμενου ο οποίος παρενοχλεί την από μακρού δημιουργηθείσα κατάσταση μεταξύ των υπαρχόντων χρηστών. Η γη και το νερό για την υδατοκαλλιέργεια θα είναι όλο και περισσότερο ακριβά στο μέλλον. Οι εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας δυνατόν να υποχρεωθούν να μετακινηθούν στην ανοικτή θάλασσα, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο για ορισμένα είδη. Η τεχνολογία υδατοκαλλιέργειας στην ανοικτή θάλασσα χρειάζεται να αναπτυχθεί περισσότερο.

Το Πρόγραμμα Επίδειξης της Επιτροπής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών έδειξε ότι η καλύτερη απάντηση σε τέτοιου είδους περίπλοκες καταστάσεις είναι μία ολοκληρωμένη τοπική προσέγγιση, η οποία να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τα πολλά διαφορετικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια περιοχή και να αφορά όλους τους παράγοντες του κλάδου.

Αγορές και διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο: Οι ειδικές διαφημιστικές εκστρατείες αποτελούν σημαντικά εργαλεία για το άνοιγμα νέων αγορών και για την επέκταση των υπαρχουσών, αλλά η δημόσια στήριξη μέσω του ΧΜΠΑ [6] αποδείχθηκε ανεπαρκής, δεδομένου ότι το κόστος είναι ακόμη υπερβολικά υψηλό για τους «πτωχούς» κλάδους της υδατοκαλλιέργειας και είναι σχεδόν αδύνατο να χρηματοδοτηθούν διεθνικές εκστρατείες. Συχνά, δεν υπάρχουν αξιόπιστες στατιστικές για την κατανάλωση ψαριών και επιπλέον χρειάζονται οικονομικές αναλύσεις, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων για τις μακροπρόθεσμες τάσεις. Ουσιαστικής σημασίας είναι επίσης οι στατιστικές πληροφορίες πραγματικού χρόνου για την παραγωγή και τις αγορές. Οι καλλιεργητές δεν χρησιμοποιούν αρκετά τα διαθέσιμα επίσημα συστήματα ποιότητας. Επιπροσθέτως, η απροθυμία ορισμένων ευρωπαίων καλλιεργητών να προσχωρήσουν σε κοινές οργανώσεις αντανακλά την άκρως ατομιστική φύση του επαγγέλματος, αλλά η απουσία μιας συνεκτικής προσέγγισης έχει ήδη προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στις περιφερειακές αγορές για ορισμένα είδη.

[6] Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2792/99, ΕΕ L 337 της 30.12.1999

Διαχείριση: Δεν υπάρχει συνεκτική και ειδικευμένη κοινοτική νομοθεσία για την υδατοκαλλιέργεια, δεδομένου ότι πολλά θέματα της υδατοκαλλιέργειας ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία, η οποία επηρεάζεται από έναν αριθμό οριζοντίων κοινοτικών οδηγιών. Η περίπλοκη αυτή κατάσταση υποστηρίζεται ότι οδηγεί σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών των διαφόρων κρατών μελών.

Εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων καθώς και της υγείας και της καλής μεταχείρισης των ζώων

Τα θαλασσινά είναι μία σημαντική πηγή πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, πρωτεϊνών, φωσφόρου, σιδήρου, σεληνίου, ιωδίου και βιταμινών. Οι καταναλωτές πρέπει να μπορούν να ωφελούνται από τις ιδιότητες αυτές και να τους παρέχεται ταυτόχρονα επίσης η εγγύηση ότι τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας είναι υγιεινά και ασφαλή.

Διοξίνη: Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 27 Νοεμβρίου 2001 την οδηγία του Συμβουλίου 2001/102/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/29/ΕΚ για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων [7], για τη θέσπιση των μέγιστων ορίων διοξίνης στα ιχθυάλευρα, στα ιχθυέλαια και στις ιχθυοτροφές. Στις 29 Νοεμβρίου 2001, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2375/2001 του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής για τον καθορισμό των μέγιστων τιμών ανοχής για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα [8], θεσπίζοντας μέγιστα επίπεδα για τη διοξίνη στα ψάρια. Το μέγιστο επίπεδο για τα ψάρια θα αποκλείσει το περισσότερο μολυσμένο ποσοστό 5 % των αλιευτικών προϊόντων από την αγορά. Είναι απίθανο να υπάρξουν επιπτώσεις για τα εκτρεφόμενα ψάρια, δεδομένου ότι οι τροφές για τα ψάρια πρέπει να συμμορφούνται με ένα αυστηρό μέγιστο επίπεδο που έχει ως αποτέλεσμα η ιχθυοκαλλιέργεια να τηρεί το μέγιστο επίπεδο διοξίνης που έχει καθορισθεί για τα ψάρια.

[7] ΕΕ L 6 της 10.1.2002

[8] ΕΕ L 321 της 6.12.2001

Αντιβιοτικά: Η χρήση αντιβιοτικών στην ευρωπαϊκή υδατοκαλλιέργεια μειώθηκε αξιοσημείωτα κατά την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της ανάπτυξης εμβολίων. Η τάση αυτή θα έπρεπε να ενθαρρυνθεί περαιτέρω και η ανάπτυξη νέων εμβολίων αποτελεί προτεραιότητα στον τομέα της έρευνας. Αυτό θα πρέπει επίσης να γίνει προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω η προφυλακτική χρήση των αντιβιοτικών. Τα κατάλοιπα αντιβιοτικών στις τροφές παρακολουθούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας του Συμβουλίου 96/23/ΕΚ [9]. Οι τρίτες χώρες που εξάγουν στην ΕΕ απαιτείται επίσης να εφαρμόζουν σχέδια παρακολούθησης καταλοίπων για την τήρηση των κοινοτικών απαιτήσεων.

[9] ΕΕ L 125 της 23.5.1996

Τα επιβλαβή φύκια απειλούν συχνά τη δημόσια υγεία και προκαλούν οικονομικές ζημίες στην αλιεία, στην υδατοκαλλιέργεια και στον τουρισμό. Τα αίτια τους δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητά, αλλά υπάρχει αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με το βασικό ρόλο των θρεπτικών ουσιών.

Υγεία των ζώων: Η πρώτη κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την υγεία των ζώων στην υδατοκαλλιέργεια θεσπίσθηκε το 1991. Σήμερα, εφαρμόζεται λεπτομερής και εναρμονισμένη νομοθεσία που καλύπτει θέματα υγείας των ζώων υδατοκαλλιέργειας. Η πρωτογενής νομοθεσία περιλαμβάνει όρους που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας [10], μέτρα για τον έλεγχο ορισμένων νόσων ψαριών [11] και ορισμένων νόσων που επηρεάζουν τα δίθυρα μαλάκια [12]. Εντούτοις, η νομοθεσία αφορά την κατάσταση του κλάδου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και, ως εκ τούτου, πρέπει να επικαιροποιηθεί και να προσαρμοσθεί στις σημερινές συνθήκες παραγωγής και αγοράς.

[10] Οδηγία 91/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 46 της 19.2.1991) όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την οδηγία 98/45/ΕΚ (ΕΕ L 189 της 3.7.1998)

[11] Οδηγία 93/53/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 175 της 19.7.1993) όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την απόφαση 2001/288/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 99 της 10.4.2001)

[12] Οδηγία 95/70/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 332 της 30.12.1995) όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την απόφαση 2001/293/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 100 της 11.4.2001)

Ψείρα της θάλασσας: Ένα ιδιόμορφο κτηνιατρικό πρόβλημα που συνδέεται με την εκτροφή σολομών οφείλεται στην θαλάσσια ψείρα. Τα παράσιτα αυτά πολλαπλασιάζονται στον εκτρεφόμενο σολομό και τα νεαρά μη εκτρεφόμενα ψάρια μεταναστευτικών ειδών (κυρίως η θαλάσσια πέστροφα) θα μπορούσαν να μολυνθούν σοβαρά κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων τους στις εκβολές ποταμών. Η μείωση της αφθονίας μη εκτρεφόμενων σολομονοειδών συνδέεται επίσης με άλλους παράγοντες, αλλά υπάρχουν συνεχώς περισσότερα επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν μία άμεση σχέση μεταξύ του αριθμού των μη εκτρεφόμενων ψαριών που έχουν προσβληθεί από θαλάσσια ψείρα και της παρουσίας κλωβών στις ίδιες εκβολές.

Ο έλεγχος των νόσων στην υδατοκαλλιέργεια θα πρέπει να αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην πρόληψη (ορθές πρακτικές διαχείρισης, εμβόλια, κλπ.) παρά στη θεραπεία, αλλά η χρήση κτηνιατρικών φαρμάκων είναι αναγκαία σε ορισμένες περιστάσεις. Δεδομένου ότι τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα μπορούν να λάβουν άδεια διάθεσής τους στην αγορά μετά από πλήρη αξιολόγηση της ποιότητας, επάρκειας και ασφάλειας τους [13], οι σημαντικές επενδύσεις που χρειάζονται για την ανάπτυξη νέων κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων περιορίζουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων για ορισμένα ζωικά είδη ή νόσους [14].

[13] Βάσει της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου 2001 για τον κοινοτικό κώδικα για κτηνιατρικά προϊόντα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1)

[14] Ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Δεκεμβρίου 2000, COM(2000)806 τελικό

Αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Είναι σημαντικό για κάθε εγκατάσταση υδατοκαλλιέργειας να παράγει ένα προϊόν που να μην είναι μόνο αποδεκτό από τους καταναλωτές από απόψεως τιμής, ποιότητας και ασφάλειας, αλλά επίσης και από απόψεως περιβαλλοντικού κόστους. Η υδατοκαλλιέργεια κατηγορείται για τη δημιουργία αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρά το γεγονός ότι πολλές από τις επιπτώσεις αυτές χρειάζεται ακόμη να αποδειχθούν επιστημονικά. Θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις για την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Η.Ε. για τη βιοποικιλότητα [15] και έχει προσχωρήσει στον κώδικα συμπεριφοράς του FAO για μία υπεύθυνη αλιεία [16]. Είναι προφανές ότι η κοινοτική στρατηγική για την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας πρέπει να είναι συνεκτική με τις στρατηγικές για την προστασία του περιβάλλοντος [17].

[15] Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα που υιοθετήθηκε στις 5 Ιουνίου 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 29 Δεκεμβρίου 1993

[16] Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, 1995

[17] Ιδίως, την ευρωπαϊκή στρατηγική για βιώσιμη ανάπτυξη [COM(2001) 264 τελικό], το σχέδιο δράσης βιοποικιλότητας για την αλιεία [COM(2001)162 τελικό, Τόμ. IV], και την ανακοίνωση της Επιτροπής για το έκτο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [COM(2001) 31 τελικό]

Ευτροφισμός: Η επίπτωση αποδέσμευσης αζώτου και φωσφόρου από περιττώματα εκτρεφόμενων ζώων ή από αχρησιμοποίητη τροφή των εγκαταστάσεων υδατοκαλλιέργειας έχει γενικά μικρή σημασία σε σύγκριση με την τοπική εισροή θρεπτικών ουσιών σε ανοικτές υδάτινες μάζες, αλλά μπορεί να είναι σημαντική για την περιοχή της εγκατάστασης και τις άμεσα παρακείμενες περιοχές. Η επίπτωση επί της βιοποικιλότητας εξαρτάται από τον αριθμό και την έκταση των εγκαταστάσεων καθώς και τη θέση τους. Σε περιοχές με πολλές εγκαταστάσεις, ο εμπλουτισμός με θρεπτικές ουσίες και ο κίνδυνος ευτροφισμού αποτελούν σημαντικά θέματα.

Εκτροφή άγριων ψαριών: Η ζήτηση ιχθυδίων μη εκτρεφόμενης προέλευσης που προκαλείται από την ανάπτυξη της καλλιέργειας χελιών και τόνου μπορεί να βλάψει την κατάσταση των ήδη άκρως εκμεταλλευόμενων αυτών αποθεμάτων.

Διαφεύγοντα ψάρια, ξένα είδη και γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί: Τα διαφεύγοντα ψάρια που εισέρχονται σε ιθαγενείς πληθυσμούς μπορούν να προκαλέσουν μακροπρόθεσμη ζημία λόγω της απώλειας της γενετικής ποικιλότητας. Η εισαγωγή ξένων ειδών μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα βιοποικιλότητας εάν τα απελευθερωθέντα ή διαφυγόντα ψάρια "ριζώσουν" στο νέο τους περιβάλλον. Η εν δυνάμει εκούσια απελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων ψαριών χωρίς μέτρα περιορισμού τους δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά τους κινδύνους στο περιβάλλον. Η εισαγωγή νέων ειδών μπορεί επίσης να οδηγήσει στην εισαγωγή νόσων, τόσο στα εκτρεφόμενα όσο και στα μη εκτρεφόμενα αποθέματα.

Θετικές επιπτώσεις της εκτατικής καλλιέργειας: Η βιώσιμη υδατοκαλλιέργεια μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση και στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος κατά πολλούς τρόπους. Τα εκτατικά συστήματα αποτελούν έναν πολύ καλό τρόπο εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων των υδρόβιων οργανισμών και, ως εκ τούτου, η εκτατική καλλιέργεια αποτελεί έναν τρόπο σύνδεσης μιας οικονομικής δραστηριότητας και της διατήρησης/ανάπτυξης των υγροτόπων. Δυστυχώς, η εξάρτησή τους από φυσικές διαδικασίες δημιουργεί επίσης περιορισμούς στην παραγωγικότητά τους, η οποία συνεπάγεται χαμηλή ανταγωνιστικότητα έναντι των εντατικών οικονομικών δραστηριοτήτων.

Ανανέωση του αποθέματος: Πολλά ιχθυοαποθέματα γλυκέων υδάτων θα είχαν μειωθεί σημαντικά ή θα είχαν εξαφανισθεί από το φυτικό οικότοπό τους λόγω των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων χωρίς τακτική ανανέωση του αποθέματος με ψάρια που αποτελούν προϊόν εκτροφής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει πραγματοποιηθεί «οικολογική» ανανέωση του αποθέματος είδους, το οποίο εξαφανίστηκε από μία περιοχή, όπως είναι στην περίπτωση του οξύρρυγχου.

Προστατευόμενα είδη-θηρευτές: Οι εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας δυνατόν να υφίστανται ζημίες από ορισμένα προστατευόμενα άγρια είδη πτηνών και θηλαστικών. Η θηρευτική δραστηριότητα μπορεί να μειώσει σημαντικά τα κέρδη μιας επιχείρησης υδατοκαλλιέργειας και ο έλεγχος των θηρευτών είναι δύσκολος, ιδίως σε μεγάλες τεχνητές λίμνες ή λιμνοθάλασσες. Η αποτελεσματικότητα χρήσης «σκιάχτρων» είναι αμφίβολη, λόγω του γεγονότος ότι τα ζώα εξοικειώνονται γρήγορα με αυτά. Στην περίπτωση των κορμοράνων, ίσως η μόνη προστασία για τις δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας συνίσταται στη διαχείριση των αυξανόμενων ακόμη άγριων πληθυσμών.

Ενθάρρυνση της έρευνας

Δεδομένου ότι οι εταιρείες τείνουν να γίνουν μεγαλύτερες, υπάρχει μία τάση για έρευνες που διεξάγονται από εταιρείες. Εντούτοις, το κόστος των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης αποτελεί ένα σημαντικό θέμα, λόγω του γεγονότος ότι οι σημερινές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλοί κλάδοι της υδατοκαλλιέργειας εμποδίζουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να επενδύουν επαρκείς πόρους στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Υπάρχει επίσης ανάγκη για περισσότερη έρευνα για φαρμακευτικά προϊόντα. Εν τούτοις, οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν επιδεικνύουν πάντοτε ενδιαφέρον, δεδομένου ότι η αγορά είναι μικρή και το μέγεθος του τομέα περιορισμένο.

3. ΣΤΟΧΟΙ

* Δημιουργία μακροπρόθεσμων ασφαλών θέσεων απασχόλησης, ιδίως σε περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία.

* Διασφάλιση της διαθεσιμότητας στους καταναλωτές προϊόντων που να είναι υγιή, ασφαλή και καλής ποιότητας, καθώς και προώθηση υψηλών προτύπων υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων.

* Εξασφάλιση ενός περιβαλλοντικά υγιούς κλάδου.

Η κοινοτική στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας αποσκοπεί στη δημιουργία των καλύτερων δυνατών συνθηκών που θα βοηθήσουν τους υδατοκαλλιεργητές να προσφέρουν ένα υγιές προϊόν στις ποσότητες που απαιτούνται από την αγορά, χωρίς ταυτόχρονα να υποβαθμίζουν το περιβάλλον. Η επιτυχία της στρατηγικής εξαρτάται από τη συνεργασία όλων των παραγόντων του τομέα: κυρίως εθνικές και τοπικές δημόσιες διοικήσεις, αλλά επίσης και ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας και οι αντιπρόσωποι των άλλων ενδιαφερομένων, όπως είναι οι καταναλωτές. Το υπόλοιπο μέρος του εγγράφου καθορίζει τις απαιτούμενες ενέργειες και το κατάλληλο επίπεδο εφαρμογής τους.

Δημιουργία μακροπρόθεσμης ασφαλούς απασχόλησης, ιδίως σε περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία

Ο πρώτος φιλόδοξος στόχος είναι η αύξηση της απασχόλησης στην υδατοκαλλιέργεια μεταξύ 8 000 και 10 000 ισοδύναμων θέσεων πλήρους απασχόλησης κατά την περίοδο 2003-2008. Αυτό θα επιτευχθεί κυρίως σε περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία με την ανάπτυξη της καλλιέργειας μαλακίων καθώς και της καλλιέργειας με τη χρήση κλωβών, και θα δώσει την ευκαιρία σε εργαζομένους που χάνουν τις θέσεις τους στον τομέα της αλίευσης. Η επιτυχία του στόχου αυτού θα εξαρτηθεί από τέσσερις επιμέρους στόχους:

α) Αύξηση του ποσοστού ανάπτυξης της παραγωγής της κοινοτικής υδατοκαλλιέργειας σε 4 % ετησίως. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη του επιμέρους τομέα των μαλακίων, στην εκτροφή νέων ειδών, στη «βιολογική» παραγωγή και στην περιβαλλοντικώς πιστοποιημένη παραγωγή.

β) Επίλυση των συγκρούσεων για την απόκτηση χώρου, οι οποίες σήμερα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές.

γ) Προώθηση της ανάπτυξης της αγοράς. Η διεύρυνση των διεξόδων των αγορών, το άνοιγμα νέων αγορών, η ολοκλήρωση της παραγωγής και των πωλήσεων, η ενθάρρυνση της ζήτησης με πολιτικές ποιότητας και προώθησης των προϊόντων και η συλλογή και ανάλυση δεδομένων παραγωγής και αγοράς πραγματικού χρόνου απαιτούνται να εφαρμοστούν για τον σκοπό αυτό.

δ) Βελτίωση της διαχείρισης του τομέα της υδατοκαλλιέργειας.

Εξασφάλιση της διαθεσιμότητας στους καταναλωτές προϊόντων που είναι υγιή, ασφαλή και καλής ποιότητας, καθώς επίσης και προώθηση υψηλών προτύπων υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων.

Οι καταναλωτές πρέπει να συνεχίσουν να ωφελούνται από τις θετικές επιπτώσεις στην υγεία που προκύπτουν από την κατανάλωση ψαριών και μαλακοστράκων. Είναι βασικό να προσφέρεται το μέγιστο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή από απόψεως ασφάλειας και ποιότητας των προϊόντων, να μειωθεί η επίπτωση των νόσων των εκτρεφόμενων ζώων και να προληφθεί η μετάδοση νόσων προς και από τα άγρια αποθέματα. Άλλα θέματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου είναι η καλή μεταχείριση των εκτρεφόμενων ψαριών και οι κίνδυνοι που συνδέονται με επιβλαβή φύκια.

Εξασφάλιση ενός περιβαλλοντικά υγιούς κλάδου

Είναι σημαντικό να μειωθούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της υδατοκαλλιέργειας με την ανάπτυξη μιας σειράς κανόνων ή/και εθελοντικών συμφωνιών για την πρόληψη της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρισθεί και να ενθαρρυνθεί η θετική συμβολή ορισμένων εξελίξεων της υδατοκαλλιέργειας στο περιβάλλον, μεταξύ άλλων και με την παροχή κινήτρων δημόσιας χρηματοδότησης.

Τέλος, ο γενικός στόχος της διεύρυνσης της βάσης των γνώσεων του κλάδου αφορά όλες τις απόψεις της καλλιέργειας και είναι πρωταρχικής αξίας για την υδατοκαλλιέργεια όπως είναι και για κάθε σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα. Είναι ουσιαστικό να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη, η επέκταση των ευκαιριών για τη δημόσια χρηματοδότησή της και η προώθηση ιδιωτικών πρωτοβουλιών στον τομέα αυτό.

4. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

4.1. Αύξηση της παραγωγής

* Επαναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων για δημόσια ενίσχυση μέσω του ΧΜΠΑ.

* Προώθηση της έρευνας νέων ειδών καθώς και για εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών για τις ιχθυοτροφές.

* Δημιουργία ειδικών κοινών ορισμών και κανόνων για τη βιολογική και την «περιβαλλοντικά φιλική» υδατοκαλλιέργεια.

Δημόσια ενίσχυση: Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2792/99 δηλώνει σαφώς ότι δεν θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι αυξήσεις της παραγωγής οι οποίες πιθανόν να προκαλέσουν προβλήματα στην αγορά. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προτείνει να προσανατολισθεί η παρέμβαση των δημόσιων αρχών υπέρ της υδατοκαλλιέργειας προς μέτρα τα οποία να ευνοούν τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και τη διαφοροποίηση και όχι αύξηση της ικανότητας παραγωγής για είδη για τα οποία η αγορά βρίσκεται σε σημείο κορεσμού. Θα πρέπει να αναληφθεί δράση για την κατάρτιση μέτρων, όπως είναι τα μέτρα για την επιμόρφωση, την παρακολούθηση, την έρευνα και την ανάπτυξη καθώς και καθαρές τεχνολογίες εκτροφής. Η βελτίωση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας, όπως είναι η εκτροφή μαλακίων, οι οποίες είναι σημαντικές για τη διατήρηση του κοινωνικού και περιβαλλοντικού ιστού ορισμένων περιοχών, θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθεί.

Νέα είδη: Η Επιτροπή πιστεύει ότι η έρευνα της διαφοροποίησης των ειδών αποτελεί υψίστη προτεραιότητα τόσο για τα ψάρια όσο και για τα μαλάκια. Τα επιλεγόμενα νέα είδη πρέπει απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις των καταναλωτών, σύμφωνα με τις νέες τάσεις της αγοράς. Οι προσπάθειες θα έπρεπε ενδεχομένως να προσανατολισθούν σε είδη, όπως είναι τα φύκια, τα μαλάκια και τα χορτοφάγα ψάρια, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν την πρωτογενή παραγωγή αποτελεσματικότερα. Μία άλλη προτεραιότητα είναι η εισαγωγή αποτελεσματικών προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης με τη χρήση της επιλεκτικής εκτροφής, δεδομένου ότι θα οδηγήσει σε σημαντικά κέρδη από πλευράς παραγωγικότητας. Η εισαγωγή νέων ειδών θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εισαγωγή νόσων.

Οργανική και «περιβαλλοντικά φιλική» υδατοκαλλιέργεια: Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου [18] καθορίζει ένα πλαίσιο κοινοτικών κανόνων για την παραγωγή, τη σήμανση και την επιθεώρηση της βιολογικής καλλιέργειας. Για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών και αγοραστών, η Επιτροπή επιθυμεί να συμπεριλάβει κανόνες βιολογικής υδατοκαλλιέργειας στον κανονισμό. Ορισμένες μορφές υδατοκαλλιέργειας οι οποίες είναι ιδιαίτερα ευεργετικές για την προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος μπορούν να λαμβάνουν ειδική στήριξη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης σημάτων (βλ. τμήμα 4.8.).

[18] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής, ΕΕ L 198 της 22.7.1991

Τροφές υδατοκαλλιέργειας: Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έρευνα για την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών πρωτεΐνης για ιχθυοτροφές θα έπρεπε να έχει υψηλή προτεραιότητα προκειμένου να επιτρέψει μία περαιτέρω ανάπτυξη της καλλιέργειας σαρκοφάγων ψαριών και, ταυτόχρονα, να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της αλιείας για την παραγωγή ιχθυαλεύρων. Οι τροφές που χρησιμοποιούνται στην υδατοκαλλιέργεια, πρέπει να μην παρουσιάζουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, τη ζωική υγεία ή το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η κοινοτική νομοθεσία θα συνεχίζει να στηρίζεται σε καταλόγους ουσιών που μπορούν ή δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σε ζωοτροφές. Οι όροι παρασκευής των ζωοτροφών πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια του τελικού προϊόντος. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει προσεχώς πρόταση για την υγιεινή των ζωοτροφών, η οποία θα καλύπτει επίσης τις τροφές υδατοκαλλιέργειας. Επιπροσθέτως, όλες οι πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στις ζωοτροφές, λαμβάνουν άδεια χρησιμοποίησής τους και παρακολουθούνται από την κοινοτική νομοθεσία. Ο κατάλογος αυτός αξιολογείται και επικαιροποιείται κατά τακτικά διαστήματα υπό το φως νέων επιστημονικών ευρημάτων.

4.2. Ανταγωνισμός για την εξεύρεση χώρου

* Ανάπτυξη κλειστών συστημάτων ανακυκλοφορίας του νερού, τεχνολογία κλωβών ψαριών ανοικτής θάλασσας, εξέδρες και παραγάδια εκτροφής μαλακίων ανοικτής θάλασσας.

* Ενσωμάτωση μελλοντικών εξελίξεων της υδατοκαλλιέργειας σε ολοκληρωμένες περιφερειακές στρατηγικές και σχέδια διαχείρισης.

Καλλιέργεια εσωτερικών υδάτων: Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κλειστά συστήματα ανακυκλοφορίας του ύδατος θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω προκειμένου να μειωθεί η ζήτηση ύδατος και να μεταφερθούν οι εγκαταστάσεις σε περιοχές με λιγότερη αξία γης. Έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα περιορισμένο αριθμό ειδών, αλλά για πολλά άλλα δεν είναι ακόμα αποτελεσματικά από απόψεως κόστους σε εμπορική κλίμακα. Η περαιτέρω έρευνα και η βελτίωση της τεχνολογίας μπορεί να καταστήσει τα συστήματα ανακυκλοφορίας περισσότερο βιώσιμα από οικονομικής απόψεως.

Θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια: Οι κλωβοί ψαριών θα πρέπει να μετακινηθούν ακόμη περισσότερο μακριά από τις ακτές και θα πρέπει να προωθηθεί περισσότερη έρευνα και ανάπτυξη της τεχνολογίας κλωβών ανοικτής θάλασσας για το σκοπό αυτό. Η εμπειρία που έχει αποκτηθεί εκτός του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας, π.χ. η εμπειρία των εξεδρών άντλησης πετρελαίου, μπορεί να προσαρμοστεί κατάλληλα στον τομέα εξοπλισμού της υδατοκαλλιέργειας, επιτρέποντας εξοικονόμηση του κόστους ανάπτυξης τεχνολογιών.

Καλλιέργεια μαλακίων: Στις παραδοσιακές περιοχές καλλιέργειας μαλακίων, ο ανταγωνισμός για εξεύρεση χώρου δεν αποτελεί μείζον θέμα, αλλά η εξεύρεση χώρου για νέες εγκαταστάσεις είναι δύσκολη λόγω του ότι το είδος αυτό καλλιέργειας είναι πολύ ευαίσθητο στην εξωτερική ρύπανση και απαιτεί μεγάλους χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη εξεδρών και παραγαδιών εκτροφής ανοικτής θαλάσσης υπήρξε επιτυχής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πιστεύει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στην χρηματοδότηση της τεχνολογίας αυτής μέσω του ΧΜΠΑ, η οποία θα βοηθήσει στην επέκταση του επιμέρους αυτού κλάδου, έστω και αν είναι περισσότερο επαχθής από απόψεως επένδυσης αρχικού κεφαλαίου και λειτουργικού κόστους.

Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Ζωνών (ΟΔΠΖ): Η προοπτική της απομάκρυνσης της υδατοκαλλιέργειας από τις ακτές δεν θα έπρεπε να την εμποδίζει να θεωρείται ως χρήστης των παράκτιων περιοχών με τα ίδια δικαιώματα όπως άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η μελλοντική ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας θα πρέπει να στηρίζεται σε σχέδια Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παράκτιων Ζωνών τα οποία εξετάζουν την υδατοκαλλιέργεια σε σχέση με όλες τις υφιστάμενες και τις εν δυνάμει δραστηριότητες και να λαμβάνουν υπόψη τη συνδυασμένη επίπτωσή τους στο περιβάλλον.

Η Επιτροπή έχει υποβάλει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ΟΔΠΖ [19], βάσει της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν σχετική κοινοτική σύσταση [20]. Η στρατηγική θα έπρεπε να οδηγήσει σε βελτιωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών. Η σύσταση καθορίζει την καλλιέργεια μεταξύ των κλάδων και των τομέων που πρέπει να εξετασθούν στις μελλοντικές εθνικές στρατηγικές ΟΔΠΖ. Η προσέγγιση που περιγράφεται στην στρατηγική και στη σύσταση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για την εισαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης σε άλλα τμήματα της ευρωπαϊκής επικράτειας (π.χ. οι λεκάνες απορροής των ποταμών είναι οι καταλληλότερες μονάδες διαχείρισης σε εσωτερικά ύδατα).

[19] COM(2000) 547 τελικό

[20] Σύσταση 2002/413/ΕΚ της 30.5.2002, ΕΕ L 148/24 της 6.6.2002

4.3. Ανάπτυξη της αγοράς, προώθηση στο εμπόριο και ενημέρωση

* Αύξηση της χρήσης των επίσημων σημάτων ποιότητας.

* Βελτίωση της εικόνας του κλάδου και ανάπτυξη διαφημιστικών εκστρατειών.

* Ανάπτυξη νέων εργαλείων για τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών για την παραγωγή και τις αγορές.

* Περαιτέρω ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων μεταξύ των καλλιεργητών.

Ποιότητα: Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε προϊόντα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο από την ποιότητα του προϊόντος, όπως την αντιλαμβάνεται ο καταναλωτής, όσο και από τις πληροφορίες σχετικά με το προϊόν. Σχετικά με το θέμα αυτό, η κατάλληλη και καλά σχεδιασμένη σήμανση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο. Οι ευρωπαίοι υδατοκαλλλιεργητές θα έπρεπε να επωφελούνται των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τα κοινοτικά συστήματα προώθησης των προϊόντων στην αγορά και την χρήση επίσημων σημάτων ποιότητας που διατίθενται [21]. Η Κοινότητα έχει δημιουργήσει λογότυπους που καθιστούν εύκολη την αναγνώριση προϊόντων τροφίμων που χρησιμοποιούν τα εν λόγω συστήματα προστασίας της ποιότητας. Η ευρύτερη χρήση τους θα έπρεπε να ενθαρρυνθεί, ακόμη και αν το ΧΜΠΑ χρηματοδοτήσει το κόστος της πιστοποίησης της ποιότητας. Μέχρι σήμερα, μόνο τρία προϊόντα υδατοκαλλιέργειας έχουν λάβει το σήμα αυτό.

[21] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 του Συμβουλίου, ΕΕ L 208 της 24.7.1992 και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2082/92 του Συμβουλίου, ΕΕ L 208 της 24.7.1992

Προώθηση: Δεδομένου ότι η εικόνα των καλλιεργούμενων ψαριών μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τη μία χώρα στην άλλη, πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια ενημέρωσης. Κατά συνέπεια, οι όροι στήριξης του ΧΜΠΑ για ειδικές διαφημιστικές εκστρατείες θα πρέπει να αναθεωρηθούν προκειμένου να διατεθούν κεφάλαια σε έναν ειδικό προϋπολογισμό για διεθνικές εκστρατείες.

Δεδομένα αγοράς: Θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μηχανισμοί για την παρακολούθηση της αγοράς και την ενημέρωση των παραγόντων του κλάδου σχετικά με την εξέλιξή της σε πραγματικό χρόνο (π.χ. από δημοπρασίες ή δεδομένα εκμεταλλεύσεων). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προσφέρουν στήριξη μέσω του ΧΜΠΑ για την ανάπτυξη περισσότερο εμπεριστατωμένων και αποτελεσματικών εργαλείων ενημέρωσης και επικοινωνίας για τη μεταφορά εμπορικών πληροφοριών, να επιτρέψουν μία ταχύτερη εφαρμογή μέτρων προώθησης, την οργάνωση στρατηγικών αγοράς και την εφαρμογή κατάλληλων διαρθρωτικών αλλαγών. Εντούτοις, τα συστήματα αυτά δεν πρέπει να μειώσουν τον ανταγωνισμό ή να ενθαρρύνουν συμφωνίες μεταξύ παραγωγών για τον καθορισμό τιμών.

Εταιρικές σχέσεις καλλιεργητών: Το σημαντικότερο μέτρο προώθησης προϊόντων στην αγορά που θα έπρεπε να λάβουν οι καλλιεργητές είναι να αναπτύξουν περαιτέρω τη σύσταση ενώσεων, εμπορικών οργανώσεων και οργανώσεων/ενώσεων παραγωγών. Αυτά είναι σημαντικά εργαλεία για την πρόληψη αναταραχών στον τομέα της προσφοράς καθώς και για την αντιστάθμιση της έλλειψης οικονομίας κλίμακας των μικρών εκμεταλλεύσεων.

4.4. Επιμόρφωση

* Προσαρμογή προγραμμάτων επιμόρφωσης στις ανάγκες της υδατοκαλλιέργειας.

* Αναγνώριση του ρόλου των γυναικών.

* Αναγνώριση της υδατοκαλλιέργειας στην αγροτική ανάπτυξη και μεταστροφή της παρακμής σε παράκτιες κοινότητες.

Επιμόρφωση: Πρέπει να καταβληθεί ειδική προσπάθεια για τη βελτίωση της επιμόρφωσης. Η επιμόρφωση των καλλιεργητών είναι ουσιαστικής σημασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα περιβαλλοντικά προβλήματα, δεδομένου ότι πολλά από τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με βελτιώσεις στη διαχείριση των εκμεταλλεύσεων καθώς και επιχειρησιακές πρακτικές. Θα πρέπει να εφαρμοστούν εκπαιδευτικά προγράμματα για την ευαισθητοποίηση των παραγωγών σε θέματα βιωσιμότητας. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξετάσουν τις ανάγκες του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας κατά τον καθορισμό των προγραμμάτων τους που αφορούν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.

Ο ρόλος των γυναικών: Είναι σκόπιμο να βελτιωθεί η ποιότητα και ο αριθμός των ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες, οι οποίες συχνά στηρίζονται σε εποχική απασχόληση ή δραστηριότητες που απαιτούν χαμηλό επίπεδο επιμόρφωσης και αποφέρουν χαμηλούς μισθούς. Η γυναικεία στήριξη στη λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης της μεταποίησης, προώθησης στην αγορά και λιανικής πώλησης) επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας θα πρέπει να αναγνωρισθεί περισσότερο. Η επιμόρφωση γυναικών που ασχολούνται ή επιθυμούν να ασχοληθούν σε λογιστικές ή διοικητικές δραστηριότητες θα έπρεπε να προβλέπεται σε προγράμματα του ΕΚΤ.

Αγροτική και παράκτια ανάπτυξη. μεταστροφή της παρακμής παράκτιων κοινοτήτων: Κατά τον προγραμματισμό μέτρων αγροτικής και παράκτιας ανάπτυξης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναγνωρίζουν τον ρόλο που διαδραματίζει η υδατοκαλλιέργεια στην τοπική οικονομία για τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των περιοχών αυτών και για τη διατήρηση του πληθυσμού πάνω από κρίσιμα επίπεδα. Θα πρέπει επίσης να αναγνωρισθεί ο αποφασιστικός ρόλος της για την ανάπτυξη του τουρισμού.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξετάσουν την προαγωγή της υδατοκαλλιέργειας ως μέσου για τη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για τον επαγγελματικό προσανατολισμό των εργαζομένων στον τομέα της αλιείας. Τα υφιστάμενα κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεων μπορούν να προσαρμοστούν για το σκοπό αυτό στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης μεταρρύθμισης 2003-2004. Η Επιτροπή θα προαγάγει την ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την αντιμετώπιση των κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών συνεπειών της αναδιάρθρωσης της αλιείας.

4.5. Διαχείριση

* Η συμμετοχή των παραγόντων του κλάδου θα πρέπει περαιτέρω να αναπτυχθεί

* Ο κλάδος θα πρέπει να προβεί σε περισσότερη χρήση της αυτορύθμισης και των εθελοντικών συμφωνιών.

Συμμετοχή παραγόντων του κλάδου: Οι πολιτικές που αποσκοπούν απλά και μόνο στην αύξηση της παραγωγής χωρίς να διατηρούν μία αποφασιστική προοπτική της αναληφθείσας στρατηγικής μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τόσο το φυσικό όσο και το οικονομικό περιβάλλον. Η προσφυγή σε ευρύτερες διαβουλεύσεις θα χρειασθεί αλλαγές της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αντίστοιχοι ρόλοι των κυβερνήσεων και του ιδιωτικού τομέα πρέπει να επανακαθορισθούν και η συμμετοχή και η διαβούλευση των παραγόντων του κλάδου (ενώσεις παραγωγών, ερευνητές, καταναλωτές και ειδικές ομάδες ενδιαφερόντων) πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω.

Κώδικες συμπεριφοράς και κώδικες πρακτικής: Η έλλειψη ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για την υδατοκαλλιέργεια επικρίθηκε ότι οδηγεί σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η αυτορύθμιση θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε ορισμένες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο οι υδατοκαλλιεργητές όσο και οι νομοθετικοί θεσμοί. Η Επιτροπή καλεί τις ενώσεις υδατοκαλλιεργητών να αναπτύξουν και να επικαιροποιήσουν τους διεθνικούς κώδικες συμπεριφοράς [22] και ειδικότερα δικούς τους κώδικες συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό θα καθησυχάσει τους καταναλωτές ως προς το ότι ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις που, ενδεχομένως, συνδέονται με τα προϊόντα, επί παραδείγματι από απόψεως περιβάλλοντος και ασφάλειας, δεν ισχύουν για τα προϊόντα εκείνα που αγοράζονται από παραγωγούς ή λιανοπωλητές που εφαρμόζουν τους κώδικες. Οι εθελοντικοί κώδικες μπορούν επίσης να μειώσουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών, να βελτιώσουν την εικόνα των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας και να διευρύνουν τη ζήτηση της αγοράς.

[22] Οι οποίες στηρίζονται στον κώδικα συμπεριφοράς για μία υπεύθυνη αλιεία του FAO (1995) ο οποίος απευθύνεται βασικά στις κυβερνήσεις

EMAS: Μία ειδική περίπτωση εθελοντικής συμφωνίας που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας είναι το σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (ΕΜΑS). Ο κανονισμός EMAS [23] εκτείνει το πεδίο του EMAS σε όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας και εισάγει έναν ειδικό λογότυπο. Η εγγραφή στο σύστημα απαιτεί από μια οργάνωση να υιοθετήσει μία περιβαλλοντική πολιτική που περιέχει δεσμεύσεις τόσο για την επίτευξη συνεχών βελτιώσεων στον περιβαλλοντικό τομέα όσο και τη συμμόρφωση με ολόκληρη τη σχετική περιβαλλοντική νομοθεσία. Η συμμετοχή στο EMAS θα επιτρέψει στις οργανώσεις να αποκομίσουν πλεονεκτήματα στην αγορά και να εξοικονομήσουν δαπάνες. Η Επιτροπή συνιστά στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας να συμμετάσχει στο σύστημα EMAS.

[23] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS), ΕΕ L 114 της 24.4.2001

Περισσότερο εξειδικευμένα σήματα «περιβαλλοντικά φιλικής υδατοκαλλιέργειας» μπορούν επίσης να εξετασθούν. Η Επιτροπή θα μελετήσει εάν πρέπει να καταρτισθούν ειδικές διατάξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή εάν τα σήματα αυτά θα έπρεπε καλύτερα να αναπτυχθούν από τον ίδιο τον κλάδο με βάση τους Κώδικες Ορθότερης Πρακτικής.

4.6. Ασφάλεια προϊόντων υδατοκαλλιέργειας

* Αναπροσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την υγιεινή των τροφίμων.

* Διατάξεις για τα κατάλοιπα διοξίνης και αντιβιοτικών.

* Περισσότερη έρευνα και έλεγχος των τοξικών φυκιών και των νόσων των υδρόβιων ζώων.

* Τακτική επικαιροποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας που αφορά την υγιεινή των υδρόβιων ζώων.

* Τροποποίηση της κτηνιατρικής φαρμακευτικής νομοθεσίας.

4.6.1. Θέματα δημόσιας υγείας

Κοινοτική νομοθεσία για την υγιεινή των ζωοτροφών: Μία αναπροσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για την υγιεινή των ζωοτροφών πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή τον Ιούλιο του 2000 και διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [24]. Η αναπροσαρμογή της νομοθεσίας κινήθηκε κυρίως λόγω της ανάγκης εξασφάλισης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του καταναλωτή. Η εφαρμογή της ανάλυσης κινδύνων και των αρχών ελέγχου (HACCP) και η τήρηση των κανόνων υγιεινής πρέπει να εγγυάται την ασφάλεια αυτή. Επιπροσθέτως, υπάρχει πρόβλεψη για την εφαρμογή των μέτρων υγιεινής σε όλα τα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας, από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι την παράδοση στον τελικό καταναλωτή. Οι υδατοκαλλιεργητές θα απαιτηθεί να τηρούν αρχεία σχετικά με την προστασία της υγείας (καταγωγή ζωοτροφών, κατάσταση υγείας ζώων, χρήση φαρμάκων, κλπ.).

[24] COM(2000) 438 τελικό, ΕΕ C 365 της 19.12.2000

Διοξίνη: Η οδηγία 2001/102/ΕΚ του Συμβουλίου και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2375/2001 του Συμβουλίου προβλέπουν ότι τα μέγιστα επίπεδα διοξίνης στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα θα αναθεωρηθούν για πρώτη φορά μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 το αργότερο υπό το φως νέων δεδομένων σχετικά με την παρουσία διοξινών και συναφών προς τη διοξίνη καταλοίπων PCB, ιδίως ενόψει της συμπερίληψης συναφών προς τη διοξίνη PCB στα προς καθορισμό επίπεδα. Μία περαιτέρω επανεξέταση μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2006 το αργότερο θα έχει ως στόχο τη σημαντική μείωση των μέγιστων επιπέδων.

Αντιβιοτικά: Η ανησυχία για τα τρόφιμα που προκλήθηκε από την ανίχνευση καταλοίπων απαγορευμένων αντιβιοτικών σε εισαγόμενες γαρίδες ιχθυοτροφείου είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη ενός αριθμού ασφαλιστικών μέτρων. Ο έλεγχος της χρήσης αντιβιοτικών στην υδατοκαλλιέργεια και για αντιβιοτικά σε άλλα κατάλοιπα θα ενισχυθεί υπό το φως των ευρημάτων αυτών.

Επιβλαβή φύκια: Ο κίνδυνος τοξικών φυκιών πρέπει να αξιολογηθεί στο πλαίσιο μιας μελέτης σκοπιμότητας για την ίδρυση μιας εγκατάστασης υδατοκαλλιέργειας. Για την καλλιέργεια μαλακοστράκων σε περιοχές που διατρέχουν κίνδυνο, πρέπει να εξασφαλίζεται η συνεχής παρακολούθηση του περιβάλλοντος και των εκτρεφόμενων ζώων (έχει τεθεί ήδη σε εφαρμογή σχετική νομοθεσία). Τα τοξικά φύκια είναι ένας από τους σοβαρότερους περιοριστικούς παράγοντες για το μέλλον της καλλιέργειας μαλακοστράκων στην Ευρώπη και, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πρακτικά μέσα ουσιαστικής μείωσης της επίπτωσης των τοξικών φυκιών ή της επακριβούς πρόβλεψης της παρουσίας τους. Θα πρέπει να διεξαχθεί περισσότερη έρευνα σχετικά με το θέμα αυτό.

4.6.2. Θέματα ζωικής υγείας

Κτηνιατρική νομοθεσία: Υπάρχει μία συνεχής ανάγκη για την Επιτροπή όσον αφορά την τακτική επανεξέταση, επικαιροποίηση και απλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την υγεία των υδρόβιων ζώων και προϊόντων σε σχέση με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες εξελίξεις, ιδίως όσον αφορά την ποικιλότητα της παραγωγής της υδατοκαλλιέργειας και τη διεθνή πρακτική εμπειρία και επιστημονικές γνώσεις.

Στο επίπεδο των υδατοκαλλιεργητών, είναι σημαντικό να ενθαρρυνθούν οι εταιρικές σχέσεις μεταξύ τους και να αναπτυχθούν ορθές πρακτικές διαχείρισης, οι οποίες να περιλαμβάνουν προληπτικά μέτρα που θα έχουν ως στόχο την αποφυγή της εισαγωγής νέων παθογόνων παραγόντων και τη διάδοση νόσων σε εκτρεφόμενα και μη εκτρεφόμενα αποθέματα. Θα πρέπει να επιδιωχθούν τρόποι εισαγωγής νέων ειδών χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο τα υπάρχοντα αποθέματα.

Ψείρα της θάλασσας: Πραγματοποιείται εκτεταμένη έρευνα προκειμένου να εξευρεθούν λύσεις στο πρόβλημα αυτό και η έρευνα αυτή θα πρέπει να συνεχισθεί. Ενθαρρύνονται επίσης μέτρα διαχείρισης: παρακολούθηση, προσωρινή διακοπή καλλιέργειας, συντονισμένη αντιμετώπιση σε παρακείμενες εκμεταλλεύσεις. Θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν μέτρα διαχείρισης για τον έλεγχο της ψείρας της θάλασσας στην προσεχή αναπροσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας όσον αφορά τις νόσους των ψαριών. θα πρέπει ιδίως να εξετασθεί η ανάγκη ζωνών αποκλεισμού.

Κτηνιατρικά φάρμακα: Για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών της υδατοκαλλιέργειας, η Επιτροπή πρότεινε ορισμένες τροποποιήσεις της ισχύουσας φαρμακευτικής νομοθεσίας [25].

[25] COM(2001) 404 τελικό της 26.11.2001

4.7. Καλή μεταχείριση των ζώων

* Πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της καλής μεταχείρισης των εκτρεφόμενων ψαριών

Η κατάσταση καλής μεταχείρισης των εκτρεφόμενων ζώων αποτελεί ένα σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της συνολικής αποδοχής της τεχνολογίας ιχθυοκαλλιέργειας εκ μέρους της κοινωνίας. Η μόνιμη επιτροπή της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των ζώων που φυλάσσονται για σκοπούς εκτροφής (Συμβούλιο της Ευρώπης) επεξεργάζεται επί του παρόντος σύσταση για τα εκτρεφόμενα ψάρια με τη συμμετοχή των υπηρεσιών της Επιτροπής. Όταν εγκριθεί η σύσταση, και εφόσον είναι αναγκαίο για την ομοιόμορφη εφαρμογή της, η Επιτροπή θα εξετάσει να παρουσιάσει πρόταση στο Συμβούλιο για ειδική νομοθεσία για την προστασία των εκτρεφόμενων ψαριών όπως προβλέπεται από την οδηγία 98/58/ΕΚ [26] για την προστασία των εκτρεφόμενων ζώων. Η νομοθεσία αυτή θα μπορούσε να βελτιώσει την αντίληψη του κοινού σχετικά με την εντατική υδατοκαλλιέργεια.

[26] Οδηγία 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 221 της 08.08.1998

4.8. Περιβαλλοντικά θέματα

* Άμβλυνση της επίπτωσης των αποβλήτων.

* Διαχείριση της ζήτησης άγριων ζώων για σκοπούς εκτροφής.

* Ανάπτυξη μέσων για την αντιμετώπιση της επίπτωσης των διαφευγόντων ψαριών, των ξένων ειδών και των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.

* Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης.

* Ειδικά κριτήρια και κατευθυντήριες γραμμές για Αξιολογήσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την υδατοκαλλιέργεια.

* Αναγνώριση και ενίσχυση της θετικής επίπτωσης της εκτατικής καλλιέργειας και της ανανέωσης των αποθεμάτων.

* Εξεύρεση λύσεων για το πρόβλημα της θήρευσης από προστατευόμενα άγρια είδη.

Ευτροφισμός: Η οδηγία 91/676/ΕΟΚ [27] του Συμβουλίου αποσκοπεί στη μείωση της ρύπανσης των υδάτων που προκαλείται ή δημιουργείται από νιτρικά άλατα από γεωργικές πηγές, συμπεριλαμβανομένης της διασποράς ή της απόρριψης αποβλήτων ζώων. Η Επιτροπή θα μελετήσει εάν η οδηγία θα πρέπει να επεκταθεί προκειμένου να περιλάβει την εντατική ιχθυοκαλλιέργεια.

[27] Οδηγία 91/676/ΕΟΚ της 12ης Δεκεμβρίου 1991 σχετικά με την προστασία των υδάτων κατά της ρύπανσης που προκαλείται από νιτρικά άλατα από γεωργικές πηγές. ΕΕ L 375 της 31.12.1991

Οι τρόποι άμβλυνσης της επίπτωσης των θρεπτικών αποβλήτων που αξίζουν εξέτασης από τα κράτη μέλη και από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν: ενσωμάτωση της υδατοκαλλιέργειας στη διαχείριση παράκτιων περιοχών και περιοχών λεκάνης ποταμών, τοποθέτηση εγκαταστάσεων παραγωγής σε περιοχές με καλή εναλλαγή υδάτων, χρήση βελτιωμένων τροφών και μεθόδων εκτροφής και προσωρινή διακοπή της καλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές (μετατόπιση κλωβών προκειμένου να επιταχυνθεί η επικάλυψη του στρώματος του βυθού). Εξοπλισμός επεξεργασίας υγρών αποβλήτων διατίθεται επί του παρόντος για συστήματα με βάση τη ξηρά και οι υδατοκαλλιεργητές μπορούν να ζητήσουν ενίσχυση του ΧΜΠΑ προκειμένου να τον εγκαταστήσουν, ενώ μπορούν να αναπτυχθούν νέα συστήματα συλλογής αποβλήτων κάτω από τους κλωβούς τα οποία θα είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση του ΧΜΠΑ. Η Επιτροπή καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να διευκολύνουν την έκδοση δημόσιων αδειών που απαιτούνται για την εγκατάσταση του εξοπλισμού αυτού. Οι υδατοκαλλιεργητές πρέπει επίσης να διαθέτουν ένα επαρκή αριθμό τόπων εναλλαγής προκειμένου να μπορούν να εφαρμόζουν την προσωρινή διακοπή της καλλιέργειας.

Εκτροφή άγριων ψαριών: Η εκτροφή χελιών και τόνου εξαρτάται σήμερα από την αλίευση άγριων ψαριών, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η ελεγχόμενη αναπαραγωγή σε συνθήκες αιχμαλωσίας των ειδών αυτών. Η καλλιέργεια τόνου έχει αυξανόμενες επιπτώσεις για την αλιεία τόνου στη Μεσόγειο και μπορεί να επηρεάσει το βιοτικό επίπεδο των αλιέων λόγω της αλίευσης ιχθυδίων. Η Επιτροπή θα το λάβει επίσης υπόψη στις σχετικές πρωτοβουλίες διαχείρισης του τύπου αυτού αλιείας.

Διαφεύγοντα ψάρια, ξένα είδη και γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί: Η Επιτροπή έχει χρηματοδοτήσει έρευνα σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζει η ποικιλότητα άγριου σολομού του Ατλαντικού που προκαλείται από διαφεύγοντα ψάρια από ιχθυοτροφεία, αλλά απαιτούνται περαιτέρω μελέτες. Η διαδικασία που άρχισε το Φεβρουάριο του 2000 από τη NASCO και τον κλάδο εκτροφής σολομού Βορείου Ατλαντικού για την ανάπτυξη κατευθυντηρίων γραμμών για την ελαχιστοποίηση διαφευγόντων σολομών αξίζει ιδιαίτερα υποστήριξης. Η Επιτροπή θα εξετάσει εάν οι κατευθυντήριες γραμμές θα έπρεπε να εφαρμοσθούν ως αναγκαστικοί κανόνες και μπορεί να τους επεκτείνει σε άλλα είδη ή οικογένειες ψαριών.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι όλα τα κράτη μέλη πρέπει να προσχωρήσουν στον Κώδικα Πρακτικής για την Εισαγωγή και Μετακίνηση Θαλάσσιων Οργανισμών του ICES [28] για την παρεμπόδιση ακούσιων εισαγωγών. Η Επιτροπή θα προτείνει μέτρα διαχείρισης για την εισαγωγή μη ιθαγενών υδρόβιων ειδών τα οποία συμφωνούν με τις διατάξεις του εν λόγω κώδικα.

[28] Διεθνές συμβούλιο για την εξερεύνηση της θάλασσας, 1995

Η Επιτροπή έχει χρηματοδοτήσει ορισμένα ερευνητικά σχέδια για τους εν δυνάμει κινδύνους των τροποποιημένων γενετικά ψαριών σε εγκαταστάσεις περιορισμού, γεγονός που εγγυάται ότι η Ευρώπη διαθέτει την εμπειρία για την αντιμετώπιση θεμάτων ασφάλειας. Εντούτοις, η Επιτροπή εξετάζει επίσης την ανάγκη για ειδική νομοθεσία για τα γενετικά τροποποιημένα ψάρια.

Δεδομένου ότι η εισαγωγή νέων ειδών για εκτροφή, ιδίως στην περίπτωση που δεν είναι ιθαγενή, μπορεί επίσης να οδηγήσει στην εισαγωγή νόσων, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, εκτός από τις ενδεχόμενες νομοθετικές διατάξεις, ορθές και προσεκτικές πρακτικές διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων στο επίπεδο των εγκαταστάσεων.

Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης (ΟΠΕΡ): Οι δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία του Συμβουλίου 96/61/ΕΚ [29] απαιτούν μία «ολοκληρωμένη και περιοδικά επανεξεταζόμενη» άδεια, η οποία θα αφορά τη ρύπανση του αέρα, του ύδατος και του εδάφους, την πρόληψη και διάθεση των αποβλήτων, τη χρήση της ενέργειας, την πρόληψη ατυχημάτων και τον καθαρισμό περιοχών. Οι όροι της άδειας πρέπει να στηρίζονται στις καλύτερες διαθέσιμες τεχνικές. Η Επιτροπή διοργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνικές, οι οποίες προκύπτουν από διατιθέμενα ελεύθερα έγγραφα αναφοράς σχετικά με τις τεχνικές αυτές (BREF). Η οδηγία ΟΠΕΡ καλύπτει κυρίως βιομηχανικές δραστηριότητες με υψηλό δυναμικό ρύπανσης αλλά επίσης και την εντατική εκτροφή ζώων (χοίροι και πουλερικά). Η Επιτροπή θα εξετάσει τη συμπερίληψη της εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας στο πλαίσιο της οδηγίας ΟΠΕΡ και την ανάπτυξη ενός κατάλληλου BREF.

[29] Οδηγία 96/61/ΕΚ της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, ΕΕ L 257 της 10.10.1996

Αξιολόγηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΑΠΕ): Εμπεριστατωμένες διαδικασίες ΑΠΕ σχετικά με την τοποθεσία των εγκαταστάσεων εκμετάλλευσης θα πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται για εγκαταστάσεις εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας και θα πρέπει να προσαρμόζονται προς τον τύπο και τη κλίμακα της προτεινόμενης εγκατάστασης καθώς και την ευαισθησία των υδάτων της περιοχής. Η Επιτροπή θα εξετάσει τη σκοπιμότητα ανάπτυξης ειδικών κριτηρίων και κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ΑΠΕ για την υδατοκαλλιέργεια.

Εκτατική ιχθυοκαλλιέργεια: Λόγω της χαμηλής οικονομικής της απόδοσης, η ανάπτυξη οικολογικά ωφέλιμης υδατοκαλλιέργειας εξαρτάται από τη δημόσια στήριξη. Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν το θετικό ρόλο της εκτατικής ιχθυοκαλλιέργειας, σε συνδυασμό επίσης με τις δυνατότητές της για τουρισμό, αναψυχή και περιβαλλοντική εκπαίδευση.

Ορισμένες περιβαλλοντικές πτυχές των τεχνητών λιμνών ή άλλων υδάτινων σχηματισμών που χρησιμοποιούνται για την υδατοκαλλιέργεια είναι επιλέξιμες για κοινοτική στήριξη σε σχέση με τη γεωργία και τη διατήρηση του τοπίου, στο πλαίσιο αγροτικών αναπτυξιακών σχεδίων [30]. Η ενδιάμεση αξιολόγηση των αγροτικών αναπτυξιακών σχεδίων θα δώσει μία πρώτη εικόνα της αποτελεσματικότητας της χρηματοδοτικής αυτής στήριξης. Η ενθάρρυνση της εκτατικής υδατοκαλλιέργειας είναι επίσης δυνατή, υπό ορισμένους όρους, μέσω του ΧΜΠΑ, και θα πρέπει να επεκταθεί. Οι υδατοκαλλιεργητές θα πρέπει επίσης να εξετάσουν τη χρήση σημάτων προέλευσης, δεδομένου ότι η ποιότητα των εκτατικά παραγόμενων ψαριών διαφέρει από εκείνη των εντατικά παραγόμενων ψαριών για το ίδιο είδος. Τα εκτατικά παραγόμενα ψάρια μπορούν να παρουσιάζουν εμπορικό πλεονέκτημα.

[30] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.1257/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών, ΕΕ L 160 της 26.6.1999

Ανανέωση του αποθέματος: Τα ψάρια θα πρέπει να προέρχονται από τοπικό απόθεμα προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος αρνητικών γενετικών αλληλεπιδράσεων με άγριους πληθυσμούς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν την ανάπτυξη εγκαταστάσεων ιχθυοκαλλιέργειας που θα δημιουργούνται ειδικά για τη στήριξη της ανανέωσης του αποθέματος των εσωτερικών υδάτων.

Το πρόβλημα της θήρευσης από προστατευόμενα είδη: Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές θα πρέπει να ερευνήσουν μεθόδους για την προστασία των εγκαταστάσεων ιχθυοκαλλιέργειας από άγριους θηρευτές. Βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου [31], τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων των προστατευόμενων ειδών πτηνών προκειμένου να προλαμβάνονται σοβαρές ζημίες στην αλιεία και στα ύδατα καθώς και για την προστασία της χλωρίδας και πανίδας.

[31] Οδηγία 79/409/ΕΟΚ της 2ας Απριλίου 1979 για τη διατήρηση των άγριων πτηνών, ΕΕ L 103 της 25.04.1979

4.9. Έρευνα

* Επέκταση των ευκαιριών χρηματοδότησης της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.

* Ταυτοποίηση προτεραιοτήτων έρευνας.

Έρευνα στις επιχειρήσεις: Η υδατοκαλλιέργεια είναι μία αυτοσυντηρούμενη οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, αναμένεται να λαμβάνει μέτρα για τις δικές της ανάγκες έρευνας και ανάπτυξης. Ωστόσο, η τρέχουσα οικονομική θέση πολλών κλάδων της υδατοκαλλιέργειας δεν επιτρέπει στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν το κόστος των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, χρειάζονται να ενισχυθούν από εθνικά ερευνητικά προγράμματα και γενικές κοινοτικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η χρηματοδότηση ερευνών ΜΜΕ. Προβλέπεται ότι στο μέλλον, το ΧΜΠΑ θα μπορούσε επίσης να παρέχει πρόσθετη στήριξη για μικρής κλίμακας εφαρμοσμένη έρευνα που διεξάγεται από επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας.

Συντονισμός: Μόνο ειδικευμένα ερευνητικά ιδρύματα διαθέτουν τις τεχνικές ικανότητες για να διεξαγάγουν το μεγαλύτερο μέρος της απαιτούμενης έρευνας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ερευνητές θα έπρεπε να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους με τις εθνικές αρχές καθώς και με τον κλάδο.

Το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο: Υπάρχουν επίσης σαφείς ανάγκες στον τομέα της έρευνας σε κοινοτικό επίπεδο για την υποστήριξη της υδατοκαλλιέργειας στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της υδατοκαλλιέργειας και άλλες αλληλεπιδράσεις, καθώς επίσης και θέματα υγείας των ψαριών και των οστρακοδέρμων, αποτελούν σημαντικά θέματα πολιτικής, τα οποία θα πρέπει να υποστηριχθούν με ερευνητικά κεφάλαια για τη στήριξη της ανάπτυξης της κοινοτικής πολιτικής στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου (2002-2006) [32]. Επιπροσθέτως, θα εξετασθούν σχετικά θέματα υγείας καταναλωτή και ποιότητας των προϊόντων από οριζόντια κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα στον τομέα της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων.

[32] Απόφαση αριθ. 2002/1513/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, το οποίο συμβάλλει στη δημιουργία του ευρωπαϊκού ερευνητικού χώρου και στην καινοτομία (2002-2006)

Προτεραιότητες ερευνών: Ορισμένες από τις σημαντικότερες ανάγκες ερευνών όσον αφορά την υδατοκαλλιέργεια παρουσιάζονται στο τμήμα 5.4. του Σχεδίου Δράσης Βιοποικιλότητας για την Αλιεία. Η ανάπτυξη του έκτου προγράμματος-πλαισίου θα δώσει πρόσθετες ευκαιρίες για την ενίσχυση των προτεραιοτήτων έρευνας για τη στήριξη του σχεδίου δράσης. Άλλες σημαντικές ανάγκες έρευνας και ανάπτυξης αναφέρθηκαν σε προηγούμενα τμήματα της παρούσας ανακοίνωσης.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η στρατηγική της Επιτροπής για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κλάδου της υδατοκαλλιέργειας αποσκοπεί:

* στη δημιουργία μακροπρόθεσμης ασφαλούς απασχόλησης, ιδιαίτερα σε περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία.

* στην εξασφάλιση της διαθεσιμότητας στους καταναλωτές προϊόντων που να είναι υγιή, ασφαλή και καλής ποιότητας, καθώς επίσης και στην προαγωγή υψηλών προτύπων υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων.

* στην εξασφάλιση ενός περιβαλλοντικά υγιούς κλάδου.

Η επιτυχία της υδατοκαλλιέργειας στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του κλάδου να είναι οικονομικά βιώσιμος και αυτάρκης. Εδώ υπεισέρχονται θέματα που έχουν σχέση με την ανάπτυξη της παραγωγής, την αγορά, την επιμόρφωση και τη διαχείριση.

Η ανάπτυξη της παραγωγής μπορεί να πραγματοποιηθεί ταχύτερα απ´ό,τι κατά το πρόσφατο παρελθόν, αλλά η υδατοκαλλιέργεια πρέπει να παραμείνει μία δραστηριότητα που καθοδηγείται από την αγορά. Απαιτείται μία σειρά «διαρθρωτικών δράσεων»: διεύρυνση του αριθμού των εκτρεφόμενων ειδών, μη ενθάρρυνση της κατασκευής νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων για είδη που βρίσκονται ήδη στο χείλος του κορεσμού της αγοράς, ανάπτυξη εργαλείων για τον έλεγχο και την ενημέρωση των παραγόντων του κλάδου σχετικά με την παραγωγή και τις αγορές, βελτίωση της προώθησης στο εμπόριο, προσπάθειες στον τομέα της ενημέρωσης, διαφημιστικές εκστρατείες και ειδική διαφήμιση, βελτίωση των εταιρικών σχέσεων μεταξύ των παραγωγών και προώθηση πρακτικής ορθής διαχείρισης. Οι δράσεις αυτές θα έπρεπε να περιλαμβάνουν προληπτικά μέτρα που έχουν ως στόχο την αποφυγή της εισαγωγής νέων παθογόνων ουσιών και τη διάδοση νόσων σε εκτρεφόμενα και μη αποθέματα. Ο κανονισμός του ΧΜΠΑ θα προσαρμοσθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες αυτές προκλήσεις και στόχοι.

Τα θέματα ποιότητας είναι επίσης σημαντικά: η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προβλέψει τα βασικά νομοθετικά κείμενα και πρωτοβουλίες και, κατά συνέπεια, εναπόκειται στους παραγωγούς και στις ενώσεις τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Ο νεοεμφανιζόμενος κλάδος της βιολογικής παραγωγής θα συμβάλει στην επέκταση του τομέα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί ένας κοινός ορισμός για την «βιολογική υδατοκαλλιέργεια» με ειδικούς κανόνες και κριτήρια.

Ένας αποφασιστικός περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της παραγωγής είναι η διαθεσιμότητα χώρου και καθαρών υδάτων. Η ανάπτυξη ορισμένων τεχνολογιών, όπως είναι τα συστήματα ανακυκλοφορίας του ύδατος, οι κλωβοί στην ανοικτή θάλασσα και τα παραγάδια εκτροφής θα επιτρέψουν τη μείωση της εξάρτησης από τους τοπικούς πόρους. Παρόλα αυτά, αυτό δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα προβλήματα. Θα απαιτηθεί Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Παράκτιων Ζωνών για καλύτερη ενσωμάτωση της υδατοκαλλιέργειας με τις άλλες δραστηριότητες που διεξάγονται στις ακτές.

Η επιμόρφωση είναι απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθεί στο μέλλον η είσοδος τεχνικού και διοικητικού προσωπικού με υψηλά προσόντα στον κλάδο, ιδιαίτερα γυναικών.

Η συμμετοχή των παραγόντων του κλάδου στη διαδικασία του σχεδιασμού της πολιτικής για την υδατοκαλλιέργεια σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο πρέπει να βελτιωθεί. Τα κράτη μέλη καλούνται να εξετάσουν το θέμα αυτό. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τον τομέα της υδατοκαλλιέργειας να «αυτορυθμιστεί» και να προσχωρήσει στο σύστημα EMAS.

Για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας υγιεινών προϊόντων για τον καταναλωτή, η Επιτροπή επιλαμβάνεται του βασικού θέματος της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της τρέχουσας αναθεώρησης της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορά τις νέες διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο της διοξίνης και την ενισχυμένη εποπτεία για τα κατάλοιπα αντιβιοτικών. Η Επιτροπή ασχολείται επίσης με την αναπροσαρμογή ενός αριθμού βασικών οδηγιών που αφορούν θέματα δημόσιας και ζωικής υγείας, και για την επικαιροποίηση της νομοθεσίας για κτηνιατρικά φάρμακα. Επιπροσθέτως, πραγματοποιείται τακτική επικαιροποίηση και προσαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την υγεία των ζώων στις εξελίξεις του κλάδου, σύμφωνα με την πρακτική εμπειρία και τις επιστημονικές γνώσεις που αποκτήθηκαν.

Η διεθνής δράση για τη βελτίωση της καλής μεταχείρισης των εκτρεφόμενων ψαριών συνεχίζεται και η Επιτροπή συμμετέχει σε αυτήν. Η Επιτροπή θα εξετάσει την πρόταση νομοθεσίας εν ευθέτω χρόνω.

Για την προαγωγή ενός περιβαλλοντικά υγιούς κλάδου, η Επιτροπή θα εξετάσει την ανάπτυξη ειδικών κριτηρίων και κατευθυντηρίων γραμμών για Αξιολογήσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την υδατοκαλλιέργεια. Μπορεί επίσης να εξετάσει την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με τα «νιτρικά άλατα» (οδηγία 91/676/ΕΚ) προκειμένου να συμπεριληφθεί η εντατική ιχθυοκαλλιέργεια. Η συμπερίληψη της εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας IPPC (οδηγία 96/61/ΕΚ) θα οδηγούσε σε βελτιωμένες περιβαλλοντικές επιδόσεις και θα βοηθήσει στην επιβεβαίωση του ευρωπαίου καταναλωτή σχετικά με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα του κλάδου.

Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν άλλοι εν δυνάμει περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, η Επιτροπή θα εξετάσει την ανάπτυξη κανόνων σχετικά με τον περιορισμό των εκτρεφόμενων ψαριών, την εφαρμογή κανόνων διαχείρισης για την εισαγωγή μη ιθαγενών υδρόβιων ειδών καθώς και την ανάγκη ειδικής νομοθεσίας για τα τροποποιημένα γενετικώς ψάρια.

Η Επιτροπή καλεί τις αρμόδιες εθνικές αρχές να αναγνωρίσουν και να στηρίξουν τις εν δυνάμει ευεργετικές επιπτώσεις της εκτατικής καλλιέργειας στο περιβάλλον. Αυτό επίσης θα απαιτήσει τη λήψη μέτρων για την προστασία της εκτατικής καλλιέργειας από τη θηρευτική δραστηριότητα άγριων ειδών.

Τέλος, θα πρέπει να ενισχυθεί η έρευνα στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας. Οι ανάγκες της κοινοτικής έρευνας και ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας οι οποίες έχουν σαφή σχέση με θέματα της κοινής αλιευτικής πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με κοινοτικά συστήματα χρηματοδότησης των ερευνών. Η έρευνα που έχει σχέση με την ανάπτυξη του κλάδου, θα αντιμετωπισθεί κυρίως από τον ίδιο τον κλάδο, με τη στήριξη εθνικών προγραμμάτων και από γενικές κοινοτικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η χρηματοδότηση ερευνών στον τομέα των ΜΜΕ, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται ότι, στο μέλλον, οι ανάγκες αυτές θα στηρίζονται επίσης από εθνικά προγράμματα ΧΜΠΑ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* Αναμενόμενο έτος υλοποίησης της δράσης.