52000DC0265




ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στην μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

1.1. Ο στόχος της ανακοίνωσης

1.2. Το πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης

2. Χαρακτηριστικά της βιομηχανίας στην ΕΕ

2.1. Η βιομηχανία

2.2. Χαρακτηριστικά ανταγωνιστικότητας

2.2.1. Γεωλογία, προσπέλαση σε γη και έρευνα-εξερεύνηση

2.2.2. Οι υποτομείς

2.3. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

2.4. Κοινωνικά χαρακτηριστικά

3. Ζητήματα προτεραιότητας για τη βιώσιμη ανάπτυξη της βιομηχανιας

3.1. Βελτιωμένη βιωσιμότητα της βιομηχανίας - υψηλή περιβαλλοντική προστασία

3.1.1. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο

3.1.2. Ανάγκη νέων μέσων

3.1.3. Περιβαλλοντικές συμφωνίες

3.1.4. Άλλες πρωτοβουλίες

3.2. Οικονομικά θέματα

3.2.1. Ανταγωνιστικότητα

3.2.2. Διοικητικές διαδικασίες

3.3. Κοινωνικές επιδόσεις και απασχόληση

3.4. Έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (ΕΤΑ)

3.5. Διεύρυνση

4. Παρακολούθηση

1. Εισαγωγή

1.1. Ο στόχος της ανακοίνωσης

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διαγραφούν οι ευρείες κατευθύνσεις της πολιτικής για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στην μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ (στο εξής η «βιομηχανία») με την οποία θα συμβιβάζεται η ανάγκη για ασφαλέστερες και λιγότερο ρυπογόνες εξορυκτικές δραστηριότητες με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει την ανάγκη βελτιωμένων στις περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας γενικά και την πρόληψη των ατυχημάτων, όπως αυτά που προσφάτως σημειώθηκαν με την υποχώρηση φραγμάτων στη Ρουμανία και στην Ισπανία. Η ανακοίνωση τοποθετεί υπάρχουσες και μελλοντικές νομοθετικές και άλλου είδους πρωτοβουλίες σε πλαίσια βιώσιμης ανάπτυξης και χαράζει τον δρόμο για την περαιτέρω αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων, τηρώντας ταυτόχρονα την αρχή της επικουρικότητας. Με την ανακοίνωση καλούνται τα κράτη μέλη, η βιομηχανία και άλλοι παράγοντες να συμμετάσχουν ενεργά στην εγκατάσταση ενός πλαισίου με το οποίο θα επιτυγχάνεται καλύτερος διάλογος προς επιλογή των καταλλήλων στόχων, του ενδεδειγμένου χρονοδιαγράμματος επίτευξης των στόχων και των συγκεκριμένων δράσεων.

1.2. Το πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης

Στο άρθρο 6 της συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (συνθήκη ΕΚ) ζητείται η ενσωμάτωση των απαιτήσεων περιβαλλοντικής προστασίας στις κοινοτικές πολιτικές, με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια της εν λόγω διάταξης της συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε από το Συμβούλιο και από τα όργανά του, συνολικές στρατηγικές ολοκλήρωσης μέχρι τον Ιούνιο του 2001. Το Συμβούλιο Ενέργειας διατύπωσε ήδη τις απόψεις του σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική πολιτική, στα πορίσματά του της 29 Απριλίου 1999 και στην έκθεσή του προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με θέμα «Η ολοκλήρωση της βιώσιμης ανάπτυξης και η βιομηχανική πολιτική» της 9ης Νοεμβρίου 1999. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο υπογράμμιζε την ανάγκη υιοθέτησης μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης για τη βιώσιμη ανάπτυξη, στοχεύοντας σε οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη υψηλού επιπέδου καθώς και περιβαλλοντικής προστασίας (οι τρεις πυλώνες). Η ολοκλήρωση της βιώσιμης ανάπτυξης θα αποτελέσει προτεραιότητα επίσης στην πολιτική των επιχειρήσεων και στο προτεινόμενο νέο πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις (2001-2005).

2. Χαρακτηριστικά της βιομηχανίας στην ΕΕ

2.1. Η βιομηχανία

Με λίγες εξαιρέσεις στους πόρους γλυκού νερού και στις ανανεώσιμες πηγές της γεωργίας και της δασοκομίας, όλες οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται από την κοινωνία για παραγωγή και κατανάλωση εξορυγνύονται από τη γη, τον θαλάσσιο βυθό ή τη θάλασσα. Τα μέταλλα και τα ορυκτά αποτελούν βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, για παράδειγμα στα κτίρια, τους δρόμους και τα οχήματα μεταφοράς. Η βιομηχανία καλύπτει την εξόρυξη όλων των στερεών ορυκτών, εκτός του άνθρακα και του ουρανίου, τα οποία καλύπτονται από άλλες συνθήκες και, επομένως, δεν εξετάζονται στην παρούσα ανακοίνωση. Εξαιρούνται επίσης από την ανακοίνωση ο λιγνίτης, η τύρφη, ο φαιάνθραξ και το σχιστολιθικό πετρέλαιο.

Η βιομηχανία συνήθως υποδιαιρείται σε τρεις υποτομείς:

- μεταλλικά ορυκτά (π.χ. σίδηρος, χαλκός, ψευδάργυρος),

- οικοδομικά υλικά (π.χ. φυσική πέτρα [1], συσσωματώματα, άμμος και χαλίκι, ασβεστόλιθος, κιμωλία, γύψος) και

[1] Χρησιμοποιείται συχνά και ο όρος: διακοσμητική πέτρα.

- βιομηχανικά ορυκτά. Η τελευταία ομάδα υποδιαιρείται στα εξής:

- - φυσικά βιομηχανικά ορυκτά (π.χ. καολίνης, άστριος, μαρμαρυγίες), και

- - χημικά βιομηχανικά ορυκτά (π.χ. αλάτι, ποτάσα, θειάφι).

Όταν στην ανακοίνωση αναφέρονται σε όλα τα υλικά συλλογικά, χρησιμοποιείται ο όρος «ορυκτά».

Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικά τα οποία απαιτούν ισχυρή, και μερικές φορές λεπτή, ισορροπία μεταξύ οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων. Αφενός, η γεωγραφική θέση μιας βιομηχανίας υπαγορεύεται από την παρουσία γεωλογικών κοιτασμάτων, τα οποία μπορούν να τύχουν βιώσιμης εκμετάλλευσης· αφετέρου, οι εξορυκτικές επιχειρήσεις αναπόφευκτα αλλοιώνουν το περιβάλλον και το τοπίο, την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των πολιτών που ενοχλούνται από τις εκπομπές των εξορυκτικών εργασιών. Οι εξορυκτικές εργασίες ανακινούν επίσης το ζήτημα της εξάντλησης μη ανανεώσιμων πόρων. Επομένως το θέμα είναι αν υπήρξαν επαρκή μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας της βιομηχανίας κατά το παρελθόν και κατά πόσον έχει πλήρως ενσωματωθεί το περιβαλλοντικό κόστος στις τιμές των ορυκτών. Ενώ η βιομηχανία αποτελεί σημαντική πηγή δημιουργίας πλούτου και απασχόλησης, οι εργασίες της απαιτούν σημαντικά μέτρα ελέγχου ώστε να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας καθώς και προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

Ως αποτέλεσμα των ποικίλων των επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και του άνω του μέσου όρου κινδύνου στους εργαζόμενους, η βιομηχανία χρειάζεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης. Υπάρχει επίσης το ενδιαφέρον πολλών διεθνών οργανισμών, όπως το περιβαλλοντικό πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) και της Παγκόσμιας Τράπεζας, παγκοσμίων επιχειρηματικών οργανισμών, όπως το Παγκόσμιο Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, τομεακών ομοσπονδιών και επιμέρους εταιρειών, καθώς και ΜΚΟ. Πολλές χώρες, στην ΕΕ και αλλού, έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για να ενσωματώσουν ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης στις εθνικές πολιτικές τους για τη βιομηχανία. Σε χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, η προβληματική για βιώσιμη ανάπτυξη κατέληξε σε εντατικό διάλογο και διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων και με τη σειρά τους διαμόρφωσαν το πλαίσιο ανάπτυξης μιας βιομηχανικής πολιτικής.

Η άμεση απασχόληση στη βιομηχανία στην ΕΕ υπολογίζεται στα 190.000 άτομα [2]. Η ευρύτερη βιομηχανία είναι κατακερματισμένη, αποτελούμενη αφενός από μεγάλο αριθμό ΜΜΕ που τροφοδοτούν τις περιφερειακές αγορές, αλλά επίσης και από πολλές πολυεθνικές εταιρείες με έδρα στην ΕΕ, με θυγατρικές ή συνδεδεμένες εταιρείες ανά τον κόσμο. Ο υποτομέας των οικοδομικών ορυκτών είναι κατά πολύ ο μεγαλύτερος εργοδότης, με άμεση απασχόληση, που υπολογιζόμενη στα 140.000 άτομα [3]. Είναι επίσης ο τομέας που κυριαρχείται περισσότερο από ΜΜΕ, στον οποίο άνω των 90% των εταιρειών έχουν λιγότερους από 50 υπαλλήλους [4].

[2] Υπολογιζόμενη απασχόληση το 1997 για τους κώδικες 13.1-2 και 14.1-5 του Nace rev. 1. Πηγή: Eurostat και εθνικές γεωλογικές επιθεωρήσεις, στατιστικά γραφεία και υπουργεία.

[3] Πανόραμα της βιομηχανίας της ΕΕ 1997.

[4] Nace, rev.1, 14.1. - 14.2, με βάση στοιχεία της EUROSTAT 1995 και 1996.

Η βιομηχανία έχει ενεργό παρουσία ανά την Κοινότητα. Η εξόρυξη βιομηχανικών ορυκτών και οικοδομικών ορυκτών σχετικά ομαλά κατανεμημένη στην ΕΕ, στην οποία, για παράδειγμα, η εξόρυξη συσσωματωμάτων (θραυστοί λίθοι), καθώς και άμμου και χαλικιών για τις οικοδομές διεξάγεται σε όλα τα κράτη μέλη. Από την άλλη πλευρά, ο τομέας στον οποίο η παραγωγή είναι πιο συγκεντρωμένη αφορά κυρίως τα μεταλλικά ορυκτά, στα οποία η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Σουηδία από κοινού καλύπτουν περίπου το 75% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ [5]. Στην περίπτωση εξόρυξης φυσικών λίθων, τα πλέον σημαντικά κράτη μέλη, δηλαδή η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία καλύπτουν περίπου το 90% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ [6].

[5] Υπολογίζεται βάσει ποσοτήτων παραγωγής σε μετρικούς τόνους. Πηγή: World wining data 1997.

[6] Υπολογίζεται βάσει ποσοτήτων παραγωγής. Πηγή: European Minerals Yearbook 1996/97.

Οι επιχειρήσεις εξόρυξης στην Ευρώπη παρέχουν τη βάση ανταγωνιστικής και καινοτόμου μεταποιητικής βιομηχανίας στον εξοπλισμό και τις μηχανές, βιομηχανία η οποία έχει στενές σχέσεις με την εξορυκτική βιομηχανία για την ανάπτυξη, δοκιμή και επίδειξη των προϊόντων της. Οι ευρωπαίοι παραγωγοί εξοπλισμού και μηχανών εφοδιάζουν την εξορυκτική βιομηχανία παγκοσμίως. Άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως οι κατασκευές, από κοινού εξασφαλίζουν αγορά από πλευράς παραγώγων χρήσεων για τα προϊόντα αυτά.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η βιομηχανία αυτή έχει ενεργό παρουσία στις περισσότερες χώρες· οι βασικές χώρες παραγωγής περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Ρωσία και την Κίνα. Στην περίπτωση βιομηχανικών ορυκτών και οικοδομικών ορυκτών, το μερίδιο της ΕΕ στην παγκόσμια παραγωγή είναι άνω του 20% [7], με την ΕΕ μεταξύ των μεγαλύτερων παραγωγών του κόσμου για ορισμένα ορυκτά όπως η φυσική πέτρα, ο άστριος, ο καολίνης και η ποτάσα. Τα περισσότερα βιομηχανικά ορυκτά και οικοδομικά ορυκτά παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός της ΕΕ και πολλές φορές εντός των επιμέρους κρατών μελών. Όσον αφορά τα μεταλλικά ορυκτά, η ΕΕ καλύπτει μεταξύ 2 και 3% [8] της παγκόσμιας παραγωγής. Το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο ορυκτών είναι αρνητικό (περίπου 8 δις EUR) και καταδεικνύει την ισχυρή εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές για την τροφοδοσία της σε πρώτες ύλες. Σε σύνολο εισαγωγών της ΕΕ της τάξεως των EUR21.5 δις το 1998, περισσότερο από τρία τέταρτα προέρχονται από χώρες εκτός ΟΟΣΑ· η Βραζιλία, η Νότιος Αφρική και η Κίνα είναι μεταξύ των πλέον σημαντικών χωρών εφοδιασμού της ΕΕ [9].

[7] Μετρικοί τόνοι. Περιλαμβάνει όλα τα ορυκτά στο Nace, rev. 1, 14.1-14.5, εκτός από τη φυσική πέτρα. Πηγή: World Mining Data 1997.

[8] Μετρικοί τόνοι. Πηγή: World Mining Data 1997.

[9] COMEXT 1998.

Η κακοδιαχείριση του κλάδου των ορυκτών στις αναπτυσσόμενες χώρες θέτει κωλύματα στην πρόσβαση των απαραίτητων πόρων και να αυξάνει τις απειλές αναφορικά με το τοπικό και γενικότερο περιβάλλον, λόγω δυσλειτουργιών ή λόγω ανικανότητας των κρατικών αρχών να θεσπίσουν σωστά και να διαχειριστούν τους ενδεδειγμένους περιβαλλοντικούς κανόνες.

Επομένως, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην ενίσχυση των χωρών με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει προγράμματα συνεργασίας, για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η δημιουργία/ενίσχυση του ενδεδειγμένου επιχειρηματικού κλίματος και των καταλλήλων μέσων διαχείρισης του εξορυκτικού περιβάλλοντος. Τέτοια ενίσχυση θα συμβάλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, ώστε να καταπολεμηθεί η ένδεια των αναπτυσσόμενων χωρών και να εμπεδωθεί η ενσωματωθούν στην οικονομία της αγοράς.

2.2. Χαρακτηριστικά ανταγωνιστικότητας

Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ορυκτών στον κόσμο, πράγμα που εκφράζει την εξάρτηση πολλών μεταποιητικών βιομηχανιών από ορυκτές ως πρώτες ύλες. Οι οικονομικές προοπτικές στις βιομηχανίες συνδέονται στενά με το συνολικό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Κατά συνέπεια, οι αγορές ορυκτών χαρακτηρίζονται από έντονη αστάθεια τιμών και διακυμάνσεις στη ζήτηση, με προσωρινές αλλά μερικές φορές σοβαρές επιπτώσεις στη βιομηχανία, παράδειγμα η οικονομική κρίση του 1998 στην Ασία. Οι πλέον σημαντικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα όλων των υποτομέων της βιομηχανίας περιλαμβάνουν τους ανθρώπινους πόρους, την προσπέλαση στη γη, ένα σταθερό και προβλέψιμο νομικό πλαίσιο, στο οποίο θεσπίζεται νομοθεσία βάσει των επιδιωκόμενων στόχων, έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, ύπαρξη υποδομής, περιλαμβανομένων των μεταφορών, χαμηλές δαπάνες μεταφοράς υλικών και παροχή ενέργειας.

2.2.1. Γεωλογία, προσπέλαση σε γη και έρευνα-εξερεύνηση

Τα γεωλογικά κοιτάσματα καθορίζουν τον τόπο εγκατάστασης των εξορυκτικών επιχειρήσεων. Η οικονομική βιωσιμότητα των κοιτασμάτων καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, περιλαμβανομένων του τύπου και της περιεκτικότητας του μεταλλεύματος, του βάθους του κοιτάσματος και των τεχνικών μεθόδων/σχεδιασμού που μπορεί να χρησιμοποιούνται για την εξόρυξη. Επίσης σημαντική είναι η επίδραση των τιμών αγοράς και του κόστους παραγωγής, των οποίων η μεταβολή μπορεί να καταστήσει ένα κοίτασμα που θεωρείται μη βιώσιμο σε εμπορικά σκόπιμο στόχο προς εκμετάλλευση και αντιστρόφως. Η τεχνολογική εξέλιξη οδηγεί συχνά στην ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων, καθώς και στην αξιοποίηση μεταλλευμάτων που στο παρελθόν θεωρούνταν ως μη βιώσιμα ή τεχνικώς αδύνατο να εξορυχτούν. Κατά συνέπεια, η προσπέλαση στη γη και η αποτελεσματικότητα της έρευνας αποτελούν κεντρικούς παράγοντες για τη μελλοντική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας αυτής. Όμως, η προσπέλαση στη γη πρέπει να εξετάζεται με ορθολογικό τρόπο για να αποφεύγονται οι ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος.

Όσον αφορά τη χρήση γης, η αρχική δραστηριότητα έρευνας απαιτεί πρόσβαση σε μεγάλη έκταση γης, μερικές φορές δεκάδες τετραγωνικών χιλιομέτρων, ιδίως στην περίπτωση μεταλλικών ορυκτών, και υψηλή ποιότητα βιομηχανικών ορυκτών, τα οποία είναι δύσκολο να εντοπισθούν. Η καθαυτή εκμετάλλευση χρειάζεται πολύ περιορισμένη περιοχή, που συνήθως καλύπτει μερικά εκτάρια.

Η ΕΕ καλύπτει πολύ μικρό μερίδιο των παγκόσμιων επενδύσεων για εξερεύνηση, υπολογίζονται δε σε 68 εκατ. EUR το 1998 [10]. Οι δαπάνες αφορούσαν κυρίως την εξερεύνηση για βασικά μέταλλα, χρυσό και διαμάντια, όπου η ΕΕ έχει περιορισμένους ορυκτούς πόρους σε σύγκριση με άλλα μέρη του κόσμου. Στην πράξη, η εξερεύνηση τείνει να συγκεντρώνεται σε κράτη μέλη, στα οποία προς το παρόν εξορυγνύονται μεταλλικά ορυκτά, ιδίως στις βόρειες περιοχές της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Ο εξορθολογισμός της εξορυκτικής νομοθεσίας στις χώρες αυτές στις αρχές της δεκαετίας το 1990 κατέληξε σε ουσιαστική αύξηση των εξερευνητικών δραστηριοτήτων, ως προς το ύψος δαπανών, καθώς και τον αριθμό αδειών που χορηγήθηκαν.

[10] Mining Journal 30.10.1998, Τόμος 331.

Όσον αφορά προβλήματα χρηματοδότησης που οφείλονται στο μεγάλο ρίσκο, ο οποίος υπεισέρχεται κατά την εξερεύνηση, μικρές εταιρείες εξερεύνησης συνήθως δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση χρέους, πράγμα το οποίο τις αναγκάζει να εξαρτώνται από κεφάλαια ρίσκου για τη χρηματοδότηση εξερευνητικών δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εξορυκτικές επιχειρήσεις συνεπάγονται μακροχρόνιο και πολύπλοκο στάδιο προγραμματισμού, καθώς και μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου, συνήθως με μεγάλη διάρκεια αποσβέσεων. Για παράδειγμα, δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχει χρονικό διάστημα 7-10 ετών μεταξύ αρχικής ανακάλυψης κοιτασμάτων και κανονικής παραγωγής. Μπορεί να χρειαστεί να δεσμευτούν μεγάλα ποσά κεφαλαίου στην αρχική φάση ενός έργου, όταν το ρίσκο είναι υψηλότερο λόγω αβεβαιότητας σε σχετικά με την αξία και το κόστος εξορύξεως των κοιτασμάτων. Όσον αφορά τις δαπάνες της περιβαλλοντικής προστασίας, μεγάλο μέρος τους προκύπτει σε αρχικά στάδια κατά την προετοιμασία εκτεταμένων περιβαλλοντικών αξιολογήσεων και προγραμματισμού των εργασιών, περιλαμβανομένου του κλεισίματος επιχειρήσεων, των μέτρων αποκατάστασης και των μέτρων παρακολούθησης. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι τα περιβαλλοντικά οφέλη από την προστασία, τα οποία οφέλη όμως συνήθως δεν εισάγονται στην εξίσωση. Δημιουργούνται ιδιαίτερες διοικητικές δυσκολίες που προκύπτουν από καθυστερήσεις στις εγκρίσεις αδειών, οι οποίες μπορεί να είναι εξαιρετικά δαπανηρές για τους φορείς εκμετάλλευσης και να τους αποτρέπουν από επενδυτικές πρωτοβουλίες.

Κατά συνέπεια, οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις για τη σύσταση νέων επιχειρήσεων είναι οι προβλέψεις ζήτησης της αγοράς, οι γεωλογικές συνθήκες, η πρόσβαση σε κεφάλαια ρίσκου και το νομικό και διοικητικό πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει τις ενδεδειγμένες προβλέψεις.

2.2.2. Οι υποτομείς

Η ανταγωνιστική θέση και η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων διαφέρει, ανάλογα με τους υποτομείς. Όσον αφορά τα μεταλλικά ορυκτά, η ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει ισχυρό παγκόσμιο ανταγωνισμό, ιδίως από μεγάλες, υψηλής εξειδίκευσης υπερπόντιες επιχειρήσεις, ικανές να προσφέρουν ορυκτά που παράγονται υπό συνθήκες χαμηλού κόστους στις διεθνείς αγορές. Η κυριαρχία της υπόγειας εξόρυξης επαυξάνει τις υψηλότερες δαπάνες της βιομηχανίας στην ΕΕ, σε σύγκριση με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της. Η βιομηχανία έχει καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να μειώσει τα συνολικά επίπεδα κόστους, με εξορθολογισμό και αύξηση της έντασης κεφαλαίων, που οδήγησαν σε σημαντική μείωση το εργατικό δυναμικό. Η παγκοσμιοποίηση προσφέρει πολλές ευκαιρίες για επενδύσεις εκτός ΕΕ, τις οποίες η ευρωπαϊκή βιομηχανία αξιοποιεί δραστήρια. Δεδομένου του παγκόσμιου εμπορίου μεταλλευμάτων και με τιμές που καθορίζονται στην παγκόσμια αγορά, η βιομηχανία στηρίζει αμέριστα τις σωστές εμπορικές συναλλαγές, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την άρση των εμποδίων στο εμπόριο.

Τα οικοδομικά ορυκτά εξορυγνύονται κυρίως από λατομεία. Οι κύριες χρήσεις περιλαμβάνουν την κατασκευή οδών, κτιρίων και σιδηροδρομικών γραμμών, καθώς και την κατασκευή σκυροδέματος, ασβέστη και ασβεστοκονιάματος και ποικιλίας άλλων προϊόντων, όπως γυαλιού και κεραμικών. Η ΕΕ αποτελεί σημαντικό παραγωγό παγκοσμίως και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης σε όλα σχεδόν τα ορυκτά αυτής της ομάδας. Οι αγορές δομικών ορυκτών κυρίως τροφοδοτούνται από γειτονικές περιοχές, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ επιχειρήσεων και αγοράς αποτελεί βασικό παράγοντα κόστους. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες μεταφοράς περιορίζουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό σε χύδην πρώτες ύλες δομικών κατασκευών. Παρ' όλα αυτά, λόγω της υψηλής τιμής της, η φυσική πέτρα αποτελεί σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, η δε Βόρεια Αμερική είναι σημαντική αγορά για τους ευρωπαίους παραγωγούς· παρατηρείται αύξηση ανταγωνισμού από παραγωγούς χαμηλού κόστους από χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Κίνα.

Τα βιομηχανικά ορυκτά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξορυγνύονται από λατομεία. Αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες χημικών ουσιών και κατασκευής λιπασμάτων, καθώς και για κεραμικά, χαρτί, χρώματα και πλαστικά. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, λόγω του χαμηλού κόστους σε πολλές τρίτες χώρες· η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί. Οι ενδείξεις υπερπροσφοράς για ορισμένα ορυκτά της χημικής βιομηχανίας, όπως η ποτάσα και το αλάτι, σηματοδοτούν περαιτέρω αύξηση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, η ποιότητα των κοιτασμάτων, καθώς και η τεχνογνωσία επεξεργασίας, είναι σημαντικοί παράγοντες προκειμένου περί των απαιτήσεων ποιότητας και των αναγκών των πελατών με ειδικές τελικές χρήσεις· οι καταναλωτές γενικά βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση αφού έχουν δυνατότητα επιλογής από πολλούς προμηθευτές στην Ευρώπη και αλλού.

2.3. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Οι επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος των εξορυκτικών εργασιών ανακινούν δύο τύπους προβλημάτων. Πρώτον, η χρήση μη ανανεώσιμων πόρων υπονοεί ότι οι εν λόγω πόροι θα λείψουν από τις μελλοντικές γενιές. Δεύτερον, οι εξορύξεις βλάπτουν την ποιότητα του περιβάλλοντος. Οι πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εξορυκτικών επιχειρήσεων περιλαμβάνουν τη ρύπανση της ατμόσφαιρας (κυρίως σκόνη) τον θόρυβο, τη ρύπανση του εδάφους και του νερού και επιδράσεις σε επίπεδο υπογείων υδάτων, την καταστροφή ή τη διαταραχή των φυσικών οικοτόπων, καθώς και την ορατή επίπτωση στο περιβάλλον τοπίο. Η πραγματική περιβαλλοντική επίπτωση συγκεκριμένων εργασιών εξαρτάται από τη φύση του κοιτάσματος και τα ειδικά χαρακτηριστικά της τοποθεσίας, όπως το βάθος του κοιτάσματος, τη χημική σύνθεση του μεταλλεύματος και των πετρωμάτων που το περιβάλλουν, ουσίες που απαντούν στη φύση και άλλες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες. Άλλοι παράγοντες που προδιαγράφουν επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος είναι οι χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες εξόρυξης και επεξεργασίας καθώς και της διάθεσης των παραγομένων αποβλήτων. Γενικά οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρότερες στην εξόρυξη μετάλλων, κατά την οποία συχνά χρησιμοποιούνται τοξικές χημικές ουσίες στη διαδικασία διαχωρισμού των ορυκτών. Οι μεγάλες ποσότητες τοξικών αποβλήτων που μπορεί να παραμείνουν από τέτοιου είδους διαδικασίες, πρέπει να υφίστανται προσεκτική διαχείριση, προκειμένου να αποφεύγεται, για παράδειγμα, ρύπανση των νερών από διαρροή οξέων και να προλαμβάνεται η αστοχία κατασκευών και φραγμάτων, κατασκευασμένων για τη συγκράτηση των αποβλήτων.

Τα απόβλητα των ορυχείων αποτελούν το μεγαλύτερο ρεύμα αποβλήτων στην Κοινότητα. Μερικά από τα ρεύματα αποβλήτων, ειδικότερα αυτά που παράγονται από την εξορυκτική βιομηχανία μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων, περιέχουν μεγάλες ποσότητες επικινδύνων ουσιών, όπως βαριά μέταλλα, παρουσιάζουν δε σημαντικούς κινδύνους.

Η διαρροή κυανιούχων στον ποταμό Tisza από την υποχώρηση του φράγματος "Baia Mare" του ορυχείου χρυσού στη Ρουμανία, δημιούργησε ένα δηλητηριώδες κύμα ρύπανσης που έφτασε μέχρι και τον Δούναβη. Τα ορατά αποτελέσματα επί των γειτονικών οικοσυστημάτων υπογράμμιζαν και πάλι τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από τη διαχείριση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Άλλα ατυχήματα αυτού του είδους συνέβησαν τα περασμένα λίγα χρόνια, ειδικότερα δε το ατύχημα του Aznalcollar στην Ισπανία, όπου μια παρόμοια υποχώρηση φράγματος δηλητηρίασε το περιβάλλον του εθνικού πάρκου Coto Doρana. Στις 25 Απριλίου 1998 η διάρρηξη του φράγματος των λατομείων του Aznalcollar προκάλεσε τη διαρροή πάνω από 5 εκατομ. κυβικών μέτρων τοξικών αποβλήτων τα οποία ρύπαναν μεγάλες περιοχές - περίπου 4500 εκτάρια - στα σύνορα του εθνικού πάρκου Doρana. Πρέπει να μελετηθούν τα διδάγματα των ατυχημάτων αυτών ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μελλοντικοί κίνδυνοι αυτού του είδους.

Εκτός από τα ζητήματα που αφορούν συγκεκριμένα την εξόρυξη ορυκτών, υπάρχουν και άλλα θέματα που αφορούν το περιβάλλον και συνδέονται άμεσα με τη βιομηχανία αυτή. Η Επιτροπή έχει θέσει ήδη το ζήτημα κατά πόσον η Κοινότητα μπορεί να προωθήσει μια πιο ικανοποιητική από οικολογική άποψη παραγωγή και οδούς κατανάλωσης, περιορίζοντας τη χρήση υλικών, την κατανάλωση ενέργειας και τις εκπομπές ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούνται τα επίπεδα παραγωγής και υπηρεσιών [11]. Τα θέματα αυτά θα συνεχίσουν να έχουν σημασία για τη βιομηχανία και θα επηρεάζουν τις σχετικές πολιτικές, εξετάζονται δε από την Επιτροπή με διάφορα πορίσματα, ένα εκ των οποίων είναι η προώθηση της ανακύκλωσης, όπου η συμβολή συγκεκριμένων βιομηχανικών τομέων στο κάτω μέρος της αλυσίδας μπορεί να αποκτήσει μεγάλη σημασία, π.χ. στη διαμόρφωση περιβαλλοντικών στόχων.

[11] Ανακοίνωση της Επιτροπής «Europe's Environment: What directions for the future- The global assessment of the European Community Programme of Policy and Action in relation to the environment and sustainable development, Towards Sustainability», COM(1999) 543, 24.11.1999.

Το γνωστό φαινόμενο των εγκαταλελειμμένων ορυχείων και των μη αποκατεστημένων λατομείων είναι μάρτυρας κακών περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας αυτής κατά το παρελθόν. Αυτοί οι εγκαταλελειμμένοι χώροι καταστρέφουν το τοπίο και μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές περιβαλλοντικές απειλές, λόγω κυρίως των όξινων διαρροών των ορυχείων. Η από νομική άποψη ευθύνη για την περιβαλλοντική αποκατάσταση των χώρων αυτών είναι συχνά ασαφής λόγω ελλείψεων του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου ή δυσχερειών στον εντοπισμό των υπευθύνων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να εκπονηθεί κάποιο αρχείο των περιοχών αυτών καθώς και των περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκαλούν, πράγμα το οποίο θα διευκολύνει την επιλογή των επανορθωτικών μέτρων σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία εκδήλωσε τη θέλησή της να συμβάλει στην εκπόνηση ενός τέτοιου αρχείου και στην ανάπτυξη των μέσων εκείνων που χρειάζονται για την επιλογή των απαιτουμένων μέτρων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη ξεκινήσει να λαμβάνουν μέτρα αποκατάστασης των χώρων αυτών. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη, μέσω του προγράμματος LIFE, πρωτοβουλίες πρόληψης ή περιορισμού των συνεπειών των εξορυκτικών δραστηριοτήτων επί του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων και των εγκαταλελειμμένων ορυχείων.

Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει καταστήσει δυνατή την ασφαλέστερη επεξεργασία και διάθεση επικινδύνων αποβλήτων και την αντικατάσταση επικινδύνων μεθόδων επεξεργασίας, πράγμα που συχνά απέφερε κέρδη στην παραγωγικότητα. Μοντέρνα πληροφορική τεχνολογία έδωσε τη δυνατότητα αποτελεσματικών ελέγχων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των εργασιών σε πραγματικό χρόνο, καθώς επίσης και την παρακολούθηση των χώρων αυτών μετά από το κλείσιμό τους. Έχουν ακόμη βελτιωθεί και οι μέθοδοι αποκατάστασης του τοπίου με ελκυστικές εναλλακτικές χρήσεις τους. Σε πολλές περιπτώσεις τα λατομεία προσφέρουν καλές δυνατότητες οικολογικής αποκατάστασης των φυσικών οικοτόπων και των ειδών της πανίδας, κοινοτικού ενδιαφέροντος. Παρά τη σημειωθείσα πρόοδο στις περιβαλλοντικές επιδόσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ανάγκη να γίνουν και άλλες βελτιώσεις, πράγμα εφικτό και αναγκαίο, αν και ο απώτερος στόχος τέτοιων βελτιώσεων εξαρτάται από τους εμπλεκόμενους υποτομείς. Η υιοθέτηση και διάδοση βελτιωμένων τεχνολογικών μεθόδων στην Κοινότητα θα αποτελέσει βασικό παράγοντα αναβάθμισης των επιδόσεων.

2.4. Κοινωνικά χαρακτηριστικά

Οι στατιστικές των ατυχημάτων δείχνουν ότι η βιομηχανία αυτή ανήκει στους κλάδους υψηλών κινδύνων, ως αποτέλεσμα της στενής διασύνδεσης φύσης, τεχνολογίας και ανθρώπων. Οι επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων επιβάλλουν τον έλεγχο των εν δυνάμει κινδύνων στους εργαζομένους που προέρχονται από το δυσμενές εργασιακό περιβάλλον. Η έκταση των ενδεχομένων επιπτώσεων ποικίλει ανάλογα με τον τύπο των εργασιών, με τις εν δυνάμει αρνητικές επιπτώσεις επί της υγείας και ασφάλειας σε υπόγειες εξορυκτικές εργασίες (έλλειψη φωτός, περιορισμένος εξαερισμός σε κλειστούς χώρους, κίνδυνοι πτώσης βράχων, κ.λπ.).

Οι εξορυκτικές εργασίες ενώ μπορεί να βλάπτουν την υγεία και την ασφάλεια επηρεάζουν επίσης το εισόδημα του γύρω πληθυσμού αν δεν λαμβάνονται ενδεδειγμένα μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών και την πρόληψη των ατυχημάτων. Αναφορικά με τα υγρά απόβλητα, ο πληθυσμός που ζει κοντά στους χώρους εξόρυξης πρέπει να τυγχάνει της δέουσας προστασίας.

Σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία της ΕΕ στο θέμα της υγείας και της ασφάλειας, με την οδηγία [12] για την υιοθέτηση μέτρων βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας και με την οδηγία [13] για τις ελάχιστες απαιτήσεις προς βελτίωση της ασφάλειας και της προστασίας της υγείας των εργαζομένων σε βιομηχανίες επιφανειακής και υπόγειας εξόρυξης, τίθενται ειδικές προϋποθέσεις στη βιομηχανία. Και οι δύο οδηγίες βασίζονται στο άρθρο 118 Α της συνθήκης ΕΚ με το οποίο ζητείται «στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών οι οποίοι θα εμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων».

[12] Οδηγία του Συμβουλίου 89/391/ΕΟΚ της 12.6.1989.

[13] Οδηγία του Συμβουλίου 92/104/ΕΟΚ της 3.12.1992.

Η περιφερειακή σημασία της βιομηχανίας ως πηγής απασχόλησης μπορεί να είναι ουσιαστική, ιδίως σε απομακρυσμένες και αραιά κατοικημένες περιοχές, όπου συχνά αυτή είναι ο κύριος εργοδότης, για παράδειγμα, σε ορισμένους δήμους της Βόρειας Σουηδίας η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 14-17% της συνολικής απασχόλησης [14]. Η βιομηχανία στηρίζεται εντόνως στην υπεργολαβία για διάφορες εργασίες της, όπως οι γεωτρήσεις και οι μεταφορές. Κατά συνέπεια, η έμμεση απασχόληση που δημιουργείται από συγκεκριμένη βιομηχανική επιχείρηση στον τοπικό χώρο μπορεί να είναι εξίσου μεγάλη αν όχι μεγαλύτερη από την άμεσα παρεχόμενη απασχόληση.

[14] Δήμοι Kiruna, Gδllivare και Arjeplog. Πηγή: Swedish Geological Survey.

3. Ζητήματα προτεραιότητας για τη βιώσιμη ανάπτυξη της βιομηχανιας

3.1. Βελτιωμένη βιωσιμότητα της βιομηχανίας - υψηλή περιβαλλοντική προστασία

Στα ζητήματα προτεραιότητας για τη συμπερίληψη του περιβάλλοντος στους προβληματισμούς της βιομηχανίας περιλαμβάνεται η πρόληψη ατυχημάτων στα ορυχεία, η βελτίωση των γενικών περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας και η ορθολογική διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων, περιλαμβανομένης και της ανακύκλωσης.

3.1.1. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο

Αναφορικά με την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ, οι δραστηριότητες της βιομηχανίας διέπονται από οδηγίες ΕΕ για τα απόβλητα, το νερό και την ποιότητα της ατμόσφαιρας και τις οδηγίες διατήρησης της φύσης, για τα πουλιά και τους οικοτόπους. Η χρήση γης, βασικό ζήτημα για την ανταγωνιστικότητα της υπόψη βιομηχανίας, πρέπει να εξετασθεί προσεκτικά σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους. Η οδηγία για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων [15] καλύπτει υπαίθρια ορυχεία και λατομεία, όπου η έκταση του χώρου υπερβαίνει τα 25 εκτάρια. Για άλλες εξορυκτικές δραστηριότητες, τα κράτη μέλη αποφασίζουν μετά από κατά περίπτωση εξέταση ή θέτουν όρια ή κριτήρια με τα οποία καθορίζεται ποιες δραστηριότητες υπόκεινται σε αξιολόγηση επιπτώσεων, σε συμφωνία με την οδηγία.

[15] Οδηγία του Συμβουλίου 85/337/ΕΟΚ, 27.6.1985, για την αξιολόγηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων επί του περιβάλλοντος, τροποπ. με την οδηγία του Συμβουλίου 97/11/ΕΚ, 3.3.1997.

Η οδηγία 75/442/ΕΟΚ για τα απόβλητα όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ [16] εφαρμόζεται στα απόβλητα τα προερχόμενα από δραστηριότητες εξερεύνησης, εξόρυξης, επεξεργασίας και εναπόθεσης ορυκτών πόρων και από τις εργασίες των λατομείων, κατά το μέτρο που οι τελευταίες αυτές δεν καλύπτονταν μέχρι τώρα από κάποια άλλη κοινοτική νομοθεσία. Στο άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται η ανακύκλωση ή η διάθεση των αποβλήτων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον.

[16] Οδηγία του Συμβουλίου 75/442/ΕΟΚ, 15.6.1975 για τα απόβλητα και οδηγία του Συμβουλίου 91/156/ΕΟΚ, της 18.3.1991 που τροποποιεί την οδηγία 75/442/ΕΟΚ.

Η απόθεση αποβλήτων επεξεργασίας ορυκτών σε λάκκους αποτελεί εργασία διάθεσης αποβλήτων που καλύπτεται από την υπάρχουσα κοινοτική νομοθεσία - οδηγία 99/31/ΕΚ για τους χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων [17]. Η εν λόγω οδηγία ετέθη σε ισχύ στις 16 Ιουλίου 1999 και θα παραγάγει αποτελέσματα από 16 Ιουλίου 2001. Η οδηγία παραθέτει τις προϋποθέσεις για την έγκριση αδειών σε χώρους υγειονομικής ταφής, για την τεχνική κατασκευή αυτών, τον τύπο των δεκτών αποβλήτων στους χώρους αυτούς και την παρακολούθηση των μεθόδων απόρριψης.

[17] Οδηγία του Συμβουλίου 1999/31/ΕΚ, της 26.4.1999 για την υγειονομική ταφή αποβλήτων.

Η οδηγία για την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) [18] καλύπτει την επεξεργασία μετάλλων, αφού οι εγκαταστάσεις παραγωγής μη σιδηρούχων ακατέργαστων μετάλλων από μεταλλεύματα καλύπτονται από το παράρτημα Ι (κατηγορία 2.5.α) της οδηγίας. Οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στην οδηγία πρέπει να συμβάλουν στην πρόληψη και τον περιορισμό της ρύπανσης, με τη βοήθεια των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών (ΒΑΤ). Η οδηγία ισχύει από το 1999 για τις νέες ή τις σημαντικά εκσυγχρονισθείσες επιχειρήσεις και από το 2007 το αργότερο θα ισχύει για τις ήδη υπάρχουσες.

[18] Οδηγία του Συμβουλίου 96/61/ΕΚ, 24.9.1996 για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

Το Κοινοτικό Σύστημα Οικοδιαχείρισης και Ελέγχου (EMAS - Community Eco-Management and Audit Scheme) [19] προβλέπει τη σύσταση κάποιου οργάνου για την συμπερίληψη και διαχείριση των περιβαλλοντικών προβληματισμών εκ μέρους των επιχειρήσεων. Η βιομηχανία στην ΕΕ, καθώς επίσης και γενικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε καθυστέρηση σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση του EMAS ή άλλων περιβαλλοντικών συστημάτων διαχείρισης, όπως το ISO 14001. Όμως η ανάκαμψη βαίνει επιταχυνόμενη. Η Επιτροπή καλωσορίζει τις προσπάθειες που καταβάλει η βιομηχανία σχετικά και την ενθαρρύνει να προχωρήσει στην υιοθέτηση τέτοιων συστημάτων, που μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο όχι μόνο για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής διαχείρισης και των σχετικών επιδόσεων αλλά και επίσης σε ό,τι αφορά την εξωτερική εικόνα τους. Η Επιτροπή πρότεινε την αναθεώρηση του κανονισμού. Η εν λόγω αναθεώρηση προβλέπει συγκεκριμένα τρόπους αντιμετώπισης των ανησυχιών των ενδιαφερομένων παραγόντων κατά ορθολογικό τρόπο, με ενισχυμένες απαιτήσεις για περιοδικούς και ανεξάρτητους περιβαλλοντικούς ελέγχους και τη χρήση δεικτών για την εξασφάλιση ποιότητας και αντικειμενικότητας των εξωτερικών ενημερώσεων. Η αναθεώρηση αυτή θα ενσωματώνει επίσης την ISO 14001 ως το σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης που απαιτείται από το EMAS.

[19] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1836/93, 29.6.1993 για την ελεύθερη συμμετοχή επιχειρήσεων του βιομηχανικού κλάδου σε ένα κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου.

Είναι σημαντικό οι ΜΜΕ, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων της βιομηχανίας αυτής, να υιοθετήσουν τέτοιου είδους συστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο κανονισμός του EMAS συνιστά στα κράτη μέλη να προωθήσουν τη συμμετοχή των ΜΜΕ, ιδίως καταρτίζοντας τα ενδεδειγμένα τεχνικά μέτρα υποστήριξης. Σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, τα διαρθρωτικά ταμεία μπορούν επίσης να κινητοποιηθούν για την παροχή στήριξης σε συστήματα οικο-ελέγχων και περιβαλλοντικής διαχείρισης των ΜΜΕ. Τα δίκτυα πληροφοριών που προβλέπονται στο προτεινόμενο νέο Πολυετές Πρόγραμμα υπέρ των επιχειρήσεων, θα δίνουν έμφαση σ' αυτές τις απαιτήσεις.

Η υποβολή περιβαλλοντικών εκθέσεων, όπως ζητείται από το EMAS, είναι επίσης ζωτικής σημασίας εργαλείο για τη βιομηχανία, εκθέσεις με τις οποίες θα παρέχονται λεπτομερείς πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις τόσο προς το κοινό όσο και προς τις κανονιστικές αρχές. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τη βιομηχανία να προωθήσει παραπέρα την κατάρτιση περιβαλλοντικών εκθέσεων, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν ειδικές κατά περίπτωση εκθέσεις, περιλαμβανομένων και των πορισμάτων από ανεξάρτητους ελέγχους τρίτων.

3.1.2. Ανάγκη νέων μέσων

Σε ό,τι αφορά τις πρωτοβουλίες σε θέματα περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι τρέχουσες νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής που αφορούν τη βιομηχανία αυτή περιλαμβάνουν την οδηγία πλαίσιο για το νερό [20] και την οδηγία για τη στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση (SEA) [21].

[20] COM(1997) 49, 17.6.1997, COM(1999) 271, 17.6.1999

[21] COM(1996) 511, 4.12.1996, COM(1999) 73, 18.2.1999.

Λόγω των πρόσφατων ατυχημάτων, η κοινοτική νομοθεσία για την ασφαλή λειτουργία των εξορυκτικών εγκαταστάσεων πρέπει να αναθεωρηθεί. Για τον λόγο αυτόν η Επιτροπή θα παρουσιάσει σύντομα ανακοίνωση επί των θεμάτων αυτών, περιλαμβανομένου και ενός Σχεδίου Δράσης, ως απάντηση στα ατυχήματα της Baia Mare και Aznalcollar. Αναφορικά με τη διαχείριση βιομηχανικών κινδύνων, η Οδηγία Seveso ΙΙ [22] φαίνεται να αποτελεί το καλύτερο νομοθετικό εργαλείο για την πρόληψη ατυχημάτων, όπως τα προαναφερόμενα στη Ρουμανία και Ισπανία. Η οδηγία αυτή υποχρεώνει τους βιομηχανικούς παράγοντες να θέσουν σε εφαρμογή συστήματα ασφαλούς διαχείρισης, περιλαμβανομένης και λεπτομερούς αξιολόγησης κινδύνων με βάση πιθανά σενάρια ατυχημάτων. Ωστόσο, το τρέχον πεδίο της οδηγίας δεν διευκρινίζει σαφώς τις εξορυκτικές δραστηριότητες και/ή τους λάκκους εναπόθεσης ή τα φράγματα. Πρέπει λοιπόν να αναθεωρηθεί ώστε να καλύπτονται και οι εξορυκτικές δραστηριότητες.

[22] Οδηγία του Συμβουλίου 96/82/ΕΚ, 9.12.1996, για την αντιμετώπιση κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων από επικίνδυνες ουσίες.

Οι λάκκοι εναπόθεσης καλύπτονται από την οδηγία 99/31/ΕΚ για τους χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων. Ωστόσο, δεν εξετάζονται ειδικά στην εν λόγω οδηγία όλα τα θέματα της διαχείρισης των λάκκων απόρριψης.

Μια μελέτη «ΕU 15» για τη διαχείριση των αποβλήτων των ορυχείων και την αξιολόγηση των σχετικών περιβαλλοντικών κινδύνων θα περατωθεί κατά το καλοκαίρι του 2000, στα τέλη δε του 2000 οι αξιολογήσεις για τις υποψήφιες χώρες. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, θα αποτιμηθεί και η ανάγκη εκπόνησης πρότασης για μια νέα οδηγία ειδικά απευθυνόμενη στη διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων.

Θα μπορούσε να εκπονηθεί κάποιο έγγραφο αναφοράς για την καλύτερη Διαθέσιμη Τεχνολογία (ΒΑΤ) με βάση τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες, δυνάμει του άρθρου 16(2) της οδηγίας IPPC, στο θέμα των δραστηριοτήτων επεξεργασίας μεταλλευμάτων. Το έγγραφο αναφοράς θα μπορούσε να αφιερωθεί σε τεχνικές περιορισμού της «συνήθους» ρύπανσης και σε τεχνικές πρόληψης ή καταπολέμησης ατυχημάτων.

Επιπλέον, η Λευκή Βίβλος προτείνοντας μια οδηγία για τις περιβαλλοντικές ευθύνες [23] επιδιώκει τη βελτιωμένη εφαρμογή βασικών αρχών, όπως ο ρυπαίνων πληρώνει, η πρόληψη και η προφύλαξη και οι υπάρχοντες κοινοτικοί περιβαλλοντικοί νόμοι καθώς επίσης και η ικανοποιητική αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Έγκαιρες, αποτελεσματικές οικονομικά επενδύσεις σε μέτρα πρόληψης για την αποφυγή ζημιών των οποίων η επανόρθωση θα μπορούσε να κοστίσει πολύ περισσότερο, προσφέρουν αρκετά πλεονεκτήματα όταν πρόκειται για δραστηριότητες για τις οποίες δεν ελήφθησαν τα ενδεδειγμένα μέτρα.

[23] Λευκή Βίβλος για την περιβαλλοντική ευθύνη, COM(2000) 66, 9.2.2000.

Μέχρι σήμερα, σπάνια αξιολογήθηκαν σύμφωνα με το κόστος και τα πλεονεκτήματά τους τα μέτρα που επηρέαζαν τη βιομηχανία. Είναι επομένως δύσκολο να αξιολογηθεί κατά πόσον συγκεκριμένα μέτρα σήμερα οδηγούν σε καθαρή αύξηση της ευημερίας μιας κοινωνίας ή κατά πόσον οι πρόσθετες δαπάνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και απώλειες ανταγωνιστικότητας, αποτελούν φορτίο για την κοινωνία και επομένως απώλεια ευημερίας. Θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθούν τα θέματα αυτά υπό το φως των δυσχερειών που συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας προγενέστερης μελέτης επί του θέματος [24]. Πιο πειστικές διαπιστώσεις επί του ζητήματος αυτού θα βοηθούσαν στην αξιολόγηση των περιβαλλοντικών εκείνων στόχων που μπορούν να επιτευχθούν από την άποψη της κοινωνίας. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να εξετάσει το ζήτημα αυτό σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, τη βιομηχανία και άλλους ενδιαφερόμενους παράγοντες.

[24] Πραγματοποιήθηκε για την Επιτροπή, 1996.

3.1.3. Περιβαλλοντικές συμφωνίες

Κατά τις τελευταίες συζητήσεις της δεκαετίας του 1990 σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας γενικότερα, ιδιαίτερα δεν σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική προστασία, θέμα ήταν με ποιο τρόπο να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτόν εργαλεία άλλα πλην των κανονιστικών. Η Επιτροπή παλιότερα κατέγραψε τα εν δυνάμει πλεονεκτήματα των περιβαλλοντικών συμφωνιών, όπως λόγου χάριν την εξεύρεση αποτελεσματικών οικονομικά και συγκεκριμένων λύσεων στα εκάστοτε προβλήματα, εκπόνησε δε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται στις συμφωνίες αυτές [25]. Η έκταση κατά την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τέτοιες δεσμευτικές συμφωνίες εξαρτάται από νομικά και θεσμικά ζητήματα στα διάφορα κράτη μέλη αλλά και επίσης από την έκταση με την οποία εφαρμόζονται από τις επιχειρήσεις, κατά τρόπο ουσιαστικό και φιλόδοξο. Επί του παρόντος η πραγματική σημασία και τα αποτελέσματα των περιβαλλοντικών συμφωνιών είναι περιορισμένα.

[25] Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις περιβαλλοντικές συμφωνίες, COM(96) 561, 27.11.1996.

Εκ πρώτης όψεως, οι περιβαλλοντικές συμφωνίες φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντικές δυνατότητες σε τοπικό επίπεδο λόγω της εντοπιότητας των χαρακτηριστικών της υπόψη βιομηχανίας, π.χ. αναφορικά με θέματα όπως η ποιότητα του νερού και η αποκατάσταση του τοπίου. Άλλωστε τέτοιου είδους συμφωνίες συνήφθησαν σε τέτοιο τοπικό επίπεδο μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, τοπικές ρυθμίσεις μπορούν επίσης να δώσουν την απαραίτητη ελαστικότητα αναφορικά με την επιβολή ειδικών όρων και στόχων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων βάσει περιβαλλοντικών αξιολογήσεων και δεδομένων στις τοπικές συνθήκες.

Η Επιτροπή ξεκίνησε μελέτη των εν εξελίξει ελεύθερων συμφωνιών στην ΕΕ, καθώς και σε άλλες χώρες, στην οποία περιλαμβάνεται και απογραφή των περιβαλλοντικών συμφωνιών στην ΕΕ. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, η Επιτροπή θα προχωρήσει στην παραπέρα αποτίμηση της αποτελεσματικότητας τέτοιων μεθόδων στη βιομηχανία αλλά και σε συστάσεις που μπορούν σχετικά να διατυπωθούν. Σε ό,τι αφορά τις Κοινοτικές Περιβαλλοντικές Συμφωνίες, η Επιτροπή σήμερα ετοιμάζει μια πρόταση κανονιστικού πλαισίου ώστε να αρθούν τα σημερινά νομικά και θεσμικά εμπόδια που δυσχεραίνουν τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών σε κοινοτικό επίπεδο αλλά και να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των πολιτών.

3.1.4. Άλλες πρωτοβουλίες

Ουσιαστική προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης είναι η συμπερίληψη του περιβαλλοντικού προβληματισμού σε κάθε στάδιο δραστηριότητας, από το στάδιο του σχεδιασμού μέχρι το στάδιο της αποκατάστασης του τοπίου και της μεταγενέστερης παρακολούθησης. Η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαραίτητη αφού ο προγραμματισμός και οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι εργασίας των εξορυκτικών επιχειρήσεων είναι συχνά δύσκολο να μεταβληθούν από τη στιγμή που έχουν ξεκινήσει.

Ελεύθερες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί από τη βιομηχανία με στόχο τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων και την γνωστοποίηση περασμένων και τρεχουσών προσπαθειών. Μερικές επιχειρήσεις, ειδικότερα πολυεθνικές στον κλάδο των μη μεταλλικών ορυκτών, έχουν εφαρμόσει περιβαλλοντικές και βιώσιμες πολιτικές ανάπτυξης. Ομοσπονδίες επιχειρήσεων ανέπτυξαν κώδικες συμπεριφοράς και κατευθυντήριες γραμμές για τα μέλη τους, όπου παρατίθενται οι αρχές για μια κλαδική πολιτική περιβάλλοντος. Εκπονήθηκαν οδηγίες ορθής πρακτικής για να καταδειχθεί το ενδιαφέρον της βιομηχανίας σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας. Σημαντική εφαρμογή των εν λόγω κωδίκων συμπεριφοράς μπορεί να πραγματοποιηθεί στις σχετικές δραστηριότητες των αναπτυσσομένων χωρών, όπου το νομικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές. Κώδικας συμπεριφοράς που ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα μπορεί στις περιστάσεις αυτές να δώσει ικανοποιητική εικόνα της βιομηχανίας προς επίδειξη των δεσμεύσεών της σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις του ζητήματος. Θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσον οι εν λόγω δεσμεύσεις παράγουν επαρκή αποτελέσματα σε σχέση με άλλες μεθόδους, για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών συνεπειών.

Συνολικά, ωστόσο, πρωτοβουλίες του είδους αυτού φαίνεται να είναι μικρότερες σε αριθμό και λιγότερο μακροπρόθεσμες, σε σύγκριση προς εκείνες σε ηγετικές χώρες παραγωγής ορυκτών εκτός ΕΕ. Οι υπάρχουσες πρωτοβουλίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν επιτύχει ουσιαστική συνεισφορά στο συνολικό πλαίσιο πολιτικής. Πιθανός λόγος γι' αυτό είναι το γεγονός ότι για τις ΜΜΕ, οι οποίες κυριαρχούν στο χώρο της βιομηχανίας στην ΕΕ, η ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών είναι οικονομικά ασύμφορη. Αυτό τονίζει την ανάγκη για ενεργό συμμετοχή οργανισμών στήριξης των επιχειρήσεων, για παράδειγμα, με τη διάδοση των σχετικών πληροφοριών. Η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στο 3.1.3, έχει ξεκινήσει μελέτη για τις ελεύθερες πρωτοβουλίες του είδους αυτού στην ΕΕ, καθώς και σε άλλες χώρες, ώστε να προσδιορίσει ποιές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις και το πεδίο εφαρμογής τέτοιων πρωτοβουλιών, καθώς και ποια τα πιθανά μοντέλα για περαιτέρω ανάπτυξη.

Μπορεί να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος με την ανάπτυξη δεικτών περιβαλλοντικής επίδοσης, προκειμένου να υπάρξει λεπτομερής εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας, να παρακολουθούνται οι βελτιώσεις και να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων υποτομέων και τόπων εκμετάλλευσης, όπως επηρεάζονται από τις γεωλογικές συνθήκες και το τοπικό οικοσύστημα. Παραδείγματα καταλλήλων δεικτών μπορεί να είναι η χρήση πόρων, οι απορρίψεις στον αέρα και στο νερό και η χρήση γης. Πιο σημαντικό από όλα, πρέπει να πληρούνται όροι διαφάνειας, επάρκειας, δυνατοτήτων αποτίμησης και αναλυτικής ευστοχίας.

Η υποβολή πληρέστερων εκθέσεων για το περιβάλλον από τη βιομηχανία θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεικτών. Ορισμένες εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν και να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους δείκτες στις εκθέσεις τους. Οι δείκτες μπορούν να επιτύχουν αποτελέσματα μόνον εφόσον παρέχουν τη δυνατότητα κοινών προτύπων μέτρησης, που επιτρέπουν σύγκριση και αξιολόγηση της επίδοσης. Η προσέγγιση αυτή θα εξασφαλίσει τον βαθμό αξιοπιστίας που απαιτείται ώστε να υπάρξει βελτιωμένος διάλογος μεταξύ των ενδιαφερομένων, διάλογος βασισμένος σε αντικειμενική ανάλυση, η οποία μπορεί να καταλήξει σε συμπεφωνημένους στόχους για παραπέρα βελτιώσεις. Ο διάλογος αυτός μπορεί επίσης να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των περιορισμών τους οποίους αντιμετωπίζει η βιομηχανία από πλευράς ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής ανάπτυξης.

Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη, τη βιομηχανία και άλλους ενδιαφερόμενους να ανταλλάξουν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με εργασίες που έχουν ήδη διεξαχθεί στον τομέα αυτόν και να συζητήσουν τρόπους με τους οποίους θα προωθηθεί αυτή η προσπάθεια.

3.2. Οικονομικά θέματα

3.2.1. Ανταγωνιστικότητα

Για να επιτευχθεί οικονομική αποτελεσματικότητα από την άποψη των εταιρειών, θα πρέπει όσο γίνεται περισσότερο να ενσωματωθούν όλες οι αρνητικές επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος («externalities») στο κόστος των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και τελικά στα πωλούμενο προϊόν. Αυτό θα οδηγήσει ακόμη σε βελτιωμένη αξιοποίηση των πόρων με τον έλεγχο της ζήτησης από τους μηχανισμούς τιμών, θα δοθούν κίνητρα για τον κατά το δυνατόν καλύτερο έλεγχο της ρύπανσης και των μέτρων πρόληψης, προς αποφυγή ατυχημάτων, τελικά δε θα επωφεληθεί και η διαπραγμάτευση για την επιλογή των χώρων εγκατάστασης. Η διαπραγμάτευση αυτή πρέπει να έχει ιδιαίτερο βάρος μεταξύ άλλων στην αξιοποίηση πλούσιων κοιτασμάτων (με μικρότερη παραγωγή αποβλήτων και/ή εκπομπών στο περιβάλλον), με επιπτώσεις επί του τοπίου και της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης διαθέσιμων μελετών, είναι αδύνατο να δοθεί επί του παρόντος ακριβής ποσοτική εκτίμηση της γενικότερης απώλειας ευημερίας της κοινωνίας εξ αιτίας περιβαλλοντικών προβλημάτων από τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Χρειάζεται παραπέρα έρευνα για να εξευρεθεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ανάλυση ώστε να επιλεγούν τα ικανοποιητικότερα οικονομικά μέσα που μπορούν μακροπρόθεσμα, να περιορίσουν την ανάγκη θέσπισης νομοθεσίας.

Οι πολιτικές σχετικά με τη χρήση γης και χωροταξίας επηρεάζουν άμεσα τις στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης της βιομηχανίας. Η προσπέλαση στη γη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη της προκείμενης βιομηχανίας, αλλά μπορεί να έχει και σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις οι οποίες πρέπει να αξιολογούνται. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι προϋποθέσεις προσπέλασης στη γη για τη βιομηχανία επηρεάζονται όλο και περισσότερο από άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις γης, όπως η αστική ανάπτυξη, η κατασκευή υποδομών, η εντατικοποιημένη γεωργική ανάπτυξη και η διατήρηση των φυσικών χώρων.

Παρά το γεγονός ότι ο προγραμματισμός για τη χρήση γης αποτελεί κυρίως ευθύνη των δημοσίων αρχών στα κράτη μέλη, αρκετές βασικές πρωτοβουλίες στρατηγικής φύσεως σε επίπεδο ΕΕ παρέχουν πεδίο εφαρμογής για την ανάπτυξη πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης. Από την πλευρά αυτή, η ευρωπαϊκή προοπτική χωροταξικής ανάπτυξης (ESDP) [26], που αποσκοπεί στην προώθηση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης με πιο ισόρροπη χρήση της γης στο κοινοτικό έδαφος, έχει ενδιαφέρον για τη βιομηχανία. Σε συμφωνία με τις οδηγίες για τους οικοτόπους και τα πουλιά [27], τα κράτη μέλη πρέπει επίσης, όταν λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη χρήση γης, να εξασφαλίζουν την τήρηση των όρων προστασίας της φύσης στους χώρους του δικτύου Natura 2000. Το εν λόγω δίκτυο επιδιώκει τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας στην ΕΕ με την προστασία των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Όταν κάποιο πρόγραμμα ή σχέδιο, το οποίο περιέχει και εξορυκτικές δραστηριότητες, φαίνεται να έχει σημαντικές επιδράσεις επί του χώρου Natura 2000, τα κράτη μέλη επιβάλλουν τις απαραίτητες ρήτρες ασφαλείας που ορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ώστε οι εν λόγω δραστηριότητες να έχουν βιώσιμο χαρακτήρα σε ό,τι αφορά την προστασία της φύσης.

[26] "Towards Balanced and Sustainable Development of the Territory of the European Union", Agreed at the Informal Council of Ministers responsible for Spatial Planning in Potsdam, Μάιος 1999. Δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[27] Οδηγία του Συμβουλίου 92/43/EΚ της 21.5.1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Οδηγία του Συμβουλίου 79/409/EΟΚ της 2.4.1979 για την προστασία των αγρίων πουλιών.

Οι δράσεις και οι συνέπειες από τις δραστηριότητες των εξορυκτικών βιομηχανιών στην ΕΕ δεν μπορούν να απομονωθούν από την ευρύτερη αγορά. Αυξημένες εισαγωγές πρώτων υλών στην ΕΕ μπορεί να έχουν αρνητικά αποτελέσματα επί του γενικότερου περιβάλλοντος λόγω αύξησης των μεταφορών. Επιπλέον, σε σύγκριση με τα επικρατούντα στην ΕΕ, οι περιβαλλοντικές συνθήκες με τις οποίες εξάγονται τα εν λόγω ορυκτά στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ συχνά δύσκολο να αποτιμηθούν. Η ανάγκη ολοκληρωμένης βιώσιμης ανάπτυξης μιας αναπτυξιακής πολιτικής είναι ιδιαίτερα σημαντική σ' αυτό το πλαίσιο. Η εμπειρία της βιομηχανίας από τις δραστηριότητες τις εκτελούμενες με τις αυστηρές περιβαλλοντικές απαιτήσεις της ΕΕ, επιτρέπει την εκπόνηση περιβαλλοντικών ορθών πρακτικών, οι οποίες μπορούν να προωθηθούν και στις αναπτυσσόμενες χώρες και να τις βοηθήσει έτσι να επιτύχουν καλούς περιβαλλοντικούς στόχους.

Από πλευράς κοινωνικής προοπτικής, υπάρχει επίσης σειρά σημαντικών ζητημάτων που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Σε αραιά κατοικημένες περιοχές, ήδη υπό πίεση λόγω διαρθρωτικών αλλαγών, μπορεί να υπάρχουν περιορισμένες δυνατότητες εναλλακτικής οικονομικής δραστηριότητας. Η άμεση και έμμεση απασχόληση που δημιουργείται από εξορυκτικές επιχειρήσεις προσφέρει δυνατότητες να ανασχεθεί η μείωση του πληθυσμού. Ωστόσο, μια εξορυκτική επιχείρηση έχει πεπερασμένο χρόνο ζωής και είναι απαραίτητο να προγραμματίζεται, όσον αφορά μια επιχείρηση, ο τρόπος με τον οποίο μόνιμα και επωφελή οικονομικά αποτελέσματα μπορούν να εξακολουθήσουν μετά το κλείσιμο της επιχείρησης. Επιπλέον, ορισμένες εξορυκτικές δραστηριότητες έχουν αρνητική επίπτωση στους παραδοσιακούς τρόπους ζωής σε αγροτικές περιοχές, π.χ. αρνητικός αντίκτυπος επί των τοπικών πληθυσμών. Αυτό τονίζει τη σημαντική ευθύνη της βιομηχανίας αυτής να επιδιώκει τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας σε όλες τις φάσεις προγραμματισμού και ανάπτυξής της.

Η Επιτροπή συνιστά στις δημόσιες αρχές των κρατών μελών να λαμβάνουν ισόρροπα υπόψη την ανάγκη προσπέλασης της γης στη βιομηχανία με την ανάγκη υψηλής περιβαλλοντικής προστασίας. Καλούνται επίσης τα κράτη μέλη να ανταλλάξουν εμπειρίες και πληροφορίες στο ζήτημα αυτό, π.χ. σχετικά με εξισορροπημένες προσεγγίσεις στον καθορισμό περιοχών για περαιτέρω εξορυκτικές δραστηριότητες αλλά και με την ταχεία και εύστοχη λήψη αποφάσεων, αναφορικά με τη χρήση γης, τη βιοποικιλότητα, την πολιτιστική κληρονομιά, τους γεωλογικούς και υδάτινους πόρους.

3.2.2. Διοικητικές διαδικασίες

Σε πολλά κράτη μέλη, το δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης όσον αφορά τα μεταλλικά ορυκτά και τα βιομηχανικά ορυκτά υψηλής αξίας ανήκει στο κράτος. Η εθνική νομοθεσία, συνήθως υπό μορφή εξορυκτικού δικαίου, καθορίζει τις αρχές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αποκτώνται και να ασκούνται τέτοιου είδους δικαιώματα.

Η νομοθεσία που αφορά την εξόρυξη, τη χρήση γης, το περιβάλλον και την υγεία και ασφάλεια, εθνική καθώς και κοινοτική, αντικατοπτρίζει την κατάσταση στα κράτη μέλη. Τα διάφορα θέματα μπορεί να αλληλοεπικαλύπτονται, π.χ. περιβαλλοντικές διατάξεις και διατάξεις χρήσεως γης να περιλαμβάνονται στο εξορυκτικό δίκαιο. Η νομοθεσία και η επιβολή της σε πολλές περιπτώσεις υπάγονται σε περιφερειακή ή τοπική αρμοδιότητα, περιλαμβανομένου του καθορισμού πολύ συγκεκριμένων προϋποθέσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως μεθόδων εργασίας, διαχείρισης αποβλήτων και αποκατάστασης τοπίου. Ομοίως, οι διαδικασίες αδειοδότησης μπορεί να υπάγονται στην δικαιοδοσία διαφόρων αρχών σε διάφορα επίπεδα.

Η ορθή εφαρμογή και η αυστηρή επιβολή της νομοθεσίας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος και ίσης αντιμετώπισης της βιομηχανίας. Για την επίτευξη των αποτελεσμάτων αυτών, οι δημόσιες αρχές πρέπει να εξοπλισθούν με επαρκείς διοικητικές δομές και να διαθέτουν υψηλό επίπεδο γνώσης και εμπειρογνωμοσύνης, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα ζητήματα που προκύπτουν.

Η αποτελεσματική εφαρμογή μεγάλου αριθμού διοικητικών διαδικασιών που διέπουν τη βιομηχανία είναι επίσης ιδιαίτερης σημασίας, προκειμένου να προστατευθεί το επιχειρηματικό κλίμα, το οποίο συμβάλλει στην πραγματοποίηση βιομηχανικών επενδύσεων. Αυτό ισχύει με ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα για τις ΜΜΕ, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στα διοικητικά βάρη. Θα ήταν χρήσιμο να μελετηθεί ο σχεδιασμός και η λειτουργία των διαδικασιών αυτών στα κράτη μέλη, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να προσδιοριστούν οι ορθότερες πρακτικές.

Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη και τη βιομηχανία να προσδιορίσουν ποιές διατάξεις της εθνικής εξορυκτικής νομοθεσίας είναι οι πλέον ευνοϊκές για το επιχειρηματικό κλίμα και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, προκειμένου να θέσει τις βάσεις για μελλοντική οριοθέτηση επιδόσεων της σχετικής νομοθεσίας.

3.3. Κοινωνικές επιδόσεις και απασχόληση

Στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, η βιομηχανία βελτίωσε τις επιδόσεις της τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας σε σημαντική μείωση του αριθμού ατυχημάτων· στην πράξη, ωστόσο, οι στατιστικές δείχνουν ότι οι κίνδυνοι στη βιομηχανία είναι σημαντικοί και πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να γίνουν τουλάχιστον συγκρίσιμοι προς εκείνους άλλων βιομηχανικών τομέων. Σε σύγκριση προς το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, το θέμα αυτό δεν προκαλεί τις ίδιες δημόσιες ανησυχίες.

Ένα εξαιρετικά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του τομέα. Λόγω μακράς παράδοσης εξορυκτικών δραστηριοτήτων, η ΕΕ διαθέτει εξαιρετικό ανθρώπινοι κεφάλαιο στον τομέα αυτό. Ωστόσο, οι περιορισμένες διαστάσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ΕΕ έχουν επιπτώσεις στους πόρους που χρησιμοποιούνται για την ανώτερη εκπαίδευση στην εξορυκτική βιομηχανία. Η εκπαίδευση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, για καινοτομίες και νέες τεχνολογίες, παρέχει δε δυνατότητες αύξησης της γνώσεως και της επίγνωσης για προστασία του περιβάλλοντος σε όλα τα στάδια των εξορυκτικών επιχειρήσεων. Όσον αφορά την προσφορά εργασίας στο μέλλον, η βιομηχανία χρειάζεται επίσης να γνωστοποιεί πρόθυμα τις επιδόσεις σε θέματα υγείας και ασφάλειας, προκειμένου να προσελκύει επαρκές και με κατάλληλα προσόντα προσωπικό.

Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να μελετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας για ανώτερη εκπαίδευση, προκειμένου να στηρίξουν μελλοντικά την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Η βιομηχανία αυτή, μέσω χορηγιών σε εκπαιδευτικά κέντρα, πρέπει να αναμιχθεί ενεργά στη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δέχεται ευμενώς την πρωτοβουλία που έχει αναληφθεί από ορισμένα ευρωπαϊκά τεχνικά πανεπιστήμια και από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, να δημιουργηθεί ένα δίκτυο συνεργασίας και ανταλλαγής φοιτητών στον εξορυκτικό κλάδο και στην τεχνολογία των ορυκτών, πρωτοβουλία η οποία στηρίζεται από την Κοινότητα μέσω του προγράμματος Socrates.

3.4. Έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (ΕΤΑ)

Ο ρυθμός ανάπτυξης νέων τεχνολογιών στη βιομηχανία υπήρξε πολύ ταχύς, ιδίως στον τομέα των μεταλλικών ορυκτών. Οι σύγχρονες τεχνολογίες διαχείρισης πληροφοριών και η χρήση της ΤΠΕ έχουν αυξήσει την αποτελεσματικότητα των εξερευνήσεων, σε πραγματικό χρόνο, μειώνοντας συγχρόνως τις δαπάνες και τα κεφάλαια ρίσκου. Αποτελεσματικότερες μέθοδοι εξερεύνησης και παρακολούθησης των εξορυκτικών επιχειρήσεων, που κάνουν χρήση συλλογής δεδομένων με τηλεαισθητήρες και τεχνικών ψηφιακής επεξεργασίας, εργαστηριακών αναλύσεων, εξοπλισμού και αξιολόγησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έχουν αυξήσει την παραγωγικότητα και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις. Ο αντίκτυπος του ηλεκτρονικού εμπορίου υπήρξε μέχρι στιγμής σχετικά μικρός στον τομέα των πρώτων υλών, αλλά αυτό είναι πιθανόν να αλλάξει με την ανάπτυξη των εμπορευματικών ανταλλαγών μέσω Ιnternet, οι οποίες θα εντείνουν περαιτέρω τον ανταγωνισμό στη βιομηχανία.

Μέσω των προγραμμάτων της ΕΤΑ στην Ευρώπη, η Κοινότητα στηρίζει ευρεία σειρά δράσεων στον τομέα αυτόν. Σύμφωνα με το τέταρτο πρόγραμμα πλαίσιο (ΠΠ) 1994-1998, έχουν στηριχθεί πάνω από 50 έργα, με χρηματοδότηση της ΕΕ πάνω από 40 εκατ. ευρώ, σε θέματα όπως οι τεχνολογίες εξόρυξης και κατασκευής σηράγγων, η πέτρα, οι καθαρές τεχνολογίες επεξεργασίας για μεταλλεύματα και βιομηχανικά ορυκτά και οι τεχνολογίες εξερεύνησης. Ορισμένα έργα έχουν ασχοληθεί με τις όξινες απορροές ορυχείων και τη ρύπανση των νερών, με συστήματα και διαδικασίες ηλεκτρονικής υποστήριξης, καθώς και με τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων. Το πρόγραμμα έχει επίσης χρηματοδοτήσει το ευρωπαϊκό θεματικό δίκτυο εξορυκτικών βιομηχανιών (EUROTHEN), που δημιουργήθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το δίκτυο συγκεντρώνει τα ερευνητικά έργα που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα αυτό και παρέχει ένα ευρωπαϊκό φόρουμ για την κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων και την κοινή αξιοποίηση γνώσεων, διευκολύνοντας την ενσωμάτωση και μεταφορά τεχνολογίας και την κινητικότητα ερευνητών, διαμεσολαβεί δε μεταξύ βιομηχανίας και ρυθμιστικών αρχών όσον αφορά την βιώσιμη ανάπτυξη.

Το πέμπτο ΠΠ (1998-2002) και το θεματικό του πρόγραμμα για την ανταγωνιστική και βιώσιμη ανάπτυξη εξετάζει τις ανάγκες της βιομηχανίας μέσω της βασικής του δράσεως για καινοτόμα προϊόντα, διαδικασίες και οργάνωση και μέσω γενικών δραστηριοτήτων για νέα και βελτιωμένα υλικά. Το πρόγραμμα CRAFT επικεντρώνεται στις ανάγκες των ΜΜΕ, για των οποίων οι θεματικές προτεραιότητες και οι στόχοι ευθυγραμμίζονται με εκείνους του πέμπτου ΠΠ.

Στο θεματικό πρόγραμμα για την ενέργεια, το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη με βασικό στοιχείο δράσης την βιώσιμη διαχείριση και ποιότητα του νερού, η έρευνα αφορά την αποκατάσταση των περιοχών που έχουν καταστραφεί από εξορυκτικές δραστηριότητες και τη διαχείριση των νερών απορροής των περί ου ο λόγος χώρων, με στόχο την εκπόνηση προωθημένων κατευθυντηρίων γραμμών για καλύτερη περιβαλλοντική προστασία.

Για να ενισχυθούν παραπέρα οι προσπάθειες στον τομέα της ΕΤΑ, η Επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού χώρου [28]. Σκοπός είναι να ολοκληρωθούν καλύτερα και να συντονιστούν οι ερευνητικές δραστηριότητες τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κεντρικά στοιχεία θα είναι η σύνδεση σε δίκτυο των κέντρων αριστείας, η κοινή προσέγγιση για τις ερευνητικές υποδομές και η ενίσχυση της κινητικότητας των ερευνητών στην Ευρώπη. Αυτό θα εξασφαλίσει περαιτέρω ευκαιρίες για την εξορυκτική βιομηχανία, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά της και οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις της. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τη βιομηχανία να αναπτύξει κοινή ευρωπαϊκή πλατφόρμα, ώστε να αξιοποιήσει δεόντως το δυναμικό που θα προσφέρει ο ευρωπαϊκός ερευνητικός χώρος. Λαμβάνοντας υπόψη την ποικίλη δομή της βιομηχανίας και τον υψηλό αριθμό ΜΜΕ, μια τέτοια πλατφόρμα θα είναι πολύ χρήσιμη για τον συντονισμό και τη διάδοση των αποτελεσμάτων και για τον καθορισμό περιοχών προς περαιτέρω έρευνα.

[28] Ανακοίνωση της Επιτροπής «Για έναν Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Χώρο », COM(2000) 6, 18.1.2000.

3.5. Διεύρυνση

Η δομή της βιομηχανίας στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες είναι ως ένα βαθμό παρόμοια προς εκείνη της ΕΕ, κατά το μέτρο που περιλαμβάνει σχετικά μικρό τομέα μεταλλικών ορυκτών και μεγαλύτερους τομείς βιομηχανικών ορυκτών και οικοδομικών ορυκτών, για την κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης. Η εξόρυξη μεταλλικών ορυκτών συγκεντρώνεται κυρίως στην Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία και μάλιστα στην Πολωνία. Ο τομέας βιομηχανικών ορυκτών είναι επίσης σημαντικός στις ανωτέρω χώρες, καθώς επίσης και στη Δημοκρατία της Τσεχίας.

Μέχρις στιγμής, η αναδιάρθρωση και η αποκρατικοποίηση υπήρξαν επιτυχέστερες στους τομείς των βιομηχανικών ορυκτών και των οικοδομικών ορυκτών, με σημαντικές ξένες επενδύσεις, οι οποίες έγιναν στις εξορυκτικές επιχειρήσεις, καθώς και στις συναφείς βιομηχανίες. Στον τομέα των μεταλλικών ορυκτών, η πρόοδος υπήρξε πολύ βραδύτερη, με ασήμαντες ξένες επενδύσεις, εν μέρει λόγω της χαμηλής ποιότητας πολλών εκ των μεταλλευμάτων που εξορυγνύονται σήμερα, του ελλιπούς νομικού πλαισίου και της πληθώρας παλαιών περιβαλλοντικών καταστροφών, αν και το ζήτημα των ευθυνών σχετικά δεν αποτελεί εκεί ισχυρό κινητήριο μοχλό.

Η βιομηχανία και οι ενδιαφερόμενες περιοχές, αντιμετωπίζουν πολύ δύσκολες προκλήσεις σε σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Η συνολική απασχόληση στην υπόψη βιομηχανία είναι δύσκολο να υπολογισθεί, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υψηλότερη σε σχέση με την ΕΕ, εκφράζοντας την πολύ χαμηλή παραγωγικότητα των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η απαραίτητη αναδιάρθρωση πολλών επιχειρήσεων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες ανταγωνιστικές πιέσεις, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε ουσιαστική μείωση των διαστάσεων και κοινωνική προσαρμογή, η οποία μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Οι περισσότερες επιχειρήσεις πρέπει να βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, λείπουν αναλυτικές πληροφορίες ώστε να διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή. Ιδίως, μεγάλος αριθμός χώρων έχει επείγουσα ανάγκη περιβαλλοντικής αποκατάστασης, όπως φάνηκε από τα πρόσφατα ατυχήματα στη Ρουμανία.

Η Επιτροπή παροτρύνει τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες να επιταχύνουν την αποκρατικοποίηση και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας. Η πλήρης αποδοχή, η εφαρμογή και η επιβολή του κεκτημένου αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια επιτυχή διεύρυνση. Η Επιτροπή θα καταγράψει τα υπάρχοντα «θερμά σημεία» των εξορυκτικών επιχειρήσεων στις ΧΚΑΕ, θα εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να παρασχεθεί περαιτέρω ενίσχυση για τη λήψη μέτρων αποκατάστασης και θα βοηθήσει στον καθορισμό των απαραίτητων δράσεων, με σκοπό την αποφυγή στο μέλλον άλλων ατυχημάτων στον χώρο των εξορύξεων. Υπενθυμίζει επίσης τη σημασία που έχει η ύπαρξη σταθερού και προβλέψιμου νομικού πλαισίου, που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις στη βιομηχανία, οι οποίες μπορούν να παίξουν κεντρικό ρόλο στην εξερεύνηση, στην αναδιάρθρωση υφισταμένων επιχειρήσεων και στη διάδοση ορθών πρακτικών. Τα οικονομικά καθώς και τα περιβαλλοντικά θέματα θα συνεκτιμούνται στο στάδιο προγραμματισμού των επιχειρήσεων, κατά συνέπεια, η λειτουργία νέων εξορυκτικών επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό έναυσμα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στις χώρες αυτές. Από αυτής της πλευράς, η βιομηχανική συνεργασία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να ενθαρρύνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες της βιομηχανίας της ΕΕ για τον σκοπό αυτόν.

4. Παρακολούθηση

Η ανακοίνωση προτείνει σειρά πολύπλοκων ζητημάτων τα οποία πρέπει να εξετασθούν με ορθολογική μελέτη των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στοιχείων για να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη της βιομηχανίας. Χρειάζεται μια εμπεριστατωμένη κοινοτική πολιτική για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων.

Οι κύριες γραμμές μιας τέτοιας προσέγγισης έχουν ήδη καταγραφεί στην παρούσα ανακοίνωση, στην οποία υπογραμμίζονται ορισμένες εν δυνάμει κοινοτικές δράσεις στους κόλπους των οποίων ένας στενότερος διάλογος με τους ενδιαφερομένους αποτελεί συστατικό στοιχείο. Περιλαμβάνονται σ' αυτές τις δράσεις επίσης η διαχείριση της ασφάλειας και της πρόληψης βιομηχανικών κινδύνων, καλύπτονται οι τεχνικές ορθής πρακτικής στη βιομηχανία και εξετάζονται οι ειδικές απαιτήσεις διαχείρισης των εξορυκτικών αποβλήτων καθώς επίσης και της περιβαλλοντικής ευθύνης. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει σύντομα μια ανακοίνωση στην οποία περιλαμβάνεται και Σχέδιο Δράσης, επί των θεμάτων αυτών συνεπεία των ατυχημάτων της Baia Mare και του Aznalcollar.

Επιπλέον, έχει δρομολογηθεί μελέτη των ελευθέρων συμφωνιών - πρωτοβουλιών εκ μέρους της βιομηχανίας για τον εντοπισμό των πρωτοβουλιών εκείνων οι οποίες συμβάλλουν στη γενικότερη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων της βιομηχανίας.

Βελτιωμένος διάλογος έχει επίσης κεντρική θέση για την επίτευξη βιώσιμης λειτουργίας των εξορυκτικών βιομηχανιών. Όσον αφορά τις υπάρχουσες δομές διαλόγου, η επιτροπή ασφάλειας και υγείας για εξορυκτικές και άλλου είδους βιομηχανίες, που συνεστήθη με απόφαση του Συμβουλίου [29], χρηματοδοτείται και διοικείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελείται δε από εθνικούς εκπροσώπους κυβερνήσεων, εργοδοτών και εργαζομένων. Σήμερα, η επιτροπή αυτή επιδιώκει την εντατικοποίηση των επαφών της με τις υποψήφιες χώρες. Οι δραστηριότητές της επικεντρώνονται στην εξασφάλιση εποικοδομητικών ανταλλαγών πληροφοριακών στοιχείων για την εκπόνηση συστάσεων, κατευθυντηρίων γραμμών και προτάσεων προς τα κράτη μέλη αλλά και για την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τον σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος στη βιομηχανία.

[29] Απόφαση του Συμβουλίου 74/326/ΕΟΚ της 27.6.1974.

Υπάρχουν επίσης άτυπες σχέσεις, όπου στελέχη της Επιτροπής έρχονται σε τακτικές διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες από κράτη μέλη και εκπροσώπους της βιομηχανίας μέσω της ομάδας εφοδιασμού πρώτων υλών, για βασικά ζητήματα, ιδίως σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα. Πρόσφατα, έγιναν τα πρώτα βήματα ώστε να συμμετάσχουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι στην ομάδα, περιλαμβανομένων ΜΚΟ και εργατικών ενώσεων.

Άλλα υπάρχοντα όργανα περιλαμβάνουν το EUROTHEN, που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3.4 και το EuroGeoSurveys, όμιλο εθνικών γεωλογικών ελέγχων των κρατών μελών, της Νορβηγίας και της Ισλανδίας.

Όπως έχει τονισθεί ήδη, αρκετές κοινοτικές πολιτικές και προγράμματα, ιδίως για το περιβάλλον, τις επιχειρήσεις, την απασχόληση και την έρευνα επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις βιομηχανίες αυτές. Ορισμένες δράσεις, ιδίως αναφορικά με τη συγκέντρωση και διάδοση πληροφοριών και τις ορθές πρακτικές, θα βοηθήσουν στην επίτευξη του στόχου για βιώσιμη ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ωστόσο, προκειμένου να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος, είναι απαραίτητο να υπάρξει ολόψυχη δέσμευση της βιομηχανίας και άλλων ενδιαφερομένων για συνεργασία, με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της βιώσιμης βιομηχανικής ανάπτυξης.

Οι υπάρχουσες διαφορετικές δομές στους διάφορους τομείς της εξορυκτικής βιομηχανίας καταδεικνύουν την ανάγκη να δημιουργηθεί πιο απλοποιημένο πλαίσιο διαλόγου, στο οποίο όλοι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν από κοινού να εξετάζουν τις διάφορες πλευρές της βιώσιμης ανάπτυξης της βιομηχανίας με ολοκληρωμένο τρόπο. Προκειμένου να είναι επιτυχής, στον διάλογο πρέπει να συμμετάσχουν τα κράτη μέλη, η βιομηχανία και άλλοι ενδιαφερόμενοι, καθώς και η Επιτροπή. Η Επιτροπή είναι πρόθυμη να διευκολύνει τη λειτουργία κάποιου πλαισίου ώστε να ενισχυθεί και εντατικοποιηθεί ο διάλογος επί όλων των ζητημάτων προτεραιότητας που επηρεάζουν τη βιομηχανία, καλεί δε τα κράτη μέλη, τις δύο πλευρές της βιομηχανίας, τους ΜΚΟ και άλλους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν προτάσεις για τους στόχους, τη σύσταση και τη μορφή του εν λόγω πλαισίου, περιλαμβανομένων και των προϋποθέσεων για την επίτευξη απτών αποτελεσμάτων.