52001DC0024

Έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην οικονομική και κοινωνική Επιτροπή καιστην Επιτροπή των περιφερειών : Δεύτερη έκθεση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή /* COM/2001/0024 τελικό */


EΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ - Δεύτερη έκθεση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ρόλος της έκθεσης για τη συνοχή

Το άρθρο 159 της συνθήκης αναφέρει ότι ανά τριετία η Επιτροπή υποβάλει "έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την υλοποίηση της οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έχουν συμβάλει τα διάφορα μέσα (συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων κοινοτικών πολιτικών) που προβλέπονται στο παρόν άρθρο". Η παρούσα έκθεση ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση. Το άρθρο 45 του γενικού κανονισμού για τα διαρθρωτικά ταμεία καθορίζει το περιεχόμενο της έκθεσης.

Η Επιτροπή ενέκρινε την πρώτη έκθεση για τη συνοχή στο τέλος του 1996. Η έκθεση αποτέλεσε τη βάση για το πρώτο "Φόρουμ" για τη συνοχή τον Απρίλιο του 1997 και για τις προτάσεις που συμπεριλήφθηκαν στο "Πρόγραμμα δράσης 2000 - για μια ισχυρότερη και ευρύτερη Ένωση" που οδήγησαν στη μεταρρύθμιση της πολιτικής για τη συνοχή που ενέκρινε το Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1999.

Η Επιτροπή επέλεξε να υποβάλει τη δεύτερη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή στις αρχές του 2001, αμέσως μετά το πρώτο στάδιο της εφαρμογής της μεταρρύθμισης των διαρθρωτικών ταμείων και αφού λήφθηκαν ορισμένες βασικές αποφάσεις όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές επιδοτήσεις και τη γεωγραφική επιλεξιμότητα για την υποστήριξη. Συνεπώς είναι ήδη πιθανό σε αυτό το στάδιο να γίνει μια ευρεία εκ των προτέρων αξιολόγηση της δυνατής επίδρασης της μεταρρύθμισης.

Η δεύτερη έκθεση περιλαμβάνει επίσης μια ενημέρωση της περιφερειακής ανάλυσης που περιλαμβάνεται στην έκτη και τελευταία περιοδική έκθεση για την κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών που δημοσιεύθηκε το 1999. Μια τέτοια ενημέρωση είναι πιο αναγκαία από πριν εφόσον οι εκθέσεις για τη συνοχή αντικαθιστούν τις περιοδικές εκθέσεις τις οποίες δημοσίευσε η Επιτροπή από την αρχή της δεκαετίας του 1980.

Πρώτη ανάλυση της συνοχής σε μια διευρυμένη Ευρώπη

Όπως απαιτεί η συνθήκη και ο γενικός κανονισμός για τα διαρθρωτικά ταμεία, η έκθεση αναλύει τις αλλαγές στη συνοχή και τους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή. Χωρίς να προδικαστούν η χρονική στιγμή, οι διαδικασίες ή η σειρά των χωρών που θα ενταχθούν, η υπόθεση εργασίας που εγκρίθηκε αφορά μια διευρυμένη Ένωση 27 κρατών μελών.

Όσο επιτρέπουν τα δεδομένα, κάθε τμήμα της έκθεσης λαμβάνει υπόψη την κατάσταση σε μια διευρυμένη Ένωση. Αυτό πρέπει να είναι το πλαίσιο για ανάλυση και όχι η πιο στατική ανάλυση της κατάστασης στα σημερινά 15 κράτη μέλη και τις 12 χώρες αντίστοιχα με τις οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Περιλαμβάνεται χωριστά μια ανάλυση των περιφερειακών χαρακτηριστικών στην Τουρκία, η οποία είναι η 13η χώρα με την οποία οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν αρχίσει ακόμα. Αυτό θα αποτελέσει το αντικείμενο συστηματικότερων αναλύσεων σε μελλοντικές εκθέσεις μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Έναρξη της συζήτησης

Η έκθεση αναπτύσσει μια δέσμη συμπερασμάτων και συστάσεων προκειμένου να αρχίσει η συζήτηση για το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή μετά το 2006 σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι, για το μέλλον, θα απαιτηθούν σημαντικές αλλαγές σε μια πολιτική η οποία έχει σχεδιαστεί για τα σημερινά κράτη μέλη. Αν και η διεύρυνση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για αλλαγή, δεν είναι ο μοναδικός λόγος αν ληφθούν υπόψη οι μακρόπνοες οικονομικές, κοινωνικές και εδαφικές αλλαγές που επηρεάζουν τη σημερινή ΕΕ των 15. Αυτές οι αλλαγές εξετάζονται επίσης στην έκθεση.

Στη συζήτηση που θα ακολουθήσει θα συμμετάσχουν τα όργανα και οι υπηρεσίες της ΕΕ, τα κράτη μέλη και οι περιφερειακές και τοπικές αρχές καθώς και οι φορείς που εκπροσωπούν τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα πανεπιστήμια και άλλα ακαδημαϊκά όργανα. Η ίδια η Επιτροπή οργανώνει ένα "Φόρουμ" για τη συνοχή στις Βρυξέλλες στις 21 και 22 Μαΐου 2001 για να δώσει την ευκαιρία για ανταλλαγές ιδεών και συζήτηση σχετικά με την περαιτέρω πολιτική για τη συνοχή. Οι υποψήφιες χώρες θα συμμετέχουν πλήρως σε αυτή την άσκηση διαβούλευσης.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, η Επιτροπή θα ορίσει προτάσεις οι οποίες στη συνέχεια θα υποβληθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών ώστε η νέα πολιτική συνοχής να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Δεύτερη έκθεση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

Σύνοψη

Μέρος Ι: Κατάσταση και τάσεις

Μέρος II: Η συμβολή των κοινοτικών πολιτικών στην οικονομική και κοινωνική συνοχή

Μέρος III: πολιτική οικονομικής και κοινωνικής συνοχής: τα αποτελέσματα

Συμπεράσματα και συστάσεις

10 Ερωτήσεις για δημόσια συζήτηση με θέμα το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή

Σύνοψη

Μέρος Ι: Κατάσταση και τάσεις

Μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων στην ΕΕ των 15

Σήμερα στην ΕΕ, οι εισοδηματικές ανισότητες (ΑΕΠ) κατά κεφαλή, ανάμεσα στα κράτη μέλη και, κυρίως, μεταξύ των περιφερειών, εξακολουθούν να είναι έντονες. Το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα του 10% του πληθυσμού που ζει στις πιο πλούσιες περιφέρειες είναι κατά 2,6 φορές μεγαλύτερο από αυτό του 10% του πληθυσμού που ζει στις φτωχότερες περιφέρειες.

Ωστόσο, οι ανισότητες έχουν μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Στα τρία λιγότερο πλούσια κράτη (Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία), το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα έχει αυξηθεί από 68% του μέσου όρου της ΕΕ που ήταν το 1988 σε 79% το 1999, δηλαδή υπάρχει μια μείωση της αρχικής ψαλίδας κατά ένα τρίτο. Η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών είναι μικρότερη, κάτι που οφείλεται, εν μέρει, στη διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ των περιφερειών εντός ορισμένων κρατών μελών.

Το χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα συνδέεται με χαμηλότερη παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο, χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και κατάρτισης - παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια - λιγότερες δραστηριότητες έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας καθώς και βραδύτερο ρυθμό εισαγωγής των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά έχει σημειωθεί σημαντική βελτίωση της υποδομής των λιγότερο πλούσιων περιφερειών, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξής τους.

Ένα βήμα αλλαγής με τη διεύρυνση

Με τη διεύρυνση της ΕΕ, το οικονομικό τοπίο θα αλλάξει σημαντικά. Από την ανάλυση της ισχύουσας κατάστασης προκύπτει ότι θα διπλασιαστούν οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη και τις περιφέρειες. Αυτό σημαίνει ότι αν αύριο υπήρχε μια Ένωση με 27 κράτη μέλη:

- σε εθνικό επίπεδο, πάνω από ένα τρίτο του πληθυσμού θα ζει σε χώρες με κατά κεφαλή εισόδημα μικρότερο του 90% του μέσου όρου της Ένωσης - το σημερινό κατώφλι επιλεξιμότητας για την παροχή βοήθειας από το ταμείο συνοχής - σε σύγκριση με το ένα έκτο στη σημερινή Ένωση των 15.

- σε περιφερειακό επίπεδο, το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα του 10% του πληθυσμού που θα ζει στις φτωχότερες περιφέρειες της Ένωσης των 27 θα αντιστοιχεί μόνο στο 31% του μέσου όρου της Ένωσης των 27. Στη σημερινή Ένωση των 15, το κατά κεφαλή εισόδημα του 10% του πληθυσμού που ζει στις φτωχότερες περιφέρειες αντιστοιχεί στο 61% του μέσου όρου.

Σε εθνικό επίπεδο, σε μια Ένωση των 27, οι χώρες θα χωρίζονται σε τρεις ομάδες. Η ομάδα των πιο πλούσιων χωρών, στην οποία θα περιλαμβάνονται 12 από τα σημερινά κράτη μέλη της Ένωσης - δηλαδή όλα εκτός από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία - στα οποία το εισόδημα είναι πάνω από το μέσο όρο. Θα ακολουθεί μια ενδιάμεση ομάδα, με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Κύπρο, τη Μάλτα, τη Σλοβενία και την Τσεχική Δημοκρατία, όπου το εισόδημα ανέρχεται περίπου στο 80% του μέσου όρου και ο πληθυσμός στο 13% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης των 27. Η πραγματική όμως αλλαγή σε σύγκριση με τη σημερινή Ένωση συνίσταται στην ύπαρξη μιας τρίτης ομάδας, στην οποία θα περιλαμβάνονται οι υπόλοιπες 8 υποψήφιες χώρες, στις οποίες το κατά κεφαλή εισόδημα ανέρχεται περίπου στο 40% του μέσου όρου της ΕΕ των 27. Πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα, με πληθυσμό που αντιστοιχεί στο 16% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ των 27.

Ως παράδειγμα αναφέρεται εδώ ότι η υποδομή στις υποψήφιες χώρες είναι ανεπαρκής από άποψη ποσότητας και συχνά φτωχή από άποψη ποιότητας, ενώ από τα διαθέσιμα στοιχεία διαπιστώνεται ότι οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και η εκπαίδευση και η κατάρτιση που προσφέρονται δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας σύγχρονης οικονομίας της αγοράς. Όσον αφορά τις μεταφορές, από την εκτίμηση αναγκών της υποδομής μεταφορών προκύπτει ότι το συνολικό κόστος για την κατασκευή διευρωπαϊκών δικτύων σε αυτές τις 12 χώρες ανέρχεται σε 90 δισ. ευρώ, ενώ σε πολλές μελέτες εκτιμάται ότι το κόστος συμμόρφωσης με τα κοινοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα ανέρχεται σε 50-100 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει 15-20 δισ. ευρώ κάθε χρόνο για τα επόμενα 10 χρόνια, μόνο σε αυτούς τους δύο τομείς.

Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στη σημερινή Ένωση των 15 για τη μείωση των εισοδηματικών διαφορών μεταξύ των περιφερειών, αν και βάσει της εμπειρίας από το παρελθόν, αναμένεται ότι θα χρειαστεί άλλη μια γενιά για να εξαλειφθούν οι περιφερειακές ανισότητες. Η διεύρυνση θα αυξήσει σημαντικά τις ανισότητες. Δεδομένων των υφιστάμενων επιπέδων του κατά κεφαλή εισοδήματος στις υποψήφιες χώρες, η σύγκλιση μεταξύ των περιφερειών στη διευρυμένη Ένωση θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο γενιές, εφόσον ακολουθηθεί ο ίδιος ρυθμός.

Απασχόληση: ορισμένες ενδείξεις προόδου

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, στην ΕΕ των 15 δημιουργήθηκαν περισσότερες από 2 εκατ. θέσεις εργασίας, αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για την ουσιαστική αύξηση του ποσοστού απασχόλησης - του ποσοστού ενεργού πληθυσμού που απασχολείται - το οποίο παρέμεινε μόλις πάνω από το 60%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από το φιλόδοξο στόχο του 70% έως το 2010 που καθορίστηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Λισσαβώνα. Αυτός όμως ο μέσος όρος καλύπτει τις ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν στην Ένωση. Μόνο 4 κράτη μέλη είχαν το 1999 ποσοστό απασχόλησης πάνω από το 70%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν περίπου 55% και στην Ισπανία και την Ιταλία ακόμη χαμηλότερο. Το 10% του πληθυσμού της Ένωσης ζει σε περιφέρειες στις οποίες απασχολείται λιγότερο από το ήμισυ του ενεργού πληθυσμού (44%).

Παρά την έντονη αύξηση που σημειώθηκε στην απασχόληση των γυναικών, κυρίως σε θέσεις εργασίας μερικού χρόνου (μια γυναίκα στις τρεις, στην ΕΕ, απασχολείται σε εργασία μερικού χρόνου), το 1999 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ήταν κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από αυτό των ανδρών. Η αύξηση στην απασχόληση που σημειώθηκε στην Ένωση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 ήταν στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στις πλουσιότερες περιφέρειες και σε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Ταυτόχρονα, λόγω της αναντιστοιχίας ζήτησης και προσφοράς σε δεξιότητες, σε πολλές περιφέρειες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού, κυρίως σε νέους τομείς δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα στην τεχνολογία της πληροφορίας.

Η συνεχιζόμενη μεγάλη διαφορά όσον αφορά την ανεργία στην ΕΕ των 15

Οι ανισότητες όσον αφορά την ανεργία εξακολουθούν να είναι μεγάλες στην Ένωση. Το 1999, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Φινλανδία είχαν ποσοστά ανεργίας πάνω από 10%, δηλαδή ποσοστό διπλάσιο από αυτό του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας και της Πορτογαλίας, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κάτω από 5%. Οι περιφερειακές ανισότητες γίνονται ακόμη πιο έντονες: το 10% του πληθυσμού στις περισσότερο πληττόμενες περιφέρειες - οι περισσότερες από αυτές είναι περιφέρειες που υπολείπονται σε ανάπτυξη αλλά υπάρχουν σε αυτές και περιφέρειες που υφίστανται αναδιαρθρώσεις - είχαν ποσοστό ανεργίας, το 1999, 23%, δηλαδή 8 περίπου φορές το μέσο όρο των λιγότερο πληττόμενων περιφερειών (3%).

Οι αγορές εργασίας στις υποψήφιες χώρες: ατελής μετάβαση

Ενώ υπάρχουν επιφανειακές ομοιότητες μεταξύ των αγορών εργασίας στις υποψήφιες χώρες και στην ΕΕ των 15 - το 1999, το μέσο ποσοστό ανεργίας ήταν 10,2% στις πρώτες και 9,3% στις δεύτερες, ενώ το μέσο ποσοστό απασχόλησης ήταν ίδιο - υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες οφείλονται στη διαδικασία μετάβασης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αξίζει να επισημανθούν πέντε κύρια χαρακτηριστικά:

- οι γυναίκες στις υποψήφιες χώρες συνεχίζουν να απομακρύνονται από την αγορά εργασίας, παρ' ό,τι το ποσοστό συμμετοχής τους παραμένει υψηλότερο από αυτό στις περισσότερες περιοχές της Ένωσης.

- η απασχόληση σε παραδοσιακούς κλάδους παραμένει υψηλή, παρ' ό,τι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 25-50%.

- η απασχόληση στη γεωργία, συνολικό ποσοστό 22%, είναι κατά 5 φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ των 15 (4,5%), παρ' ό,τι η σπουδαιότητά της διαφέρει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη.

- η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλότερη από αυτήν της ΕΕ των 15.

- η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών έχει αυξηθεί σημαντικά, σε μεγαλύτερο όμως βαθμό στις μεγαλύτερες πόλεις απ' ό,τι στις υπόλοιπες περιοχές.

Γενικά, η έντονη οικονομική ανάπτυξη κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '90 είχε θετική επίδραση στην απασχόληση και τη μείωση της ανεργίας στην ΕΕ των 15 και μικρότερη στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων όσον αφορά το εισόδημα και την απασχόληση. Στις υποψήφιες χώρες, η διαδικασία μετάβασης παραμένει ατελής, με τον κίνδυνο αύξησης της ανεργίας σε πολλές περιφέρειες, κατά τα επόμενα χρόνια. Η μορφή όμως των αγορών εργασίας σε μια διευρυμένη ΕΕ θα επηρεαστεί σημαντικά από τις δημογραφικές τάσεις. Στην ΕΕ των 15 αυτό θα οδηγήσει στη γήρανση του εργατικού δυναμικού και στην ενδεχόμενη μείωση του αριθμού του μετά το 2010. Το ίδιο περίπου αναμένεται να συμβεί και στις υποψήφιες χώρες, ένα όμως σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των νέων ηλικίας 20-35 ετών. Σε μια διευρυμένη ΕΕ, αυτό θα αποτελέσει σημαντικό εξισορροπητικό παράγοντα όσον αφορά τη γήρανση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού.

Κοινωνική συνοχή και το φαινόμενο της φτώχειας: ένα επίμονο πρόβλημα

Το 1996, το εισόδημα του 18% του πληθυσμού της Ένωσης, ή του ενός στους έξι, ήταν κάτω από το όριο της φτώχειας [1]. Το μικρότερο ποσοστό εμφανίζεται στη Δανία και τις Κάτω Χώρες (11-12%), στις οποίες το κατά κεφαλή εισόδημα είναι πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ. Στον αντίποδα, το 20-25% του πληθυσμού στην Πορτογαλία και την Ελλάδα διαθέτουν εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας. Η αντίθεση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όσον αφορά τη μακροχρόνια ή συνεχή φτώχεια, η οποία πλήττει ένα ποσοστό 3% του πληθυσμού στη Δανία και τις Κάτω Χώρες και 12% στην Πορτογαλία και 10% στην Ελλάδα.

[1] Σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat, είναι το τμήμα του πληθυσμού με εισόδημα ίσο ή μικρότερο του 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας τους.

Υπάρχουν πολλά αίτια για την ύπαρξη φτώχειας και στις ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνονται τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και άλλοι εκτός εργασίας, οι οικογένειες με ένα γονέα και οι οικογένειες με πολλά παιδιά. Πολλές φτωχές οικογένειες έχουν περισσότερα από ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά.

Παρ' ό,τι ακόμη δεν υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για τις υποψήφιες χώρες, από τις υπάρχουσες ενδείξεις προκύπτει ότι οι αγροτικές περιοχές πλήττονται περισσότερο από τη φτώχεια.

Η διάσταση του γεωγραφικού χώρου: συνεχιζόμενες ανισορροπίες

Η μεγαλύτερη γεωγραφική ανισότητα σήμερα στην ΕΕ είναι αυτή μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών και των υπολοίπων. Ταυτόχρονα, οι χωροταξικές διαφορές στην Ένωση αντικατοπτρίζουν μια πιο σύνθετη πραγματικότητα από αυτήν που φαίνεται στις διαφορές εισοδήματος και απασχόλησης μεταξύ των περιφερειών. Η πραγματικότητα αυτή έχει να κάνει με το δυναμικό ανάπτυξης και καθίσταται σαφής στο άρθρο 158 της συνθήκης, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη προώθησης μιας εναρμονισμένης ανάπτυξης σε όλη την ΕΕ.

Με αυτό το σκεπτικό, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προχώρησαν στην ευρωπαϊκή προοπτική χωροταξικής ανάπτυξης (ΕΠΧΑ), η οποία ήταν η πρώτη συντονισμένη προσπάθεια για να προσδιοριστούν οι κύριες εδαφικές ανισορροπίες στο σύνολο της ΕΕ. Οι ανισορροπίες αυτές και η ανάγκη αντιμετώπισής τους αποκτά μια πρόσθετη διάσταση με τη διεύρυνση, αφού το έδαφος της Ένωσης θα διπλασιαστεί, σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του '90, με την ένταξη των υποψήφιων χωρών.

Μεγάλη γεωγραφική συγκέντρωση δραστηριοτήτων στην Ένωση

Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται σε έναν πυρήνα της ΕΕ, ο οποίος βρίσκεται στο τρίγωνο μεταξύ North Yorkshire στο ΗΒ, Franche-Compte στη Γαλλία και Αμβούργου στη Γερμανία. Ενώ η περιφέρεια αυτή αντιστοιχεί μόλις στο ένα έβδομο του εδάφους της ΕΕ, σε αυτήν διαβιώνει το ένα τρίτο του πληθυσμού και παράγεται σχεδόν το ήμισυ του εισοδήματος (47%). Σε άλλες συγκρίσιμες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, υπάρχει μεγαλύτερη εδαφική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Για την ΕΕ, αυτή η συγκέντρωση έχει αρνητικές συνέπειες, όχι μόνο για τις απομακρυσμένες αλλά και για τις κεντρικές περιφέρειες, κυρίως λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης και της επιβάρυνσης για το περιβάλλον και την υγεία, κάτι που μακροπρόθεσμα μπορεί να αντισταθμίσει τα εκ πρώτης όψεως πλεονεκτήματα.

Αστικές περιοχές: κέντρα ανάπτυξης για την επίτευξη πολυκεντρικής ανάπτυξης

Η συγκέντρωση του πληθυσμού σε κεντρικές περιοχές αντικατοπτρίζεται στον υψηλό βαθμό αστικοποίησης και στο δυσανάλογο μερίδιο δραστηριοτήτων υψηλής ειδίκευσης που συνδέονται με την οικονομία της γνώσης και εδρεύουν στις περιοχές αυτές: κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων, ερευνητικές εγκαταστάσεις και εργαζόμενοι με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης. Ως αποτέλεσμα αυτού, η παραγωγικότητα είναι περίπου 2,4 φορές υψηλότερη απ' ό,τι σε περιφερειακές περιοχές. Από την άλλη όμως, η Ένωση στερείται κατ' αυτόν τον τρόπο ενός πολυκεντρικού μοντέλου οικονομικών δραστηριοτήτων, κάτι που αναμφίβολα αποτελεί έναν παράγοντα για την εδαφική συνοχή των ΗΠΑ, όπου οι εδαφικές ανισορροπίες όσον αφορά το εισόδημα, την απασχόληση και, ενδεχομένως, την ανταγωνιστικότητα είναι μικρότερες.

... αλλά και με εστίες προβλημάτων

Ωστόσο, στις αστικές περιοχές της Ένωσης γίνονται πιο εμφανείς οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και ορισμένες περιοχές έχουν υψηλά επίπεδα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Για παράδειγμα, οι διαφορές όσον αφορά την απασχόληση και τα ποσοστά εξάρτησης είναι μεγαλύτερες στα πλαίσια ορισμένων πόλεων, παρά μεταξύ διαφορετικών περιφερειών στην Ένωση. (Στην έρευνα για τις πόλεις, της Επιτροπής, αναφέρεται μια σειρά πόλεων όπου το ποσοστό ανεργίας διαφέρει έως και κατά το δεκαπλάσιο).

Διαφορετικές συνθήκες στις αγροτικές περιοχές

Η έκταση των αγροτικών περιοχών ποικίλλει σημαντικά στα διάφορα κράτη μέλη, από τις σκανδιναβικές χώρες και την Ιρλανδία, όπου οι δύο στους τρεις ζουν σε τέτοιες περιοχές, ως το Βέλγιο, τη Γερμανία και το ΗΒ όπου μόνο ο ένας στους οκτώ ζει σε τέτοιες περιοχές.

Ο πληθυσμός που ζει σε αγροτικές περιοχές αυξάνεται, έστω και σε διαφορετικό βαθμό, σε όλα τα κράτη μέλη και η αύξηση της απασχόλησης σε αυτές είναι υψηλότερη από ό,τι στη λοιπή Ένωση, γεγονός που αντικατοπτρίζει τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Επίσης, όμως, σε πολλές αγροτικές περιοχές εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες, εξαιτίας των πολλών μειονεκτημάτων τους.

Παραμεθόριες περιοχές: τα προβλήματα μετατοπίζονται προς τα ανατολικά

Οι παραμεθόριες περιοχές, στις οποίες ζει ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους, συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης και την έλλειψη οικονομικών ευκαιριών εξαιτίας της ρήξης που δημιουργείται από ένα διεθνές σύνορο. Με τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς, υποβοηθούμενες από προγράμματα διασυνοριακής συνεργασίας που υποστηρίζονται από ευρωπαϊκά κεφάλαια, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι υφιστάμενες εσωτερικές παραμεθόριες περιοχές δεν παρουσιάζουν πλέον σημαντικές διαφορές όσον αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα και την ανεργία σε σύγκριση με την Ένωση συνολικά. Γενικά, το ίδιο ισχύει και για τις περιφέρειες εκείνες στις υποψήφιες χώρες που συνορεύουν με την ΕΕ 15, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των εν λόγω περιφερειών. Για τις περιφέρειες αυτές, η κατάσταση μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όσον αφορά τις πιο ανταγωνιστικές συνθήκες μετά τη διεύρυνση.

Στις υποψήφιες χώρες, σε παραμεθόριες περιοχές ζει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού (6 στα 10 άτομα) από ό,τι στην Ένωση, ενώ οι κύριες προβληματικές περιοχές βρίσκονται στην ανατολή κατά μήκος των συνόρων με τρίτες χώρες

Ειδικές περιοχές

Τα νησιά και τα αρχιπελάγη, οι ορεινές και περιφερειακές περιοχές -συμπεριλαμβανομένων των πιο απομακρυσμένων περιφερειών - αποτελούν σημαντικό τμήμα της Ένωσης και έχουν πολλά κοινά φυσικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και οικονομικά μειονεκτήματα. Οι περιφέρειες αυτές πάσχουν γενικά από προβλήματα πρόσβασης που καθιστούν την οικονομική τους ολοκλήρωση με τη λοιπή Ένωση πιο προβληματική. Αντίστοιχα, πολλές λαμβάνουν ήδη περιφερειακή ενίσχυση από την ΕΕ -το 95% των ορεινών περιοχών και των νησιών καλύπτεται από το στόχο 1 ή 2. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες τους ποικίλλουν ευρέως, ενώ δύο από τις πιο πλούσιες υποψήφιες χώρες είναι νησιά (Κύπρος και Μάλτα).

Μέρος II: Η συμβολή των κοινοτικών πολιτικών στην οικονομική και κοινωνική συνοχή

Αυτό το τμήμα της έκθεσης εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι κοινοτικές πολιτικές έχουν συμβάλει στη συνοχή, όπως ορίζεται στη συνθήκη (άρθρο 159), και τις συνέπειες της διεύρυνσης της Ένωσης

1. Πολιτικές για την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση

Οικονομική και Νομισματική Ένωση

Η μακροοικονομική σταθερότητα συμβάλλει στην επίτευξη της οικονομικής σύγκλισης

Προκειμένου να διατηρηθούν τα υψηλά ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης στις περιφέρειες της Ένωσης που υστερούν, είναι σημαντικό οι διαρθρωτικές πολιτικές να συνδυαστούν με μακροοικονομικές πολιτικές που να εξασφαλίζουν την οικονομική σταθερότητα. Η δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος καθιστά ευκολότερη την επίτευξη της διατήρησης αυτής της σταθερότητας.

Κατά τη δεκαετία του 1990, στην πορεία προς τη νομισματική ενοποίηση, ο πληθωρισμός μειώθηκε σημαντικά στις χώρες συνοχής, ιδίως στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, από πολύ πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ σε περίπου 2½%. Ταυτόχρονα, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν πάνω από το μέσο όρο και στις τέσσερις χώρες συνοχής κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990. Συνεπώς, η ονομαστική σύγκλιση συνοδεύτηκε από πραγματική σύγκλιση.

Η τάση αυτή παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στην Ιρλανδία, ενώ η σύγκλιση σημειώθηκε με μεγαλύτερη βραδύτητα στην Ισπανία και στην Πορτογαλία και πιο πρόσφατα στην Ελλάδα.

Η θέσπιση του ευρώ καθιστά τις διαφορές πιο διαφανείς και το κεφάλαιο πιο ευκίνητο

Η θέσπιση του ευρώ θα πρέπει να οδηγήσει σε αυξημένο ανταγωνισμό και, συνεπώς, σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της αγοράς. Με τη μείωση του κόστους των συναλλαγών και των διαφορών των επιτοκίων, θα πρέπει να μειωθεί το κόστος του κεφαλαίου και να αυξηθεί η διαθεσιμότητά του στις περιφέρειες που υστερούν. Είναι πιθανότερο το κεφάλαιο να ρέει ευκολότερα στις περιοχές όπου οι αποδόσεις είναι υψηλότερες, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα ειδικά χαρακτηριστικά των διαφόρων περιφερειών θα αποκτήσουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος στα πλαίσια του ανταγωνισμού για τη χρηματοδότηση. Κατά συνέπεια, οι λιγότερο ανταγωνιστικές περιφέρειες θα εκτεθούν ιδιαίτερα.

Ταυτόχρονα, οι περιφερειακές διαφορές όσον αφορά το κόστος εργασίας θα καταστούν πιο διαφανείς, γεγονός που πρέπει να συμβάλει στην επικέντρωση της προσοχής στις υποβόσκουσες διαφορές στην παραγωγικότητα, μια σημαντική αιτία των διαφορών όσον αφορά την περιφερειακή ανταγωνιστικότητα.

Η εσωτερική αγορά

Οι αποφάσεις που ελήφθησαν το 1988 και το 1992 για την ενίσχυση της υποστήριξης της Ένωσης στις περιφέρειες με διαρθρωτικές δυσκολίες παρακινήθηκαν από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η στενότερη οικονομική ολοκλήρωση δεν θα καταστήσει αναγκαστικά δυνατή τη μείωση των περιφερειακών διαφορών, και μπορεί, τουλάχιστον αρχικά, να οδηγήσει στο περαιτέρω άνοιγμα της ψαλίδας. Συνεπώς, η πολιτική συνοχής επιδίωξε να βοηθήσει τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες να επωφεληθούν από το πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και να δώσει τη δυνατότητα στην Ένωση συνολικά να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό μεγέθυνσής της.

Η πρόοδος που επιτεύχθηκε προς την κατεύθυνση της πιο ολοκληρωμένης οικονομίας, που επεκτείνεται πλέον στις υποψήφιες χώρες καθώς και στα σημερινά κράτη μέλη, αντικατοπτρίζεται ιδίως στη σύγκλιση των τιμών σε ολόκληρη την Ένωση, στην επέκταση του εμπορίου και στην αύξηση των άμεσων επενδύσεων μεταξύ των χωρών.

Η έκταση της σύγκλισης των τιμών διαφέρει μεταξύ των κλάδων

Σε αντίθεση με τις τιμές της μεταποίησης, που έτειναν να συγκλίνουν σε ολόκληρη την Ένωση, οι διαφορές εξακολουθούν να παραμένουν για τις περισσότερες υπηρεσίες, γεγονός που υπογραμμίζει την τοπική φύση των αγορών σε ορισμένους κλάδους. Η σύγκλιση των τιμών στην ΕΕ φαίνεται επίσης να σημειώνεται στις πιο προηγμένες υποψήφιες χώρες, τουλάχιστον για τα εμπορευόμενα βιομηχανικά αγαθά.

Σημαντική αύξηση του εμπορίου

Η οικονομία της ΕΕ καθίσταται πιο ολοκληρωμένη στην παγκόσμια οικονομία καθώς και εσωτερικά. Η στενότερη ολοκλήρωση συνοδεύεται από την όλο και μεγαλύτερη ομοιότητα όσον αφορά τη σύνθεση του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Οι ροές του εμπορίου μεταξύ της Ένωσης και των υποψήφιων χωρών αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εκφράζοντας την προοδευτική μετάβαση προς μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου που προγραμματίστηκε για το 2002. Η Ένωση αντιπροσωπεύει ήδη το 60% των συνολικών εξαγωγών των υποψήφιων χωρών, ενώ αυτές αντιπροσωπεύουν το 10% των εξαγωγών της Ένωσης. Η σύνθεση του εμπορίου μεταξύ των δύο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν ανταγωνίζονται στο ίδιο είδος προϊόντων.

Η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ)

Οι ΑΞΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε ορισμένα κράτη μέλη, ιδίως στην Ιρλανδία, τη Σουηδία και τις χώρες της Benelux. Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές, που διπλασιάστηκαν μεταξύ 1991 και 1999, αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα των επενδύσεων αυτών.

Οι άμεσες επενδύσεις της Ένωσης στις υποψήφιες χώρες αυξάνονται επίσης σημαντικά. Καθώς οι ροές αυτές ανέρχονται πλέον κατά μέσο όρο, στο περίπου 5% του ΑΕΠ των χωρών-αποδεκτών και στο 20% περίπου των επενδύσεων, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο δυναμικό τους ανάπτυξης και παραγωγής.

Από την άλλη πλευρά, οι ροές αυτές είναι πολύ χαμηλές σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Ένωσης. Απευθύνονται προς την εγχώρια αγορά μάλλον, παρά για την επανεξαγωγή τους προς την ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν είναι πιθανόν ότι θα προκαλέσουν συμπίεση των μισθών και της απασχόλησης στην Ένωση.

Τάσεις για συγκέντρωση ή για διασπορά

Ένα βασικό ζήτημα αφορά την έκταση στην οποία η οικονομική ολοκλήρωση είναι πιθανό να οδηγήσει στη συγκέντρωση ορισμένων τομέων δραστηριότητας σε λίγες περιφέρειες προκειμένου να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας. Στην πράξη, φαίνεται να υπάρχει μια γενική τάση για συγκέντρωση στον τομέα της μεταποίησης, όμως η έκταση ποικίλλει μεταξύ των βιομηχανιών και συμβαίνει με πολύ μικρό ρυθμό εξ αιτίας της κλίμακας των επενδύσεων που απαιτούνται για να αλλάξει σημαντικά η τοπική κατανομή των δραστηριοτήτων (η Ιρλανδία και η Φινλανδία αποτελούν εξαιρέσεις, για διαφορετικούς λόγους). Υπάρχει ο κίνδυνος ότι η συγκέντρωση αυτή ενδέχεται να καταστήσει ορισμένες περιφέρειες πιο ευπρόσβλητες σε εξωτερικές κρίσεις που επηρεάζουν ορισμένους κλάδους που συγκεντρώνονται εκεί.

Τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης και η αναγκαιότητα των συνοδευτικών πολιτικών

Ο αυξημένος ανταγωνισμός που δημιουργείται από τη στενότερη ολοκλήρωση και τη μειωμένη δυνατότητα προστασίας των τοπικών βιομηχανιών είναι πιθανό να ενθαρρύνει την τεχνολογική τεχνογνωσία και να μειώσει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση για μη ειδικευμένους εργαζομένους. Η απάντηση σε αυτό πρέπει να είναι η αύξηση των επιπέδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού και ο προσανατολισμός της κατάρτισης προς τις απαιτούμενες δεξιότητες στους αναπτυσσόμενους τομείς. Η εκπαιδευτική πολιτική και οι ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση και την κοινωνική ανάπτυξη συνεπώς θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά τα συνοδευτικά μέτρα της οικονομικής ολοκλήρωσης.

Ταυτόχρονα οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του 'κεκτημένου' (το σύνολο του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, των κανονισμών κλπ.) που είναι πιθανό να προσθέσουν και άλλη επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής και να επηρεάσουν την ικανότητα των επιχειρήσεών τους να ανταγωνιστούν με τις επιχειρήσεις στα σημερινά κράτη μέλη.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν γίνει, η διεύρυνση της ενιαίας αγοράς προκειμένου να συμπεριλάβει τις υποψήφιες χώρες πρέπει γενικά να επιφέρει οφέλη για όλα τα μέρη της Ένωσης, ιδίως για εκείνα και από τις δύο πλευρές των συνόρων μεταξύ των παλιών και νέων κρατών μελών.

Πολιτική ανταγωνισμού

Η πολιτική ανταγωνισμού βελτιώνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

Οι κρατικές ενισχύσεις που παρέχουν τα κράτη μέλη έχουν μια δυνάμει σημαντική επίδραση στην περιφερειακή κατανομή της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά την περίοδο 1996 έως 1998, αντιπροσώπευαν το 2½% του συνόλου των δημοσίων δαπανών στην Ένωση ή το άνω του 1% του ΑΕΠ της ΕΕ (με άλλα λόγια, περίπου το ίδιο μέγεθος με τον κοινοτικό προϋπολογισμό συνολικά) σε σύγκριση με το 0,45% του ΑΕΠ που διατίθεται στις διαρθρωτικές πολιτικές της ΕΕ.

Η κλίμακα των επενδύσεων σε αυτές, ωστόσο, ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Αν και η ψαλίδα κλείνει τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990, εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ότι οι πιο πλούσιες χώρες δαπανούν περισσότερα από ό,τι οι χώρες συνοχής, αντισταθμίζοντας έτσι σε κάποιο βαθμό την επίδραση των διαρθρωτικών πολιτικών στις τελευταίες.

Σε μια απόπειρα να μειωθεί αυτή η αρνητική επίδραση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε πιο αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια κατά τη διάρκεια της περιόδου 1999-2000 για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας για περιφερειακή ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ που ζει σε περιφέρειες που δικαιούνται τέτοια ενίσχυση μειώθηκε από 46,7% σε 42,7%, ενώ η ενίσχυση έχει επικεντρωθεί περισσότερο στις πιο μειονεκτούσες περιφέρειες. Ωστόσο, εξαιτίας των αποφάσεων που έλαβαν τα κράτη μέλη, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί καλύτερη αντιστοιχία μεταξύ των περιφερειών των επιλέξιμων για διαρθρωτική υποστήριξη της ΕΕ και εκείνων που υποβοηθούνται από κρατικές ενισχύσεις.

2. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική: τιμές και γεωργικές αγορές

Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια της Κοινής Αγροτική Πολιτικής (ΚΑΠ) και τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ΚΑΠ στόχευε στη μείωση των επίσημων τιμών των αγροτικών προϊόντων και την αντιστάθμιση για τις συνέπειες από αυτό στο εισόδημα των αγροτών μέσω άμεσων πληρωμών (άμεσες ενισχύσεις), η χρήση των οποίων γενικεύθηκε δυνάμει της μεταρρύθμισης του 1992. Στο πλαίσιο του της Ατζέντας 2000 εισήχθη μια νέα μεταρρύθμιση με δύο σημαντικούς κλάδους. Πρώτον, μειώθηκαν οι επίσημες τιμές με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα, εξασφαλίζοντας ένα εύλογο επίπεδο ζωής για τους παραγωγούς. Δεύτερον, θεσπίστηκε ένα νέο πλαίσιο για την πολιτική αγροτικής ανάπτυξης, που κατέστη ο δεύτερος άξονας της ΚΑΠ.

Σημαντικές αλλαγές στην κατανομή των δαπανών μεταξύ των χωρών

Αντίστοιχα, οι άμεσες ενισχύσεις και η υποστήριξη για την αγροτική ανάπτυξη αντιπροσώπευαν ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών δαπανών για τη γεωργία, ενώ μόνο το 29% των δαπανών δυνάμει του Ευρωπαϊκού Ταμείου Γεωργικού Προσανατολισμού και Εγγυήσεων χορηγήθηκε για την υποστήριξη της αγοράς και πληρωμές σε εξαγωγείς το 1998 έναντι του 82% το 1992. Η ΚΑΠ, μέσω των μέτρων υποστήριξης της αγοράς και των άμεσων ενισχύσεων ειδικότερα, συνεπάγεται μεγάλες μεταφορές πόρων μεταξύ των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των τομέων οικονομικής δραστηριότητας και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.

Το 1998, όπως και το 1993, οι καθαρές μεταφορές ήταν θετικές για τις τρεις από τις τέσσερις χώρες συνοχής. Η Πορτογαλία, ωστόσο, παραδοσιακά λιγότερο ωφελούμενη χώρα, παρέμεινε καθαρός συνεισφέρων, παρά το ότι το μερίδιό της των συνολικών γεωργικών δαπανών αυξήθηκε από 0,6% σε 1,6%. Η αλλαγή της κλίμακας των καθαρών μεταφορών, ωστόσο, διέφερε μεταξύ των κρατών μελών. Σε απόλυτους αριθμούς και σε σχέση με τη γεωργική τους έκταση, τρία κράτη μέλη (η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία) απορροφούν άνω του ημίσεος των δαπανών του ΕΤΓΠΑ. Αφετέρου, αν οι μεταφορές των πόρων εκφραστούν σε σχέση με την αγροτική απασχόληση, η Δανία και το Βέλγιο είναι οι κύριες χώρες που ωφελούνται.

Αλλά πολύ διαφορετικά αποτελέσματα για τις περιφέρειες

Το ύψος της ενίσχυσης προς τη γεωργία αυξήθηκε σε σχέση με τον αριθμό των απασχολουμένων σε όλες τις περιφέρειες της Ένωσης κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχιζόμενη πτώση της απασχόλησης. Συνολικά, η μεταρρύθμιση του 1992 δεν άλλαξε ριζικά την κατανομή της ενίσχυσης μεταξύ των περιφερειών παρ' όλο που αύξησε το ποσό που χορηγείται στις περιφέρειες που παράγουν δημητριακά, ελαιώδεις σπόρους και βοδινό, δηλαδή σε πολλές περιφέρειες της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Η ενίσχυση προς τους παραγωγούς είναι χαμηλότερη στις λιγότερο ευημερούσες περιφέρειες.

Εξακολουθεί να είναι αξιοσημείωτη η διαφορά μεταξύ βόρειων και νότιων περιφερειών σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Το μέσο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που βρίσκονται στις 20 περιφέρειες με το μικρότερο μέγεθος εκμετάλλευσης (όλες στο Νότο) μειώθηκε κατά 2% και πλέον μεταξύ 1993 και 1997. Παράλληλα, αυξήθηκε κατά 25% περίπου στις 20 περιφέρειες με το μεγαλύτερο μέγεθος εκμετάλλευσης, οι οποίες βρίσκονται όλες στο Βορρά.

3. Οριζόντιες πολιτικές

Η πολιτική για την απασχόληση και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού

Παρ' όλο που τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη χάραξη και την υλοποίηση των πολιτικών για την απασχόληση, υπάρχει σαφής ανάγκη για το συντονισμό, την επεξεργασία κοινών στόχων και την ανταλλαγή πληροφοριών σε επίπεδο Ένωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χαράχθηκε μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 και δόθηκε προτεραιότητα στα ενεργητικά μέτρα για την αγορά εργασίας. Η πλέον ευδιάκριτη συνιστώσα της στρατηγικής είναι η "διαδικασία του Λουξεμβούργου", στο πλαίσιο της οποίας οι "κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση" που εγκρίνονται από το Συμβούλιο κάθε χρόνο μετουσιώνονται σε "εθνικά σχέδια δράσης" (ΕΣΔ) σε κάθε κράτος μέλος. Αυτά αξιολογούνται ετησίως στην "κοινή έκθεση για την απασχόληση" που εκδίδει η Επιτροπή και το Συμβούλιο.

Η διαδικασία του Λουξεμβούργου

Η διαδικασία του Λουξεμβούργου βασίζεται σε τέσσερις λειτουργικούς άξονες: την απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού. την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος. την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων και των απασχολουμένων και την προώθηση των ίσων ευκαιριών. Ο στόχος της πολιτικής είναι διττός: να μειωθεί η ανεργία και να αυξηθεί η απασχόληση, εν μέρει δε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Οι στόχοι αυτοί επικυρώθηκαν από τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της Λισσαβώνας και της Νίκαιας.

Επιπλέον, μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, άρχισε η διαδικασία για το συντονισμό των εθνικών σχεδίων για την κοινωνική ένταξη.

Παρ' όλο που είναι δύσκολο να προσδιορισθεί η συγκεκριμένη συμβολή της στρατηγικής για την απασχόληση, οι ευνοϊκές εξελίξεις για την απασχόληση που έλαβαν χώρα στο παρελθόν φαίνεται να δείχνουν ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις παραγωγής θετικών αποτελεσμάτων, και στον τομέα αυτόν οι μακροοικονομικές πολιτικές των κρατών μελών για σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.

Περιφερειακές ανισότητες στον τομέα της απασχόλησης και της ανεργίας

Οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας συνεχίζουν να διαφέρουν σημαντικά από περιφέρεια σε περιφέρεια, πράγμα που δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη για ανάπτυξη μιας στρατηγικής για την απασχόληση σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Τα ελλείμματα σε εργατικό δυναμικό αρχίζουν να γίνονται αισθητά σε αρκετά κράτη μέλη την ίδια στιγμή που η ανεργία παραμένει υψηλή, και αυτό αντανακλά την έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ των ελεύθερων θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Η κατάσταση αυτή απαιτεί δράση και για να ανέλθει το επίπεδο της εκπαίδευσης και της κατάρτισης αλλά και για να προσανατολιστούν αυτές σε τομείς δραστηριοτήτων όπου αυξάνεται η ζήτηση εργατικού δυναμικού, ενώ θα εξασφαλίζεται ότι προτεραιότητα δίνεται στις ομάδες κινδύνου. Παρά τη γενική άνοδο του επιπέδου εκπαίδευσης, είναι πολλοί οι νέοι άνθρωπου που εγκαταλείπουν το σχολείο χωρίς τα κατάλληλα εφόδια. Υπάρχει επίσης ανάγκη για μείωση του κινδύνου αποκλεισμού από την τεχνολογική επανάσταση όσων έχουν λίγα εφόδια. Όλα τα ΕΣΔ περιλαμβάνουν ειδικά μέτρα που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες-στόχους για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.

Βελτιώσεις παρατηρούνται στον τρόπο που τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν το ζήτημα των ίσων ευκαιριών, ιδίως στη Φινλανδία και την Ιρλανδία. Ωστόσο μπορούν να γίνουν περισσότερα σε πολλές χώρες.

2002: Αξιολόγηση και νέες προτάσεις

Στις προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για το 2001, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στην επίτευξη της πλήρους απασχόλησης, στο ρόλο των κοινωνικών εταίρων, στη συνεχιζόμενη κατάρτιση σε όλη τη διάρκεια της ζωής και στην κοινωνική ένταξη. Η συνολική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της στρατηγικής και των στόχων θα πραγματοποιηθεί το 2002.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος είναι στόχοι που αλληλοσυμπληρώνονται. Παρ' όλο που η περιβαλλοντική προστασία μπορεί αρχικά να αυξήσει το κόστος της παραγωγής ή, για την ακρίβεια, να το κάνει περισσότερο ορατό, δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η συνέπεια αυτή. Το κόστος εφαρμογής όλων των οδηγιών για το νερό και την επεξεργασία αποβλήτων καθώς και των μέτρων που αποφασίστηκαν στη διάσκεψη του Κιότο πρέπει να ανέρχεται μόνο στο 0,5% περίπου του ΑΕΠ της Ένωσης.

Η περιβαλλοντική προστασία δεν πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά ως συνεπαγόμενη κόστος για την οικονομία αλλά και ως μέσο για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής, ιδίως σε προβληματικές αστικές περιοχές.

Υψηλότερο κόστος αλλά και πλεονεκτήματα για τις λιγότερο ευημερούσες περιφέρειες...

Στην περίπτωση των πολιτικών για το νερό και τα απόβλητα, που έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την περιβαλλοντική προστασία, χρειάζονται πολύ μεγάλες επενδύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις χώρες συνοχής και τις λιγότερο ευημερούσες περιφέρειες. Τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής θα βοηθήσουν να καλυφθεί το κόστος στις περιφέρειες που υστερούν και να βελτιωθεί το επίπεδο αλλού.

... για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες ...

Το κόστος της περιβαλλοντικής προστασίας, όπως στην περίπτωση της εφαρμογής της οδηγίας-πλαίσιο για το νερό, θα βαρύνει μερικές φορές τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας λόγω της μεταφοράς μέρους από το κόστος στους χρήστες, ιδίως τα νοικοκυριά και τους αγρότες, σύμφωνα με την αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει".

Τα σχετικά μέτρα ωστόσο συμβάλουν και στην κοινωνική συνοχή, σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία και τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται. Παρ' όλο που ο πιθανός αντίκτυπος στην απασχόληση φαίνεται να είναι μέτριος σε επίπεδο Ένωσης, αρκετές δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα μπορούσαν ωστόσο να δημιουργηθούν τα προσεχή χρόνια ως αποτέλεσμα των οδηγιών για το νερό και την επεξεργασία αποβλήτων.

... και για τις υποψήφιες χώρες

Οι υποψήφιες χώρες αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα όπως και οι χώρες συνοχής αλλά σε μεγαλύτερη έκταση, ιδίως σε σχέση με την επεξεργασία αποβλήτων. Η Ένωση ήδη βοηθά για τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων μέσω του ISPA (μέσο προενταξιακών διαρθρωτικών πολιτικών) και μετά την ένταξη των υποψήφιων χωρών, αυτή θα είναι μία από τις προτεραιότητες για το Ταμείο Συνοχής.

4. Άλλες κοινοτικές πολιτικές

Έρευνα και ανάπτυξη

Η πολιτική της Κοινότητας για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (ΕΤΑ) εστιάζεται στην ανεύρεση των πόρων για να ενισχυθεί η θέση της Ένωσης σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Σε ό,τι αφορά την ισορροπία σε γεωγραφικό επίπεδο, η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού χώρου ανοίγει προοπτικές για την ενοποίηση έρευνας και περιφερειακής ανάπτυξης.

Περισσότερο ισόρροπη κατανομή της γνώσης ...

Το πρόγραμμα-πλαίσιο, με την απαίτηση για συμμετοχή εταίρων από διάφορα κράτη μέλη, βοηθά στη βελτίωση της ανταλλαγής γνώσεων και στην από κοινού ανάπτυξη τεχνολογιών. Η αναλογία των σχεδίων που εμπλέκουν τουλάχιστον ένα συμμετέχοντα από την περιφέρεια του Στόχου 1 αυξήθηκε από 27% το 1994 σε 41% το 1998. Στις χώρες συνοχής ωστόσο οι συμμετέχοντες τείνουν να βρίσκονται στα κέντρα αριστείας, δηλ. στις πρωτεύουσες ή τις περισσότερο ευημερούσες περιοχές.

... μεγαλύτερη κινητικότητα των ερευνητών ...

Οι χώρες συνοχής εκπροσωπούνται ικανοποιητικά στα προγράμματα που έχουν σχεδιασθεί για την ενθάρρυνση της κινητικότητας των ερευνητών, πολλοί από τους οποίους έχουν έτσι την ευκαιρία να μείνουν ένα χρονικό διάστημα σε χώρες εκτός των χωρών συνοχής. Αυτό ωστόσο δεν πρέπει να οδηγήσει σε διαρροή επιστημόνων προς τα κέντρα, όπου ήδη βρίσκεται συγκεντρωμένο το ερευνητικό δυναμικό, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο την ισορροπημένη τοπική/περιφερειακή ανάπτυξη στην Ευρώπη - και το πρόβλημα αυτό μπορεί να παρουσιαστεί και στις υποψήφιες χώρες.

... και ανάγκη για νέες προσεγγίσεις στις μειονεκτούσες περιοχές

Έχει σημασία να διαμορφωθούν στις περιοχές που υστερούν οι σωστές συνθήκες-πλαίσιο για έρευνα και καινοτομία. Η βελτίωση των ευκαιριών για διεθνή σταδιοδρομία των νέων ερευνητών και η αύξηση των πόρων ΕΤΑ δεν επαρκούν από μόνες τους για την άνθηση της καινοτομίας. Στις περιφέρειες αυτές, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες για τη σταδιοδρομία των ερευνητών.

Πολιτική μεταφορών

Ο στόχος της κοινής πολιτικής μεταφορών είναι να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε όλη την Ένωση σε κατάλληλες υπηρεσίες μεταφορών που να ανταποκρίνονται στη ζήτηση των πολιτών.

Αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων

Με την προσχώρηση νέων κρατών, θα δημιουργηθεί ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για αποτελεσματικότερη χρήση των κοινοτικών πόρων, πράγμα που σημαίνει καλύτερη αξιολόγηση των εναλλακτικών σχεδίων, αυξημένη κινητοποίηση των ιδιωτικών πόρων χρηματοδότησης, μεγαλύτερη χρήση των υφιστάμενων ικανοτήτων, βελτιώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και περισσότερος σεβασμός προς το περιβάλλον. Σχετικά με το τελευταίο σημείο, οι νέες τεχνολογίες, όπως τα "ευφυή συστήματα μεταφορών" και ο εξοπλισμός για συνδυασμένες μεταφορές, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις αρνητικές συνέπειες των μεταφορών.

Τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών

Τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών βελτιώνουν την πρόσβαση στις απομονωμένες περιοχές και τα νησιά, ανοίγοντας πρόσβαση στις μεθοριακές περιοχές χάρη στην κατασκευή νέων οδικών αρτηριών μέσα από φυσικά εμπόδια και επιτυγχάνοντας καλύτερη ισορροπία της οικονομικής δραστηριότητας κατά μήκος της παράκτιας ζώνης.

Τα κοινοτικά μέτρα πρέπει να αποβλέπουν στην εξασφάλιση της κινητικότητας των δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και εταιριών για την πραγματοποίηση των επενδύσεων που απαιτούνται για την κατασκευή των δικτύων που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1996. Είναι επίσης αναγκαίο να γίνουν σημαντικές τροποποιήσεις στις κατευθυντήριες γραμμές [2]. Ένα πρώτο βήμα έχει γίνει προς την κατεύθυνση αυτή καθώς συμπεριλήφθηκαν λιμάνια στα σχέδια και προβλέπονται και άλλες αλλαγές για την αναβάθμιση των περιοχών που υστερούν και τη βελτίωση της κατανομής της κυκλοφοριακής ροής στην Ένωση. Είναι επίσης ανάγκη να αντιμετωπισθεί η αυξημένη μεταφορά αγαθών οδικώς που απειλεί τις ευαίσθητες περιοχές και τις ήδη κορεσμένες οδικές αρτηρίες για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και αυτό συνεπάγεται την υλοποίηση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού δικτύου για τη μεταφορά εμπορευμάτων, που θα βασίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο στο σιδηροδρομικές και υδάτινες μεταφορές.

[2] Απόφαση 1692/96/ΕΚ.

Η συνεχιζόμενη κατασκευή αρτηριών υψηλής ταχύτητας μαζί με ένα διευρωπαϊκό δίκτυο αεροδρομίων θα έχει ως αποτέλεσμα ταχύτατες διεθνείς μεταφορές που έχουν σημασία για να μειωθεί ο γεωγραφικός κατακερματισμός της Ένωσης, ενώ η προοδευτική καθιέρωση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας, εναρμονισμένων σε επίπεδο ΕΕ, αποτελεί επίσης σημαντικό στόχο πολιτικής.

Τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών συνεπώς έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην τοπική/περιφερειακή ανάπτυξη και την απάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων, καθώς και στην κατανομή της οικονομικής δραστηριότητας, τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και των εμπορικών συναλλαγών, όπως τονίστηκε στο Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (ESDP).

Ενεργειακή πολιτική

Ενέργεια: σημαντικός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη

Δεν πρέπει να υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των περιφερειών ως προς την ενέργεια και τις τιμές. Παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, δεν υπάρχει ωστόσο ακόμα μια ενιαία αγορά για την ενέργεια στην Ένωση.

Οι κοινοί κανόνες για την περιβαλλοντική προστασία είναι ακόμα σε εμβρυακή μορφή και η εφαρμογή τους θα μπορούσε να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες για τους διάφορους τομείς δραστηριότητας και για τις διάφορες περιφέρειες. Η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί εντατικοποίηση των προγραμμάτων για αυξημένη ενεργειακή απόδοση - αλλά επίσης και βελτίωση των μέσων διαχείρισης και ελέγχου των ατμοσφαιρικών εκπομπών και την εφαρμογή μηχανισμών της αγοράς για την ενθάρρυνση αυτών των ενεργειών. Είναι επίσης ανάγκη να προταθεί νομοθεσία που θα ενθαρρύνει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η εξάρτηση και η ανάγκη για διαφοροποίηση

Η έκταση της εξάρτησης από εξωτερικές πηγές λειτουργεί περιοριστικά για την ανάπτυξη στην Ένωση συνολικά. Η εξάρτηση αυτή, η οποία θα αυξηθεί εάν δεν ενθαρρυνθούν επαρκώς η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η περισσότερο ορθολογική χρήση των ενεργειακών πόρων, μπορεί να επιβαρύνει περισσότερο, σε περίπτωση κρίσης στον εφοδιασμό, τις περιφέρειες που υστερούν.

Επιχειρηματική πολιτική κοινωνικής

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας έθεσε ως στόχο της Ένωσης να καταστεί αυτή «η βασισμένη στη γνώση πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον κόσμο». Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου και για την υποστήριξη της δημιουργίας απασχόλησης απαιτείται να ενθαρρυνθεί η επιχειρηματικότητα και να αναπτυχθεί ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την αλλαγή και την καινοτομία.

Η πολιτική των επιχειρήσεων αποσκοπεί να βοηθήσει στην επίτευξη αυτού του στόχου για ολόκληρη την Ένωση, χωρίς διάκριση εκ των προτέρων μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Παρόλα αυτά, ορισμένα μέτρα αντιμετωπίζουν προβλήματα τα οποία θίγουν ιδιαίτερα τις περιφέρειες που υστερούν. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν βοήθεια για την εκτίμηση του κεφαλαίου κινδύνου και του κεφαλαίου εκκίνησης (ιδιαίτερα για τις ΜΜΕ), πολιτική για τη διάδοση της καινοτομίας και της καλύτερης επιχειρηματικής πρακτικής και υποστήριξη στον τουρισμό που συχνά αποτελεί τομέα κλειδί για την ανάπτυξη αυτών των περιφερειών.

Κοινή Αλιευτική Πολιτική

Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική στρέφεται γύρω από τέσσερις άξονες: τη διατήρηση των αποθεμάτων ψαριών, την αναδιάρθρωση του αλιευτικού στόλου, την οργάνωση της αγοράς και τις αλιευτικές συμφωνίες με τις τρίτες χώρες. Ενώ ο τομέας είναι μικρός σχετικά με την οικονομία της ΕΕ ως σύνολο (αντιστοιχεί στο 0,2% του ΑΕΠ και στο 0,4% της απασχόλησης το 1997), η συγκέντρωση στις παραλιακές και περιφερειακές περιοχές (συμπεριλαμβανομένων των ακρότατων περιοχών) τον καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό για την περιφερειακή ανάπτυξη. Πρόκειται σε πολλές περιπτώσεις για μειονεκτούσες περιοχές, καθόσον το 70% των αλιέων και το 60% της συνολικής απασχόλησης στον τομέα τοποθετούνται στις περιφέρειες του στόχου 1 το 1997.

Λόγω αυτής της συγκέντρωσης, πολλά από τα μέτρα που υποστηρίζονται από την Κοινή Αλιευτική Πολιτική και αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα συμβάλλουν στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα οι αλιευτικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, καθώς και τα μέτρα για την ιχθυοκαλλιέργεια και την επεξεργασία.

Η αποκατάσταση μιας βιώσιμης ισορροπίας μεταξύ των αποθεμάτων ψαριών και των αλιευμάτων θα απαιτήσει σημαντική μείωση της απόδοσης, των αλιευμάτων και του αριθμού των αλιέων. Τα συνοδευτικά κοινωνικά και οικονομικά μέτρα για τη διατήρηση της απασχόλησης σε περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία και η βιωσιμότητα τους (η αναδιάρθρωση εντός και εκτός του τομέα, η επαγγελματική εκ νέου κατάρτιση κλπ) θα καταστούν όλο και περισσότερο απαραίτητα. Αυτός είναι ο στόχος του Χρηματοδοτικού Μέσου Προσανατολισμού της Αλιείας (FIFG).

Μέρος III: πολιτική οικονομικής και κοινωνικής συνοχής: τα αποτελέσματα

Στη διάρκεια των δέκα ετών από την μεταρρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων, πραγματοποιήθηκε σημαντική πρόοδος από άποψη σύγκλισης και συνοχής στην Ένωση.

Αντίκτυπος της διαρθρωτικής πολιτικής από το 1989

Μεγαλύτερη χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 1989 και 1999, καθόσον ανήλθε από 0,27% του ΑΕΠ της ΕΕ σε 0,46%. Η χρηματοδότηση αντιπροσώπευε μεγαλύτερο ποσοστό στις χώρες που έπρεπε να ανέλθουν στο επίπεδο συνοχής, που ήσαν οι κύριοι αποδέκτες και αντιστοιχούσε επί 10 έτη στο 1,5% του ΑΕΠ στην Ισπανία, 3,3% στην Πορτογαλία και 3,5% στην Ελλάδα. Η κοινοτική χρηματοδότηση στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία αντιπροσωπεύει πάνω από 10% της επένδυσης.

Μεγαλύτερη χρηματοδοτική και γεωγραφική συγκέντρωση

Μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν από το Συμβούλιο του Βερολίνου με την προοπτική των πρώτων φάσεων της διεύρυνσης, το ποσό της χρηματοδότησης που χορηγείται για την πολιτική συνοχής στα σημερινά 15 κράτη μέλη θα μειωθεί από το 2006 και πάλι στο επίπεδο του 1992, δηλαδή 0,31% του ΑΕΠ της σημερινής ΕΕ15.

Η συγκέντρωση της χρηματοδότησης στις περιφέρειες που υστερούν, παρόλα αυτά, θα καταστήσει δυνατόν να διατηρηθεί το μέσο ποσό βοήθειας κατά κεφαλή για την περίοδο 2000 - 2006 στο ίδιο επίπεδο όπως το 1999. Γενικά, 60% της συνολικής χρηματοδότησης των Διαρθρωτικών Ταμείων και των Ταμείων Συνοχής θα χορηγηθεί στα κράτη μέλη, τα οποία μαζί αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 20% του ΑΕΠ της ΕΕ ενώ το 70% θα συγκεντρωθεί στις περιφέρειες που υστερούν [3].

[3] Περιφέρειες όπου το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι χαμηλότερο του 75% του μέσου όρου της ΕΕ.

Η γεωγραφική συγκέντρωση της παρέμβασης των Διαρθρωτικών Ταμείων στις μειονεκτούσες περιφέρειες δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλή, ενώ μόνο 41% του πληθυσμού της ΕΕ15 ζει στις περιφέρειες τις επιλέξιμες στα πλαίσια του στόχου 1 (καθυστερημένες περιφέρειες) και του στόχου 2 (περιφέρειες υπό αναδιάρθρωση) το 2006. Παρόλα αυτά, η συγκέντρωση είναι περιορισμένη, αφενός, λόγω του μεγάλου βαθμού κατάτμησης των περιοχών που είναι επιλέξιμες στα πλαίσια του νέου στόχου 2 και, αφετέρου, λόγω της έλλειψης συνοχής με το χάρτη εθνικής περιφερειακής βοήθειας.

Ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών πολιτικών:Θετικά αλλά άνισα αποτελέσματα

Μεταξύ 1988 και 1998, η διαφορά στο κατά κεφαλή εισόδημα μεταξύ των περιφερειών του στόχου 1 και του μέσου όρου της ΕΕ μειώθηκε κατά 1/6, καθόσον το κατά κεφαλή ΑΕΠ αναγόμενο σε ΠΑΔ στις παραπάνω περιφέρειες αυξήθηκε από 63% του μέσου όρου ΕΕ σε 70%. Στο πλαίσιο αυτής της γενικής τάσης, ορισμένες περιφέρειες, ιδιαίτερα στην Ιρλανδία και στα νέα γερμανικά κρατίδια, καθώς και η Λισσαβώνα πραγματοποίησαν μεγαλύτερα ποσοστά από το μέσο όρο. Εντούτοις, τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας σε περιφερειακό επίπεδο έδειξαν μικρή σύγκλιση.

Στην περίπτωση των περιφερειών των στόχων 2 και 5β, τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται να δείχνουν ότι η απασχόληση και η ανεργία τείνουν να βελτιώνονται περισσότερο από ό,τι στο υπόλοιπο της ΕΕ. Ιδιαίτερα, το μέσο ποσοστό ανεργίας στις περιφέρειες του στόχου 2 μειώθηκε κατά 2,2% κατά την εν λόγω περίοδο σε σύγκριση με 1,3% στην ΕΕ ως σύνολο.

Κατά την περίοδο 1989 έως 1999 η διαρθρωτική παρέμβαση είχε σημαντική επίδραση στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, καθόσον το ΑΕΠ κατά το τέλος αυτής της περιόδου εκτιμάται κατά 9,9% υψηλότερο στην Ελλάδα και κατά 8,5% υψηλότερο στην Πορτογαλία ως αποτέλεσμα της παρέμβασης. Το αποτέλεσμα ήταν λιγότερο σημαντικό στην Ιρλανδία (3,7%) και στην Ισπανία (3,1%), καθόσον η χρηματοδότηση των Διαρθρωτικών Ταμείων και των Ταμείων Συνοχής αποτελεί μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ στις χώρες αυτές. Αυτή η σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη συνοδεύτηκε από πιο περιορισμένα αποτελέσματα στο επίπεδο της απασχόλησης ειδικά στην Ιρλανδία και στην Ισπανία.

Παράγοντες ενδυνάμωσης που προϋποθέτει η ανταγωνιστικότητα

Τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τα Ταμεία Συνοχής ενθαρρύνουν τη ζήτηση αυξάνοντας το εισόδημα στις περιφέρειες που λαμβάνουν βοήθεια αλλά όχι μόνον αυτό. Υποστηρίζοντας την επένδυση στις υποδομές και στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αυξάνουν επίσης την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα των περιφερειών αυτών και επομένως τις βοηθούν να εξακολουθούν να πραγματοποιούν αυτό το εισόδημα σε μακροπρόθεσμη κλίμακα. Η διαρθρωτική παρέμβαση, κατά συνέπεια, αντιμετωπίζει τις αιτίες που βρίσκονται στη ρίζα των περιφερειακών ανισοτήτων και αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των παραγόντων οι οποίοι παρέχουν τη βάση για αειφόρo ανάπτυξη. Η βελτίωση των συστημάτων μεταφορών, η υποστήριξη των ΜΜΕ, η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη και η ικανότητα καινοτομίας που ενδυναμώνει τα εκπαιδευτικά συστήματα και βελτιώνει το περιβάλλον ήσαν επομένως ο στόχος της παρέμβασης.

Οι υποδομές των μεταφορών διαδόθηκαν σημαντικά, καθόσον η επένδυση που συγχρηματοδοτήθηκε από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τα Ταμεία Συνοχής πέτυχε την οικονομία χρόνου, για παράδειγμα, κατά 20% στην Ισπανία μέσω της βελτίωσης του δικτύου αυτοκινητοδρόμων και κατά 70% στην Πορτογαλία στην περίπτωση του σιδηροδρομικού φορτίου.

Περίπου 1/6 των εταιρειών που εδρεύουν στις περιφέρειες του στόχου 1 έλαβαν υποστήριξη για τις ΜΜΕ, δημιουργώντας πάνω από 300.000 νέες θέσεις εργασίας. Στη περίπτωση του στόχου 3, το ποσοστό τοποθέτησης ατόμων που παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης κυμαινόταν μεταξύ 25% και 50% ανάλογα με τη χώρα και τις ομάδες στόχου.

Βελτίωση της απασχολησιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ενώ τα μέτρα ανθρώπινων πόρων που ελήφθησαν στα πλαίσια του στόχου 1 συνέβαλαν στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιφερειών, εκείνα που ελήφθησαν στα πλαίσια του στόχου 3 βοήθησαν τους νέους, τους μακροχρονίως ανέργους και τα άτομα που απειλούνται με αποκλεισμό να βρουν απασχόληση. Εντούτοις, η χαμηλή κλίμακα κοινοτικής χρηματοδότησης σε σχέση με την εθνική δαπάνη συχνά αποδυνάμωσε τον καθορισμό ειδικών στόχων των μέτρων σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι εθνικές προτεραιότητες απασχόλησης έτειναν να προηγούνται. Παρόλο που τα συγχρηματοδοτούμενα μέτρα τείνουν να είναι αποτελεσματικότερα όσο περισσότερο συγκεντρώνονται σε εκείνους που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση απασχόλησης, η συγκέντρωση στις πλέον ευάλωτες ομάδες παρέμεινε περιορισμένη. Παρόλα αυτά, κατά την περίοδο 1994 έως 1999, τα ποσοστά τοποθέτησης ατόμων που είχαν συμμετάσχει σε μέτρα κατάρτισης αυξήθηκε, ενώ το ποσοστό ποικίλλει μεταξύ 30% και 80%. Όσον αφορά το στόχο 4, ο οποίος γνώρισε αργό και δύσκολο ξεκίνημα, ορισμένες από τις αξιολογήσεις που έλαβαν χώρα δείχνουν ότι τα οφέλη κατανεμήθηκαν μεταξύ της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εταιρειών και της βελτίωσης των επαγγελματικών ικανοτήτων ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων.

Κοινοτικές πρωτοβουλίες: Η διαμεθοριακή και διακρατική φύση τους αυξάνει την προστιθέμενη αξία για την Κοινότητα

Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες κατέστησαν δυνατή την ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης των προβλημάτων που επανεμφανίζονται συχνά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανάπτυξη διαμεθοριακής και διακρατικής συνεργασίας, στα πλαίσια του INTERREG, και η ενδυνάμωση των εταιρικών σχέσεων σε τοπικό επίπεδο, που αποτελεί χαρακτηριστικό των προγραμμάτων LEADER και URBAN, είναι ύψιστης σημασίας από άποψη κοινοτικής προστιθέμενης αξίας.

Διαδικασίες Διαρθρωτικών Ταμείων: μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της δημόσιας παρέμβασης

Ο μεσοπρόθεσμος στρατηγικός προγραμματισμός είχε σημαντική επίδραση στις εθνικές και περιφερειακές αναπτυξιακές πολιτικές.

Τα Διαρθρωτικά Ταμεία βοήθησαν επίσης στην εξάπλωση της χρήσης της αξιολόγησης της δημόσιας παρέμβασης και του ευκρινέστερου συσχετισμού των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν με τη χρηματοδότηση που χορηγήθηκε. Εντούτοις τα διαβήματα που έγιναν προς το σκοπό αυτό ποικίλλουν μεταξύ κρατών μελών.

Η κοινοτική βοήθεια είναι αποτελεσματικό μέσο κινητοποίησης ιδιωτικού κεφαλαίου καθώς και δανείων, ειδικά από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, όπως μαρτυρούν τα προγράμματα σημαντικών υποδομών στην Ελλάδα.

Η αρχή των εταιρικών σχέσεων έδωσε τη δυνατότητα σε τοπικά εκλεγμένους αντιπροσώπους, κοινωνικές και οικονομικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και σωματεία να υπεισέρχονται περισσότερο στη λήψη αποφάσεων. Εντούτοις, εκτός από την τυπική τήρηση των υποχρεώσεων, η έκταση των εταιρικών σχέσεων στην πράξη διαφέρει σε μεγάλο βαθμό.

Οι χρηματοδοτικές διαδικασίες συχνά αποδείχθηκαν πολύπλοκες και πηγή καθυστέρησης πληρωμών.

Προοπτικές για την περίοδο προγραμματισμού 2000 - 2006

Μια ανανεωμένη προσπάθεια για την εξασφάλιση της προστιθέμενης αξίας της κοινοτικής παρέμβασης

Με το νέο κανονιστικό σύστημα για την περίοδο 2000 - 2006, η Επιτροπή προσπάθησε να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της κοινοτικής παρέμβασης και να βελτιώσει την ορατότητά της στο πεδίο δράσης. Αξίζει να προβληθούν 4 στοιχεία:

- μια καλύτερη διατύπωση των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής κατευθυντηρίων γραμμών για την παρέμβαση των Διαρθρωτικών Ταμείων, έστω και αν αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές παραμένουν «ενδεικτικές» κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών;

- η υποχρέωση, όπως αναφέρεται σαφώς στη νομοθεσία, να κινητοποιούνται οι εταιρικές σχέσεις σε διάφορες φάσεις της διαδικασίας προγραμματισμού;.

- η διατύπωση και η διάδοση ιδεών σχετικά με την κοινοτική πολιτική, συγκεκριμένα μέσω της κατάρτισης του Σχεδίου Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (ESDP) που δημοσιεύτηκε το 1999;.

- η εφαρμογή της στρατηγικής για την απασχόληση με σκοπό την ενίσχυση και τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης.

Προοπτικές για τις περιφέρειες του στόχου 1

Εξ αιτίας της ελαφράς μείωσης της βοήθειας σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο η οποία αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου, το αποτέλεσμα της διαρθρωτικής παρέμβασης στην οικονομική ανάπτυξη θα είναι μικρότερο από ό,τι κατά το παρελθόν, ειδικά στην Ισπανία, την Πορτογαλία και, κυρίως, στην Ιρλανδία. Τα αποτελέσματα στις επενδύσεις, εντούτοις, θα παραμείνουν σημαντικά, ειδικά στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, συμβάλλοντας μακροπρόθεσμα στην αύξηση της παραγωγικότητας..

Σε άλλες περιφέρειες του στόχου 1, ιδιαίτερα στα νέα γερμανικά κρατίδια και στον ιταλικό νότο, το αποτέλεσμα των Διαρθρωτικών Ταμείων στην προσφορά πρέπει να είναι σημαντικό, αν και μικρότερο από ό,τι κατά την προηγούμενη περίοδο.

Μια στρατηγική που συγκεντρώνεται στους παράγοντες που προϋποθέτει η ανταγωνιστικότητα

Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές κατέστησαν δυνατό να προσαρμοστεί η εστία των περιφερειακών αναπτυξιακών στρατηγικών για την περίοδο 2000 - 2006. Γενικά, δίνεται όλο και μεγαλύτερη έμφαση στους διαρθρωτικούς παράγοντες που προϋποθέτει η ανταγωνιστικότητα η οποία καθορίζει την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των περιφερειών του στόχου 1, ιδιαίτερα, στην έρευνα και στην καινοτομία, στην τεχνολογία της πληροφορίας και στο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Άλλες τροποποιήσεις συνεπάγονται, για παράδειγμα, καλύτερη ισορροπία μεταξύ των μεταφορικών μέσων υπέρ του τρένου, μείωση των άμεσων πληρωμών σε εταιρείες και μεγαλύτερη προσοχή στα περιβαλλοντικά θέματα και στην αειφόρο ανάπτυξη κατά τη διαμόρφωση πολιτικής, στις αστικές περιοχές και στην ισότητα ευκαιριών.

Η πρόκληση μιας αποτελεσματικότερης διαχείρισης.

Ο ρόλος της αξιολόγησης ενισχύθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1999, ειδικά με την εισαγωγή του αποθέματος απόδοσης το οποίο θα χορηγηθεί το 2003 βάσει των αποτελεσμάτων της μεσοπρόθεσμης αξιολόγησης. Επομένως η αξιολόγηση, καθεαυτή, έγινε μέσο διαχείρισης.

Είναι πρόωρο να εξαχθούν διδάγματα από την απλούστευση την απορρέουσα από το νέο κανονιστικό σύστημα. Πράγματι, η διαδικασία έγκρισης προγραμμάτων από την Επιτροπή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο ρόλος της Επιτροπής έχει προσαρμοσθεί στις στρατηγικές πτυχές του προγράμματος. Επομένως, κατά τις διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη και τις συγκεκριμένες περιφέρειες εξετάζει τις προτεραιότητες που προτείνονται με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ αποκεντρώνει σε ευρεία κλίμακα την εφαρμογή στα κράτη μέλη και στις αρμόδιες διοικητικές αρχές.

Μια πρώτη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της αποκέντρωσης θα είναι δυνατή μόνον ύστερα από μερικά έτη. Η εστία αυτού πρέπει να είναι η επαλήθευση του κατά πόσον η αποκέντρωση ωφέλησε τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες και ο προσδιορισμός των μέτρων τα οποία πρέπει να ληφθούν, έτσι ώστε να σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο η απλούστευση στον προγραμματισμό και στη διαχείριση.

Συμπεράσματα και συστάσεις

Εισαγωγή

Τα στοιχεία που εξετάστηκαν στην έκθεση αυτή αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια των προηγούμενων περιόδων προγραμματισμού (1989-93 και 1994-99) οι κοινοτικές πολιτικές συνοχής σημείωσαν σημαντική επιτυχία. Πράγμα που φαίνεται κυρίως στις περιοχές με υστέρηση στην ανάπτυξη, όπου υπήρξε μεγάλη πρόοδος από οικονομική και κοινωνική άποψη.

Την ίδια στιγμή, από την ανάλυση της έκθεσης όσον αφορά την επόμενη περίοδο των κοινοτικών περιφερειακών πολιτικών, μετά το τέλος της τρέχουσας περιόδου προγραμματισμού το 2006, προκύπτει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή:

- στη σημαντική αύξηση, λόγω της διεύρυνσης, των κοινωνικών, οικονομικών και εδαφικών ανισοτήτων

- στις μακροχρόνιες συνέπειες των συνεχιζόμενων κοινωνικών και οικονομικών τάσεων, όπως η παγκοσμιοποίηση, η ριζική μετατόπιση της ευρωπαϊκής οικονομίας προς τις δραστηριότητες με βάση τη γνώση, η μεταβαλλόμενη δομή του πληθυσμού κ.λπ.

Επιπλέον, η μελλοντική μεταρρύθμιση των πολιτικών συνοχής θα πρέπει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να αυξήσει την προστιθέμενη αξία και την προβολή της κοινοτικής πολιτικής. Το ιδανικό θα ήταν, η μεταρρύθμιση να συνοδεύεται με ενίσχυση της προσπάθειας να εξασφαλιστεί ότι οι άλλες κοινοτικές πολιτικές συμβάλλουν στη συνοχή όσο το δυνατόν περισσότερο, συνεπείς προς την επιδίωξη των στόχων τούς οποίους σχεδιάστηκαν για να επιτύχουν.

Με βάση την ανάλυση της έκθεσης, οι ακόλουθες ενότητες επιχειρούν να ορίσουν τα κύρια ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να προετοιμαστεί η βάση για μια συζήτηση σχετικά με το μέλλον των πολιτικών συνοχής. Στο σημείο αυτό, έχει μεγάλη σημασία να τοποθετηθούν τα κύρια αυτά ζητήματα στη σωστή λογική σειρά τους. Η προηγούμενη εμπειρία από τη μεταρρύθμιση των πολιτικών συνοχής αποκαλύπτει μια αυξανόμενη τάση για συζήτηση σε επίπεδο κρατών μελών (Συμβούλιο) με επίκεντρο τις δημοσιονομικές πτυχές. Για παράδειγμα, στις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές 2000-2006 (Ατζέντα 2000), οι συζητήσεις σχετικά με την πολιτική συνοχής στράφηκαν ίσως περισσότερο γύρω από το ποσό και τον καταμερισμό της χρηματοδότησης μεταξύ των κρατών μελών παρά γύρω από το περιεχόμενο της πολιτικής. Ωστόσο, η πιο λογική σειρά θα ήταν οι συζητήσεις να ξεκινήσουν από το περιεχόμενο -και, κυρίως, από τον προσδιορισμό των προτεραιοτήτων για τις μελλοντικές πολιτικές συνοχής- πριν προχωρήσουν σε ζητήματα που αφορούν το σύστημα παροχής των υπηρεσιών και τη διάθεση των κονδυλίων.

Προαγωγή των παραγόντων που καθορίζουν τη σύγκλιση

Για να εξακολουθήσει να είναι η αξιόπιστη, η κοινοτική πολιτική συνοχής πρέπει να υποστηρίζει τις ενέργειες εκείνες που μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών ανισοτήτων στο εσωτερικό της Ένωσης. Ένα σύστημα το οποίο βασίζεται μόνο στη μεταφορά κεφαλαίων δεν είναι αρκετό και η Ένωση πρέπει να στηρίξει τους παράγοντες που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην προαγωγή της ανταγωνιστικότητας και να βοηθήσει να περιοριστούν οι μεγάλες ανισορροπίες που υπάρχουν στην επικράτειά της. Δηλαδή εν συντομία, η στήριξη των επενδύσεων σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο πρέπει να παραμείνει βασικός στόχος της κοινοτικής πολιτικής για τη συνοχή πριν και μετά τη διεύρυνση.

Πέρα από τη γενική αυτή διαπίστωση, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν οι προτεραιότητες, και ιδιαίτερα όσον αφορά την μακροπρόθεσμη προοπτική για την περίοδο μετά το 2006. Για παράδειγμα, πριν δέκα χρόνια λίγοι μπορούσαν να φανταστούν το σημαντικό ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσουν οι νέες τεχνολογίες των πληροφοριών στη σημερινή οικονομία και κοινωνία. Σήμερα, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια στρατηγική για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη η οποία δεν θα έχει ως βασικό της στοιχείο την προαγωγή των τεχνολογιών αυτών. Παρά τις δυσκολίες όμως, υπάρχουν την ίδια στιγμή κάποια σημεία αναφοράς για την μελέτη των προτεραιοτήτων του μέλλοντος.

Γενικά, είναι προφανές ότι το επίπεδο της παραγωγικότητας αποτελεί παράγοντα κλειδί στη διαδικασία της ανάπτυξης και σύγκλισης, σε πραγματικούς όρους, των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών. Η παραγωγικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, την υλική υποδομή και την ικανότητα για καινοτομία.

Η ποιότητα του εργατικού δυναμικού καθορίζεται, εν μέρει, από την ανανέωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων καθ' όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός των διαθέσιμων δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και των δεξιοτήτων που απαιτεί μια οικονομία η οποία υφίσταται ριζική μεταβολή, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Οι δημογραφικές προβλέψεις, και οι πιθανές τους συνέπειες όσον αφορά τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά την επόμενη δεκαετία στην ΕΕ 15, κάνουν απλώς το πρόβλημα εντονότερο, παρόλο που οι δημογραφικές ανισορροπίες είναι λιγότερο έντονες σε μια Ένωση των 27 λόγω του αυξανόμενου αριθμού των νέων στις υποψήφιες χώρες. Είναι σαφές ότι η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη πρόκληση για την Ένωση θα είναι να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλο το ανθρώπινο δυναμικό της.

Η επαρκής υλική υποδομή υψηλού επιπέδου παραμένει αναγκαία συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη. Στο εσωτερικό της Ένωσης, παρόλο που οι περιφερειακές διαφορές έχουν περιοριστεί σε ορισμένους τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες ή οι οδικές μεταφορές, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά σε άλλους τομείς (για παράδειγμα, στις σιδηροδρομικές μεταφορές, στα ερευνητικά κέντρα), ιδιαίτερα στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, τα στοιχεία είναι ελλιπή, αλλά οι εκτιμήσεις που διαθέτουμε προς το παρόν εντοπίζουν πολύ μεγάλα κενά σε βασικές υποδομές της οικονομίας. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην προώθηση της ανάπτυξης των βασικών διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας και στη σύνδεσή τους με τα περιφερειακά δευτερεύοντα δίκτυα.

Οι επενδύσεις στη γνώση και στις νέες τεχνολογίες επικοινωνιών φαίνεται ότι θα εξακολουθήσουν να αποτελούν τη βάση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Αυτός είναι ένας θετικός παράγοντας για την Ένωση ως σύνολο, παρόλο που οι νέες δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την κοινωνία της γνώσης έχουν την τάση να επικεντρώνονται σε ορισμένα αστικά κέντρα, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο το οποίο διασυνδέει τις οικονομίες της καρδιάς της Ευρώπης. Προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση της ανισορροπίας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, παλιό χαρακτηριστικό της ΕΕ 15, θα πρέπει να συνεχιστούν οι επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες ώστε να συνδεθούν οι περιοχές της περιφέρειας με τα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένης και της "νέας περιφέρειας" που θα προκύψει από τη διεύρυνση προς τα νοτιοανατολικά. Η μετάβαση σε μια οικονομία και κοινωνία της γνώσης εξαρτάται ακόμη από την ολοκληρωμένη προσέγγιση στην οποία συνδυάζονται οι διάφορες διαστάσεις της γνώσης: εκπαίδευση, κατάρτιση, έρευνα και ανάπτυξη, καινοτομία και κοινωνία των πληροφοριών.

Τέλος, η ενίσχυση της ικανότητας για καινοτομία απαιτεί να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στο περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Ειδικότερα, υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των επιχειρήσεων, και μάλιστα των μικρών επιχειρήσεων, και των ερευνητικών κέντρων, των πανεπιστημίων και των δημόσιων οργανισμών.

Βασικό σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές ενέργειες: περιβάλλον και βιώσιμη ανάπτυξη

Οι προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγικότητας και την προαγωγή της ανάπτυξης μιας γενιάς, δεν πρέπει, ωστόσο, να αποβεί εις βάρος της επόμενης. Με άλλα λόγια, ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε δεν πρέπει να οδηγεί απλώς στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιώσιμη ανάπτυξη, κι αυτό είναι ένα γενικό σημείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε απόφαση για επενδύσεις.

Ένα βασικό στοιχείο είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί μόνο με τη συνετή χρήση των φυσικών πόρων. Από την άποψη αυτή, η διαθεσιμότητα και η ποιότητα του νερού αποτελούν ιδιαίτερα προβλήματα στη Μεσόγειο. Ένας τρόπος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του νερού είναι η συνεργασία μεταξύ των χωρών, αλλά ασφαλώς δεν είναι ο μόνος. Άλλοι τρόποι είναι οι επενδύσεις στην επεξεργασία των λυμάτων, η τιμολόγηση του νερού, ο περιβαλλοντικός έλεγχος των εκπομπών στο νερό.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις που έχουν ως στόχο τους τον περιορισμό των καταστροφών που είναι δυνατόν να προκληθούν στο περιβάλλον από τη βιομηχανία, τη γεωργία και τα νοικοκυριά, δηλαδή κυρίως η κατασκευή εγκαταστάσεων για την επεξεργασία λυμάτων, καθώς και οικιακών και βιομηχανικών αποβλήτων. Οι επενδύσεις στον τομέα αυτόν αποτελούν προτεραιότητα στις υποψήφιες χώρες.

Προσδιορισμός προτεραιοτήτων για την οικονομική και κοινωνική συνοχή

Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Κοινότητα πρέπει να ενεργεί "προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της" αποσκοπώντας κυρίως "στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών ή νήσων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών" (άρθρο 158).

Με βάση την ανάλυση της έκθεσης, όσον αφορά τα μακροχρόνια προβλήματα καθώς και τις ευκαιρίες, που αντιμετωπίζει η Ένωση, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ορισμένες προτεραιότητες με οικονομική, κοινωνική και εδαφική διάσταση για τη μελλοντική πολιτική συνοχής.

Μεταξύ των προτεραιοτήτων με σημαντική εδαφική διάσταση, προτείνονται οι ακόλουθες για ενδεικτικούς λόγους:

- Οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Οι περιοχές αυτές παραμένουν πρώτη προτεραιότητα για την πολιτική συνοχής της ΕΕ και η ανάλυση της έκθεσης επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές εισοδήματος και ευκαιριών μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών και της υπόλοιπης Ένωσης, αν και διακρίνεται μια διαδικασία βαθμιαίας σύγκλισης στην ΕΕ 15. Με τη διεύρυνση, ωστόσο, οι διαφορές μεγαλώνουν και πάλι.

- Με τη μείωση των διαφορών όσον αφορά ορισμένους τύπους υποδομής στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της ΕΕ 15, θα χρειαστεί να δοθεί μικρότερη έμφαση στις βασικές επενδύσεις και μεγαλύτερη στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Οι ανάγκες σε βασική υποδομή παραμένουν σημαντικές στις υποψήφιες χώρες.

- Η πρόκληση για όλες αυτές τις περιοχές σε μια διευρυμένη Ένωση είναι η δημιουργία ενός καινοτομικού περιβάλλοντος, το οποίο θα βασίζεται σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, στην έρευνα και στην ανάπτυξη και στην κοινωνία των πληροφοριών.

- Παρά το γεγονός ότι οι διαφορές όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό περιορίζονται, η απαλλαγή από το βάρος του παρελθόντος, δηλαδή το χαμηλό επίπεδο εξειδίκευσης του ενήλικου εργατικού δυναμικού, εξακολουθεί να αποτελεί μακροπρόθεσμη πρόκληση στην ΕΕ 15. Η πρόκληση για τις υποψήφιες χώρες είναι να προσαρμόσουν γρήγορα το εργατικό δυναμικό σε μια σύγχρονη οικονομία της αγοράς.

- Το αστικό ζήτημα, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο των οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών αλλαγών. Οι πόλεις είναι το βασικό σημείο για την επιδίωξη μιας στρατηγικής συνοχής και βιώσιμης ανάπτυξης.

- Πολλά είδη ανισοτήτων είναι συγκεντρωμένα στις πόλεις, όπου οι προβληματικές περιοχές, στις οποίες ο αποκλεισμός και η μεγάλη φτώχεια κυριαρχούν, βρίσκονται πολύ κοντά στις πολύ ευημερούσες περιοχές.

- Στις αστικές περιοχές οι περιβαλλοντικές πιέσεις είναι οξύτερες.

- Οι πόλεις είναι τα οικονομικά κέντρα για την ανάπτυξη των γύρω προαστιακών και γεωργικών περιοχών.

- Τα δίκτυα των μεγάλων πόλεων μπορούν να προκαλέσουν μια πιο ισορροπημένη και πολυκεντρική μορφή ανάπτυξης στην οποία να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο οι μικρού και μεσαίου μεγέθους πόλεις.

- Η διαφοροποίηση των αγροτικών περιοχών. Οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να υφίστανται αλλαγές μεγάλης κλίμακας. Το μέλλον τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους δεσμούς τους με τις άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεγάλων πόλεων.

- Η γεωργία δεν αποτελεί πλέον βασική πηγή απασχόλησης, αν και εξακολουθεί να είναι η κύρια δραστηριότητα στις αγροτικές περιοχές, καθώς και ο βασικός καθοριστικός παράγοντας ποιότητας της υπαίθρου και του περιβάλλοντος.

- Η αναζωογόνηση των αγροτικών περιοχών και η διατήρηση του πληθυσμού τους εξαρτάται από την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων εκτός της γεωργίας, κυρίως των υπηρεσιών.

- Η πολιτική συνοχής πρέπει να διαδραματίσει τον σημαντικότερο ρόλο στη διαφοροποίηση της αγροτικής οικονομίας, συμπληρώνοντας τις πολιτικές της αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από την ΚΑΠ, κύριος στόχος της οποίας είναι η προσαρμογή της γεωργίας στις νέες οικονομικές πραγματικότητες, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών περιοχών.

- Διασυνοριακή, διακρατική και διαπεριφερειακή συνεργασία. Η συνεργασία αυτή αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για την Ένωση προκειμένου να προωθήσει την ολοκλήρωση και να περιορίσει τον οικονομικό και κοινωνικό κερματισμό που δημιουργούν τα εθνικά σύνορα. Η εσωτερική αγορά και η διασυνοριακή συνεργασία έδωσαν στις παραμεθόριες περιοχές την ευκαιρία να ενσωματωθούν με την υπόλοιπη Ένωση.

- Οι περιοχές εντός των συνόρων της ΕΕ των 15 έχουν αναπτύξει νέες μορφές συνεργασίας με την ενίσχυση του προγράμματος INTERREG, που η άρση των συνόρων και μόνον δεν θα αρκούσε για την ανάπτυξή τους. Η κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια και η εσωτερική αγορά είναι πιο ολοκληρωμένη.

- Με τη διεύρυνση θα προκύψει εκ νέου η ανάγκη για την ανάπτυξη διασυνοριακών μέτρων με στόχο την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των υποψήφιων χωρών και της Ένωσης καθώς και για την παροχή βοήθειας σε περιοχές στις υποψήφιες χώρες που έχουν κοινά σύνορα με τρίτες χώρες στα ανατολικά και στα νότια, περιλαμβανομένης της ζώνης της Μεσογείου.

- Η Ένωση πρέπει να προωθήσει τη δημιουργία περιοχών διακρατικής συνεργασίας, σε ένα πλαίσιο προσαρμοσμένο στην ανάπτυξη της δικτύωσης περιφερειακών και τοπικών οικονομιών και νέων μορφών διοίκησης.

- Περιοχές που υφίστανται βιομηχανική αναδιάρθρωση. Η επιστροφή της βιώσιμης ανάπτυξης σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο κάλυψε, ως ένα βαθμό, τις συχνά σοβαρές τοπικές και περιφερειακές συνέπειες της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης.

- Η απώλεια θέσεων εργασίας συνεχίζεται σε πολλές βιομηχανίες όπως στην κλωστοϋφαντουργία, στις αυτοκινητοβιομηχανίες, στη χαλυβουργία, καθώς και σε ορισμένους τομείς παροχής υπηρεσιών. Από την άποψη αυτή, η απελευθέρωση του εμπορίου το 2005 για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων αποτελεί ειδική πρόκληση.

- Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει γεωγραφική συγκέντρωση των τομέων αυτών, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι σημαντικές για την τοπική και την περιφερειακή οικονομία, με συνέπεια την ανάγκη προώθησης νέων ευκαιριών και την εκ νέου κατάρτιση των εργαζομένων που χάνουν τις θέσεις τους.

- Παράλληλα με την ενθάρρυνση της διαφοροποίησης της οικονομίας, η τοπική πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την κατανομή των δραστηριοτήτων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης.

- Περιοχές που αντιμετωπίζουν σημαντικές γεωγραφικές ή φυσικές αντιξοότητες. Σε ορισμένες περιοχές της Ένωσης, οι προσπάθειες για την επίτευξη πλήρους ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών ή φυσικών αντιξοοτήτων.

- Οι περιοχές αυτές - εξόχως απόκεντρες περιφέρειες, νησιά, ορεινές περιοχές, περιφερειακές περιοχές, περιοχές με πολύ χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα - αποτελούν συχνά ουσιώδες συστατικό της περιβαλλοντικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ένωσης.

- Συχνά εμφανίζονται οξείες δυσκολίες στη διατήρηση του τοπικού πληθυσμού.

- Οι επιπλέον δαπάνες για την παροχή βασικών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων για τις μεταφορές, μπορεί να εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.

Μεταξύ των προτεραιοτήτων που τίθενται όσον αφορά την απασχόληση και την κοινωνική πολιτική, βάσει της πολιτικής για οικονομικοκοινωνική συνοχή, και που διέπονται τόσο από μια γενική όσο και από μια περιφερειακή διάσταση, είναι και οι εξής:

- Περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Το ποσοστό δημιουργίας θέσεων εργασίας σε ορισμένες περιοχές της Ένωσης παραμένει χαμηλό, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά κενά όσον αφορά τα προσόντα, δυσχεραίνοντας έτσι την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση μεταξύ των περιφερειών.

- Μια πιο στρατηγική προσέγγιση στην πολιτική για την απασχόληση σε όλη την κοινοτική επικράτεια θα μπορούσε να προσφέρει ένα πολύτιμο πλαίσιο για το συντονισμό της κοινοτικής παρέμβασης. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με υφιστάμενα προγράμματα του ΕΚΤ έχουν δείξει την αξία της στρατηγικής διάστασης που προσφέρει η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση.

- Η πολιτική για την απασχόληση πρέπει να υιοθετήσει μια διορατική προσέγγιση για την πρόληψη των αποτελεσμάτων της βιομηχανικής αλλαγής.

- Πρέπει να στοχεύσουμε περισσότερο στις ειδικές απαιτήσεις τόσο των μεμονωμένων ατόμων όσο και ορισμένων περιοχών, δεδομένου ότι ένας σημαντικός παράγων στον οποίο οφείλονται οι ανισότητες στο επίπεδο ευημερίας σε όλη την κοινοτική επικράτεια είναι η διαφορά στις δεξιότητες και στα προσόντα του εργατικού δυναμικού.

- Υποστήριξη της νέας οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης. Ο αντίκτυπος της νέας οικονομίας είναι ευρύς τόσο σε σχέση με το ρυθμό της αλλαγής όσο και σε σχέση με τις συνέπειές του στη χάραξη πολιτικής. Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από ένα αναδυόμενο «ψηφιακό χάσμα» καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για την αντιμετώπιση του κινδύνου αποκλεισμού από την κοινωνία της πληροφορίας.

- Η διά βίου μάθηση αποτελεί ουσιαστική απάντηση στην οικονομική αλλαγή. Είναι ωστόσο σημαντικό η πρόσβαση σε αυτή να μην περιορίζεται σε εκείνους που βρίσκονται ήδη σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης.

- Η πρόσβαση στα εργαλεία της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να είναι οικονομικά πιο ανεκτή και να συνοδεύεται από την απόκτηση βασικών γνώσεων ΤΠΕ.

- Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες το επίπεδο εκπαίδευσης αυξήθηκε σημαντικά στην Ένωση, ιδίως στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Υπάρχει όμως ακόμη περιθώριο βελτίωσης στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των περιοχών αυτών για τη μείωση του αναδυόμενου ψηφιακού χάσματος. Αυτό ισχύει και για τις υποψήφιες χώρες όπου, τα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης ιδίως, συχνά δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένα στις ανάγκες των νέων τομέων.

- Προώθηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Το επίπεδο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού παραμένει απαράδεκτα υψηλό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλά από τα αίτια εντοπίζονται άμεσα στην αγορά εργασίας καθώς και στην αποτυχία της ασκούμενης πολιτικής να αντιμετωπίσει τις ανάγκες εκείνων που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να είναι ανταγωνιστικοί στην αναζήτηση θέσεων εργασίας.

- Η καλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, η δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης και απόκτησης προσόντων είναι ύψιστης σημασίας για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

- Για την αντιμετώπιση του βαθιά ριζωμένου προβλήματος της δημιουργίας θυλάκων κοινωνικού αποκλεισμού οι πολιτικές για την αγορά εργασίας στοχεύουν ολοένα και περισσότερο σε τοπικό επίπεδο, περιλαμβάνοντας ευρύτερες τοπικές συνεργασίες και αντιμετωπίζοντας ειδικές τοπικές ανάγκες. Η ανάπτυξη της απασχόλησης σε τοπικό επίπεδο, το «τρίτο στοιχείο» στην Ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση μπορεί να ενισχυθεί στη μελλοντική κοινοτική πολιτική.

- Η ιδέα της «προσθετικότητας» των πολιτικών (που συνίσταται στην επέκταση ή στην εμβάθυνση της εθνικής πολιτικής) πρέπει να εφαρμόζεται σε πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης και μπορεί να συμπληρωθεί με την ιδέα της «γεωγραφικότητας των πολιτικών» με στόχο την αύξηση της συγκέντρωσης περιορισμένων πόρων στην ίδια περιοχή για την επίτευξη μεγαλύτερου αντικτύπου.

- Ισότητα των ευκαιριών. Η διάκριση σε όλες της τις μορφές αποτελεί σπατάλη ταλέντων και ανθρώπινου δυναμικού σε μια συγκυρία όπου είναι προφανής η αυξημένη ανάγκη για την καλύτερη δυνατή χρήση ενός ανθρώπινου δυναμικού που προβλέπεται ότι θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια. Η ίση πρόσβαση στην αγορά εργασίας αποτελεί τόσο θεμελιώδες δικαίωμα όσο και ισχυρή οικονομική πολιτική.

- Μια ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη δημιουργία μιας αγοράς εργασίας ανοιχτής σε όλους είναι αναγκαία για τη συνοχή.

- Οι πολιτικές για την προώθηση και την υποστήριξη της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελούν καίριο μέρος των στόχων που τέθηκαν στη Λισσαβώνα για τα ποσοστά απασχόλησης.

- Η πιο σημαντική πρόοδος θα αφορά τη μείωση της διαφοράς μεταξύ γυναικών και ανδρών όσον αφορά την απασχόληση.

Μολονότι οι προαναφερόμενοι τομείς-στόχοι δεν είναι εντελώς νέοι, παρουσιάζουν ωστόσο μια διαφορά όσον αφορά την προσέγγιση σε σύγκριση με ό,τι χαρακτήριζε τους «στόχους» προτεραιότητας έως σήμερα. Πρόκειται για μια τακτική που βασίζεται ως ένα βαθμό στην εμπειρία από ορισμένες Κοινοτικές πρωτοβουλίες όπως η πρωτοβουλία URBAN ή LEADER που έδειξαν πώς, προσπάθειες που επικεντρώνονται σε μια σαφώς καθορισμένη ευρωπαϊκή προτεραιότητα μπορούν, εάν αναπτυχθούν στο σωστό επίπεδο, να προκαλέσουν μεγάλο ενδιαφέρον, να δημιουργήσουν νέους προβληματισμούς και νέες δραστηριότητες. Μια πτυχή που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι ότι οι ενέργειες αυτές, όπου έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς, συνέβαλαν πιθανότατα πάρα πολύ στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για την κοινοτική πολιτική συνοχής στους πολίτες της.

Οι τομείς προτεραιότητας δεν πρέπει να θεωρούνται ως απλά υποκατάστατα των υφιστάμενων στόχων. Δεδομένου του ταχύτατου ρυθμού οικονομικής αλλαγής και των προκλήσεων που αυτή θέτει στη χάραξη μελλοντικής πολιτικής - και ίσως στην τοπική/περιφερειακή διάσταση ειδικότερα - πρέπει να συνεκτιμηθούν όχι μόνον υφιστάμενα προβλήματα, αλλά, κυρίως, η πρόληψη μελλοντικών προβλημάτων. Συνεπώς υπάρχει βασική ανάγκη για μια πολιτική συνοχής με ευρύτερο και πιο μακροπρόθεσμο όραμα που να επιδιώκει να ακολουθήσει μια διορατική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η μελλοντική πολιτική θα επικεντρώνεται όχι μόνον σε προβλήματα αλλά και σε ευκαιρίες για οικονομική και κοινωνική συνοχή και στη μείωση των γεωγραφικών ανισοτήτων.

Αυτό το είδος προσέγγισης χαρακτήριζε το έργο που ανέλαβαν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή σχετικά με το Σχέδιο ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (που εγκρίθηκε στο Πότσνταμ το 1999) που είχε ως στόχο την προαγωγή της πιο ισόρροπης τοπικής/περιφερειακής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αντλώντας έμπνευση από το έργο αυτό, η Επιτροπή μπόρεσε σε μεταγενέστερο στάδιο να προτείνει μια στρατηγική τοπικής ανάπτυξης στα υπόλοιπα όργανα της Ένωσης ως βάση για τη χάραξη μελλοντικής πολιτικής στον τομέα αυτό.

Συνοπτικά, η μελλοντική πολιτική συνοχής πρέπει να στοχεύει στους παράγοντες που προάγουν τη σύγκλιση και σε έναν περιορισμένο αριθμό προτεραιοτήτων κοινοτικού ενδιαφέροντος για την επίτευξη της συγκέντρωσης περιορισμένων πόρων.

Πώς πρέπει να οργανωθεί το σύστημα χάραξης πολιτικής

για τη μελλοντική πολιτική οικονομικής και κοινωνικής συνοχής

Μολονότι η ατζέντα 2000 σημείωσε προόδους στη βελτίωση του συστήματος χάραξης πολιτικής που αναφέρονται στην έκθεση, οι νέες συγκυρίες της διεύρυνσης, η αναμόρφωση των προτεραιοτήτων και η ανάγκη για εξακολούθηση της πορείας προς την επίτευξη καλύτερης σχέσης κόστους-ποιότητας απαιτούν περαιτέρω προβληματισμό όσον αφορά τα μέσα με τα οποία χαράζεται η πολιτική. Στο στάδιο αυτό είναι δυνατή η αντιμετώπιση των ευρύτερων μόνον θεμάτων και η εξέταση των επιλογών. Η τρίτη έκθεση για τη συνοχή εντός τριετίας θα πρέπει να διευκρινίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια το τρόπο με τον οποίο θα χαραχτεί η επόμενη γενιά των πολιτικών συνοχής.

Τα σημαντικότερα θέματα που εξετάζονται στα επόμενα κεφάλαια είναι τα εξής:

- η αποτελεσματική στοχοθέτηση («συγκέντρωση») των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση

- η ειδική πρόκληση της διεύρυνσης σήμερα

- η πολιτική συνοχής σε μια διευρυμένη Ένωση ύστερα από το 2006, περιλαμβανομένων ορισμένων οικονομικών πτυχών.

Η αποτελεσματική στοχοθέτηση των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση

Καταρχήν, μια μελλοντική πολιτική συνοχής πρέπει να είναι σε θέση να συμπεριλάβει όχι μόνον τα νέα κράτη μέλη και τις νέες περιοχές, αλλά και τις περιφέρειες της σημερινής ΕΕ των 15 όπου η ανάλυση της έκθεσης επιβεβαιώνει την ύπαρξη συχνά βαθιών ανισοτήτων τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Είναι ωστόσο σαφές ότι όταν ξεκινήσει η επόμενη προγραμματική περίοδος το 2007, η παρουσία νέων κρατών μελών αποτελούμενων σχεδόν αποκλειστικά από περιφέρειες που παρουσιάζουν μια γενική ανάγκη υποστήριξης για οικονομική ανάπτυξη, θα απαιτηθεί η μαζική επανεστίαση της προσπάθειας ώστε να καταφέρουν οι περιφέρειες αυτές να φτάσουν το κοινοτικό επίπεδο εντός λογικών χρονικών ορίων. Ταυτόχρονα, οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της ΕΕ των 15 θα διατηρούν τις σημερινές τους ανάγκες ακόμη και εάν αυτές φαίνονται λιγότερο επιτακτικές, τηρουμένων των αναλογιών.

Η βασική αρχή πρέπει να είναι η ίδια όπως στο παρελθόν, δηλαδή περιορισμένοι πόροι πρέπει να συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό προβλημάτων κοινοτικού ενδιαφέροντος και περιοχών ώστε να επιτυγχάνεται η απαραίτητη κρίσιμη μάζα.

Διατήρηση της παροχής υποστήριξης κατά προτεραιότητα στις περιφέρειες που υστερούν σε ανάπτυξη

Για τις λιγότερο ευημερούσες περιοχές η διατήρηση της άμεσης διαίρεσης σε ζώνες (βλ. πλαίσιο), για λόγους αντικειμενικότητας και διαφάνειας, αποτελεί την πιο κατάλληλη μέθοδο για τη συγκέντρωση της υποστήριξης στις περιοχές που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες.

Η χρήση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (που υπολογίζεται βάσει προτύπων αγοραστικής δύναμης-ΠΑΔ) ως κριτηρίου και του βαθμού εφαρμογής του (περιοχές που καλύπτονται από την ονοματολογία των εδαφικών στατιστικών μονάδων NUTS 2) φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι η κατάλληλη, όπως δείχνει η συγκριτική ανάλυση που παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος της έκθεσης. Για λόγους διαφάνειας και αποτελεσματικότητας, ωστόσο, πρέπει να καθοριστούν οι αρχές που πρέπει να εφαρμοστούν για τον καθορισμό εδαφικών στατιστικών μονάδων - δηλ. οι περιφέρειες.

Πώς πρέπει να καθοριστεί το όριο επιλεξιμότητας

Το όριο επιλεξιμότητας (που σήμερα έχει καθοριστεί στο 75% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ, βλέπε πλαίσιο) πρέπει να καθοριστεί με βάση τις δύο σκέψεις που ακολουθούν. Πρώτον, η διεύρυνση θα προκαλέσει αυτομάτως σημαντική μείωση του μέσου επιπέδου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ένωση. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (1998), η εφαρμογή ορίου που ισούται με το 75% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μια Ένωση με 27 κράτη μέλη θα μειώσει κατά περισσότερο από το ήμισυ τον πληθυσμό που είναι επιλέξιμος για ενίσχυση από τον στόχο 1 στη σημερινή ΕΕ των 15. Έτσι γεννάται το ερώτημα: πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι περιφέρειες της ΕΕ των 15 που έχουν σημειώσει σχετική πρόοδο ακόμα και αν οι υποκείμενες συνθήκες είναι οι ίδιες όπως και πριν τη διεύρυνση.

Δεύτερον, οι ανισότητες ανάμεσα στις περιφέρειες που υστερούν στη διευρυμένη ΕΕ θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι σήμερα, δηλαδή ορισμένες περιοχές θα έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ ίσο με τα τρία τέταρτα του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ άλλες περίπου ίσο μόνον με το ένα τέταρτο. Όχι μόνο θα υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός περιφερειών που υστερούν, αλλά και οι ανάγκες τους θα είναι εντονότερες.

Μέθοδοι προσδιορισμού επιλέξιμων περιφερειών και περιοχών

Οι διάφοροι στόχοι και οι κοινοτικές πρωτοβουλίες των Ταμείων Συνοχής στοχοθετούναι είτε κάθετα (περιφερειακά) είτε οριζόντια (θεματικά).

Η οριζόντια στοχοθέτηση ισχύει για τον σημερινό στόχο 3 που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το οποίο έχει γίνει το κοινoτικό όργανο για την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση σε εθνικό επίπεδο. Ακολουθώντας την προσέγγιση αυτή, οι ενέργειες που αποσκοπούν στη βελτίωση των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης μπορούν να υποστηρίζονται σε ολόκληρη την Ένωση, εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων.

Η προσέγγιση της περιφερειακής στοχοθέτησης ξεκινά με τον ορισμό ενός καταλόγου επιλέξιμων περιφερειών και περιοχών. Μπορούν να χρηματοδοτηθούν ενέργειες μόνον εντός των περιοχών αυτών. Στην πράξη έχουν εφαρμοστεί δύο μέθοδοι από την άποψη αυτή:

Άμεση περιφερειακή διαίρεση σε ζώνες

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει έναν αποκλειστικό κατάλογο των περιοχών που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση. Αυτές μπορούν να οριστούν σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές, όπως στην περίπτωση του σημερινού στόχου 2, ή μόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση στατιστικά κριτήρια που ισχύουν για όλη την Κοινότητα, όπως για το σημερινό στόχο 1.

Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τη συγκέντρωση της επέμβασης σε επιλέξιμες περιοχές με άμεσο και διαφανή τρόπο. Στην περίπτωση του στόχου 1, η κρίση του κριτηρίου του χαμηλού ΑΕΠ κατά κεφαλήν (που ορίζεται ως λιγότερο από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ), εκφρασμένο ως πρότυπο αγοραστικής δύναμης που αποτελεί έναν απλό, συγκρίσιμο και σχετικά ανθεκτικό δείκτη, επέτρεψε την αντικειμενική κατάρτιση του καταλόγου των περιφερειών που λαμβάνουν ενίσχυση κατά την περίοδο 2000-2006.

Ωστόσο, η άμεση διαίρεση σε ζώνες υστερεί σε ευελιξία ενόψει των μεταβαλλόμενων περιφερειακών συνθηκών, που στην περίπτωση του στόχου 2 οδήγησε στην άμεση εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον ορισμό πολύ λεπτομερών χαρτών, έργο για το οποίο αμφισβητείται η αρμοδιότητά της και η νομιμότητα της συμμετοχής της. Ιδίως εκτός από τις μεγαλύτερες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκείς στατιστικές και άλλες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον εντοπισμό των προβληματικών περιοχών, δυσκολία που επιδεινώνει η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των ίδιων των προβλημάτων και της γεωγραφικής τους κατανομής.

Έμμεση διαίρεση σε ζώνες

Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, οι επιλέξιμες περιοχές αποφασίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις με βάση ένα σύνολο παραμέτρων που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την προσέγγιση αυτή έχουν υιοθετήσει ορισμένες πρωτοβουλίες της Κοινότητας.

Η έμμεση διαίρεση σε ζώνες έχει το πλεονέκτημα ότι είναι ευέλικτη και μπορεί να υπερβεί τις δυσκολίες που συνάντησε ο στόχος 2, αρκεί οι διαθέσιμοι πόροι να φθάνουν ένα κρίσιμο ποσό που είναι απαραίτητο προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί (όπως στην περίπτωση της κοινοτικής πρωτοβουλίας URBAN). Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί επίσης για πολιτικές με οριζόντια στοχοθέτηση, και ορισμένα κράτη μέλη επέλεξαν με δική τους πρωτοβουλία να εισαγάγουν την περιφερειακή στοχοθέτηση επέμβασης στο στόχο 3.

Εφόσον υπάρχει συγχρηματοδότηση από το κράτος, είναι σημαντικό να τηρούνται οι κανόνες που διέπουν την κρατική βοήθεια (τόσο γεωγραφικοί όσο και τομεακοί).

Τέσσερις επιλογές για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας και της προσωρινής υποστήριξης

Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, η κοινοτική πολιτική σύγκλισης σε σχέση με τις περιφέρειες που υστερούν θα μπορούσε να πάρει μία από τις εξής τέσσερις μορφές:

- να εφαρμοστεί το σημερινό όριο του 75% ανεξάρτητα από τον αριθμό χωρών που θα προσχωρήσουν στην Ένωση. Με την επιλογή αυτή θα αποκλειστούν εκ των πραγμάτων πολλές περιφέρειες της EΕ των 15. Η μελλοντική τους επιλεξιμότητα για ενίσχυση από την EΕ θα εξαρτηθεί από τις προτεραιότητες και τα κριτήρια για την υποστήριξη περιοχών που δεν περιλαμβάνονται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες.

- η ίδια προσέγγιση, με τη διαφορά ότι όλες οι περιφέρεις που υπερβαίνουν το όριο αυτό, αλλά σήμερα είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του στόχου 1 θα πρέπει να λάβουν προσωρινή ενίσχυση (σταδιακή αποχώρηση), το επίπεδο της οποίας θα είναι τόσο υψηλότερο όσο πιο κοντά βρίσκεται το ΑΕΠ τους στο όριο επιλεξιμότητας. Θα μπορούσαν να προβλεφθούν δύο επίπεδα προσωρινής ενίσχυσης, ένα για τις περιφέρειες που λόγω του βαθμού σύγκλισης στο τέλος της περιόδου 2000-2006 δεν θα μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν ως περιφέρειες που υστερούν στην EΕ των 15, και ένα, υψηλότερο, για εκείνες που θα βρίσκονταν κάτω από το όριο του 75% εάν δεν είχε γίνει η διεύρυνση.

- το όριο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ να τεθεί πιο ψηλά από το 75% του μέσου όρου, σε επίπεδο που να μειώνει ή να αποτρέπει τον αυτόματο αποκλεισμό των περιφερειών αυτών στην EΕ15, απλώς λόγω της μείωσης του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ μετά τη διεύρυνση. Το όριο πρέπει, ωστόσο, να τεθεί σε ύψος που να εξαιρεί τις περιφέρειες που δεν θα ήταν πια επιλέξιμες στο τέλος της τρέχουσας περιόδου προγραμματισμού στην EΕ15 χωρίς τη διεύρυνση.

- να καθοριστούν δύο όρια επιλεξιμότητας, ένα για περιφέρειες της EΕ των 15 και ένα για τις υποψήφιες χώρες, που θα οδηγούν εκ των πραγμάτων σε δύο κατηγορίες περιφερειών που υστερούν. Αυτό θα μπορούσε να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα από οικονομική άποψη με την προηγούμενη λύση στην περίπτωση που το ύψος της κατά κεφαλήν ενίσχυσης από τα κονδύλια της Ένωσης είναι ανάλογο με την ευημερία της περιφέρειας.

Μια περαιτέρω σκέψη αφορά τα ποσοστά συγχρηματοδότησης (την αναλογία της κοινοτικής ως προς την εθνική ενίσχυση). Μετά τη διεύρυνση, το άνοιγμα της ψαλίδες όσον αφορά την ευημερία στο εσωτερικό της ομάδας περιφερειών που ορίζονται ως οι λιγότερο ανεπτυγμένες θα είναι τόσο μεγάλο, ώστε ίσως να χρειαστεί να καθοριστεί ένα ειδικό ανώτατο ποσοστό συγχρηματοδότησης σε σχετικά υψηλό επίπεδο, που θα αντανακλά τη χαμηλότερη ευημερία και την εθνική χρηματοδοτική ικανότητα των πιο φτωχών από τα εν λόγω κράτη.

Κατανομή της χρηματοδότησης σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια

Εν όψει των αναγκών που υπάρχουν θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξουμε τη μείωση των πόρων που προορίζονται για τις περιφέρειες που υστερούν - συμπεριλαμβανομένης της τυχόν προσωρινής ενίσχυσης - ως μερίδιο των συνολικών διαθέσιμων πόρων.

Το κύριο ζήτημα είναι, πώς να εξασφαλίσουμε την όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική κατανομή των δημοσιονομικών πόρων ανάλογα με τις ανάγκες. Οι αποφάσεις στον τομέα αυτό στο πλαίσιο της Ατζέντας 2000 αντανακλούν σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη χρήση αντικειμενικών κριτηρίων που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Κοινότητα, τουλάχιστον όσον αφορά τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες. Αυτό ήταν ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της εφαρμογής της Ατζέντας 2000. Αυτός ο τρόπος εργασίας πρέπει να διατηρηθεί και στο μέλλον ως κύριο στοιχείο του «κεκτημένου» της συνοχής.

Ωστόσο, πρέπει να απαντηθεί μια σειρά ερωτημάτων που περιλαμβάνουν τα εξής:

- Πρέπει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνταν έως τώρα - πληθυσμός, περιφερειακή και εθνική ευημερία και ανεργία - να επεκταθούν στον επόμενο γύρο, έτσι ώστε να συμπεριλάβουν και το ποσοστό απασχόλησης, δεδομένων των σημερινών προοπτικών για την αγορά εργασίας και των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας σχετικά με το θέμα αυτό; Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τον τρόπο που θα εξελιχθεί το επίπεδο της διαρθρωτικής ανεργίας στις περιφέρειες του στόχου 1 τα προσεχή έτη. Προς το παρόν, πολλές από τις περιφέρειες αυτές έχουν ακόμα πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας.

- Θα πρέπει οι διαρθρωτικές ανισότητες ανάμεσα στις περιφέρειες και τον κοινοτικό μέσο όρο να αποτελέσουν μέρος των κριτηρίων για την εκχώρηση κονδυλίων;

- Πρέπει το αποθεματικό επίδοσης να αποτελέσει σημαντικότερο τμήμα των Διαρθρωτικών Ταμείων; Θα ήταν σχεδόν σίγουρα επιθυμητό να ενισχυθούν οι προϋποθέσεις που συνδέονται με το όργανο αυτό για την επίτευξη των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, καθώς και σε σχέση με την επιδίωξη καλής οικονομικής διαχείρισης.

Η διατήρηση της τάσης για ανεξάρτητη μεθοδολογία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνδυασμένες ενέργειες της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Eurostat, και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα των εναρμονισμένων δεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο. Η επέκταση των σειρών δεδομένων προκειμένου να καλύψουν τις υποψήφιες χώρες και η παροχή δεδομένων σχετικά με τα πρότυπα αγοραστικής δύναμης σε περιφερειακό επίπεδο αποτελούν κύριες προτεραιότητες για την επιτυχία των μελλοντικών προσπαθειών για την κατάρτιση του επόμενου καταλόγου των περιφερειών όπου η ανάπτυξη υστερεί.

Για τις υπόλοιπες περιοχές: έμμεση διαίρεση σε ζώνες

Οι περιοχές που υστερούν δεν είναι οι μόνες που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα. Επομένως η πολιτική συνοχής πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχει ενίσχυση σε άλλες περιοχές της Ένωσης προκειμένου να ενθαρρύνονται ενέργειες κοινού ενδιαφέροντος. Όμως, λόγω των μεγαλύτερων περιορισμών όσον αφορά τα κονδύλια σε σχέση με τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, είναι πολύ σημαντικό να επιλέγεται η κατάλληλη μέθοδος στοχοθέτησης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την άμεση διαίρεση της ενίσχυσης σε ζώνες στο πλαίσιο του στόχου 2 για την περίοδο 2000-06, προκύπτει ότι η διαδικασία συγκέντρωσης πόρων θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί πιο ικανοποιητικά με την επιλογή της μεθόδου της έμμεσης διαίρεσης σε ζώνες. Το καθοριστικό στοιχείο εδώ είναι ότι η συγκέντρωση πόρων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας προγραμματισμού (βλέπε το πλαίσιο). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα καθόριζε πλέον αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, παρά μόνον ένα κατώτατο όριο για το επίπεδο της συνολικής δημόσιας οικονομικής ενίσχυσης - από την Κοινότητα και εθνικές πηγές - προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι πόροι που κινητοποιούνται φτάνουν την κρίσιμη ποσότητα ώστε να έχουν πραγματικό αντίκτυπο (όπως με την πρωτοβουλία URBAN).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο προγραμματισμός των διαφόρων τομέων προτεραιότητας θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με βάση την κατανομή πόρων ανά κράτος μέλος. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, αλλά ίσως ο πιο απλός θα ήταν να υπάρχει ένα εθνικό κονδύλιο ανάλογα με τον πληθυσμό (εκτός από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες) προσαρμοσμένο με τον κατάλληλο δείκτη, ή δείκτες κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Βάσει του εθνικού κονδυλίου τα κράτη μέλη θα προγραμματίζουν ενέργειες σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, επιλέγοντας ανάμεσα σε ένα περιορισμένο αριθμό τομέων προτεραιότητας του τύπου που περιγράφεται παραπάνω. Ένα στρατηγικό όραμα με τις προτεραιότητες και τις ευκαιρίες που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τα θέματα κοινοτικού ενδιαφέροντος θα παίξει σημαντικό ρόλο στην τοποθέτηση των επιδιώξεων σε κάθε κράτος μέλος σε κοινοτικό πλαίσιο.

Πρέπει επίσης να εξεταστούν οι εθνικές ή/και υπερεθνικές μέθοδοι προγραμματισμού, εστιάζοντας ιδίως στο ρόλο των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη διαχείριση εταιρικών σχέσεων, στις τεχνικές που απαιτούνται για την τοπική/περιφερειακή ανάλυση και στα κριτήρια που διέπουν την κοινοτική δράση.

Ειδικές περιπτώσεις

Οι σημερινές παραμεθόριες περιφέρειες της Ένωσης γενικά έχουν επιτύχει τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης με την υπόλοιπη Ένωση όπως φαίνεται στο Μέρος I της παρούσας έκθεσης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την αξία της προηγούμενης κοινοτικής επέμβασης στον τομέα αυτό. Επομένως ενδείκνυται να συμπεριληφθούν διασυνοριακά προγράμματα συνεργασίας στο γενικό προγραμματισμό των Διαρθρωτικών Ταμείων ("πλήρης ενσωμάτωση").

Οι παραμεθόριες περιφέρειες που παρουσιάζουν αναπτυξιακή υστέρηση θα είναι φυσικά επιλέξιμες για ενίσχυση, όπως και κάθε άλλη περιφέρεια, εάν πληρούν τα γενικά κριτήρια που έχουν υιοθετηθεί.

Οι εξόχως απόκεντρες της Ένωσης παρουσιάζουν ιδιαίτερα μειονεκτήματα εξαιτίας της απόστασής τους από την υπόλοιπη Ένωση και η ειδική τους θέση αντανακλάται στη συνθήκη. Το άρθρο 299 παράγραφος 2, ως μέσο πολιτικής, επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να διατηρεί και να ενισχύει ενέργειες που προωθούν την ενσωμάτωση των εξόχως απόκεντρων περιφερειών στην Κοινότητα, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό χαρακτήρα τους. Για το σκοπό αυτό, το Μάρτιο του 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε μια στρατηγική για βιώσιμη ανάπτυξη στις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες. Εισήγαγε είδη νέες πρωτοβουλίες στον τομέα της κρατικής ενίσχυσης, της γεωργίας, των Διαρθρωτικών Ταμείων, της φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, καθώς και της προώθησης του συντονισμού των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης στις περιοχές που ανήκουν αυτές οι περιφέρειες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε να εξετάσει τρόπους, ώστε οι ανάγκες τους να αντικατοπτρίζονται καλύτερα στις μελλοντικές πολιτικές σύγκλισης.

Η συγκεκριμένη πρόκληση της διεύρυνσης την παρούσα περίοδο

Από τη μεταρρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων το 1988, η διαχείριση της κοινοτικής πολιτικής για τη συνοχή ενισχύεται σταθερά από πλευράς παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι υποψήφιες χώρες ετοιμάζονται να προσχωρήσουν στην Ένωση. Προς το παρόν, επικουρούνται κατά τις προετοιμασίες τους από τα προενταξιακά μέσα, ενώ το πρόγραμμα PHARE θα αφιερώσει μελλοντικά ένα μεγάλο μέρος των πόρων του σε προγράμματα του τύπου του στόχου 1, στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού, που αν και 'ενδεικτικός' θα προετοιμάσει το έδαφος για το συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό της μελλοντικής κοινοτικής ενίσχυσης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να πραγματοποιήσει όλα τα απαραίτητα βήματα για να εξασφαλίσει ότι, όπως στην περίπτωση της EΕ των 15, τα προγράμματα λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση και τις συγκεκριμένες δυσχέρειες στα νέα κράτη μέλη. Σκοπός της πρέπει να είναι να βοηθήσει τις αρχές των εν λόγω κρατών να καταρτίσουν τα προγράμματά τους λαμβάνοντας υπόψη τις κοινοτικές προτεραιότητες.

Το θέμα της διοικητικής ικανότητας των υποψήφιων χωρών

Η εφαρμογή της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής αποτελεί νέο καθήκον για τις αρχές των υποψήφιων χωρών που έχουν περιορισμένους πόρους στη διάθεσή τους. Πράγματι, δεν υπάρχει παράδοση πολιτικής αυτού του είδους -ούτε και της αποκέντρωσης που αυτή συνεπάγεται- σε χώρες όπου συνήθη πρακτική αποτελούν οι διευθετήσεις κεντρικού σχεδιασμού.

Οι διαδικασίες ανάπτυξης της διοικητικής δομής (ή «θεσμικής οικοδόμησης») είναι συνεπώς ιδιαίτερα σημαντικές, ιδίως σε σύγκριση με τις προηγούμενες διευρύνσεις της Ένωσης, όταν το μόνο που χρειαζόταν ήταν η απλή προσαρμογή των πολιτικών και της εθνικής νομοθεσίας στην ανάγκη για εφαρμογή των Διαρθρωτικών Ταμείων.

Ο πρώτος στόχος συνίσταται στη δρομολόγηση πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. αποτέλεσε το αντικείμενο ειδικού προγράμματος βοήθειας (ΕΠΒ) ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις υποψήφιες χώρες να προετοιμαστούν, με την υποστήριξη του PHARE, για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Ταμείων με τη συγκρότηση μίας αρμόδιας αρχής και τη θέσπιση των απαιτούμενων διαδικασιών, ιδίως για συντονισμό μεταξύ των υπουργείων. Πρέπει επίσης να θεσπιστούν δημοσιονομικές διαδικασίες ώστε να γίνει δυνατή η συγχρηματοδότηση προγραμμάτων και η διαχείριση και ο έλεγχος της χρήσης των κοινοτικών πόρων.

Επιπλέον, εμφαίνεται η ανάγκη της υποστήριξης της διαδικασίας αποκέντρωσης που έχει άμεση σχέση με τη γενική προσπάθεια για την επίτευξη τριών κύριων στόχων - την εδραίωση της δημοκρατίας, την ανάπτυξη της εταιρικής σχέσης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας.

Η δεύτερη πτυχή συνίσταται στον ορισμό μιας στρατηγικής παρέμβασης με στόχο την εξασφάλιση της αποτελεσματικής απορρόφησης των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων και τη μείωση των αναπτυξιακών ανισοτήτων τόσο σε γενικά πλαίσια όσο και εντός των χωρών, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υπερβολικής συγκέντρωσης.

Οι υποψήφιες χώρες, συν τοις άλλοις, πρέπει να ενισχύσουν τη διοικητική ικανότητα για τον καθορισμό στρατηγικών, την κατάρτιση προγραμμάτων και τη διαχείριση των αντίστοιχων προϋπολογισμών -ιδίως των πόρων που προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό- με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα τωρινά κράτη μέλη. Κατά τις διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση, η Επιτροπή θα εξετάσει πολύ επισταμένα την ικανότητα των υποψήφιων χωρών να καλύψουν όλους τους απαιτούμενους όρους ώστε να κριθούν επιλέξιμες για μεταφορές πόρων.

Οι χρηματοδοτικοί πόροι μέχρι το τέλος του 2006

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι θα προσχωρήσουν νέα κράτη μέλη κατά την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού 2000-06, υπάρχουν ορισμένα θέματα που πρέπει να εξεταστούν σε σχέση με τα οικονομικά κατά την εν λόγω περίοδο. Το πρώτο αφορά τις δημοσιονομικές προοπτικές μέχρι το 2006, που αποφασίσθηκαν από τα κράτη μέλη κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένου ενός πακέτου για την υποστήριξη των παρεμβάσεων τόσο στα 15 κ.μ. της ΕΕ όσο και στις υποψήφιες χώρες για την περίοδο πριν και μετά την ένταξη. Μετά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Νίκαια το Δεκέμβριο του 2000, φαίνεται πιθανό ότι οι πρώτες προσχωρήσεις θα πραγματοποιηθούν το 2003 - 2004. Αυτό το σενάριο της διεύρυνσης διαφέρει από εκείνο που αποτέλεσε τη βάση της απόφασης του Βερολίνου. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί υπόψη η πραγματική ημερομηνία προσχώρησης των νέων κρατών μελών. Ένα σύστημα σταδιακής προσαρμογής ενδέχεται να κριθεί απαραίτητο για τις υποβοηθούμενες περιφέρειες των μελλοντικών κρατών μελών, όπου τα Διαρθρωτικά Ταμεία θα αυξηθούν σταδιακά με το χρόνο παράλληλα με τη δυνατότητά τους για την απορρόφηση της ενίσχυσης, όπως αποδείχθηκε στην πράξη κατά τις δύο προηγούμενες περιόδους προγραμματισμού.

Ένα δεύτερο θέμα αφορά την κατανομή των πόρων μεταξύ του Ταμείου Συνοχής και των Διαρθρωτικών Ταμείων. Τα εν λόγω ταμεία πρόκειται στην πράξη να διαδεχθούν το ISPA στην πρώτη περίπτωση, και το PHARE και το SAPARD στη δεύτερη (με τωρινή αναλογία ενός τρίτου και δύο τρίτων αντίστοιχα σε ό,τι αφορά την οικονομική τους βαρύτητα). Η κατανομή μεγαλύτερου μεριδίου, π.χ. του ενός τρίτου, στο Ταμείο Συνοχής φαίνεται να δικαιολογείται από τις ανάγκες των ενδιαφερόμενων χωρών σε ότι αφορά τις υποδομές των μεταφορών και το περιβάλλον.

Βάσει δύο άλλων συλλογισμών, έπρεπε να δοθεί αρχικά μεγαλύτερη βαρύτητα στο Ταμείο Συνοχής στις υποψήφιες χώρες σε σχέση με το μερίδιο που χορηγείται στα τωρινά κράτη μέλη. Πρώτον, η προσέγγιση της "διαχείρισης ανά μεμονωμένο σχέδιο" ενδέχεται να αποδειχθεί καταλληλότερη για τις αρχές που εξακολουθούν να υστερούν σε εμπειρία προγραμματισμού. Δεύτερον, το υψηλό ποσοστό της συγχρηματοδότησης και το γεγονός ότι η αρχή της προσθετικότητας δεν εφαρμόζεται στο Ταμείο Συνοχής, θα διευκόλυνε την απορρόφηση της κοινοτικής χρηματοδότησης.

Η κατανομή των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής μεταξύ των νέων κρατών μελών θα καθορισθεί σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, τις ίδιες μεθόδους και τα ίδια αντικειμενικά κριτήρια που ισχύουν για τα τωρινά κράτη μέλη.

Η πολιτική συνοχής σε μία διευρυμένη Ένωση μετά το 2006, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων οικονομικών πτυχών

Όπως εξηγεί η έκθεση, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές τροποποιήσεις των διάφορων πτυχών της διαχείρισης της πολιτικής για τη συνοχή κατά την έγκριση της Ατζέντα 2000. Επικεντρώθηκαν στην επέκταση της αποκέντρωσης, στην προώθηση των εταιρικών σχέσεων και στην αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση της αξιολόγησης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επίσης θεσπίστηκε η αυστηρότερη οικονομική διαχείριση και ο έλεγχος, βάσει μιας σαφέστερης και αποτελεσματικότερης κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Σε ότι αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, στόχος είναι η σημαντική μείωση των περιπτώσεων απάτης, αλλά κυρίως των παρατυπιών που αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων στις οποίες εφιστάται η προσοχή της Επιτροπής.

Το νέο σύστημα μόλις τώρα αρχίζει να εφαρμόζεται. Η επόμενη έκθεση συνοχής θα περιλαμβάνει μία πρώτη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μεταβολών, αλλά ορισμένα στοιχεία μπορούν ήδη να επισημανθούν ενώ παράλληλα πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω στο πλαίσιο της προετοιμασίας της νέας περιόδου προγραμματισμού μετά το 2006.

Σε ότι αφορά την εταιρική σχέση, παρατηρήθηκε μία αυξανόμενη τάση για αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις εθνικές και τις κοινοτικές πολιτικές. Αναμφίβολα εμφαίνεται η ανάγκη για ενίσχυση του ρόλου των αρχών περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης και αυτών που βρίσκονται επί τόπου, π.χ., με τον προγραμματισμό στο τοπικό επίπεδο, όπου κρίνεται απαραίτητο. Επιπλέον, εάν στο μέλλον η έμμεση διαίρεση σε ζώνες είναι η μέθοδος που θα διατηρηθεί για τη στοχοθέτηση των πόρων, θα αποδειχθεί απαραίτητο να συνοδεύεται από εγγυήσεις για την ανάμιξη των αρχών περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Ο προγραμματισμός των ενεργειών θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε δύο στάδια. Αρχικά, η Επιτροπή θα μπορούσε να ορίσει μία συνολική στρατηγική που θα περιλαμβάνει τις διάφορες οικονομικές, κοινωνικές και τοπικές διαστάσεις, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη σε εθνικό και σε υπερεθνικό επίπεδο, ενόψει του ορισμού των προτεραιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με ιδιαίτερο κοινοτικό ενδιαφέρον. Αυτό θα συνέβαλλε στον ορισμό του τρόπου με τον οποίο η χρηματοδότηση κατανέμεται ανά προτεραιότητα. Στη συνέχεια, ο προγραμματισμός θα αποκεντρωνόταν στο κατάλληλο επίπεδο, π.χ. σε περιφερειακό, αστικό ή υπερεθνικό επίπεδο.

Σε ότι αφορά τις περιφέρειες που σημειώνουν υστέρηση, ο ολοκληρωμένος προγραμματισμός παραμένει το κύριο μέσο για την αποκόμιση θετικών αποτελεσμάτων σε ό,τι αφορά την οικονομική, την κοινωνική και την εδαφική τους ανάπτυξη.

Δεν αποκλείεται η πιθανότητα της διαδικασίας πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών για την εφαρμογή ορισμένων προγραμμάτων, με την οποία θα δοθεί η δυνατότητα για πλήρη διαφάνεια της επιλογής των καλύτερων σχεδίων. Η επιλογή θα μπορούσε να γίνει σε διάφορα επίπεδα (περιφερειακό, εθνικό ή υπερεθνικό και σε συνεργασία με την Επιτροπή) που θα ενίσχυαν τη σχέση μεταξύ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και της χορηγούμενης χρηματοδότησης.

Η αρχή της προσθετικότητας (βάσει της οποίας οι κοινοτικοί πόροι προστίθενται, και δεν υποκαθιστούν, τους εθνικούς πόρους) απλοποιήθηκε σημαντικά για την περίοδο 2000-06. Η εμπειρία πρόκειται να δείξει εάν έγινε αποτελεσματικότερη ως μέσον συνεισφοράς στην προστιθέμενη αξία της κοινοτικής πολιτικής για τη συνοχή. Παράλληλα παραμένει ένα εξαιρετικά ενοποιημένο στοιχείο με την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε μεμονωμένα προγράμματα, αλλά σε όλα τα προγράμματα στο πλαίσιο ενός μοναδικού στόχου σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Συνεπώς, υστερεί σε διαφάνεια και ίσως να έπρεπε να εξεταστεί η πιθανότητα του υπολογισμού της προσθετικότητας στο επίπεδο του προγράμματος και όχι (όπως ισχύει προς το παρόν) στο επίπεδο του κράτους μέλους, ιδίως για τα προγράμματα που στοχεύουν στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες. Παράλληλα, είναι σημαντικό να μην υποτιμηθούν οι δυσκολίες στη διαθεσιμότητα των δεδομένων που αυτό θα συνεπαγόταν, ένας κλασσικός περιορισμός των προσπαθειών βελτίωσης στον εν λόγω κλάδο. Η μεθοδολογία θα αξιολογηθεί από τις εμπειρίες που θα συγκεντρωθούν από την εφαρμογή της αρχής της προσθετικότητας το 2003 και το 2005.

Η αξιολόγηση έχει πλέον εδραιωθεί ως αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών του προγραμματισμού. Το «αποθεματικό επίδοσης» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες που εισήγαγε η Ατζέντα 2000. Όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να ενισχυθεί η σχέση μεταξύ της χορηγούμενης χρηματοδότησης και των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

Βελτίωση της συνεκτικότητας μεταξύ του Ταμείου Συνοχής και των Διαρθρωτικών Ταμείων

Το Ταμείο Συνοχής, που θεσπίστηκε από τη Συνθήκη, αφορά κράτη μέλη στα οποία το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από το 90% του κοινοτικού μέσου όρου και τα οποία έχουν καταρτίσει πρόγραμμα μακροοικονομικής σύγκλισης. Ως συμπλήρωμα των Διαρθρωτικών Ταμείων, έχει αποδειχθεί χρήσιμο μέσο για την προώθηση των επενδύσεων και την παροχή υποστήριξης στα κράτη συνοχής ώστε να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα.

Θέματα που πρόκειται να εξεταστούν στο μέλλον αφορούν το ύψος των χρηματοδοτικών πόρων που πρέπει να διοχετεύονται στο Ταμείο σε απόλυτους αριθμούς, καθώς και η ενίσχυση του συντονισμού της παρεχόμενης υποστήριξης με αυτήν που παρέχουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία.

Η Συνθήκη περιορίζει το Ταμείο Συνοχής στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων για τα δίκτυα μεταφορών και το περιβάλλον. Ενώ το Ταμείο Συνοχής εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο, θα υπήρχαν σαφή πλεονεκτήματα στην επιλογή σχεδίων ώστε να μην αυξάνονται οι περιφερειακές ανισότητες και να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση στις πιο πλούσιες πρωτεύουσες και στις γύρω περιφέρειες.

Προς το παρόν, το μερίδιο του Ταμείου Συνοχής στις συνολικές δαπάνες για τις διαρθρωτικές πολιτικές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανέρχεται σε περίπου 18%. Το εάν η ίδια ισορροπία μεταξύ του Ταμείου Συνοχής και των Διαρθρωτικών Ταμείων ενδείκνυται για τα νέα κράτη μέλη αποτελεί θέμα για περαιτέρω εξέταση, ενδεχομένως μετά από μία μεταβατική περίοδο.

Η κατανομή των πόρων του Ταμείου Συνοχής μεταξύ των δικαιούχων πρέπει να αποφασίζεται βάσει καθαρά αντικειμενικών κριτηρίων, όπως και στην περίπτωση των Διαρθρωτικών Ταμείων σήμερα. Η ανάγκη για αντικειμενικότητα θα γίνει πιο σημαντική για όλα τα κράτη μέλη μετά την προσχώρηση νέων χωρών. Για να ενισχυθεί ο συντονισμός μεταξύ των ενεργειών που υποστηρίζονται από το Ταμείο Συνοχής και αυτών που υποστηρίζεται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, πρέπει να αποτελέσουν μέρος ενός ενιαίου πλαισίου. Για τις χώρες συνοχής, το Ταμείο Συνοχής πρέπει να γίνει το μόνο μέσο για τη χρηματοδότηση μεγάλων σχεδίων για τις μεταφορές και το περιβάλλον στις περιφέρειες που υστερούν.

Οι δημοσιονομικές πτυχές της πολιτικής για τη συνοχή σε μία διευρυμένη Ένωση μετά το 2006

Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση για τις εθνικές, τις περιφερειακές και τις κοινωνικές ανισότητες επισημαίνουν την αυξημένη ανάγκη μιας πολιτικής για τη συνοχή σε μία διευρυμένη Ένωση. Η ανάλυση του Μέρος 1 της κύριας έκθεσης επισημαίνει ότι οι οικονομικές και οι κοινωνικές ανισότητες εντός της Ένωσης θα αυξηθούν σημαντικά με τη διεύρυνση. Η πρόκληση της διατήρησης της οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής πρόκειται λοιπόν να αυξηθεί.

Αναπόφευκτα, ο όγκος της οικονομικής προσπάθειας θα προσανατολίζεται στα νέα κράτη μέλη. Με πραγματικούς όρους, το μέγεθος του συνολικού χρηματοδοτικού πακέτου θα καθορίσει το επίπεδο της βούλησης εκ μέρους της Ένωσης για την αντιμετώπιση προβλημάτων που εμμένουν στα 15 κ.μ. της ΕΕ, ιδίως στις περιφέρειες που σημειώνουν υστέρηση. Πρέπει λοιπόν να περιοριστεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο η συζήτηση του προϋπολογισμού για την πολιτική συνοχής. Ενώ είναι ακόμα νωρίς να υποβληθούν δημοσιονομικές προτάσεις για την πολιτική συνοχής μετά το 2006 - που σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξεταστούν ως μέρος μίας συνολικής συζήτησης για τις μελλοντικές κοινωνικές πολιτικές - αρμόζει να υπενθυμίσουμε ορισμένα στοιχεία και να προσφέρουμε ορισμένα σημεία αναφοράς για την υποστήριξη της συζήτησης.

Μεταξύ της μεταρρύθμισης του 1988 και του 1999, η Ένωση ενίσχυσε την πολιτική της για τη συνοχή μέσω των χρηματοδοτικών πόρων που της διοχετεύει σε απόλυτους αριθμούς και σε σχέση με τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως σύνολο. Στα πλαίσια της Ατζέντας 2000, η αρχική πρόταση της Επιτροπής ήταν να διατηρηθεί το επίπεδο της χρηματοδοτικής υποστήριξης που επιτεύχθηκε το 1999 για τα 15κ.μ. της ΕΕ (0,46% του ΑΕΠ) καθ' όλη την περίοδο 2000-2006.

Επί του προκειμένου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Βερολίνο διοχέτευσε 213 δισ. ευρώ. σε διαρθρωτικά μέτρα στα 15 κράτη μέλη για την περίοδο 2000 - 2006, δηλαδή 30 δισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο. Οι πόροι που χορηγούνται ως προενταξιακή ενίσχυση (3 δισ. ευρώ) και τα ποσά που προορίζονται για τις χώρες που θα προσχωρήσουν μεταξύ 2002 και 2006 αποτελούν ένα επιπρόσθετο μέρος του συνολικού πακέτου για την πολιτική συνοχής. Η πολιτική συνοχής για τα νέα κράτη μέλη μετά την ένταξη ορίσθηκε σε ένα σταδιακά αυξανόμενο ποσό που θα ανέλθει σε 12 δισ. ευρώ το 2006. Οι εν λόγω αποφάσεις από κοινού όρισαν το συνολικό ποσό στην πράξη σε 0,45% του ΑΕΠ στη διευρυμένη Ένωση 21 κρατών μελών το 2006, δηλαδή σχεδόν το ίδιο με αυτό κατά την αρχή της περιόδου για τα 15 κ.μ. της ΕΕ.

Το ίδιο ποσοστό δεν χρειάζεται απαραίτητα να ληφθεί ως σημείο αναφοράς για μελλοντική χρηματοδότηση συνοχής, αλλά πρέπει να καταστεί σαφές ότι - για να παραμείνει αξιόπιστη - η περιφερειακή πολιτική και η πολιτική συνοχής πρέπει να απορροφά πόρους ανάλογους με τις ανάγκες στις περιστάσεις που προκύπτουν.

Διεύρυνση και ανώτατο όριο μεταβιβάσεων

Σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για την περίοδο 2000-2006, οι μεταβιβάσεις πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής περιορίζονται κατ' ανώτατο όριο στο 4% του εθνικού ΑΕΠ ετησίως σε όλα τα κράτη μέλη. Το ανώτατο αυτό όριο, ως ποσοστό που καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στα σημερινά κράτη μέλη, σε μία προσπάθεια να διατηρηθούν οι μεταφορές από την Ένωση σε επίπεδα που θα μπορούν να διαχειρίζονται οι παραλήπτριες διοικήσεις, θα έχει σημαντικές συνέπειες για ορισμένες από τις λιγότερο ευημερούσες υποψήφιες χώρες μετά την ένταξή τους.

Κατά συνέπεια στο νέο πλαίσιο θα πρέπει να συνδυαστούν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

- Να αντιμετωπιστεί ο στόχος της συνοχής, ιδιαίτερα οι τεράστιες αναπτυξιακές ανάγκες των υποψηφίων χωρών.

- Να ληφθεί δεόντως υπόψη η ικανότητα απορρόφησης των χωρών αυτών από οικονομική, δημοσιονομική και διοικητική άποψη.

Αν είχε ληφθεί πλήρως υπόψη η σχετική ευημερία των ενδιαφερομένων χωρών, θα μπορούσαν να προκληθούν σημαντικοί κίνδυνοι όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης που αυτές διαθέτουν και την κατανομή των δημοσίων δαπανών. Συνεπώς, η αντιμετώπιση του ανωτάτου ορίου θα είχε σημασία μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως σε περιπτώσεις σχεδίων χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο Συνοχής που εμφανίζουν ιδιαίτερο κοινοτικό ενδιαφέρον.

Συνέχιση της προενταξιακής διαδικασίας για τις άλλες υποψήφιες χώρες

Η προενταξιακή ενίσχυση, αφού τροποποιηθεί αν αυτό απαιτείται, θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχεται στις υποψήφιες χώρες που δεν θα έχουν ακόμα προσχωρήσει την Ένωση την 1η Ιανουαρίου του 2007. Το ποσό της απαιτούμενης χρηματοδότησης πρέπει να καθοριστεί με αντικειμενική εκτίμηση των αναγκών, της ικανότητας απορρόφησης και του αριθμού των χωρών που θα λαμβάνουν την ενίσχυση αυτή.

Αύξηση της συμβολής των άλλων πολιτικών

Οι κοινοτικές πολιτικές έχουν καθεμία τους δικούς της στόχους και σε αρκετές περιπτώσεις είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός τους όσον αφορά τη συνοχή, είναι όμως αναγκαίο, παράλληλα με μια πιο ισχυρή γεωγραφική και θεματική συγκέντρωση των ταμείων, να ενισχυθούν οι συνέργειες και η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην πολιτική συνοχής και τις άλλες κοινοτικές πολιτικές.

Ορισμένες κοινοτικές πολιτικές συμβάλλουν έμμεσα στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, προωθώντας τη δημιουργία πιο ευνοϊκών αναπτυξιακών συνθηκών σε κράτη μέλη και περιφέρειες με χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας.

Αυτό ισχύει για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση που συμβάλλει στην επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας ιδίως στις χώρες συνοχής, γεγονός που, επειδή ευνοεί τις επενδύσεις και την οικονομική μεγέθυνση, αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή, προϋπόθεση για πραγματική σύγκλιση.

Το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική αγορά, που, μαζί με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επηρεάζει σημαντικά την κοινωνική συνοχή όλων των περιφερειών. Η Ένωση καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων, κεφαλαίων και εργασίας. Για τη μείωση αυτή των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών απαιτούνται επενδύσεις που να αποσκοπούν στην αύξηση του οικονομικού δυναμικού των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών.

Η ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση δεν οδηγεί αυτόματα σε μεγαλύτερη περιφερειακή ολοκλήρωση και μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Κατά συνέπεια απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, περιορισμός των εμποδίων στα οποία προσκρούει ο ανταγωνισμός σε ορισμένες αγορές, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες, και υποστήριξη της πολιτικής για τη συνοχή, προκειμένου να αντληθούν τα πλήρη οφέλη από τη διαδικασία σύγκλισης σε ορισμένα κράτη μέλη και τη μείωση των υφιστάμενων ανισοτήτων ανάμεσα στις περιφέρειες.

Η ΟΝΕ, όπως και η εσωτερική αγορά, πρέπει να συμπληρώνεται από συνοδευτικές πολιτικές ώστε όλα τα κράτη μέλη και όλες οι περιφέρειες να μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση. Από την άποψη αυτή, η διατήρηση των διαρθρωτικών δαπανών που συμπληρώνουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της απασχόλησης, καθώς και στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, είναι σημαντική για την γενικότερη αποτελεσματικότητα της πολιτικής για τη συνοχή.

Η πολιτική ανταγωνισμού και η πολιτική συνοχής είναι συμπληρωματικές, καθώς το ανώτατο όριο που επιβάλλεται στις κρατικές ενισχύσεις των περιφερειών ευνοεί κυρίως τις λιγότερο ευημερούσες χώρες. Η πολιτική αυτή ώθηση πρέπει να συνεχιστεί ώστε να δημιουργηθούν δικαιότερες συνθήκες ανταγωνισμού. λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο των υπηρεσιών κοινής ωφελείας όσον αφορά τη συνοχή των περιφερειών.

Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση είναι αναγκαία για τη συνοχή. Ωστόσο πρέπει να προσαρμοστεί στις διάφορες περιφερειακές και τοπικές συνθήκες ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα στις πολύ διαφορετικές επιδόσεις των αγορών εργασίας. Ο στόχος αυτός έχει ήδη ληφθεί υπόψη στις ενέργειες που υποστηρίζουν τα Διαρθρωτικά Ταμεία για την περίοδο 2000-2006. Όμως οι εθνικοί προϋπολογισμοί δεν καθορίζουν με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο οι στρατηγικοί στόχοι μεταφράζονται σε δημοσιονομικές δεσμεύσεις, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό τέτοιων ενεργειών.

Άλλες κοινοτικές πολιτικές έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εδαφική διάρθρωση της Ένωσης

Η κοινή αγροτική πολιτική έχει σε μεγάλο βαθμό επιτύχει τους στόχους της, που επικεντρώνονται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής γεωργίας. Η αλλαγή της ΚΑΠ σημαίνει ότι ωφελεί σήμερα ορισμένες χώρες συνοχής περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αλλά η συμβολή της στην εδαφική συνοχή εξακολουθεί να ποικίλει σημαντικά και εξαρτάται από τα περιφερειακά συστήματα γεωργικής παραγωγής. Ο δεύτερος άξονας της ΚΑΠ, η πολιτική ανάπτυξης της υπαίθρου, πρέπει να τοποθετηθεί σε αρκετά διαφορετική κλίμακα, ιδιαίτερα στις περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο από τις συνεχείς μεταβολές της αγροτικής πολιτικής.

Σε ορισμένες μικρές παράκτιες περιοχές, η αλιεία αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό της απασχόλησης. Για την κοινή αλιευτική πολιτική η πρόκληση είναι να αποκαταστήσει τη βιώσιμη ισορροπία μεταξύ των αλιευτικών αποθεμάτων και της αλιευτικής δραστηριότητας. Επειδή οι δραστηριότητες που συνδέονται με την αλιεία συγκεντρώνονται σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, απαιτούνται συνοδευτικές κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές προκειμένου να επιτευχθεί διαφοροποίηση.

Τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών αποτελούν ένα μέσο τοπικής/περιφερειακής ανάπτυξης και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις ανισότητες μεταξύ των περιφερειών, όπως τονίζεται στο σχέδιο ανάπτυξης του κοινοτικού χώρου (ΣΑΚΧ - ESDP). Ωστόσο απαιτείται μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα μεταξύ της πολιτικής μεγάλων δικτύων και των προγραμμάτων των Διαρθρωτικών ταμείων και πρέπει να ληφθεί περισσότερο υπόψη ο στόχος της συνοχής κατά την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών για τα διευρωπαϊκά δίκτυα.

Όλες οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην έκθεση για την συνοχή δείχνουν τη σημασία που έχουν για την ανταγωνιστικότητα η έρευνας και η καινοτομία. Παρά την πρόοδο που επιτεύχθηκε βάσει του 5ου προγράμματος πλαισίου, η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη (ΕΤΑ) εξακολουθούν να είναι συγκεντρωμένες στις πιο κεντρικές και ανταγωνιστικές περιοχές. Για να γίνει πραγματικότητα ο ευρωπαϊκός χώρος έρευνας πρέπει να δοθεί έμφαση στην περιφερειακή διάσταση της ΕΤΑ μέσω της διαδικτύωσης και της βελτίωσης του συντονισμού με τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Η πρόκληση εδώ είναι να εξασφαλισθεί ότι η πλήρη ένταξη στο χώρο αυτόν των περιοχών που υστερούν.

Η πολιτική περιβάλλοντος, μαζί με την οικονομική και την κοινωνική συνοχή, είναι ένας από τους τρεις άξονες της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο σχεδιασμός της πολιτικής αυτής πρέπει να λάβει περισσότερο υπόψη τις περιφερειακές διαφορές και ιδιαιτερότητες, καθώς και τον χρηματοοικονομικό αντίκτυπο των προβλεπόμενων μέτρων για τις περιφέρειες.

Το κοινοτικό δημοσιονομικό σύστημα και η συνοχή

Όσον αφορά το γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, η εξισορρόπηση των συνεισφορών και της κατανομής των δαπανών για κάθε κράτος μέλος δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Ωστόσο οι συνεισφορές κάθε κράτους μέλους γίνονται σταδιακά περισσότερο ανάλογες με το ΑΕΠ του. Οι δαπάνες της Ένωσης αντανακλούν το περιεχόμενο και τις προτεραιότητες των κοινοτικών πολιτικών, καθώς μόνον οι δαπάνες για τη συνοχή είναι αντιστρόφως ανάλογες με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε περιφέρειας.

Η ενίσχυση της συμβολής των άλλων πολιτικών στην προσπάθεια για επίτευξη συνοχής

Με τη διεύρυνση, την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την ανάπτυξη της κοινωνίας της γνώσης, η Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Κατά συνέπεια πρέπει οι άλλες κοινοτικές πολιτικές να συνεισφέρουν περισσότερο στην οικονομική και στην κοινωνική συνοχή, όπως προβλέπεται στη συνθήκη.

Είναι σημαντικό να εξεταστεί ο τρόπος αντιμετώπισης της μεγαλύτερης ανάγκης για συνοχή, συμπληρωματικότητα και αποτελεσματικότητα των κοινοτικών πολιτικών και τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών. Ο προβληματισμός αυτός αποτελεί μέρος των εργασιών που δρομολογήθηκαν από τη λευκή βίβλο για τη διακυβέρνηση.

10 Ερωτήσεις για δημόσια συζήτηση με θέμα το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή

1. Ποιος θα είναι ο ρόλος της πολιτικής για τη συνοχή σε μία διευρυμένη Ένωση 30 περίπου κρατών μελών, στο πλαίσιο ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών; Πώς είναι δυνατό να προωθηθεί η οικονομική σύγκλιση και να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο;

2. Με ποιο τρόπο πρέπει να καταστούν πιο συνεκτικές οι κοινοτικές πολιτικές; Με ποιο τρόπο πρέπει να βελτιωθεί η συμβολή άλλων κοινοτικών πολιτικών στην επίτευξη της συνοχής;

3. Με ποιο τρόπο πρέπει να τροποποιηθεί η πολιτική συνοχής κατά την προετοιμασία μιας άνευ προηγουμένου διεύρυνσης της Ένωσης; Πρέπει η πολιτική συνοχής να εξετάζει το θέμα της εδαφικής συνοχής, προκειμένου να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι βασικές χωροταξικές ανισότητες στην Ένωση;

4. Με ποιο τρόπο μπορεί να πολιτική για τη συνοχή να επικεντρωθεί σε μέτρα με υψηλή κοινοτική προστιθέμενη αξία;

5. Ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες για την επίτευξη ισόρροπης και βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης στην Ένωση;

6. Με ποιο τρόπο πρέπει να προωθηθεί η οικονομική σύγκλιση των περιφερειών της Ένωσης που υστερούν;

7. Τι είδους κοινοτική παρέμβαση απαιτείται για άλλες περιφέρειες;

8. Ποιες μέθοδοι πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κατανομής των κονδυλίων στα κράτη μέλη και στις περιφέρειες;

9. Ποιες αρχές πρέπει να διέπουν την εφαρμογή της κοινοτικής παρέμβασης;

10. Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση στις αυξανόμενες ανάγκες όσον αφορά την οικονομική, κοινωνική και εδαφική διάσταση της συνοχής.