28.2.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 50/18


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/336 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Φεβρουαρίου 2017

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων χοντρών φύλλων από μη κραματοποιημένο ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Προσωρινά μέτρα

(1)

Στις 7 Οκτωβρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («η Επιτροπή») επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση («η Ένωση») πλατέων προϊόντων από μη κραματοποιημένο ή κραματοποιημένο χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, χάλυβα εργαλείων και χάλυβα ταχείας κοπής) που έχουν ελαθεί σε θερμή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, μη περιελιγμένα, πάχους που υπερβαίνει τα 10 mm και πλάτους 600 mm ή περισσότερο ή πάχους 4,75 mm ή περισσότερο αλλά που δεν υπερβαίνει τα 10 mm και πλάτους 2 050 mm ή περισσότερο («χοντρά φύλλα») καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ΛΔΚ»), βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1777 της Επιτροπής (2) («ο κανονισμός για την επιβολή προσωρινού δασμού»).

(2)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας στις 13 Φεβρουαρίου 2016 δημοσιεύοντας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας («η ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας») κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2016 από την European Steel Association («Eurofer») εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 25 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής χοντρών φύλλων.

(3)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015 («η περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ») και η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως το τέλος της περιόδου έρευνας («η υπό εξέταση περίοδος»).

1.2.   Καταγραφή

(4)

H Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτική την καταγραφή των εισαγωγών χοντρών φύλλων από τις 11 Αυγούστου 2016 με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1357 της Επιτροπής (3) («ο κανονισμός καταγραφής»). Η καταγραφή των εισαγωγών σταμάτησε με την επιβολή προσωρινών μέτρων στις 8 Οκτωβρίου 2016.

(5)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν στη διάθεσή τους 20 ημέρες μετά την έναρξη της καταγραφής για να υποβάλουν παρατηρήσεις. Δεν ελήφθη καμία παρατήρηση.

1.3.   Επακόλουθη διαδικασία

(6)

Μετά την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ («προσωρινή αποκάλυψη στοιχείων»), η Eurofer, μια ένωση παραγωγών χάλυβα από τη ΛΔΚ («CISA»), ένας παραγωγός-εξαγωγέας από τη ΛΔΚ, ένας εισαγωγέας χοντρών φύλλων στην Ένωση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού («ο εισαγωγέας») και μια ad hoc ένωση χρηστών κατάντη κλάδου παραγωγής (πύργοι ανεμογεννητριών) υπέβαλαν γραπτώς παρατηρήσεις γνωστοποιώντας τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα.

(7)

Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με έναν παραγωγό-εξαγωγέα από τη ΛΔΚ, με την CISA και με τον εισαγωγέα.

(8)

Η Επιτροπή εξέτασε τις προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τις έλαβε υπόψη κατωτέρω.

(9)

Η Επιτροπή συνέχισε να αναζητεί και να επαληθεύει όλα τα στοιχεία που έκρινε αναγκαία για την εξαγωγή των οριστικών συμπερασμάτων της. Για να επαληθευτούν οι απαντήσεις των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στο ερωτηματολόγιο, πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων μερών:

Network Steel S.L., Μαδρίτη, Ισπανία

Primex Steel Trading GmbH, Ντίσελντορφ, Γερμανία

Salzgitter Mannesmann International GmbH, Ντίσελντορφ, Γερμανία.

(10)

Στη συνέχεια, η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα μέρη για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χοντρών φύλλων καταγωγής ΛΔΚ στην Ένωση και να προβεί στην οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν δεσμευτεί υπό μορφή προσωρινού δασμού («τελική αποκάλυψη στοιχείων»).

(11)

Σε όλα τα μέρη δόθηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων. Η Eurofer, η CISA και ο εισαγωγέας υπέβαλαν γραπτώς παρατηρήσεις μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων και στο πλαίσιο ακρόασης. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν δεόντως και λήφθηκαν υπόψη όπου κρίθηκε σκόπιμο.

1.4.   Δειγματοληψίες

(12)

Η CISA υποστήριξε ότι το δείγμα των παραγωγών της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το 28,5 % των συνολικών πωλήσεων της ενωσιακής βιομηχανίας είναι πολύ μικρό και δεν καλύπτει επαρκές επίπεδο πωλήσεων.

(13)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, το δείγμα παραγωγών της Ένωσης επιλέχθηκε με βάση τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων στην Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας για τον οποίο θα μπορούσε λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

(14)

Για τον λόγο αυτό και μόνο, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 197 κατωτέρω, υπάρχει σχεδόν πλήρης αντιστοιχία σε ποσοστό άνω του 90 % (βάσει όγκου) και περίπου 70 % [βάσει αριθμού ελέγχου προϊόντος (PCN) που χρησιμοποιείται για τη διαφοροποίηση των τύπων προϊόντων για τους σκοπούς της έρευνας] μεταξύ των τύπων προϊόντων που εξάγονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος από τη ΛΔΚ και των τύπων προϊόντων που πωλούνται από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος στην αγορά της Ένωσης.

(15)

Μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA επανήλθε στο ζήτημα αυτό μέσω των παρατηρήσεων που υπέβαλε και στο πλαίσιο της ακρόασης, υποστηρίζοντας πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχει σχεδόν πλήρης αντιστοιχία των PCN, τη στιγμή που, στην πλειονότητά τους, οι PCN δεν πωλούνται και από τους τρεις παραγωγούς ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η αντιστοιχία των PCN επαληθεύτηκε ξανά στη συνέχεια και ότι διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 14 ανωτέρω είναι ορθά.

(16)

Η Επιτροπή παρατηρεί, σ' αυτό το πλαίσιο, ότι «αντιστοιχία» σημαίνει ότι για έναν τύπο προϊόντος που εξάγεται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ που περιλαμβάνονται στο δείγμα βάσει ενός συγκεκριμένου PCN, υπάρχει τουλάχιστον μία συναλλαγή για τον τύπο προϊόντος βάσει του ίδιου PCN για τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Αντιστοιχία 90 % βάσει όγκου σημαίνει ότι το 90 % των συναλλαγών εισαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος από τη ΛΔΚ κατά την περίοδο έρευνας εμπίπτουν σε PCN για τον οποίο υπάρχει τουλάχιστον μία συναλλαγή για τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Αντιστοιχία 70 % βάσει PCN σημαίνει ότι το 70 % των τύπων προϊόντων που εισάγονται βάσει ενός συγκεκριμένου PCN υπάρχει τουλάχιστον μία αντίστοιχη συναλλαγή για τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος

(17)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δείγμα παραγωγών της Ένωσης είναι αντιπροσωπευτικό, ακόμη κι αν δεν επαρκεί το γεγονός και μόνο ότι βασίζεται στον μεγαλύτερο όγκο για τον οποίο θα μπορούσε λογικά να διεξαχθεί έρευνα.

(18)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με τη μέθοδο δειγματοληψίας, επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 11 έως 24 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

1.5.   Ατομική εξέταση

(19)

Στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού σημειώνεται ότι επτά παραγωγοί-εξαγωγείς στη ΛΔΚ δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να ζητήσουν ατομική εξέταση δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(20)

Μολονότι κανένας από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν παραλήφθηκε κανένα αίτημα, ένας από αυτούς τους επτά παραγωγούς-εξαγωγείς υπέβαλε έντυπο αίτησης αναγνώρισης καθεστώτος οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ») και, σε συνέχεια της δημοσίευσης του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, ζήτησε από την Επιτροπή να αξιολογήσει την αίτησή του για αναγνώριση ΚΟΑ.

(21)

Δεδομένου ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο, το αίτημα της εταιρείας για ατομική εξέταση απορρίφθηκε, διότι ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν είχε αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις για ατομική εξέταση. Ενημερώθηκε εν προκειμένω ότι η υποβολή του εντύπου αίτησης αναγνώρισης ΚΟΑ δεν επαρκούσε από μόνη της για να στηρίξει το αίτημά του. Η Επιτροπή δεν εξέτασε την αίτηση αναγνώρισης ΚΟΑ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού, καθώς o εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας δεν είχε συμπεριληφθεί στο δείγμα ούτε είχε γίνει δεκτό το αίτημά του για ατομική εξέταση.

(22)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με την ατομική εξέταση, επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

2.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

2.1.   Ισχυρισμοί όσον αφορά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος

(23)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού καθορίζεται ο προσωρινός ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος.

(24)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 34 και 41 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού παρατίθενται οι ισχυρισμοί τους οποίους προέβαλε ο εισαγωγέας και η αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών από την Επιτροπή όσον αφορά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος.

(25)

Σε συνέχεια της επιβολής των προσωρινών μέτρων, ο εισαγωγέας και η CISA διατύπωσαν περαιτέρω ισχυρισμούς υποστηρίζοντας, στο ίδιο πνεύμα, ότι ορισμένοι τύποι προϊόντων, όπως:

ο δομικός χάλυβας κατηγορίας S500 και άνω,

οι χάλυβες επιφανειακής σκλήρυνσης, βαφής και επαναφοράς,

ο χάλυβας αγωγών,

ο ανθεκτικός στην τριβή χάλυβας,

άλλα είδη χάλυβα (4),

όλα τα χοντρά φύλλα με πάχος που υπερβαίνει τα 150 mm,

που αναφέρονται από τους ίδιους ως «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας», θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος.

(26)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι τόσο τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» όσο και τα άλλα χοντρά φύλλα μπορούν να κατασκευαστούν σε διαστάσεις επί παραγγελία, επομένως αυτό δεν αποτελεί κατάλληλο κριτήριο διαφοροποίησης μεταξύ τους.

(27)

Διατυπώθηκαν ορισμένα επιχειρήματα προς υποστήριξη του αιτήματος εξαίρεσης, καθένα από τα οποία αναλύεται κατωτέρω.

(28)

Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ούτε ο βασικός κανονισμός ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ορίζει το πεδίο κάλυψης της έννοιας «υπό εξέταση προϊόν». Το Δικαστήριο θεωρεί, επομένως, ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Ειδικότερα, δεν προβλέπεται απαίτηση για ομοιογένεια ή ομοιότητα μεταξύ των σχετικών προϊόντων. Τα Δικαστήρια της Ένωσης έκριναν ότι το κριτήριο που ασκεί συναφώς επιρροή είναι κατά πόσον τα σχετικά προϊόντα έχουν τα ίδια φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η τελική χρήση και η εναλλαξιμότητα συνιστούν ενδεχομένως κριτήρια που ασκούν συναφώς επιρροή.

(29)

Η Επιτροπή θα ξεκινήσει πρώτα την ανάλυση αυτών των κριτηρίων στην προκειμένη περίπτωση και, στη συνέχεια, θα εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε να ασκήσει την ευρεία διακριτική της ευχέρεια σ' αυτή τη βάση.

2.1.1.   Διαφορά στις φυσικές, χημικές και τεχνικές ιδιότητες

(30)

Ο εισαγωγέας υποστήριξε ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» μπορούν να διακριθούν εύκολα από τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» βάσει χημικών ιδιοτήτων όπως το όριο ελαστικότητας ή η σκληρότητα Brinell, καθώς και βάσει τεχνικών ιδιοτήτων όπως οι κατηγορίες χάλυβα ή το πάχος των φύλλων.

(31)

Η CISA ισχυρίστηκε ότι το κατ' εξοχήν σημαντικότερο κριτήριο (βάσει όγκου εξαγωγών) για τη διαφοροποίηση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» είναι η παράμετρος του πάχους, η οποία καλύπτει πάνω από τα μισά προϊόντα που θα πρέπει να εξαιρεθούν. Η CISA στήριξε αυτό το επιχείρημα για την εξαίρεση από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος στη δομή του αριθμού ελέγχου προϊόντος (PCN) που χρησιμοποιήθηκε για την ομαδοποίηση των διαφόρων τύπων προϊόντων για τους σκοπούς της έρευνας.

(32)

Η δομή του αριθμού ελέγχου προϊόντος χρησιμοποιείται προκειμένου να διασφαλιστεί η σύγκριση προϊόντων με συγκρίσιμο κόστος και τιμή — δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τη χρήση του προϊόντος ή την εναλλαξιμότητα του προϊόντος. Όσον αφορά το πάχος, επίσης δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τις φυσικές, χημικές ή τεχνικές ιδιότητες του προϊόντος. Ειδικότερα, κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ένα χοντρό φύλλο πάχους 155 mm δεν θα είχε την ίδια τελική χρήση και δεν θα ήταν εναλλάξιμο με ένα χοντρό φύλλο πάχους 145 mm, εάν όλες οι υπόλοιπες παράμετροι ήταν ισότιμες.

(33)

Επιπλέον, ενώ ενδέχεται όντως να υφίστανται αυτές οι συγκεκριμένες διαφορές στις συγκεκριμένες ιδιότητες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 ανωτέρω, αυτό δεν αποδεικνύει ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» δεν έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά με τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα».

(34)

Η Eurofer ζήτησε να παραμείνει αμετάβλητος ο ορισμός του προϊόντος και υποστήριξε τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 41 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(35)

Υποστήριξε επίσης ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα κατηγοριών και διαστάσεων χάλυβα, και καλύπτουν τόσο τα χοντρά φύλλα από κραματοποιημένο χάλυβα όσο και τα χοντρά φύλλα από μη κραματοποιημένο χάλυβα. Τέλος, επισήμανε ότι δεν προβλέπεται «ειδική απαίτηση για ομοιογένεια ή ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων» που εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης του υπό εξέταση προϊόντος.

(36)

Πράγματι, η Επιτροπή σημειώνει ότι είναι σύνηθες στις έρευνες αντιντάμπινγκ το πεδίο κάλυψης του προϊόντος να καλύπτει εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες τύπους προϊόντων που δεν είναι πανομοιότυποι ή ομοιογενείς, ωστόσο έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά, όπως στην περίπτωση της παρούσας έρευνας.

(37)

Έπειτα από την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA, η Eurofer, και ο εισαγωγέας επανήλθαν στο ζήτημα αυτό μέσω των παρατηρήσεων που υπέβαλαν και στο πλαίσιο της ακρόασης:

α)

Η CISA δεν προέβαλε νέα, ουσιαστικά επιχειρήματα.

β)

Ο εισαγωγέας υποστήριξε πως τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» δεν έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» και πως το γεγονός ότι τα χοντρά φύλλα μπορούν να κατασκευαστούν σε διαστάσεις επί παραγγελία δεν αναιρεί τη διάκριση μεταξύ «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» και «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα», που γίνεται βάσει του πάχους τους.

Σ' αυτό το πλαίσιο, ο εν λόγω εισαγωγέας παρέπεμψε σε τρεις προηγούμενες υποθέσεις αντιντάμπινγκ στις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί οι διαστάσεις για τον ορισμό των υπό εξέταση προϊόντων, όπως η μεγαλύτερη διάσταση της εγκάρσιας τομής (συρματόσχοινα και καλώδια από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας (5)), ορισμένο φάσμα πάχους σε συνδυασμό με ορισμένο πλάτος (φύλλο αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και ΛΔΚ (6)) ή γινόταν παραπομπή σε φυσικές και χημικές ιδιότητες (ανθεκτικοί στη διάβρωση χάλυβες καταγωγής ΛΔΚ (7)).

Σ' αυτή τη βάση, ο εν λόγω εισαγωγέας συμπέρανε ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να αναφέρεται στο πάχος των 150 mm για να διακρίνει μεταξύ «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» και «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα».

γ)

Η Eurofer υποστήριξε το αντίθετο, ότι όλα τα χοντρά φύλλα έχουν παρόμοιες φυσικές, χημικές και τεχνικές ιδιότητες, όλα τα χοντρά φύλλα είναι πλατέα προϊόντα έλασης από χάλυβα, είναι επίπεδα (δηλαδή όχι περιελιγμένα), με παρόμοιο φάσμα διαστάσεων και ανταποκρίνονται στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

Σ' αυτό το πλαίσιο η Eurofer παρέπεμψε σε τρεις προηγούμενες υποθέσεις αντιντάμπινγκ στη βιομηχανία χάλυβα, στις οποίες το υπό εξέταση προϊόν οριζόταν ως μία κατηγορία προϊόντων, ανεξαρτήτως του πάχους ή της ποιότητας του χάλυβα (πλατέα προϊόντα θερμής έλασης, καταγωγής Βουλγαρίας, Ινδίας, Νότιας Αφρικής, Ταϊβάν και Γιουγκοσλαβίας (8)), παρά την ύπαρξη μεγάλου φάσματος συνδυασμών προϊόντων των διαφόρων τύπων του προϊόντος (σύρματα από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Ινδίας (9)) ή παρά την ύπαρξη διαφορών στις απώλειες στον πυρήνα ή στα επίπεδα θορύβου (πλατέα προϊόντα έλασης με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής ΛΔΚ, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας, Ρωσίας και ΗΠΑ (10)).

Η Eurofer παρέπεμψε σε περαιτέρω υποθέσεις σε άλλες βιομηχανίες όπως τα ηλιακά πάνελ καταγωγής ΛΔΚ και τα υποδήματα καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ, υποθέσεις στις οποίες προϊόντα με διαφορετικές ιδιότητες διαπιστωνόταν ότι ενέπιπταν επίσης στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

Τέλος, η Eurofer επισήμανε ότι το Πρωτοδικείο (11) είχε αποφανθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει «ευρεία εξουσία εκτιμήσεως» κατά τον καθορισμό των ομοειδών προϊόντων.

(38)

Σε σχέση με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, η Επιτροπή σημειώνει ότι, όπως συμβαίνει στις περισσότερες έρευνες, ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος καλύπτει ευρύ φάσμα τύπων του προϊόντος, που διαθέτουν τα ίδια ή παρόμοια βασικά φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να διαφέρουν από τον ένα τύπο προϊόντος στον άλλον μπορεί πραγματικά να έχει ως αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά αυτά να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τύπων προϊόντος.

(39)

Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι, ακόμη και αν οι διαφορετικοί τύποι χοντρών φύλλων έχουν διαφορετικό πάχος, ποιότητα χάλυβα κ.λπ., η CISA και ο ένας εισαγωγέας δεν κατέδειξαν ούτε υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία ούτε προέβαλαν ουσιαστικά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν ότι το πάχος των 150 mm θα ήταν κατάλληλο στοιχείο διάκρισης μεταξύ των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» και των «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα», λόγω φυσικών, χημικών και τεχνικών χαρακτηριστικών ή τελικής χρήσης και εναλλαξιμότητας (βλέπε ενότητα 2.1.2 κατωτέρω).

(40)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» και τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά.

2.1.2.   Διαφορετική τελική χρήση και εναλλαξιμότητα

(41)

Η CISA και ο εισαγωγέας ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εισαγωγές «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» προορίζονται για εντελώς διαφορετική τελική χρήση και ότι τα φύλλα αυτά δεν είναι εναλλάξιμα με τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα». Η CISA υποστήριξε ότι οι εισαγωγές «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» προορίζονται κυρίως για την ενωσιακή βιομηχανία μορφοποίησης μετάλλου, η οποία εξαρτάται από τις εν λόγω εισαγωγές.

(42)

Παράλληλα, ο εισαγωγέας υποστήριξε ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» χρησιμοποιούνται από ευρύ φάσμα βιομηχανιών, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών μηχανημάτων εξόρυξης και χωματουργικών μηχανημάτων, γερανών και ανυψωτικών μηχανημάτων, κατασκευών γεφυρών, πύργων ανεμογεννητριών, του ενεργειακού τομέα κ.λπ.

(43)

Κανένας χρήστης στην Ένωση ούτε οι βιομηχανίες που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω δεν υποστήριξαν το επιχείρημα της αιτιολογικής σκέψης 40 ανωτέρω. Αντιθέτως, ιδίως όσον αφορά τους πύργους ανεμογεννητριών, τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον εν λόγω εισαγωγέα και από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη αποδεικνύουν ότι οι παραγωγοί πύργων ανεμογεννητριών όντως αγοράζουν χοντρά φύλλα τα οποία δεν εμπίπτουν στον ορισμό των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» που προτείνεται από τον ένα εισαγωγέα και από την CISA αλλά στον ορισμό που προτείνεται για τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα».

(44)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχει πράγματι μεγάλος αριθμός διαφορετικών τελικών χρήσεων των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας». Ωστόσο, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν προσκόμισαν λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. τιμολόγια για τους χρήστες αυτών των βιομηχανιών, που να αποδεικνύουν ότι οι βιομηχανίες αυτές χρησιμοποιούν όντως τα εν λόγω προϊόντα), στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να αξιολογήσει κατά πόσον οι εν λόγω τελικές χρήσεις είναι διαφορετικές για τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» και για τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα», ή κατά πόσον, στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ή όλες οι τελικές χρήσεις μπορούν να αλληλοϋποκατασταθούν. Επομένως, δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» δεν είναι εναλλάξιμα με άλλα χοντρά φύλλα.

(45)

Έπειτα από την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA, ο εισαγωγέας και η Eurofer επανήλθαν στο ζήτημα αυτό μέσω των παρατηρήσεων που υπέβαλαν και στο πλαίσιο της ακρόασης: Η CISA δεν προέβαλε νέα επιχειρήματα. Ο εισαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η χρήση χοντρών φύλλων εξαρτάται από τις διαρθρωτικές τιμές που υπολογίστηκαν και από τις μηχανικές κρούσεις (που σχετίζονται με φυσικές και χημικές ιδιότητες), καθώς και από τις εμπορικές πτυχές (που σχετίζονται με τις τιμές και το κόστος των διαδικασιών παραγωγής).

(46)

Προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, αναφέρθηκαν:

α)

στη δημοσίευση της Γερμανικής Ένωσης Παραγωγών Χάλυβα, που καταδεικνύει τις συσχετίσεις μεταξύ βάρους, πάχους, αντοχής και ποιότητας χάλυβα·

β)

στην πολιτική τιμών των παραγωγών της Ένωσης, σύμφωνα με την οποία τα χοντρά φύλλα πάχους άνω των 120 mm επιβαρύνονται με προσαυξήσεις για το πάχος·

γ)

στη σύγκριση μεταξύ των δύο τεχνολογιών παραγωγής χοντρών φύλλων, δηλαδή από πλινθώματα (ακριβότερη τεχνολογία) και από ελάσματα συνεχούς χύτευσης (λιγότερο δαπανηρή)·

δ)

στο γεγονός ότι στη ΛΔΚ το μέγιστο πάχος ελάσματος είναι 400 mm, πράγμα που σημαίνει ότι για την παραγωγή χοντρών φύλλων άνω των 200 mm απαιτούνται πλινθώματα ως πρώτη ύλη (πράγμα που συνεπάγεται πιο δαπανηρή διαδικασία)·

ε)

στην ύπαρξη εξαγωγών από ορισμένους ενωσιακούς παραγωγούς χοντρών φύλλων ειδικών κατηγοριών στη ΛΔΚ.

(47)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι τόσο η CISA όσο και ο εισαγωγέας δεν υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η αντικειμενική διάκριση μεταξύ των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» και «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα» είναι το αν το φύλλο έχει πάχος άνω ή κάτω των 150 mm.

(48)

Επιπλέον, δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι δεν υπάρχει επικάλυψη και ανταγωνισμός μεταξύ των οριακών τμημάτων των χοντρών φύλλων, για παράδειγμα μεταξύ των φύλλων πάχους 155 mm και 145 mm. Απεναντίας, αρκετά από τα τιμολόγια που υπέβαλε ο εισαγωγέας αποδείκνυαν ότι τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» και «τα χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» πωλούνταν με το ίδιο τιμολόγιο στον ίδιο πελάτη.

(49)

Μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ο εισαγωγέας υποστήριξε περαιτέρω ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να δημιουργήσει νέο ξεχωριστό κωδικό TARIC για να κάνει τη διάκριση μεταξύ «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα» και «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» με μνεία των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων καθώς και του πάχους τους. Το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πρότεινε επίσης να εισαχθεί μια τυπική απαίτηση για έκθεση επιθεώρησης, η οποία θα συντάσσεται από ανεξάρτητη εταιρεία ερευνών, που θα πιστοποιεί την ανωτέρω διάκριση κατά τον εκτελωνισμό.

(50)

Δεδομένου ότι η παράμετρος του πάχους των 150 mm ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» και των «χοντρών φύλλων για βασικά προϊόντα» δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, το επιχείρημα σχετικά με τον ορισμό των τελωνειακών κωδικών και την επίσημη επιθεώρηση, όπως προτείνεται από τον εισαγωγέα, δεν χρειάζεται να εξεταστεί. Η Επιτροπή συμφωνεί, ωστόσο, ότι, ως θέμα αρχής, είναι δυνατόν να εξαιρεθούν ορισμένα προϊόντα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος από τεχνικής απόψεως. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, ωστόσο, εάν, με βάση νομικά, οικονομικά και πολιτικά κριτήρια, δικαιολογείται η εξαίρεση αυτή (βλέπε ως προς το σημείο αυτό την επόμενη ενότητα).

(51)

Ο εισαγωγέας υπέβαλε, πέρα από τις παρατηρήσεις του σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ορισμένα ανωνυμοποιημένα τιμολόγια, τα οποία περιέγραψε ως πωλήσεις «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» σε χρήστες της βιομηχανίας μηχανημάτων εξόρυξης και χωματουργικών μηχανημάτων, γερανών και ανυψωτικών μηχανημάτων, κατασκευών γεφυρών, πύργων ανεμογεννητριών, χρήστες του ενεργειακού τομέα κ.λπ. Ο εισαγωγέας αυτός προθυμοποιήθηκε επίσης να προβεί σε κάποιες διευθετήσεις με την Επιτροπή για την επαλήθευση των εν λόγω δεδομένων.

(52)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επαλήθευση αυτή δεν είναι απαραίτητη στην προκειμένη περίπτωση. Δεδομένου ότι ο εισαγωγέας καθυστέρησε πολύ να προσφερθεί για επαλήθευση, θα ήταν επίσης πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη η επαλήθευση, αν όχι αδύνατο.

(53)

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 47 ανωτέρω, ορισμένα από τα τιμολόγια που προσκόμισε ο εν λόγω εισαγωγέας αποδείκνυαν ότι τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» και «τα χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» πωλούνταν με το ίδιο τιμολόγιο στον ίδιο πελάτη. Αυτό δείχνει σαφώς ότι οι ίδιοι πελάτες μπορούν να χρησιμοποιούν και τους δύο τύπους χοντρών φύλλων.

(54)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ο εισαγωγέας αναφέρθηκε επίσης σε δημοσίευση του Stahl-Informations-Zentrum που επεξηγεί τις διαφορετικές χρήσεις των χοντρών φύλλων. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη την προαναφερόμενη έκθεση και έχει επίγνωση των διαφορετικών χρήσεων των χοντρών φύλλων. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 44 ανωτέρω, δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» δεν είναι εναλλάξιμα με άλλα χοντρά φύλλα.

(55)

Τέλος, ο εισαγωγέας αναφέρθηκε, στις παρατηρήσεις του για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, στα μέτρα αντιντάμπινγκ για τα χοντρά φύλλα στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ, όπου θεσπίστηκαν εξαιρέσεις για ορισμένους τύπους προϊόντων με βάση τις κατηγορίες και τα πάχη.

(56)

Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτές οι εξαιρέσεις επήλθαν κατά το στάδιο της έναρξης των εν λόγω διαδικασιών, και δεν εξηγήθηκε γιατί αποφασίστηκε η εξαίρεση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις από άλλα μέλη του ΠΟΕ δεν προδικάζουν την κατάσταση στην Ένωση.

(57)

Η Eurofer υποστήριξε, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ότι οι κατηγορίες που ορίζονται από τον εισαγωγέα και την CISA ως «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» βασίζονται αποκλειστικά σε δική τους αυθαίρετη ταξινόμηση. Για να τεκμηριώσει την άποψή της, η Eurofer αναφέρθηκε σε δύο παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 47 ανωτέρω:

α)

η διαρθρωτική κατηγορία χάλυβα S500 ταξινομείται από τα εν λόγω μέρη ως «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας», ενώ η κατηγορία χάλυβα AQ51, που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική βιομηχανία, ταξινομείται από τα εν λόγω μέρη ως «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα», παρόλο που και οι δύο κατηγορίες χάλυβα έχουν παρόμοια απόδοση και αντοχή εφελκυσμού·

β)

ο κραματοποιημένος χάλυβας για δοχεία πίεσης ταξινομείται από τα εν λόγω μέρη ως «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα», ενώ διάφορες άλλες κατηγορίες κραματοποιημένου χάλυβα ταξινομούνται από τα εν λόγω μέρη ως «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας».

(58)

Στη βάση αυτή, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» έχουν διαφορετική τελική χρήση και δεν είναι εναλλάξιμα με τα άλλα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας.

2.1.3.   Εκτίμηση της δυνατότητας εξαίρεσης ορισμένων προϊόντων από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος

(59)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, το γεγονός ότι στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος (δηλαδή των χοντρών φύλλων) μπορούν να γίνουν διάφορες διακρίσεις μεταξύ τύπων, κατηγοριών, ποιοτήτων κ.λπ. των χοντρών φύλλων και ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορές στις μεθόδους και στο κόστος παραγωγής δεν αποκλείει ότι μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαίο προϊόν, εφόσον έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, τεχνικά και/ή χημικά χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28 ανωτέρω.

(60)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης ότι θα μπορούσε, αν έκρινε σκόπιμο αυτόν τον τρόπο ενέργειας, να εξαιρέσει ορισμένα προϊόντα από το πεδίο κάλυψης της έρευνας, όπως έκαναν οι ερευνούσες αρχές σε άλλα κράτη μέλη του ΠΟΕ.

(61)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι με βάση την εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα, η εξαίρεση αυτή δεν δικαιολογείται.

(62)

Η CISA παρουσίασε έναν υπολογισμό από τον οποίο προκύπτει ότι η εξαίρεση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» θα αντιστοιχούσε σε ποσοστό 9,2 % των συνολικών εισαγωγών από τη ΛΔΚ. Στη βάση αυτή, ισχυρίστηκε ότι η εξαίρεση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος «θα έχει πολύ περιορισμένο αντίκτυπο στο συνολικό αποτέλεσμα της έρευνας» και ότι «δεν θα υπονομεύσει τις γενικές επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χοντρών φύλλων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ», καθώς τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» θα εξακολουθούν να υπόκεινται στα μέτρα.

(63)

Από την ανάλυση των εξαγωγικών πωλήσεων των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος από τη ΛΔΚ βάσει του αριθμού ελέγχου προϊόντος προκύπτει ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» όντως προσφέρονται σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης της ενωσιακής βιομηχανίας και συμβάλλουν, ως εκ τούτου, στη ζημία που υφίσταται η ενωσιακή βιομηχανία.

(64)

Εφόσον δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» έχουν διαφορετική τελική χρήση από τα «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» και ότι δεν είναι εναλλάξιμα με αυτά, οι επί του παρόντος περιορισμένες ποσότητες αυτών των πωλήσεων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένδειξη ότι η εξαίρεσή τους δεν θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Πράγματι, εάν τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» εξαιρούνταν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, οι χρήστες που σήμερα αγοράζουν «χοντρά φύλλα για βασικά προϊόντα» θα μπορούσαν να στραφούν στην αγορά «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας», αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τους δασμούς και θέτοντας σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των μέτρων.

(65)

Επιπλέον, σε αντίθεση με την κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη του ΠΟΕ, όλοι οι τύποι χοντρών φύλλων παράγονται σε σημαντικές ποσότητες από τους παραγωγούς της Ένωσης, και όλα αυτά τα προϊόντα πλήττονται από το ζημιογόνο ντάμπινγκ.

(66)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα ότι η εξαίρεση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» δεν θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιντάμπινγκ,

2.1.4.   Συμπέρασμα

(67)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν η CISA και ο εισαγωγέας δεν αποδεικνύει ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος στο πλαίσιο της έρευνας.

(68)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος όπως παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

3.1.   Κανονική αξία

3.1.1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ»)

(69)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 43 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, κανένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος δεν αιτήθηκε τη χορήγηση ΚΟΑ και δεν έγινε δεκτό κανένα αίτημα ατομικής εξέτασης το οποίο να περιλαμβάνει αίτηση χορήγησης ΚΟΑ.

3.1.2.   Ανάλογη χώρα

(70)

Στον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή είχε επιλέξει την Αυστραλία ως ανάλογη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

(71)

Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η CISA επισήμανε ότι στις παρατηρήσεις τις οποίες είχε υποβάλει στο αρχικό στάδιο της έρευνας είχε διατυπώσει σχόλια σχετικά με την πιθανή χρήση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, εκφράζοντας μεγάλη ανησυχία για τη συγκεκριμένη επιλογή, καθώς θα είχε ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή στοιχεία από εταιρείες που σχετίζονται με την ενωσιακή βιομηχανία. Η CISA επισήμανε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να βασιστεί σε στοιχεία από άλλες χώρες και να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία των ΗΠΑ μόνον ως έσχατη λύση σε περίπτωση μη συνεργασίας με άλλες χώρες.

(72)

Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Eurofer, ο παραγωγός-εξαγωγέας στη ΛΔΚ και η CISA υπέβαλαν παρατηρήσεις για την επιλογή της Αυστραλίας και ζήτησαν από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τις ΗΠΑ αντί της Αυστραλίας.

(73)

Η Eurofer και ο παραγωγός-εξαγωγέας από τη ΛΔΚ πρότειναν να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καθώς εκεί δραστηριοποιούνται περισσότεροι ανταγωνιζόμενοι εγχώριοι παραγωγοί, και συνεπώς θα υπήρχαν στοιχεία για περισσότερους τύπους προϊόντων σε σύγκριση με όσα διέθετε ο μοναδικός αυστραλός παραγωγός.

(74)

Δεδομένου ότι μόνον ένας παραγωγός στις ΗΠΑ συνεργάστηκε στο πλαίσιο της έρευνας, δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία από άλλους παραγωγούς εάν επιλέγονταν οι ΗΠΑ ως ανάλογη χώρα.

(75)

Η CISA ζήτησε από την Επιτροπή να υπολογίσει τα περιθώρια ντάμπινγκ με βάση τα στοιχεία του μοναδικού συνεργαζόμενου παραγωγού των ΗΠΑ και, εάν το αποτέλεσμα ήταν «εντελώς διαφορετικό» από εκείνο που προέκυψε σε προσωρινό στάδιο με βάση την Αυστραλία, η Επιτροπή θα όφειλε να διαπιστώσει ότι η Αυστραλία δεν αποτελεί «έγκυρη ανάλογη χώρα» και αντ' αυτής να χρησιμοποιήσει τις ΗΠΑ.

(76)

Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 52 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Αυστραλία επιλέχθηκε ως ανάλογη χώρα και τα νέα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν δεν απέδειξαν ότι η Αυστραλία δεν είναι κατάλληλη.

(77)

Μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με την καταλληλότητα της Αυστραλίας ως ανάλογης χώρας.

(78)

Πρώτον, επισήμανε ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που υπολογίστηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς από την ΛΔΚ ήταν υψηλότερα από τα περιθώρια της ζημίας και, ως εκ τούτου, η κανονική αξία της Αυστραλίας ήταν υψηλότερη από τη μη ζημιογόνο τιμή της ενωσιακής βιομηχανίας, εάν λαμβανόταν ως μέσος όρος. Σε αυτή τη βάση, η CISA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αυστραλία «δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έγκυρη ανάλογη χώρα».

(79)

Το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε. Το επίπεδο της κανονικής αξίας με βάση τις τιμές ή το κόστος στην οικεία χώρα με οικονομία της αγοράς, είναι στοιχεία που επαληθεύτηκαν μετά την επιλογή της ανάλογης χώρας. Η κανονική αξία είναι η εγχώρια τιμή του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας με οικονομία αγοράς και δεν αποτελεί λόγο για να απορριφθεί η Αυστραλία ως ανάλογη χώρα.

(80)

Δεύτερον, η CISA παρέπεμψε σε πρόσφατη υπόθεση κατά της ΛΔΚ (ράβδοι οπλισμού σκυροδέματος HFP) (12), στην οποία, όπως υποστήριξε, η Επιτροπή αφαίρεσε ορισμένους τύπους προϊόντων από την κανονική αξία στην ανάλογη χώρα, όταν «τα ενδιαφερόμενα μέρη έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις πολύ υψηλές εγχώριες τιμές και κόστος παραγωγής».

(81)

Το παράδειγμα που ανέφερε η CISA δεν έχει καμία σημασία για την παρούσα έρευνα. Στην υπόθεση των ράβδων οπλισμού σκυροδέματος HFP, η Επιτροπή εντόπισε ορισμένους τύπους προϊόντος που είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ανάλογης χώρας και δεν ανταγωνίζονταν τους τύπους προϊόντος που εξάγονται από τη ΛΔΚ. Αυτοί οι συγκεκριμένοι τύποι προϊόντος δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων από τη ΛΔΚ.

(82)

Δεδομένου ότι η CISA δεν ισχυρίστηκε ότι ο αυστραλός παραγωγός κατασκευάζει τύπους του προϊόντος που δεν ανταγωνίζονται τους τύπους του προϊόντος που εξάγονται από τη ΛΔΚ στην Ένωση, το παράδειγμα δεν έχει καμία σχέση.

(83)

Συνεπώς, ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με την ανάλογη χώρα, επιβεβαιώνεται το προσωρινό συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα της χρήσης της Αυστραλίας ως ανάλογης χώρας, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 52 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.1.3.   Κανονική αξία

(84)

Η Eurofer υπέβαλε παρατηρήσεις για την προσωρινή μεθοδολογία της Επιτροπής που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 68 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού όσον αφορά τους τύπους προϊόντων που δεν πωλούνται από τον ανάλογο παραγωγό. Ζήτησε δε από την Επιτροπή να «συμπεριλάβει προσαρμογή ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη το υψηλότερο κόστος» των προϊόντων που δεν πωλούνται στην εγχώρια αγορά της ανάλογης χώρας.

(85)

Η Επιτροπή απορρίπτει το αίτημα αυτό καθώς τα μόνα στοιχεία που είναι διαθέσιμα όσον αφορά το κόστος ή την τιμή των χοντρών φύλλων στην Αυστραλία είναι τα επαληθευμένα στοιχεία του παραγωγού της ανάλογης χώρας. Στις περιπτώσεις που ο παραγωγός δεν κατασκευάζει έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντων ο οποίος εξάγεται από παραγωγό-εξαγωγέα από τη ΛΔΚ, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ώστε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια προσαρμογή.

(86)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με την κανονική αξία, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 68 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.2.   Τιμή εξαγωγής

(87)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την τιμή εξαγωγής, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 69 και 70 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.3.   Σύγκριση

(88)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τη σύγκριση, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 73 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.4.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(89)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τα περιθώρια ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίζονται στον πίνακα 2 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.   ΖΗΜΙΑ

4.1.   Ορισμός της ενωσιακής βιομηχανίας και της ενωσιακής παραγωγής

(90)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τον ορισμό της ενωσιακής βιομηχανίας και της παραγωγής της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 82 έως 85 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.2.   Κατανάλωση της Ένωσης

(91)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την κατανάλωση της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 86 έως 89 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.3.   Όγκος και μερίδια αγοράς των εισαγωγών

(92)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τον όγκο και το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 90 έως 94 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.4.   Τιμές των εισαγωγών από τη ΛΔΚ και υποτιμολόγηση

(93)

Η Eurofer υποστήριξε ότι «η Επιτροπή θα πρέπει να προσέξει ώστε να μην υποτιμήσει το περιθώριο της υποτιμολόγησης προβαίνοντας σε εξωπραγματικά υψηλές αναπροσαρμογές για τα έξοδα μετά την εισαγωγή».

(94)

Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι τα ποσά των εξόδων μετά την εισαγωγή επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιτόπιων επαληθεύσεων και συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν εξωπραγματικά υψηλά.

(95)

Η Eurofer ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι «οι τιμές της ενωσιακής βιομηχανίας επίσης δεν πρέπει να μειωθούν για προμήθειες συνδεδεμένων μερών που καταβάλλονται στο πλαίσιο ομίλου εταιρειών».

(96)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δικαιολογείται η μείωση για προμήθειες όταν η εταιρεία που παρεμβαίνει στη συναλλαγή εκτελεί καθήκοντα αντιπροσώπου, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συνδεδεμένη εταιρεία ή όχι. Εξάλλου, δεν διατυπώθηκε κανένα επιχείρημα, ούτε από την Eurofer ούτε από κανέναν μεμονωμένο ενωσιακό παραγωγό, για το ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εμμένει στη θέση της ότι η μείωση είναι δικαιολογημένη.

(97)

Η Eurofer υποστήριξε επίσης ότι «οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς συχνά προσθέτουν ορισμένες ποσότητες βορίου ή χρωμίου στους συνήθεις δομικούς χάλυβες προκειμένου να δικαιούνται φορολογικές εκπτώσεις στην Κίνα, αλλά στη συνέχεια πωλούν τον χάλυβα ως συνήθη μη κραματοποιημένο δομικό χάλυβα στην αγορά της Ένωσης (π.χ. κατηγορίες S235, S275 και S355)». Ζήτησε από την Επιτροπή να μεριμνήσει «στο πλαίσιο της ανάλυσής της σχετικά με την υποτιμολόγηση, για την κατάλληλη αντιστοίχιση μεταξύ των προϊόντων αυτών και των προϊόντων της ενωσιακής βιομηχανίας που ανήκουν στις κατηγορίες S235, S275 και S355».

(98)

Στην ανάλυση της υποτιμολόγησης συγκρίνονται οι τιμές των εισαγωγών από τη ΛΔΚ με τις ενωσιακές τιμές βάσει του αριθμού ελέγχου του προϊόντος που είναι κοινός για όλα τα στάδια της έρευνας. Η κατηγορία χάλυβα αποτελεί μέρος του αριθμού ελέγχου του προϊόντος (PCN) και επαληθεύτηκε κατά τη διάρκεια των επιτόπιων επαληθεύσεων στους παραγωγούς-εξαγωγείς από τη ΛΔΚ και στους ενωσιακούς παραγωγούς που περιλαμβάνονταν στο δείγμα. Συνεπώς, αντιστοιχίστηκαν οι ίδιες κατηγορίες χάλυβα για τους σκοπούς της ανάλυσης της υποτιμολόγησης.

(99)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με την τιμή των εισαγωγών από τη ΛΔΚ και την υποτιμολόγηση, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 95 έως 99 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.   Οικονομική κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας

4.5.1.   Γενικές παρατηρήσεις

(100)

Στην αιτιολογική σκέψη 104 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ένας από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος ανέστειλε την παραγωγή χοντρών φύλλων τον Δεκέμβριο του 2015.

(101)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας από τη ΛΔΚ ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να αποκλείσει τον συγκεκριμένο ενωσιακό παραγωγό του δείγματος από την ανάλυση της ζημίας διότι «εξακολουθεί να υφίσταται πιθανότητα στρέβλωσης, που σημαίνει ότι θα πρέπει είτε να πραγματοποιηθεί αναθεωρημένη ανάλυση χωρίς τα στοιχεία της ανενεργού εταιρείας, είτε να συλλεχθούν στοιχεία από άλλον ενωσιακό παραγωγό».

(102)

Η εν λόγω αναστολή της παραγωγής δεν έχει αντίκτυπο σε κάποιον δείκτη ζημίας καθώς έλαβε χώρα τις τελευταίες ημέρες της περιόδου έρευνας και, ως εκ τούτου, και τα δύο σύνολα δεδομένων, δηλαδή τα μακροοικονομικά δεδομένα σχετικά με όλους τους ενωσιακούς παραγωγούς και οι μικροοικονομικοί δείκτες σχετικά με τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος, θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά της οικονομικής κατάστασης της ενωσιακής βιομηχανίας.

(103)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τις γενικές παρατηρήσεις για την οικονομική κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 100 έως 104 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

4.5.2.1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(104)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την παραγωγή, την παραγωγική ικανότητα και τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 105 έως 110 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.2.   Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

(105)

Η CISA δήλωσε ότι διαφωνεί με τη μεθοδολογία υπολογισμού του δείκτη ζημίας που αφορά τον όγκο πωλήσεων βάσει σύγκρισης μεταξύ «του “αρχικού σημείου” (2012) και του “τελικού σημείου” (2015, δηλαδή κατά την ΠΕ)», καθώς και με το συμπέρασμα που προέκυψε ότι ο όγκος πωλήσεων της ενωσιακής βιομηχανίας έχει μειωθεί κατά 7 %. Κατά την άποψη της CISA, τα πιο πρόσφατα στοιχεία προσφέρονται περισσότερο για τον προσδιορισμό της ζημίας. Η CISA δηλώνει επιπλέον ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε «δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρόσφατη τάση του όγκου πωλήσεων της ενωσιακής βιομηχανίας, που δεν παρουσιάζει καμία μείωση στη διάρκεια των 3 τελευταίων ετών», ήτοι μεταξύ του 2013 και του 2015.

(106)

Η Επιτροπή απορρίπτει αυτό το επιχείρημα για τους ακόλουθους λόγους.

(107)

Πρώτον, η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 3 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

(108)

Η Επιτροπή εξέτασε όλους τους δείκτες ζημίας παρουσιάζοντας τις σχετικές τάσεις στη διάρκεια ολόκληρης της υπό εξέταση περιόδου καθώς και μια ανάλυση ανά έτος, κατά περίπτωση.

(109)

Δεύτερον, η αιτιολογική σκέψη 112 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού αναφέρει ότι «ύστερα από πτώση 7 % μεταξύ 2012 και 2013, και περαιτέρω πτώση το 2014 κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε ελαφρώς κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες κατά την περίοδο έρευνας». Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε απλή σύγκριση μεταξύ «του “αρχικού σημείου” (2012) και του “τελικού σημείου” (2015, δηλαδή κατά την ΠΕ)», όπως υποστηρίζεται, αλλά σε συνολική σύγκριση όλων των ετών της υπό εξέταση περιόδου.

(110)

Τρίτον, ο σταθερός όγκος πωλήσεων μεταξύ 2013 και 2015 θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της έντονης αύξησης της κατανάλωσης κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 3 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Συνάγεται επομένως ότι ο σταθερός όγκος πωλήσεων δεν απέτρεψε τη σημαντική απώλεια μεριδίου αγοράς ύψους 9,3 ποσοστιαίων μονάδων κατά το ίδιο διάστημα, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 7 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Ως εκ τούτου, ο σταθερός όγκος πωλήσεων μεταξύ 2013 και 2015 θεωρείται ένδειξη ζημίας, δεδομένου ότι ο όγκος πωλήσεων θα πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο αυξανόμενης κατανάλωσης και μειούμενου μεριδίου αγοράς.

(111)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με τον όγκο πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 111 έως 114 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.3.   Απασχόληση και παραγωγικότητα

(112)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά την απασχόληση και την παραγωγικότητα της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 115 έως 117 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.4.   Κόστος εργασίας

(113)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το κόστος εργασίας της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 118 και 119 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.5.   Ανάπτυξη

(114)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά την ανάπτυξη, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 120 και 121 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.2.6.   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ

(115)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και την ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 122 και 124 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.3.   Μικροοικονομικοί δείκτες

4.5.3.1.   Τιμές και παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές

(116)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τις τιμές και τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 125 έως 127 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.3.2.   Αποθέματα

(117)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τα αποθέματα των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 128 έως 130 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.3.3.   Κερδοφορία, ταμειακή ροή, επενδύσεις, αποδοτικότητα επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(118)

Η CISA υποστήριξε ότι, σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ανεξαρτήτως του όγκου εισαγωγών από τη ΛΔΚ, το μοναδιαίο κόστος παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος ήταν υψηλότερο από τις τιμές πώλησής τους.

(119)

Ο πίνακας 10 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού παρουσιάζει τις τάσεις τόσο των μοναδιαίων τιμών πώλησης όσο και του μοναδιαίου κόστους παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 126 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, «οι τιμές πώλησης σημειώνουν αυξημένη πτώση και, κατά μέσο όρο, είναι σταθερά χαμηλότερες από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής».

(120)

Η CISA υποστήριξε επίσης ότι αδυνατεί να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος ήταν κερδοφόροι, όταν το 2012 το μοναδιαίο κόστος παραγωγής ήταν υψηλότερο από τη μέση μοναδιαία τιμή πώλησης.

(121)

Το μέσο κόστος παραγωγής που αναφέρεται στον πίνακα 10 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού είναι πράγματι υψηλότερο από τη μέση τιμή πώλησης για το 2012. Αυτό θα είχε κανονικά ως αποτέλεσμα να σημειωθούν ζημίες το συγκεκριμένο έτος. Ωστόσο, τα κέρδη του 2012, που παρουσιάζονται στον πίνακα 12 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, οφείλονται στα έσοδα ενός εκ των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος, τα οποία συνδέονται με την παραγωγή χοντρών φύλλων αλλά δεν αντικατοπτρίζονται στο σύστημα κοστολόγησης της εταιρείας και, κατά συνέπεια, ούτε στον πίνακα 10 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(122)

Μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA ρώτησε γιατί τα έσοδα ενός εκ των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος τα οποία συνδέονται με την παραγωγή χοντρών φύλλων δεν αντικατοπτρίζονται στο εσωτερικό σύστημα κοστολόγησης της εταιρείας (σύστημα κοστολόγησης προϊόντος).

(123)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε ο εν λόγω παραγωγός, και τις οποίες επαλήθευσε η Επιτροπή, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ύψος του κέρδους αυτού συνίσταται εξολοκλήρου σε τακτοποιήσεις στο τέλος του οικονομικού έτους σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα («ΔΛΠ») για τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας. Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνεται στα αρχεία κόστους των προϊόντων που παράγονται στη διάρκεια του έτους, αλλά βρίσκεται σε αρκετά από τα στοιχεία του λογαριασμού κερδών και ζημιών (όπως ορίζεται στο ΔΛΠ 1). Εάν δεν λαμβανόταν υπόψη αυτό το κέρδος, η ενωσιακή βιομηχανία θα ήταν ζημιογόνα επίσης το 2012 (ζημία κάτω του 1 %).

(124)

Επιπλέον, το μέσο κόστος παραγωγής στον πίνακα 10 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού αφορά τον συνολικό όγκο παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος, ενώ η μέση τιμή πώλησης αφορά μόνο τις πωλήσεις των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος στον πρώτο μη συνδεδεμένο πελάτη στην Ένωση. Οι εν λόγω δύο μέσοι όροι δεν είναι άμεσα συγκρίσιμοι για τους ακόλουθους λόγους:

(α)

Πρώτον, ο όγκος παραγωγής υπερβαίνει σημαντικά τον όγκο των πωλήσεων στον πρώτο μη συνδεδεμένο πελάτη στην Ένωση, κυρίως λόγω των εξαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η δεσμευμένη χρήση από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος· ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 89 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η δεσμευμένη χρήση είναι αμελητέα.

(β)

Δεύτερον, το υπό εξέταση προϊόν αποτελείται από μεγάλο αριθμό τύπων του προϊόντος που πωλούνται με διαφορετικές τιμές, και ο συνδυασμός των προϊόντων είναι διαφορετικός στην αγορά της Ένωσης και στις εξαγωγικές αγορές.

(125)

Έπειτα από την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA ρώτησε εάν ο όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς στον πίνακα 7 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό αφορούν τις πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους πελάτες ή και σε συνδεδεμένους και σε μη συνδεδεμένους πελάτες. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στην αιτιολογική σκέψη 102 του κανονισμού για την επιβολή του προσωρινού δασμού που προβλέπει ότι οι μακροοικονομικοί δείκτες, όπως ο όγκος παραγωγής ή πωλήσεων, αξιολογούνται στο επίπεδο ολόκληρης της ενωσιακής βιομηχανίας. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα που παρουσιάζονται στον πίνακα 7 αφορούν τις πωλήσεις στον πρώτο μη συνδεδεμένο πελάτη, όπως αναφέρθηκε από την Eurofer. Αν συμπεριληφθούν οι πωλήσεις στα συνδεδεμένα μέρη υπάρχει ο κίνδυνος διπλής καταμέτρησης.

(126)

Η CISA ισχυρίστηκε, επιπλέον, στις παρατηρήσεις της σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ότι η διαφορά ανάμεσα στον όγκο παραγωγής της ενωσιακής βιομηχανίας και στον όγκο των πωλήσεων στον πρώτο μη συνδεδεμένο πελάτη στην Ένωση οφείλεται σε σημαντικές πωλήσεις σε συνδεδεμένους πελάτες. Σε αυτή τη βάση η CISA συνήγαγε ακόμη ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συλλέξει και να παρουσιάσει στοιχεία σχετικά με τον όγκο πωλήσεων των συνδεδεμένων πελατών και, ως εκ τούτου, αποκάλυψε μόνο μέρος της εικόνας της ενωσιακής αγοράς.

(127)

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί στηρίζονται σε εσφαλμένη παραδοχή. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η διαφορά μεταξύ του όγκου παραγωγής και του όγκου πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Ένωση οφείλεται όχι μόνον στις πωλήσεις σε συνδεδεμένους πελάτες αλλά και στις πωλήσεις σε πελάτες εκτός της Ένωσης. Επίσης, για τους ενωσιακούς παραγωγούς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ενδέχεται να υπάρχει διαφορά λόγω των πωλήσεων προς τους πρώτους μη συνδεδεμένους πελάτες, που ίσως να μην είχαν αναφερθεί από την Eurofer, όπως επαλήθευσε η Επιτροπή, λόγω της μεθόδου αναφοράς που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 125 ανωτέρω, για την αποφυγή του κινδύνου διπλού υπολογισμού. Ο πίνακας 7 του κανονισμού για την επιβολή του προσωρινού δασμού αναφέρεται σε όγκο πωλήσεων και μερίδιο αγοράς στην αγορά της Ένωσης μόνο.

(128)

Η CISA αναφέρθηκε επιπλέον σε δύο υποθέσεις στις οποίες η Επιτροπή προέβη σε χωριστή ανάλυση για συνδεδεμένους και για μη συνδεδεμένους πελάτες, συγκεκριμένα στην έρευνα σχετικά με τις ράβδους οπλισμού σκυροδέματος υψηλών επιδόσεων καταγωγής ΛΔΚ (13) και στην έρευνα σχετικά με τα πλατέα προϊόντα ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής ΛΔΚ και Ρωσίας (14).

(129)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στις υποθέσεις αυτές, η ανάλυση αφορούσε τη δεσμευμένη χρήση (στην περίπτωση των πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα) ή τις πωλήσεις προς συνδεδεμένους χρήστες (στην περίπτωση των ράβδων οπλισμού σκυροδέματος υψηλών επιδόσεων), όχι τις πωλήσεις στους συνδεδεμένους πελάτες, όπως οι συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 89 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η δεσμευμένη χρήση από ενωσιακούς παραγωγούς είναι αμελητέα.

(130)

Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά τις τιμές και την κερδοφορία στην ενωσιακή αγορά, αυτές θεωρούνται συναφείς μόνο εάν οι τιμές πώλησης αφορούν μη συνδεδεμένα μέρη.

(131)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά την κερδοφορία, την ταμειακή ροή, τις επενδύσεις, την αποδοτικότητα των επενδύσεων των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος και την ικανότητά τους για άντληση κεφαλαίων, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 131 έως 138 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.5.4.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(132)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα σχετικά με τη ζημία που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 147 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

5.1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(133)

Η Eurofer υποστήριξε ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αντιπροσωπεύουν «τον σημαντικότερο παράγοντα επιβάρυνσης της ενωσιακής βιομηχανίας στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου». Επισήμανε επίσης ότι ο «όγκος των εισαγωγών από τη ΛΔΚ διπλασιάστηκε μεταξύ του 2013 και του 2014 και εκ νέου μεταξύ του 2014 και του 2015», και ότι το 2015 ο όγκος των εισαγωγών από τη ΛΔΚ «υπερέβη τον όγκο των εισαγωγών από το σύνολο των υπόλοιπων τρίτων χωρών».

(134)

Η Eurofer παρατήρησε παρόμοιες τάσεις και στα μερίδια αγοράς των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ, σημειώνοντας ότι «αυξήθηκαν από 4,1 % το 2013 σε 14,4 % το 2015 ενώ, συγχρόνως, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από όλες τις υπόλοιπες τρίτες χώρες μειώθηκε από 13,2 % το 2013 σε 12,2 % το 2015».

(135)

Τέλος, η Eurofer κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «σχεδόν όλη η αύξηση του μεριδίου αγοράς των κινεζικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επιτεύχθηκε εις βάρος του μεριδίου αγοράς της ενωσιακής βιομηχανίας». Πρόσθεσε δε ότι «οι τιμές των κινεζικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μειώθηκαν κατά σχεδόν 30 % στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω εισαγωγές πρόσφεραν τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της ενωσιακής βιομηχανίας κατά 29 % κατά μέσο όρο».

(136)

Αυτό επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της αιτιολογικής σκέψης 151 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού ότι η σχεδόν συνεχής αύξηση των εισαγωγών από τη ΛΔΚ σε τιμές υποτιμολόγησης είχε σαφώς αρνητικό αντίκτυπο στις επιδόσεις της ενωσιακής βιομηχανίας μετά το 2013.

(137)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα τα οποία παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 150 έως 157 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.   Συνέπειες από άλλους παράγοντες

5.2.1.   Σκληρός ανταγωνισμός που προκαλείται από προβλήματα ζήτησης στην αγορά της Ένωσης

(138)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τις συνέπειες του σκληρού ανταγωνισμού που προκαλείται από προβλήματα ζήτησης στην αγορά της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 158 έως 163 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.2.   Χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας των ενωσιακών παραγωγών

(139)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τις συνέπειες της χαμηλής χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας των ενωσιακών παραγωγών, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 164 έως 166 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.3.   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(140)

Η CISA υποστήριξε ότι «η Επιτροπή προέβη σε χωριστή ανάλυση των εισαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία και συνεπώς δεν βρήκε καμία ένδειξη ότι οι εισαγωγές από τις δύο αυτές χώρες προκαλούσαν ζημία στην ενωσιακή βιομηχανία».

(141)

Η CISA ανέφερε επίσης ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε διενεργήσει «σωρευτική αξιολόγηση των εισαγωγών από την Ουκρανία και τη Ρωσία» ακόμη και «σωρευτική αξιολόγηση των εισαγωγών και από τις τρεις χώρες (Κίνα, Ρωσία και Ουκρανία)», υποστηρίζοντας ότι «κατά την ΠΕ ο όγκος εισαγωγών από την Ουκρανία ή τη Ρωσία δεν είναι αμελητέος σε σύγκριση με την αγορά της Ένωσης» και ότι «οι μέσες τιμές των εισαγωγών από αμφότερες τις εν λόγω χώρες ήταν ακόμη χαμηλότερες και από αυτές της Κίνας».

(142)

Βάσει των προαναφερθέντων, η CISA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «εάν διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές από την Κίνα πρόσφεραν τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της ενωσιακής βιομηχανίας, τότε οι εισαγωγές από την Ουκρανία και τη Ρωσία πρόσφεραν ακόμη χαμηλότερες τιμές. Εάν η Επιτροπή ακολουθούσε την ίδια μεθοδολογία που είχε εφαρμόσει και για την Κίνα, δηλαδή μια σύγκριση μεταξύ του “αρχικού σημείου” και του “τελικού σημείου”, θα είχε διαπιστώσει ότι ο όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις δύο αυτές χώρες αυξήθηκαν αντιστοίχως κατά 41 % και κατά 2,2 εκατοστιαίες μονάδες».

(143)

Η Επιτροπή παραπέμπει στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού το οποίο προβλέπει ότι μόνον οι επιπτώσεις των εισαγωγών που υπόκεινται σε έρευνες αντιντάμπινγκ μπορούν να αξιολογούνται σωρευτικά. Οι εισαγωγές από την Ουκρανία και τη Ρωσία δεν υπόκεινται σε έρευνες αντιντάμπινγκ και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αξιολογηθούν σωρευτικά με τις εισαγωγές από τη ΛΔΚ.

(144)

Επίσης, οι μέσες τιμές από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη ΛΔΚ δεν είναι απαραιτήτως άμεσα συγκρίσιμες, καθώς η μέση τιμή επηρεάζεται από τον συνδυασμό προϊόντων. Οι τάσεις των τιμών στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου είναι περισσότερο συναφείς. Από τον πίνακα 13 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού προκύπτει σαφώς ότι οι μέσες τιμές των εισαγωγών από την Ουκρανία και τη Ρωσία μειώθηκαν με πολύ βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τις τιμές εισαγωγών από τη ΛΔΚ κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(145)

Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες παρέμεινε σχετικά σταθερό κατά την υπό εξέταση περίοδο, σε αντίθεση με το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που υπερτριπλασιάστηκε. Το γεγονός ότι κατά την υπό εξέταση περίοδο η κατανάλωση στην Ένωση αυξήθηκε κατά 5 % και το μερίδιο αγοράς της ενωσιακής βιομηχανίας μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες υποδεικνύει ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ κέρδισαν μερίδιο αγοράς μόνο από την ενωσιακή βιομηχανία.

(146)

Τέλος, ενώ ο όγκος εισαγωγών από τη ΛΔΚ αυξήθηκε κατά περίπου 1 εκατ. τόνους κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο όγκος εισαγωγών από την Ουκρανία αυξήθηκε κατά περίπου 160 000 τόνους και από τη Ρωσία κατά περίπου 75 000 τόνους.

(147)

Βάσει των προαναφερθέντων και δεδομένων των πολύ μικρότερων όγκων εισαγωγών από Ουκρανία και Ρωσία σε σχέση με τους όγκους από τη ΛΔΚ, δεν προκύπτει ότι οι εισαγωγές από τις δυο αυτές χώρες θα μπορούσαν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας της ενωσιακής βιομηχανίας.

(148)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με τις συνέπειες των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 167 έως 178 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.4.   Επιδόσεις εξαγωγικών πωλήσεων της ενωσιακής βιομηχανίας

(149)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τις συνέπειες των επιδόσεων των εξαγωγικών πωλήσεων της ενωσιακής βιομηχανίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 179 έως 183 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.5.   Ανταγωνισμός μεταξύ καθετοποιημένων παραγωγών της Ένωσης και μονάδων επανέλασης εντός της Ένωσης

(150)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τις συνέπειες του ανταγωνισμού μεταξύ καθετοποιημένων παραγωγών της Ένωσης και μονάδων επανέλασης εντός της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 184 έως 189 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.6.   Έλλειψη κέρδους των ενωσιακών παραγωγών ανεξάρτητα από τον όγκο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ

(151)

Η CISA υποστήριξε επιπλέον ότι μεταξύ του 2013 και της περιόδου έρευνας, οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό μη κερδοφόροι και κατέγραψαν τις μεγαλύτερες ζημίες το 2013, δηλαδή ακριβώς το ίδιο έτος κατά το οποίο σημειώθηκε και το χαμηλότερο επίπεδο εισαγωγών χοντρών φύλλων από τη ΛΔΚ.

(152)

Το επιχείρημα αυτό αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 134 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, όπου εξηγείται ότι «παρά το γεγονός ότι η σοβαρή ζημία 12,2 % κατά το έτος 2013 επηρεάζεται από την ιδιαίτερα χαμηλή ζήτηση εκείνου του έτους, οι σημαντικές πιέσεις ως προς τις τιμές και τον όγκο που ασκήθηκαν στην ενωσιακή βιομηχανία από τις αυξανόμενες εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατά το 2014 και την περίοδο έρευνας δεν επέτρεψαν στην ενωσιακή βιομηχανία να επωφεληθεί από τη δυναμική ανάπτυξη της κατανάλωσης της Ένωσης κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 93 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η εν λόγω ανάπτυξη απορροφήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ.

(153)

Η Επιτροπή συνήγαγε, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι υψηλές απώλειες του 2013 δεν οφείλονταν στη χαμηλή ποσότητα των εισαγωγών από τη ΛΔΚ αλλά στην ιδιαίτερα χαμηλή ζήτηση στην αγορά της Ένωσης. Ωστόσο, οι απώλειες που υπέστη η ενωσιακή βιομηχανία το 2014 και το 2015 οφείλονταν στον συνεχώς αυξανόμενο όγκο εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ.

(154)

Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ενωσιακή βιομηχανία παραγωγής ήταν κερδοφόρα τα έτη 2011 και 2012. Το 2011, όταν οι όγκοι των εισαγωγών από τη ΛΔΚ δεν ήταν ακόμη σημαντικοί, η ενωσιακή βιομηχανία κατέγραψε περιθώριο κέρδους 7,9 %, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 221 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Το 2012 το περιθώριο κέρδους ήταν ήδη σημαντικά χαμηλότερο, σε ποσοστό μόλις 1,6 %, λόγω της σημαντικής παρουσίας εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ. Σημειώνεται ότι κανένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την κερδοφορία της ενωσιακής βιομηχανίας το 2011 και το 2012.

5.2.7.   Συνέπειες «άλλων σημαντικών παραγόντων»

(155)

Η CISA υποστηρίζει ότι υπάρχουν «και άλλοι σημαντικοί παράγοντες» πέραν των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ «οι οποίοι προκαλούν την εικαζόμενη ζημία της ενωσιακής βιομηχανίας» και ότι «αυτοί μπορεί να διασπούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που εικάζεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ» από τη ΛΔΚ και της ζημίας. Η CISA ζήτησε από την Επιτροπή να αναθεωρήσει την ανάλυσή της για την αιτιώδη συνάφεια και να λάβει υπόψη όλους τους υπόλοιπους παράγοντες.

(156)

Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, σημειώνεται ότι οι έξι άλλοι παράγοντες που απαριθμούνται ανωτέρω έχουν εξεταστεί είτε στον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού είτε στον παρόντα κανονισμό. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι η Επιτροπή έχει αναλύσει διεξοδικά όλους τους παράγοντες που έχουν επισημανθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η CISA δεν προσδιόρισε καν ποιοι «άλλοι σημαντικοί παράγοντες», πέραν των έξι παραγόντων που έχουν ήδη αναλυθεί λεπτομερώς, θα πρέπει να εξεταστούν. Η CISA ανέφερε μόνο ότι είναι «προφανείς», χωρίς να παρέχει καμία περαιτέρω πληροφορία. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απορρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό.

5.3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(157)

Βάσει των ανωτέρω και ελλείψει άλλων παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 194 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

6.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(158)

Η CISA υποστήριξε ότι στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, οι ενωσιακοί παραγωγοί καταλάμβαναν μερίδιο άνω του 70 % της αγοράς της Ένωσης. Ισχυρίστηκε ότι κυριαρχούν στην αγορά της Ένωσης, ενώ η μοναδική σοβαρή πηγή ανταγωνισμού είναι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ.

(159)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η CISA δεν αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι παραγωγοί της Ένωσης ανταγωνίζονται μεταξύ τους καθώς και με τις εισαγωγές από τη ΛΔΚ και με άλλες τρίτες χώρες που κατέχουν μερίδιο αγοράς 12,2 %, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 13 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη έλλειψης ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών της Ένωσης.

(160)

Μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, ο εισαγωγέας ισχυρίστηκε επίσης ότι η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ θα μειώσει τεχνητά τον ανταγωνισμό στην αγορά της Ένωσης και θα οδηγήσει σε μια ολιγοπωλιακή αγορά στο τμήμα της αγοράς των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» όπως το τμήμα που κυριαρχείται ήδη από έναν μόνο παίκτη.

(161)

Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού. Απεναντίας, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από την Eurofer, στις παρατηρήσεις της σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων, απαριθμούν πολλούς παραγωγούς της Ένωσης που προσφέρουν διαφορετικά είδη «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας».

(162)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η επιβολή δασμών είναι δυνατόν να μειώσει τον αριθμό των ανταγωνιστών σε ορισμένα τμήματα των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» στην αγορά της Ένωσης. Ωστόσο, μια έρευνα αντιντάμπινγκ δεν ορίζει το προϊόν και τις γεωγραφικές αγορές και δεν αξιολογεί την ισχύ στην αγορά και την πιθανή εξέλιξή της. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν και δεν θα έπρεπε να εξαχθούν συμπεράσματα στην παρούσα έρευνα ως προς το αν υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης σε κάποια από τις αγορές κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού.

(163)

Η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, κατά την ανάλυση του συμφέροντος της Ένωσης, να λάβει υπόψη άλλες ενωσιακές πολιτικές, όπως την πολιτική ανταγωνισμού. Εντούτοις, μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης απαιτείται να διερευνηθούν περαιτέρω αυτές οι εκτιμήσεις. Τέτοια κατάσταση δεν έχει δημιουργηθεί, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών.

(164)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλονται για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για όλα τα τμήματα της αγοράς χοντρών φύλλων, και ότι η δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά δεν σημαίνει ότι υπάρχει κατάχρηση. Αν τα ενδιαφερόμενα μέρη παρατηρήσουν οποιαδήποτε συμπεριφορά στο μέλλον που παραβιάζει ενδεχομένως τους κανόνες ανταγωνισμού, μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να υποβάλουν καταγγελία στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού.

(165)

Μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, ο εισαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών στην αγορά της Ένωσης.

(166)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο σκοπός των μέτρων αντιντάμπινγκ είναι να εξαλειφθούν τα φαινόμενα στρέβλωσης του εμπορίου από το ζημιογόνο ντάμπινγκ. Οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών στις τιμές εξαρτώνται από αποφάσεις καθορισμού των τιμών των διαφόρων παραγόντων της αγοράς και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Αύξηση των τιμών μπορεί να συμβεί όταν οι δυνάμεις της αγοράς θεωρούν ότι σε μια ανόθευτη αγορά θα πρέπει να υπερισχύουν οι υψηλότερες τιμές.

(167)

Η CISA υποστήριξε επίσης ότι οι χρήστες της Ένωσης χρειάζονται ανταγωνιστικές και σταθερές πηγές εφοδιασμού και ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ «είναι πιθανό να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια και/ή μετατόπιση θέσεων εργασίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον κατάντη κλάδο παραγωγής».

(168)

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας υπήρχαν 30 παραγωγοί στην Ένωση και πραγματοποιούνταν εισαγωγές από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Ουκρανίας, οι οποίες διασφάλιζαν τη σταθερή προσφορά χοντρών φύλλων για τους χρήστες στην Ένωση. Επίσης, κανένας χρήστης στους κατάντη κλάδους παραγωγής δεν υπέβαλε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί χοντρά φύλλα λόγω της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά τον κίνδυνο σημαντικής απώλειας και/ή μετατόπισης θέσεων εργασίας από την Ένωση, μόνο από έναν κατάντη κλάδο παραγωγής διατυπώθηκε παρόμοιος ισχυρισμός, και συγκεκριμένα από τον παραγωγό πύργων ανεμογεννητριών. Ο ισχυρισμός αυτός εξετάζεται κατωτέρω.

(169)

Η ad hoc ένωση χρηστών του κατάντη κλάδου παραγωγής (πύργοι ανεμογεννητριών) υποστήριξε ότι η επιβολή μέτρων για τα χοντρά φύλλα θα δημιουργήσει κίνδυνο μετεγκατάστασης της παραγωγής πύργων ανεμογεννητριών στη ΛΔΚ, καθώς και προβλήματα ασφάλειας του εφοδιασμού ολοκληρωμένων ή ημιολοκληρωμένων κατασκευασμένων χαλύβδινων πύργων ανεμογεννητριών στο μέλλον. Το επιχείρημα αυτό διατυπώθηκε επίσης από τον εισαγωγέα στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων όσον αφορά εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών, καθώς και άλλα μέρη συστημάτων αιολικής ενέργειας.

(170)

Η Επιτροπή απορρίπτει αυτές τις παρατηρήσεις, καθώς τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν τεκμηρίωσαν τον ισχυρισμό τους με οποιαδήποτε στοιχεία ή ανάλυση, για παράδειγμα με την αναγγελία των εν λόγω παραγωγών πύργων ανεμογεννητριών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ή με τη συμπλήρωση απάντησης στο ερωτηματολόγιο, με τον προσδιορισμό των τύπων χοντρών φύλλων που χρησιμοποιούνται από τη συγκεκριμένη βιομηχανία για την κατασκευή πύργων ανεμογεννητριών, ή με την παροχή ανάλυσης σχετικά με το αν οι εν λόγω τύποι χοντρών φύλλων είναι εναλλάξιμοι με τους τύπους χοντρών φύλλων που χρησιμοποιούνται σε άλλες βιομηχανίες.

(171)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι, βάσει των πληροφοριών του φακέλου, οι παραγωγοί πύργων ανεμογεννητριών δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την εξαίρεση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 42 ανωτέρω. Συνεπώς, μόνον με την εξαίρεση των χοντρών φύλλων για πύργους ανεμογεννητριών για λόγους συμφέροντος της Ένωσης θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες τους. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι παραγωγοί πύργων ανεμογεννητριών δεν έχουν παράσχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη και λεπτομερή ανάλυση, η οποία να επεξηγεί μεταξύ άλλων τι αντίκτυπο είχε η επιβολή δασμών στο κόστος παραγωγής τους και στην ικανότητά τους να μετακυλίουν το κόστος αυτό στους πελάτες τους, ώστε να μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοιου είδους εξαίρεση.

(172)

Η Επιτροπή σημειώνει περαιτέρω ότι οι παραγωγοί πύργων ανεμογεννητριών μπορούν να ζητήσουν, παρέχοντας τη δέουσα τεκμηρίωση, ενδιάμεση επανεξέταση για το συμφέρον της Ένωσης σχετικά με τα μέτρα για τα χοντρά φύλλα. Επιπλέον, η έρευνα κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η ενωσιακή βιομηχανία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις δραστηριότητες των χρηστών. Η συμπεριφορά αυτή δεν θα πρέπει να αναμένεται όταν λειτουργούν φυσιολογικά οι δυνάμεις της αγοράς.

(173)

Ο εισαγωγέας δήλωσε ότι η εξαίρεση των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος είναι προς το συμφέρον της Ένωσης καθώς «διάφοροι καίριοι τομείς» όπως «ο τομέας κατασκευής μηχανημάτων και ο ενεργειακός τομέας» στην Ένωση εξαρτώνται από τις εισαγωγές «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» από τη ΛΔΚ. Ωστόσο, κανένας χρήστης των εν λόγω τομέων δεν παρουσιάστηκε για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό αυτό.

(174)

Ο συγκεκριμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκε επιπλέον ότι τα «χοντρά φύλλα ειδικής ποιότητας» πάχους άνω των 150 mm παράγονται μόνον από τρεις ενωσιακούς παραγωγούς. Για τα φύλλα υψηλού φορτίου, τα φύλλα βαφής και επαναφοράς καθώς και για τα ανθεκτικά στην τριβή χοντρά φύλλα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, η παραγωγή ελέγχεται από τέσσερις μόνο παραγωγούς της Ένωσης. Στη βάση αυτή, ο εισαγωγέας ισχυρίζεται ότι ο κατάντη κλάδος παραγωγής της Ένωσης «ήδη πλήττεται σήμερα από την ανεπάρκεια εφοδιασμού και τη ραγδαία αύξηση των τιμών πώλησης» και ότι αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με εισαγωγές «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» από τη ΛΔΚ.

(175)

Η CISA ισχυρίστηκε επιπλέον ότι οι χρήστες «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» στη βιομηχανία μορφοποίησης μετάλλου —λόγω του πολύ περιορισμένου αριθμού Ευρωπαίων παραγωγών «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας»— θα μπορούσαν να πληγούν εξίσου από την ανεπάρκεια εφοδιασμού. Ωστόσο, κανένας από τους χρήστες στον κατάντη κλάδο παραγωγής δεν έθεσε το ζήτημα της ανεπάρκειας εφοδιασμού.

(176)

Η Επιτροπή απορρίπτει τις παρατηρήσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 173 ως 175 ανωτέρω, καθώς τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν τεκμηρίωσαν τους ισχυρισμούς τους με αποδεικτικά στοιχεία ή βάσει ανάλυσης. Αντιθέτως, η έρευνα κατέδειξε σημαντική μείωση των τιμών των χοντρών φύλλων στην Ένωση κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Επιπλέον, από την έρευνα προέκυψε ότι η ενωσιακή βιομηχανία έχει σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα λόγω της συνεχούς μείωσης της χρησιμοποίησης παραγωγικής ικανότητας. Επίσης, σύμφωνα με τη CISA, ο όγκος των «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας» που εξάγονται από τη ΛΔΚ είναι ελάχιστος.

(177)

Έπειτα από την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ο εισαγωγέας επανήλθε στο ζήτημα αυτό μέσω των παρατηρήσεων που υπέβαλε σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων. Ωστόσο, δεν διατυπώθηκαν νέα ουσιώδη επιχειρήματα.

(178)

Ελλείψει πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την επικαλούμενη ανεπάρκεια εφοδιασμού εξαιτίας της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν μπορεί να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η επιβολή τέτοιων μέτρων θα οδηγήσει σε ανεπάρκεια εφοδιασμού «χοντρών φύλλων ειδικής ποιότητας».

6.1.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

(179)

Εν κατακλείδι, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αποδεικνύει ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη επιβολή μέτρων στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τη ΛΔΚ.

(180)

Ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις στους μη συνδεδεμένους χρήστες μετριάζονται από τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού. Οι θετικές συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, ειδικότερα για την ενωσιακή βιομηχανία, υπερτερούν έναντι των δυνητικών αρνητικών επιπτώσεων για τις άλλες ομάδες συμφερόντων.

(181)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον της Ένωσης, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 195 έως 215 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

7.   ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΑΣΜΩΝ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(182)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 ανωτέρω, κατόπιν αιτήματος της Eurofer, η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτική την καταγραφή των εισαγωγών χοντρών φύλλων καταγωγής ΛΔΚ. Οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από τις 11 Αυγούστου 2016 έως την ημερομηνία επιβολής των προσωρινών μέτρων, δηλαδή έως τις 7 Οκτωβρίου 2016, καταγράφηκαν.

(183)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού, μπορούν να επιβληθούν δασμοί με αναδρομική ισχύ εάν «πέρα από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί».

7.1.   Παρατηρήσεις σχετικά με την πιθανή αναδρομική επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ

(184)

Η CISA δήλωσε ότι τυχόν πιθανά αναδρομικά μέτρα θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στους εισαγωγείς οι οποίοι θα «επιβαρυνθούν αναίτια με πρόσθετα έξοδα», δεδομένου ότι καταβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ. Σύμφωνα με τη CISA, οι εισαγωγείς «δεν έχουν καμία πρόθεση να συσσωρεύσουν αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος» από τη ΛΔΚ και ότι οι εισαγωγές που έχουν καταγραφεί αντιστοιχούν στο υπολειπόμενο μέρος παλαιών συμβάσεων που είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Η CISA ισχυρίστηκε επίσης ότι «ένας απροσδόκητος δασμός θα προκαλέσει ζημίες» για τους εισαγωγείς και τους χρήστες στην Ένωση.

(185)

Τέλος, η CISA ισχυρίστηκε ότι «η καταγραφή των εισαγωγών και η απειλή της αναδρομικής επιβολής μέτρων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη εμπόδιο εμπορικής άμυνας, ώστε οι εισαγωγείς της ΕΕ να σταματήσουν να εισάγουν από την Κίνα ακόμη και πριν αποδειχθεί ότι οι εισαγωγές αυτές είναι ζημιογόνες για την ενωσιακή βιομηχανία».

7.2.   Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές

(186)

Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat σχετικά με τις εισαγωγές που παρουσιάζονται στον πίνακα 1 κατωτέρω καταδεικνύουν ότι οι εισαγωγές χοντρών φύλλων από τη ΛΔΚ μειώθηκαν σημαντικά μετά την περίοδο έρευνας.

Πίνακας 1

Εξέλιξη του μέσου μηνιαίου όγκου εισαγωγών

 

Μηνιαίος μέσος όρος κατά την ΠΕ

Μηνιαίος μέσος όρος Μάρτιος-Σεπτέμβριος 2016

Μηνιαίος μέσος όρος Μάρτιος-Οκτώβριος 2016

Όγκος εισαγωγών από τη ΛΔΚ (σε τόνους)

113 262

84 669

76 562

Τάση σε σύγκριση με την ΠΕ (%)

(άνευ αντικειμένου)

– 25,2

– 32,4

Πηγή: Eurostat.

7.3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αναδρομική ισχύ

(187)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι καθώς δεν σημειώθηκε περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, δεν πληρούται η νομική προϋπόθεση για την αναδρομική είσπραξη δασμών βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να επιβληθούν αναδρομικά δασμοί στις καταγραφείσες εισαγωγές.

8.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

8.1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(188)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 222 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή καθόρισε το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγών κατά την περίοδο έρευνας των συμπεριλαμβανόμενων στο δείγμα παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ, δεόντως προσαρμοσμένης, ώστε να περιλαμβάνει το κόστος μετά την εισαγωγή και τους τελωνειακούς δασμούς, με τη μέση σταθμισμένη μη ζημιογόνα τιμή του ομοειδούς προϊόντος που πωλούνταν από τους ενωσιακούς παραγωγούς που συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο έρευνας.

(189)

Εν προκειμένω, η CISA υπέβαλε σειρά παρατηρήσεων σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού της μη ζημιογόνου τιμής του ομοειδούς προϊόντος που πωλούνταν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο έρευνας.

(190)

Η CISA ζήτησε καταρχάς να μάθει για ποιον λόγο η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μεθοδολογία βάσει της οποίας πρόσθεσε στις τιμές πώλησης της ενωσιακής βιομηχανίας τη ζημία που προκλήθηκε κατά την περίοδο έρευνας και στη συνέχεια πρόσθεσε τον στόχο περιθωρίου κέρδους ύψους 7,9 % αντί να προσθέσει τον στόχο κέρδους στο κόστος παραγωγής.

(191)

Η επιλογή μεταξύ των δύο μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για τον καθορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας πραγματοποιείται κατά περίπτωση. Ελλείψει συγκρίσιμων πωλήσεων από την ενωσιακή βιομηχανία, η μη ζημιογόνα τιμή συχνά καθορίζεται με την πρόσθεση του στόχου κέρδους στο συνολικό κόστος. Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για τις συγκρίσιμες πωλήσεις.

(192)

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ομοειδές προϊόν που πωλήθηκε από την ενωσιακή βιομηχανία αποτελούνταν από εκατοντάδες τύπους προϊόντων και οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος διέθεταν εκτεταμένο δίκτυο συνδεδεμένων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων κέντρων παροχής υπηρεσιών στον τομέα του χάλυβα, που βαρύνουν με κόστος και δεν καταγράφονται στα βιβλία των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος κατά τρόπο που να μπορεί να κατανεμηθεί εύκολα μεταξύ των διαφορετικών αριθμών ελέγχου προϊόντος. Για τους ανωτέρω λόγους, κρίθηκε αδύνατη η συλλογή στοιχείων κόστους για κάθε αριθμό ελέγχου προϊόντος (PCN), όχι μόνο από τις εταιρείες παραγωγής αλλά και από τις συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων (ειδικότερα τα κέντρα παροχής υπηρεσιών στον τομέα του χάλυβα) στην Ένωση, ώστε να υπολογιστεί ένα συνολικό κόστος ανά αριθμό ελέγχου προϊόντος.

(193)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπολόγισε το συνολικό κόστος κάθε αριθμού ελέγχου του προϊόντος (PCN) προσθέτοντας στη μέση σταθμισμένη τιμή πώλησης τη μέση σταθμισμένη ζημία που υπέστησαν οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος. Στη συνέχεια, στο συνολικό κόστος που υπολογίστηκε με τον τρόπο αυτό προστέθηκε ο στόχος περιθωρίου κέρδους 7,9 %, για τον οποίο δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις μετά τα προσωρινά μέτρα.

(194)

Τέλος, η CISA υποστήριξε ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν «λανθασμένη» και ότι οι δύο μεθοδολογίες «οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα». Υπέβαλε ένα παράδειγμα, στο οποίο χρησιμοποιεί ένα υποθετικό κόστος παραγωγής και μια υποθετική τιμή πώλησης, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της καταδεικνύει ότι ο υπολογισμός της τιμής-στόχου με βάση την τιμή πώλησης δεν ευσταθεί.

(195)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι καθώς οι περισσότερες πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν στο παράδειγμα είναι υποθετικές και δεν αναφέρονται σε πραγματικά στοιχεία, δεν μπορεί να καταδειχθεί από το αποτέλεσμα αυτού του παραδείγματος ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ήταν λανθασμένη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει το συγκεκριμένο επιχείρημα ως αποδεικτικό στοιχείο. Εάν παρεχόταν το ίδιο επίπεδο λεπτομερών πληροφοριών, και οι δύο μεθοδολογίες θα οδηγούσαν σε παρόμοια αποτελέσματα.

(196)

Τέλος, η CISA υποστήριξε ότι «εάν η πλειονότητα των αριθμών ελέγχου του προϊόντος που εξάγονται από τους κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς πωλούνται από λιγότερους από τρεις ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για την αντιπροσωπευτικότητα των στοιχείων πωλήσεων που λαμβάνονται από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος και ως εκ τούτου να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο υπολογισμός ενός περιθωρίου υποτιμολόγησης βάσει των στοιχείων αυτών είναι μάλλον αμφισβητήσιμος. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι η ζημία δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί εάν η ενωσιακή βιομηχανία δεν παράγει/πωλεί καν τους τύπους που εξάγονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας».

(197)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν και επιλέχθηκαν τρεις ενωσιακοί παραγωγοί για το δείγμα, το γεγονός ότι «η πλειονότητα των αριθμών ελέγχου προϊόντος που εξάγονται από τους κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς πωλούνται από λιγότερους από τρεις ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος» δεν σημαίνει ότι η ενωσιακή βιομηχανία ή ακόμη και οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος δεν πωλούν καθόλου τους εν λόγω αριθμούς ελέγχου προϊόντος. Σημαίνει απλώς ότι δεν πωλούν και οι τρεις ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος όλους τους αριθμούς ελέγχου του προϊόντος που εξάγονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος στη ΛΔΚ.

(198)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος από τη ΛΔΚ δεν έχουν εξαγάγει όλοι τους ίδιους αριθμούς ελέγχου προϊόντος στην Ένωση. Πράγματι, η συντριπτική πλειονότητα των αριθμών ελέγχου προϊόντος που εξάγονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος στην Ένωση (και οι οποίοι αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του 90 % των εν λόγω εξαγωγών βάσει όγκου) παράγεται από έναν ή περισσότερους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος.

(199)

Έπειτα από την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η CISA επανήλθε στο ζήτημα αυτό μέσω των παρατηρήσεων που υπέβαλε και στο πλαίσιο της ακρόασης.

(200)

Η CISA συνήγαγε ότι η ενωσιακή βιομηχανία μπορεί να μην είχε υποβάλει ορθά στοιχεία και ότι είχε επωφεληθεί από την ευνοϊκή μεταχείριση παραβιάζοντας τα δικαιώματα άλλων μερών για αντικειμενική, αμερόληπτη και χωρίς διακρίσεις έρευνα. Αυτή η εικαζόμενη ευνοϊκή μεταχείριση της ενωσιακής βιομηχανίας φαίνεται επίσης από την επιείκεια της Επιτροπής προς αυτήν, όταν δεν προσκόμισε σημαντικές πληροφορίες (η CISA αναφέρθηκε στο επίπεδο των πληροφοριών σχετικά με το κόστος παραγωγής).

(201)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ευνοϊκής μεταχείρισης, ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Το επίμαχο ζήτημα αφορά τη διατύπωση στις αιτιολογικές σκέψεις 191 έως 193 ανωτέρω. Στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις η Επιτροπή αναφέρει τον λόγο για την επιλογή που έκανε μεταξύ των δύο μεθόδων που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για τον καθορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας.

(202)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 223 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

8.2.   Προσφορά ανάληψης υποχρέωσης

(203)

Μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων, ένας παραγωγός-εξαγωγέας από τη ΛΔΚ υπέβαλε στην Επιτροπή προσφορά ανάληψης υποχρέωσης ως προς την τιμή. Η εν λόγω προσφορά καθόριζε ελάχιστες τιμές εισαγωγής («ΕΤΕ») για τους τύπους χοντρών φύλλων που πωλούνται στην Ένωση από τον παραγωγό-εξαγωγέα από την ΛΔΚ, και επίσης πρόσφερε μια μέθοδο τιμαριθμικής προσαρμογής των εν λόγω ΕΤΕ βάσει των τιμών των κύριων πρώτων υλών.

(204)

Η Επιτροπή απέρριψε την προσφορά ανάληψης υποχρέωσης ως προς την τιμή λόγω του υψηλού κινδύνου διασταυρούμενης αντιστάθμισης της τιμής, δεδομένου ότι η διαφορά στις ΕΤΕ μεταξύ διαφορετικών αλλά δύσκολα διακριτών τύπων ήταν υπερβολική και η μέθοδος τιμαριθμικής αναπροσαρμογής υπερβολικά πολύπλοκη. Επιπλέον, η δομή των δικτύων εξαγωγικών πωλήσεων του παραγωγού-εξαγωγέα και παράλληλων εξαγωγικών πωλήσεων άλλων προϊόντων δεν θα επέτρεπε αποτελεσματικό έλεγχο και, επομένως, η πιθανότητα συμψηφισμού μέσω άλλων προϊόντων που πωλούνταν από συνδεδεμένες εταιρείες του παραγωγού-εξαγωγέα ήταν πολύ μεγάλη.

(205)

Ο παραγωγός-εξαγωγέας ενημερώθηκε για τους λόγους απόρριψης της προσφοράς ανάληψης υποχρέωσης και είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

8.3.   Οριστικά μέτρα

(206)

Με βάση τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης, και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να επιβληθούν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού.

(207)

Με βάση τα προαναφερθέντα, οι συντελεστές σύμφωνα με τους οποίους θα επιβληθεί ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ αναφέρονται στον πίνακα 2 κατωτέρω:

Πίνακας 2

Περιθώριο ντάμπινγκ, επίπεδο εξάλειψης της ζημίας και δασμολογικός συντελεστής

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ (%)

Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας (%)

Δασμός (%)

Nanjing Iron and Steel Co., Ltd

120,1

73,1

73,1

Minmetals Yingkou Medium Plate Co., Ltd

126,0

65,1

65,1

Wuyang Iron and Steel Co., Ltd και Wuyang New Heavy & Wide Steel Plate Co., Ltd

127,6

73,7

73,7

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

125,5

70,6

70,6

Όλες οι άλλες εταιρείες

127,6

73,7

73,7

Πηγή: Έρευνα.

(208)

Οι ατομικοί για κάθε εταιρεία δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν βάσει των πορισμάτων της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας σε σχέση με τις εν λόγω εταιρείες. Οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντίθεση με τον δασμό σε επίπεδο χώρας που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες») εφαρμόζονται, κατά συνέπεια, αποκλειστικά στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΛΔΚ που παράγεται από τις εταιρείες και, ως εκ τούτου, από τις αναφερθείσες νομικές οντότητες. Τα εισαγόμενα υπό εξέταση προϊόντα που παράγονται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητώς, δεν δύνανται να επωφελούνται από τους εν λόγω συντελεστές και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(209)

Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή αυτών των ατομικών για κάθε εταιρεία δασμολογικών συντελεστών αντιντάμπινγκ (π.χ. έπειτα από αλλαγή της ονομασίας της οντότητας ή μετά τη σύσταση νέας οντότητας παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή (15) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες και, ιδίως, οποιαδήποτε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις και συνδέεται, για παράδειγμα, με την εν λόγω αλλαγή της ονομασίας ή την εν λόγω αλλαγή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν κρίνεται σκόπιμο, ο κανονισμός θα τροποποιείται αναλόγως, με την επικαιροποίηση του καταλόγου των εταιρειών οι οποίες επωφελούνται από ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές.

(210)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ, ο δασμολογικός συντελεστής για «όλες τις άλλες εταιρείες» δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, αλλά και για τους παραγωγούς που δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας.

8.4.   Οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών

(211)

Δεδομένων των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στην ενωσιακή βιομηχανία, θα πρέπει να εισπραχθούν οριστικά τα ποσά που είχαν δεσμευτεί μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβλήθηκε με τον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(212)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων από μη κραματοποιημένο ή κραματοποιημένο χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα, πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, χάλυβα εργαλείων και χάλυβα ταχείας κοπής), που έχουν ελαθεί σε θερμή κατάσταση, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο, ούτε επικαλυμμένα ή επενδυμένα, μη περιελιγμένα, πάχους που υπερβαίνει τα 10 mm και πλάτους 600 mm ή περισσότερο ή πάχους 4,75 mm ή περισσότερο αλλά που δεν υπερβαίνει τα 10 mm και πλάτους 2 050 mm ή περισσότερο που επί του παρόντος υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7208 51 20, ex 7208 51 91, ex 7208 51 98, ex 7208 52 91, ex 7208 90 20, ex 7208 90 80, 7225 40 40, ex 7225 40 60 και ex 7225 99 00 (κωδικοί TARIC: 7208512010, 7208519110, 7208519810, 7208529110, 7208902010, 7208908020, 7225406010, 7225990035, 7225990040), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

2.   Οι συντελεστές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται επί της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα» της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, του προϊόντος που περιγράφεται στην παράγραφο 1 και παράγεται από τις εταιρείες που παρατίθενται κατωτέρω είναι οι ακόλουθοι:

Εταιρεία

Δασμός (%)

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Nanjing Iron and Steel Co., Ltd

73,1

C143

Minmetals Yingkou Medium Plate Co., Ltd

65,1

C144

Wuyang Iron and Steel Co., Ltd και Wuyang New Heavy & Wide Steel Plate Co., Ltd

73,7

C145

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες που απαριθμούνται στο παράρτημα

70,6

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

73,7

C999

3.   Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

Τα ποσά που είχαν δεσμευτεί υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1777 εισπράττονται οριστικά.

Άρθρο 3

Εάν οποιοσδήποτε νέος παραγωγός-εξαγωγέας από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προσκομίσει στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι:

δεν πραγματοποίησε στην Ένωση εξαγωγές του προϊόντος που περιγράφεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατά την περίοδο έρευνας (1η Ιανουαρίου 2015 έως 31η Δεκεμβρίου 2015),

δεν συνδέεται με κανέναν από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα που επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό,

έχει πραγματοποιήσει πράγματι εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση μετά την περίοδο έρευνας στην οποία βασίζονται τα μέτρα ή έχει αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση,

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 τροποποιείται, αφού δόθηκε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις, με την προσθήκη του νέου παραγωγού-εξαγωγέα στις συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα και οι οποίες υπόκεινται, συνεπώς, στον σταθμισμένο μέσο δασμολογικό συντελεστή.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Φεβρουαρίου 2017.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1777 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2016, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων χοντρών φύλλων από μη κραματοποιημένο ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 272 της 7.10.2016, σ. 5).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1357 της Επιτροπής, της 9ης Αυγούστου 2016, για την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών ορισμένων χοντρών φύλλων από μη κραματοποιημένο ή άλλο κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 215 της 10.8.2016, σ. 23).

(4)  Χάλυβας εκτός από δομικό χάλυβα, ναυπηγικό χάλυβα, χάλυβα για δοχεία πίεσης, χάλυβες επιφανειακής σκλήρυνσης, βαφής και επαναφοράς, χάλυβα αγωγών και χάλυβα ανθεκτικό στην τριβή.

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 102/2012 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2012, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές συρματόσχοινων και καλωδίων από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ουκρανίας όπως επεκτάθηκε σε εισαγωγές συρματόσχοινων και καλωδίων από χάλυβα προέλευσης Μαρόκου, Μολδαβίας και Δημοκρατίας της Κορέας, είτε δηλώνονται ως καταγωγής αυτών των χωρών είτε όχι, ύστερα από έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 και για τον τερματισμό της διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης των μέτρων σχετικά με εισαγωγές συρματόσχοινων και καλωδίων από χάλυβα καταγωγής Νότιας Αφρικής δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 (ΕΕ L 36 της 9.2.2012, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 925/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262 της 6.10.2009, σ. 1).

(7)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας (2016/C 459/11) (ΕΕ C 459 της 9.12.2016, σ. 17).

(8)  Απόφαση αριθ. 283/2000/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης, από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Βουλγαρίας, Ινδίας, Ιράν, Νότιας Αφρικής, Ταϊβάν και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Ιράν (ΕΕ L 31 της 5.2.2000, σ. 15), αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 12.

(9)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1106/2013 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συρμάτων από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 298 της 8.11.2013, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 16.

(10)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/1953 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ρωσικής Ομοσπονδίας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 284 της 30.10.2015, σ. 109).

(11)  Υπόθεση T-2/95 Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, ECLI:EU:T:1998:242.

(12)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1246 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ράβδων οπλισμού σκυροδέματος από χάλυβα υψηλών επιδόσεων σε κόπωση, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 204 της 29.7.2016, σ. 70 ).

(13)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/113 της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2016, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ράβδων οπλισμού σκυροδέματος από χάλυβα υψηλών επιδόσεων σε κόπωση, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 23 της 29.1.2016, σ. 16).

(14)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/181 της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2016, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ L 37 της 12.2.2016, σ. 1).

(15)  European Commission, Directorate-General for Trade, Directorate H, 1049 Brussels, Belgium.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συνεργασθέντες κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα

Επωνυμία

Πόλη

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Angang Steel Company Limited

Anshan, Liaoning

C150

Inner Mongolia Baotou Steel Union Co., Ltd

Baotou, Εσωτερική Μογγολία

C151

Zhangjiagang Shajing Heavy Plate Co., Ltd

Zhangjiagang, Jiangsu

C146

Jiangsu Tiangong Tools Company Limited

Danyang, Jiangsu

C155

Jiangyin Xingcheng Special Steel Works Co., Ltd

Jiangyin, Jiangsu

C147

Laiwu Steel Yinshan Section Co., Ltd

Laiwu, Shandong

C154

Nanyang Hanye Special Steel Co., Ltd

Xixia, Henan

C152

Qinhuangdao Shouqin Metal Materials Co., Ltd

Qinhuangdao, Hebei

C153

Shandong Iron & Steel Co., Ltd., Jinan Company

Jinan, Shandong

C149

Wuhan Iron and Steel Co., Ltd

Wuhan, Hubei

C156

Xinyu Iron & Steel Co., Ltd

Xinyu, Jiangxi

C148