52001PC0139

Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου /* COM/2001/0139 τελικό - COD 2001/0076 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 180 E της 26/06/2001 σ. 0238 - 0243


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Αιτιολογηση:

Προκειμένου να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 174 παράγραφος 2 ΕΚ), πρέπει να αντιμετωπισθεί το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα του εγκλήματος κατά του περιβάλλοντος.

Η Κοινότητα έχει εκδώσει πολυάριθμες νομοθετικές πράξεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν τις πράξεις αυτές. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΚ, πρέπει, εφόσον είναι αναγκαίο, να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και ανάλογες κυρώσεις με σκοπό την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου [1].

[1] Βλέπε, για παράδειγμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-186/98, Nunes-De Matos, Συλλογή Νομολογίας 1999, Ι-4883 και C-77/97 Unilever, Συλλογή Νομολογίας 1999, Ι-431. Βλέπε επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το ρόλο των κυρώσεων για τη θέση σε εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, COM(95) 162 τελικό και το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και για τις κυρώσεις κατά των παραβάσεων των διατάξεών του περί εσωτερικής αγοράς (ΕΕ C 188/1 της 22.7.1995). Κατά συνέπεια, στόχος της Επιτροπής ήταν να εξασφαλίσει ότι, όπου αρμόζει, τα κοινοτικά μέτρα περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με κατάλληλες κυρώσεις.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται σήμερα από τα κράτη μέλη δεν είναι πάντα επαρκείς για την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης με το κοινοτικό δίκαιο. Ποινικές κυρώσεις κατά των σοβαρότερων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος δεν προβλέπονται από όλα τα κράτη μέλη. Υπάρχουν ακόμη πολλές σοβαρές περιπτώσεις μη τήρησης του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος, οι οποίες δεν υπόκεινται σε επαρκώς αποτρεπτικές και αποτελεσματικές ποινές.

Αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το κοινοτικό δίκαιο είναι δυνατόν να απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, επί του παρόντος δεν υφίσταται κοινοτική διάταξη που να απαιτεί ρητώς τέτοιου είδους κυρώσεις. Κατά συνέπεια, υφίσταται όχι μόνο αβεβαιότητα σχετικά με την υποχρέωση του κράτους μέλους να θεσπίσει ποινικές κυρώσεις, αλλά και απουσία ελάχιστου προτύπου ή κοινοτικού κεκτημένου σε ό,τι αφορά τα αδικήματα που διαπράττονται εις βάρος του περιβάλλοντος.

Σε πολλές περιπτώσεις, μόνο η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων μπορεί να έχει αρκούντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Κατά πρώτο λόγο, η επιβολή ποινικών κυρώσεων φανερώνει μια κοινωνική αποδοκιμασία από ποιοτική άποψη διαφορετικής φύσεως σε σύγκριση με τις διοικητικές κυρώσεις ή τους μηχανισμούς αποζημίωσης δυνάμει του αστικού δικαίου. Εκπέμπει ισχυρό μήνυμα, με εντονότερα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, προς τους παραβάτες. Για παράδειγμα, οι διοικητικές ή άλλες οικονομικές κυρώσεις μπορεί να μην είναι αποτρεπτικές σε περίπτωση ενδεών ή, αντίθετα, οικονομικά ισχυρών παραβατών.

Κατά δεύτερο λόγο, τα μέσα ποινικής δίωξης και έρευνας (και συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών) είναι περισσότερο ισχυρά από τα μέσα του διοικητικού ή του αστικού δικαίου και μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των ερευνών. Επί πλέον, υπάρχει μια περαιτέρω εξασφάλιση της αμεροληψίας των ανακριτικών αρχών, αφού στις ποινικές έρευνες θα εμπλέκονται αρχές διαφορετικές από τις διοικητικές αρχές που χορήγησαν τις άδειες εκμετάλλευσης ή τις εγκρίσεις ρυπογόνων δραστηριοτήτων.

Συνεπώς, είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ελάχιστα πρότυπα σχετικά με τη στοιχειοθέτηση των ποινικών αδικημάτων που διαπράττονται κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας του περιβάλλοντος. Προκειμένου να εξασφαλισθεί καλύτερη και εναρμονισμένη εφαρμογή του σε όλα τα κράτη μέλη, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο παρά σε επίπεδο κρατών μελών (άρθρο 5 παράγραφος 2 ΕΚ).

2. Νομικη Βαση

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που διεξήχθη στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 ζήτησε να καταβληθούν προσπάθειες προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία επί κοινών ορισμών, ποινικοποιήσεων και κυρώσεων που θα πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να επικεντρωθούν σε περιορισμένους τομείς ιδιαίτερης σημασίας, συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος κατά του περιβάλλοντος.

Το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων συμφώνησε στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα τέτοιου είδους κεκτημένο στον τομέα των περιβαλλοντικών αδικημάτων. Στις 7 Ιουλίου 2000 [2], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ευνοϊκή γνώμη για πρωτοβουλία του Βασιλείου της Δανίας με αντικείμενο την έκδοση απόφασης-πλαισίου για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος κατά του περιβάλλοντος [3].

[2] Έγγραφο ΕΚ αριθ. A5-0178/2000.

[3] ΕΕ C 39/4 της 11.2.2000.

Το ζήτημα της κατάλληλης νομικής βάσης συζητήθηκε εντατικά στα πλαίσια της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και της συντονιστικής επιτροπής που συνεστήθη από το άρθρο 36 ΕΕ. Λόγω του ότι το θέμα σχετίζεται τόσο με την προστασία του περιβάλλοντος όσο και με τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, το ζήτημα ήταν αν θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ ή της Συνθήκης ΕΕ.

Όπως εξηγείται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 7.02.2001 [4], η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ένα κοινοτικό κεκτημένο σχετικά με τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος μπορεί και πρέπει να θεσπισθεί μέσω του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, αυτό ισχύει όσον αφορά τον ορισμό των ρυπογόνων δραστηριοτήτων οι οποίες πρέπει να υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις και όσον αφορά τη γενική υποχρέωση του κράτους μέλους να θεσπίσει ποινικές κυρώσεις. Τα θέματα αυτά εμπίπτουν εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 175 ΕΚ, καθόσον αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Στα άρθρα 47 και 29, η Συνθήκη ΕΕ δίνει σαφή προτεραιότητα στο κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, δεν υπάρχει περιθώριο για πράξη σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΕ.

[4] SEC(2001)227.

3. Κυριο περιεχομενο των αρθρων τησ προτασησ

α) Σκοπός και πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1 και 3)

Το προτεινόμενο σχέδιο οδηγίας εφαρμόζεται αποκλειστικά στις δραστηριότητες που παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο για την προστασία του περιβάλλοντος ή/και τους κανόνες που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με το εν λόγω κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς, οι ορισμοί των δραστηριοτήτων που στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν σε ορισμούς του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου. Για παράδειγμα, ο όρος "απόρριψη χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων" παραπέμπει στην οδηγία 75/439/ΕΟΚ περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων [5].

[5] ΕΕ L 194/23 της 25.7.1975. Βλέπε, ιδίως, τα άρθρα 1 και 4 της εν λόγω οδηγίας.

Η πρόταση δεν καλύπτει όλες τις δραστηριότητες που ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, αλλά μόνο τις σημαντικές μορφές ρύπανσης για τις οποίες είναι δυνατόν να ευθύνονται φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στη ρύπανση που προκαλείται από διάχυτες πηγές, αν και το ζήτημα αυτό καλύπτεται ευρέως από το κοινοτικό δίκαιο με τον καθορισμό ποιοτικών στόχων.

β) Ποινικά αδικήματα (άρθρο 3)

Σύμφωνα με την αρχή ότι η δράση της Κοινότητας δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης (άρθρο 5 παράγραφος 3 ΕΚ), η πρόταση καλύπτει τις ρυπογόνες δραστηριότητες που συνήθως προκαλούν ή είναι δυνατόν να προκαλέσουν σημαντική υποβάθμιση ή σοβαρή βλάβη στο περιβάλλον. Όταν διαπράττονται εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να θεωρούνται ποινικά αδικήματα.

Στο άρθρο 3, απαριθμούνται διάφορες παραβάσεις υποχρεώσεων δυνάμει του κοινοτικού δικαίου για το περιβάλλον ή/και εθνικών νομικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν τις εν λόγω απαιτήσεις στην εθνική έννομη τάξη. Έχουν επιλεχθεί μόνο οι υποχρεώσεις εκείνες η μη τήρηση των οποίων προκαλεί σοβαρές βλάβες στο περιβάλλον. Το γεγονός ότι οι δραστηριότητες αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν σε περιοχές της Κοινότητας αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι υφιστάμενες κυρώσεις δεν έχουν πάντα το αναγκαίο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

Για λόγους νομικής ασφάλειας, στο παράρτημα της προτεινόμενης οδηγίας απαριθμούνται διεξοδικά οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις οι οποίες απαγορεύουν τις περιγραφόμενες στο άρθρο 3 δραστηριότητες. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις, θεωρείται ως ελάχιστο ότι οι ποινικές κυρώσεις είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος σε ολόκληρη την Κοινότητα. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οιαδήποτε μελλοντική τροποποίηση των οδηγιών που απαριθμούνται στο παράρτημα θα εφαρμόζεται αυτομάτως στην παρούσα οδηγία. Όσον αφορά τη μελλοντική κοινοτική νομοθεσία, κάθε κείμενο θα ορίζει σε ποιο μέτρο θα πρέπει να προβλέπονται ποινικές κυρώσεις.

Ορισμένες από τις δραστηριότητες που περιγράφονται στο άρθρο 3 απαγορεύονται per se δυνάμει διάφορων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν είναι αποδεδειγμένη ή όχι η πρόκληση συγκεκριμένης βλάβης στο περιβάλλον σε μια συγκεκριμένη, ξεχωριστή περίπτωση. Το κοινοτικό δίκαιο θεωρεί τις εν λόγω δραστηριότητες επιζήμιες ή ιδιαίτερα επικίνδυνες για το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, οι προαναφερόμενες δραστηριότητες πρέπει να χαρακτηρίζονται ποινικά αδικήματα, δεδομένου ότι ο κίνδυνος για το περιβάλλον ενέχεται στην ίδια τη δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη βλάβη που αυτή μπορεί να προκαλέσει.

Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος, από το οποίο εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό οι περιβαλλοντικές νομοθεσίες των κρατών μελών, προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον στην Κοινότητα. Η Επιτροπή θα μελετήσει το ενδεχόμενο θέσπισης νομικής πράξης για την πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων κατά των παράνομων δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη χρήση πυρηνικών υλικών. Το θέμα αυτό θα πρέπει ίσως να αντιμετωπισθεί με βάση τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

γ) Κυρώσεις, συμμετοχή και ηθική αυτουργία (άρθρο 4)

Σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, η παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζει ζητήματα ποινικών ερευνών και διώξεων ούτε ζητήματα ποινικής δικονομίας. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν αν τα αδικήματα που διαπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 3 θα πρέπει να διώκονται σε κάθε περίπτωση ή αν θα προβλέψουν δυνατότητες μη επιβολής ποινικών κυρώσεων σε ελάσσονος σημασίας περιπτώσεις, όπου ο αντίκτυπος στο περιβάλλον είναι ασήμαντος.

Σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, η οδηγία θα υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και ανάλογες ποινικές κυρώσεις κατά των προβλεπόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος. Προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, είναι ουσιώδους σημασίας να συμπεριληφθούν κυρώσεις κατά της συνέργειας (συμμετοχής και ηθικής αυτουργίας) στα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 3. Σε σοβαρές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν τη δυνατότητα φυλάκισης. Στο πλαίσιο αυτό, θα έχουν κάποια διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό τέτοιου είδους σοβαρών περιπτώσεων.

Σχετικά με τα νομικά πρόσωπα, για την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας του περιβάλλοντος είναι σημαντικό τα νομικά πρόσωπα να δύνανται να υπέχουν ευθύνη και κατ'αυτών να επιβάλλονται κυρώσεις σε όλη την Κοινότητα. Ωστόσο, για μερικά κράτη μέλη μπορεί να είναι δύσκολο να εισαγάγουν ποινικές κυρώσεις κατά των νομικών προσώπων χωρίς να τροποποιήσουν θεμελιώδεις αρχές των εθνικών νομικών συστημάτων τους. Συνεπώς, θα πρέπει να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα θέσπισης και άλλων μη ποινικής φύσεως κυρώσεων, εφόσον αυτές θα είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επιβάλλουν χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, δικαστική εποπτεία, δικαστικές εντολές διάλυσης ή αποκλεισμό από πλεονεκτήματα ή ενισχύσεις προερχόμενα από το δημόσιο.

4. Φυση τησ προτεινομενησ οδηγιασ

Η πρόταση καθορίζει ελάχιστα πρότυπα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 176 ΕΚ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα. Για παράδειγμα, μπορούν να εισαγάγουν περαιτέρω αδικήματα ή/και επί πλέον τύπους κυρώσεων ή ποινών. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να προβλέψουν την έκπτωση φυσικού προσώπου από το δικαίωμα άσκησης δραστηριότητας που απαιτεί επίσημη άδεια ή έγκριση ή από το δικαίωμα να συστήνει ή να διευθύνει εταιρεία ή ίδρυμα ή να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτών.

5. Πιθανα συμπληρωματικα μετρα δυναμει της Συνθηκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση

Εκτός από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας, ίσως χρειασθεί να γίνουν περαιτέρω βήματα δυνάμει της Συνθήκης ΕΕ, σε σχέση με τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας. Με βάση τις τρέχουσες συζητήσεις στο Συμβούλιο κατόπιν της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Δανίας, θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο να θεσπισθεί, συμπληρωματικά, απόφαση-πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 (β) ΕΕ. Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την ποινική δικαιοδοσία, τα μέτρα εξασφάλισης αμοιβαίας έκδοσης ή/και το συντονισμό των διώξεων και των ερευνών.

Σε ό,τι αφορά τη στοιχειοθέτηση των ποινικών αδικημάτων, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θα μπορούσε να παραπέμπει στην παρούσα κοινοτική οδηγία. Έχοντας υπόψη το άρθρο 31 (ε) ΕΕ και το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης του 1998 [6], μια τέτοιου είδους νομική πράξη θα μπορούσε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος ή/και της τρομοκρατίας.

[6] ΕΕ C 19 της 23.1.1999, σημείο 46.

2001/0076 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [7],

[7] ΕΕ C , , σ. .

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [8],

[8] ΕΕ C , , σ. .

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [9],

[9] ΕΕ C , , σ. .

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης [10],

[10] ΕΕ C , , σ. .

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Δυνάμει του άρθρου 174 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος πρέπει να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας.

(2) Η Κοινότητα ανησυχεί για την αύξηση των αδικημάτων εις βάρος του περιβάλλοντος και για τις συνέπειές τους, που εκτείνονται όλο και περισσότερο πέραν των συνόρων των κρατών όπου διαπράττονται τα αδικήματα αυτά. Τέτοιου είδους αδικήματα αποτελούν απειλή για το περιβάλλον και πρέπει επομένως να δοθεί στο ζήτημα αυτό κατάλληλη απάντηση.

(3) Οι δραστηριότητες που παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο ή/και τους κανόνες που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με το εν λόγω κοινοτικό δίκαιο, θα πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και ανάλογες κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

(4) Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα υφιστάμενα συστήματα κυρώσεων δεν επαρκούν για την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης με το κοινοτικό δίκαιο. Η εν λόγω συμμόρφωση μπορεί και πρέπει να ενισχυθεί με την εφαρμογή ποινικών κυρώσεων, που αντικατοπτρίζουν μια κοινωνική αποδοκιμασία από ποιοτικής άποψης διαφορετικής φύσεως σε σύγκριση με τις διοικητικές κυρώσεις ή τους μηχανισμούς αποζημίωσης δυνάμει του αστικού δικαίου.

(5) Η θέσπιση κοινών κανόνων για ποινικές κυρώσεις θα καταστήσει δυνατή τη χρησιμοποίηση μεθόδων έρευνας και συνδρομής εντός και μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες είναι αποτελεσματικότερες απ' ό,τι τα διαθέσιμα μέσα διοικητικής συνεργασίας.

(6) Η ανάθεση του έργου της επιβολής των κυρώσεων σε δικαστικές αρχές, παρά σε διοικητικές αρχές, συνεπάγεται ότι η ευθύνη για τις έρευνες και την επιβολή της τήρησης των περιβαλλοντικών κανονισμών ανατίθεται σε αρχές, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από εκείνες που χορηγούν τις άδειες εκμετάλλευσης και τις εγκρίσεις απόρριψης αποβλήτων.

(7) Προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, είναι ιδιαίτερα αναγκαίες περισσότερο αποτρεπτικές κυρώσεις κατά ρυπογόνων δραστηριοτήτων που συνήθως προκαλούν ή δύνανται να προκαλέσουν ουσιαστική υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

(8) Συνεπώς, οι εν λόγω δραστηριότητες θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ποινικά αδικήματα σε όλη την Κοινότητα, εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας, και να υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων σε σοβαρές περιπτώσεις ποινών στερητικών της ελευθερίας.

(9) Η συμμετοχή και η ηθική αυτουργία σε τέτοιου είδους δραστηριότητες θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ποινικά αδικήματα, με σκοπό την επίτευξη αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος. Τούτο ισχύει επίσης για τις παραλείψεις τήρησης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια, διότι τέτοιου είδους παραλείψεις μπορούν να έχουν αποτελέσματα όμοια με εκείνα της ενεργούς συμπεριφοράς και, επομένως, θα πρέπει να υπόκεινται σε αντίστοιχες κυρώσεις.

(10) Τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και ανάλογες κυρώσεις σε όλη την Κοινότητα, λόγω του ότι παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου διαπράττονται σε μεγάλο βαθμό για λογαριασμό ή προς όφελος νομικών προσώπων.

(11) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, προκειμένου αυτή να είναι σε θέση να αξιολογεί τα αποτελέσματα της εν λόγω οδηγίας.

(12) Η παρούσα πράξη σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές που κατοχυρώνονται ιδίως από το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1 - Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί αποτελεσματικότερη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω της θέσπισης, σε ολόκληρη την Κοινότητα, μιας ελάχιστης σειράς ποινικών αδικημάτων.

Άρθρο 2 - Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας

(α) ως "νομικό πρόσωπο" νοείται κάθε οντότητα στην οποία αναγνωρίζεται νομική προσωπικότητα βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου, πλην των κρατών ή των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση των προνομιών δημοσίας εξουσίας καθώς και των διεθνών οργανισμών δημοσίου δικαίου.

(β) ως "δραστηριότητες" νοούνται η ενεργός συμπεριφορά και η παράλειψη ενέργειας, εφόσον υφίσταται νομική υποχρέωση προς ενέργεια.

Άρθρο 3 - Αδικήματα

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες δραστηριότητες συνιστούν ποινικά αδικήματα, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας, στο μέτρο που παραβιάζουν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος που απαριθμούνται στο παράρτημα ή/και τις διατάξεις που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με το κοινοτικό δίκαιο:

(α) η απόρριψη στα ύδατα υδρογονανθράκων, χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων ή ιλύος καθαρισμού λυμάτων.

(β) η απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, το έδαφος ή τα ύδατα ποσότητας υλικών και η επεξεργασία, διάθεση, αποθήκευση, μεταφορά, εξαγωγή ή εισαγωγή επικίνδυνων αποβλήτων.

(γ) η απόρριψη αποβλήτων επί ή εντός του εδάφους ή στα ύδατα, περιλαμβανομένης της λειτουργίας χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων.

(δ) η κατοχή, σύλληψη, βλάβη, θανάτωση ή εμπορία προστατευόμενων ειδών αγρίας πανίδας και χλωρίδας ή μερών αυτών.

(ε) η ουσιαστική υποβάθμιση προστατευόμενων οικοτόπων.

(στ) η εμπορία ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος.

(ζ) η λειτουργία εγκατάστασης στην οποία διεξάγεται επικίνδυνη δραστηριότητα ή στην οποία αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα.

Άρθρο 4 - Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, καθώς και η συμμετοχή και η ηθική αυτουργία σε τέτοιου είδους αδικήματα, τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις.

(α) Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη προβλέπουν ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων σε σοβαρές περιπτώσεις ποινών στερητικών της ελευθερίας.

(β) Όσον αφορά τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη προβλέπουν, ενδεχομένως, μη χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, μέτρα αποκλεισμού από πλεονεκτήματα ή ενισχύσεις προερχόμενα από το δημόσιο, μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης άσκησης βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας, θέση υπό δικαστική εποπτεία ή δικαστικές εντολές διάλυσης.

Άρθρο 5 - Εκθέσεις

Κάθε τρία έτη, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, υπό τη μορφή εκθέσεως, στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Με βάση τις εν λόγω εκθέσεις, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση της Κοινότητας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 6 - Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

(1) Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως την [1η Σεπτεμβρίου 2003] το αργότερο. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

(2) Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

(3) Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 7 - Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 8 - Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Κατάλογος διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του περιβάλλοντος, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 [11]

[11] Στις κατωτέρω νομοθετικές πράξεις συμπεριλαμβάνονται οι τροποποιήσεις που έχουν εγκριθεί έως την 1η Μαρτίου 2001.

Οδηγία 70/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 1970 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών οι οποίες αφορούν στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της μολύνσεως του αέρος από τα αέρια που προέρχονται από κινητήρες με επιβαλλόμενη ανάφλεξη με τους οποίους είναι εφοδιασμένα τα οχήματα με κινητήρα [12].

[12] ΕΕ 1970, L 76, σ.1

Οδηγία 72/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Αυγούστου 1972 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών μολυνόντων αερίων που προέρχονται από πετρελαιοκινητήρες προοριζομένους για την προώθηση των οχημάτων [13].

[13] ΕΕ 1972, L 190, σ.1

Οδηγία 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 1975 περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων [14].

[14] ΕΕ 1975, L 194, σ.23

Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975 περί των στερεών αποβλήτων [15].

[15] ΕΕ 1975, L 194, σ.39

Οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 4ης Μαΐου 1976 περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητος [16].

[16] ΕΕ 1976, L 129, σ.23

Οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 1976 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων [17].

[17] ΕΕ 1976, L 262, σ.201

Οδηγία 77/537/EOK του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1977 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών μολυνόντων αερίων που προέρχονται από πετρελαιοκινητήρες προοριζομένους για την προώθηση των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς [18].

[18] ΕΕ 1977, L 220, σ.38

Οδηγία 78/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Φεβρουαρίου 1978 περί των αποβλήτων που προέρχονται από τη βιομηχανία διοξειδίου του τιτανίου [19].

[19] ΕΕ 1978, L 54, σ.19

Οδηγία 79/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1978 περί απαγορεύσεως της θέσεως σε κυκλοφορία και της χρησιμοποιήσεως φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν ορισμένες δραστικές ουσίες [20].

[20] ΕΕ 1979, L 33, σ.36

Οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών [21].

[21] ΕΕ 1979, L 103, σ.1

Οδηγία 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1979 περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [22].

[22] ΕΕ 1980, L 20, σ.43

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 348/81 του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 1981 περί κοινού καθεστώτος πού εφαρμόζεται στις εισαγωγές των προϊόντων πού προέρχονται από κητοειδή [23].

[23] ΕΕ 1981, L 39, σ.1

Οδηγία 82/176/EOK του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1982 περί των οριακών τιμών και των ποιοτικών στόχων για τις απορρίψεις υδραργύρου από το βιομηχανικό τομέα της ηλεκτρόλυσης των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων [24].

[24] ΕΕ 1982, L 81, σ.29

Οδηγία 83/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 σχετικά με την εισαγωγή στα κράτη μέλη δερμάτων ορισμένων νεογνών φώκιας και προϊόντων που προέρχονται από αυτά [25].

[25] ΕΕ 1983, L 91, σ.30

Οδηγία 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1983 για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου [26].

[26] ΕΕ 1983, L 291, σ.1

Οδηγία 84/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 1984 για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρολύσεως των χλωριούχων αλάτων των αλκαλίων [27].

[27] ΕΕ 1984, L 74, σ.49

Οδηγία 84/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1984 σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις [28].

[28] ΕΕ 1984, L 188, σ.20

Οδηγία 84/491/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 1984 σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις εξαχλωροκυκλοεξανίου [29].

[29] ΕΕ 1994, L 274, σ.11

Οδηγία 86/278/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1986 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία [30].

[30] ΕΕ 1986, L 181, σ.6

Οδηγία 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1986 σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών που υπάγονται στον κατάλογο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ [31].

[31] ΕΕ 1986, L 181, σ.16

Οδηγία 88/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 1987 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών αερίων ρύπων από ντιζελοκινητήρες προοριζόμενους να τοποθετηθούν σε οχήματα [32].

[32] ΕΕ 1988, L 36, σ.33

Οδηγία 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 1988 για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης [33].

[33] ΕΕ 1988, L 336, σ.1

Οδηγία 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [34].

[34] ΕΕ 1989, L 163, σ.32

Οδηγία 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [35].

[35] ΕΕ 1989, L 203, σ.50

Οδηγία 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1990 για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών [36].

[36] ΕΕ 1990, L 117, σ.1

Οδηγία 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1990 για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον [37].

[37] ΕΕ 1990, L 117, σ.15

Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1991 για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων [38].

[38] ΕΕ 1991, L 135, σ.40

Οδηγία 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991 για τα επικίνδυνα απόβλητα [39].

[39] ΕΕ 1991, L 377, σ.20

Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας [40].

[40] ΕΕ 1992, L 206, σ.7

Οδηγία 92/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1992 για τον καθορισμό των διαδικασιών εναρμόνισης των προγραμμάτων περιορισμού της ρύπανσης που προκαλούν τα απόβλητα της βιομηχανίας διοξειδίου του τιτανίου, με προοπτική την εξάλειψή της [41].

[41] ΕΕ 1992, L 409, σ.11

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1993 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους [42].

[42] ΕΕ 1993, L 30, σ.1

Οδηγία 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 για περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (SAVE) [43].

[43] ΕΕ 1993, L 237, σ.28

Οδηγία 94/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 1994 περί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα και περί τροποποίησης της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ [44].

[44] ΕΕ 1994, L 100, σ.42

Οδηγία 94/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1994 για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων [45].

[45] ΕΕ 1994, L 365, σ.24

Οδηγία 94/67/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1994 για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων [46].

[46] ΕΕ 1997, L 365, σ.34

Οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1995 για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα) [47].

[47] ΕΕ 1995, L 157, σ.1

Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 1996 για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT) [48].

[48] ΕΕ 1996, L 243, σ.31

Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [49].

[49] ΕΕ 1996, L 257, σ.26

Οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες [50].

[50] ΕΕ 1997, L 10, σ.13

Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1997 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα [51].

[51] ΕΕ 1997, L 59, σ.1

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους [52].

[52] ΕΕ 1997, L 61, σ.1

Οδηγία 98/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα και με την τροποποίηση της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου [53].

[53] ΕΕ 1998, L 350, σ.1

Οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου [54].

[54] ΕΕ 1998, L 350, σ.58

Οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1999 για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις [55].

[55] ΕΕ 1999, L 85, σ.1

Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων [56].

[56] ΕΕ 1999, L 182, σ.1

Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ [57].

[57] ΕΕ 1999, L 121, σ.13

Οδηγία 1999/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών αερίων και σωματιδιακών ρύπων από τους κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση που χρησιμοποιούνται σε οχήματα, καθώς και κατά των εκπομπών αερίων ρύπων από κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο ή υγραέριο και χρησιμοποιούνται σε οχήματα, και σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 88/77/ΕΟΚ [58].

[58] ΕΕ 2000, L 44, σ.1

Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους [59].

[59] ΕΕ 2000, L 269, σ.34

Οδηγία 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου [60].

[60] ΕΕ 2000, L 332, σ.81

Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [61].

[61] ΕΕ 2000, L 327, σ.1

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος [62].

[62] ΕΕ 2000, L 244, σ.1