52002DC0009

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Έκθεση που ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Στοκχόλμη: "Αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και προώθηση της παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου" /* COM/2002/0009 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ - Έκθεση που ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Στοκχόλμη: "Αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και προώθηση της παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου"

1. Η αναγκη αυξησησ τησ συμμετοχησ

2. Τασεισ και καθοριστικοι παραγοντεσ που αφορουν τη συμμετοχη του εργατικου δυναμικου

2.1 Κύριες τάσεις όσον αφορά τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού

2.2. Κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας

3. Πολιτικοι προβληματισμοι

3.1 Ανάπτυξη μιας εκτενούς προσέγγισης για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού

3.2 Δράση προτεραιότητας

a) Κοινή πρωτοβουλία κυβερνήσεων και κοινωνικών εταίρων για την παραμονή των εργαζομένων στην απασχόληση

β) Στοχευμένη επισκόπηση των συστημάτων φορολόγησης/παροχών

γ) Πολυδιάσταση προσέγγιση για την αντιμετώπιση της διαφοράς μεταξύ των φύλων στην αμοιβή και στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας

δ) Προώθηση της συμμετοχής ατόμων που έχουν υποχρεώσεις παροχής φροντίδας

ε) Επισκόπηση των προσπαθειών για τη μείωση του ποσοστού των ατόμων που εγκαταλείπουν το σχολείο

3.3 Περαιτέρω ενέργειες

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στη σύνοδό του στη Στοκχόλμη, κάλεσε "το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταρτίσουν εγκαίρως κοινή έκθεση προς υποβολή στο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2002, με θέμα τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αυξηθεί η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού και να προωθηθεί η παράταση του ενεργού επαγγελματικού βίου." Η παρούσα έκθεση ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό.

Η παρούσα έκθεση εστιάζεται στη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, στο πλαίσιο των δημογραφικών εξελίξεων. Ωστόσο, η εις βάθος ανάλυση και η διατύπωση πολιτικών απαντήσεων σε ένα φάσμα παραπλήσιων τομέων θα ξεπερνούσε το πεδίο αυτής της έκθεσης. Τα θέματα αυτά καλύπτονται συγκεκριμένα σε πολλά άλλα έγγραφα, τα οποία θα αποτελέσουν μέρος του συνολικού πακέτου που προετοιμάζεται για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Βαρκελώνη, για οικονομικά και κοινωνικά θέματα, την άνοιξη του 2002.

Αυτό ισχύει για τις συντάξεις και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, για τα οποία η αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού θα είναι αποφασιστικής σημασίας, προκειμένου να διατηρηθεί ένας βιώσιμος λόγος εξάρτησης. Ισχύει επίσης και για τα συστήματα υγείας, κυρίως από την άποψη ότι η παράταση του ενεργού επαγγελματικού βίου έχει σημαντική επίδραση στην κατάσταση της υγείας των ηλικιωμένων και ως εκ τούτου στις κοινωνικές προτεραιότητες και στη δημοσιονομική βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.

Η πρόσφατη επιδείνωση της μακροοικονομικής κατάστασης μπορεί να δημιουργήσει κάποια εμπόδια στην επίτευξη ταχείας προόδου όσον αφορά την υλοποίηση των στόχων της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης, εφόσον οδηγήσει σε αναβολή των μεταρρυθμίσεων. Είναι σημαντικό να μη διαταραχθεί η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική από βραχυπρόθεσμες συλλογιστικές. Η ανάληψη δράσης τώρα για την αύξηση της συμμετοχής αποτελεί κύριο συστατικό κάθε προσπάθειας για τη διαχείριση της αλλαγής και την επίτευξη μιας πιο βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Επίσης, η παράταση του ενεργού επαγγελματικού βίου συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη του γενικού στόχου της ΕΕ - όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της συνθήκης ΕΚ - για τη βελτίωση της ευμάρειας των πολιτών. Η στρατηγικής της Λισσαβώνας, η οποία επιβεβαιώθηκε στη Στοκχόλμη, αναφέρεται ήδη, με πολιτικούς όρους, στη διάσταση που αφορά τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της ποιότητας ζωής. Η παρούσα έκθεση, από κοινού με άλλες εισηγήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, θα συμβάλει στην περαιτέρω επεξεργασία αυτής της προσέγγισης και στον καθορισμό σαφών προτεραιοτήτων.

1. Η αναγκη αυξησησ τησ συμμετοχησ

Τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια στη Λισσαβώνα και τη Στοκχόλμη έθεσαν φιλόδοξους στόχους για την αύξηση των ποσοστών απασχόλησης στην Ένωση έως το 2010, σε 70% για το σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, σε 60% για τις γυναίκες και σε 50% για ηλικιωμένους εργαζομένους. Οι στόχοι αυτοί απαιτούν αύξηση της απασχόλησης κατά 20 εκατ. θέσεις συνολικά, εκ των οποίων 11-12 εκατ. θα είναι γυναίκες και 5 εκατ. ηλικιωμένοι εργαζόμενοι. Πρέπει λοιπόν να ενταχθεί στην αγορά εργασίας ένας σημαντικός αριθμός άεργων, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης.

Η επίτευξη αυτών των στόχων θα εξαρτηθεί από τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών κεφαλαίων, προϊόντων και εργασίας, στο πλαίσιο της μακροοικονομικής σταθερότητας που θα οδηγήσει στη βιώσιμη ανάπτυξη που είναι αναγκαία για την κοινωνική συνοχή και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, κυρίως στον τομέα των συντάξεων και των συστημάτων υγείας. Οι στόχοι αυτοί αφορούν το ποσοστό απασχόλησης και, αφού είναι σαφές ότι η αύξηση της απασχόλησης συνδέεται άμεσα με την αύξηση των επιπέδων συμμετοχής, η μείωση της ανεργίας θα διαδραματίσει επίσης σημαντικό ρόλο.

Η αύξηση της συμμετοχής δεν θα είναι εύκολη, αφενός μεν διότι θα εξαρτηθεί από αλλαγές σε πολιτιστικούς και κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, κυρίως στη συμπεριφορά έναντι ηλικιωμένων απασχολούμενων, και αφετέρου διότι θα απαιτηθούν σημαντικές αλλαγές στους πολιτικούς μηχανισμούς για την επίτευξη αλλαγών στη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εργαζομένων. Οι κυβερνήσεις και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να συνεργαστούν στη μεταρρύθμιση του νομικού και θεσμικού πλαισίου για την ενθάρρυνση αυτών των αλλαγών στη συμπεριφορά. Η αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού προϋποθέτει επίσης την ένταση των προσπαθειών για την αύξηση των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό, με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, όπως καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση.

Τα πολιτικά μέτρα που θα εφαρμοστούν πρέπει να απευθύνονται σε όλες τις ομάδες ηλικιών του εργατικού δυναμικού, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η σύνθεση του εργατικού δυναμικού θα μεταβληθεί, ως αποτέλεσμα της δημογραφικής γήρανσης. Ωστόσο, θα δοθεί διαφορετική έμφαση στις διάφορες ομάδες ηλικιών. Επομένως, η παρούσα έκθεση υιοθετεί μια προσέγγιση ανάλογα με την ηλικία, όσον αφορά τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας - ενώ κάνει διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών - προκειμένου να εντοπιστούν οι κύριες τάσεις και να αναπτυχθούν καλύτερες πολιτικές απαντήσεις για την παρέμβαση στις τάσεις αυτές. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται επίσης σε άτομα που αντιμετωπίζουν ειδικούς περιορισμούς πρόσβασης στην αγορά εργασίας.

2. Τασεισ και καθοριστικοι παραγοντεσ που αφορουν τη συμμετοχη του εργατικου δυναμικου

Στο παράρτημα παρατίθεται ανάλυση των πρόσφατων τάσεων και των καθοριστικών παραγόντων για τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού [1]. Στη συνέχεια συνοψίζονται τα κύρια συμπεράσματα.

[1] Η ανάλυση βασίζεται κυρίως σε στοιχεία από την έρευνα για το εργατικό δυναμικό και στην έρευνα για τα νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

2.1 Κύριες τάσεις όσον αφορά τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού

Το πρότυπο συμμετοχής του εργατικού δυναμικού έχει αλλάξει σημαντικά κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Από το 1970 και μετά, η συμμετοχή των γυναικών ηλικίας 25 έως 60 ετών έχει αυξηθεί σημαντικά ενώ έχει μειωθεί η συμμετοχή των ανδρών κάθε ηλικίας Η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού έχει αυξηθεί σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του '80, από 66% σε 69% το 2000, όμως αυτή η συνολική εικόνα αποκρύπτει τις πολύ διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο καθώς επίσης και τις διαφορετικές καταστάσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη και τις περιφέρειες.

Νέοι (15-24)

Η συμμετοχή των νέων έχει αρχίσει να αυξάνεται από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και ύστερα, αντικατοπτρίζοντας τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης αλλά και την αλλαγή στη συμπεριφορά, με περισσότερους νέους να εισέρχονται στην αγορά εργασίας χωρίς να εγκαταλείπουν την εκπαίδευση. Ενώ πολλοί από αυτούς που εργάζονται συνδυάζουν πλέον την εργασία με κάποια μορφή εκπαίδευσης και κατάρτισης, υπάρχουν και πολλοί που δεν το κάνουν αυτό (απασχολείται μόνο το 8% των ατόμων ηλικίας 15-19 ετών και πάνω από το 40% των ατόμων ηλικίας 20-24 ετών). Η διαφορά ανάμεσα στα φύλα σε αυτές τις δύο ομάδες ηλικιών είναι μικρή (5 ποσοστιαίες μονάδες και 10 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα).

Ομάδες κύριας ηλικίας (25-49)

Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα έχουν σημειωθεί οι μεγαλύτερες αλλαγές όσον αφορά τη συμμετοχή, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, με ελαφρά μείωση της συμμετοχής ανδρών και σημαντική αύξηση της συμμετοχής γυναικών, από 40% σε 70%, για το σύνολο αυτής της ηλικιακής ομάδας. Η συμμετοχή σε αυτήν την ομάδα είναι υψηλή και υπάρχουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών καθώς επίσης και μεταξύ εργαζομένων με υψηλή και χαμηλή ειδίκευση. Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να επηρεάσουν μεταγενέστερες τάσεις όσον αφορά τη συμμετοχή.

Η συμμετοχή των γυναικών αυξάνεται σταθερά κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έτσι ώστε να προσεγγίζει τη συμμετοχή των ανδρών. Ωστόσο, εμφανίζεται σημαντική διαφορά μεταξύ των φύλων από την ηλικία των 25 ετών, ακόμη και για γυναίκες χωρίς παιδιά. Τα ποσοστά ενεργοποίησης γυναικών με παιδιά διαφέρει ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, παρουσιάζοντας μια διαφορά 6-7 ποσοστιαίων μονάδων σε επίπεδο ΕΕ, ανάμεσα στο ποσοστό ενεργοποίησης γυναικών χωρίς παιδιά (72%), γυναικών με παιδιά σχολικής ηλικίας (65%) και γυναικών με παιδιά προσχολικής ηλικίας (59%). Οι διαφορές αυτές μειώθηκαν ελαφρώς κατά τη δεκαετία του '90. Μια άλλη ειδική περίπτωση αποτελούν οι μόνοι γονείς, που εμφανίζουν πραγματικά υψηλότερα ποσοστά ενεργοποίησης σε σχέση με άλλες γυναίκες, εκτός από τις Κάτω Χώρες και το ΗΒ. Και στις δύο αυτές χώρες, η υποδομή παιδικής φροντίδας είναι κάτω από το μέσο όρο της Ένωσης

Η συμμετοχή στην κατάρτιση ατόμων με υψηλή εξειδίκευση είναι πολύ υψηλότερη από αυτήν των ατόμων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, των οποίων η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό μειώνεται με πιο γρήγορο ρυθμό. Το 68% των ατόμων με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης είναι σε εταιρείες που παρέχουν κατάρτιση, έναντι 34% των ατόμων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης. Κατάρτιση λαμβάνει το 40% των ατόμων με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης και το 17% των ατόμων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης.

Ομάδες ηλικιωμένων (50-65)

Η απασχόληση και τα ποσοστά συμμετοχής των ηλικιωμένων εργαζομένων μειώνονται σταθερά κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Τα ποσοστά συμμετοχής ανδρών, ειδικά αυτών με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης που απασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες, αρχίζουν να μειώνονται δραστικά από την ηλικία των 50 ετών και άνω, ενώ το 1970 πλήττονταν άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις γυναίκες αρχίζουν να μειώνονται πιο νωρίς, περίπου από την ηλικία των 45 ετών, όμως ο ρυθμός μείωσής τους είναι πιο αργός και τα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών ηλικίας 50-60 ετών παραμένουν υψηλότερα σε σύγκριση με το 1970. Η μείωση της συμμετοχής οφείλεται ως ένα βαθμό στην ακούσια πρόωρη συνταξιοδότηση, η οποία συνδέεται με την οικονομική αναδιάρθρωση και ως ένα βαθμό στον αντίκτυπο των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Η συμμετοχή στην κατάρτιση παρουσιάζει αισθητή μείωση για εργαζομένους άνω των 50 ετών, ενώ τα αντίστοιχα επίπεδα ατόμων με χαμηλή εξειδίκευση είναι πολύ χαμηλά. Παρ' ότι περίπου το ήμισυ των ηλικιωμένων εργαζομένων εργάζονται σε εταιρείες που παρέχουν κατάρτιση, το ποσοστό που συμμετέχει σε μέτρα κατάρτισης είναι μικρότερο από 15% - είτε τα μέτρα αυτά χρηματοδοτούνται από τον εργοδότη είτε από τους ίδιους. μόνο το 7% των ηλικιωμένων εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης λαμβάνει κατάρτιση, σε σύγκριση με το ένα τέταρτο των ηλικιωμένων με υψηλή ειδίκευση.

Δεξιότητες και συμμετοχή

Όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο δεξιοτήτων, τόσο πιο υψηλά είναι τα ποσοστά συμμετοχής σε όλες τις ηλικίες. Αυτό γίνεται πιο αισθητό στις γυναίκες απ' ό,τι στους άνδρες, αν και ακόμη και γυναίκες με υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά ενεργοποίησης σε σχέση με άνδρες που διαθέτουν παρόμοια προσόντα. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, όπου η διαφορά μεταξύ των φύλων σε άτομα με υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων είναι πολύ μικρότερη στα βόρεια κράτη μέλη και την Πορτογαλία σε σχέση με τα περισσότερα νότια κράτη μέλη.

Άτομα που αντιμετωπίζουν ειδικές δυσκολίες συμμετοχής στην αγορά εργασίας

Συγκεκριμένοι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες θεωρούνται συχνά ως η αιτία για σημαντικά χαμηλότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας εργαζομένων που δεν είναι πολίτες της ΕΕ διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη μέλη. Το συνολικό ποσοστό ενεργοποίησης αλλοδαπών κυμαίνεται γύρω στο 61%, ενώ αυτό των πολιτών της ΕΕ ανέρχεται σε 72%. Οι μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα χαμηλότερα επίπεδα της κλίμακας απασχόλησης και δεξιοτήτων. Τα ποσοστά ενεργοποίησης είναι υψηλότερα μεταξύ των υπηκόων της ΕΕ για μη χειρόνακτες εργαζομένους με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, ενώ είναι υψηλότερα μεταξύ μεταναστών για ανειδίκευτους χειρόνακτες εργάτες. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες τείνουν περισσότερο να είναι άεργα, σε σχέση με τον υπόλοιπο ενεργό πληθυσμό, ως αποτέλεσμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή τους στην αγορά εργασίας. Δύο τρίτα των ατόμων με κάποια μειονεξία είναι άεργα. Άεργο είναι επίσης και το 50% των ατόμων των οποίων η μειονεξία δεν τα εμποδίζει στις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Περιφερειακές ανισότητες

Υπάρχει θετική αντιστοιχία ανάμεσα στα περιφερειακά ποσοστά ενεργοποίησης και στα περιφερειακά ποσοστά απασχόλησης. Περιφέρειες με καλές επιδόσεις στην οικονομία και την απασχόληση εμφανίζουν και υψηλότερα ποσοστά ενεργοποίησης, ειδικά μεταξύ των νέων και των ηλικιωμένων. Στις περιφέρειες που υστερούν, η βελτίωση της επίδοσης όσον αφορά την απασχόληση και η οικονομική ανάπτυξη θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον θα μπορέσουν οι περιφέρειες αυτές να μεγιστοποιήσουν το υπάρχον εργατικό δυναμικό και να επενδύσουν στην εκπαίδευση και κατάρτιση του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού καθώς επίσης και από την ικανότητά τους να προσελκύσουν νέο ανθρώπινο δυναμικό.

2.2. Κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας [2]

[2] Ανάλυση που βασίζεται σε στοιχεία από την έρευνα για το εργατικό δυναμικό και στην έρευνα για τα νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Στην ΕΕ, ως σύνολο, υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα εργατικού δυναμικού. Περίπου το ένα έκτο των 77 εκατ. ατόμων που είναι σήμερα άεργα θα επιθυμούσαν να εργαστούν. Επίσης, το 56% των ανδρών και το 49% των γυναικών που αυτή τη στιγμή δεν ασκούν αμειβόμενη εργασία επιθυμούν ή σχεδιάζουν να εργαστούν εντός των επόμενων πέντε ετών, ενώ μόνο το ένα τρίτο που δεν προτίθεται να αναλάβει εργασία στο μέλλον.

Οι κύριοι λόγοι της αεργίας είναι οι εξής: προσωπικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις (σχεδόν το 20% όλων των άεργων), ασθένεια ή αναπηρία του ατόμου (9%), εκπαίδευση και κατάρτιση (27% στο σύνολο και σχεδόν 90% στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών) και συνταξιοδότηση (16% στο σύνολο, περίπου 90% στην ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών).

Υπάρχουν έντονες διαφορές μεταξύ των φύλων, όσον αφορά αυτούς τους λόγους αεργίας. Οι λόγοι για την αεργία των ανδρών οφείλονται κυρίως στην εκπαίδευση ή τη συνταξιοδότησης, ενώ περίπου το ήμισυ της αεργίας των γυναικών ηλικίας 25-54 ετών οφείλεται σε οικογενειακούς λόγους και στην παροχή φροντίδας στο σπίτι. Η ιδία ασθένεια ή αναπηρία αποτελεί τον κυριότερο λόγο αεργίας για άνδρες ηλικίας 25-54 ετών και το δεύτερο πιο σημαντικό για τις γυναίκες αυτής της ομάδας. Έχουν εντοπιστεί τέσσερις καθοριστικοί παράγοντες όσον αφορά τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Παρ' ό,τι κάθε ένας από αυτούς έχει το δικό του αντίκτυπο, υπάρχει μια έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

Διαθεσιμότητα και ελκυστικότητα της εργασίας

Δύο δυνάμεις επιδρούν στη διαθεσιμότητα των θέσεων εργασίας. Σε μια δεδομένη στιγμή, η συνολική μακροοικονομική κατάσταση επηρεάζει τη ζήτηση εργατικού δυναμικού στην οικονομία. Από την άλλη, οι βασικές εφήμερες τάσεις στη δομή της απασχόλησης και της λειτουργίας της αγοράς εργασίας δημιουργούν τις συνθήκες πλαίσιο για την κυκλική ζήτηση εργατικού δυναμικού. Επίσης, μπορεί να υπάρχουν περιφερειακές διαφορές στη ζήτηση εργατικού δυναμικού, αντικατοπτρίζοντας τη διάρθρωση και τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων στις περιφέρειες.

Η διαθεσιμότητα κατάλληλων θέσεων εργασίας αποτελεί κύριο ενθαρρυντικό παράγοντα για την είσοδο ή την επιστροφή στην αγορά εργασίας. Η ζήτηση εργατικού δυναμικού έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της προσφοράς, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί νέα ζήτηση. Εξάλλου, η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι οι πολίτες δεν θα αναζητούν εργασία και θα αποθαρρύνονται. Η ποιότητα αυτών των θέσεων εργασίας, από πλευράς αμοιβής και παραγωγικότητας, εργασιακών συνθηκών και ασφάλειας στο χώρο εργασίας, ειδικά για τους ηλικιωμένους, ωραρίου εργασίας και ευελιξίας, δυνατότητας συνδυασμού των επαγγελματικών και των οικογενειακών ευθυνών και ασφάλειας των συμβατικών σχέσεων, θα καθορίσει την αποτελεσματικότητα των ενεργειών.

Η ισορροπία των οικονομικών κινήτρων

Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στο εισόδημα από την εργασία και τις διαθέσιμες επιλογές και το παρελκόμενο κόστος. Η αλληλεπίδραση των συστημάτων φορολογικών ελαφρύνσεων και των μισθολογικών επιπέδων θα καθορίσει το μέγεθος της ανεργίας και της φτώχιας. Η πραγματική επίδραση στην προσφορά εργατικού δυναμικού εξαρτάται από την εκάστοτε αντίδραση των οικονομικών παραγόντων στις αλλαγές που αφορούν τα κίνητρα. Το υψηλό επίπεδο παροχών ανεργίας και άλλων συναφών παροχών, σε συνδυασμό με μακροχρόνια διάρκεια και ανεκτικούς κανόνες επιλεξιμότητας, μπορεί να υποσκάψει τα κίνητρα για την ανάληψη εργασίας και να αυξήσει τον κίνδυνο μακροχρόνιας εξάρτησης από επιδόματα. Από την άλλη, η πρόσβαση σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση και κυρίως σε ασφάλιση ανεργίας, μπορεί να προσφέρει κίνητρα για την ανάληψη νόμιμης απασχόλησης (ή τη μετατροπή άτυπης απασχόλησης σε νόμιμη). Επίσης, η ασφάλιση ανεργίας απαιτεί από τους αποδέκτες μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας απ' ότι άλλα συστήματα κοινωνικών παροχών, ειδικά όταν εφαρμόζεται πραγματικά η προϋπόθεση για διάθεση αποδοχής μιας θέσης εργασίας και ενθαρρύνεται η αναζήτηση εργασίας.

Ορισμένες ομάδες είναι πιο δεκτικές από άλλες σε αλλαγές στη φορολογία και στις παροχές. Για παράδειγμα, άνδρες της κύριας ηλικίας ή άτομα με προοπτικές υψηλότερων μισθών στο μέλλον είναι λιγότερο δεκτικές σε αλλαγές όσον αφορά τα κίνητρα που παρέχουν τα συστήματα φορολόγησης και παροχών. Αντίθετα, μέλη ζευγαριών στα οποία ο ένας σύζυγος δεν εργάζεται (συνήθως η γυναίκα) και οικογένειες μόνων γονέων είναι πιο δεκτικά σε κίνητρα, από πλευράς συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Η ύπαρξη φορολογικών αντικινήτρων επηρεάζει την απόφαση συμμετοχής των γυναικών, ειδικά όταν συνδυάζεται με υποχρεώσεις παροχής φροντίδας και με χαμηλότερο αναμενόμενο εισόδημα από την εργασία, υπό το πρίσμα των μισθολογικών διαφορών μεταξύ γυναικών και ανδρών.

Εκπαίδευση και κατάρτιση

Οι δεξιότητες και οι ικανότητες δεν καθορίζουν μόνο το βαθμό στον οποίο τα άτομα που εισέρχονται ή επιστρέφουν στην αγορά εργασίας θα μπορούν να αναλάβουν προσφερόμενες θέσεις εργασίας ή να αυτοαπασχοληθούν, αλλά, πόσο μάλλον, και το βαθμό στον οποίο τα άτομα που ήδη εργάζονται θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους σε ένα μεταβαλλόμενο τεχνολογικά και οικονομικά περιβάλλον και να εξελιχθούν περαιτέρω επαγγελματικά.

Τα ποσοστά δραστηριοποίησης σε όλες τις ηλικίες αυξάνουν όσο περισσότερο εκπαιδευμένο είναι το εργατικό δυναμικό. Τα ποσοστά ενεργοποίησης σε επίπεδο ΕΕ για το 2000 ανέρχονταν σε 87% για τα άτομα με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, σε σχέση με 57% για τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση. Οι διαφορές είναι μεγαλύτερες μεταξύ των γυναικών. Οι γυναίκες με χαμηλή ειδίκευση είναι η μόνη ομάδα του πληθυσμού στην οποία το ήμισυ είναι άεργες.

Το ποσοστό των νέων σε ηλικία ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή διαθέτουν υψηλό επίπεδο ειδίκευσης) έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου. Ο αριθμός των ατόμων που θεωρείται ότι διαθέτουν χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης (δηλ. επίπεδο χαμηλότερο από αυτό της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) παρουσιάζει μείωση, όμως παραμένει σημαντικός.

Από μελέτες εργοδοτών σχετικά με μελλοντικές τάσεις όσον αφορά τις δεξιότητες, διαπιστώνεται σαφώς ότι θα συνεχιστεί να αυξάνεται η απασχόληση ειδικευμένων εργαζομένων ενώ θα μειώνεται η απασχόληση ανειδίκευτων. Η αύξηση της απασχόλησης θα συνεχίσει να είναι πιο έντονη στον κλάδο των υπηρεσιών και σε τομείς έντασης των γνώσεων, απαιτώντας ένα φάσμα δεξιοτήτων, όπως οι γνώσεις σε ΤΠΕ, οι γνώσεις επικοινωνίας κ.α..

Ελκυστικό περιβάλλον

Για πολλά άτομα, η απόφαση να συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας μπορεί να μην εξαρτάται από τους παράγοντες που περιγράφτηκαν προηγουμένως, οι οποίοι κατ' αρχήν καθορίζουν την ελκυστικότητα της εργασίας, αλλά από παράγοντες όπως είναι η διαθεσιμότητα εγκαταστάσεων ημερήσιας φροντίδας, μέσων μεταφοράς και υπηρεσιών η παροχή συμβουλών και η πρόσβαση σε αυτές καθώς επίσης και το πολιτιστικό περιβάλλον.

Η ύπαρξη δυνατοτήτων φροντίδας και πρόσβασης στα δημόσια μέσα μεταφοράς καθορίζει επίσης το κατά πόσον βιβλιοθήκες και ιδρύματα εκπαίδευσης ενηλίκων είναι ανοιχτά σε όλους όσους θέλουν να βελτιώσουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Πολλοί παράγοντες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των δημόσιων πολιτικών ή ρυθμίσεων και ως εκ τούτου προσφέρονται για την ανάληψη πολιτικής δράσης - ωστόσο, λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν αναλάβει δράση σε αυτούς τους τομείς.

Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης

Οι δραστηριότητες των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα: παρέχουν πληροφορίες για διαθέσιμες θέσεις εργασίας, προσπαθούν να αντιστοιχίσουν τις θέσεις εργασίας με τους υποψήφιους και να προσφέρουν υποστήριξη για κινητικότητα, προωθώντας έτσι σημαντικά τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων

Για πολλές γυναίκες, κυρίως, η φροντίδα εξαρτώμενων προσώπων - παιδιών ή γονέων - αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για να εργαστούν, εάν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Οι πρωτοβουλίες που έχουν λάβει τα κράτη μέλη δεν είναι ομοιόμορφες και συνίστανται σε μεμονωμένα μέτρα τα οποία, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή πρόσβαση, δεν προσφέρουν ακόμη απτά αποτελέσματα όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών και υπογραμμίζουν την ανάγκη μεγαλύτερης επένδυσης στην παιδική φροντίδα.

Η παροχή υπηρεσιών υποστήριξης έχει διπλή επίδραση στη συμμετοχή. Εκτός από την προώθηση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας για άτομα που χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες, αποτελούν οι ίδιες κύρια πηγή απασχόλησης. Από το 1995 έως σήμερα έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 2 εκατ. καθαρές θέσεις εργασίας στον τομέα της περίθαλψης της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Υποστήριξη της κινητικότητας

Η είσοδος ή η επιστροφή στην αγορά εργασίας εμποδίζεται συχνά απλώς από την έλλειψη της δυνατότητας προσέγγισης μιας τοπικής αγοράς εργασίας. Τα συστήματα μεταφορών σε αγροτικές περιοχές μπορεί να μην είναι προσαρμοσμένα στις καθημερινές ανάγκες των εργαζομένων ή να μην υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές. Ο τόπος εργασίας, η εύκολη πρόσβαση και η οικονομική προσιτότητα των μέσων μεταφοράς ή η ανάπτυξη επιχειρηματικών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αφορούν την ηλεκτρονική εργασία, σε τοπικές κοινότητες παίζουν σημαντικό ρόλο για την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

3. Πολιτικοι προβληματισμοι

Η επίτευξη των στόχων της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης όσον αφορά την απασχόληση απαιτεί την καταβολή προσπαθειών σε όλα τα κράτη μέλη, αν και διαφορετικού βαθμού. Η ανάλυση που προηγήθηκε επεσήμανε τις κύριες προκλήσεις και τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Ο συνδυασμός πολιτικών που θα υιοθετηθεί πρέπει να αντικατοπτρίζει την αλληλεξάρτηση αυτών των παραγόντων κατά τρόπο εκτενή και ισορροπημένο.

Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στο πλαίσιο της στρατηγικής του Λουξεμβούργου και της Λισσαβώνας παρέχει στα κράτη μέλη τη βάση για την ανάπτυξη πολιτικών που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή και θα βελτιώνουν την απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού. Μέσω μιας προληπτικής και ενεργητικής προσέγγισης, η στρατηγική αυτή προωθεί την απασχολησιμότητα και την αποτελεσματική ένταξη στην αγορά εργασίας. Από την άλλη, η στρατηγική δημιουργεί συνθήκες για την προσαρμογή σε διαρθρωτικές αλλαγές, καθορίζοντας μια ορθή ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ευελιξία στην αγορά εργασίας.

Οι περίοδοι ύφεσης στον οικονομικό κύκλο πρέπει να αξιοποιούνται για την προετοιμασία του εργατικού δυναμικού για την επόμενη ανάκαμψη. Πρέπει να αποφεύγονται αποθαρρυντικές ενέργειες, κυρίως με την προσφυγή σε συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης. Παρόμοια μέτρα, που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων προβλημάτων που προκύπτουν λόγω ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, είναι δύσκολο να αναστραφούν όταν βελτιωθούν οι συνθήκες.

Γενικός στόχος πρέπει να είναι:

* η εξασφάλιση παράτασης του επαγγελματικού βίου των σύγχρονων και των μελλοντικών γενεών.

* η προσέλκυση στην αγορά εργασίας και σε μια διαρκή βάση ενός σημαντικού μέρους αυτών που σήμερα είναι άεργοι αλλά ικανοί προς εργασία, κυρίως των γυναικών.

* η διατήρηση της συμμετοχής των σημερινών ηλικιωμένων εργαζομένων. ειδικά των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών, οι οποίοι απειλούνται από πρόωρη συνταξιοδότηση.

Οι υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και οι γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής περιέχουν μια σειρά διατάξεων που αφορούν άμεσα το στόχο αυτό, π.χ. όσον αφορά τη δια βίου μάθηση, τις θετικές πολιτικές, τα συστήματα φορολογίας/ παροχών, την παράταση του επαγγελματικού βίου, την ποιότητα στην εργασία ή τις ίσες ευκαιρίες. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζεται στην κοινή έκθεση για την απασχόληση για το 2001, τα περισσότερα κράτη μέλη ακολουθούν μια αποσπασματική προσέγγιση στο θέμα αυτό και δεν διαθέτουν μια εκτενή στρατηγική για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Επίσης, λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν καθορίσει εθνικούς στόχους για την επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στη Λισσαβώνα και στη Στοκχόλμη όσον αφορά την απασχόληση και αφορούν άμεσα τη συμμετοχή.

Επομένως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο καλούν κάθε κράτος μέλος, ανάλογα με τις συνθήκες του, να καθορίσει εθνικούς στόχους όσον αφορά την απασχόληση, που θα μεταφράζουν τους στόχους της Λισσαβώνας σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις, καθώς επίσης και την κατάλληλη στρατηγική για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στο σημείο 3.1 στη συνέχεια.

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα σε ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες.

3.1 Ανάπτυξη μιας εκτενούς προσέγγισης για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού

Εναπόκειται στα κράτη μέλη, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες τους, να καθορίσουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, είναι σημαντικό τα μέτρα αυτά να αποτελούν μέρος μιας εκτενούς, δυναμικής και εξισορροπημένης προσέγγισης, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους κύριους παράγοντες που προαναφέρθηκαν. Αυτή η προσέγγιση πρέπει να συνεκτιμά τη συμμετοχή καθ' όλη τη διάρκεια του βίου. Πρέπει να επιδιώκει τέσσερις στόχους: περισσότερες θέσεις εργασίας και ποιότητα στην εργασία. ανταμοιβή της εργασίας. υψηλότερου επιπέδου και προσαρμόσιμες δεξιότητες στην εργασία. να καταστεί η εργασία μια πραγματική επιλογή για όλους. Τέλος, η υλοποίηση αυτής της προσέγγισης πρέπει να γίνει μέσα από εταιρικές σχέσεις.

Δυναμική προσέγγιση με βάση τον κύκλο ζωής

Στόχος μιας εκτενούς στρατηγικής πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της ικανότητας συμμετοχής κάθε ατόμου καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του. Η πρόληψη είναι πολύ σημαντική για την επιτυχή ένταξη και παραμονή των ατόμων στην αγορά εργασίας. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί η θετική αλληλεπίδραση ανάμεσα στις οικονομικές πολιτικές, τις πολιτικές για την απασχόληση και τις κοινωνικές πολιτικές, με σκοπό την υποστήριξη μιας μακροπρόθεσμης και βιώσιμης επαγγελματικής ζωής, όπου θα αξιοποιείται πλήρως όλο το ανθρώπινο δυναμικό.

Επομένως, το βασικό επίπεδο εκπαίδευσης που επιτυγχάνεται έχει θεμελιώδη μακροπρόθεσμη επίδραση στη συμμετοχή. Τα ποσοστά δραστηριοποίησης σε όλες τις ηλικίες αυξάνουν όσο περισσότερο εκπαιδευμένο είναι το εργατικό δυναμικό.

Η πρόληψη της "διάβρωσης" των δεξιοτήτων στη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής θα αυξήσει τις δυνατότητες παραμονής στην απασχόληση. Τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης και δραστηριοποίησης στα άτομα των ομάδων κύριας ηλικίας μπορούν να μεταφραστούν σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά απασχόλησης ηλικιωμένων εργαζομένων, ύστερα από μια δεκαετία, εάν υιοθετηθεί μια δυναμική προσέγγιση για τη μεγαλύτερη παραμονή των ατόμων αυτών στην αγορά εργασίας, με τη θέσπιση καλύτερων εργασιακών ρυθμίσεων και την ύπαρξη ποιότητας στην εργασία.

Πόσο μάλλον, με τη θέσπιση κατάλληλων κινήτρων και υπηρεσιών σε αποφασιστικά σημεία της ζωής, π.χ. με την παροχή σε γονείς δυνατοτήτων παιδικής μέριμνας και τον καλύτερο συνδυασμό των επαγγελματικών και των οικογενειακών υποχρεώσεων, θα αποφευχθούν οι πρόωρες έξοδοι από την αγορά εργασίας.

Στο πλαίσιο αυτής της δυναμικής προσέγγισης, η μείωση της συμμετοχής σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές της ζωής - έναρξη σπουδών από νέους, επιλογή μειωμένου ωράριου εργασίας από ενήλικες - πρέπει να σταθμίζεται έναντι του πλεονεκτήματος μεγαλύτερης συμμετοχής καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής. Έτσι, ενώ υπάρχει ανάγκη προσέλκυσης νέων μελών στην αγορά εργασίας, ανδρών και γυναικών, οι πολιτικές πρέπει να ενθαρρύνουν νέα σε ηλικία άτομα να λαμβάνουν εκπαίδευση και κατάρτιση, κυρίως τα άτομα εκείνα που εγκαταλείπουν το εκπαιδευτικό σύστημα και κινδυνεύουν να καταστούν άνεργα ή άεργα.

Περισσότερες θέσεις εργασίας και ποιότητα στην εργασία

Η ζήτηση εργαζομένων θα επηρεάσει άμεσα την απόφαση για συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Η ύπαρξη ζήτησης εξαρτάται από το συνδυασμό της γενικής μακροοικονομικής κατάστασης με τη λειτουργία της αγοράς εργασίας καθώς επίσης και από την προώθηση ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για τη δημιουργία επιχειρήσεων και αυτοαπασχόλησης.

Η ποιότητα των προσφερόμενων θέσεων εργασίας θα επηρεάσει την είσοδο στην αγορά εργασίας, κυρίως όμως την απόφαση παραμονής σε μια θέση απασχόλησης και στην αγορά εργασίας.

Η ελκυστικότητα μιας θέσης εργασίας συνολικά έχει διάφορες διαστάσεις: ικανοποίηση για τις συνθήκες αμοιβής και εργασίας. υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας (οι δημόσιες αρχές και οι εργοδότες πρέπει να εκτιμούν και να ελέγχουν τους παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την αυξανόμενη γήρανση του εργατικού δυναμικού). συνδυασμός της ευελιξίας και της ασφάλειας σε συμβατικές σχέσεις (τα υψηλά επίπεδα εθελουσίας εργασίας μερικού χρόνου συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής μεταξύ γυναικών και ηλικιωμένων εργαζομένων. αντίθετα, η μη εθελουσία εργασία μερικού χρόνου και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά εξόδου, προς την ανεργία (15%) ή προς την αεργία (10%). βελτίωση της παραγωγικότητας. εύκαμπτη οργάνωση της εργασίας και ρυθμίσεις σχετικά με το χρόνο εργασίας που βελτιώνουν την πρόσβαση και τις επιλογές, κυρίως για γυναίκες και ηλικιωμένους εργαζομένους.

Είναι πολύ σημαντικό να γίνουν κατάλληλες προσαρμογές στο χώρο εργασίας, έτσι ώστε να επιτρέπεται η είσοδος ή η παραμονή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες.

Οι πολιτικές για την αγορά εργασίας πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζονται τόσο η σταθερότητα ικανοποιητικών και καλών θέσεων εργασίας όσο και η παροχή βοήθειας σε άτομα που είναι παγιδευμένα σε θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας, προκειμένου να ανεύρουν καλύτερη εργασία. Πρέπει να αποφεύγονται περιορισμοί που εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά εργασίας.

Ανταμοιβή της εργασίας

Η επιλογή συμμετοχής στην αγορά εργασίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις ατομικές οικονομικές συνθήκες και τις διαθέσιμες επιλογές. Το εισόδημα από την εργασία αντιπαραβάλλεται με άλλες πηγές εισοδήματος και το συνεπαγόμενο κόστος. Πρέπει να γίνει επισκόπηση της διαφορετικής επίδρασης που έχουν τα συστήματα φορολογικών παροχών και διαμόρφωσης των μισθών στους άνδρες και τις γυναίκες, όσον αφορά την απόφασή τους αν θα αναλάβουν μια εργασία ή αν θα παραμείνουν στην ανεργία, ειδικά σε περιπτώσεις οικογενειακού εισοδήματος που περιλαμβάνονται παροχές βάσει του εισοδήματος. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στους γενικούς κανόνες επιλεξιμότητας όσον αφορά τις παροχές, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου και της διάρκειας, τις προϋποθέσεις για τη λήψη παροχών και τις απαιτήσεις για τη διαθεσιμότητα εργασίας.

Η ανταμοιβή της εργασίας απαιτεί την εξέταση της αλληλεπίδρασης των μισθολογικών επιπέδων, ειδικά στους χαμηλότερους μισθούς, και των κινήτρων και αντικινήτρων που ενυπάρχουν στο σύστημα φορολογίας-παροχών. Η σχέση ανάμεσα στους ελάχιστους μισθούς, τις κοινωνικές παροχές και τη φορολογία της εργασίας επηρεάζει την απόφαση πολλών εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης να συμμετάσχει ή όχι στην αγορά εργασίας.

Με την υιοθέτηση μιας προσέγγισης πιο φιλικής προς την απασχόληση, όσον αφορά τα συστήματα φορολογικών παροχών (φόροι, παροχές ανεργίας, αναπηρίας, φροντίδας και συντάξεις), πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αποδυναμώνουν τη θέση των χαμηλόμισθών ή αυτών που αντιμετωπίζουν την παγίδα της φτώχιας. Για την αύξηση των ευκαιριών για άνεργους και άεργους, είναι σημαντικό να εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικών παροχών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση εργασίας, που θα συμβάλουν σημαντικά στην ασφάλεια του εισοδήματος και στην ελκυστικότητα της εργασίας και ταυτόχρονα στη μετάβαση από παθητικές σε ενεργητικές πολιτικές με επίκεντρο την αγορά εργασίας.

Η εξάλειψη συνδυασμών αντιφατικών πολιτικών για φορολογικές παροχές, με δημόσιες πολιτικές που ενθαρρύνουν τους εργαζομένους να συνεχίζουν να εργάζονται και εταιρικές πολιτικές που ενθαρρύνουν τους εργαζομένους στην πρόωρη συνταξιοδότηση, είναι σημαντική για την εξασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη δίκαια μεταχείριση και βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών όσον αφορά τις συντάξεις.

Υψηλότερου επιπέδου και προσαρμόσιμες δεξιότητες στην εργασία

Η εξασφάλιση της κατάλληλης αντιστοίχησης των διαθέσιμων θέσεων εργασίας με τις δεξιότητες και τις ικανότητες του πληθυσμού είναι σημαντική για τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού σε όλα τα στάδια της επαγγελματικής ζωής.

Η συνεχής ανανέωση των δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής, ώστε να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να παραμείνουν για μεγαλύτερο χρόνο επαγγελματικά ενεργοί οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι. Ιδιαίτερη επίσης προσοχή πρέπει να δοθεί στη δημιουργία πρόσβασης στην κατάρτιση για άτομα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο εξόδου από την αγορά εργασίας, όπως οι εργαζόμενοι με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης και οι γυναίκες. Οι δημόσιες αρχές και οι εταιρείες πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στην κατάρτιση αυτών των εργαζομένων.

Η πρόσβαση σε κατάλληλη κατάρτιση για άνεργους και άεργους (π.χ. γυναίκες που ενδέχεται να επιστρέψουν) πρέπει να προωθηθεί με την επιτάχυνση των ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας, οι οποίες θα στοχεύουν στις ανάγκες των ατόμων και των εργοδοτών.

Να καταστεί η εργασία μια πραγματική επιλογή για όλους

Η διαθεσιμότητα και η ελκυστικότητα των θέσεων εργασίας μπορεί να μην επαρκούν για να καταστεί η εργασία μια πραγματική επιλογή για όλους. Πρέπει να πληρούνται μια σειρά άλλων σημαντικών συνθηκών, που θα δημιουργούν ένα ελκυστικό περιβάλλον για όλους.

Στις συνθήκες αυτές περιλαμβάνεται η ύπαρξη σύγχρονων και αποτελεσματικών υπηρεσιών απασχόλησης, ενώ απαιτείται η ενίσχυση του ρόλου τους στην ενημέρωση για θέσεις εργασίας, στην εξεύρεση της κατάλληλης θέσης εργασίας για άεργους και άνεργους, στην προσαρμογή των μεθόδων και των διαδικασιών σύμφωνα με τις ανάγκες των γυναικών, των ηλικιωμένων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Προσοχή πρέπει να δοθεί στην κάλυψη των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των μεταναστών που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την αναζήτηση εργασίας και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

Υπάρχει δυσκολία για εργαζόμενους γονείς και ιδίως για μόνους γονείς να ανεύρουν ποιοτική, ασφαλή και οικονομικά προσιτή ημερήσια φροντίδα για τα παιδιά. Ομοίως, ανάγκη για υπηρεσίες φροντίδας υπάρχει και για άλλα εξαρτώμενα άτομα.

Η μετάβαση προς και από το χώρο εργασίας αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για πολλούς, προκειμένου να αναλάβουν μια εργασία. Η παροχή κατάλληλων και οικονομικά προσιτών δυνατοτήτων μεταφοράς για άτομα χαμηλού εισοδήματος και για άτομα με ειδικές ανάγκες θα επιδράσει επίσης θετικά στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Προσέγγιση εταιρικής σχέσης

Οι δημόσιες αρχές φέρουν τη βασική υποχρέωση ανάπτυξης και εφαρμογής μιας εκτενούς προσέγγισης για την αύξηση των επιπέδων συμμετοχής. Ωστόσο, δεν μπορούν να επιτύχουν χωρίς την υποστήριξη ενός μεγάλου φάσματος εταίρων.

Η ενεργός δέσμευση των κοινωνικών εταίρων είναι αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία της συνολικής πολιτικής προσέγγισης που προτείνεται. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνεται - με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας τους - η διαπραγμάτευση εργασιακών συνθηκών που θα είναι κατάλληλες για το συγκεκριμένο πλαίσιο, ώστε να παραμείνουν επαγγελματικά ενεργοί οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι, προς όφελος των εργαζομένων, των εργοδοτών αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικά.

Οι εργοδότες, σεβόμενοι την εταιρική κοινωνική τους ευθύνη, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών σχετικά με διάφορους στόχους, όπως το περιβάλλον και η ποιότητα της εργασίας, κυρίως με τη δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέπουν στους ηλικιωμένους εργαζομένους να παραμείνουν επαγγελματικά ενεργοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, οι αρχές σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο πρέπει να έχουν επίσης μερίδιο αρμοδιοτήτων, για την εξασφάλιση της συνοχής μεταξύ των περιφερειακών και των εθνικών πολιτικών.

Οι παρέχοντες εκπαίδευση και κατάρτιση πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εταιρειών για κατάρτιση, με την ανάπτυξη κατάλληλης κάθε φορά κατάρτισης για όλους τους εργαζομένους (άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένους, χαμηλής ειδίκευσης, μετανάστες, άτομα με ειδικές ανάγκες). Πρέπει να διευρύνουν τη συνεργασία τους με τους κοινωνικούς εταίρους και τις δημόσιες αρχές σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, για την υποστήριξη της κατάρτισης ανέργων και άεργων.

3.2 Δράση προτεραιότητας

Στο πλαίσιο της εκτενούς προσέγγισης που περιγράφτηκε προηγουμένως, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις ακόλουθες πρωτοβουλίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε ελλείμματα που έχουν εντοπιστεί σε πολλά κράτη μέλη.

a) Κοινή πρωτοβουλία κυβερνήσεων και κοινωνικών εταίρων για την παραμονή των εργαζομένων στην απασχόληση

Αυτή η πρωτοβουλία θα επικεντρώνεται κυρίως:

* στην πρόσβαση σε κατάρτιση στις επιχειρήσεις. Οι εργοδότες πρέπει να αναλάβουν περισσότερες αρμοδιότητες και να αυξήσουν την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Πρέπει να παρέχεται μεγαλύτερη υποστήριξη στην κατάρτιση και την ανάπτυξη δυνατοτήτων σταδιοδρομίας, για εργαζομένους με χαμηλό επίπεδο αμοιβής και ειδικοτήτων όπως και για άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι επενδύσεις αυτές πρέπει να προετοιμάζουν για ενδεχόμενες οικονομικές αναδιαρθρώσεις και να αυξάνουν την προσαρμοστικότητα των εργαζομένων. Οι αλλαγές όσον αφορά τα οικονομικά κίνητρα για παράταση του επαγγελματικού βίου μπορεί να λειτουργήσουν αρνητικά αν οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι δεν αποκτούν τις δεξιότητες που απαιτούνται για να προσαρμοστούν στις αλλαγές που σημειώνονται στο επιχειρηματικό και το εργασιακό περιβάλλον.

* σε τρόπους βελτίωσης της ποιότητας των εργασιακών συνθηκών και της οργάνωσης της εργασίας, με κύριο στόχο την ενθάρρυνση των γυναικών και έμπειρων εργαζομένων να παραμείνουν στην απασχόληση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα καθώς επίσης και την κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες.

* στην αλλαγή της άποψης ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση αποτελεί αποδεκτή λύση για τα προβλήματα μείωσης του μεγέθους της επιχείρησης και της αναδιάρθρωσης.

Αυτή η πρωτοβουλία πρέπει να βασίζεται στην κατανόηση ότι οι προσπάθειες αυτές έχουν μείζον ενδιαφέρον και πλεονέκτημα για το σύνολο της κοινωνίας και ως εκ τούτου μπορεί να περιλαμβάνει την ανακατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης υπέρ αυτού του τομέα.

β) Στοχευμένη επισκόπηση των συστημάτων φορολόγησης/παροχών

Σε πολλά κράτη μέλη, η εφαρμογή εκτενών μεταρρυθμίσεων όσον αφορά τη συνδυασμένη επίδραση της φορολογίας και των παροχών αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όπως επίσης η ενίσχυση των συστημάτων ελέγχου και η επισκόπηση των κανόνων επιλεξιμότητας, πρέπει να στοχεύουν στην αύξηση των κινήτρων για εργασία. Πρέπει να δοθεί έμφαση:

* στην επισκόπηση, με σκοπό την εξάλειψή τους, των κινήτρων που ενθαρρύνουν την πρόωρη συνταξιοδότηση, τόσο για μεμονωμένα άτομα όσο και για επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν σε μειώσεις μεγέθους και σημαντικές αναδιαρθρώσεις. Προώθηση της μερικής/ σταδιακής μετάβασης στη συνταξιοδότηση και ανταμοιβή όσων παραμένουν στην εργασία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης και βελτίωση της οργάνωσης της εργασίας.

* στην επισκόπηση των επιδράσεων συνδυασμών τρεχουσών πολιτικών που αφορούν τη συμμετοχή (συστήματα παροχής κινήτρων, ποινές για εργασία σε εναλλακτική απασχόληση μετά τη συνταξιοδότηση). εξέταση μεταρρυθμίσεων για παροχές βάσει του εισοδήματος (χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι στόχοι της κοινωνικής πολιτικής ή τα κίνητρα εκπαίδευσης και κατάρτισης) έτσι ώστε κάθε μέλος του νοικοκυριού να έχει ένα κίνητρο για να εργαστεί.

γ) Αποφασιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της χάσματος, μεταξύ των φύλων, στην αμοιβή και στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

Απαιτείται η ανάπτυξη μιας ισχυρής πρωτοβουλίας για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η πρωτοβουλία αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:

* τη συνολική αξιολόγηση των αιτιών - συμπεριλαμβανομένων των διαφορών στην παραγωγικότητα - για την ύπαρξη περισσότερο ή λιγότερο σημαντικού χάσματος στην αμοιβή ανδρών και γυναικών σε κάθε κράτος μέλος.

* την επισκόπηση των περιορισμών όσον αφορά τις επιλογές γυναικών και ανδρών στην αγορά εργασίας, κυρίως σε σχέση με τα εκπαιδευτικά συστήματα, τις πρακτικές προσλήψεων των εργοδοτών και τις υπάρχουσες οργανωτικές και εργασιακές νοοτροπίες. και

* επισκόπηση της ταξινόμησης των θέσεων εργασίας και των διαδικασιών διαμόρφωσης των μισθών, για την εξάλειψη προκαταλήψεων όσον αφορά το φύλο και για την αποφυγή υποτίμησης της εργασίας σε τομείς και επαγγέλματα που κυριαρχούν γυναίκες, βελτίωση των συστημάτων στατιστικής και παρακολούθησης, αύξηση της ευαισθητοποίησης και της διαφάνειας όσον αφορά τις διαφορές αμοιβής.

δ) Προώθηση της συμμετοχής ατόμων που έχουν υποχρεώσεις παροχής φροντίδας

Η υποχρέωση παροχής φροντίδας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, κυρίως για τις γυναίκες. Οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην:

* ανάπτυξη υπηρεσιών παιδικής φροντίδας ώστε να διευκολυνθεί η περαιτέρω ένταξη των γονέων, ειδικά των γυναικών, στην αγορά εργασίας. ταυτόχρονα με την ύπαρξη αυτών των υπηρεσιών ειναι σημαντικό να εξασφαλίζονται η οικονομική τους προσιτότητα και υψηλά ποιοτικά πρότυπα. και

* βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών φροντίδας της υγείας και των ηλικιωμένων καθώς και της διασύνδεσής τους με την κοινωνική πολιτική γενικά. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στη διαμόρφωση συστημάτων φροντίδας που θα ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες ενός γηράσκοντος πληθυσμού.

ε) Επισκόπηση των προσπαθειών για τη μείωση του ποσοστού των ατόμων που εγκαταλείπουν το σχολείο

Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση καλούν τα κράτη μέλη να αναπτύξουν μέτρα που θα έχουν ως στόχο, έως το 2010, τη μείωση κατά το ήμισυ του αριθμού των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο. Πρέπει να δοθεί έμφαση στα ακόλουθα:

* σχεδιασμός αποτελεσματικών μέτρων, στο πλαίσιο της πολιτικής για την κοινωνική συνοχή, προκειμένου να διευκολυνθεί η επανένταξη στην επίσημη ή/και άτυπη εκπαίδευση και κατάρτιση των ατόμων που εγκατέλειψαν πρόωρα το σχολείο. Τα μέτρα αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες νέων με μειονεξίες και νέων με μαθησιακές δυσκολίες. Τα προγράμματα κατάρτισης πρέπει να αναπτύσσονται σε πλαίσιο εταιρικής σχέσης, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στην πραγματικότητα του σχολείου και της εργασίας.

* βελτίωση της πρόσβασης και ανάπτυξη υποδομής και δυνατοτήτων κατάρτισης που θα ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες και συνθήκες αυτής της ομάδας διδασκομένων, σε συνεργασία με διάφορους παράγοντες του δημόσιου τομέα.

* ανάπτυξη ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης που θα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις συνθήκες νέων σε ηλικία μεταναστών που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την ένταξή τους στα εκπαιδευτικά συστήματα και την πρόσβαση και προσαρμογή τους στην αγορά εργασίας.

3.3 Περαιτέρω ενέργειες

Η πρόκληση αύξησης της συμμετοχής μπορεί να προσεγγιστεί πιο αποφασιστικά, αξιοποιώντας την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση και των γενικών κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, ιδίως με την έμφαση που δόθηκε πρόσφατα στα ποσοστά απασχόλησης, στην ποιότητα των θέσεων εργασίας και τη δια βίου μάθηση, παρέχουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη μιας εκτενούς προσέγγισης για την τόνωση της συμμετοχής των ανδρών και των γυναικών όλων των ηλικιών στην αγορά εργασίας. Επισημαίνοντας την ανάγκη ανάπτυξης μιας μακροοικονομικής πολιτικής που θα αποβλέπει στη σταθερότητα αλλά και την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών, οι γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής ενισχύουν περαιτέρω το πολιτικό πλαίσιο. Ο στόχος της αύξησης της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού θα εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα για μελλοντικές κατευθυντήριες γραμμές.

Τα μέτρα για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και την παράταση του επαγγελματικού βίου πρέπει να συνεκτιμούν τη σχέση με τις συντάξεις και τη φροντίδα της υγείας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών τους στόχων και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας των συστημάτων τους.

Βάσει των πολιτικών προτεραιοτήτων, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πρόκλησης της γήρανσης του πληθυσμού - θέμα προτεραιότητας στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου.

Η δράση των κυβερνήσεων και των κοινωνικών εταίρων θα είναι επιτυχής εάν συνοδεύεται από βασικές αλλαγές αντίληψης στις επιχειρήσεις και στα εκπαιδευτικά συστήματα, όσον αφορά το χάσμα μεταξύ των φύλων, τους ηλικιωμένους εργαζομένους και άλλες μειονεκτούσες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες. Αυτή η αλλαγή αντίληψης απαιτεί την ευρεία κινητοποίηση όλης της κοινωνίας, και ιδιαίτερα σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, όπως επισημάνθηκε ήδη στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Λισσαβώνα και τη Στοκχόλμη.

Παράρτημα

Ανάλυση των τάσεων και των καθοριστικών παραγόντων που αφορούν τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού

Οι παράγοντες που προωθούν ή αποθαρρύνουν τη συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτικά ίδιοι με αυτούς που καθορίζουν το κατά πόσο ένα άτομο αποδέχεται ή όχι μια εργασία ή κατά πόσο ένα άτομο επιλέγει να εργαστεί ή να μείνει άνεργο. Η απόφαση συμμετοχής στην αγορά εργασίας αποτελεί θεμελιώδη επιλογή για το αν κάποιος θα ενταχτεί στον κόσμο της εργασίας ή όχι και οι δύο αποφάσεις δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Πόσο μάλλον, η ίδια η απόφαση συμμετοχής περιλαμβάνει δύο διαστάσεις - την είσοδο στην αγορά εργασίας και την παραμονή σε αυτήν. Οι παράγοντες που ενθαρρύνουν ένα άτομο να εισέλθει στην αγορά εργασίας δεν είναι υποχρεωτικά ίδιοι με αυτούς που συνηγορούν στην παραμονή του στην αγορά εργασίας. Το πρώτο σύνολο παραγόντων αφορά κυρίως νέους και γυναίκες που επιστρέφουν στην αγορά εργασίας ενώ το δεύτερο σύνολο παραγόντων αφορά κυρίως ηλικιωμένους εργαζομένους (άνδρες και γυναίκες). Με τις δημογραφικές εξελίξεις, το δεύτερο θέμα τείνει να καταστεί περισσότερο σημαντικό, από πλευράς προώθησης της συνολικής συμμετοχής.

Τάσεις στη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού

Βάση της ανάλυσης αποτελεί ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας, δηλαδή όλος ο πληθυσμός ηλικίας από 15 έως 64 ετών. Το μερίδιο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται ή είναι άνεργο και αναζητεί εργασία (ορισμός ILO) αποτελεί τον ενεργό πληθυσμό. Τα ποσοστά ενεργοποίησης ή συμμετοχής υποδηλώνουν τον ενεργό πληθυσμό κάθε ηλικίας και φύλου σε σχέση με τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας της ίδιας ηλικίας και του ίδιου φύλου.

Το πρότυπο συμμετοχής του εργατικού δυναμικού έχει αλλάξει σημαντικά κατά τα τελευταία 30 χρόνια (γραφική παράσταση 1). Από το 1970 και μετά, η συμμετοχή των γυναικών ηλικίας 25 έως 60 ετών έχει αυξηθεί σημαντικά ενώ έχει μειωθεί η συμμετοχή των ανδρών κάθε ηλικίας, ειδικά στις μικρότερες και τις μεγαλύτερες ηλικίες.

Συμμετοχή στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής

Νέοι (15-24)

Η ηλικία και η χρονική στιγμή κατά την οποία οι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας καθορίζεται κυρίως από το τελικό στάδιο εκπαίδευσης πλήρους χρόνου στο οποίο φθάνουν. Αυτό μπορεί αρχικά να συνδυάζεται με διάφορες μορφές απασχόλησης, έτσι ώστε η μετάβαση από την εκπαίδευση στην επαγγελματική ζωή να αποτελεί στην πραγματικότητα μια διαδικασία παρά μια άμεση αλλαγή. Σε αυτό το σημείο του κύκλου ζωής οι διαφορές μεταξύ των φύλων όσον αφορά τη συμμετοχή είναι ανύπαρκτες έως μικρές, αφού οι ανάγκες για λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί.

Στις αρχές της δεκαετίας του '90 σημειώθηκε σημαντική πτώση στη συμμετοχή νέων, η οποία συνοδεύτηκε από αύξηση της συμμετοχής στην εκπαίδευση και την κατάρτιση. Στα τέλη της δεκαετίας του '90 υπήρξε μια αύξηση της συμμετοχής των νέων. Η αύξηση αυτή σημειώθηκε σε κάθε επιμέρους ηλικιακή ομάδα, από 15-24 ετών, από το 1995 έως το 2000, ειδικά για νέους άρρενες. Επίσης, η αύξηση αυτή δείχνει να συνδέεται με το συνδυασμό εργασίας μερικού χρόνου και κάποιας μορφής κατάρτισης. Περίπου το 48% των νέων σε ηλικία εργαζομένων δήλωσαν το 1995 ότι κύριος λόγος για την άσκηση εργασίας μερικού χρόνου ήταν η συνεχιζόμενη σχολική τους εκπαίδευση ή κατάρτιση. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων για το 2000, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 13%, φθάνοντας το 61% σε όλη την ΕΕ.

Στην ομάδα 15-19 ετών, η συμμετοχή είναι αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με το 1970 και όλοι όσοι είναι άεργοι βρίσκονται στο πλαίσιο κάποιας μορφής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Επίσης, από το 24% των ατόμων που διαθέτουν εργασία, τα δύο τρίτα παρακολουθούν κάποιο είδος εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Στην ομάδα ηλικιών 20-24 ετών, το ποσοστό του άεργου πληθυσμού πέφτει στο 34% (σχεδόν ίδιο με αυτό του 1970), όμως σχεδόν το 80% βρίσκονται ακόμη σε εκπαίδευση και κατάρτιση, ενώ το ένα τέταρτο όσων απασχολούνται παρακολουθούν επίσης κάποια μορφή εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Πολλοί νέοι εγκαταλείπουν το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς να έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση - η οποία θεωρείται γενικά ως το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για τη δυνατότητα προσαρμογής στην αγορά εργασίας καθ' όλο τον κύκλο ζωής. Παρ' ό,τι έχουν σημειωθεί κάποιες βελτιώσεις κατά τα τελευταία χρόνια, σχεδόν το 25% των ατόμων ηλικίας από 25 έως 29 ετών δεν έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 18% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών εγκαταλείπουν το εκπαιδευτικό σύστημα.

Ομάδες κύριας ηλικίας (25-49)

Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα έχουν σημειωθεί οι μεγαλύτερες αλλαγές όσον αφορά τη συμμετοχή, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το 1970, η συνολική συμμετοχή σημειωνόταν πριν από την ηλικία των 25 ετών και ξεπερνούσε το 68%. το 2000, τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής παρατηρήθηκαν στην ομάδα 25-49 ετών, υπερβαίνοντας το 80%. Ωστόσο, σε αυτό το συνολικό πλαίσιο, σημειώθηκε μια ελαφρά μείωση της συμμετοχής ανδρών και σημαντική αύξηση της συμμετοχής γυναικών, από 40% σε 70%, για το σύνολο αυτής της ηλικιακής ομάδας.

Η συμμετοχή των ανδρών στην αγορά εργασίας φθάνει στη μέγιστη τιμή της κατά τη διάρκεια αυτών των ηλικιών, κυρίως μετά το 30ο έτος της ηλικίας, και γενικά παραμένει υψηλή καθ' όλη αυτήν την περίοδο. Η τάση αυτή δεν έχει παρουσιάσει ουσιαστική αλλαγή από το 1995 έως σήμερα (γραφική παράσταση 2). Η συμμετοχή των γυναικών έχει αυξηθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, από το 1995 και μετά.

Υπάρχει ακόμη σημαντική διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό ενεργοποίησης των ανδρών και στο αντίστοιχο των γυναικών σε όλες τις ηλικίες, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν παιδιά (πίνακας 1 και γραφική παράσταση 3). Τα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών διαφέρουν επίσης ανάλογα με την ηλικία των παιδιών (γραφική παράσταση 4). Στις νότιες χώρες, τα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών είναι συνολικά χαμηλά και υπάρχουν μικρές διαφορές ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Στη Γερμανία και το ΗΒ υπάρχει μια διαφορά της τάξης του 20% περίπου, ανάμεσα στα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών με παιδιά προσχολικής ηλικίας και γυναικών με παιδιά σχολικής ηλικίας. Στη Γαλλία, ενώ τα ποσοστά ενεργοποίησης είναι συνολικά παρόμοια με αυτά της Γερμανίας και του ΗΒ, υπάρχει μείωση του ποσοστού ενεργοποίησης γυναικών με παιδιά προσχολικής ηλικίας, ενώ δεν υπάρχει καμία σχεδόν διαφορά στα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών χωρίς παιδιά και των γυναικών με παιδιά σχολικής ηλικίας. Αυτές οι έντονες διαφορές επισημαίνουν τη σπουδαιότητα ύπαρξης υπηρεσιών παιδικής και άλλων ειδών φροντίδας, όσον αφορά την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής ατόμων με υποχρεώσεις παροχής φροντίδας - που σήμερα είναι κυρίως γυναίκες. Μπορεί επίσης να συμπεράνει κανείς ότι η ύπαρξη υπηρεσιών για παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στα ποσοστά ενεργοποίησης.

Ομάδες ηλικιωμένων

Η συνολική συμμετοχή μειώνεται πλέον πιο γρήγορα σε σχέση με το 1970, όταν είχε παρατηρηθεί απότομη μείωση μόνο για την ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών. Η συμμετοχή τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών μειώνεται απότομα σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά ενεργοποίησης των γυναικών ηλικίας 50-60 ετών παραμένουν υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά του 1970, ενώ είναι ελαφρώς χαμηλότερα για τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Τα ποσοστά ενεργοποίησης των ανδρών ηλικίας 55 ετών και άνω είναι αισθητά χαμηλότερα σε σχέση με το 1970.

Τα ποσοστά συμμετοχής των ανδρών αρχίζουν να μειώνονται, συνήθως πολύ γρήγορα, από την ηλικία των 50 ετών και άνω. Αυτό οφείλεται κυρίως στο αυξανόμενο πλεόνασμα εργατικού δυναμικού και τη μείωση των θέσεων εργασίας στη μεταποιητική βιομηχανία, ιδίως σε περιόδους με σοβαρές απώλειες θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με τη δυσκολία, ειδικά ανδρών με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, να ανεύρουν νέα απασχόληση ακόμη και σε περιόδους ανάκαμψης.

Η συμμετοχή των γυναικών παρουσιάζει μείωση από την ηλικία των 45 ετών και άνω, γενικά όμως ο ρυθμός της μείωσης είναι πιο αργός σε σχέση με των ανδρών έως την ηλικία συνταξιοδότησης. Για τους άνδρες με μέσο και χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, η μείωση αυτή είναι πιο έντονη και πρόωρη από την ηλικία προ των 50 έως την ηλικία των 60 ετών. Για τις γυναίκες, η μείωση εμφανίζεται πιο νωρίς για όσες διαθέτουν χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, από την ηλικία των 45 ετών και μετά, από την ηλικία όμως των 50 ετών και άνω η μείωση είναι πολύ πιο έντονη για γυναίκες με μέσο και υψηλό επίπεδο ειδίκευσης (γραφικές παραστάσεις 7 και 8).

Παράγοντες που παρεμποδίζουν την ένταξη στην αγορά εργασίας

Η σημαντικά χαμηλότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας συχνά αποδίδεται σε συγκεκριμένους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Μετανάστευση

Η συμμετοχή των μεταναστών διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τη χώρα και το επίπεδο ειδίκευσης. Το ποσοστό συμμετοχής των ατόμων που δεν είναι πολίτες της ΕΕ ανέρχεται σε 61% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των υπηκόων της ΕΕ ανέρχεται σε 72% (γραφική παράσταση 9). Οι διαφορές όσον αφορά τη συμμετοχή είναι πιο έντονες στα υψηλότερα και στα χαμηλότερα επίπεδα της κλίμακας απασχόλησης και δεξιοτήτων. Τα ποσοστά απασχόλησης είναι πολύ υψηλότερα μεταξύ υπηκόων της ΕΕ για μη χειρώνακτες εργαζομένους με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης και. σε μικρότερο βαθμό για μη χειρώνακτες εργαζομένους με μέσο επίπεδο ειδίκευσης, ενώ το αντίθετο παρατηρείται για ανειδίκευτους χειρώνακτες εργαζομένους (γραφική παράσταση 10).

Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στην κλαδική κατανομή της απασχόλησης για μη πολίτες της ΕΕ (γραφική παράσταση 11). Το μερίδιο απασχόλησης μη υπηκόων της ΕΕ είναι υψηλότερο σε σχέση με αυτό πολιτών της ΕΕ σε 5 κλάδους, στους 3 εκ των οποίων η διαφορά είναι σημαντική: ξενοδοχεία και εστιατόρια, ιδιωτικά νοικοκυριά, κατασκευές και ακίνητα και ενοικιάσεις.

Ειδικές ανάγκες

Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή τους στην αγορά εργασίας. Οι πιθανότητες να παραμείνουν άεργα είναι μεγαλύτερες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πάνω από τα μισά άτομα με καλή κατάσταση υγείας είναι άεργα, ενώ άεργα είναι πάνω από τα τρία τέταρτα των ατόμων με κακή ή πολύ κακή κατάσταση υγείας.

* Σχεδόν τα δύο τρίτα των ατόμων που δηλώνουν χρόνια σωματικά ή ψυχικά προβλήματα υγείας, ασθένεια ή αναπηρία είναι άεργα (ένα τρίτο των Ευρωπαίων δηλώνουν ότι έχουν παρόμοια προβλήματα).

* Ενώ πάνω από το 80% των ατόμων με σοβαρή μειονεξία είναι άεργα, και σχεδόν τα δύο τρίτα αυτών με κάποιο βαθμό μειονεξίας, άεργο είναι και το 50% και των ατόμων που δεν έχουν πρόβλημα στην άσκηση των καθημερινών τους δραστηριοτήτων.

Περιφερειακές ανισότητες

Δεδομένης της έντονης αμοιβαίας σχέσης μεταξύ τους, περιφέρειες με υψηλά ποσοστά απασχόλησης διαθέτουν επίσης υψηλότερα ποσοστά ενεργοποίησης, ειδικά ανάμεσα στους νέους και τους ηλικιωμένους.

Στις περιφέρειες που υστερούν, η βελτίωση της επίδοσης στον τομέα της απασχόλησης θα εξαρτηθεί κυρίως από το κατά πόσο θα μπορέσουν οι περιφέρειες αυτές να μεγιστοποιήσουν το δυνητικό τους εργατικό δυναμικό και να προσελκύσουν νέο ανθρώπινο κεφάλαιο. Στις περιφέρειες με χαμηλή ανάπτυξη της απασχόλησης, ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας μειώθηκε περίπου κατά 0,2% το χρόνο, στην περίοδο 1996-2000, ενώ στις περιφέρειες με υψηλή ανάπτυξη ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 0,5% το χρόνο. Αυτή η δυναμική αντικατοπτρίζεται επίσης στην αύξηση του μέσου επιπέδου δεξιοτήτων, η οποία ήταν πιο γρήγορη στις περιφέρειες στις οποίες η απασχόληση και η αύξηση του πληθυσμού ήταν σχετικά υψηλότερες. Το 2000, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στις περιφέρειες με χαμηλή απασχόληση διαθέτει χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις περιφέρειες με υψηλή απασχόληση είναι λιγότερο από το ένα τέταρτο..

Κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας

Από την ανάλυση που προηγήθηκε διαπιστώνεται ότι υπάρχει ένα σημαντικό απόθεμα εργατικού δυναμικού στην ΕΕ. Το 31,1% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας είναι άεργο (δηλ. 77 εκατ. άτομα, εκ των οποίων τα 50 εκατ. είναι γυναίκες και τα 27 εκατ. άνδρες). Ακόμη και αν αποκλειστεί η ηλικιακή ομάδα 15-19 ετών, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται σε εκπαίδευση και κατάρτιση, ο άεργος πληθυσμός ανέρχεται σε 55 εκατ. (πίνακας 2 και γραφική παράσταση 12).

Πολλά από τα άτομα αυτά θα επιθυμούσαν να εργάζονται. Σύμφωνα με την έρευνα για το εργατικό δυναμικό, περίπου το 14% των ατόμων που είναι άεργα θα επιθυμούσαν να εργάζονται σήμερα. Σε μια μεσοπρόθεσμη θεώρηση, ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. Τουλάχιστον οι μισοί, άνδρες (56%) και γυναίκες (49%) που αυτή τη στιγμή δεν ασκούν αμειβόμενη εργασία επιθυμούν ή σχεδιάζουν να εργαστούν εντός των επόμενων πέντε ετών, σε σύγκριση με το ένα πέμπτο που δεν έχει αποφασίσει και λιγότερο από ένα τρίτο που δεν προτίθεται να αναλάβει εργασία στο μέλλον [3].

[3] Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, "Εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης και συμμετοχή στην αγορά εργασίας 2000"

Κύριος και καθοριστικός παράγοντας για τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού είναι η διαθεσιμότητα αποδεκτών και κατάλληλων θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη καλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η αντιστοίχηση των ειδών και της φύσης των θέσεων εργασίας που προσφέρονται με τα χαρακτηριστικά και τις επιθυμίες των πιθανών εργαζομένων. Σημαντικό ρόλο παίζει η αντιστοίχηση του κλάδου και του επαγγέλματος με τις δεξιότητες και τα τυπικά προσόντα του πιθανού εργαζομένου. Επομένως, η απόφαση εισόδου στην αγορά εργασίας θα εξαρτηθεί σημαντικά από τη στάθμιση των οικονομικών κινήτρων για εργασία ή αεργία, υπό τις προσωπικές συνθήκες του ατόμου. Τέλος, μια σειρά άλλων λόγων, κυρίως με τη μορφή φραγμών, μπορεί να εμποδίζουν τη συμμετοχή κάποιου ατόμου στην αγορά εργασίας.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαπλέκονται και στην πράξη λειτουργούν ως ένα ενιαίο πλέγμα.

Διαθεσιμότητα και ελκυστικότητα της εργασίας

Άτομα με υποχρεώσεις παροχής φροντίδας μπορεί να παραιτηθούν από την αναζήτηση αμειβόμενης απασχόλησης για την παροχή κατ' οίκον υπηρεσιών, μειώνοντας έτσι τις προοπτικές τους επαγγελματικής σταδιοδρομίας ή επιστροφής στην απασχόληση συνολικά. Ηλικιωμένοι που έχουν χάσει την εργασία τους μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην ανεύρεση νέας εργασίας, ακόμη και με πολύ χαμηλότερες αμοιβές και χειρότερες συνθήκες, και να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα εφόσον δεν βρουν απασχόληση.

Κλάδοι

Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην αύξηση των θέσεων εργασίας σε ορισμένους κλάδους και επαγγέλματα και στη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού για την κάλυψή τους. Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών κατά την τελευταία δεκαετία συνοδεύτηκε από την ταχεία αύξηση της απασχόλησης γυναικών στον τομέα των υπηρεσιών γενικά και ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Αντίστοιχα, η τάση μείωσης της καταβολής σωματικής προσπάθειας σε πολλές θέσεις εργασίας, σε συνδυασμό με τη δημογραφική αλλαγή και τη βελτίωση της υγείας των ηλικιωμένων, ενδέχεται να προωθήσει τη συμμετοχή των ατόμων αυτών.

Ελκυστικότητα των θέσεων εργασίας

Η ποιότητα της θέσης εργασίας, από την άποψη της ικανοποίησης που προσφέρει και των εργασιακών συνθηκών θα επηρεάσει την είσοδο στην αγορά εργασίας, κυρίως όμως την απόφαση παραμονής σε μια θέση και στην αγορά εργασίας. Η συνολική ελκυστικότητα μιας θέσης εργασίας καλύπτει διάφορες διαστάσεις, από τη συνολική ικανοποίηση που προσφέρει έως το ωράριο εργασίας και τις συμβατικές ρυθμίσεις.

Στην έκθεση "Απασχόληση στην Ευρώπη 2001" αναφέρεται ότι τα ποσοστά των ατόμων που εγκαταλείπουν την απασχόληση και περνούν στην ανεργία ή την αεργία συνδέονται με την ποιότητα της θέσης εργασίας: τα άτομα που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας (που ορίζονται ως θέσεις εργασίας με έλλειψη πρόσβασης σε κατάρτιση, έλλειψη ασφάλειας ή με χαμηλή αμοιβή/παραγωγικότητα) βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο εγκατάλειψης της απασχόλησης σε σχέση με άτομα που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας υψηλότερης ποιότητας. Περίπου ένα τέταρτο όλων των ηλικιών και ένα τρίτο των νέων που απασχολούνται σε παρόμοιες θέσεις εργασίας εγκαταλείπουν κάθε χρόνο την απασχόληση, ενώ οι άνδρες γενικά και κυρίως αυτοί με χαμηλή ειδίκευση απειλούνται περισσότερο από την ανεργία και οι γυναίκες τείνουν προς την αεργία. Οι γυναίκες και οι νέοι υπερεκπροσωπούνται επίσης σε θέσεις εργασίας χαμηλής αμοιβής/παραγωγικότητας και ορισμένες φορές παγιδεύονται σε αυτήν την κατηγορία εργασιών από τις οποίες μεγαλύτερος αριθμός ατόμων τείνει να περάσει στην ανεργία ή την αεργία, σε σχέση με άλλες θέσεις εργασίας.

Γενικά, τα ποσοστά μετάβασης από θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας στην ανεργία είναι 5-10 φορές υψηλότερα απ' ό,τι σε θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας, ενώ τα ποσοστά μετάβασης στην αεργία είναι 2-5 φορές υψηλότερα. Τα ποσοστά μετάβασης στην ανεργία ή/και την αεργία είναι σημαντικά υψηλότερα στην ομάδα των ηλικιωμένων που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας. Τα ποσοστά μετάβασης από την απασχόληση στην αεργία είναι τρεις φορές υψηλότερα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες σε σχέση με τα υπόλοιπα άτομα.

Τα υψηλά επίπεδα ακούσιων συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και εργασίας μερικού χρόνου συνδέονται επίσης με υψηλά ποσοστά εγκατάλειψης (περίπου 15% προς την ανεργία και 10% στην αεργία). Οι περισσότεροι προτιμούν σαφώς μόνιμες συμβάσεις (70% των ανέργων γυναικών που επιστρέφουν και 50% των νέων σε ηλικία που εισέρχονται στην αγορά εργασίας), όμως υπάρχει επίσης μια σχετικά μεγάλη αποδοχή προσωρινών θέσεων εργασίας μεταξύ των νέων (50%). Βέβαια, ενώ πολλοί επιστρέφουν στην απασχόληση ύστερα από μια προσωρινή περίοδο αεργίας, όσο πιο συχνές είναι αυτές οι περίοδοι τόσο πιο μεγάλο είναι το ενδεχόμενο να καταστεί η αεργία μόνιμη. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες (με σοβαρές μειονεξίες ή με μειονεξίες ορισμένου βαθμού) είναι πιθανότερο να απασχολούνται σε θέσεις εργασίας μερικού χρόνου και σε προσωρινές εργασίες, σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα εργασίας με ελαστικό ωράριο σε εθελοντική βάση μπορεί να επηρεάσει θετικά την απόφαση εισόδου στην αγορά εργασίας σε κάποια μετέπειτα χρονική στιγμή. Υπάρχει αυξημένη ζήτηση για εργασία μερικού χρόνου μεταξύ γυναικών που επιστρέφουν στην απασχόληση (τα 2/3 προτιμούν μια θέση εργασίας μερικού χρόνου και συνολικά τα τρία τέταρτα αποδέχονται παρόμοιες προσφορές εργασίας), ενώ το 1/3 των νέων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας ή των ανέργων προτιμούν την εργασία μερικού χρόνου. Επίσης, περισσότεροι από τους μισούς που εισέρχονται στην αγορά εργασίας ή επιστρέφουν σε αυτήν επιθυμούν να εργάζονται από το σπίτι, τουλάχιστον κάποιες από τις ώρες εργασίας τους, ενώ το 20% των γυναικών που επιστρέφουν επιθυμεί να εργαστεί εξ ολοκλήρου από το σπίτι.

Οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι μπορεί να επιθυμούν να αποχωρήσουν σταδιακά από το εργατικό δυναμικό, μειώνοντας τις ώρες εργασίας. Ωστόσο, εάν δεν υπάρχει αυτή η εναλλακτική λύση, οι επιλογές τους περιορίζονται στην πλήρη αποχώρηση ή σε μεταβατικές δραστηριότητες χαμηλής ποιότητας. Είναι γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι έχουν περιορισμένη ευελιξία όσον αφορά τις ώρες εργασίας. Η αύξηση της ευελιξίας στην απασχόληση, όπως μετράται από τη διαθεσιμότητα ελαστικών ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας και δυνατοτήτων εργασίας μερικού χρόνου και αυτοαπασχόλησης, και ειδικές εργασιακές ρυθμίσεις, όπως η κατ' οίκον εργασία ή η τηλεργασία, θα αυξήσουν σημαντικά τόσο τη συμμετοχή των ηλικιωμένων στο εργατικό δυναμικό όσο και την ηλικία συνταξιοδότησης. Οι ηλικιωμένοι αποτελούν ήδη την πλειοψηφία των ατόμων που απασχολούνται σε εργασίες μερικού χρόνου σε εθελοντική βάση.

Τρία τέταρτα των ηλικιωμένων άεργων που αναζητούν εργασία θα προτιμούσε απασχόληση μερικού χρόνου, ενώ το ένα τρίτο θα προτιμούσε μια απασχόληση με λιγότερες από 20 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Τα υψηλότερα επίπεδα δυσαρέσκειας των ηλικιωμένων αφορούν τις ώρες εργασίας (23% συνολικά. 22% των ανδρών και 25% των γυναικών).

Είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η επίδραση των χαρακτηριστικών των θέσεων εργασίας (πέρα από τις αποδοχές και τα εργοδοτικά συστήματα συνταξιοδότησης που εξετάζονται στη συνέχεια) και των εργασιακών συνθηκών στην προσφορά εργατικού δυναμικού και στην αποχώρηση των ηλικιωμένων από την αγορά εργασίας, εφόσον ο καθοριστικός παράγοντας για την αποχώρηση των ηλικιωμένων εργαζομένων από την αγορά εργασίας δεν είναι η αλλαγή στην κατάσταση της υγείας τους. Οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι δεν μπορούν πλέον να εκτελέσουν επικίνδυνες, δυσάρεστες και σωματικά κουραστικές εργασίες και συχνά αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν. Οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται επίσης νωρίτερα από δύσκολες ή σύνθετες θέσεις εργασίας που δημιουργούν στρες, όπως επίσης και από θέσεις εργασίας που δεν προσφέρουν προοπτικές περαιτέρω σταδιοδρομίας.

Παρ' όλα αυτά, ηλικιωμένοι που παραμένουν στην απασχόληση αναφέρουν σχετικά υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από την εργασία τους. Μεταξύ των ηλικιωμένων που απασχολούνται, περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από την εργασία τους, ενώ το αντίθετο δηλώνει μόνο το 8%. Τα ποσοστά δυσαρέσκειας είναι παρόμοια με αυτά των απασχολούμενων από την ομάδα κύριας ηλικίας αλλά πολύ μικρότερα από αυτά των νέων σε ηλικία εργαζομένων. Ωστόσο, τα άτομα που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας - κυρίως σε θέσεις εργασίας χωρίς προοπτικές - δηλώνουν μεγαλύτερη δυσαρέσκεια (περίπου το ένα τρίτο δηλώνει έντονη δυσαρέσκεια) σε σχέση με εργαζομένους κύριας ηλικίας, ενώ τα άτομα σε θέσεις εργασίας καλής ποιότητας δηλώνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση (περίπου τα δύο τρίτα).

Εκπαίδευση και κατάρτιση

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση έχουν άμεση επίδραση στην απασχόληση και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Αποτελούν μια από τις πολιτικές προτεραιότητες σε όλη την ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την ανάπτυξη και την υλοποίηση εκτενών στρατηγικών δια βίου μάθησης, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, η ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται στη δια βίου μάθηση συνδυάζεται με την απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στη βελτίωση των δεξιοτήτων, στην κινητικότητα και στην ποιότητα των θέσεων εργασίας.

Η εξασφάλιση μιας καλής αντιστοίχησης των διαθέσιμων θέσεων εργασίας με τις δεξιότητες και τις ικανότητες του πληθυσμού είναι σημαντική για τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Αυτό ισχύει για όλες τις φάσεις της επαγγελματικής ζωής. Το βασικό επίπεδο εκπαίδευσης που επιτυγχάνεται έχει ουσιαστική μακροπρόθεσμη επίδραση στη συμμετοχή.

Με την έλλειψη της δυνατότητας δια βίου μάθησης και κατάρτισης εντός της επιχείρησης για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής, ο κίνδυνος απώλειας των θέσεων εργασίας τους για τους ηλικιωμένους εργαζομένους είναι ακόμη μεγαλύτερος. Επίσης, όσο περισσότερες δεξιότητες και ικανότητες διαθέτουν οι εργαζόμενοι τόσο καλύτερα μπορούν να τις αξιοποιήσουν. Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι ύστερα από κάποια συγκεκριμένη ηλικία, οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι έχουν λιγότερη πρόσβαση ή θέληση για κατάρτιση, σε σχέση με τους νεότερους εργαζομένους.

Τα ποσοστά ενεργοποίησης σε επίπεδο ΕΕ για το 2000 ανέρχονταν σε 87% για τα άτομα με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, σε σχέση με 57% για τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση. Οι διαφορές είναι μεγαλύτερες μεταξύ των γυναικών. Οι γυναίκες με χαμηλή ειδίκευση είναι η μόνη ομάδα του πληθυσμού στην οποία το ήμισυ είναι άεργες (πίνακας 3). (Απασχόληση στην Ευρώπη, 2001)

Το ποσοστό των νέων σε ηλικία ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή διαθέτουν υψηλό επίπεδο ειδίκευσης) έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου. Ο αριθμός των ατόμων που θεωρείται ότι διαθέτουν χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης (δηλ. επίπεδο χαμηλότερο από αυτό της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) παρουσιάζει μείωση, όμως παραμένει σημαντικός (βλ. προηγούμενη παραπομπή).

Επομένως, η καλή βασική εκπαίδευση αποτελεί τη βάση για την είσοδο στην αγορά εργασίας αλλά και για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής. Η πρόσβαση σε κατάρτιση και σε δυνατότητες δια βίου μάθησης για την προσαρμογή αυτών των δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής διευκολύνει την ικανότητα παραμονής στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων συνθηκών. Πραγματικά, η ρήση "όσο περισσότερα έχεις τόσο περισσότερα αποκτάς" φαίνεται ότι αποτελεί την κυρίαρχη αρχή όσον αφορά την πρόσβαση σε κατάρτιση.

Οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης επωφελούνται πολύ λιγότερο από την κατάρτιση. Παρ' ό,τι περίπου το ήμισυ των ηλικιωμένων εργαζομένων εργάζονται σε εταιρείες που παρέχουν κατάρτιση, το ποσοστό που συμμετέχει σε μέτρα κατάρτισης είναι μικρότερο από 15% - είτε τα μέτρα αυτά χρηματοδοτούνται από τον εργοδότη είτε από τους ίδιους. μόνο το 17% των ηλικιωμένων εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης λαμβάνει κατάρτιση, σε σύγκριση με το ένα τέταρτο των ηλικιωμένων με υψηλή ειδίκευση (Απασχόληση στην Ευρώπη, 2001).

Από μελέτες εργοδοτών σχετικά με μελλοντικές τάσεις όσον αφορά τις δεξιότητες, διαπιστώνεται σαφώς ότι θα συνεχιστεί να αυξάνεται η απασχόληση ειδικευμένων εργαζομένων ενώ θα μειώνεται η απασχόληση ανειδίκευτων. Η αύξηση της απασχόλησης θα συνεχίσει να είναι πιο έντονη στον κλάδο των υπηρεσιών και σε τομείς έντασης των γνώσεων, απαιτώντας ένα φάσμα δεξιοτήτων, όπως οι γνώσεις σε ΤΠΕ, οι γνώσεις επικοινωνίας κ.α..

Με τη μείωση των δεξιοτήτων και της παραγωγικότητας των ηλικιωμένων εργαζομένων, η κατάρτιση, η προσαρμοστικότητα σε νέες δεξιότητες και στην τεχνολογία, η κινητικότητα και η μισθολογική ευελιξία αποκτούν μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Εάν αυτά δεν υπάρχουν, δύσκολα οι εργοδότες θα επωμιστούν το σχετικό υψηλότερο κόστος που συνδέεται με την πρόσληψη ηλικιωμένων εργαζομένων. Έντονος είναι ο αντίκτυπος των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση και τα συνταξιοδοτικά σχέδια των ηλικιωμένων εργαζομένων, λόγω της ενδεχόμενης έλλειψης των δεξιοτήτων που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες. Εάν οι νέες τεχνολογίες έχουν ως συνέπεια την αλλαγή των προδιαγραφών όσον αφορά τις θέσεις εργασίας και τις δεξιότητες, οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι θα πληγούν περισσότερο απ' ό,τι οι εργαζόμενοι κύριας ηλικίας, λόγω των ξεπερασμένων δεξιοτήτων τους. επειδή το εκπαιδευτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο κατά μέσο όριο και ως εκ τούτου είναι πιο πιθανό να απολέσουν τη θέση εργασίας τους ως υπεράριθμο προσωπικό. και διότι θα αντιδράσουν διαφορετικά λόγω της επικείμενης συνταξιοδότησής τους, η οποία περιορίζει το χρονικό τους ορίζοντα όσον αφορά την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν υπολογιστή - δηλαδή όσοι έχουν αποκτήσει τις δεξιότητες που απαιτούνται από τις νέες τεχνολογίες - θα συνεχίσουν να εργάζονται.

Η μη συνεκτίμηση του αντίκτυπου της τεχνολογικής αλλαγής στις δυνατότητες απασχόλησης των ηλικιωμένων εργαζομένων μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα πολιτικά συμπεράσματα: Πολιτικές προσπάθειες που έχουν σχεδιαστεί για την ενθάρρυνση της παράτασης του επαγγελματικού βίου μπορεί να έχουν περιορισμένη επιτυχία εάν οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι δεχθούν πίεση από την τεχνολογική αλλαγή. Από την άλλη, κάθε παράταση του επαγγελματικού βίου στο μέλλον, ενδεχομένως ως απόρροια της παράτασης του προσδόκιμου ζωής ή αλλαγών στην κοινωνική ασφάλιση και τις ιδιωτικές συντάξεις, μπορεί να οδηγήσει τους ηλικιωμένους εργαζομένους στο να επενδύσουν σε νέες δεξιότητες, με την εξέλιξη των τεχνολογιών" (Friedberg, L. (2001)).

Κύρια εμπόδια όσον αφορά τη διατήρηση και την ανάπτυξη των ικανοτήτων ηλικιωμένων εργαζομένων και εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση είναι το χαμηλό επίπεδο τυπικών εκπαιδευτικών προσόντων που έχουν αποκτήσει, η έλλειψη δυνατοτήτων κατάρτισης και η έλλειψη κατάλληλης κατάρτισης που θα βασίζεται στις αποκτηθείσες γνώσεις και στις γνώσεις που πρέπει να αποκτήσουν για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας. Η σύντομη περίοδος απόσβεσης από τις επιχειρήσεις των επενδύσεων στην κατάρτιση φαίνεται ότι λειτουργεί εις βάρος των ηλικιωμένων εργαζομένων (ενδεχόμενες προσλήψεις/υφιστάμενοι εργαζόμενοι), όμως πρέπει να συνεκτιμηθεί η υψηλή ανακύκλωση νέου σε ηλικία προσωπικού και η αλλαγή στο περιεχόμενο των θέσεων εργασίας. Επίσης, η ίση πρόσβαση σε κατάρτιση για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, όσον αφορά το μέγεθος της εταιρείας (οι ΜΜΕ είναι οι πλέον μειονεκτούσες) αλλά και το προφίλ κατάρτισης του εργαζομένου (εκπαιδευτικό επίπεδο για ηλικιωμένους εργαζομένους και για ομάδες με χαμηλή ειδίκευση).

Άτομα με ειδικές ανάγκες μπορεί επίσης να απασχολούνται σε εταιρείες που προσφέρουν κατάρτιση, όμως - ειδικά τα άτομα με σοβαρές μειονεξίες - συμμετέχουν λιγότερο στην κατάρτιση.

Εξισορρόπηση των οικονομικών κινήτρων

Η επιλογή συμμετοχής στην αγορά εργασίας θα εξαρτηθεί σημαντικά από τις οικονομικές συνθήκες του ατόμου και τις επιλογές που διαθέτει. Το εισόδημα από την εργασία πρέπει να αντισταθμίζει άλλες πηγές εισοδήματος και το κόστος που αυτό συνεπάγεται. Το επίπεδο των μισθών αντιπαραβάλλεται με τα επίπεδα κοινωνικής ενίσχυσης και το φορολογικό σύστημα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει οικονομικό κίνητρο για να εργαστεί κανείς. Επομένως, τα επίπεδα μισθών και τα συστήματα φορολόγησης και παροχών πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση του συνολικού αντίκτυπου στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Τα συστήματα φορολόγησης και παροχών (επιμέρους και σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους) επηρεάζουν όλες τις μεταβολές που σημειώνονται στην αγορά εργασίας: συμμετοχή στην αγορά εργασίας, επιλογή σπουδών/εργασίας, πρόωρη συνταξιοδότηση και διάρκεια της απασχόλησης. Παρ' ό,τι από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις διαπιστώνεται ότι δίδεται σαφής έμφαση στα φορολογικά συστήματα, υπάρχουν δύο στοιχεία της αλληλεπίδρασης φορολογίας και παροχών που μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην προσφορά εργατικού δυναμικού. Πρώτον, το επίπεδο παροχών σε σχέση με τις αποδοχές και η επίδρασή του στην απόφαση συμμετοχής, που μπορεί να οδηγήσει στην παγίδα της ανεργίας. Δεύτερον, η μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος (λαμβάνοντας υπόψη τη συνδυασμένη επίδραση από την αύξηση της φορολογίας και την κατάργηση παροχών βάσει των πόρων) με την αύξηση των αποδοχών και ο αντίκτυπος στην προσπάθεια που καταβάλλεται και στις εργασθείσες ώρες (που οδηγεί στην παγίδα της φτώχιας).

Η πραγματική επίδραση στην προσφορά εργατικού δυναμικού εξαρτάται από την εκάστοτε αντίδραση των οικονομικών παραγόντων στις αλλαγές που αφορούν τα κίνητρα. Το υψηλό επίπεδο παροχών ανεργίας και άλλων συναφών παροχών, σε συνδυασμό με μακροχρόνια διάρκεια και ανεκτικούς κανόνες επιλεξιμότητας, μπορεί να υποσκάψει τα κίνητρα για την ανάληψη εργασίας και να αυξήσει τον κίνδυνο μακροχρόνιας εξάρτησης από επιδόματα. Από την άλλη, η πρόσβαση σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση και κυρίως σε ασφάλιση ανεργίας, μπορεί να προσφέρει κίνητρα για την ανάληψη νόμιμης απασχόλησης (ή τη μετατροπή άτυπης απασχόλησης σε νόμιμη). Επίσης, η ασφάλιση ανεργίας απαιτεί από τους αποδέκτες μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας απ' ό,τι άλλα συστήματα κοινωνικών παροχών, ειδικά όταν εφαρμόζεται πραγματικά η προϋπόθεση για διάθεση αποδοχής μιας θέσης εργασίας και ενθαρρύνεται η αναζήτηση εργασίας.

Ορισμένες ομάδες είναι πιο δεκτικές από άλλες σε αλλαγές στη φορολογία και στις παροχές. Για παράδειγμα, άνδρες της κύριας ηλικίας ή άτομα με προοπτικές υψηλότερων μισθών στο μέλλον είναι λιγότερο δεκτικές σε αλλαγές όσον αφορά τα κίνητρα που παρέχουν τα συστήματα φορολόγησης και παροχών. Αντίθετα, μέλη ζευγαριών στα οποία ο ένας σύζυγος δεν εργάζεται (συνήθως η γυναίκα) και οικογένειες μόνων γονέων είναι πιο δεκτικά σε κίνητρα, από πλευράς συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Η φορολογία μπορεί να επηρεάζει την απόφαση για το αν το δεύτερο μέλος του νοικοκυριού θα προστεθεί στο εργατικό δυναμικό ή όχι και να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει την εργασία μερικού χρόνου. Η αντίδραση σε αλλαγές στη φορολογία και στις παροχές, όσον αφορά την είσοδο ή την έξοδο από την αγορά, είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για τις εργασθείσες ώρες.

Όσον αφορά τους ηλικιωμένους εργαζομένους, οι διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη (όπως αναφέρεται στα ΕΣΔ) δεν έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της συμμετοχής αυτών των ατόμων στην αγορά εργασίας. Έως ένα μεγάλο βαθμό, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη για πρόωρη συνταξιοδότηση και τη συνεχιζόμενη ύπαρξη συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης (που συχνά συνυπάρχουν με συστήματα που στοχεύουν στην παράταση της επαγγελματικής ζωής) καθώς και την αρνητική στάση μεταξύ εργοδοτών, εργατικών ενώσεων και πολιτικών. Τα συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης καθίστανται ελκυστικά όταν δεν υπάρχει εναλλακτική απασχόληση.

Μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ διαφόρων μορφών συνταξιοδότησης και συναφών προτύπων για την παραμονή ή όχι των ηλικιωμένων εργαζομένων στην αγορά εργασίας: Πρώτον, η εφάπαξ μετάβαση από την πλήρη απασχόληση στην πλήρη αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη περίπτωση στην Ευρώπη. Δεύτερον, η μερική συνταξιοδότηση (συνδυασμός συνταξιοδότησης από πλήρη απασχόληση με περαιτέρω απασχόληση ή διάφορες μορφές παροχών ανεργίας και αναπηρίας, χωρίς πλήρη αποχώρηση από την αγορά εργασίας). Στοιχεία από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι η περίπτωση αυτή είναι πιο συνηθισμένη στα δύο άκρα του φάσματος ποιότητας των θέσεων εργασίας. Τρίτον, συνταξιοδότηση - συνήθως απομάκρυνση λόγω αναδιάρθρωσης - με το συνδυασμό περιόδων αεργίας (αναζήτηση εργασίας και εκ νέου κατάρτιση) και περιόδων εργασίας.

Ποια από τις μορφές αυτές θα επιλεγεί εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων. Η πρόωρη συνταξιοδότηση και τα συστήματα αναπηρίας μπορούν να υποκαταστήσουν σε ορισμένες περιπτώσεις τις παροχές ανεργίας και, ως εκ τούτου, το επίπεδο αυτών των παροχών έχει σημασία. Συνήθως, τα επίπεδα των παροχών συνταξιοδότησης και αναπηρίας είναι συγκριτικά καλύτερα από αυτά των παροχών ανεργίας, ενώ οι περίοδοι χορήγησής τους είναι μεγαλύτερες. Επίσης, ορισμένα προγράμματα που αφορούν την ανεργία είναι, de facto, συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης, αφού δεν απαιτούν από τους ηλικιωμένους εργαζομένους την αναζήτηση εργασίας. Για τους ηλικιωμένους εργαζομένους, το ύψος της σύνταξης γήρατος σε σχέση με το ύψος των εσόδων και της φορολογίας παίζει σημαντικό ρόλο στην απόφαση συνταξιοδότησης, ενώ στην περίπτωση συνέχισης της επαγγελματικής δραστηριότητας συχνά προκύπτουν υψηλά "πραγματικά ποσοστά φορολόγησης". Βέβαια, για το ήμισυ των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών, οι κοινωνικές παροχές αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος.

Οι ρυθμίσεις για την ασφάλιση υγείας και τα συστήματα συνταξιοδότησης που παρέχουν οι εργοδότες μπορεί να οδηγήσουν ορισμένους εργαζομένους να καθυστερήσουν την έξοδό τους από την εργασία και άλλους στην ανεύρεση μεταβατικής απασχόλησης έως ότου αρχίσει η πλήρης συνταξιοδότηση. Από την άλλη, τα ιδιωτικά προγράμματα συνταξιοδότησης γενικά ενθαρρύνουν την πλήρη και όχι τη μερική συνταξιοδότηση, αφού οι παροχές συνταξιοδότησης βασίζονται στις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου κατά τα τρία ή πέντε τελευταία έτη της απασχόλησης και η πλήρης συνταξιοδότηση μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη συνταξιοδοτικών παροχών. Οι υψηλές αποταμιεύσεις και η ευμάρεια των ηλικιωμένων εργαζομένων συνδέονται θετικά με την πρόωρη συνταξιοδότηση και την ολοκληρωτική αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό.

Τα οικονομικά κίνητρα και οι ρυθμίσεις κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι οι μόνοι καθοριστικοί παράγοντες για την παράταση του επαγγελματικού βίου των ηλικιωμένων εργαζομένων. Μη οικονομικοί λόγοι παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην απόφασή τους να παραμείνουν ή να επανέλθουν στην αγορά εργασίας [4].

[4] Οι Haider και Loughran (2001), μεταξύ άλλων, σε μια μελέτη για τους ηλικιωμένους εργαζομένους (65 ετών και άνω) στις ΗΠΑ, διαπιστώνουν ότι "μη οικονομικοί λόγοι καθορίζουν τις αποφάσεις περί εργασίας των ηλικιωμένων", οι οποίοι αντιδρούν άκαμπτα στους μισθούς. Ως εκ τούτου, οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι "οι πολιτικές που επηρεάζουν την οικονομική επιστροφή των ηλικιωμένων στην εργασία θα έχουν μικρό αντίκτυπο στην προσφορά εργατικού δυναμικού σε αυτόν τον πληθυσμό απ' ό,τι οι πολιτικές που στοχεύουν στη βελτίωση των μη οικονομικών κινήτρων για την επιστροφή στην εργασία".

Ελκυστικό περιβάλλον

Για πολλά άτομα, η απόφαση συμμετοχής στην αγορά εργασίας μπορεί να μην εξαρτάται από την αξιολόγηση των "αντικειμενικών" παραγόντων της αγοράς εργασίας, που περιγράφτηκαν προηγουμένως, αλλά από μια σειρά άλλων παραγόντων. Οι παράγοντες αυτοί καθορίζουν πώς και αν το εκάστοτε άτομο μπορεί να συνδυάσει το χρόνο εργασίας του με το χρόνο που απαιτείται για τις εργασίες του νοικοκυριού και των αγορών καθώς και τη φροντίδα των παιδιών (ανάλογα με το σχολικό ωράριο).

Φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων

Για πολλές γυναίκες, κυρίως, η φροντίδα εξαρτώμενων προσώπων - παιδιών ή γονέων - αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για να εργαστούν, εάν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Το 14,1% του συνόλου των άεργων ατόμων θα επιθυμούσε να εργαστεί (10,9 εκατ. άτομα εκ των οποίων τα 7 εκατ. είναι γυναίκες). Το 30% αυτών των γυναικών δεν μπορεί να εργαστεί λόγω προσωπικών ή οικογενειακών υποχρεώσεων.

Η παροχή υπηρεσιών υποστήριξης έχει διπλή επίδραση στη συμμετοχή. Εκτός από την προώθηση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας για άτομα που χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες, αποτελούν οι ίδιες κύρια πηγή απασχόλησης. Από το 1995 έως σήμερα έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 2 εκατ. καθαρές θέσεις εργασίας στον τομέα της περίθαλψης της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Υποστήριξη της κινητικότητας

Το άτομο μπορεί να μην έχει πρόσβαση στην τοπική αγορά εργασίας αλλά παρ' όλα αυτά να μην επιθυμεί να μετακινηθεί. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρομέτρου, το 54% από το 37.5% των Ευρωπαίων που έχουν μετακινηθεί κατά τη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών το έκαναν αυτό για οικογενειακούς/ προσωπικούς λόγους, το 18% για στεγαστικούς λόγους και το 15% για επαγγελματικούς λόγους.

Περίπου το 46% του 18,5% που πιστεύει ότι θα μετακινηθεί τα επόμενα 5 χρόνια, θα το πράξει για οικογενειακούς/ προσωπικούς λόγους και το 27% για επαγγελματικούς λόγους. Το 34% των Ευρωπαίων θα προτιμούσε να μείνει άνεργο και να παραμείνει στην ίδια περιφέρεια διαμονής, αντί να μετακινηθεί σε άλλη περιφέρεια και να καταλάβει μια θέση εργασίας. Το 38% θα προτιμούσε να μετακινηθεί σε μια άλλη περιφέρεια, η προθυμία όμως μειώνεται δραστικά με την ηλικία, ενώ το 16% απαντά ότι θα εξαρτηθεί αυτό από τη θέση εργασίας που θα τους προσφερθεί.

Ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% και το 29% των Ευρωπαίων απάντησε ότι "η καλύτερη οικονομική κατάσταση" και "οι καλύτερες προοπτικές σταδιοδρομίας" αντίστοιχα θα αποτελούσαν κίνητρο μετακίνησης.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες που αφορούν την κινητικότητα και την καθημερινή μετακίνηση εργατικού δυναμικού δείχνουν ότι ο τόπος εργασίας, η εύκολη πρόσβαση και η οικονομική προσιτότητα των μέσων μεταφοράς ή η ανάπτυξη επιχειρηματικών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αφορούν την ηλεκτρονική εργασία, σε τοπικές κοινότητες παίζουν σημαντικό ρόλο για την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 1

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat. ILO για το 1970.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 2

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Σημ.: τα στοιχεία αφορούν τη διαφορά επί % μεταξύ των ποσοστών συμμετοχής ανδρών και γυναικών σε κάθε ομάδα ηλικίας.

Πηγή: Eurostat, LFS.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 3

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 4

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Σημ.: Αναφέρεται μόνο στην ηλικία του μικρότερου παιδιού (π.χ. γυναίκες με παιδιά ηλικίας 2 και 10 ετών περιλαμβάνονται μόνο στην πρώτη ομάδα, 0-6)

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 5

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 6

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 7

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 8

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 9

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 10

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 11

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 12

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πηγή: Έρευνα για το εργατικό δυναμικό, Eurostat.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: : Απασχόληση στην Ευρώπη 2001.

Σημείωση: Το εκπαιδευτικό επίπεδο ορίζεται ως "υψηλό" όταν έχει ολοκληρωθεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ως "μέσο" γαι την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως "χαμηλό" για τις χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες.