52001DC0254

Ανακοmίνωση στην Επιτροπή - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης - Πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003 /* COM/2001/0254 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης - Πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Καταπολέμηση της απάτης

Πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003

Η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με σφαιρική στρατηγική προσέγγιση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης [1] που επισημαίνει τις μεγάλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιτυχία μέσα στην ερχόμενη πενταετία (2001 έως 2005). Η στρατηγική προσέγγιση υποβλήθηκε από την Επίτροπο κα Schreyer, κατόπιν συμφωνίας με τον Επίτροπο κ. Vitorino, και εγκρίθηκε στις 28 Ιουνίου 2000. Στη συνέχεια, εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ecofin της 17ης Ιουλίου 2000, και οι κατευθυντήριες γραμμές [2] της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η στρατηγική αυτή προσέγγιση συνδέει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων με το σύνολο των υπηρεσιών και επισημαίνει τις ενέργειες προτεραιότητας που πρέπει να προετοιμάσουν συνεργαζόμενες στενά, τόσο στο αρχικό στάδιο των πρωτοβουλιών όσο και στο στάδιο της εφαρμογής τους.

[1] COM(2000) 358 τελικό.

[2] Το Κοινοβούλιο ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές με το ψήφισμα που εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου 2000.

Η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στις προκλήσεις που επισημάνθηκαν στη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση, και με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων πρωτοβουλιών κάθε Γενικής Διεύθυνσης και των επιχειρησιακών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην OLAF από την Επιτροπή και τον νομοθέτη, προτίθεται να εφαρμόσει, εντός των επόμενων τριών οικονομικών ετών, ορισμένα ειδικά μέτρα. Αυτός είναι ο στόχος του προγράμματος δράσης για την περίοδο 2001-2003, του πρώτου προγράμματος εργασίας που καλύπτεται απόλυτα από τη σφαιρική αυτή στρατηγική προσέγγιση και αναπτύσσει τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες προτεραιότητας που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής καθώς και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) στο πλαίσιο των μη επιχειρησιακών καθηκόντων της. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται, κυρίως, για δραστηριότητες σχεδιασμού και προετοιμασίας των νομοθετικών και ρυθμιστικών πρωτοβουλιών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων και της καταπολέμησης της απάτης, με σκοπό τη στήριξη της επιχειρησιακής δραστηριότητας, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 1999 [3]. Οι δραστηριότητες της OLAF ως ανεξάρτητης επιχειρησιακής υπηρεσίας θα προσδιοριστούν σε χωριστό πρόγραμμα εργασίας που θα υπάγεται απευθείας στην αρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή της OLAF και για το οποίο θα πρέπει να λογοδοτεί χωριστά.

[3] Βλ. άρθρο 2 της απόφασης της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της απάτης (Olaf). ΕΕ L 136 της 31.05.1999.

* * *

Όπως επισημαίνεται στη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση της 28.06.2000 [4], η προστασία των οικονομικών συμφερόντων είναι υπόθεση της Επιτροπής και του συνόλου των υπηρεσιών της, καθώς και των λοιπών θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών. Το στοιχείο αυτό αντανακλάται στο παρόν πρόγραμμα δράσης 2001-2003 που ορίζει τις ενέργειες προτεραιότητας που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή και που εντάσσεται στο πλαίσιο των μεγάλων κατευθυντήριων γραμμών που προβλέπει αυτή η σφαιρική πολυετής προσέγγιση:

[4] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης- Για μια σφαιρική στρατηγική προσέγγιση (έγγραφο COM(2000) 358 τελικό).

* ανάπτυξη σφαιρικής πολιτικής για την καταπολέμηση της απάτης: η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 280 της Συνθήκης που συνδυάζει την πρόληψη με την καταπολέμηση της απάτης για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και ισότιμης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων σε όλη την Κοινότητα. Το στοιχείο αυτό δίνει έμφαση στο σφαιρικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα των μέτρων που πρέπει να θεσπιστούν, κυρίως στο νομοθετικό επίπεδο, ώστε να εκλείψουν οι τρέχουσες ευκαιρίες για τη διάπραξη απάτης, δωροδοκίας και ενεργειών εις βάρος των κοινοτικών συμφερόντων.

* ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών: η στρατηγική αυτή προσέγγιση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων και της καταπολέμησης της απάτης πρέπει να βασίζεται στην πλήρη συμμετοχή και την οικειοθελή συμφωνία των εθνικών και κοινοτικών αρχών στο πεδίο. Η δημιουργία της Olaf έδωσε στην Ένωση ένα ισχυρό μέσο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή, για να αξιοποιήσει πλήρως τα καθήκοντά της και να συμβάλει στη συνολική εικόνα του κοινοτικού επιπέδου, προτίθεται να βελτιώσει το μέσο αυτό με σκοπό τόσο την οργάνωση της ανταλλαγής πληροφοριών όσο και τη θέσπιση καινοτόμων μεθόδων συνεργασίας.

* διοργανική προσέγγιση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας: επιδιωκόμενος στόχος είναι η ευαισθητοποίηση όλων των υπαλλήλων της Επιτροπής και των δικαιούχων όσον αφορά τη δεοντολογία της δημοσιονομικής διαχείρισης καθώς και τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την πρόληψη κάθε συμπεριφοράς που μπορεί να είναι επιζήμια για τα πολιτικά, νομικά και οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Επιπλέον, ο νομοθέτης επιφόρτισε την Olaf με το ανεξάρτητο δικαίωμα διεξαγωγής εσωτερικών ερευνών σε όλα τα κύρια και επικουρικά όργανα. Η αποτελεσματικότητα και η ομοιογένεια των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να γίνονται αντικείμενο αξιολόγησης.

* ενίσχυση της δικαστικής διάστασης στον ποινικό τομέα: απαιτείται η ποινική δίωξη των πιο σοβαρών συμπεριφορών, αλλά αυτό προσκρούει ακόμη σε εμπόδια που πρέπει να εξαλειφθούν. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή προτείνει την ενίσχυση της προσαρμογής των εθνικών πολιτικών ποινικής δίωξης σύμφωνα με τις νέες υποχρεώσεις της Συνθήκης και την ανάπτυξη στρατηγικής βασισμένης στη στενή και τακτική συνεργασία με τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών και των διαφόρων μη κοινοτικών οργανισμών.

Έτσι οι τέσσερις αυτές προκλήσεις συντάσσονται με τη δυναμική της μεταρρύθμισης για την καταπολέμηση της απάτης (Μάιος 1999) και τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (Olaf) και ανταποκρίνονται στη υψηλή προτεραιότητα που δίνουν τα κοινοτικά όργανα και τα κράτη μέλη στην καταπολέμηση της οικονομικής και δημοσιονομικής εγκληματικότητας μεγάλης κλίμακας. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στις διατάξεις του νέου άρθρου 280, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, καθώς και στο γεγονός ότι η ιδιαίτερη αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα αυτό είναι κι αυτή στενά συνδεδεμένη με τα καθήκοντά της για την εκτέλεση του προϋπολογισμού βάσει του άρθρου 274 της Συνθήκης ΕΚ.

Το ίδιο άρθρο 280 καθιστά την Επιτροπή και τα κράτη μέλη υποχρεωτικά εταίρους όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης, με την υποχρέωση να λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Κοινότητα πρέπει να εφαρμόζει πλήρως αυτή την αρχή κοινής αρμοδιότητας στο πλαίσιο της νέας πολιτική της για την καταπολέμηση της απάτης: η Επιτροπή μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο λαμβάνοντας υπόψη, σε κάθε στάδιο, τις συνέπειες της συμμετοχής νέων παραγόντων στις κοινοτικές πολιτικές.

Η συνεργασία μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών (βλ. μέρος 2 του παρόντος προγράμματος δράσης) είναι επομένως το στοιχείο κλειδί για την αποτελεσματική κινητοποίηση των δυνάμεων. Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος δράσης εξετάζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής και προτείνεται σχετική μέθοδος. Προτείνεται η συμμετοχή αυτών των αρχών ήδη από ένα πολύ πρώιμο στάδιο, δηλαδή από τη θέσπιση των κανόνων μέχρι την εφαρμογή και την τελική αξιολόγησή τους. Για την επιτυχία αυτού του στόχου, η Συμβουλευτική Επιτροπή για το συντονισμό στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης θα λειτουργήσει σαν φόρουμ συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών. Αυτή η Συμβουλευτική Επιτροπή πρέπει να στηρίζει επίσης τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή στο πεδίο και να ενισχύει τη δικαστική διάσταση της κοινής δράσης. Η OLAF, από την πλευρά της, πρέπει να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της κοινοτικής πλατφόρμας υπηρεσιών, ενός εργαλείου σχεδιασμού, επιτόπιας δράσης και παροχής συνδρομής στις εθνικές αρχές.

Τα μέτρα πρόληψης, ελέγχου και κυρώσεων που ήδη αναφέρθηκαν δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τις μεθόδους εργασίας που περιγράφονται στο κεφάλαιο για τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και την συνδρομή της OLAF. Ούτε μπορούν να απομονωθούν από τα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ποινικής διάστασης τα οποία επιβεβαιώνουν τη ζωτική συνεισφορά της OLAF, από στρατηγική και επιχειρησιακή πλευρά, στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές των κρατών μελών καθώς και σε άλλους μη κοινοτικούς παράγοντες.

Η αύξηση της συμμετοχής στο πλαίσιο της πλατφόρμας υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων αυτών καθαυτών της Επιτροπής καθώς και των τελείως ανεξάρτητων επιχειρησιακών καθηκόντων της OLAF, θέλει να συμβαδίζει με την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση στο πλαίσιο της Ένωσης, τόσο στον τομέα της καταπολέμησης των εγκληματικών δραστηριοτήτων όσο και με την βελτίωση της κατανομής των αρμοδιοτήτων με τις εθνικές υπηρεσίες. Η καθιέρωση νέων μεθόδων εργασίας, χωρίς την εγκατάλειψη των κοινών στόχων, θα δώσει στην Κοινότητα τα απαιτούμενα μέσα για τον εμπλουτισμό των διαδικασιών επεξεργασίας κανόνων καθώς και για τη βελτίωση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της επιτόπιας δράσης.

Στο τρίτο μέρος προσδιορίζονται τα καθήκοντα που προέβλεψε ο νομοθέτης ως προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), στο πλαίσιο της Επιτροπής και της λειτουργικής της αυτονομίας στον τομέα της διεξαγωγής ερευνών.

Τα μέτρα του προγράμματος δράσης θα εφαρμοστούν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες που ισχύουν στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως της ιδιωτικής ζωής, κυρίως βάσει του κανονισμού αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Ο συνοπτικός πίνακας των παραπάνω μέτρων επισυνάπτεται στο πρόγραμμα δράσης

1. Μια σφαιρική και συνεκτικη πολιτική για την καταπολέμηση της απάτης

Στόχος της Επιτροπής είναι η ανάπτυξη σφαιρικής προσέγγισης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης δραστηριότητας που μπορεί να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων βάσει της υποχρέωσης που επιβάλλει το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και ίσης προστασίας σε όλη την Κοινότητα. Το θέμα της πρόληψης απαιτεί όλες οι νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες της Επιτροπής, που έχουν δημοσιονομικές συνέπειες, να συνοδεύονται με κατάλληλες διατάξεις για την καταπολέμηση της απάτης. Επίσης, απαιτείται η ενίσχυση των νομικών πράξεων ανίχνευσης, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπίας.

1.1 Το πλαίσιο πρόληψης

1.1.1 Ενίσχυση της θωράκισης της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της απάτης καθώς και της διαχείρισης αυτού του φαινομένου

Οι παράνομες δραστηριότητες εις βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων εκμεταλλεύονται συχνά τις αδυναμίες της νομοθεσίας, όχι μόνο για να τις εξουδετερώσουν αλλά και για να τις χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό και απαιτεί την προσαρμογή των μεθόδων εργασίας.

* Βασικό μέσο διάδοσης του πλαισίου πρόληψης για τις υπηρεσίες της Επιτροπής πρέπει να καταστεί η ένταξη της εμπειρίας της OLAF και των τομεακών και οριζόντιων υπηρεσιών ελέγχου σε ένα ήδη πρώιμο στάδιο της επεξεργασίας της νομοθεσίας σχετικά με τους ευαίσθητους τομείς και τις συμβάσεις. Με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που επισημάνθηκαν στη στρατηγική προσέγγιση, η νομοθεσία θα εξετασθεί από την πλευρά των κινδύνων για το «ξεκαθάρισμα» των ιδιαίτερα ευαίσθητων υποθέσεων, κυρίως όταν η ενλόγω νομοθεσία ενδέχεται να επηρεάζει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα (« Θωράκιση κατά της απάτης »). Η προκαταρκτική αυτή εξέταση πρέπει να καθιστά δυνατή την ανάλυση των προτεινόμενων μέτρων για την αξιολόγηση της θωράκισης και των ενδεχόμενων κινδύνων σε σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης. Μαζί με τις Γενικές Διευθύνσεις και τις άλλες ενδιαφερόμενες υπηρεσίες της Επιτροπής, η Olaf θα προτείνει έναν ευέλικτο μηχανισμό διαβουλεύσεων με την ειδική μονάδα που ιδρύθηκε στο πλαίσιό της, πριν από τη διαδικασία των διυπηρεσιακών διαβουλεύσεων, και παροχής συμβουλών καθόλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή αποτελεί μέρος της μεταρρύθμισης της Επιτροπής και αναφέρεται στη Λευκή Βίβλο ως δράση 94 [5].

[5] COM(2000) 200 τελικό/2 « Μεταρρύθμιση της Επιτροπής / Λευκή Βίβλος - Μέρος II / Πρόγραμμα δράσης ».

Εντός του πρώτου εξαμήνου 2001, θα υποβληθεί ανακοίνωση σχετικά με την περιγραφή αυτού του τομέα δράσης.

1.1.2 Βελτίωση της ασφάλειας ορισμένων τομέων ουσιαστικής σημασίας

Η προληπτική διάσταση της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων βασίζεται στην ανάλυση των κινδύνων και σε συγκεκριμένες προσπάθειες για τη βελτίωση της ασφάλειας των τομέων που είναι ευαίσθητοι στην οικονομική και δημοσιονομική εγκληματικότητα.

* Οι δημόσιες συμβάσεις είναι ένας ευαίσθητος τομέας στον οποίον η Επιτροπή επιθυμεί να ενισχύσει με προληπτικά μέτρα που να καλύπτουν τόσο τις δικές της δραστηριότητές της όσο και αυτές των κρατών μελών [6]. Για το σκοπό αυτό, εκδόθηκε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [7], κυρίως για τη θέσπιση μηχανισμού για τον υποχρεωτικό αποκλεισμό των υποψηφίων που έχουν καταδικασθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία ή απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, και για τη θέσπιση προαιρετικού μηχανισμού για τον αποκλεισμό των "μη αξιόπιστων" οικονομικών παραγόντων. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπονται ενέργειες ευαισθητοποίησης του προσωπικού (βλ. μέρος 3.1.2) καθώς και η ανάπτυξη εργαλείων πληροφορικής.

[6] Βλ. τις εργασίες της ομάδας εμπειρογνωμόνων σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα και τις δημόσιες συμβάσεις σε συνάρτηση με την Επιτροπή, την ΕΤΕπ και τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

[7] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών και έργων (COM (2000) 275 τελικό της 30.08.2000).

Επίσης, τον Νοέμβριο 2001, προβλέπεται η εφαρμογή μιας ειδικής πρωτοβουλίας για την οργάνωση συστήματος ενημέρωσης μεταξύ των κρατών μελών με σκοπό τον αποκλεισμό από τις δημόσιες συμβάσεις των υποψηφίων που έχουν καταδικασθεί λόγω διάπραξης ορισμένων παραβάσεων [8].

[8] Με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

* Στο πλαίσιο των προετοιμασιών για την καθιέρωση του νέου ευρωπαϊκού νομίσματος, την 1η Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού [9] σχετικά με την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη. Στο συμβούλιο ECOFIN της 12ης Φεβρουαρίου 2001, επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία σχετικά με την πρόταση με την οποία θεσπίζεται η υποχρέωση παράδοσης των πλαστών τραπεζογραμματίων και νομισμάτων για αναγνώριση, προβλέπονται μηχανισμοί ανταλλαγής πληροφοριών, συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής καθώς και η κεντρική συγκέντρωση των πληροφοριών για περιπτώσεις παραχάραξης στο εθνικό επίπεδο και επιβάλλονται ορισμένες υποχρεώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα. Η έκδοση του κανονισμού εντός του δευτέρου εξαμήνου 2001, θα καταστήσει δυνατή την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, της Επιτροπής, της ΕΚΤ και της Ευρωπόλ μέσω της σύναψης πρωτοκόλλων συνεργασίας [10].

[9] COM (2000) 492 τελικό της 26.7.2000.

[10] Στις αρχές Μαρτίου 2001, συγκροτήθηκε «Διευθύνουσα επιτροπή » για τη θέσπιση διοργανικού προγράμματος δράσης μεταξύ της Επιτροπής, της ΕΚΤ και της Ευρωπόλ στον τομέα της κατάρτισης, της επικοινωνίας και του συντονισμού με τις τρίτες χώρες. Πρέπει να σημειωθεί ότι ρόλος του Ευρωπαϊκού Τεχνικού και Επιστημονικού Κέντρου είναι η εξέταση των πλαστών τραπεζογραμματίων.

Μέχρι το τέλος του 2001, δηλαδή μέσα στο χρόνο που υπολείπεται για την καθιέρωση του ευρώ στην αρχή του 2002, πρέπει να θεσπιστούν οι λεπτομέρειες τεχνικής συνεργασίας με τις εθνικές διοικήσεις και τους θεσμικούς εταίρους, έτσι ώστε οι μηχανισμοί παράδοσης των πλαστών τραπεζογραμματίων και νομισμάτων καθώς και συγκέντρωσης των πληροφοριών τόσο στο εθνικό όσο και στο κοινοτικό επίπεδο να είναι απόλυτα επιχειρησιακοί. Η Επιτροπή θα υποβάλει πολυετές και πολυκλαδικό πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνδρομής για την προστασία του ευρώ εντός του 1ου εξαμήνου 2001.

* Μετά την έγκριση του προγράμματος δράσης σχετικά με τις δημοσιονομικές υπηρεσίες στις 11 Μαΐου 1999, για το οποίο καταρτίζονται τακτικές εκθέσεις προόδου, η Επιτροπή, στις 9 Φεβρουαρίου 2001, εξέδωσε ανακοίνωση και πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη της απάτης και της πλαστογραφίας όσον αφορά τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών [11]. Η ανακοίνωση απευθύνεται κυρίως στη βιομηχανία καρτών πληρωμής και υποστηρίζει την ανάπτυξη εταιρικής σχέσης μεταξύ των κατόχων μέσων πληρωμής, εμπόρων λιανικής πώλησης, παρόχων υποδομής δικτύου καθώς και των εθνικών και διεθνών αρχών.

[11] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Ευρωπόλ - Πρόληψη της απάτης και της πλαστογραφίας όσον αφορά τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών - COM(2001) 11 τελικό

* Το οικονομικό έγκλημα το οποίο πλήττει την πνευματική ιδιοκτησία (βιομηχανική, γεωργική ή εμπορική παραποίηση, απομίμηση κοινοτικών σημάτων, πειρατεία) τροφοδοτεί την παραοικονομία και λειτουργεί συχνά με βάση το λαθρεμπόριο: η κατάσταση αυτή οδηγεί σε απώλειες των κοινοτικών ιδίων πόρων. Όταν τα αδικήματα έχουν σχέση με οργανωμένα δίκτυα ή κυκλώματα, απαιτείται η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών καθώς και των επαγγελματικών φορέων: αυτός είναι ο στόχος της ανακοίνωσης σχετικά με την καταπολέμηση της παραποίησης /απομίμησης και της πειρατείας στην εσωτερική αγορά που εκδόθηκε στις 30.11.2000 [12], μετά από την Πράσινη Βίβλο του 1998 [13]. Η ανακοίνωση αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας [14]. Το 2003, θα υποβληθεί, ενδεχομένως, πρόταση κανονισμού για τον καθορισμό πλαισίου ανταλλαγής πληροφοριών και διοικητικής συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών καθώς και με την Επιτροπή.

[12] COM(2000) 789 τελικό.

[13] COM(1998) 569 τελικό.

[14] Ως συμπλήρωμα της ισχύουσας νομοθεσίας που διέπει τις τελωνειακές διοικήσεις, κυρίως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3295/94 του Συμβουλίου της 22.12.1994 καθώς και οι όροι παρέμβασης κατά τις διασαφήσεις ή τους ελέγχους.

1.1.3 Συμμετοχή των υποψηφίων χωρών στην πρόληψη

* Η μελέτη της ομάδας εμπειρογνωμόνων που εκπονήθηκε, το 1997, κατέγραψε το συμβατό των εθνικών δικαστικών συστημάτων με τα σαφώς κοινοτικά αδικήματα, όπως ορίζονται στο Corpus Juris. Οι εργασίες συνεχίζονται σήμερα με την ανάλυση των εθνικών προγραμμάτων των υποψήφιων χωρών και θα γίνουν αντικείμενο ετήσιας έκθεσης, τον Σεπτέμβριο 2001.

* Όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, η Επιτροπή θα δώσει συστηματική προτεραιότητα στη δημιουργία πολυκλαδικών διοικητικών δομών με εκτεταμένες αρμοδιότητες για τον συντονισμό σε εθνικό επίπεδο όλων των ενεργειών που στοχεύουν στην προστασία του κοινοτικού προϋπολογισμού, ήδη από το προενταξιακό στάδιο. Στο επιχειρησιακό επίπεδο, η συνεργασία μεταξύ αυτών των διαρθρώσεων και της Επιτροπής θα υλοποιηθεί με διοικητικές ρυθμίσεις σε συνδυασμό με την OLAF. Επίσης, τα προενταξιακά προγράμματα χρηματοδότησης θα προβλέπουν τη δυνατότητα συστηματικής διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων για την καταπολέμηση της απάτης από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή, καθώς και από την OLAF. Με βάση το παράδειγμα του δημοσιονομικού υπομνήματος SAPARD, πρέπει να εφαρμοστεί σταδιακά το παρόν σύστημα κοινοποίησης στην Επιτροπή των παρατυπιών που ανακαλύπτονται από τις ίδιες τις υποψήφιες χώρες με βάση το ρυθμό εφαρμογής των νέων προγραμμάτων.

1.1.4 Συμμετοχή των επαγγελματικών φορέων στην πολιτική διαφάνειας

Η ικανότητα των εγκληματικών οργανώσεων να διεισδύουν στο οικονομικό ιστό με τη μορφή νομίμων επιχειρήσεων και επαγγελματιών, δυσχεραίνει την σφαιρική κατανόηση των εγκληματικών συμπεριφορών και την επισήμανση των εγκληματικών δομών. Για το λόγο αυτό, η αύξηση της συνειδητοποίησης των πιο ευαίσθητων οικονομικών τομέων αποτελεί απαράβατη αναγκαιότητα. Έτσι, συνιστάται η ενθάρρυνση των ενλόγω επαγγελματικών κλάδων να επεξεργαστούν δικούς τους εσωτερικούς κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει σύστημα δημόσιου ελέγχου που θα επιβάλλει κυρώσει σε περίπτωση αδυναμίας των ενλόγω συστημάτων αυτορρύθμισης. Μέχρι το 2003, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την αποτελεσματικότερη μεθοδολογική προσέγγιση, με βάση τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της Χάρτας της 27ης Ιουλίου 1999 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

1.2 Ενίσχυση των νομικών μέσων ανίχνευσης, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τις περιπτώσεις απάτης

Η συνεκτική πολιτική για την καταπολέμηση της απάτης πρέπει να διαθέτει εξειδικευμένα εργαλεία για την ανίχνευση της απάτης, τον έλεγχο των πράξεων και την κύρωση των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας που είναι επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων με αποτελεσματικό και εύστοχο τρόπο. Αυτό αφορά όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή σκοπεύει να ενισχύσει τόσο τα μέσα ανίχνευσης όσο και τα μέτρα ελέγχου.

1.2.1. Ανίχνευση και έλεγχος στο δημοσιονομικό τομέα καθώς και στο διεθνές επίπεδο

* Η διοικητική συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή στον τομέα της έμμεσης φορολογίας πρέπει να καταστήσει δυνατή την πρόληψη και την αποτελεσματικότερη συνεργασία όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα των έμμεσων φόρων [15]. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας σχετικά με τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων διοικητικών αρχών των κρατών μελών [16] στον τομέα της είσπραξης των οφειλών, βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΚ. Η πρόταση αυτή έγινε αντικείμενο πολιτικής συμφωνίας στο επίπεδο του Συμβουλίου, τον Ιανουάριο 2001. Ωστόσο, επειδή το Συμβούλιο άλλαξε τη νομική βάση που πρότεινε η Επιτροπή, πραγματοποιείται νέα διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η πρόταση αυτή μπορεί να εκδοθεί το πρώτο εξάμηνο του 2001.

[15] Η οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από ενέργειες οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του ΕΓΤΠΕ καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, επεκτάθηκε και συμπεριλαμβάνει την ανάκτηση των ποσών για τα οποία διαπράχθηκε απάτη στον τομέα του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, το 1980 (ΕΕ L 73 της 19.3.1976).

[16] Πρόταση COM(1998) 364 τελικό (ΕΕ C 269 της 28.08.1998). Τροποποιημένη πρόταση της 07.05.1999 (έγγραφο COM(1999) 183 τελικό, ΕΕ C 179 της 24.6.1999).

Αντίστοιχες προσπάθειες για την ανάπτυξη της ικανότητας ελέγχου και ανίχνευσης της απάτης καταβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των σχέσεών της με τις χώρες εταίρους.

* Στις 15 Δεκεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να διαπραγματευθεί με τη Δημοκρατία της Ελβετίας συμφωνία συνεργασίας για την καταπολέμηση της απάτης των άλλων παράνομων δραστηριοτήτων που είναι επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων και των κρατών μελών καθώς και της Ελβετίας με στόχο την ενίσχυση των υφιστάμενων συμβάσεων και πρωτοκόλλων, κυρίως σχετικά με την αμοιβαία τελωνειακή συνδρομή (πρωτόκολλο του 1997). Επειδή οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των Κοινοτήτων και της Ελβετίας είναι έντονες, η οργανωμένη απάτη και το οργανωμένο λαθρεμπόριο καθώς και οι λοιπές παράνομες δραστηριότητες που διαπράττονται από την ελβετική επικράτεια προκαλούν οικονομικές ζημίες στις Κοινότητες ανερχόμενες σε πολλά δισεκατ. ευρώ το χρόνο. Η συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης με την Ελβετία πρέπει, εφόσον είναι δυνατό, να συναφθεί πριν από το τέλος του 2001.

1.2.2 Βελτίωση της δημοσιονομικής παρακολούθησης και των κυρώσεων

* Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 2000, υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η βελτίωση της διοικητικής και δημοσιονομικής παρακολούθησης στις περιπτώσεις απάτης, κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση της είσπραξης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (επιδοτήσεων και προκαταβολών) [17]. Το γεγονός αυτό ανταποκρίνεται στην προτεραιότητα που επισημαίνεται στη δράση 96 της Λευκής Βίβλου σχετικά με τη μεταρρύθμιση [18], η οποία συνιστά τον επαναπροσδιορισμό της τρέχουσας κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών στον τομέα της είσπραξης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Στο πλαίσιο της Olaf προβλέπεται η συγκρότηση μιας διάρθρωσης για την παρακολούθηση των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας από τη στιγμή που πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη για ένα φάκελο, έτσι ώστε να είναι σε θέση η Επιτροπή να παρίσταται, ενδεχομένως, ως πολιτικός ενάγων. Ο επαναπροσδιορισμός αυτών των καθηκόντων θα έχει διοικητικές συνέπειες και οι σχετικές υπηρεσίες πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα εντός του 2001.

[17] Ανακοίνωση της κας Schreyer, COM(2000) 2204 τελικό της 13.12.2000.

[18] Πρόγραμμα δράσης σχετικά με τη μεταρρύθμιση (έγγραφο COM(2000) 200 τελικό/2 της 5.4.2000)

Ορισμένες άλλες προτεραιότητες που προβλέπονται στη Λευκή Βίβλο θα διατυπωθούν σε νομοθετικές και διοικητικές πράξεις κατά την περίοδο 2001-2003. Η διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων (Δράση 97 της Λευκής Βίβλου) έγινε αντικείμενο δύο νέων κανονισμών της Επιτροπής [19] σχετικά με τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου καθώς και με τη διαδικασία που εφαρμόζεται στις δημοσιονομικές διορθώσεις, αντίστοιχα, με σκοπό τη δημιουργία ενός πλαισίου για τη βελτίωση της διαχείρισης των διαρθρωτικών ταμείων από τα κράτη μέλη. Επίσης, η Επιτροπή ενίσχυσε - τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά - το έργο εσωτερικού ελέγχου που διεξάγουν οι υπηρεσίες της στο πλαίσιο των κρατών μελών όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία [20]. Όσον αφορά τη βελτίωση του ελέγχου των συστημάτων διαχείρισης των ενισχύσεων καθώς και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών, προβλέπεται η σύναψη πρωτοκόλλων διοργανικών συμφωνιών μεταξύ της OLAF και των αρμόδιων ΓΔ στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων (Regio, Emploi, Agri και Fish) σχετικά με την παρακολούθηση των παρατυπιών που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ.1681/94. Στόχος των πρωτοκόλλων αυτών θα είναι κυρίως η διευκρίνιση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών στον τομέα της είσπραξης των ποσών που έγιναν αντικείμενο απάτης ή παρατυπίας, καθώς και του ρόλου της Olaf.

[19] Αποφάσεις αριθ. 438/2001 της 2.3.2001 (ΕΕ L 63 της 3.3.2001) και αριθ. 448/2001 της 2.3.2001 (ΕΕ L 64 της 6.3.2001).

[20] Προετοιμάζεται χωριστή ανακοίνωση σχετικά με το σύνολο των μέτρων που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό.

Η βελτίωση της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ (Δράση 98 της Λευκής Βίβλου για τη μεταρρύθμιση) είναι ήδη εν μέρει λειτουργική. Βραχυπρόθεσμα, οι σχετικές υπηρεσίες της Επιτροπής θα συνεχίσουν την εξέταση του θέματος επιβολής τόκων στις δημοσιονομικές διορθώσεις. Επίσης, άρχισαν ήδη την αναθεώρηση του λεγόμενου μηχανισμού « μαύρος πίνακας » στον γεωργικό τομέα. Το 2003, προβλέπεται η υποβολή πρότασης οριζόντιου κανονισμού για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού αριθ.1469/95

* Επιπλέον, η Επιτροπή στη σφαιρική της στρατηγική προσέγγιση [21], υπογράμμισε ότι είναι ανάγκη να συμπληρωθούν οι διατάξεις που αφορούν τους διοικητικούς ελέγχους με ένα σύστημα διοικητικών κυρώσεων με σκοπό την αναστολή της διάπραξης παρατυπιών και την ενίσχυση της τήρησης των κοινοτικών κανόνων, βάσει του πλαισίου που θεσπίζει ο κανονισμός του Συμβουλίου αριθ. 2988/95 [22] σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και ο κανονισμός αριθ. 2185/96 [23] του Συμβουλίου σχετικά με τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή. Αυτό ανταποκρίνεται στον συμβουλευτικό ρόλο («θωράκιση έναντι της απάτης») που καλείται να διαδραματίσει η OLAF στο νομοθετικό τομέα και στον τομέα των συμβάσεων.

[21] COM(2000) 358 τελικό της 14.11.2000.

[22] Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18.12.1995 (ΕΕ L312 της 23.12.1995) σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[23] Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11.11.1996 (ΕΕ L. 292 της 15.11.1996) σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες.

Στον τομέα των άμεσων δαπανών, η Επιτροπή μελετά τη δυνατότητα καθιέρωσης και εφαρμογής του λεγόμενου μηχανισμού «μαύρος πίνακας» βάσει των κανόνων που προβλέπουν οι κανονισμοί αριθ. 2185/96, 1073/99 και 1074/99 [24] για τις συμβάσεις που συνάπτει η Επιτροπή με τους οικονομικούς φορείς, και συγκεκριμένα για τις συμβάσεις που συνεπάγονται κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. Ενδέχεται να προταθεί σχετική πρωτοβουλία εντός του οικονομικού έτους 2001.

[24] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/99 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.05.1999).

* Οι διατάξεις σχετικά με τους επιτόπιους ελέγχους και τις εξακριβώσεις, στις οποίες βασίζεται κυρίως η συμμετοχή της OLAF στις έρευνες των κρατών μελών στους διάφορους τομείς του κοινοτικού προϋπολογισμού, χαρακτηρίζονται από τεράστια έλλειψη συνοχής. Η Επιτροπή, χωρίς να θίξει τις υφιστάμενες διατάξεις [25], θα προβεί στη συγκριτική μελέτη των υφιστάμενων βάσεων ώστε να επιβεβαιώσει εάν απαιτείται η καθιέρωση ενιαίας βάσης για τη βελτίωση της συνοχής της δράσης της στους ελέγχους στους οποίους η Olaf καλεί τα κράτη μέλη να ελέγξουν την παρατυπία ορισμένων πράξεων και να συμμετάσχουν στους ελέγχους. Επίσης, κατ'αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και εναρμονισμένη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των ερευνών που διεξάγει η OLAF, κυρίως όσον αφορά τους κανόνες απορρήτου και προστασίας των δεδομένων. Εν όψει του 2003, θα γίνει ο απολογισμός αυτής της μελέτης για να καθοριστεί ο μηχανισμός που θα συμβάλει καλύτερα στην αποτελεσματικότερη συνεργασία με τα κράτη μέλη.

[25] Κυρίως οι κανονισμοί αριθ. 1150/2000, 2185/1996, 515/1997, 515/1991, 1258/1999, 4253/1988 και 1260/1999.

2. Ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών

Η δημιουργία της OLAF έδωσε στην Κοινότητα ένα ισχυρό μέσο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης δραστηριότητας που μπορεί να επιφέρει ζημία στα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα. Σε σχέση με το πρώτο θέμα της στρατηγικής προσέγγισης, το οποίο αφορά αρχικά τον σχεδιασμό νομοθετικών και ρυθμιστικών πρωτοβουλιών, η OLAF μπορεί να βοηθήσει την οργάνωση και τη διάρθρωση της ροής των επιχειρησιακών, νομικών και στατιστικών πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύνθεση της συνολικής εικόνας του κοινοτικού επιπέδου. Στοιχείο κλειδί για την ενίσχυση της επικουρικότητας των κοινοτικών πρωτοβουλιών, είναι η βελτίωση της εκμετάλλευσης των διαθέσιμων πληροφοριών και ο καθορισμός καινοτόμων μεθόδων εργασίας με τους επιτόπιους φορείς, τόσο στο πλαίσιο της Επιτροπής όσο και της Ένωσης. Επομένως, η OLAF υποχρεούται να προσαρμόσει τη δομή της, ώστε να γίνει μια υπηρεσία πραγματογνωμοσύνης και παροχής επιχειρησιακής στήριξης στις εθνικές αρχές, και να επινοήσει νέους τρόπους συνεργασίας.

2.1 Θέσπιση πλατφόρμας κοινοτικών υπηρεσιών

Η θέσπιση αυτής της δομής θα έχει στόχο τη συλλογή, την αξιοποίηση και τη διάθεση στις εθνικές διοικήσεις και στο σύνολο των υπηρεσιών της Επιτροπής τις πληροφορίες που συλλέγονται επί τόπου σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης.

2.1.1. Εξορθολογισμός και αξιοποίηση των κοινών διαρθρώσεων εργασίας

* Στοιχείο κλειδί για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων είναι η συνέργια μεταξύ των υφιστάμενων ικανοτήτων ανίχνευσης και ανάλυσης στο κοινοτικό επίπεδο και των ικανοτήτων των ίδιων των εθνικών διοικήσεων καθώς και των κοινοτικών και διεθνών οργανισμών.

Η Επιτροπή άρχισε να εξετάζει τη φύση των υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρει στα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίσει στενή και τακτική συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές. Οι πληροφορίες που προσφέρουν τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούνται με συστηματικό και δομημένο τρόπο και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο που να ενισχύεται η νομοθετική δραστηριότητα. Επιπλέον, εκτός από την επιχειρησιακή ενημέρωση, η Επιτροπή πρέπει να θέσει τις υφιστάμενες ικανότητες πραγματογνωμοσύνης και νομικής αρωγής στην υπηρεσία όλων των φορέων προστασίας των οικονομικών συμφερόντων και καταπολέμησης της απάτης. Η Επιτροπή διαθέτει επίσης ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τις δικές της υπηρεσίες τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για την ανάλυση των κινδύνων αλλά και για τον σχεδιασμό και τη χάραξη συντονισμένων πολιτικών και στρατηγικών. Αυτή η ικανότητα ανάλυσης και παροχής νομικών συμβουλών πρέπει να αξιοποιηθεί τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο καθώς και για τις δραστηριότητες έρευνας των εθνικών και των κοινοτικών διοικήσεων.

Η Επιτροπή, στον αναλυτικό αυτό κατάλογο του 2001 για τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει, θα προσθέσει, το 2002, μια μελέτη για τις ικανότητες των ίδιων των κρατών μελών και την προσαρμογή των διοικητικών δομών για τη βελτίωση των συνεργιών.

* Μετά τη μελέτη αυτή, η Επιτροπή, μαζί με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, θα ξεκινήσει εντός του 2001, την εκπόνηση κοινής μελέτης σχετικά με τις ισχύουσες δομές συντονισμού: πράγματι, όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, η Επιτροπή διαθέτει μια Συμβουλευτική Επιτροπή για το συντονισμό στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης (Cocolaf), στην οποία ανήκουν διάφορες ομάδες εργασίας και διαρθρώσεις επιχειρησιακής συνεργασίας, η συμμετοχή των οποίων πρέπει να ενισχυθεί. Αυτό συνεπάγεται την αξιοποίηση του ρόλου της Cocolaf ως οριζόντιας ομάδας εργασίας, αρμόδιας για την αντιμετώπιση όλων των πλευρών προστασίας των οικονομικών συμφερόντων και της καταπολέμησης της απάτης. Στόχος είναι η ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας ώστε να αξιοποιηθεί η εμπειρία των φορέων που εργάζονται στο πεδίο σε τοπικό, εθνικό και κοινοτικό επίπεδο καθώς και η διάδοση των πληροφοριών μετά την ανάλυση και την επεξεργασία τους.

Για τον επαναπροσδιορισμό των τρόπων εργασίας στο εσωτερικό της Cocolaf πρέπει να ληφθεί κυρίως υπόψη η τροποποίηση του άρθρου 280 της Συνθήκης: η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού ορίζει ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, πρέπει να λογοδοτεί για τα μέτρα που εφαρμόζουν οι εθνικές διοικήσεις όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να βελτιωθεί ο τρόπος αναφοράς των δραστηριοτήτων των διοικήσεων και να θεσπιστούν σιγά σιγά συγκριτικά μέσα και δείκτες που θα βοηθήσουν τα κράτη μέλη να αξιολογούν τις ενέργειες προτεραιότητας που εφαρμόζουν καθώς και τις ενδεχόμενες προόδους που σημειώνουν ή τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Επίσης, η απόφαση της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 1994, για τη δημιουργία της Cocolaf ενδέχεται να ενημερωθεί στις αρχές του 2002.

2.1.2 Ενίσχυση της αξιοποίησης και της ανάλυσης των πληροφοριών (« intelligence »)

* Η OLAF μπορεί να προσφέρει στις εθνικές αρχές και στις λοιπές υπηρεσίες της Επιτροπής μια σφαιρική εικόνα σε κοινοτικό επίπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται η καλύτερη δυνατή χρήση των διαθέσιμων πληροφοριών. Πράγματι, η Επιτροπή συμμετέχει σε πολυάριθμες συμφωνίες συνεργασίας ή ανταλλαγής διοικητικών πληροφοριών, κυρίως στον τελωνειακό τομέα και στο διεθνές επίπεδο. Αυτό αφορά τόσο τις δραστηριότητες έρευνας της OLAF όσο και τις δραστηριότητες σχεδιασμού και επεξεργασίας των νομοθετικών και ρυθμιστικών πρωτοβουλιών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων και της καταπολέμησης της απάτης.

Οι προσπάθειες θα εστιαστούν στη διάδοση των πληροφοριών που συγκεντρώνουν οι επιχειρησιακές υπηρεσίες, τα εξωτερικά όργανα που είναι αρμόδια στον τομέα της αστυνομίας και της δικαιοσύνης καθώς και οι εθνικές διοικήσεις χάρη στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής των τρεχόντων συστημάτων ανταλλαγής.

* Απαιτείται η διερεύνηση των δυνατοτήτων συνέργιας μεταξύ της Επιτροπής και διαφόρων εξωτερικών οργανισμών. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Ιντερπόλ για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, συνεργάζεται με τα κράτη μέλη σε ορισμένες ομάδες εργασίας του Συμβουλίου. Κατά την περίοδο 2002/2003, πρέπει να αναπτυχθούν διαρθρωμένες σχέσεις με οργανισμούς, όπως είναι η Eurojust, Ευρωπόλ, Ιντερπόλ, κλπ.

2.2 Ανάπτυξη στενότερης εταιρικής σχέσης με τα κράτη μέλη

Για την αποτελεσματική καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, κυρίως διακρατικού χαρακτήρα, που πλήττει τα κοινοτικά συμφέροντα, παράλληλα με την καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας, απαιτείται η χάραξη στρατηγικής συνεργασίας και αμοιβαίας ενημέρωσης μεταξύ όλων των δημόσιων εταίρων [26]. Για την καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συντονίσει τις ενέργειές της με την καταπολέμηση των οικονομικών και δημοσιονομικών εγκλημάτων (συμπεριλαμβανομένων της καταπολέμησης της απάτης, της παραχάραξης νομισμάτων, της δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), εκ των οποίων ορισμένες δραστηριότητες είναι η πηγή των ίδιων των εγκλημάτων (όπως, φοροδιαφυγή) και ορισμένες άλλες το αποτέλεσμά τους (όπως, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες).

[26] Τον Οκτώβριο 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, συνέστησε την καθιέρωση "μιας αποτελεσματικής και σφαιρικής προσέγγισης για την καταπολέμηση όλων των διακρατικών μορφών εγκληματικότητας".

2.2.1 Ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της φοροδιαφυγής

* Σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας της, η Επιτροπή προετοιμάζει πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη βελτίωση των ισχυόντων μηχανισμών αμοιβαίας συνδρομής και ανταλλαγής πληροφοριών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων από τις παράνομες δραστηριότητες, ιδίως στον τομέα του ΦΠΑ και της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης του προϊόντος διαφόρων παράνομων δραστηριοτήτων που είναι επιζήμιες για τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, αποτελεί βασική προτεραιότητα για τις ενέργειες των Κοινοτήτων [27]. Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής είναι η καθιέρωση συστήματος αμοιβαίας ενημέρωσης, για παράδειγμα στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σχετικά με ύποπτες συναλλαγές καλυμμένες με κοινοτικό χαρακτήρα [28] με σκοπό τον πολλαπλασιασμό των δυνατοτήτων των υπηρεσιών πληροφόρησης και ενημέρωσης σχετικά με τις αρχικές παράνομες δραστηριότητες. Η πρόταση αυτή πρέπει να εκδοθεί μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2001, ώστε το Συμβούλιο να μπορέσει να αρχίσει την εξέτασή της, το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

[27] Βλ. πρόταση της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 1999 σχετικά με την ενημέρωση της οδηγίας (91/308/ΕΟΚ) της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στην κοινή θέση της 30.11.2000, το Συμβούλιο προβλέπει επίσης τις υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και διάφορες δραστηριότητες και επαγγέλματα μη οικονομικής φύσης, που είναι ευαίσθητα στον κίνδυνο νομιμοποίησης (SEC(2001)12 τελικό).

[28] Σύμφωνα με τα άρθρα 1(ε) και 7(1) και (2) του δεύτερου πρωτοκόλλου της 19.06.1997 της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων.

* Στον τομέα της έμμεσης φορολογίας, η Επιτροπή προβλέπει να υποβάλει, βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΚ, εντός του πρώτου εξαμήνου 2001, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 218/92 του Συμβουλίου σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ) [29]. Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής είναι, κυρίως, η αντικατάσταση του ισχύοντος νομικού πλαισίου (κανονισμός 218/92 και οδηγία 77/799) με έναν ενιαίο κανονισμό που να εξασφαλίζει την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αντίστοιχη πρωτοβουλία θα ξεκινήσει εντός του 2001, στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

[29] COM(2000) 349 τελικό της 7.6.2000.

2.2.2 Πολιτική αξιολόγησης και μελλοντικών προοπτικών

* Είναι σημαντικό να θεσπιστεί μια πολιτική συνεχούς αξιολόγησης. Μετά την καθιέρωση του νέου άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του θα περιγραφούν στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης. Η έκθεση σχετικά με το οικονομικό έτος 2000, που πρέπει να εκδοθεί κατά τα μέσα του 2001, θα περιέχει τον κατάλογο των νέων μέτρων που εξέδωσαν τα κράτη μέλη, το 1999, και το 2000, ο οποίος συντάχθηκε με βάση ένα ερωτηματολόγιο που καλύπτει τα νέα νομοθετικά και οργανωτικά μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου πυλώνα.

* Επίσης, προβλέπεται η αξιολόγηση των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων της OLAF. Η δεύτερη έκθεση της OLAF, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού αριθ. 1073/1999 του Συμβουλίου, η οποία πρέπει να καταρτιστεί εντός του δεύτερου εξαμήνου του 2001, μετά από τη γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας [30], θα αναφέρει τις προόδους τους σχετικούς με την εσωτερική οργάνωση των ερευνών και την επιχειρησιακή συνεργασία με τις εθνικές διοικήσεις .

[30] Η επιτροπή εποπτείας της OLAF ενημερώνεται τακτικά για τις δραστηριότητες, τις έρευνες, τα αποτελέσματα και για τις συνέχειες που δίνονται. Τον Οκτώβριο 2001, αναμένεται η έκδοση ειδικής έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού αριθ.1073/1999 του Συμβουλίου.

* Σύμφωνα με το άρθρο 15 των κανονισμών αριθ.1073 και 1074/1999 [31], οι δραστηριότητες της OLAF πρέπει να αξιολογηθούν τρία χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Η σχετική έκθεση της Επιτροπής, συνοδευόμενη από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας και, ενδεχομένως, από προτάσεις σχετικά με την προσαρμογή ή την επέκταση των καθηκόντων της OLAF, θα εκδοθεί εντός του δευτέρου εξαμήνου του 2002.

[31] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/99 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.05.1999).

3. Καταπολέμηση της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων εντος των κοινοτικων οργανων

Η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διοργανικής προσέγγισης. Ο ρόλος της Olaf, ως υπηρεσίας διεξαγωγής εσωτερικών ερευνών, δεν είναι η διεξαγωγή συστηματικών ερευνών αλλά η επεξεργασία των πληροφοριών που της διαβιβάζονται. Η μεταρρύθμιση των πειθαρχικών διαδικασιών που προτείνονται στη Λευκή Βίβλο για τη μεταρρύθμιση και κυρίως η διευκρίνιση των κανόνων και των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών. Η μελλοντική συνεργασία με την «Υπηρεσία διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων (IDO)» στο πλαίσιο της Γενικής Διεύθυνσης προσωπικού και διοίκησης, θα αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για την υλοποίηση αυτού του στόχου.

3.1 Ευαισθητοποίηση όλων των κοινοτικών υπαλλήλων όσον αφορά τις αρχές καλής διαχείρισης των έργων

3.1.1 Ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ της OLAF και των λοιπών υπηρεσιών

* Στο πλαίσιο της δράσης 93 της Λευκής Βίβλου σχετικά με τη μεταρρύθμιση, για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης, παρατυπίας, και δωροδοκίας απαιτείται η βελτίωση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής. Για να αναπτυχθούν τακτικές και θεσμοποιημένες σχέσεις, αφενός, μεταξύ της OLAF και της νέας υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου και, αφετέρου, μεταξύ της OLAF και της κεντρικής δημοσιονομικής υπηρεσίας καθώς και των εξειδικευμένων δημοσιονομικών υπηρεσιών (διατακτών και διαχειριστών), με την επιφύλαξη των ισχυουσών υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας, σε ένα πρώτο στάδιο πρέπει να προσδιοριστούν οι υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει η OLAF και να καταχωρηθούν οι διαθέσιμες πληροφορίες. Αυτό πρέπει να γίνει μέχρι το τέλος του 2001, πριν αρχίσει ο προσδιορισμός των μέσων συνεργασίας. Επίσης, πρέπει να συναφθεί συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της OLAF και της μελλοντικής υπηρεσίας διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων.

3.1.2 Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση

* Η Λευκή Βίβλος σχετικά με τη μεταρρύθμιση (Δράση 92) υπογράμμισε τη σημασία που έχει για την Επιτροπή η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τα κριτήρια καλής διαχείρισης κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής των προγραμμάτων και των έργων, από τον σχεδιασμό τους έως την αξιολόγηση των τελικών αποτελεσμάτων.

Σε συνεργασία με την Task Force Διοικητική μεταρρύθμιση [32], την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου, τη ΓΔ Προϋπολογισμού, τη Γενική Γραμματεία, τη νομική υπηρεσία και τη ΓΔ ADMIN, η Olaf προετοιμάζει σχέδιο ανακοίνωσης το οποίο προβλέπεται να εκδοθεί πριν από το τέλος του 2001, και το οποίο θα περιέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση καθώς και πρόγραμμα κατάρτισης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, που θα απευθύνεται στους υπαλλήλους που είναι επιφορτισμένοι με την προετοιμασία των προγραμμάτων και τη δημοσιονομική διαχείριση. Οι διάφοροι κώδικες συμπεριφοράς που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τις 16 Σεπτεμβρίου 1999, θα συμπληρωθούν, μέχρι το τέλος του 2002, με τους παραπάνω προβληματισμούς σχετικά με τα κριτήρια χρηστής διαχείρισης.

[32] Ή τη Γενική Διεύθυνση προσωπικού και διοίκησης μετά τη λήξη των καθηκόντων της Task Force Διοικητική μεταρρύθμιση, στις 17 Σεπτεμβρίου 2001.

* Επίσης, για να καταστεί αποτελεσματικότερη η προαναφερθείσα δράση 92, πρέπει, μέχρι το τέλος του 2002, να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση με τη καθιέρωση τυπολογίας συμπεριφορών σε διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των προγραμμάτων και των έργων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ακούσια σφάλματα, συγκρούσεις συμφερόντων και παρατυπίες [33].

[33] Κεφάλαιο XX του προγράμματος δράσης σχετικά με τη μεταρρύθμιση (έγγραφο COM(2000) 200/2 τελικό της 05.04.2000 και συμβουλευτικό έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2000 (έγγραφο SEC (2000) 2079/5).

3.2 Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών διοικητικών ερευνών

3.2.1 Μεταρρύθμιση των πειθαρχικών διαδικασιών

Πρόθεση του νομοθέτη [34] ήταν να έχει η Olaf ανεξάρτητο δικαίωμα διεξαγωγής εσωτερικών ερευνών στο πλαίσιο όλων των κύριων και επικουρικών οργάνων. Ο ρόλος αυτός συνδέεται με τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού Υπηρεσιακής κατάστασης των Μόνιμων και Έκτακτων Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα της πειθαρχίας και των δικαιωμάτων υπεράσπισης, η οποία σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο για τη μεταρρύθμιση προβλέπεται να υποβληθεί στο Συμβούλιο πριν από το τέλος του 2001 [35]. Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF, η οποία δεν έχει εντολή διεξαγωγής συστηματικών ελέγχων, θα στηρίζεται στις πληροφορίες που της διαβιβάζουν τα κράτη μέλη και οι υπάλληλοι των κοινοτικών οργάνων στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της συνεργασίας τους. Η OLAF θα αποφασίζει ανά περίπτωση για το άνοιγμα κάθε φακέλου μετά από διεξοδική εξέταση των υποβαλλόμενων πληροφοριών. Όσον αφορά τις έρευνες, πρέπει να βελτιωθεί η συνεργασία και η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της OLAF και της μελλοντικής υπηρεσίας διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων.

[34] Κανονισμός (CE) αριθ. 1073/1999 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.05.1999).

[35] Με την επιφύλαξη των εργασιών της υπηρεσίας διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων, η δημιουργία της οποίας αποσκοπεί στη συγκρότηση μόνιμης ομάδας επιφορτισμένης με τις έρευνες στον τομέα των επαγγελματικών λαθών και με την επιτάχυνση της διεξαγωγής τους.

3.2.2 Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ομοιογένειας των διοικητικών ερευνών

Οι έρευνες πρέπει να γίνονται αντικείμενο τακτικής παρακολούθησης ώστε λα λαμβάνονται υπόψη κυρίως οι παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της επιτροπής εποπτείας της OLAF. Τα αποτελέσματα θα υποβληθούν, στο τέλος του 2002, στο πλαίσιο της έκθεσης της Επιτροπής σχετικά με τις δραστηριότητες της OLAF, βάσει του άρθρου 15 των κανονισμών αριθ. 1073/1999 και 1074/1999 του Συμβουλίου.

4. Ενίσχυση της δικαστικής διάστασης στον ποινικο τομεα

Για την ενίσχυση της ποινικής διάστασης στον τομέα των παράνομων δραστηριοτήτων που είναι επιζήμιες για τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τις ειδικές ανάγκες της πρόληψης και της καταπολέμησης αυτών των μορφών εγκληματικότητας «εις βάρος της Ευρώπης».

Παράλληλα, η Ευρώπη πρέπει επίσης να αξιοποιήσει απόλυτα τον ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ και όπως επιβεβαιώνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, τον Οκτώβριο 1999. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει οριζόντιες πρωτοβουλίες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα και να συμβάλλει σημαντικά στις πρωτοβουλίες των κρατών μελών. Οι πρωτοβουλίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης από την Επιτροπή για τη βελτίωση της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

4.1 Παρακολούθηση της ανακοίνωσης της Επιτροπής στον τομέα της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

* Στο πλαίσιο της διακυβερνητικής διάσκεψης 2000, η Επιτροπή είχε προτείνει την ενίσχυση της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων με την καθιέρωση ενός νέου άρθρου 280α της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής [36], μια πρόταση που δεν επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας. Η Επιτροπή, στην Πράσινη Βίβλος που θα εκδοθεί μέχρι το τέλος του 2001, θα ανακινήσει τη συζήτηση σχετικά με την πρότασή της περί ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, με σκοπό την επανεξέταση του θέματος την επόμενη διακυβερνητική διάσκεψη [37] βάσει των αποτελεσμάτων της συζήτησης αυτής.

[36] Συμπληρωματική συνεισφορά της Επιτροπής (COM(2000) 608 τελικό της 29ης Σεπτεμβρίου 2000).

[37] Βλ. επίσης, το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13.12.2000, σημείο 20, που εκδόθηκε με πλειοψηφία των μελών του και το ψήφισμα σχετικά με την ετήσια έκθεση 1999, της Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 2001.

Επιδιωκόμενος στόχος είναι να γίνουν όσο το δυνατό ευρύτερες διαβουλεύσεις καθόλη τη διάρκεια του 2002 σχετικά με τα καθήκοντα και τη λειτουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελίας αρμόδιας για τη διεξαγωγή εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Επίσης, η Πράσινη Βίβλος θα παρατείνει το σκεπτικό της Επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τις προπαρασκευαστικές και εμπεριστατωμένες μελέτες που εκπονούν οι ερευνητές του Corpus Juris εδώ και πολλά χρόνια. Η υποβολή της Πράσινης Βίβλου αναμένεται από την Επιτροπή ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν, το Δεκέμβριο 2001.

* Το νομικό και δικαστικό πλαίσιο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάσχει από σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά την κύρωση από τα κράτη μέλη της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της [38]. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θα υποβάλει τον Μάιο 2001, πρόταση οδηγίας για την έκδοση ορισμένων διατάξεων που συγκαταλέγονται στα μέσα του τρίτου πυλώνα βάσει του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ. Το μέσο αυτό θα καταστήσει δυνατή την επιτάχυνση της εναρμόνισης του ποινικού δικαίου των κρατών μελών στον τομέα της απάτης, της δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που είναι επιζήμιες για τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, καθώς και την πρόοδο στον τομέα αυτό.

[38] Βλ. για παράδειγμα, το σημείο 10, των συμπερασμάτων του Συμβουλίου Ecofin της 17ης Ιουλίου 2000, το οποίο καλεί και πάλι τα κράτη μέλη να κυρώσουν τη σύμβαση που υπογράφηκε το 1995, καθώς και τα πρωτόκολλά της. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2001, πέντε κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη κοινοποιήσει την κύρωση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων.

4.2 Ενίσχυση της συνεργασίας και των μέσων δράσης στον ποινικό τομέα

Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αποτελεί ζωτικό παράγοντα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Όσον αφορά την δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί διαφοροποιημένη προσέγγιση με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και των εντολών ανάκρισης, καθώς και τη βελτίωση του συντονισμού της ποινικής δίωξης και της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων. Στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας, αναπτύσσονται άλλες πρωτοβουλίες.

* Όσον αφορά την απλούστευση των διαδικασιών αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, η σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 [39] σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή στον ποινικό τομέα θα είναι ένα βασικό εργαλείο. Μετά την κύρωσή της από όλα τα κράτη μέλη, η άμεση επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων δικαστικών αρχών θα καταστεί απαράβατη αρχή. Στο πλαίσιο αυτό, οι εντολές ανάκρισης θα εκτελούνται ταχύτερα και με απλούστερες διαδικασίες, ενώ παράλληλα θα τηρούνται οι εθνικοί κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων. Οι δικαστικές αρχές θα είναι επίσης σε θέση να χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, όπως είναι οι τηλεδιασκέψεις, κ.λπ. Σήμερα, η Επιτροπή συμμετέχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις σχετικά με ένα σχέδιο πρωτοκόλλου της σύμβασης με σκοπό κυρίως τη βελτίωση της δικαστικής συνδρομής όσον αφορά τους λογαριασμούς και τις τραπεζικές πράξεις.

[39] ΕΕ C 197 της 12.7.2000.

* Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των δικαστικών αρχών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε προέβλεψε, στο σημείο 46 των συμπερασμάτων του, τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Μονάδας Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust) πριν από το τέλος του 2001, η οποία αναφέρεται ήδη στη Συνθήκη της Νίκαιας. Η Eurojust θα αποτελείται από εθνικούς εισαγγελείς, δικαστές ή αξιωματικούς της αστυνομίας που έχουν ανάλογες αρμοδιότητες, αποσπασμένους από κάθε κράτος μέλος. Κύριο μέλημά της θα είναι η βελτίωση του συντονισμού των εθνικών δικαστικών αρχών και η διευκόλυνση της επιχειρησιακής δικαστικής συνεργασίας σε περιπτώσεις σοβαρών διακρατικών εγκλημάτων, ιδιαίτερα στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος. Ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο σχετικά με την απόφαση ίδρυσης της Eurojust, το Συμβούλιο θέσπισε ήδη, με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, την προσωρινή μονάδα δικαστικής συνεργασίας («Pro-Eurojust») [40]. Αποστολή της μονάδας αυτής, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2001, είναι να συμβάλλει στον συντονισμό των ποινικών διώξεων και στην ίδρυση της μελλοντικής μονάδας Eurojust.

[40] Δημιουργήθηκε από την κοινή δράση 98/428/JAI και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της 29ης Ιουνίου 1998. Βλ. το νέο άρθρο 31 της ΣΕΕ όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Νίκαιας.

Η Επιτροπή, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου καθώς και των εργασιών της προσωρινής μονάδας στην οποία συμμετέχει, προσπαθεί να καταστήσει την Eurojust όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη με βάση τις προτάσεις που περιέχει η ανακοίνωση της 22ης Νοεμβρίου 2000 [41]. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η συμπληρωματικότητα των ρόλων της Eurojust και του σώματος των δικαστών της Olaf στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα και να αναπτυχθεί η στενή συνεργασία μεταξύ τους, βάσει σαφώς διαρθρωμένων σχέσεων, μέχρι το τέλος του 2002.

[41] COM (2000) 746 τελικό.

* Με την έκδοση του δεύτερου πρωτοκόλλου της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της 19ης Ιουνίου 1997 [42], το Συμβούλιο, εκτός από την επιβολή κυρώσεων στα νομικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για απάτη, δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αποφάσισε να οργανώσει τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών για την καταπολέμηση αυτών των μορφών εγκληματικότητας που πλήττουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, καθώς και τη συνεπακόλουθη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει τις συμπληρωματικές ενέργειες (τεχνικής ή επιχειρησιακής) συνδρομής στις οποίες μπορεί να προβεί η Επιτροπή. Η συνδρομή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των ενεργειών για την καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης και των σχετικών ποινικών αδικημάτων κοινοτικής διάστασης (όταν τα σχετικά συμφέροντα ή αποδεικτικά στοιχεία αφορούν το σύνολο της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ξεπερνούν τα όριά της, ή όταν εμπλέκονται εγκληματικές οργανώσεις, κ.λπ.).

[42] Επεξηγηματική έκθεση του δευτέρου πρωτοκόλλου της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 91 της 31.03.1999). Βλ. άρθρο 6 της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 που καθορίζει τις υποχρεώσεις συνεργασίας των κρατών μελών στον τομέα της έρευνας και της ποινικής δίωξης καθώς και της πρωταρχικής τους ευθύνης.

Η Επιτροπή, συγκεκριμένα, θα προσδιορίσει λεπτομερώς το περιεχόμενο και τους κανόνες της συνδρομής που μπορεί να παρέχει στις δικαστικές αρχές: κατά τη διάρκεια του 2001, θα επεξεργαστεί ένα «εγχειρίδιο των πρακτικών συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής» για τον καθορισμό της θέσης και του ρόλου της Επιτροπής και της OLAF στο πλαίσιο αυτό.

* Η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων στον ποινικό τομέα θα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη δικαστική συνεργασία. Η έννοια της αμοιβαίας αναγνώρισης εξηγείται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 2000 [43]. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο, στο πρόγραμμα μέτρων [44] που προορίζονται για την εφαρμογή αυτής της αρχής αυτής στο επίπεδο των ποινικών αποφάσεων, μέχρι το τέλος του 2002, ανήγγειλαν μια σειρά φιλόδοξων μέτρων στα οποία συμπεριλαμβάνονται κυρίως προτάσεις σχετικά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις προδικαστικές αποφάσεις για τις έρευνες εγκλημάτων πληροφορικής, καθώς και ανακοίνωση σχετικά με τον καθορισμό των κριτηρίων ποινικής αρμοδιότητας. Επί του παρόντος εκπονούνται πιλοτικά έργα στον τομέα της δέσμευσης στοιχείων ενεργητικού και της είσπραξης των προστίμων.

[43] COM (2000) 495 τελικό.

[44] ΕΕ C 12 της 15.01.2001. Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 30.11.2000.

* Στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας, η Συνθήκη του Άμστερνταμ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε προβλέπουν συγκεκριμένα την ενίσχυση της Ευρωπόλ. Στις 30 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο επέκτεινε ήδη τα καθήκοντα της Ευρωπόλ στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ανεξαρτήτως από το αρχικό αδίκημα, και οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις προβλέπουν την ενδεχόμενη επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ σε όλες τις μορφές εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένων της απάτης και της δωροδοκίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ενεργά την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ στο σύνολο των τομέων που αφορούν την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής (Olaf) και της Ευρωπόλ πρέπει να βασίζεται σε δομημένες βάσεις, δηλαδή στη συμπληρωματικότητα του ρόλου και των αρμοδιοτήτων τους.

* * *

Το πρόγραμμα δράσης 2001-2003 της Επιτροπής, είναι άμεση συνέχεια της σφαιρικής στρατηγικής προσέγγισης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και της καταπολέμησης της απάτης που εκδόθηκε τον Ιούλιο 2000. Στόχος του είναι να συνεισφέρει αποτελεσματικά στις νέες υποχρεώσεις των κρατών μελών και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την επίτευξη αποτελεσμάτων βάσει του νέου άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ. Τα διάφορα προτεινόμενα μέτρα αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της διοργανικής πρόκλησης που αντιπροσωπεύει η ανανέωση των διαδικασιών για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών κανόνων στα διάφορα επίπεδα αρμοδιότητας.

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης - Πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>