52002DC0209

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ - 2002 {SEC(2002) 518} /* COM/2002/0209 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ - 2002 {SEC(2002) 518}

Οι δημοσιονομικές πολιτικές στην πρόσφατη συγκυρία: αντιμετώπιση της κυκλικής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας...

Για τη δημοσιονομική πολιτική, το 2001 ήταν η πλέον δυσχερής περίοδος της τριετούς ιστορίας της ΟΝΕ, καθώς η παγκόσμια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας έθεσε για πρώτη φορά σε πραγματική δοκιμασία το πλαίσιο πολυμερούς εποπτείας της ΟΝΕ και ιδίως το δημοσιονομικό της σκέλος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα για τη ζώνη του ευρώ ανήλθε στο 1,3% του ΑΕΠ έναντι 0,7% το 2000. Παρά την πρώτη αυτή αναστροφή της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης από το 1993 και τις επικρίσεις γι' αυτό που εκλήφθηκε ως αδυναμία αυστηρής τήρησης των διατάξεων του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ), διάφοροι λόγοι επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το δημοσιονομικό σκέλος του πλαισίου πολυμερούς εποπτείας ανταποκρίθηκε με αποτελεσματικό τρόπο στην κυκλική επιβράδυνση της δραστηριότητας.

Πρώτον, τα κράτη μέλη είχαν επαρκή περιθώρια για να αφήσουν τους αυτόματους σταθεροποιητές να λειτουργήσουν ελεύθερα προκειμένου να αμβλύνουν τον αντίκτυπο της δυσμενούς συγκυρίας. Αυτό συνέβη ιδίως στις χώρες που είχαν ήδη δημοσιονομικές θέσεις πλησίον της ισορροπίας ή πλεονασματικές. Οι αυτόματοι σταθεροποιητές λειτούργησαν επίσης στις χώρες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη μετάβαση σε θέσεις πλησίον της ισορροπίας σύμφωνα με το στόχο του ΣΣΑ. Ωστόσο, τα ελλείμματα στη Γερμανία και την Πορτογαλία άρχισαν να αυξάνονται και πλησιάζουν το επίπεδο αναφοράς του 3% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, τα κράτη μέλη δεν εφάρμοσαν επεκτατικές πολιτικές που δεν δικαιολογούνταν από τις οικονομικές συνθήκες. Σημαντικές πιέσεις ασκήθηκαν στις δημοσιονομικές αρχές για να χαλαρώσουν τις προσπάθειες εξυγίανσης και να αντιδράσουν στην παγκόσμια επιβράδυνση της δραστηριότητας με πολιτικές ενεργούς διαχείρισης της ζήτησης. Το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα το 2001 ανήλθε στο 1,5% του ΑΕΠ και ήταν σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2000, γεγονός που καταδεικνύει ότι η επιδείνωση των πραγματικών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων οφειλόταν κυρίως στη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας, το πραγματικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα παρέμεινε αμετάβλητο στο Βέλγιο, τη Δανία και την Ιταλία και βελτιώθηκε στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Αυστρία και τη Σουηδία.

Τρίτον, τα κράτη μέλη μπόρεσαν να συνεχίσουν τις προγραμματισθείσες φορολογικές μεταρρυθμίσεις για την εξάλειψη των παραγόντων ακαμψίας από την πλευρά της προσφοράς, παρά τους ισχυρισμούς ορισμένων ότι το ΣΣΑ περιορίζει, με αυθαίρετους και άκαμπτους κανόνες, τα περιθώρια ελιγμών των αρχών. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΟΝΕ δίνουν έμφαση στην ανάγκη να συνοδεύονται οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις με κατάλληλα μέτρα από την πλευρά των δαπανών, δεδομένου ότι τα περιθώρια αυτοχρηματοδότησης των μειώσεων φόρων είναι ελάχιστα. Τα μέτρα αυτά έχουν καθοριστική σημασία για τη διατηρησιμότητα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων και ενισχύουν τις επιπτώσεις τους στις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Η επιβεβαίωση της προσήλωσης στους κανόνες και το πνεύμα του ΣΣΑ συνέβαλε στην διαμόρφωση ισόρροπου μίγματος οικονομικών πολιτικών που στήριξε την οικονομική ανάπτυξη διασφαλίζοντας παράλληλα τη σταθερότητα των τιμών. Έτσι, παρά τη γενική διατήρηση του ουδέτερου χαρακτήρα των δημοσιονομικών πολιτικών, οι νομισματικές συνθήκες χαλάρωσαν αισθητά. Αυτός ο συνδυασμός οικονομικών πολιτικών είναι κατάλληλος όχι μόνο από κυκλική άποψη, αλλά και σε μια μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να τονωθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης και να γίνουν οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των πιέσεων στους προϋπολογισμούς λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Οι τελευταίοι δείκτες συγκυρίας εμφανίζουν μια αναστροφή των τάσεων της ευρωπαϊκής οικονομίας και συνεπώς μπορεί εκ των υστέρων να θεωρηθεί ότι τα επεκτατικά μέτρα θα είχαν προκυκλικό χαρακτήρα. Αυτή η εκτίμηση της επίδοσης του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας πρέπει ωστόσο να ερμηνευτεί με κάποια επιφύλαξη, δεδομένου ότι η πρόσφατη κάμψη της δραστηριότητας δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα σοβαρή ούτε μεγάλης διάρκειας. Όλες οι χώρες δεν έχουν ακόμα επιτύχει δημοσιονομικές θέσεις "πλησίον της ισορροπίας ή πλεονασματικές". Η ταχεία επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την εξασφάλιση επαρκών περιθωρίων ελιγμών σε περίπτωση μελλοντικής ύφεσης.

... και συνέχιση των προσπαθειών για τη βελτίωση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΟΝΕ

Στις αρχές του 2002, η προσοχή επικεντρώθηκε στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση της κυκλικής κάμψης της δραστηριότητας και στις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμοστούν σε περίπτωση απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους., ιδίως στο πλαίσιο των συζητήσεων για το εάν είναι σκόπιμο να απευθυνθεί προειδοποίηση στη Γερμανία και την Πορτογαλία. Είναι ωστόσο σημαντικό να μην παραγνωριστούν ορισμένα σημαντικά μέτρα που ενίσχυσαν την ποιότητα και το πεδίο της δημοσιονομικής εποπτείας και βελτίωσαν τα αναλυτικά εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους η Επιτροπή και το Συμβούλιο για να αξιολογήσουν την οικονομική πολιτική. Παρά τον τεχνικό τους χαρακτήρα, τα μέτρα αυτά αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα μια ουσιαστική πρόοδο η οποία θα συμβάλει στην ενίσχυση της συνέπειας και της συνοχής του δημοσιονομικού πλαισίου της ΟΝΕ.

Πρώτον, τον Ιούλιο του 2001, το Συμβούλιο ECOFIN αναθεώρησε τον κώδικα δεοντολογίας για το περιεχόμενο και την παρουσίαση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης (ο οποίος είχε θεσπιστεί το 1998), λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία των τριών ετών λειτουργίας της ΟΝΕ. Τα κράτη μέλη εφάρμοσαν τον κώδικα αυτό στην τελευταία επικαιροποίηση των προγραμμάτων τους. Ο αναθεωρημένος κώδικας προβλέπει την ταυτόχρονη υποβολή προγραμμάτων και δημοσιονομικών στόχων βασιζόμενων σε από κοινού συμφωνημένες υποθέσεις για τους εξωγενείς μακροοικονομικούς παράγοντες. Διευκρινίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται η έννοια του κατάλληλου μεσοπρόθεσμου στόχου για μια δημοσιονομική θέση "πλησίον της ισορροπίας ή πλεονασματική" για κάθε κράτος μέλος. Τέλος, επεκτείνει το πεδίο των προγραμμάτων προκειμένου να περιληφθούν τμήματα σχετικά με την ποιότητα και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα από την εφαρμογή του νέου κώδικα είναι ίσως η ικανότητα καλύτερης αξιολόγησης των επιπτώσεων που μπορούν να έχουν τα δημοσιονομικά μέτρα των εθνικών προγραμμάτων στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Η βελτίωση αυτή ήταν ιδιαίτερη σημαντική, λαμβανομένου υπόψη της μεγάλης αβεβαιότητας που χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση στο τέλος του 2001 και στις αρχές του 2002. Στο μέλλον, αυτό θα επιτρέψει επίσης να ληφθεί όλο και περισσότερο υπόψη ο παράγοντας "ευρωζώνη" στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές.

Δεύτερον, η πρόσφατη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατέδειξε τη σημασία που έχει η προσεκτική παρακολούθηση των κυκλικά προσαρμοσμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων κατά την εξέταση των δημοσιονομικών θέσεων των κρατών μελών. Παρά την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη μέτρηση της επίπτωσης του οικονομικού κύκλου στις δημοσιονομικές θέσεις, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία εποπτείας διαμορφώνουν την ίδια άποψη για τις βασικές δημοσιονομικές εξελίξεις. Η κυκλική προσαρμογή του δημοσιονομικού αποτελέσματος χρησιμοποιείται ιδίως για την εκτίμηση, στις διάφορες φάσεις του κύκλου, του ελάχιστου περιθωρίου ασφαλείας σε σχέση με το επίπεδο αναφοράς του 3% του ΑΕΠ και της συμμόρφωσης με το στόχο για δημοσιονομικές θέσεις "πλησίον της ισορροπίας ή πλεονασματικές" που προβλέπει το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Για λόγους συνοχής, η Επιτροπή και το Συμβούλιο συμφώνησαν σχετικά με μια μέθοδο μέτρησης του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματος με την εκτίμηση του κενού παραγωγής βάσει μιας συνάρτησης παραγωγής.

Τρίτον, το πεδίο της δημοσιονομικής εποπτείας της ΕΕ διευρύνθηκε σημαντικά με την πρώτη συστηματική αξιολόγηση της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών από την άποψη της γήρανσης του πληθυσμού. Η αξιολόγηση αυτή βασίστηκε στα επικαιροποιημένα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης που υποβλήθηκαν στα τέλη του 2001. Η ανάλυση καταδεικνύει το δυνητικό κίνδυνο δημοσιονομικών ανισορροπιών σε πολλά κράτη μέλη και υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η επίτευξη και διατήρηση των μεσοπρόθεσμων στόχων που προβλέπονται στα προγράμματά τους.

Η σημασία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης

Η διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας εισήλθε σε μια κρίσιμη φάση τον Ιανουάριο του 2002, λίγες μόνον εβδομάδες μετά την εισαγωγή των κερμάτων και χαρτονομισμάτων ευρώ, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύστησε να απευθυνθεί προειδοποίηση στη Γερμανία και την Πορτογαλία, σύμφωνα με το ΣΣΑ. Και οι δύο χώρες υπερέβησαν (κατά περισσότερο από 1% του ΑΕΠ) τους στόχους των προγραμμάτων σταθερότητας για το 2001 και υπήρχε σαφής κίνδυνος να πλησιάσει το δημοσιονομικό τους έλλειμμα το επίπεδο αναφοράς του 3% του ΑΕΠ. Αντιμέτωπη με τόσο σημαντικές αποκλίσεις από τους συμφωνημένους στόχους, η Επιτροπή έλαβε μέτρα για να διασφαλίσει την αξιοπιστία των νομικών και πολιτικών υποχρεώσεων που προβλέπει το σύμφωνο. Μετά από τις συζητήσεις στο Συμβούλιο ECOFIN σχετικά με το σχέδιο σύστασης της Επιτροπής να απευθυνθεί προειδοποίηση στις δύο χώρες, η Γερμανία και η Πορτογαλία ανάλαβαν αυστηρές πολιτικές δεσμεύσεις που ανταποκρίνονταν ουσιαστικά στις ανησυχίες της Επιτροπής. Το Συμβούλιο αποφάσισε συνεπώς να κλείσει τη διαδικασία. Και οι δύο χώρες επαναβεβαίωσαν τη βούλησή τους να αποφύγουν την υπέρβαση του επιπέδου αναφοράς του 3% του ΑΕΠ, να δώσουν νέα ώθηση στη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης και να επιτύχουν έως το 2004 τους μεσοπρόθεσμους στόχους τους. Ταυτόχρονα, το Συμβούλιο επανέλαβε τη σημασία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης στο συνολικό πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας και επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του συμφώνου.

Η αξιοπιστία των κανόνων του πλαισίου συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής στο μέλλον. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στη διαδικασία έγκαιρης προειδοποίησης και το αποτέλεσμά της. Έχει ιδίως σημασία να αποφευχθεί η δημιουργία εντύπωσης στο κοινό ότι οι κανόνες μπορούν να αλλάζουν ή και να μην τηρούνται σε δύσκολες συνθήκες. Η προσήλωση των κρατών μελών στο πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο, όπως και η σημασία του ίδιου του ΣΣΑ. Η διαδικασία έγκαιρης προειδοποίησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκ νέου και πράγματι θα χρησιμοποιηθεί εάν αυτό είναι αναγκαίο. Είναι σαφές ότι η διασφάλιση της αξιοπιστίας του ΣΣΑ προϋποθέτει ότι η Γερμανία και η Πορτογαλία θα τηρήσουν πλήρως τις δεσμεύσεις τους. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει ήδη. Στη Γερμανία ιδίως, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Συμβούλιο ECOFIN του Φεβρουαρίου 2002 οδήγησε στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των ομόσπονδων κρατών και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για ένα σύμφωνο εσωτερικής σταθερότητας.

Προς το μέλλον: επίτευξη του στόχου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης...

Για να διατηρήσει το ΣΣΑ ακέραιη την αξιοπιστία του πρέπει επίσης η Επιτροπή και το Συμβούλιο να κατορθώσουν να αντλήσουν τα διδάγματα από αυτήν την πρώτη προσφυγή στο μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης. Παρότι το ΣΣΑ πέρασε αυτήν την πρώτη δοκιμασία, και οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση είναι ευοίωνες, δεν υπάρχει κανένας λόγος για αυταρέσκεια. Απομένει ακόμη να αντιμετωπιστούν σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις.

Καταρχάς, από τη στιγμή που θα επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας, θα πρέπει να συνεχιστεί η διαδικασία εξυγίανσης η οποία θα επιτρέψει να επιτευχθεί ο στόχος του σχεδόν ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που καθορίζεται στο Σύμφωνο και να ανακτηθεί ταχέως το χαμένο έδαφος. Στην τελευταία επικαιροποίηση του εθνικού τους προγράμματος σταθερότητας ή σύγκλισης, τα κράτη μέλη που εμφανίζουν ακόμη δημοσιονομικά ελλείμματα επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους για επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου του ΣΣΑ μέχρι το 2003 ή το 2004. Επιπλέον, η προβλεπόμενη για τα προσεχή έτη δημοσιονομική προσαρμογή θα πραγματοποιηθεί μέσω της περικοπής τόσο των εσόδων όσο και των δαπανών, σύμφωνα με τις συστάσεις για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών. Η τήρηση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων, οι οποίες αναλήφθηκαν μέσω των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης, είναι πρωταρχικής σημασίας για να διατηρηθεί ακέραιη η αξιοπιστία του Συμφώνου. Αυτό ισχύει ιδίως για τις τέσσερις χώρες που εξακολουθούν να παρουσιάζουν ελλείμματα (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία).

Εξάλλου, η εμπειρία δείχνει ότι τα δημοσιονομικά σφάλματα διαπράττονται κυρίως σε περιόδους ευνοϊκής συγκυρίας. Όπως είχε τονίσει τότε η Επιτροπή, η συζήτηση που ξεκίνησε το 2000 σχετικά με τη διανομή των "μερισμάτων της ανάπτυξης" μεταξύ μειώσεων φόρων και αύξησης των δαπανών είναι αντίθετη όχι μόνο με τους κανόνες του ΣΣΑ αλλά και με την οικονομική λογική. Έχει σημασία να μην θεωρούνται οι βελτιώσεις των δημοσιονομικών υπολοίπων που οφείλονται σε ευνοϊκή οικονομική συγκυρία ως πάγια κεκτημένα τα οποία επιτρέπουν φορολογικές ελαφρύνσεις ή αυξήσεις δαπανών. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που επηρέασαν κυρίως τις μεγάλες χώρες της ζώνης ευρώ το 2001 και 2002 οφείλονται στο ότι οι χώρες αυτές δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν από την περίοδο ισχυρής ανάπτυξης 1998-2000. To να παρεμποδιστεί η επιδείνωση των διαρθρωτικού χαρακτήρα δημοσιονομικών υπολοίπων σε περιόδους συγκυριακής ανάκαμψης αποτελεί πιθανώς την πιο φιλόδοξη πρόκληση του ΣΣΑ. Στο πλαίσιο της εποπτείας πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι χώρες που δεν πληρούν ακόμη τις απαιτήσεις του Συμφώνου θα επωφεληθούν από την ανάκαμψη ώστε να επιταχύνουν τη δημοσιονομική τους εξυγίανση, και ότι οι υπόλοιπες χώρες θα επιτρέψουν την πλήρη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών. Με λίγα λόγια, η χρησιμοποίηση των καρπών της ανάπτυξης για τη χρηματοδότηση μειώσεων φόρων ή την αύξηση των δαπανών, η για την ταχύτερη μείωση φόρων αμέσως μόλις αρχίζει να αναζωπυρώνεται η ανάπτυξη, αποτελεί μία ελάχιστα ορθή στρατηγική τόσο από την άποψη δημοσιονομικής σύνεσης όσο και συγκυριακής σταθεροποίησης.

Τρίτον, πρέπει να συζητηθεί η σκοπιμότητα και η αποτελεσματικότητα περιστασιακών δημοσιονομικών πολιτικών. Εάν οι χώρες παραμείνουν πιστές στη δημοσιονομική φιλοσοφία του ΣΣΑ, τότε θα επιλέξουν ένα συνολικά ισορροπημένο προϋπολογισμό από διαρθρωτική άποψη και θα επιτρέψουν στους αυτόματους σταθεροποιητές να λειτουργήσουν ελεύθερα σε όλη τη διάρκεια του κύκλου. Ο συλλογισμός αυτός λαμβάνει υπόψη τα ευρέως γνωστά προβλήματα της ενεργητικής δημοσιονομικής διαχείρισης (χρονική διαφορά μεταξύ της αναγνώρισης μιας κρίσης και της λήψης των μέτρων για την αντιμετώπισή της, αβεβαιότητα όσον αφορά τα μοντέλα, αμετάκλητος χαρακτήρας των μέτρων, κλπ.). Οι περιστάσεις στις οποίες τα διακριτικά δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της συγκυρίας (πέρα από τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών) μπορούν ταυτόχρονα να είναι επιθυμητά και αποτελεσματικά είναι ιδιαίτερα σπάνιες: η λήψη τους μπορεί να εξεταστεί σε περίπτωση που η ζήτηση υφίσταται σημαντική ενδογενή κρίση που οφείλεται σε εγχώριους παράγοντες και προκαλεί ισχυρές πληθωριστικές ή αποπληθωριστικές πιέσεις. Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές ωστόσο ο κίνδυνος να μετατραπεί μία εκ των προτέρων αντικυκλική πολιτική σε μια εκ των υστέρων προκυκλική πολιτική είναι υψηλός. Επιπλέον, αυτό το είδος διακριτικής τόνωσης θα επέβαλε τη δημιουργία ενός περιθωρίου χειρισμών προκειμένου να μην σημειωθεί υπέρβαση του ανωτάτου ορίου ελλείμματος που ανέρχεται στο 3% του ΑΕΠ. Για ορισμένες χώρες αυτό θα συνεπαγόταν την υπέρβαση του κανόνα του ισοσκελισμένου ή σχεδόν ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που καθορίζεται στο Σύμφωνο. Μία σαφής συμφωνία μεταξύ των διαφόρων πολιτικών φορέων της ΟΝΕ για τα κριτήρια εκτίμησης των διακριτικών δημοσιονομικών μέτρων θα ενίσχυε τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα των δημοσιονομικών συμπεριφορών. Η προσφυγή στα διακριτικά μέτρα θα πρέπει καταρχήν να περιορίζεται στις σημαντικές κρίσεις που πλήττουν μία χώρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο συντονισμός των πολιτικών αφορά μόνο τις έκτακτες καταστάσεις. Από την ίδια του τη φύση, ένας περιστασιακός συντονισμός είναι ακατάλληλος για την εφαρμογή συνεκτικής μακροοικονομικής στρατηγικής, είτε πρόκειται για συνήθεις ή για εξαιρετικές καταστάσεις. Εάν ο συντονισμός αυτός θεωρηθεί ως ένα μέσο για την από κοινού εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης, για τη συνεννόηση όσον αφορά τον προσανατολισμό των προς υιοθέτηση στρατηγικών και τον έλεγχο της εφαρμογής τους, ο συντονισμός των πολιτικών πρέπει να είναι τακτικός και όχι περιστασιακός.

Τέλος, πολλά κράτη μέλη προσπαθούν να βελτιώσουν το συμβιβάσιμο μεταξύ των εθνικών δημοσιονομικών τους κανόνων με τις δημοσιονομικές τους δεσμεύσεις στο επίπεδο της ΕΕ. Σύμφωνα με τη συνθήκη και το Σύμφωνο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις δημοσιονομικές τους διαδικασίες για την επίτευξη των στόχων του ΣΣΑ. Ωστόσο, στα ομόσπονδα κράτη ή στα κράτη με ισχυρή περιφερειακή οργάνωση (Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Αυστρία), ο δημοσιονομικός ρόλος των περιφερειακών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων υποτομέων της δημόσιας διοίκησης στη δημοσιονομική διαδικασία κατέστησε προφανή την ανάγκη, για τα κράτη μέλη, να αναζητήσουν λύσεις προκειμένου να διασφαλιστεί μία διαρκής πειθαρχία σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού πολλά κράτη μέλη δημιούργησαν ήδη ειδικούς μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης, μέσω αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί "εσωτερικό σύμφωνο σταθερότητας". Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των συμφώνων είναι ότι επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν και να κατανείμουν τις αρμοδιότητες σε ζητήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης.

... διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών

Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν συνίσταται μόνο σε μία υγιή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση. Πρέπει επίσης τα δημόσια οικονομικά να είναι διατηρήσιμα μακροπρόθεσμα, δηλαδή οι εφαρμοζόμενες σήμερα δημοσιονομικές πολιτικές να μην προκαλούν ή να μην δημιουργούν κινδύνους να προκληθούν στο μέλλον δημοσιονομικές ανισορροπίες αντίθετες προς τις απαιτήσεις του ΣΣΑ, λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων από τη γήρανση του πληθυσμού. Για να επιτευχθεί διατηρήσιμη δημοσιονομική κατάσταση πρέπει οι συνδεόμενες με την ηλικία δαπάνες (συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) να μην "παραγκωνίσουν" άλλες σημαντικές δημόσιες δαπάνες, όπως οι επενδύσεις και η E&A. Επιπλέον, στις μελλοντικές γενιές πρέπει να μεταβιβασθεί επαρκές απόθεμα δημοσίου κεφαλαίου και να μην επιβαρυνθούν οι γενιές αυτές με αδικαιολόγητα υψηλή φορολογία.

Από τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης προκύπτει ότι η γήρανση του πληθυσμού θα έχει σημαντική δημοσιονομική επίπτωση. Οι προβλέψεις για τα σαράντα προσεχή έτη δείχνουν ότι στα περισσότερα κράτη μέλη οι δημόσιες δαπάνες θα αυξηθούν κατά 4% έως 8% του ΑΕΠ, ενώ σε ορισμένες χώρες το ποσοστό αυτό θα είναι πολύ υψηλότερο. Η γήρανση του πληθυσμού θα αρχίσει να επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά το 2010, δηλαδή τη στιγμή της συνταξιοδότησης της γενιάς του baby-boom. οι υψηλότερες αυξήσεις δαπανών θα σημειωθούν μεταξύ 2020 και 2035.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι σε περίπτωση συνέχισης των σημερινών πολιτικών ενδέχεται να εμφανιστούν δημοσιονομικές ανισορροπίες σε πολλά κράτη μέλη. ο κίνδυνος αυτός θα είναι ακόμη μεγαλύτερος εάν οι χώρες δεν τηρήσουν το μεσοπρόθεσμο στόχο που έχουν καθορίσει στα προγράμματά τους σταθερότητας ή σύγκλισης. Η δημογραφική γήρανση θα θέσει σε όλες τις χώρες δημοσιονομικά προβλήματα, ακόμη και σε εκείνες που φαίνεται να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες δαπάνες που θα προκύψουν από τη γήρανση του πληθυσμού. Στις χώρες με υψηλό δείκτη δημοσίου χρέους (Βέλγιο, Ελλάδα, Ιταλία) η διατηρησιμότητα εξαρτάται από την εμφάνιση υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων επί πολλές δεκαετίες, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι είναι αναγκαίο να συνεχιστεί να δίνεται προτεραιότητα στο στόχο της μείωσης του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη έχουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση που θέτει η χρηματοδότηση των συμπληρωματικών δαπανών λόγω της δημογραφικής γήρανσης, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την επίτευξη των υπολοίπων δημοσιονομικών στόχων, και ιδίως τη διατήρηση της φορολογικής πίεσης σε λογικό επίπεδο.

Για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή, πολλές χώρες εκπόνησαν συνολικές στρατηγικές, οι οποίες βασίζονται σε μέτρα για την αύξηση των δεικτών απασχόλησης, ιδίως στις γυναίκες και στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, και για τη μεταρρύθμιση των ευαίσθητων στη δημογραφική εξέλιξη καθεστώτων μεταβιβαστικών πληρωμών, καθώς και στη δέσμευση για επίτευξη διατηρήσιμων δημοσιονομικών πλεονασμάτων προκειμένου να μειωθεί ταχέως το επίπεδο του δημοσίου χρέους πριν γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού. Ωστόσο, οι εκτενείς και φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις που αναλαμβάνονται σε ορισμένα κράτη μέλη έρχονται σε αντίθεση με τα αποσπασματικά μέτρα που λαμβάνονται από άλλες χώρες, οι οποίες δεν κατορθώνουν να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα του προβλήματος. Αρκετές χώρες δημιούργησαν κατά τα πρόσφατα έτη αποθεματικά ταμεία για τις συντάξεις με σκοπό την κάλυψη των μελλοντικών αυτών αυξήσεων δαπανών. Πρόκειται για μία ικανοποιητική εξέλιξη, αλλά (πλην της Ιρλανδίας) μπορεί να τεθεί το ερώτημα εάν τα ταμεία αυτά διαθέτουν επαρκή κεφάλαια, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων πόρων που τέθηκαν στη διάθεσή τους και των στοιχείων αβεβαιότητας όσον αφορά τον όγκο και την περιοδικότητα των συνεισφορών. Γενικά, οι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση της ακολουθούμενης πολιτικής πρέπει να συνειδητοποιήσουν περισσότερο το γεγονός ότι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές επιλογές θα καθορίσουν την ικανότητα της χώρας τους να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού.

Νέα όρια της δημοσιονομικής εποπτείας και του δημοσιονομικού συντονισμού: πρέπει να ληφθεί υπόψη η "ποιότητα" των δημοσίων δαπανών ...

Συνολικά, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά στην ΕΕ κατά τα τελευταία τριάντα έτη, για να ανέλθουν στο 47% του ΑΕΠ το 2001, παρότι η διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης του Μάαστριχτ οδήγησε στη μείωσή τους από το 1995, όταν υπερέβαιναν το 51% του ΑΕΠ. Ο τομέας της δημόσιας διοίκησης στην ΕΕ διατηρεί κατά μέσο όρο ένα μερίδιο πολύ ανώτερο από εκείνο που καταγράφεται στις υπόλοιπες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες και κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερο από εκείνο των ΗΠΑ. Αυτός ο μέσος όρος συγκαλύπτει ωστόσο σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά το ύψος των δημοσίων δαπανών.

Οι δημόσιες δαπάνες των χωρών της ΕΕ για την εκπλήρωση των βασικών υποχρεώσεων του κράτους και για άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην καλύτερη κατανομή των πόρων (άμυνα, δικαιοσύνη, εκπαίδευση, υγεία, E&A, οικονομικές υπηρεσίες) παρέμειναν σε αξιοσημείωτο βαθμό σταθερές κατά τα τελευταία τριάντα έτη, και βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο (μεταξύ 14% και 16% του ΑΕΠ). Αντίθετα, η διαφορά στο επίπεδο των συνολικών δημοσίων δαπανών στην ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ αντικατοπτρίζει κυρίως τις δαπάνες για προγράμματα κοινωνικής προστασίας, στοιχείο που αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Οι ισχυρότερες αυξήσεις δαπανών στον τομέα αυτό σημειώθηκαν στις χώρες οι οποίες στις αρχές της δεκαετίας του 1980 διέθεταν λιγότερο προηγμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Αντίθετα, οι χώρες που εμφάνιζαν υψηλά επίπεδα δαπανών στις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατά την τελευταία δεκαετία κατέβαλαν προσπάθειες για τη μείωση του όγκου των πόρων που διατίθενται για την κοινωνική ευημερία.

Οι πιο αυστηροί δημοσιονομικοί περιορισμοί που οφείλουν να τηρήσουν τα κράτη μέλη στην ΟΝΕ και οι προσπάθειες που απαιτούνται για τη βελτίωση των επιδόσεων στον τομέα της απασχόλησης και της ανάπτυξης στο πλαίσιο της ατζέντας της Λισσαβόνας επιβάλλουν να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στον τρόπο χρησιμοποίησης των δημοσίων πόρων και επιβολής της φορολογίας. Ωστόσο, οι σχετικές συγκριτικές αναλύσεις μεταξύ χωρών παρεμποδίζονται από την έλλειψη ενημερωμένων και συγκρίσιμων στοιχείων σχετικά με τη λειτουργική κατανομή των δημοσίων δαπανών. Το γεγονός αυτό εξηγεί το γιατί παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει ήδη συντελεσθεί σε όρους μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών, η ποιοτική παρακολούθηση των δημοσίων οικονομικών, όπως ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο.

Η δυσκολία θέσπισης αποτελεσματικού μηχανισμού για τον έλεγχο της ποιότητας των δημοσίων οικονομικών οφείλεται επίσης στη δυσχέρεια καθορισμού αυτού που καλύπτει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η έννοια της "ποιότητας". Μια ορισμένη σύνθεση των δημοσίων δαπανών μπορεί να θεωρηθεί ως "υψηλής ποιότητας" εάν συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας, φιλοδοξία της οποίας είναι να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση η πλέον δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης, με πλήρη απασχόληση, ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Σε αυτή τη βάση, τα κράτη μέλη μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση μέσω του αναπροσανατολισμού των δημοσίων δαπανών προς τη σώρευση φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και την E&A. Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και υποδομές μπορούν να έχουν ισχυρή μακροπρόθεσμη επίπτωση στην ανάπτυξη, ενώ παράλληλα πρέπει να αναζητηθούν νέες καινοτόμες προσεγγίσεις χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των μορφών εταιρικής σχέσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το κατάλληλο ύψος δαπανών για την κοινωνική ευημερία, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλης φορολογικής πολιτικής, μπορούν να συμβάλουν στην κοινωνική δικαιοσύνη και παράλληλα να έχουν θετική επίπτωση στην ανάπτυξη και την οικονομική αποτελεσματικότητα.

Από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη κατόρθωσαν να βελτιώσουν τη σύνθεση των δημοσίων δαπανών τους περιορίζοντας ταυτόχρονα το μέγεθος του δημόσιου τομέα στη δεκαετία του 1990. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ συμπλήρωσε τις αναπτυξιακές δαπάνες των κρατών μελών μέσω της προώθησης κατηγοριών δαπανών όπως οι επενδύσεις και η E&A. Ωστόσο, πριν διατυπωθούν οριστικά συμπεράσματα για το επίπεδο και τη σύνθεση των δημοσίων δαπανών, είναι σημαντικό να πραγματοποιηθεί μικροοικονομική ανάλυση που να λαμβάνει υπόψη τους ειδικούς στόχους των προγραμμάτων δαπανών, το σχεδιασμό τους και τη διάρθρωσή τους με άλλα μέσα πολιτικής. Για το σκοπό αυτό πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα κατάλληλα στοιχεία, η εκπόνηση των οποίων θεωρήθηκε ως προτεραιότητα από πολυάριθμα διαδοχικά Ευρωπαϊκά Συμβούλια.

... και να προετοιμαστεί η διεύρυνση

Οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης διεξάγονται την περίοδο αυτή με δώδεκα από τις δεκατρείς υποψήφιες χώρες οι οποίες επιθυμούν να ενταχθούν στην ΕΕ. Οι διατάξεις της συνθήκης και του παραγώγου δικαίου (κοινοτικό κεκτημένο) για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική θα εφαρμοστούν στις χώρες αυτές από τη στιγμή που θα αποτελέσουν τμήμα της ΕΕ. Όλη η δυσχέρεια θα έγκειται στην εφαρμογή του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της ΕΕ στα νέα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την κατάστασή τους και τις ειδικές τους ανάγκες. Μια ολόκληρη ομάδα υποψηφίων χωρών, δηλαδή οι δέκα χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Eυρώπης (ΧΚΑΕ), βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγάλες δημοσιονομικές προκλήσεις ενόψει της ένταξης, και, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες, πρέπει να μεταβούν από μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία σε μία οικονομία της αγοράς.

Συνολικά, από άποψη σχετικού επιπέδου και σύνθεσής τους, τα έσοδα και οι δαπάνες των ΧΚΑΕ είναι παραπλήσιες με εκείνες των σημερινών μελών της ΕΕ, παρά την ύπαρξη, ενίοτε, αισθητών διαφορών μεταξύ ορισμένων χωρών καθώς και όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνιστώσες. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο εάν ληφθεί υπόψη ότι οι ΧΚΑΕ είχαν στη διάθεσή τους μόνο δέκα έτη για να δημιουργήσουν ένα νέο δημοσιονομικό σύστημα. Εάν ακόμη και σήμερα η κεντρική διοίκηση καταλαμβάνει κατά μέσο όρο μεγαλύτερη θέση από ό,τι στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες, αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγείται από την ύπαρξη οικονομικών παραγόντων διαρθρωτικού χαρακτήρα. Κρίνεται ωστόσο απαραίτητο να αναθεωρηθεί η δομή των εσόδων και των δαπανών ώστε να διευκολυνθεί η δημιουργία συνθηκών ευνοϊκών για την ανάπτυξη, οι οποίες να παρέχουν επαρκή χώρο και να λειτουργούν αρκούντως ως κίνητρα για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.

Ένα ουσιαστικό προαπαιτούμενο για τη δημοσιονομική εποπτεία είναι η ύπαρξη αξιόπιστων και επικαιροποιημένων λογαριασμών του δημοσίου. Αποδείχτηκε ότι η εκπλήρωση της προϋπόθεσης αυτής είναι δύσκολη για τις χώρες που βρίσκονται σε πλήρη φάση μετάβασης προς την οικονομία της αγοράς. Σε θεσμικό επίπεδο χρειάστηκε να δημιουργηθούν Υπουργεία Οικονομικών και να αναθεωρηθούν πλήρως διαδικασίες στους τομείς της λογιστικής και της καταχώρησης. Η ανάπτυξη των απαραίτητων ικανοτήτων για την ταχεία παροχή αξιόπιστων και επαρκών από άποψη κάλυψης δεδομένων αποτέλεσε ένα μακρόπνοο εγχείρημα, το οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ υπάρχει περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας των δημοσιονομικών στοιχείων. Σε θεωρητικό επίπεδο, η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς μεταθέτει τα σύνορα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, γεγονός που περιπλέκει την ερμηνεία και τη σύγκριση των λογαριασμών του δημοσίου στις ΧΚΑΕ. Ωστόσο, τα περισσότερα βασικά προβλήματα επιλύονται σταδιακά όσο προχωρά η μετάβαση προς την οικονομία της αγοράς και η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου.

Στο πλαίσιο της άσκησης της δημοσιονομικής εποπτείας θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ΧΚΑΕ αντιμετωπίζουν σήμερα βαθιές διαρθρωτικές και θεσμικές μεταβολές. Οι μεταβολές αυτές δεν συνδέονται μόνο με τη μετάβαση από μια κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία σε μία οικονομία της αγοράς, αλλά και με την ελευθέρωση η οποία θα συνοδεύσει την προσχώρηση στην ΕΕ, με την ανάγκη εκσυγχρονισμού των δημόσιων υποδομών και τη δέσμευση για εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όρους ενίσχυσης των θεσμικών οργάνων. Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη στιγμή της αξιολόγησης της δημοσιονομικής κατάστασης αυτών των χωρών. Πρέπει εξάλλου να δοθεί όλη η απαιτούμενη προσοχή στους περιορισμούς που επιβάλλονται από το γεγονός ότι οι ΧΚΑΕ παρουσιάζουν κατά μέσο όρο επίπεδα παραγωγής πιο ευμετάβλητα από ό,τι τα σημερινά κράτη μέλη της ΕΕ και ότι πρόκειται για μικρές ανοικτές οικονομίες, σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες από ξένα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των δράσεων που αποσκοπούν στην κάλυψη της οικονομικής τους υστέρησης.

Από το 2001 η Επιτροπή εφαρμόζει νέα "διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας για την προενταξιακή περίοδο" η οποία, εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τους μηχανισμούς συντονισμού και εποπτείας των οικονομικών πολιτικών της ΕΕ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις προτεραιότητες προσχώρησης των υποψηφίων χωρών. Η αξιολόγηση των δημοσιονομικών θέσεων ενόψει της προσχώρησης πρέπει επομένως να πραγματοποιηθεί με αρκούντως ευέλικτο τρόπο ώστε να ληφθεί μέριμνα για τις αβέβαιες και ιδιαίτερα ευμετάβλητες συνθήκες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι ευρισκόμενες σε φάση ταχέων μεταβολών οικονομίες, παράλληλα όμως η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι αρκούντως αυστηρή ώστε να επιτρέψει στις ΧΚΑΕ να χειριστούν επιτυχώς την όντως πραγματική πρόκληση που αντιμετωπίζουν.

Ενόψει της προσχώρησης, οι υποψήφιες χώρες καλούνται επομένως να συμμορφωθούν προς τα κριτήρια της Κοπεγχάγης παρά να επιχειρήσουν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης του Μάαστριχτ. Σε αυτήν την προενταξιακή περίοδο πρωταρχικό μέλημα θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης μακροοικονομικής σταθερότητας και όχι η επίτευξη συγκεκριμένου δημοσιονομικού υπολοίπου. Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική πολιτική πρέπει επίσης να τείνει προς μία δομή δαπανών και εσόδων που ευνοεί πραγματικά την οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η έμφαση στις διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις δεν θα πρέπει να επισκιάσει τη σημασία που έχει η εφαρμογή υγιών δημοσιονομικών πολιτικών. Το γεγονός ότι οι ΧΚΑΕ είναι ευάλωτες στις οικονομικές κρίσεις παράλληλα με τους εξωτερικούς περιορισμούς με τους οποίους οι χώρες αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες, υπογραμμίζουν την ανάγκη άσκησης συνετών πολιτικών. Το κατάλληλο επίπεδο ελλείμματος ενδέχεται να ποικίλλει μεταξύ των διαφόρων χωρών και ενδέχεται να είναι συνάρτηση στοιχείων όπως η ταχύτητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ο σχετικός ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, ο βαθμός πραγματικής σύγκλισης και το επίπεδο του χρέους.