12.4.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 99/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/684 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Απριλίου 2017

για τη θέσπιση μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες και τις μη δεσμευτικές πράξεις μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών στον τομέα της ενέργειας και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 994/2012/ΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας προϋποθέτει ότι η ενέργεια που εισάγεται στην Ένωση διέπεται πλήρως από τους κανόνες για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η διαφάνεια και η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την εξασφάλιση της ενεργειακής σταθερότητας της Ένωσης. Εάν η εσωτερική αγορά ενέργειας δεν λειτουργεί σωστά, η Ένωση έρχεται σε δύσκολη και μειονεκτική θέση όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της και υπονομεύονται οιαδήποτε δυνητικά οφέλη θα πρόσφερε στους ευρωπαίους καταναλωτές και την ευρωπαϊκή βιομηχανία.

(2)

Για να διασφαλιστεί ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ένωσης πρέπει να διαφοροποιηθούν οι πηγές ενέργειας και να δημιουργηθούν νέες ενεργειακές διασυνδέσεις μεταξύ των κρατών μελών. Παράλληλα, έχει σημασία να αυξηθεί η συνεργασία με τις γειτονικές χώρες της Ένωσης και τους στρατηγικούς εταίρους όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια.

(3)

Στόχος της στρατηγικής για την Ενεργειακή Ένωση, που εξέδωσε η Επιτροπή στις 25 Φεβρουαρίου 2015, είναι η παροχή ενέργειας στους καταναλωτές με ασφαλή, βιώσιμο, ανταγωνιστικό και οικονομικά προσιτό τρόπο. Η συνεπής και συνεκτική άσκηση των πολιτικών στους τομείς της ενέργειας, του εμπορίου και των εξωτερικών υποθέσεων θα συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Πιο συγκεκριμένα, η στρατηγική για την Ενεργειακή Ένωση τονίζει ότι η πλήρης συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης όλων των συμφωνιών που αφορούν την αγορά ενέργειας από τρίτες χώρες αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ενεργειακής ασφάλειας, βάσει της ανάλυσης που έχει ήδη διενεργηθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ενεργειακή ασφάλεια της 28ης Μαΐου 2014. Στο ίδιο πνεύμα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 19ης Μαρτίου 2015, έκανε έκκληση για πλήρη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης όλων των συμφωνιών που αφορούν την αγορά αερίου από εξωτερικούς προμηθευτές, ενισχύοντας ιδίως τη διαφάνεια και τη συμβατότητα των εν λόγω συμφωνιών με τους κανόνες της Ένωσης για την ενεργειακή ασφάλεια.

(4)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 15ης Δεκεμβρίου 2015 με τίτλο «Η πορεία προς μια Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση», τόνισε την ανάγκη να ενισχυθεί η συνοχή των πολιτικών της Ένωσης σε θέματα εξωτερικής ενεργειακής ασφάλειας και να αυξηθεί η διαφάνεια των συμφωνιών που αφορούν ενεργειακά θέματα.

(5)

Η απόφαση αριθ. 994/2012/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ήταν χρήσιμη για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τις υφιστάμενες διακυβερνητικές συμφωνίες και τον εντοπισμό των προβλημάτων που δημιουργούσαν οι συμφωνίες αυτές ως προς τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ένωσης.

(6)

Ωστόσο, η απόφαση αριθ. 994/2012/ΕΕ αποδείχτηκε αναποτελεσματική για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης. Η εν λόγω απόφαση στηρίχτηκε κυρίως στην αξιολόγηση των διακυβερνητικών συμφωνιών από την Επιτροπή μετά τη σύναψή τους από τα κράτη μέλη με τρίτη χώρα. Η πείρα από την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 994/2012/ΕΕ έδειξε ότι η εκ των υστέρων αξιολόγηση δεν αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες διασφάλισης της συμμόρφωσης των διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, οι διακυβερνητικές συμφωνίες συχνά δεν περιέχουν κατάλληλες ρήτρες καταγγελίας ή προσαρμογής που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στα κράτη μέλη να άρουν μια ασυμβατότητα εντός εύλογης προθεσμίας. Επιπλέον, οι θέσεις των υπογραφόντων έχουν ήδη παγιωθεί, γεγονός που δημιουργεί πολιτική πίεση να μην τροποποιηθεί οποιαδήποτε πτυχή της συμφωνίας.

(7)

Μια ευρεία διαφάνεια όσον αφορά συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στον τομέα της ενέργειας θα διευκολύνει τόσο την επίτευξη στενότερης συνεργασίας εντός της Ένωσης στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων όσον αφορά την ενέργεια, όσο και την επίτευξη των μακροπρόθεσμων πολιτικών στόχων της Ένωσης όσον αφορά την ενέργεια, το κλίμα και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

(8)

Για να αποφεύγονται ασυμβατότητες με το δίκαιο της Ένωσης και να ενισχυθεί η διαφάνεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να ενημερώνουν την Επιτροπή ότι προτίθενται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για νέες διακυβερνητικές συμφωνίες ή τροποποιήσεις διακυβερνητικών συμφωνιών. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνεται τακτικά για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καλέσουν την Επιτροπή να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ως παρατηρητής. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ως παρατηρητής.

(9)

Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης διακυβερνητικής συμφωνίας, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να συμβουλεύσει το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πώς να αποφύγουν τυχόν ασυμβατότητα της συμφωνίας με το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να επισύρει την προσοχή του ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών στους σχετικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και στις θέσεις πολιτικής της Ένωσης που έχουν εγκριθεί σε συμπεράσματα του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος της νομικής εκτίμησης της Επιτροπής ως προς το σχέδιο διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης.

(10)

Για να εξασφαλιστεί η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ότι σήμερα οι διακυβερνητικές συμφωνίες και τροποποιήσεις στον τομέα του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου έχουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν εκ των προτέρων στην Επιτροπή το σχέδιο διακυβερνητικής συμφωνίας σχετικά με το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο προτού αυτή καταστεί νομικώς δεσμευτική για τα μέρη. Σε πνεύμα συνεργασίας, η Επιτροπή θα πρέπει να στηρίζει τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό των προβλημάτων συμμόρφωσης του σχεδίου της συμφωνίας ή της τροποποίησης. Αυτό θα προετοίμαζε καλύτερα το οικείο κράτος μέλος να συνάψει μια συμφωνία συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

(11)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει επαρκή χρόνο για την αξιολόγηση αυτή, προσφέροντας τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια δικαίου και αποφεύγοντας αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο συντόμευσης των προθεσμιών αξιολόγησης, εάν χρειαστεί, ιδίως εάν ένα κράτος μέλος το ζητήσει ή εάν έχει ενημερώσει αρκετά λεπτομερώς την Επιτροπή κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον βαθμό στον οποίο το σχέδιο διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης βασίζεται στις πρότυπες ρήτρες. Για να αξιοποιήσουν πλήρως τη στήριξη της Επιτροπής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μη συνάπτουν διακυβερνητική συμφωνία σχετικά με το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο, ή διακυβερνητική συμφωνία σχετικά με την ηλεκτρική ενέργεια όταν ένα κράτος μέλος έχει ζητήσει την εκ των προτέρων αξιολόγηση από την Επιτροπή, έως ότου η Επιτροπή τούς γνωστοποιήσει την αξιολόγησή της. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να βρουν την κατάλληλη λύση που θα άρει την ασυμβατότητα.

(12)

Υπό το πρίσμα της στρατηγικής για την Ενεργειακή Ένωση, η διαφάνεια όσον αφορά παρελθούσες και μελλοντικές διακυβερνητικές συμφωνίες εξακολουθεί να έχει εξέχουσα σημασία και αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την εξασφάλιση της ενεργειακής σταθερότητας της Ένωσης. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις υφιστάμενες και μελλοντικές διακυβερνητικές συμφωνίες που έχουν θέσει σε ισχύ ή οι οποίες εφαρμόζονται προσωρινά κατά την έννοια του άρθρου 25 της σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών, καθώς και τις νέες διακυβερνητικές συμφωνίες.

(13)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των διακυβερνητικών συμφωνιών που έχουν τεθεί σε ισχύ ή εφαρμόζονται προσωρινά πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης και να ενημερώνει τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση ασυμβατότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να βρεθεί κατάλληλη λύση που θα άρει την ασυμβατότητα.

(14)

Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να εφαρμόζεται σε διακυβερνητικές συμφωνίες. Οι συμφωνίες αυτές δηλώνουν, ιδίως βάσει του περιεχομένου τους και ανεξάρτητα από την τυπική τους ονομασία, την πρόθεση των μερών να συνάψουν συμφωνία με δεσμευτική ισχύ, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Θα πρέπει να κοινοποιούνται μόνον οι διακυβερνητικές συμφωνίες που αφορούν την αγορά, το εμπόριο, την πώληση, την αποθήκευση, τη διαμετακόμιση ή την προμήθεια ενέργειας από ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, ή την κατασκευή ή λειτουργία των ενεργειακών υποδομών με φυσική σύνδεση με ένα τουλάχιστον κράτος μέλος. Σε περίπτωση αμφιβολίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβουλεύονται με την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση. Κατά κανόνα, οι συμφωνίες που δεν ισχύουν ή δεν εφαρμόζονται πλέον δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα απόφαση.

(15)

Η νομικώς δεσμευτική ισχύς μιας πράξης, ή μερών αυτής, και όχι η τυπική ονομασία της, είναι εκείνη που χαρακτηρίζει μια διακυβερνητική συμφωνία ή, ελλείψει νομικώς δεσμευτικής ισχύος, μια μη δεσμευτική πράξη για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.

(16)

Τα κράτη μέλη δημιουργούν σχέσεις με τρίτες χώρες όχι μόνο μέσω της σύναψης διακυβερνητικών συμφωνιών αλλά και υπό μορφή μη δεσμευτικών πράξεων, στις οποίες δίδονται συχνά τυπικές ονομασίες, όπως μνημόνιο κατανόησης, κοινή δήλωση, κοινή υπουργική δήλωση, κοινή δράση, κοινός κώδικας δεοντολογίας ή κάτι τέτοιο. Λόγω του νομικώς μη δεσμευτικού χαρακτήρα τους, τα κράτη μέλη δεν υπέχουν εκ του νόμου υποχρέωση εφαρμογής αυτών των πράξεων, μεταξύ άλλων και όταν η εφαρμογή τους είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης. Παρότι είναι νομικώς μη δεσμευτικές, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό ενός λεπτομερούς πλαισίου ενεργειακών υποδομών και ενεργειακού εφοδιασμού. Για λόγους μεγαλύτερης διαφάνειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να υποβάλουν στην Επιτροπή μη δεσμευτικές πράξεις, δηλαδή νομικώς μη δεσμευτικές διευθετήσεις μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και μίας ή περισσότερων τρίτων χωρών, οι οποίες καθορίζουν τους όρους για τον ενεργειακό εφοδιασμό ή για την ανάπτυξη ενεργειακών υποδομών, μεταξύ άλλων, εμπεριέχοντας ερμηνείες του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το θέμα αυτό, ή τροποποιήσεις τέτοιων μη δεσμευτικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων τους. Εάν η μη δεσμευτική πράξη ή η τροποποίησή της παραπέμπει ρητώς σε άλλα κείμενα, το κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει και τα κείμενα αυτά.

(17)

Οι διακυβερνητικές συμφωνίες και οι μη δεσμευτικές πράξεις που πρέπει να κοινοποιούνται στο σύνολό τους στην Επιτροπή βάσει άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης ή αφορούν ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα απόφαση.

(18)

Η παρούσα απόφαση δεν θα πρέπει να δημιουργεί υποχρεώσεις όσον αφορά τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να διαβιβάζουν αυτοβούλως στην Επιτροπή τέτοιες συμφωνίες, στις οποίες διακυβερνητικές συμφωνίες ή μη δεσμευτικές πράξεις παραπέμπουν ρητώς.

(19)

Η Επιτροπή θα πρέπει να θέτει στη διάθεση όλων των λοιπών κρατών μελών, σε ασφαλή ηλεκτρονική μορφή, τις πληροφορίες που λαμβάνει σχετικά με τις διακυβερνητικές συμφωνίες, ώστε να ενισχύονται ο συντονισμός και η διαφάνεια μεταξύ των κρατών μελών, επαυξάνοντας τη διαπραγματευτική τους ισχύ έναντι τρίτων χωρών. Η Επιτροπή θα πρέπει να ικανοποιεί τα αιτήματα των κρατών μελών να χειρισθεί τις πληροφορίες που της υποβάλλονται ως εμπιστευτικές. Τα αιτήματα εμπιστευτικότητας θα πρέπει ωστόσο να μην περιορίζουν την πρόσβαση της ίδιας της Επιτροπής σε εμπιστευτικές πληροφορίες, επειδή η Επιτροπή χρειάζεται ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τη δική της αξιολόγηση. Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της εφαρμογής της ρήτρας εμπιστευτικότητας. Τα αιτήματα εμπιστευτικότητας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(20)

Όταν ένα κράτος μέλος κρίνει ότι μια διακυβερνητική συμφωνία είναι εμπιστευτική, θα πρέπει να διαβιβάζει στην Επιτροπή μια σύνοψη που περιέχει το αντικείμενό της, τον σκοπό, το πεδίο εφαρμογής της, τη διάρκεια, τα μέρη, και πληροφορίες για τα βασικά στοιχεία της, προκειμένου η εν λόγω σύνοψη να γνωστοποιείται και στα υπόλοιπα κράτη μέλη.

(21)

Μια συστηματική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με διακυβερνητικές συμφωνίες σε επίπεδο Ένωσης θα επέτρεπε την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών. Με βάση αυτές τις πρακτικές, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, όπου είναι απαραίτητο, με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης όσον αφορά τις εξωτερικές πολιτικές της Ένωσης, θα πρέπει να αναπτύξει προαιρετικές πρότυπες ρήτρες που θα χρησιμοποιούνται σε διακυβερνητικές συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές, συμπεριλαμβανομένου ενός ενδεικτικού καταλόγου ρητρών που δεν τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται. Η χρήση των εν λόγω πρότυπων ρητρών στόχο έχει την αποφυγή συγκρούσεων των διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και το δίκαιο περί ανταγωνισμού της Ένωσης, και συγκρούσεων με διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση. Αυτές οι πρότυπες ρήτρες ή οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να χρησιμεύουν ως εργαλείο αναφοράς για τις αρμόδιες αρχές συμβάλλοντας στην αύξηση της διαφάνειας και στη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης. Η χρήση των πρότυπων ρητρών θα πρέπει να είναι προαιρετική και το περιεχόμενό τους θα πρέπει να είναι δυνατόν να προσαρμόζεται στις εκάστοτε περιστάσεις.

(22)

Η βελτίωση της αμοιβαίας γνώσης των υφιστάμενων και των νέων διακυβερνητικών συμφωνιών αναμένεται να προσφέρει περισσότερη διαφάνεια και καλύτερο συντονισμό σε θέματα ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Με τη βελτίωση του συντονισμού τα κράτη μέλη θα μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως την πολιτική και οικονομική βαρύτητα της Ένωσης ενώ η Επιτροπή θα μπορεί να προτείνει λύσεις για προβλήματα των διακυβερνητικών συμφωνιών.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τον συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να ενισχύσει τον συνολικό στρατηγικό ρόλο της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας μέσω σαφώς καθορισμένης και αποτελεσματικής και συντονισμένης προσέγγισης έναντι των χωρών παραγωγής, διαμετακόμισης και κατανάλωσης.

(24)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας απόφασης, και συγκεκριμένα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες στον ενεργειακό τομέα, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη μπορεί όμως εξαιτίας των αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής, που ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(25)

Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τις παραβάσεις, τις κρατικές ενισχύσεις και τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει σύμφωνα με το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όταν κρίνει ότι ένα κράτος μέλος αθετεί τις υποχρεώσεις του βάσει της ΣΛΕΕ.

(26)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει αν η απόφαση αυτή είναι επαρκής και αποτελεσματική για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης και ένα ευρύ συντονισμό των κρατών μελών όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες στον ενεργειακό τομέα.

(27)

Η απόφαση αριθ. 994/2012/ΕΕ θα πρέπει συνεπώς να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση θεσπίζει μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες στον τομέα της ενέργειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και να ενισχυθεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ένωση.

2.   Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται στις διακυβερνητικές συμφωνίες οι οποίες υπόκεινται ήδη στο σύνολό τους σε άλλες ειδικές διαδικασίες κοινοποίησης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «διακυβερνητική συμφωνία»: νομικώς δεσμευτική συμφωνία, ανεξάρτητα από την τυπική ονομασία της, μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και μίας ή περισσότερων τρίτων χωρών, ή μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και ενός διεθνούς οργανισμού η οποία αφορά:

α)

την αγορά, το εμπόριο, την πώληση, την αποθήκευση, τη διαμετακόμιση ή την προμήθεια ενέργειας από ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος· ή

β)

την κατασκευή ή τη λειτουργία των ενεργειακών υποδομών με φυσική σύνδεση με ένα τουλάχιστον κράτος μέλος·

ωστόσο, αν αυτή η νομικώς δεσμευτική συμφωνία καλύπτει και άλλα θέματα πέραν των αναφερομένων στα στοιχεία α) και β), μόνον οι διατάξεις που σχετίζονται με τα στοιχεία αυτά και οι γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις εν λόγω σχετικές με την ενέργεια διατάξεις θεωρείται ότι συνιστούν «διακυβερνητική συμφωνία»·

2)   «υφιστάμενη διακυβερνητική συμφωνία»: μια διακυβερνητική συμφωνία η οποία έχει τεθεί σε ισχύ ή εφαρμόζεται προσωρινά πριν από τις 2 Μαΐου 2017·

3)   «μη δεσμευτική πράξη»: μια νομικώς μη δεσμευτική διευθέτηση μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και μίας ή περισσότερων τρίτων χωρών, λόγου χάρη ένα μνημόνιο κατανόησης, μια κοινή δήλωση, μια υπουργική κοινή δήλωση, μια κοινή δράση ή ένας κοινός κώδικας δεοντολογίας, που ορίζει τους όρους για τον ενεργειακό εφοδιασμό, όπως οι ποσότητες και οι τιμές, ή για την ανάπτυξη ενεργειακών υποδομών·

4)   «υφιστάμενη μη δεσμευτική πράξη»: μια μη δεσμευτική πράξη που έχει υπογραφεί, ή έχει άλλως συμφωνηθεί, πριν από τις 2 Μαΐου 2017.

Άρθρο 3

Υποχρεώσεις κοινοποίησης όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες

1.   Όταν κράτος μέλος προτίθεται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό για να τροποποιήσει διακυβερνητική συμφωνία ή να συνάψει νέα, ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή, το νωρίτερο δυνατόν πριν την προβλεπόμενη έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θα πρέπει να ενημερώνει την Επιτροπή τακτικά για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει τις διατάξεις που θα συζητηθούν στις διαπραγματεύσεις και τους στόχους των διαπραγματεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 8.

2.   Μόλις τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν όλα τα βασικά στοιχεία του σχεδίου διακυβερνητικής συμφωνίας σχετικά με το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο ή του σχεδίου τροποποίησης μιας τέτοιας συμφωνίας, αλλά πριν την ολοκλήρωση των επίσημων διαπραγματεύσεων, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή το εν λόγω σχέδιο συμφωνίας ή τροποποίησης, περιλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων της, για εκ των προτέρων αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 5.

Όταν το εν λόγω σχέδιο συμφωνίας ή τροποποίησης παραπέμπει ρητώς σε άλλα κείμενα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποβάλλει και αυτά τα κείμενα στον βαθμό που περιέχουν στοιχεία τα οποία αφορούν την αγορά, το εμπόριο, την πώληση, τη διαμετακόμιση, την αποθήκευση ή την προμήθεια φυσικού αερίου ή πετρελαίου από ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, ή την κατασκευή ή λειτουργία των υποδομών φυσικού αερίου ή πετρελαίου με φυσική σύνδεση με ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος διαπραγματεύεται διακυβερνητική συμφωνία ή τροποποίηση σχετικά με ηλεκτρική ενέργεια και εκτιμά ότι δεν μπορεί να καταλήξει σε σαφές συμπέρασμα σχετικά με τη συμβατότητα της οικείας διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης με το δίκαιο της Ένωσης, κοινοποιεί στην Επιτροπή το σχέδιο της συμφωνίας ή τροποποίησης, περιλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων της, για εκ των προτέρων αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 5, μόλις τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν όλα τα βασικά στοιχεία του εν λόγω σχεδίου και προτού περατωθούν οι επίσημες διαπραγματεύσεις.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν χρήση του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 για διακυβερνητικές συμφωνίες ή τροποποιήσεις σχετικά με ηλεκτρική ενέργεια.

5.   Μετά την κύρωση διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης διακυβερνητικής συμφωνίας, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη συμφωνία ή την τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων της. Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, και το οικείο κράτος μέλος έχει παρεκκλίνει της γνώμης αυτής, το κράτος μέλος αυτό θα πρέπει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, να εξηγήσει στην Επιτροπή εγγράφως τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απόφασή του.

Όταν η κυρωθείσα διακυβερνητική συμφωνία ή τροποποίηση διακυβερνητικής συμφωνίας παραπέμπει ρητώς σε άλλα κείμενα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποβάλλει και τα κείμενα αυτά στον βαθμό που περιέχουν στοιχεία τα οποία αφορούν την αγορά, το εμπόριο, την πώληση, τη διαμετακόμιση, την αποθήκευση ή την προμήθεια ενέργειας από ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, ή την κατασκευή ή λειτουργία των ενεργειακών υποδομών με φυσική σύνδεση με ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.

6.   Η υποχρέωση κοινοποίησης στην Επιτροπή σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 5 δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων.

Κράτος μέλος που έχει αμφιβολίες ως προς το αν μια συμφωνία αποτελεί διακυβερνητική συμφωνία και, συνεπώς, αν πρέπει να κοινοποιηθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο και το άρθρο 6, διαβουλεύεται με την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

7.   Όλες οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 διενεργούνται μέσω διαδικτυακής εφαρμογής που παρέχει η Επιτροπή. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 3 αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία καταχώρισης του ολοκληρωμένου φακέλου κοινοποίησης στην εφαρμογή.

Άρθρο 4

Συνδρομή της Επιτροπής

1.   Αν κράτος μέλος ενημερώσει την Επιτροπή για τις διαπραγματεύσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δύνανται να παράσχουν συμβουλές για να αποφευχθεί ασυμβατότητα της υπό διαπραγμάτευση διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης διακυβερνητικής συμφωνίας με το δίκαιο της Ένωσης. Οι συμβουλές αυτές ενδέχεται να περιλαμβάνουν σχετικές προαιρετικές πρότυπες ρήτρες και κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες αναπτύσσει η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν επίσης να επισύρουν την προσοχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στους σχετικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, μεταξύ άλλων και στον στόχο για Ενεργειακή Ένωση.

Το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί επίσης να ζητήσει τη συνδρομή της Επιτροπής στις εν λόγω διαπραγματεύσεις.

2.   Κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ως παρατηρητής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ως παρατηρητής. Η συμμετοχή της Επιτροπής εξαρτάται από την γραπτή έγκριση του οικείου κράτους μέλους.

3.   Αν η Επιτροπή συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις ως παρατηρητής, μπορεί να συμβουλεύσει το οικείο κράτος μέλος πώς να αποφύγει την ασυμβατότητα της υπό διαπραγμάτευση διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 5

Αξιολόγηση από την Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή, εντός πέντε εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποίησης του ολοκληρωμένου σχεδίου διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων της, ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2, σχετικά με τυχόν αμφιβολίες που μπορεί να έχει όσον αφορά τη συμβατότητα του σχεδίου της διακυβερνητικής συμφωνίας ή της τροποποίησης με το δίκαιο της Ένωσης. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν απαντήσει εντός της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι δεν έχει εγείρει αμφιβολίες.

2.   Αν η Επιτροπή ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος βάσει της παραγράφου 1 ότι έχει αμφιβολίες, διαβιβάζει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη γνώμη της σχετικά με τη συμβατότητα του σχεδίου διακυβερνητικής συμφωνίας ή της τροποποίησης με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως με τους κανόνες για την εσωτερική αγορά ενέργειας και το δίκαιο περί ανταγωνισμού της Ένωσης, εντός 12 εβδομάδων από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Αν η Επιτροπή δεν γνωμοδοτήσει εντός της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι δεν έχει εγείρει αντιρρήσεις.

3.   Οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 δύνανται να παραταθούν με την έγκριση του οικείου κράτους μέλους. Οι προθεσμίες αυτές συντομεύονται σε συμφωνία με την Επιτροπή εφόσον αυτό απαιτείται από τις περιστάσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.

4.   Το κράτος μέλος δεν υπογράφει, δεν επικυρώνει ούτε συνομολογεί το σχέδιο της διακυβερνητικής συμφωνίας ή της σχετικής τροποποίησης πριν η Επιτροπή γνωστοποιήσει τυχόν αμφιβολίες της σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή, κατά περίπτωση, πριν εκδώσει τη γνώμη της σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή, ελλείψει απάντησης ή γνώμης από την Επιτροπή, πριν παρέλθουν οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 2.

Πριν από την υπογραφή, κύρωση ή συνομολόγηση διακυβερνητικής συμφωνίας ή τροποποίησης, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να λάβει στον μέγιστο βαθμό υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής κατά την παράγραφο 2.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις κοινοποίησης και αξιολόγηση από την Επιτροπή όσον αφορά υφιστάμενες και νέες διακυβερνητικές συμφωνίες περί ηλεκτρικής ενέργειας

1.   Έως τις 3 Αυγούστου 2017, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις υφιστάμενες διακυβερνητικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων και των τροποποιήσεών τους.

Όταν η υφιστάμενη διακυβερνητική συμφωνία παραπέμπει ρητώς σε άλλα κείμενα, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει και τα κείμενα αυτά στον βαθμό που περιέχουν στοιχεία τα οποία αφορούν την αγορά, το εμπόριο, την πώληση, τη διαμετακόμιση, την αποθήκευση ή την προμήθεια ενέργειας από ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, ή την κατασκευή ή λειτουργία των ενεργειακών υποδομών με φυσική σύνδεση με ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.

Η υποχρέωση κοινοποίησης στην Επιτροπή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων.

2.   Υφιστάμενες διακυβερνητικές συμφωνίες οι οποίες, στις 2 Μαΐου 2017, έχουν ήδη κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 ή 5 της απόφασης αριθ. 994/2012/ΕΕ ή το άρθρο 13 παράγραφος 6 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), θεωρείται ότι έχουν κοινοποιηθεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι η εν λόγω κοινοποίηση πληροί τις προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου.

3.   Η Επιτροπή αξιολογεί τις διακυβερνητικές συμφωνίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις διακυβερνητικές συμφωνίες που έχουν σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5. Αν η Επιτροπή, κατά την πρώτη της αξιολόγηση, αμφιβάλλει ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τους κανόνες για την εσωτερική αγορά ενέργειας και το δίκαιο περί ανταγωνισμού της Ένωσης, ενημερώνει τα οικεία κράτη μέλη εντός εννέα μηνών από την κοινοποίηση των εν λόγω συμφωνιών.

Άρθρο 7

Κοινοποίηση μη δεσμευτικών πράξεων

1.   Πριν ή μετά από την έκδοση μιας μη δεσμευτικής πράξης ή τροποποίησης μη δεσμευτικής πράξης, τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν τη μη δεσμευτική πράξη ή την τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, στην Επιτροπή.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τις υφιστάμενες μη δεσμευτικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραρτημάτων και τροποποιήσεών τους.

3.   Εάν η μη δεσμευτική πράξη ή η τροποποίηση μιας μη δεσμευτικής πράξης παραπέμπει ρητώς σε άλλα κείμενα, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει και τα κείμενα αυτά στον βαθμό που περιέχουν στοιχεία τα οποία θεσπίζουν προϋποθέσεις για τον ενεργειακό εφοδιασμό, όπως οι ποσότητες και οι τιμές, ή για την ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών.

Άρθρο 8

Διαφάνεια και εμπιστευτικότητα

1.   Κατά την παροχή πληροφοριών στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 έως 5, το άρθρο 6 παράγραφος 1 και το άρθρο 7, ένα κράτος μέλος μπορεί να επισημάνει αν κάποιες από τις παρεχόμενες πληροφορίες, εμπορικές ή άλλες, η αποκάλυψη των οποίων θα μπορούσε να βλάψει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των εμπλεκόμενων μερών, πρέπει να θεωρηθούν εμπιστευτικές και αν μπορούν να γνωστοποιηθούν στα λοιπά κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε αυτή την επισήμανση όσον αφορά τις ισχύουσες συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 έως τις 3 Αυγούστου 2017.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος δεν έχει χαρακτηρίσει τις πληροφορίες ως εμπιστευτικές σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή καθιστά τις εν λόγω πληροφορίες προσβάσιμες, σε ασφαλή ηλεκτρονική μορφή, σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει χαρακτηρίσει ως εμπιστευτική, σύμφωνα με την παράγραφο 1, μια υφιστάμενη διακυβερνητική συμφωνία, μια τροποποίηση διακυβερνητικής συμφωνίας ή μια νέα διακυβερνητική συμφωνία, το εν λόγω κράτος μέλος δημοσιοποιεί σύνοψη των πληροφοριών που έχουν υποβληθεί.

Η σύνοψη αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία όσον αφορά την εν λόγω συμφωνία ή τροποποίηση:

α)

το αντικείμενο·

β)

τον στόχο και το πεδίο εφαρμογής·

γ)

τη διάρκεια·

δ)

τα συμβαλλόμενα μέρη·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τα κύρια στοιχεία.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 έως 4.

4.   Η Επιτροπή καθιστά προσβάσιμες τις συνόψεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, σε ηλεκτρονική μορφή, σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

5.   Τα αιτήματα για εμπιστευτικότητα σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν περιορίζουν την πρόσβαση της ίδιας της Επιτροπής σε εμπιστευτικές πληροφορίες. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες περιορίζεται αποκλειστικά στις υπηρεσίες της Επιτροπής που έχουν απόλυτη ανάγκη να λάβουν αυτές τις πληροφορίες. Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής χειρίζονται με τη δέουσα εμπιστευτικότητα τις ευαίσθητες πληροφορίες που έχουν σχέση με διαπραγματεύσεις για διακυβερνητικές συμφωνίες και οι οποίες λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4.

Άρθρο 9

Συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών

1.   Η Επιτροπή διευκολύνει και ενθαρρύνει τον συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών με σκοπό:

α)

την ανασκόπηση των εξελίξεων όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες και την επιδίωξη συνέπειας και συνοχής στις εξωτερικές ενεργειακές σχέσεις της Ένωσης με τις βασικές χώρες παραγωγής, διαμετακόμισης και κατανάλωσης·

β)

τον εντοπισμό των κοινών προβλημάτων όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες και την εξέταση των κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, καθώς και την πρόταση λύσεων και κατευθυντήριων γραμμών, κατά περίπτωση·

γ)

την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της ανάπτυξης πολυμερών διακυβερνητικών συμφωνιών με τη συμμετοχή πολλών κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά.

2.   Έως τις 3 Μαΐου 2018 η Επιτροπή, με βάση τις βέλτιστες πρακτικές και κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη, εκπονεί προαιρετικές πρότυπες ρήτρες και κατευθυντήριες γραμμές, συμπεριλαμβανομένου ενδεικτικού καταλόγου ρητρών που δεν τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται. Αυτές οι προαιρετικές πρότυπες ρήτρες και κατευθυντήριες γραμμές, εάν εφαρμοστούν σωστά, θα βελτιώσουν σημαντικά τη συμμόρφωση των μελλοντικών διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 10

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

2.   Στην έκθεση εκτιμάται ειδικότερα ο βαθμός στον οποίον η παρούσα απόφαση προάγει τη συμμόρφωση των διακυβερνητικών συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων και στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και υψηλό επίπεδο συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες. Αξιολογείται επίσης ο αντίκτυπος που έχει η παρούσα απόφαση στις διαπραγματεύσεις των κρατών μελών με τρίτες χώρες και κατά πόσον είναι κατάλληλο το πεδίο εφαρμογής και οι διαδικασίες της παρούσας απόφασης. Η έκθεση συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από πρόταση για αναθεώρηση της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 11

Κατάργηση

Η απόφαση αριθ. 994/2012/ΕΕ καταργείται από τις 2 Μαΐου 2017.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Παραλήπτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 5 Απριλίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. BORG


(1)  ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 81.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2017 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 2017.

(3)  Απόφαση αριθ. 994/2012/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στον τομέα της ενέργειας (ΕΕ L 299 της 27.10.2012, σ. 13).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με αέριο και την κατάργηση της οδηγίας 2004/67/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 295 της 12.11.2010, σ. 1).