52001DC0009

ΙΙΙ. έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» /* COM/2001/0009 τελικό */


III. ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

III. ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (1997-2000)

3. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΣΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

4. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

4.1. Αρχές δικαιοδοσίας (άρθρο 2)

4.2. Εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία (άρθρο 3α)

4.3. Προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων (άρθρα 4 και 5)

4.4. Εφαρμογή των κανόνων για τη διαφήμιση (άρθρα 10-20)

4.5. Προστασία των ανηλίκων και δημόσια τάξη (άρθρα 22 έως 22β)

4.6. Συντονισμός μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

5. ΔΙΕΎΡΥΝΣΗ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΊΑΣ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΜΈΣΩΝ ΣΤΙΣ ΥΠΟΨΉΦΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΞΗ ΧΩΡΕΣ

6. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με την παρούσα ανακοίνωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή την τρίτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ [1] όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ [2] η οποία αποκαλείται «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» (εφεξής, η οδηγία).

[1] ΕΕ L 298/23 της 17.10.1989

[2] ΕΕ L 202/60 της 30.07.1997

Το άρθρο 26 της οδηγίας προβλέπει ότι το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, έπειτα ανά διετία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε, και ενδεχομένως διατυπώνει νέες προτάσεις με σκοπό την προσαρμογή της στις εξελίξεις στον τομέα των τηλεοπτικών μεταδόσεων, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων.

Η παρούσα έκθεση αφορά την εφαρμογή της οδηγίας από την τροποποίηση της τον Ιούλιο του 1997 [3] μέχρι το τέλος του έτους 2000.

[3] Ημερομηνία μέχρι την οποίαν αναφερόταν η 2η έκθεση εφαρμογής.

Η έκθεση περιγράφει και αναλύει τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την εφαρμογή της οδηγίας στο διάστημα της περιόδου αναφοράς. Ιδίως αναφέρεται στο συντονισμό μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την προστασία των ανηλίκων, την εφαρμογή του άρθρου 3α για τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τη διαφήμιση, την κατάσταση μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια καθώς και την ανάλυση της νομοθεσίας οπτικοακουστικών μέσων στα κράτη που είναι υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.

Λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή η έκθεση καλύπτει ουσιαστικά μεταβατική περίοδο, δεδομένου ότι προβλέπεται επανεξέταση των διατάξεων της οδηγίας για τα τέλη του 2002, η έκθεση αυτή δεν διατυπώνει νέες προτάσεις τροποποίησης των διατάξεων αυτών. Στο ενδιάμεσο διάστημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει διαβουλεύσεις με διαφανή τρόπο, ιδίως όσον αφορά τις πιθανές συνέπειες των τεχνολογικών εξελίξεων για τις διατάξεις της οδηγίας. Ιδίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε πρόσφατα πολλές μελέτες που αφορούν διάφορα πεδία τα οποία καλύπτει η οδηγία. [4]. Στο πλαίσιο αυτών των μελετών θα διοργανωθούν δημόσια συνέδρια στα οποία θα συμμετάσχουν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας οπτικοακουστικών μέσων. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών και αυτών των συνεδρίων θα αποτελέσουν σημαντικές συμβολές στην ανακοίνωση σχετικά με την επανεξέταση της οδηγίας την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το 2002.

[4] ΕΕ S 149 της 05.08.2000

Εξάλλου πρέπει να διευκρινισθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγρ. 3 η εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης [5] Παρ' όλα αυτά το στοιχείο 4.3. της παρούσας έκθεσης παρουσιάζει τα κυριότερα συμπεράσματα της τελευταίας ειδικής έκθεσης για τα άρθρα 4 και 5 (προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων) της οδηγίας.

[5] COM(2000) 442 τελικό

2. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (1997-2000) [6]

[6] Όλα τα στατιστικά στοιχεία σε αυτή την ανακοίνωση παρασχέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης του Οπτικοακουστικο, εκτός αν αναφέρεται κάτι διαφορετικό

Βιομηχανία

Ο τηλεοπτικός τομέας, στο πλαίσιο της ευρύτερης βιομηχανίας οπτικοακουστικών μέσων, διήνυσε περίοδο συνεχούς ανάπτυξης κατά τα έτη 1997- 2000.

Σε πλαίσιο αυξημένων και ποιοτικά βελτιωμένων υποδομών εκπομπής και λήψης, οι παροχείς τηλεοπτικών υπηρεσιών ανέπτυξαν την προσφορά τους τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Στις αρχές του 2000 περισσότεροι από 580 δίαυλοι με δυνατότητα εθνικής κάλυψης εξέπεμπαν στην ΕΕ στα ερτζιανά, μέσω δορυφόρου ή καλωδίου. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αύξηση κατά περίπου 58% και 170% σε σύγκριση με τον αριθμό των διαύλων που αναφέρονταν στο τέλος του 1998 και 1996 αντιστοίχως [7]. Πολλοί από τους υπάρχοντες διαύλους εκπέμπουν σε περισσότερο από ένα μέσα μετάδοσης και λαμβάνονται κανονικά σε περισσότερες από μια χώρες της ΕΕ, ιδίως μέσω δορυφόρου. Αυτό έχει αυξήσει τα συνολικά διασυνοριακά χαρακτηριστικά της αγοράς οπτικοακουστικών μέσων. Στα μικρά κράτη μέλη, ιδιαιτέρως εκείνα που έχουν την ίδια γλώσσα με άλλα μεγαλύτερα κράτη μέλη, είναι μάλλον συνήθης η ερτζιανή και ιδίως η καλωδιακή μετάδοση ξένων διαύλων. Περίπου 50 δίαυλοι απευθύνονται κυρίως σε αγορές διαφορετικές από την αγορά της χώρας εγκατάστασής τους. Συγχρόνως διανέμονταν 22 ψηφιακές δέσμες, μέσω δορυφόρου ή καλωδίου σε χώρες της ΕΕ, ενώ σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έχουν τουλάχιστον μια δέσμη. Επιπλέον τρία κράτη μέλη ξεκίνησαν ψηφιακές ερτζιανές τηλεοπτικές υπηρεσίες από το 1998 (το Ηνωμένο Βασίλειο το 1998, η Σουηδία το 1999, η Ισπανία το 2000). Δοκιμαστική εκπομπή ερζιανών ψηφιακών προγραμμάτων είναι σε εξέλιξη σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες [8].

[7] Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα». COM(2000) 442 τελικό

[8] Βλ. επίσης την έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την ανάπτυξη της αγοράς για την ψηφιακή τηλεόραση στην ΕΕ στο πλαίσιο της οδηγίας 95/47/EΚ.

Πέρα από τους δημόσιους και ιδιωτικούς γενικούς διαύλους ελεύθερης λήψης (περίπου 83 δίαυλοι για χρόνο μετάδοσης περίπου 550 000 ωρών ετησίως) ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός θεματικών διαύλων μεταδίδονται στο πλαίσιο των δεσμών που προτείνουν οι επιχειρήσεις συνδρομητικής τηλεόρασης, είτε μέσω δορυφόρου ή καλωδιακών δικτύων, είτε μέσω ερτζιανής ψηφιακής μετάδοσης. Ο προγραμματισμός και η εμπορική εκμετάλλευση αυτών των διαύλων διαφέρουν από μια επιχείρηση στην άλλη και είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει ακριβής ποσοτική εκτίμηση του χρόνου των προγραμμάτων. Ωστόσο θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε περίπου 3,5 εκατομμύρια ώρες μετάδοσης ετησίως. Οι δημοφιλέστερες κατηγορίες είναι οι ταινίες, τα αθλήματα, τα παιδικά προγράμματα, τα προγράμματα μουσικής και ελεύθερου χρόνου, αλλά όλο και περισσότεροι δίαυλοι αφιερώνονται σε ορισμένα τμήματα της αγοράς (όπως η κατάρτιση και η εκπαίδευση, οι τηλεοπτικές σειρές, τα κινούμενα σχέδια, τα ντοκιμαντέρ, η ιστορία, τα ταξίδια, τα βιντεοπαιχνίδια, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η τηλεαγορά, οι θρησκείες, τα ερωτικά και πορνογραφικά προγράμματα). Οι δίαυλοι τοπικής εμβέλειας ευρίσκονται επίσης σε ταχεία ανάπτυξη και είναι πιθανόν να επωφεληθούν από τις αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης μέσω δορυφόρου, καλωδίου και, στο εγγύς μέλλον, ερτζιανής ψηφιακής τηλεόρασης.

Εξειδικευμένες έρευνες [9] οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς έδειξαν πρόσφατα ότι στις ώρες μεγάλης ακροαματικότητας τείνουν να κυριαρχούν τηλεοπτικά έργα φαντασίας εθνικής προέλευσης (με μερικές σπάνιες εξαιρέσεις όπως η Ιταλία και η Ισπανία) το 1999, ενώ τα αμερικανικά έργα συνέχιζαν να καλύπτουν τις άλλες ζώνες προγραμμάτων που αφιερώνονταν στα έργα φαντασίας. Η παρουσία ξένων τηλεοπτικών έργων φαντασίας ευρωπαϊκής προέλευσης και ταινιών μεγάλου μήκους παρέμενε μάλλον περιορισμένη. Εξαιτίας αυτών των προτύπων προγράμματος, το εμπόριο τηλεοπτικών δικαιωμάτων με τις ΗΠΑ το 1998 παρουσίασε έλλειμμα περίπου 2,9 δισεκατομμυρίων $ ΗΠΑ (+ 14% έναντι του 1997) επί συνολικού ελλείμματος για τα οπτικοακουστικά το οποίο εκτιμήθηκε σε 6,6 δισεκατομμύρια $ ΗΠΑ. Μεγάλο μέρος αυτού του ελλείμματος οφειλόταν στο εμπόριο ταινιών μεγάλου μήκους, τηλεοπτικών έργων φαντασίας και κινουμένων σχεδίων. Αυτό το εμπορικό έλλειμμα συνεχίσθηκε το 1999.

[9] Έκθεση 2000 «Television Fiction in Europe» από την Eurofiction

Ακροαματικότητα

Απέναντι στη συνεχή και διαφοροποιημένη αύξηση της προσφοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η ζήτηση από το κοινό, η ακροαματικότητα, αυξήθηκε μόνον οριακά τα τελευταία χρόνια χωρίς ωστόσο να εμφανισθεί μείωση του ημερήσιου χρόνου τηλεθέασης, όπως προέβλεπαν πολλοί αναλυτές, λόγω της ανάπτυξης της μαζικής πρόσβασης στο διαδίκτυο. Πράγματι η αύξηση στους διαύλους και τις πλατφόρμες μετάδοσης έχει συμβάλει σημαντικά στη δημοτικότητα της τηλεόρασης ως μέσου διασκέδασης και πληροφόρησης και ο αριθμός των ωρών τηλεθέασης για τους πολίτες της ΕΕ παρέμεινε σε μια κλίμακα από 140 λεπτά / ημέρα (Αυστρία) σε περίπου 230 λεπτά / ημέρα (Ιταλία και Ελλάδα).

Η ακροαματικότητα των δημόσιων κρατικών διαύλων διαφέρει σημαντικά από μια χώρα στην άλλη: τα ημερήσια μερίδια αγοράς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000 κυμαίνονται από τα 2/3 στη Δανία [10] έως 1/10 στην Ελλάδα. Το 1999 οι δημόσιοι δίαυλοι έχασαν μερίδια αγοράς στην Αυστρία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πορτογαλία και τη Σουηδία, ενώ σε άλλες χώρες η ακροαματικότητά τους παρέμενε σταθερή και στο Βέλγιο αυξανόταν.

[10] Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει δεδομένα για τον TV2, μικτό, δημόσιο / ιδιωτικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό.

Οι «καθιερωμένοι» ιδιωτικοί δωρεάν δίαυλοι οι οποίοι αναπτύχθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 80, αντιμετωπίζουν σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη τον ανταγωνισμό νέου τύπου ιδιωτικών ή συνδρομητικών διαύλων οι οποίοι φθάνουν στην αγορά με τον παραδοσιακό ερτζιανό τρόπο μετάδοσης (Channel 5 στο Ηνωμένο Βασίλειο, Nelonen στη Φινλανδία) ή, συχνότερα, καλωδιακά ή μέσω δορυφόρου.

Η δομή της ακροαματικότητας ανάλογα με τους τρόπους μετάδοσης διαφέρει από μια χώρα στην άλλη και αποτελεί συχνά συνέπεια των μοντέλων ανάπτυξης που ακολουθήθηκαν από τη δεκαετία του 60 και του 70 και μετά. Η Γερμανία, στην οποία είναι ευρύτερα διαδεδομένη η καλωδιακή και δορυφορική λήψη, παρουσιάζει την πλέον κατακερματισμένη αγορά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το μερίδιο αγοράς διαύλων μη ερτζιανής μετάδοσης υπερβαίνει το 11%, ενώ στη Γαλλία έφθασε το 7% περίπου και στη Γερμανία το 10% περίπου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000. Στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες, όπου είναι διαδεδομένη η καλωδιακή λήψη, η ερτζιανή μετάδοση περιορίζεται σχεδόν στους δημόσιους κρατικούς διαύλους, ενώ όλοι οι σημαντικοί εμπορικοί τηλεοπτικοί φορείς μεταδίδουν αποκλειστικά καλωδιακά. Σε αυτές τις χώρες το κοινό έχει σχεδόν αποκλειστικά καλωδιακή λήψη προγραμμάτων της δημόσιας τηλεόρασης. Αντίθετα, στην Ιταλία, η καλωδιακή μετάδοση είναι σχεδόν ανύπαρκτη, η δορυφορική μετάδοση χρησιμοποιείται κυρίως από τους συνδρομητικούς διαύλους, ενώ τόσο οι δημόσιοι δίαυλοι όσο και οι εμπορικοί εκπέμπουν γενικά στα ερτζιανά.

Η ανάπτυξη της συνδρομητικής τηλεόρασης ενισχύθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες από τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα τεχνικών ψηφιακής μετάδοσης μέσω δορυφόρου και καλωδίου, καθώς και από την προσφορά δεσμών με πρώτης επιλογής και θεματικούς διαύλους. Ο αριθμός των συνδρομητών σε πρώτης επιλογής υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης εκτιμάται ότι υπερέβαινε τα 18 εκατομμύρια στο τέλος του 1999, ενώ 13 εκατομμύρια νοικοκυριά έχουν εξοπλισμό για τη λήψη ψηφιακών προγραμμάτων.

Συνολική αξία της αγοράς

Όλα σχεδόν τα νοικοκυριά στην ΕΕ διαθέτουν τηλεοπτικούς δέκτες (περισσότερα από 152 εκατομμύρια το 2000, +12 εκατομμύρια σε σχέση με το 1997) και ο αριθμός των τηλεοπτικών δεκτών 16:9 αυξάνεται ραγδαία (περίπου 5,5 εκατομμύρια στα τέλη του 1999). Ο αριθμός των νοικοκυριών που διαθέτουν εξοπλισμό για απευθείας δορυφορική λήψη (και επομένως μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ραδιοφωνικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες τηλεμετάδοσης) ανήλθε στο 18% του συνόλου των νοικοκυριών, ενώ οι καλωδιακές τηλεοπτικές συνδέσεις έφθασαν περίπου το 29% του συνόλου των νοικοκυριών. Τα καλωδιακά δίκτυα θεωρούνται στρατηγικά από πολλούς φορείς λόγω της δυνατότητας να εξασφαλίσουν στους πελάτες ευρεία προσφορά υπηρεσιών σε περιβάλλον που θα είναι προσεχώς εξ ολοκλήρου ψηφιακό: εύκολη πρόσβαση στη διαλογική τηλεόραση, το διαδίκτυο και τη φωνητική τηλεφωνία. Το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο εκτιμάται σε 12% επί του συνόλου των νοικοκυριών της ΕΕ στα μέσα του 1999 [11].

[11] Έρευνα τηλεπικοινωνιών 1999 από την Gallup Europe

Ο συνολικός κύκλος εργασιών του τομέα τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής μετάδοσης στην ΕΕ το 1998 εκτιμήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης του Οπτικοακουστικού Τομέα σε περίπου 48 δισεκατομμύρια EUR, έναντι 44 δισεκατομμυρίων EUR το 1997 (+ 9,1 %).

Η διαφήμιση παραμένει η κύρια πηγή χρηματοδότησης για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς στην ΕΕ. Μετά από πολλά χρόνια αδιάκοπης ανάπτυξης, η ακαθάριστη αγορά τηλεοπτικών διαφημίσεων για δημόσιους και ιδιωτικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς μπορεί να εκτιμηθεί σε περίπου 23,2 δισεκατομμύρια EUR το 1999, (+ 13,4 % έναντι του 1998). Υπάρχουν προβλέψεις περαιτέρω αύξησης κατά 8,8 % το 2000 και 6,8 % το 2001 [12]. Η αύξηση του αριθμού των συνδρομών στη συνδρομητική τηλεόραση οδήγησε επίσης σε αύξηση των καθαρών εσόδων των διαύλων αυτών, τα οποία ανήλθαν συνολικώς σε 7,3 δισεκατομμύρια EUR το 1998, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 22% έναντι του προηγούμενου έτους. Αν και δεν είναι διαθέσιμα πλήρη στοιχεία για το 1999, φαίνεται να έχει σημειωθεί αύξηση κατά περίπου 18%.

[12] European Advertising and Media Forecast (Ευρωπαϊκή πρόβλεψη διαφήμισης και μέσων επικοινωνίας), Σεπτέμβριος του 2000 από την NTC

Οι δημόσιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται κυρίως από τα τέλη που καταβάλλουν οι τηλεθεατές. Τα συνολικά έσοδα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών ανήλθαν το 1998 σε 23,8 δισεκατομμύρια EUR (+ 4,2% έναντι του 1997). Οι επιχορηγήσεις και οι εγγυήσεις δανείων παραμένουν σημαντική μορφή χρηματοδότησης για ορισμένους δημόσιους τηλεοπτικούς οργανισμούς (Ισπανία, Πορτογαλία), ενώ στις Κάτω Χώρες τα τηλεοπτικά τέλη αντικαταστάθηκαν με χρηματοδότηση μέσω του γενικού συστήματος φορολογίας από τις αρχές του έτους 2000 και μετά. Το μερίδιο εμπορικών εσόδων των δημόσιων τηλεοπτικών φορέων εμφανίζει αύξηση σε πολλές χώρες (Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία) και αντιπροσωπεύει, γενικά, τα 1/3 του συνόλου των εσόδων. Αντιθέτως, στη Γερμανία και πιο πρόσφατα στη Γαλλία, η ακολουθούμενη πολιτική ευνόησε περισσότερο συστήματα χρηματοδότησης με βάση τα τηλεοπτικά τέλη ως κύρια πηγή εσόδων που απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών δημόσιας υπηρεσίας.

Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων

Προκειμένου να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που θέτει η εξέλιξη της τεχνολογίας, πολλοί ιδιωτικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί ακολούθησαν πολιτική στρατηγικών συμμαχιών και συγχωνεύσεων αφενός εντός του τομέα οπτικοακουστικών μέσων και αφετέρου με εταίρους συναφών τομέων όπως το διαδίκτυο και οι τηλεπικοινωνίες. Πολλές από τις συμμαχίες αυτές έχουν σκοπό να οδηγήσουν σε συντονισμένη δράση μεταξύ παροχέων οπτικοακουστικού περιεχομένου και διανομέων οπτικοακουστικών υπηρεσιών.

Το σημαντικότερο γεγονός ήταν μάλλον η συγχώνευση των οπτικοακουστικών δραστηριοτήτων του ομίλου Pearson (Pearson Group) με την CLT-UFA [13], την οποίαν ακολούθησε η αύξηση της συμμετοχής του ομίλου RTL στον ισπανικό ιδιωτικό δίαυλο Antena 3. Η αναδιοργάνωση του ομίλου Kirch (Kirch Gruppe) επέτρεψε περαιτέρω συμμαχία των γερμανικών εταιρειών με την ιταλική Mediaset [14] και την British BSkyB [15]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη σύμπραξη BSkyB/Kirch υπό όρους που συμφωνήθηκαν με τα μέρη. Οι όροι περιλαμβάνουν την παροχή πρόσβασης σε τεχνολογίες επί των οποίων υπάρχουν δικαιώματα αποκλειστικής εκμετάλλευσης και τη μετάβαση σε ανοικτά πρότυπα, προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία φραγμών στην αγορά μέσω της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης. Στη Γερμανία η Sat.1 και η Prosieben συγχωνεύθηκαν σε μία επιχείρηση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η διαδικασία συγκέντρωσης του δικτύου ITV επιταχύνθηκε με την εξαγορά της United News και της Media από την Granada. Τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο, η συγχώνευση της Vivendi καναδικής εταιρείας Seagram (ιδιοκτήτριας των Universal Studios) [16] σφυρηλάτησε μια υπερατλαντική συμμαχία η οποία δημιουργεί νέα κατάσταση για τους διάφορους διαύλους CANAL+.

[13] Απόφαση της Επιτροπής της 29/6/2000 : πρβλ/M. 1958/Bertelsmann/GBL/Pearson TV. IP/00/691

[14] Απόφαση της Επιτροπής της 3/8/1999 :πρβλ/JV. 1574/Kirch/Mediaset. IP/99/611

[15] Απόφαση της Επιτροπής της 21/3/2000 : πρβλ/JV. 37/BskyB/Kirch PayTV. IP/00/279

[16] Απόφαση της Επιτροπής της 13/10/2000 : πρβλ/m. 2050/Vivendi/Seagram/Canal+. IP/00/1162

3. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΣΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Πρώτη προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως θεματοφύλακα των συνθηκών είναι να μεριμνήσει για την ορθή μεταφορά στα εθνικά δίκαια της οδηγίας 97/36/ΕΚ της 30ης Ιουνίου 1997, η οποία τροποποίησε την οδηγία του 1989. Καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά της οδηγίας ήταν η 30η Δεκεμβρίου 1998.

Κατά την ημερομηνία έγκρισης της παρούσας έκθεσης 12 κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ισλανδία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο) είχαν κοινοποιήσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 97/36/ΕΚ. Στα τρία άλλα κράτη μέλη (Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες) η μεταφορά της οδηγίας δεν έχει ολοκληρωθεί. Για τις περιπτώσεις αυτές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [17].

[17] ΕΕΚ κατά Ιταλίας: Υπόθεση C-2000/207. ΕΕΚ κατά Λουξεμβούργου : Υπόθεση C-2000/119, ΕΕΚ κατά των Κάτω Χωρών : C-2000/145

4. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

4.1. Αρχές δικαιοδοσίας (άρθρο 2)

Η αναθεωρημένη οδηγία θέτει ασφαλές νομικό πλαίσιο που επιτρέπει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριος στόχος είναι η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών εκπομπών. Η αναθεωρημένη οδηγία διευκρίνισε και επεξήγησε ορισμένες διατάξεις όπως, μεταξύ άλλων, την αρχή της υπαγωγής μόνον στο κράτος μέλος προέλευσης και τα κριτήρια υπαγωγής των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στην έννομη τάξη του κράτους αυτού. Κατά την περίοδο αναφοράς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μερίμνησε για την τήρηση και την αποτελεσματικότητα των αρχών αυτών.

Έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά του Βελγίου (ανακοινωθέν τύπου της 5ης Ιουλίου 1999, IP/99/455), διότι, κατά την άποψή της, οι φλαμανδικές αρχές του τομέα οπτικοακουστικών μέσων είχαν υπερβεί τις αρμοδιότητές τους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε ότι η απόφαση του Vlaams Commissariaat voor de media να υποχρεώσει το σταθμό VT4, υπό βρετανική δικαιοδοσία, να του υποβάλει αίτηση αδείας συνιστούσε παράβαση, αφενός, των κανόνων δικαιοδοσίας της οδηγίας οι οποίοι προβλέπουν ότι μόνον το κράτος εγκατάστασης του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού είναι αρμόδιο να τον ελέγχει και, αφετέρου, του άρθρου 10 της συνθήκης ΕΚ. Εξάλλου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι η εν λόγω απόφαση είναι αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία διευκρίνισε ότι η αρμοδιότητα του κράτους μέλους λήψεως πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο κατά πόσον οι εκπομπές για τις οποίες πρόκειται προέρχονται πράγματι από άλλο κράτος μέλος (Υπόθεση C-11/95 - Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996). Εξάλλου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημερώθηκε για την απόφαση των ολλανδικών αρχών (commissariaat voor de Media) να απαγορεύσουν τη μετάδοση των προγραμμάτων RTL 4 και RTL 5 στις Κάτω Χώρες εάν η RTL/Veronica De Holland Media Groep SA δεν λάβει ολλανδικές άδειες γι' αυτούς τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί με προσοχή την εξέλιξη αυτού του φακέλλου.

4.2. Εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία (άρθρο 3α)

Οι διατάξεις του άρθρου 3α, παράγρ. 1 της οδηγίας παρέχουν νόμιμη βάση στα κράτη μέλη για να λάβουν εθνικά μέτρα με σκοπό την προστασία ορισμένων εκδηλώσεων οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Συνεπώς, το άρθρο 3α, παράγρ. 1 αποτελεί προαιρετική διάταξη την οποία το οικείο κράτος μέλος δικαιούται να θέσει ή να μη θέσει σε εφαρμογή. Το άρθρο 3α, παράγρ. 2 περιγράφει τη διαδικασία με την οποία μπορεί να ζητηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκαταρκτικός έλεγχος της συμβατότητας των λαμβανόμενων μέτρων με το κοινοτικό δίκαιο: για το λόγο αυτόν τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 3α, παράγρ. 1 πρέπει να κοινοποιούνται αμέσως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εντός 3 μηνών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να επαληθεύσει εάν τα ληφθέντα μέτρα είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο, να τα γνωστοποιήσει στα άλλα κράτη μέλη και να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής επαφών. Αφού τα μέτρα έχουν αξιολογηθεί στην κατεύθυνση που προαναφέρθηκε (συμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο) πρέπει να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το άρθρο 3α, παράγρ. 3 προβλέπει σύστημα που έχει σκοπό να αποτρέψει την καταστρατήγηση της νομοθεσίας συγκεκριμένου κράτους μέλους από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους. Κατά τούτο η παράγραφος αποτελεί μέρος του κεκτημένου που δημιούργησε η οδηγία και, επομένως, σε αντίθεση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3α, η εφαρμογή της είναι υποχρεωτική για κάθε κράτος μέλος.

Όσον αφορά τη διαδικασία εξέτασης, έχει καθιερωθεί η ακόλουθη πρακτική. Πριν από την επίσημη κοινοποίηση διεξάγονται άτυπες διμερείς συνομιλίες μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους με σκοπό να πραγματοποιηθεί προκαταρκτικός έλεγχος των σχεδιαζόμενων μέτρων. Η διαδικασία αυτή ενδείκνυται προκειμένου να αποφευχθούν πολλαπλές εθνικές διαδικασίες. Τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος συνίστανται κανονικά σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία και σειρά συνοδευτικών μέτρων.

Μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2000 είχαν λάβει μέτρα σε σχέση με το άρθρο 3α, παράγρ. 1 η Δανία, η Ιταλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκτός αυτών η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και η Γαλλία έχουν δηλώσει ότι προτίθενται να κοινοποιήσουν σχέδια μέτρων στο εγγύς μέλλον.

Η Δανία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε κατ' εφαρμογή του άρθρου 3α, παράγρ. 1 της οδηγίας στις 14 Δεκεμβρίου 1998 και η επιτροπή επαφών δεν διετύπωσε αντιρρήσεις στα μέτρα αυτά στη γνώμη της της 13ης Ιανουαρίου 1999.

Τα μέτρα ορίζονται στην «Απόφαση αριθ. 809 περί των τηλεοπτικών δικαιωμάτων σε σχέση με γεγονότα μείζονος σημασίας για την κοινωνία» του Νοεμβρίου 1998, βάσει της οποίας 10% του κοινού θεωρείται ως σημαντικό τμήμα το οποίο δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος να παρακολουθήσει μια εκδήλωση.

Οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι: οι θερινοί και χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες στο σύνολό τους. από το Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό Ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα Ανδρών: όλοι οι αγώνες με συμμετοχή δανικής ομάδας καθώς και οι ημιτελικοί και τελικοί. από το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χειροσφαίρισης (ανδρών και γυναικών): όλοι οι αγώνες με δανική συμμετοχή καθώς και οι ημιτελικοί και τελικοί. οι αγώνες πρόκρισης της Δανίας στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (ανδρών). οι αγώνες πρόκρισης της Δανίας στο παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χειροσφαίρισης (γυναικών). Τα μέτρα δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21.07.2000. [18]

[18] ΕΕ C 209 21.7.2000, σ. 3

Η Γερμανία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχέδια μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγρ. 1 της οδηγίας στις 28 Απριλίου 1999 και η επιτροπή επαφών δεν διετύπωσε αντιρρήσεις στη γνώμη της τής 7ης Ιουλίου 1999. Η θέση σε ισχύ των σχεδίων μέτρων γνωστοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επιστολή από 5 Σεπτεμβρίου 2000.

Τα μέτρα αναλύονται στην παράγραφο 5α του «Vierter Rundfunkδnderungsstaatsvertrag» (4η τροποποίηση στη συνθήκη μεταξύ των γερμανικών Lδnder περί ραδιοφωνίας). Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία 1/3 των νοικοκυριών αποτελεί «σημαντική μερίδα του κοινού».

Οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι: οι θερινοί και χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες. από το Παγκόσμιο και τα Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα όλοι οι αγώνες με γερμανική συμμετοχή καθώς και ο εναρκτήριος αγώνας, οι ημιτελικοί και ο τελικός. οι ημιτελικοί και ο τελικός του ποδοσφαιρικού κυπέλλου Γερμανίας. οι αγώνες της γερμανικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου εντός έδρας και εκτός έδρας. οι τελικοί των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων (κύπελλο κυπελλούχων, κύπελλο UEFA) με γερμανική συμμετοχή. Τα μέτρα δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29.09.2000 [19].

[19] ΕΕ C 277 της 29.9.2000, σ. 4

Η Ιταλία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγρ. 1 της οδηγίας στις 10 Μαΐου 1999, και η επιτροπή επαφών δεν διετύπωσε αντιρρήσεις στη γνώμη της τής 7ης Ιουλίου.

Τα μέτρα που έλαβε η Ιταλία αναλύονται στην «Delibera n° 8/1999 dell'Autoritΰ per le garanzie nelle comunicazioni» (απόφαση αριθ. 8/1999 της αρχής επικοινωνιών). Ως σημαντική μερίδα του κοινού ορίζεται το 10%.

Ο κατάλογος περιλαμβάνει τις ακόλουθες εκδηλώσεις: τους θερινούς και χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου και όλους τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου στους οποίους μετέχει η ιταλική εθνική ομάδα. τον τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και όλους τους αγώνες του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου στους οποίους συμμετέχει η ιταλική εθνική ομάδα. όλους τους αγώνες στους οποίους συμμετέχει η ιταλική εθνική ποδοσφαίρου, εντός έδρας και εκτός έδρας σε επίσημες διοργανώσεις. τον τελικό και τους ημιτελικούς του κυπέλλου πρωταθλητριών και του κυπέλλου UEFA) στους οποίους μετέχει ιταλική ομάδα. ο ποδηλατικός γύρος της Ιταλίας (Giro d'Italia). οι ιταλικοί αγώνες φόρμουλα 1. το ιταλικό μουσικό φεστιβάλ του San Remo. Τα μέτρα δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21.05.2000 [20].

[20] ΕΕ C 209 της 21.07.2000, σ. 5

Το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγρ. 1 της οδηγίας στις 5 Μαΐου 2000 και η επιτροπή επαφών δεν διετύπωσε αντιρρήσεις στη γνώμη της τής 6ης Ιουνίου 2000.

Τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο αναλύονται στο τμήμα IV της Broadcasting Act (Νόμου περί ραδιοφωνίας) του 1996, της Television Broadcasting Regulations (κανονιστική πράξη περί τηλεόρασης) του 2000, στον Independent Commission's Code on Sport and other Listed Events (κώδικα της ανεξάρτητης αρχής προγραμμάτων για τον αθλητισμό και άλλες εκδηλώσεις) καθώς και σε σειρά δηλώσεων του Υφυπουργού Πολιτισμού, Μέσων επικοινωνίας και Αθλητισμού. Ο κατάλογος αποτελείται από 2 μέρη: οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στην ομάδα Α πρέπει να καλύπτονται ζωντανά, ενώ οι εκδηλώσεις της ομάδας Β υπόκεινται σε δευτερεύουσα κάλυψη. Σε σχέση με αυτό έχουν ορισθεί ελάχιστες απαιτήσεις ως προς τη δευτερεύουσα κάλυψη (ελάχιστη διάρκεια, μέγιστη χρονική απόσταση σε σχέση με την εκδήλωση).

Ο κατάλογος εκδηλώσεων της ομάδας Α περιλαμβάνει: τους Ολυμπιακούς αγώνες. τον τελικό γύρο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου της FIFA, τον τελικό του βρεταννικού κυπέλλου ποδοσφαίρου (FA Cup), τον τελικό του κυπέλλου ποδοσφαίρου της Σκωτίας (Scottish FA Cup) (στη Σκωτία). το Grand National (ιπποδρομίες). το Derby (ιπποδρομίες). τους τελικούς στο τουρνουά τέννις στο Wimbledon. τον τελικό γύρο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. τον τελικό του κυπέλλου Challenge στο ράγκμπι. τον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου ράγκμπι.

Στις εκδηλώσεις της ομάδας Β, για τις οποίες είναι δυνατή η δευτερεύουσα κάλυψη, περιλαμβάνονται: οι διεθνείς αγώνες κρίκετ που διεξάγονται στην Αγγλία. τα παιχνίδια του τουρνουά του Wimbledon, πλην των τελικών, καθώς και όλοι οι άλλοι αγώνες στο τελικό τουρνουά του παγκοσμίου κυπέλλου ράγκμπι. οι αγώνες του τουρνουά ράγκμπι των 5 εθνών στους οποίους μετέχουν εθνικές ομάδες. τα παιχνίδια της Κοινοπολιτείας. το παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου. ο τελικός, οι ημιτελικοί και οι αγώνες του παγκοσμίου κυπέλλου κρίκετ με συμμετοχή εθνικών ομάδων. το κύπελλο Ryder (γκολφ). το ανοικτό πρωτάθλημα γκολφ (Open Golf Championship). Τα μέτρα δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Νοεμβρίου 2000 [21].

[21] ΕΕ C 328 της 18.11.2000, σ.2

Σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγρ. 2 της οδηγίας ενοποιημένος κατάλογος των μέτρων που έλαβαν τα κράτη μέλη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [22]. Η επόμενη σχετική δημοσίευση προγραμματίζεται για το τέλος του 2000.

[22] ΕΕ C 209/3 της 21.7.2000, σ. 3

Όπως ήδη αναφέρθηκε η εφαρμογή του άρθρου 3α, παράγρ. 3 της οδηγίας είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη. Η αποτελεσματική εφαρμογή του είναι σημαντική, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι ειδικές διατάξεις των κρατών μελών ως προς τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας (όπως έχει επιτραπεί βάσει του άρθρου 3α, παράγρ. 1) δεν καταστρατηγούνται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών. Σε τρεις περιπτώσεις τηλεοπτικοί οργανισμοί δικαιοδοσίας του Ηνωμένου Βασιλείου μετέδωσαν εκδηλώσεις οι οποίες έχουν περιληφθεί στον κατάλογο της Δανίας με τρόπο που να παρεμποδίσουν σημαντική μερίδα του κοινού της Δανίας να παρακολουθήσει αυτές τις εκδηλώσεις. Δύο από αυτές τις περιπτώσεις εξετάζονται σήμερα από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί στενά την εξέλιξη αυτών των υποθέσεων. Επιπροσθέτως, η ερμηνεία του άρθρου 3α, παράγρ. 3 και η εφαρμογή του από τα κράτη μέλη εξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σκοπό την εκπόνηση κατευθυντηρίων γραμμών ως προς το άρθρο 3α, παράγρ. 3.

4.3. Προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων (άρθρα 4 και 5)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την 4η ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περί της εφαρμογής των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ, για τα έτη 1997 και 1998 σχετικά με την προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων [23]. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι: οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί αφιερώνουν, όποτε αυτό είναι εφικτό, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εκπομπής τους σε ευρωπαϊκά έργα και 10% του χρόνου εκπομπής τους - ή 10% του προϋπολογισμού προγραμμάτων τους - σε ευρωπαϊκά έργα παραγωγών ανεξαρτήτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς.

[23] COM(2000) 442 τελικό

Η ανακοίνωση αυτή περιλαμβάνει τρία κεφάλαια, καθώς και τρία παραρτήματα. Στο πρώτο κεφάλαιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναπτύσσει τη γνώμη της για την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 για την περίοδο 1997/98. Τα δύο άλλα κεφάλαια αφιερώνονται σε περιλήψεις των εθνικών εκθέσεων που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) τα οποία συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

Το πρώτο παράρτημα περιλαμβάνει τους προτεινόμενους νέους προσανατολισμούς για την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας. Το δεύτερο παράρτημα εμφανίζει πίνακα με τους διαύλους οι οποίοι υπολείπονται τους απαιτούμενου ποσοστού εκπομπής ευρωπαϊκών έργων και/ή έργων ανεξάρτητων παραγωγών. τέλος το τρίτο παράρτημα παρουσιάζει τις παραμέτρους που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των σταθμισμένων μέσων όρων μετάδοσης ευρωπαϊκών έργων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι στόχοι των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας έχουν γενικά επιτευχθεί. Ο σταθμισμένος μέσος όρος μετάδοσης ευρωπαϊκών έργων από τους σημαντικούς διαύλους κυμαίνεται μεταξύ 53,3% και 81,7 % με εξαίρεση την Πορτογαλία όπου το ποσοστό είναι 43%. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα κράτη μέλη θέσπισαν αυστηρότερες διατάξεις από εκείνες που προβλέπει η οδηγία.

Οι δραστηριότητες των τηλεοπτικών σταθμών όσον αφορά τη μετάδοση ευρωπαϊκών έργων και ανεξάρτητων παραγωγών συμμορφώνονται, κατά τρόπο συνολικά ικανοποιητικό, με τους κανόνες της οδηγίας και οι στόχοι της οδηγίας γενικά επιτυγχάνονται. Μεταξύ της περιόδου 1997/98 και της προηγούμενης περιόδου σημειώθηκε πρόοδος στη μετάδοση ευρωπαϊκών έργων. Η έκθεση διερευνά τους λόγους που προβάλλουν οι δίαυλοι οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις από την οδηγία.

Λόγοι τους οποίος προβάλλουν οι δίαυλοι που δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους είναι ιδίως: η πρόσφατη ίδρυση ορισμένων διαύλων και η λόγω αυτής οικονομική αστάθεια, η δυσκολία των θεματικών διαύλων να εξεύρουν ή να παραγάγουν ευρωπαϊκά έργα και το γεγονός ότι ορισμένοι δίαυλοι είναι θυγατρικές επιχειρήσεων τρίτων χωρών, οι οποίες εκμεταλλεύονται κατά προτεραιότητα τα δικά τους αποθέματα.

Εξάλλου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 26 της οδηγίας, να προχωρήσει το 2002 σε επανεξέταση όλων των διατάξεων της οδηγίας, η οποία θα αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

4.4. Εφαρμογή των κανόνων για τη διαφήμιση (άρθρα 10-20)

Η οδηγία θέτει κανόνες για την ανεκτή διάρκεια μετάδοσης διαφημίσεων (όρια ανά ημέρα και ανά ώρα, άρθρο 18), τον αριθμό και τις προϋποθέσεις των διαφημιστικών διακοπών (άρθρο 11) καθώς και τους κανόνες που διέπουν το περιεχόμενο και τη μορφή των διαφημιστικών μηνυμάτων (άρθρα 10, 12, 13, 14, 15 και 16). Ειδικοί κανόνες (άρθρο 17 εφαρμόζονται στη χορηγία).

Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβλήθηκαν πολλές προσφυγές λόγω της προβαλλόμενης μη τήρησης των κανόνων διαφήμισης και χορηγίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Εξάλλου, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβλήθηκαν πολλές κοινοβουλευτικές ερωτήσεις με αντικείμενο την τήρηση αυτών των διατάξεων στα κράτη μέλη.

Στις προσφυγές, οι οποίες υποβάλλονται συχνά από ενώσεις καταναλωτών, καταγγέλλονται συστηματικές υπερβάσεις των ποσοτικών ορίων. Τα προβλήματα αφορούν κυρίως την πρακτική ορισμένων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναζητεί τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον οι προβαλλόμενες υπερβάσεις συνιστούν παραβάσεις εκ μέρους των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, με σκοπό να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.

Εξάλλου, όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ οι οποίες δεν τροποποιήθηκαν με την οδηγία 97/36, κινήθηκαν διαδικασίες επί παραβάσει λόγω κακής εφαρμογής σε τρεις περιπτώσεις, οι οποίες αφορούν την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία (μη συμμόρφωση με τις διατάξεις περί διαφήμισης).

Πέραν τούτων στην απόφασή του της 28ης Οκτωβρίου 1998 (υπόθεση Pro Sieben Media AG, C-6/98) με αντικείμενο τον περιορισμό του χρόνου μετάδοσης διαφημίσεων το Δικαστήριο των ΕΚ αποφάνθηκε ότι το άρθρο 11, παράγρ. 3 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί ως προβλέπον την αρχή του μικτού χρόνου. Τούτο σημαίνει ότι, προκειμένου να υπολογισθεί η περίοδος των 45 λεπτών για τους σκοπούς του προσδιορισμού του επιτρεπόμενου χρόνου διαφημιστικών διακοπών κατά τη μετάδοση οπτικοακουστικών έργων, όπως είναι οι ταινίες μεγάλου μήκους και οι τηλεοπτικές ταινίες, η διάρκεια των διαφημίσεων πρέπει να περιλαμβάνεται στην οικεία χρονική περίοδο. Η δικαστική απόφαση επιβεβαιώνει την ερμηνεία που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο άρθρο αυτό της οδηγίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπενθυμίζει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να μεριμνά ώστε όλες οι εκπομπές από ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς της αρμοδιότητάς του να συμμορφώνονται πράγματι με τους κανόνες της οδηγίας και -γενικότερα- με το εφαρμοστέο δίκαιο για εκπομπές που απευθύνονται στο κοινό αυτού του κράτους μέλους.

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε πρόσφατα μελέτη για την ανάπτυξη των νέων τεχνικών διαφήμισης. Σκοπός της μελέτης είναι να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να σχηματίσει πλήρη και ακριβή εικόνα της σημερινής κατάστασης και των πιθανών εξελίξεων στη διαφήμιση, τη χορηγία και τις τεχνικές τηλεαγοράς, στα διάφορα μέσα επικοινωνίας όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και το διαδίκτυο.

Κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει πρωταρχική σημασία η δημιουργία στην πράξη ενός «level playing field» μεταξύ τηλεοπτικών οργανισμών εγκατεστημένων στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και η θέσπιση επιπέδου προστασίας των συμφερόντων των τηλεθεατών στην Ένωση τουλάχιστον ισοδύναμου με εκείνο της οδηγίας. Σε σχέση με αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει να αποκτήσει τα μέσα ώστε να αυξήσει τις δυαντότητές της να παρακολουθεί τις προσφυγές και να ελέγχει την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε αυτόν τον τομέα.

4.5. Προστασία των ανηλίκων και δημόσια τάξη (άρθρα 22 έως 22β)

Κατ' εξαίρεση από το γενικό κανόνα της ελευθερίας λήψης και αναμετάδοσης, το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη - με την προϋπόθεση ότι τηρούν ειδική διαδικασία - να λάβουν μέτρα κατά των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών δικαιοδοσίας άλλου κράτους μέλους οι οποίοι «προφανώς, σοβαρώς και βαρέως» παραβαίνουν το άρθρο 22 της οδηγίας. Επιδιώκεται έτσι να προστατευθούν οι ανήλικοι από προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη «σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξή τους» και να εξασφαλισθεί ότι οι εκπομπές δεν περιέχουν καμία παρότρυνση σε μίσος λόγω διαφορών φυλής, φύλου, θρησκείας ή ιθαγένειας.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να γνωστοποιήσει εγγράφως στο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις καταγγελλόμενες παραβάσεις, καθώς και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει σε περίπτωση νέας παράβασης.

Πρέπει να διεξαχθούν διαβουλεύσεις. Εάν δεν καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση και εφόσον εξακολουθεί η καταγγελλόμενη παράβαση, το κράτος μέλος λήψης δικαιούται να λάβει μονομερή προσωρινά μέτρα κατά του εμπλεκόμενου τηλεοπτικού σταθμού.

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνει το κράτος μέλος, η Επιτροπή πρέπει να αποφασίσει εάν τα μέτρα που ελήφθησαν είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο. Εάν αποφασίσει ότι δεν είναι συμβατά, δύναται να απαιτήσει από το κράτος μέλος να άρει τα εν λόγω μέτρα επειγόντως.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μόνον ένα κράτος μέλος (το Ηνωμένο Βασίλειο) έκρινε αναγκαίο να καταφύγει, σε μία περίπτωση, σε αυτήν τη διαδικασία.

Οι διαβουλεύσεις δεν κατέληξαν σε διακανονισμό και οι βρεταννικές αρχές θεώρησαν αναγκαίο να εκδώσουν απόφαση απαγόρευσης κατά του εμπλεκόμενου τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος υπαγόταν στη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους.

Κατόπιν επαφών με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και αφού έλαβε υπόψη τις συνέπειες των μέτρων που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή έκρινε, το Δεκέμβριο του 1998, ότι τα μέτρα αυτά ήταν συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο. Η εκτίμηση αυτή βασίσθηκε κατά πολύ σε έλεγχο αναλογικότητας και σε αξιολόγηση των πιθανών αποτελεσμάτων των μέτρων από την άποψη της άσκησης διακρίσεων. Ο ενδιαφερόμενος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός προσέβαλε την απόφαση αυτή στο Πρωτοδικείο το οποίο έκρινε στις 13 Δεκεμβρίου 2000 ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη [24].

[24] T 69/99 Danish Satellite TV (DSTV) A/S (Eurotica Rendez-Vous Television) v. CEC, 13/12/00.

Η Επιτροπή θεωρεί ικανοποιητική την εφαρμογή του άρθρου 2α, παράγραφος 2, κατά την περίοδο αναφοράς. Προστάτευσε το γενικό συμφέρον με ελάχιστους περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει ότι η εκ μέρους της αξιολόγηση των μέτρων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 2α, παράγραφος 2, βασίζεται σε πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις. η ηθική αξιολόγηση του περιεχομένου των προγραμμάτων εξαρτάται από την κρίση κάθε κράτους μέλους, το οποίο είναι το κυρίως αρμόδιο να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη μετάδοση ορισμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς της δικαιοδοσίας του, οι οποίοι ενδεχομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22. Η οδηγία λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα διαφορετικών εκτιμήσεων μεταξύ των αρχών της χώρας εκπομπής και εκείνων της χώρας λήψης.

Επιπλέον, τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος λήψης δεν επηρεάζουν τα μέτρα που λαμβάνει, εάν είναι ανάγκη, το κράτος μέλος που έχει δικαιοδοσία στον εν λόγω ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Συνεπώς, δεν πρόκειται για μεταβίβαση της δικαοδοσίας από το ένα κράτος στο άλλο, αλλά για κατ' εξαίρεση παροχή της δυνατότητας στο κράτος μέλος λήψης να εκδώσει μέτρα για την προστασία των συμφερόντων του σε περιπτώσεις αναμφισβήτητης σοβαρότητας και σύμφωνα με συγκεκριμένη διαδικασία.

Έχει σημασία να τονισθεί επίσης ότι, στο σύστημα κοινοτικών κανόνων που καθιέρωσε η οδηγία (άρθρο 2α, παράγραφος 1), τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς της δικαιοδοσίας τους ηθικά κριτήρια τα οποία ενέχουν διακρίσεις: δεν είναι αποδεκτή η αυστηρότερη στάση έναντι των προγραμμάτων που λαμβάνουν στην επικράτειά τους και η επιεικέστερη στάση έναντι των προγραμμάτων που προορίζονται για εκπομπή στο εξωτερικό (γενικά, τα προγράμματα των δορυφορικών διαύλων). Αντίθετα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί της δικαιοδοσίας τους συμμορφώνονται με το άρθρο 22.

Μελέτη, βάσει του άρθρου 22β, για τον γονικό έλεγχο επί των τηλεοπτικών εκπομπών

Στις 12 Ιουλίου 1999 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τα αποτελέσματα μελέτης για τον γονικό έλεγχο επί των τηλεοπτικών εκπομπών [25]. Αυτή η μελέτη διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 22.β, παράγραφος 2, της οδηγίας (όπως αναθεωρήθηκε). Εξέτασε, μεταξύ άλλων, τη σκοπιμότητα:

[25] Ανακοίνωση σχετικά με μελέτη για τον γονικό έλεγχο επί των τηλεοπτικών εκπομπών COM/99/0371 τελικό, 19.07.1999.

της υποχρέωσης οι νέες συσκευές τηλεόρασης να είναι εξοπλισμένες με τεχνικό μέσον που να επιτρέπει να εμποδίζεται η παρακολούθηση ορισμένων προγραμμάτων,

της δημιουργίας κατάλληλων συστημάτων κατάταξης των προγραμμάτων [26],

[26] Τα συστήματα κατάταξης εκτιμούν την καταλληλότητα του περιεχομένου των μέσων μαζικής ενημέρωσης (στην προκειμένη περίπτωση της τηλεόρασης) για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες.

της ενθάρρυνσης πολιτικών οικογενειακής τηλεθέασης και άλλων μέτρων διαπαιδαγώγησης και ευαισθητοποίησης.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Διαδίκτυο (World Wide Web) στις 19 Μαρτίου 1999. [27] Οι κυριότερες διαπιστώσεις της είναι:

[27] http://europa.eu.int/comm/dg10/avpolicy/key_doc/parental_control/index.html

Τα παιδιά παρακολουθούν περισσότερο τηλεόραση μόνα τους και ο αριθμός των τηλεοπτικών διαύλων έχει αυξηθεί σε βαθμό που είναι δύσκολο να ασκήσουν εποπτεία οι ρυθμιστικές αρχές. Η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει στους τηλεθεατές να καταρτίζουν τα δικά τους χρονοδιαγράμματα παρακολούθησης, ενώ η εκπομπή στο Διαδίκτυο καθιστά αδύνατη την εποπτεία.

Η τεχνολογία «V-chip» που υιοθετήθηκε στη Βόρειο Αμερική είναι τεχνικά ακατάλληλη για την Ευρώπη. Καθίσταται σταδιακά απαρχαιωμένη, επειδή βασίζεται στην αναλογική τεχνολογία. Η ψηφιακή μετάδοση προσφέρει πολύ πιο εξελιγμένα και αξιόπιστα μέσα για τη διαλογή και την παρεμπόδιση παρακολούθησης ακατάλληλων προγραμμάτων.

Τα τεχνικά μέσα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως την ευθύνη των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

Οι αποκωδικοποιητές και οι ψηφιακοί δέκτες τηλεόρασης πρέπει να είναι διαλειτουργικοί, ώστε τα διάφορα λογισμικά διαλογής και παρεμπόδισης να μπορούν να εγκατασταθούν σε όλες αυτές τις συσκευές. Αν και οι πολιτισμικές διαφορές αποκλείουν τη δημιουργία εναρμονισμένου συστήματος κατάταξης, η ψηφιακή τεχνολογία θα επιτρέψει μια ευέλικτη προσέγγιση των συστημάτων διαλογής, προσαρμοσμένη στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για αύξηση της ευαισθητοποίησης και της ενημέρωσης και για ενέργειες διαπαιδαγώγησης όσον αφορά το επιβλαβές ραδιοτηλεοπτικό περιεχόμενο, σε όλες του τις μορφές, και τα υπάρχοντα συστήματα προστασίας.

Τέλος, υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη συνεκτικότητα των συστημάτων κατάταξης για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το βίντεο, το Διαδίκτυο και τα βιντεοπαιχνίδια.

Ως πρώτο βήμα η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της κοινοπραξίας DVB [28] σχετικά με τις τεχνικές συνέπειες της μελέτης. Επιδιώκοντας να δώσει ολοκληρωμένη απάντηση στην Επιτροπή, η DVB διεξήγαγε μελέτη συνέχειας (follow-up) προκειμένου να διερευνήσει τις δυνατότητες για συνεκτική προσέγγιση της κατάταξης και της διαλογής (filtering) στην τηλεοπτική μετάδοση και στο Διαδίκτυο. Η μελέτη προτείνει διάφορες επιλογές για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η Επιτροπή με τη σειρά της θα αξιοποιήσει τη μελέτη στο πλαίσιο του έργου της σχετικά με τη σύσταση του Συμβουλίου για την προστασία των ανηλίκων και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια [29] και το σχέδιο δράσης για την ασφαλέστερη χρήση του Διαδικτύου [30]. Περισσότερες λεπτομέρειες για αυτό το θέμα θα δοθούν στην έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση του Συμβουλίου [31].

[28] Το σχέδιο εκπομπής ψηφιακών μαγνητοσκοπήσεων (Digital Video Broadcasting Project) - σφαιρική κοινοπραξία αποτελούμενη από περισσότερους από 220 ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, φορείς εκμετάλλευσης δικτύου και ρυθμιστικούς φορείς σε περισσότερες από 30 χώρες.

[29] Σύσταση του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας οπτικοακουστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληροφόρησης μέσω της προώθησης εθνικών πλαισίων με σκοπό την επίτευξη συγκρίσιμου και αποτελεσματικού επιπέδου προστασίας των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Επίσημη Εφημερίδα L 270 της 07.10.1998, σ.48).

[30] Απόφαση 276/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Ιανουαρίου 1999 για ένα πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ μέσω της καταπολέμησης του παράνομου και βλαβερού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα

[31] Πρόκειται να εγκριθεί στις αρχές του 2001.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα [32] στις 5 Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής για τα αποτελέσματα της μελέτης για τον γονικό έλεγχο επί των τηλεοπτικών εκπομπών.

[32] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου A5-0258/2000 της 5.10.2000

4.6. Συντονισμός μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας είναι αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (υπουργεία ή/και ανεξάρτητες αρχές) που είναι επιφορτισμένες με τον οπτικοακουστικό τομέα σε κάθε κράτος μέλος. Διατηρείται συστηματική επαφή με τους εθνικούς φορείς (υπουργεία ή/και ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές), ιδίως μέσω της επιτροπής επαφών που συστάθηκε με την οδηγία. Η επιτροπή επαφών, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και συνέρχεται είτε με πρωτοβουλία του, είτε κατόπιν αιτήσεως της αντιπροσωπείας ενός κράτους μέλους. Η επιτροπή έχει πραγματοποιήσει 12 συνεδριάσεις από την αναθεώρηση της οδηγίας και μετά. Εκπλήρωσε τις αποστολές που της είχαν ανατεθεί με την οδηγία, ιδίως διευκολύνοντας την αποτελεσματική εφαρμογή αυτής. εξέδωσε γνωμοδοτήσεις, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3α, παράγραφος 2, σχετικά με τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία (βλ. σημείο 4.2). και διευκόλυνε την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την κατάσταση και τις εξελίξεις στον τομέα αυτόν.

Αυτό το έργο συντονισμού, το οποίο διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μαζί με τους εθνικούς φορείς του οπτικοακουστικού τομέα, επεκτείνεται και στο πλαίσιο των εργασιών της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης (EPRA - European Platform of Regulatory Authorities) που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1995 στη Μάλτα, με στόχο να αποτελέσει φόρουμ συζήτησης και ανταλλαγών για τους εκπροσώπους των ρυθμιστικών αρχών σχετικά με την ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία περί οπτικοακουστικών μέσων. Εξάλλου, η Επιτροπή συνεισέφερε οικονομικά στη δημιουργία του ιστοχώρου της EPRA. Σήμερα η EPRA αριθμεί τριάντα τέσσερα μέλη [33]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΓΔ Εκπαίδευσης και Πολιτισμού) και το Συμβούλιο της Ευρώπης (Διεύθυνση Μέσων μαζικής ενημέρωσης) έχουν την ιδιότητα των μόνιμων παρατηρητών. Η Επιτροπή συμμετέχει ενεργά στις συνεδριάσεις και στις εργασίες αυτής της ένωσης, επιδιώκοντας ιδίως να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών.

[33] Εκπρόσωποι ρυθμιστικών οργάνων του οπτικοακουστικού τομέα (από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών και από χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης).

Η Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση (EPRA) έχει πραγματοποιήσει 12 συνεδριάσεις, η τελευταία εκ των οποίων διεξήχθη στη Μπρατισλάβα, στις 26 και 27 Οκτωβρίου 2000.

5. Διευρυνση: Αναλυση τησ νομοθεσιασ οπτικοακουστικων μεσων στισ υποψηφιεσ για ενταξη χωρεσ

Από το 1997 και μετά, οι περισσότερες από τις υποψήφιες για ένταξη χώρες εργάζονται για την ευθυγράμμιση με την οδηγία και σε 8 υποψήφιες χώρες εκδόθηκε [34] νέα νομοθεσία για το σκοπό αυτό. Επιπλέον, σε 6 υποψήφιες χώρες βρίσκονται σε εξέλιξη νομοθετικές διαδικασίες [35].

[34] Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Πολωνία και Δημοκρατία της Σλοβακίας.

[35] Δημοκρατία της Τσεχίας, Ουγγαρία, Λετονία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία.

Κυρίως επειδή οποιαδήποτε αναθεώρηση της εθνικής οπτικοακουστικής νομοθεσίας αποτελεί πολύπλοκο και λεπτό έργο, το οποίο περικλείει πολιτικά και τεχνικά θέματα που υπερβαίνουν κατά πολύ την εμβέλεια του κοινοτικού κεκτημένου, η πρόοδος ήταν αργή στις αρχές της περιόδου αναφοράς. Στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη π.χ. διακυβεύονται πολλά θέματα ταυτόχρονα: η μετατροπή της κρατικής τηλεόρασης σε σύγχρονη δημόσια τηλεοπτική υπηρεσία, η δημιουργία ή η ενίσχυση ρυθμιστικών αρχών των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, ο καθορισμός μηχανισμών για τη χορήγηση αδειών, η ανάπτυξη μηχανισμών υποστήριξης για τη δημιουργία τοπικού περιεχομένου. Τις περισσότερες φορές η εναρμόνιση της οπτικοακουστικής νομοθεσίας με το κοινοτικό κεκτημένο καθυστερεί λόγω τέτοιων δικαιολογημένων εσωτερικών πολιτικών συζητήσεων.

Ωστόσο, το 2000 ήδη φαίνεται να αποτελεί κρίσιμη καμπή σε αυτή τη διαδικασία ευθυγράμμισης, δεδομένου ότι 5 υποψήφιες χώρες [36] έχουν ήδη επιτύχει υψηλό βαθμό ευθυγράμμισης με το κοινοτικό κεκτημένο. Έχουν δρομολογηθεί και άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες αναμένεται να οδηγήσουν σε νέα νομοθεσία πριν από τα τέλη του έτους.

[36] Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Λιθουανία και Δημοκρατία της Σλοβακίας.

Για την πλειονότητα των υποψήφιων χωρών, η προτεραιότητα θα μεταφερθεί από τις προσπάθειες ευθυγράμμισης στην εφαρμογή του κεκτημένου. Από αυτήν την άποψη, θα χρειασθεί πιθανότατα να καταβάλουν προσπάθειες οι υποψήφιες χώρες.

6. Συνεργασια με το Συμβουλιο τησ Ευρωπησ

Με την εκπόνηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Διασυνοριακή Τηλεόραση το 1989, στόχος των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν να ενισχύσουν την ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και ιδεών, ενθαρρύνοντας τη διασυνοριακή κυκλοφορία των τηλεοπτικών προγραμμάτων βάσει ορισμένων κοινών κανόνων.

Οι κανόνες αυτοί έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι η ελεύθερη διασυνοριακή κυκλοφορία των τηλεοπτικών προγραμμάτων ευνοεί τις θεμελιώδεις αξίες που είναι κοινές στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως τον πλουραλισμό των ιδεών και των απόψεων. Η εν λόγω Σύμβαση εμφανίζεται ως σύνολο κοινών βασικών κανόνων για την αρμονική ανάπτυξη των προγραμμάτων διασυνοριακής τηλεόρασης. Επιβεβαιώνει την εγγύηση της λήψης και καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης αναμετάδοσης των προγραμμάτων που συμμορφώνονται με αυτούς τους κοινούς κανόνες.

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη Διασυνοριακή Τηλεόραση προτάθηκε προς υπογραφή από τις 5 Μαΐου 1989 από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και ετέθη σε ισχύ την 1η Μαΐου 1993.

Κατόπιν των σημαντικών τεχνικών και οικονομικών εξελίξεων στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών καθώς και της εμφάνισης νέων υπηρεσιών επικοινωνίας στην Ευρώπη, από την έγκριση της σύμβασης το 1989 και μετά, λαμβάνοντας υπόψη την έκδοση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, το Συμβούλιο της Ευρώπης θεώρησε αναγκαίο και επείγον να τροποποιηθούν ορισμένες διατάξεις της σύμβασης, προκειμένου να υπάρξει συνεκτική προσέγγιση της διασυνοριακής τηλεόρασης μεταξύ της νομικής αυτής πράξης και της αναθεωρημένης οδηγίας.

Το πρωτόκολλο για την τροποποίηση της σύμβασης αυτής εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών στις 9 Σεπτεμβρίου 1998 και προτάθηκε στα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης από την 1η Οκτωβρίου 1998 για αποδοχή.

Το πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ όταν το έχουν αποδεχθεί όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της σημερινής σύμβασης ή, εναλλακτικά, δύο έτη μετά την υποβολή του προς αποδοχή (δηλαδή την 1η Οκτωβρίου 2000), εκτός εάν ένα κράτος, ήδη συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση, έχει κοινοποιήσει αντιρρήσεις όσον αφορά την αυτόματη θέση σε ισχύ. Μόνον η Γαλλία έχει κοινοποιήσει αντιρρήσεις πριν από αυτήν την ημερομηνία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμμετέσχε ενεργά στις εργασίες της μόνιμης επιτροπής διασυνοριακής τηλεόρασης (η εν λόγω επιτροπή είναι αρμόδια να παρακολουθεί την εφαρμογή της σύμβασης και να προτείνει, ενδεχομένως, τροποποιήσεις αυτής) επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσει συνεκτικότητα μεταξύ των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Διασυνοριακής Τηλεόρασης και των διατάξεων της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα». Ο σκοπός αυτός, ο οποίος ήταν πολιτικά και νομικά πολύ σημαντικός για την επέκταση του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, επιτεύχθηκε.

Παράλληλα, ύστερα από την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 1999 [37] για τη συμμετοχή της Κοινότητας στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης του Οπτικοακουστικού Τομέα, η Επιτροπή ως εκπρόσωπος της Κοινότητας, ζήτησε επίσημα στις 16 Νοεμβρίου 2000 την προσχώρηση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης, αφού είχαν πραγματοποιηθεί οι αναγκαίες τροποποιήσεις του καταστατικού και του δημοσιονομικού κανονισμού αυτού του φορέα. Επίσης ενίσχυσε τις επαφές της με αυτό το φορέα από επιχειρησιακής άποψης, ιδίως όσον αφορά την ανάλυση της εξέλιξης της οπτικοακουστικής αγοράς στην Ένωση καθώς και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στον υπόλοιπο κόσμο.

[37] ΕΕ L 307 της 2.12.1999, σ. 61.

7. Συμπερασματα και προοπτικεσ

Η οδηγία εξακολουθεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ως μέσον με το οποίο εξασφαλίζεται η ελευθερία παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών στην Κοινότητα. Πέρα από τον τελικό έλεγχο της μεταφοράς της οδηγίας, η Επιτροπή εξακολουθεί να ελέγχει την αποτελεσματική εφαρμογή αυτής και λαμβάνει μέτρα για να την εξασφαλίσει, όταν χρειάζεται. Η χωριστή έκθεση για την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας [38] αναφέρει γενικώς ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά τους διαύλους που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για τα ευρωπαϊκά έργα. Ορισμένες κατηγορίες διαύλων, ιδίως οι νεοϊδρυμένοι και οι εξειδικευμένοι, έχουν δυσκολία να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αυτές.

[38] Τέταρτη ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» για την περίοδο 1997 και 1998. COM (2000) 442 τελικό.

Ενώ η οδηγία τείνει να επιτύχει το σκοπό της, είναι σαφές ότι ο ραδιοτηλεοπτικός τομέας διανύει περίοδο βαθύτατων αλλαγών, σε μεγάλο βαθμό λόγω της εισαγωγής της ψηφιακής τεχνολογίας και της ανάπτυξης του Διαδικτύου. Οι αλλαγές αυτές περιγράφονται με συντομία στο τμήμα 2. Η φύση των εξελίξεων είναι τέτοια που απαιτεί την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας. Για παράδειγμα, η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει ευρύ φάσμα νέων διαφημιστικών τεχνικών, για τις οποίες οι υφιστάμενες διατάξεις ενδεχομένως δεν είναι κατάλληλες. Η ψηφιακή τεχνολογία επίσης επιτρέπει την τεράστια αύξηση του αριθμού των διαθέσιμων διαύλων και οι τεχνολογίες εγγραφής σε σκληρό δίσκο επιτρέπουν στους τηλεθεατές να προγραμματίσουν αποτελεσματικά τα δικά τους χρονοδιαγράμματα τηλεθέασης. Ο αυξημένος έλεγχος από τους τηλεθεατές ενδέχεται να μεταβάλει τους καθιερωμένους τρόπους χρήσης και να έχει συνέπειες για τα μέτρα της οδηγίας που αφορούν π.χ. την προώθηση των ευρωπαϊκών έργων.

Η επόμενη έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας έχει προγραμματισθεί για τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Προκειμένου να αξιολογήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον αντίκτυπο - τόσο τον δυνητικό όσο και τον υπαρκτό - των εξελίξεων της τεχνολογίας και της αγοράς, η Επιτροπή θα προβεί σε πλήρη επανεξέταση της οδηγίας έως εκείνη την ημερομηνία.

Για τους σκοπούς της επανεξέτασης αυτής, η Επιτροπή έχει ξεκινήσει τρεις σημαντικές μελέτες στους τομείς που καλύπτει η οδηγία. Η πρώτη από αυτές θα αξιολογήσει τον αντίκτυπο των μέτρων για την προώθηση της διανομής και της παραγωγής ευρωπαϊκών τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ειδικότερα, θα αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των ποσοστώσεων της οδηγίας σε σχέση με άλλα μέτρα. Η δεύτερη μελέτη, η οποία θα είναι ευρύτατη, θα αναλύσει τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις και τις εξελίξεις της αγοράς στον εν λόγω τομέα και θα προσπαθήσει να εντοπίσει σχέσεις αιτίων και αποτελεσμάτων. Με αυτόν τον τρόπο θα παράσχει στην Επιτροπή ένα σύνολο σεναρίων για τις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς. Η τρίτη μελέτη θα εξετάσει την εξέλιξη των νέων διαφημιστικών τεχνικών, ιδίως για να εξευρεθούν τρόποι διαχωρισμού της διαφήμισης από άλλες μορφές περιεχομένου.

Στην επανεξέταση θα ληφθούν υπόψη και άλλα ζητήματα που απασχολούν τους καταναλωτές, όπως η διαλειτουργικότητα και τα συστήματα πρόσβασης υπό όρους, καθώς και οι συνέπειες για τους καταναλωτές από τη μετάβαση στην ψηφιακή εκπομπή. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει, στο πλαίσιο της δέσμης προτάσεων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που ενέκρινε στις 12 Ιουλίου 2000, μία νέα οδηγία η οποία καλύπτει τα συστήματα πρόσβασης υπό όρους και άλλες συναφείς ευκολίες. [39]

[39] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους - COM (2000) 384 τελικό, της 12.07.2000.

Η Επιτροπή θα προβεί στην επανεξέταση αυτή με τρόπο απόλυτα διαφανή. Θα ζητήσει τις απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Οι προαναφερθείσες μελέτες περιλαμβάνουν π.χ. την υποχρέωση του αντισυμβαλλομένου να διοργανώσει εντός του 2001 σειρά εργαστηρίων στις Βρυξέλλες, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους ενδιαφερομένους να συμβάλουν. Στις αρχές του 2002, η Επιτροπή θα δημοσιεύσει έγγραφο διαβουλεύσεων βάσει των αποτελεσμάτων των μελετών. Θα ζητήσει γραπτά σχόλια από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και επιπλέον θα διεξαγάγει σειρά ακροάσεων το 2002. Τα αποτελέσματα των μελετών και των διαβουλεύσεων θα παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία και τις πληροφορίες για την προσεχή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας. Θα περιλαμβάνονται τυχόν προτάσεις για την τροποποίηση της οδηγίας, τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίες, ιδίως υπό το φως των εξελίξεων της τεχνολογίας και της αγοράς.