26.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138/1


KΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/796 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σταδιακή υλοποίηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου επιβάλλει την ανάληψη ενωσιακής δράσης στον τομέα των κανόνων που εφαρμόζονται στους σιδηροδρόμους όσον αφορά τα ζητήματα τεχνικής ασφάλειας και διαλειτουργικότητας, καθόσον τα δύο ζητήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και απαιτούν αμφότερα υψηλό βαθμό εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες εκδόθηκαν σχετικές νομοθετικές πράξεις για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, συγκεκριμένα τρεις δέσμες μέτρων, εκ των οποίων οι πιο σχετικές είναι η οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και η οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(2)

Η ταυτόχρονη επιδίωξη των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων προϋποθέτει σημαντικό τεχνικό έργο, καθοδηγούμενο από εξειδικευμένο φορέα. Για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητο, στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, το 2004, να δημιουργηθεί εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και λαμβανομένης υπόψη της ισορροπίας εξουσιών στους κόλπους της Ένωσης ευρωπαϊκός οργανισμός με αντικείμενο την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(3)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) συστήνεται Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων («Οργανισμός») με σκοπό την προώθηση της δημιουργίας ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα και τη στήριξη της αναζωογόνησης του σιδηροδρομικού τομέα, ενισχύοντας παράλληλα τα ουσιαστικά πλεονεκτήματά του όσον αφορά την ασφάλεια. Στην τέταρτη δέσμη μέτρων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές περιλαμβάνονται σημαντικές αλλαγές για τη βελτίωση της λειτουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, με τροποποιήσεις που θα ενσωματωθούν κατά την αναδιατύπωση των οδηγιών 2004/49/ΕΚ και 2008/57/ΕΚ, που και οι δύο σχετίζονται με τα καθήκοντα του Οργανισμού. Οι εν λόγω οδηγίες προβλέπουν ιδίως την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με την έκδοση εγκρίσεων οχημάτων και πιστοποιητικών ασφάλειας σε επίπεδο Ένωσης. Με την εν λόγω δέσμη μέτρων καθίσταται σημαντικότερος ο ρόλος του Οργανισμού. Λόγω του σημαντικού αριθμού αλλαγών που εισάγει στα καθήκοντα και στην εσωτερική οργάνωση του Οργανισμού, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέα νομική πράξη.

(4)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη πραγματικού ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού πολιτισμού που να παρέχει ένα ουσιώδες εργαλείο για διάλογο, διαβουλεύσεις και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ όλων των παραγόντων στον σιδηροδρομικό τομέα, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σιδηροδρομικού τομέα. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ιδίως κατά την εκπόνηση συστάσεων και γνωμοδοτήσεων, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη την εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα σιδηροδρόμων, ιδίως αυτή των επαγγελματιών από τον σιδηροδρομικό τομέα και από τις σχετικές εθνικές αρχές. Ο Οργανισμός θα πρέπει επομένως να συστήσει αρμόδιες και αντιπροσωπευτικές ομάδες εργασίας και άλλες ομάδες που αποτελούνται κατά βάση από τους εν λόγω επαγγελματίες.

(5)

Προκειμένου να διαμορφώνεται σαφέστερη εικόνα των οικονομικών συνεπειών και του αντίκτυπου του σιδηροδρομικού τομέα στην κοινωνία, ώστε τρίτα μέρη —ιδίως η Επιτροπή, το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού («διοικητικό συμβούλιο») και ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού («εντεταλμένος διευθυντής»)— να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις, και προκειμένου να είναι αποτελεσματική η διαχείριση των προτεραιοτήτων εργασίας και η κατανομή των πόρων εντός του Οργανισμού, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω τη συμμετοχή του στη δραστηριότητα της εκτίμησης αντίκτυπου.

(6)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει ανεξάρτητη και αντικειμενική τεχνική συνδρομή, κυρίως στην Επιτροπή. Η οδηγία (EE) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) προβλέπει την κατάρτιση και την αναθεώρηση των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ»), ενώ η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) προβλέπει την κατάρτιση και την αναθεώρηση των κοινών μεθόδων ασφαλείας («ΚΜΑ»), των κοινών στόχων ασφαλείας («ΚΣΑ») και των κοινών δεικτών ασφαλείας («ΚΔΑ»). Η συνέχεια των εργασιών και της ανάπτυξης ΤΠΔ, ΚΜΑ, ΚΣΑ και ΚΔΑ απαιτεί μόνιμο τεχνικό πλαίσιο και εξειδικευμένο φορέα με ειδικό προσωπικό που να διαθέτει υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι αρμόδιος για την υποβολή συστάσεων και γνωμοδοτήσεων στην Επιτροπή σχετικά με την κατάρτιση και την αναθεώρηση ΤΠΔ, ΚΜΑ, ΚΣΑ και ΚΔΑ. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει επίσης ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση, κατόπιν αιτήματος των εθνικών αρχών ασφαλείας και ρυθμιστικών φορέων.

(7)

Προκειμένου η έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να καταστεί αποδοτικότερη και πιο αμερόληπτη, είναι απαραίτητο να ανατεθεί στον Οργανισμό κεντρικός ρόλος. Όταν ο χώρος λειτουργίας περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, η οικεία σιδηροδρομική επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποβάλει την αίτησή της για ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας στον Οργανισμό ή στην εθνική αρχή ασφάλειας. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 πρόκειται να το προβλέπει.

(8)

Επί του παρόντος, στην οδηγία 2008/57/ΕΚ προβλέπεται, για τα σιδηροδρομικά οχήματα, χορήγηση έγκρισης θέσης σε λειτουργία τέτοιων οχημάτων σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στην ομάδα δράσης για την έγκριση οχημάτων που συστάθηκε από την Επιτροπή το 2011, συζητήθηκαν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες οι κατασκευαστές και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ταλαιπωρήθηκαν από την υπερβολική διάρκεια και το υπερβολικό κόστος της διαδικασίας έγκρισης και προτάθηκαν αρκετές βελτιώσεις. Δεδομένου ότι ορισμένα προβλήματα οφείλονται στην πολυπλοκότητα της υφιστάμενης διαδικασίας έγκρισης οχημάτων, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να απλουστευθεί και, κατά περίπτωση, να ενοποιηθεί στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας. Κάθε σιδηροδρομικό όχημα θα πρέπει να λαμβάνει μόνο μία έγκριση. Όταν ο χώρος χρήσης περιορίζεται σε ένα ή περισσότερα δίκτυα εντός ενός μόνο κράτους μέλους, ο αιτών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποβάλει αίτηση για έγκριση οχήματος, μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, στον Οργανισμό ή στην εθνική αρχή ασφάλειας. Με τον τρόπο αυτόν θα επιτευχθούν απτά οφέλη για τον τομέα, με τη μείωση του κόστους και της διάρκειας της διαδικασίας, και θα περιοριστεί ο κίνδυνος πιθανών διακρίσεων, ιδίως κατά νέων εταιρειών που επιθυμούν να εισέλθουν στη σιδηροδρομική αγορά. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 πρόκειται να το προβλέπει.

(9)

Είναι σημαντικό η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 να μην οδηγήσει σε μειωμένο επίπεδο ασφάλειας στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης. Εν προκειμένω, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναλάβει πλήρη ευθύνη των εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδει, μεταξύ άλλων δε και των σχετικών συμβατικών και εξωσυμβατικών υποχρεώσεων.

(10)

Όσον αφορά την υποχρέωση προς αποζημίωση που έχει το προσωπικό του Οργανισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στον Οργανισμό, θα πρέπει να εφαρμόζεται το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εφαρμογή του εν λόγω πρωτοκόλλου δεν θα πρέπει να συνεπάγεται άσκοπες καθυστερήσεις ή την επιβολή αδικαιολόγητων περιορισμών στη διεξαγωγή των εθνικών δικαστικών διαδικασιών. Στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών που αφορούν το προσωπικό του Οργανισμού, όπου ένα μέλος του προσωπικού καλείται να εμφανιστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την άρση της ασυλίας του εν λόγω μέλους του προσωπικού, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω άρση δεν θίγει τα συμφέροντα της Ένωσης. Η απόφαση αυτή θα πρέπει να είναι δεόντως δικαιολογημένη και δεκτική δικαστικού ελέγχου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται υπεύθυνα με τις εθνικές δικαστικές αρχές, ειδικότερα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή του Οργανισμού λόγω του γεγονότος ότι ο Οργανισμός άσκησε τις εξουσίες του αναφορικά με εγκρίσεις οχημάτων, με ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας που εκδόθηκαν από αυτόν και με αποφάσεις σχετικά με την έγκριση παρατρόχιου υλικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS). Εφόσον απαιτείται από τον Οργανισμό ή μέλος του προσωπικού του να παράσχει πληροφορίες στο πλαίσιο οικείων εθνικών διαδικασιών, ο Οργανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το εν λόγω αίτημα παροχής πληροφοριών ή, ενδεχομένως, η συμμετοχή σε διαδικασίες αντιμετωπίζεται με τη δέουσα επιμέλεια και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Προς τον σκοπό αυτό, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις κατάλληλες διαδικασίες για τις περιπτώσεις αυτές.

(12)

Για την περαιτέρω ανάπτυξη του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, ιδίως όσον αφορά την παροχή κατάλληλων πληροφοριών στους πελάτες εμπορευματικών μεταφορών και τους επιβάτες, και προκειμένου να αποφευχθεί η αποσπασματική ανάπτυξη τηλεματικών εφαρμογών, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ρόλος του Οργανισμού στο πεδίο των εφαρμογών αυτών. Ο Οργανισμός, ως αρμόδιος φορέας σε επίπεδο Ένωσης, θα πρέπει να αναλάβει εξέχοντα ρόλο στη διασφάλιση της συνεκτικής ανάπτυξης και εγκατάστασης όλων των τηλεματικών εφαρμογών. Προς τούτο, ο Οργανισμός θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί ως αρχή συστήματος για τις τηλεματικές εφαρμογές και, υπό αυτήν την ιδιότητα, να διατηρεί, να παρακολουθεί και να διαχειρίζεται όλες τις αντίστοιχες απαιτήσεις για τα υποσυστήματα σε ενωσιακό επίπεδο.

(13)

Δεδομένης της σημασίας του ERTMS για την ομαλή ανάπτυξη του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και την ασφάλειά του και προκειμένου να αποφευχθεί η αποσπασματική ανάπτυξη του ERTMS, είναι ανάγκη να ενισχυθεί ο συνολικός συντονισμός σε επίπεδο Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός, ως ο φορέας σε επίπεδο Ένωσης με την περισσότερη πείρα στον τομέα, θα πρέπει να αναλάβει περισσότερο εξέχοντα ρόλο στον τομέα αυτόν, ώστε να διασφαλίζει τη συνεπή ανάπτυξη του ERTMS, να συμβάλλει στη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού του ERTMS με τις ισχύουσες προδιαγραφές και να διασφαλίζει τον συντονισμό των ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων που αφορούν το ERTMS με την ανάπτυξη των τεχνικών προδιαγραφών του ERTMS. Ιδίως, ο Οργανισμός θα πρέπει να εμποδίζει τη διακινδύνευση της διαλειτουργικότητας του ERTMS μέσω πρόσθετων εθνικών απαιτήσεων από αυτό. Ωστόσο, οι ασύμβατες εθνικές απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε εθελοντική βάση ή να αποσύρονται.

(14)

Προκειμένου να καταστούν αποτελεσματικότερες οι διαδικασίες έκδοσης εγκρίσεων για τη θέση σε λειτουργία υποσυστημάτων παρατρόχιου ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης και να εναρμονισθούν οι διαδικασίες αυτές σε ενωσιακό επίπεδο, είναι απαραίτητο, πριν από οποιαδήποτε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS, ο Οργανισμός να ελέγχει ότι οι προβλεπόμενες τεχνικές λύσεις συμμορφώνονται πλήρως προς τις σχετικές ΤΠΔ και είναι, επομένως, πλήρως διαλειτουργικές. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 πρόκειται να το προβλέπει. Ο Οργανισμός θα πρέπει να συγκροτήσει άλλη ομάδα που να αποτελείται από κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που δραστηριοποιούνται στον τομέα του ERTMS. Η συμμετοχή τέτοιων φορέων στην ομάδα θα πρέπει να ενθαρρύνεται όσο το δυνατόν περισσότερο.

(15)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία και να εξασφαλιστεί σαφής κατανομή καθηκόντων και ευθυνών μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας, θα πρέπει να εκπονηθεί πρωτόκολλο επικοινωνίας μεταξύ τους. Επιπλέον, θα πρέπει να αναπτυχθεί κοινή πλατφόρμα πληροφόρησης και επικοινωνίας με εικονική λειτουργική δυνατότητα υπηρεσίας μιας στάσης, κατά περίπτωση βάσει των υφισταμένων εφαρμογών και μητρώων, μέσω της επέκτασης της λειτουργικής δυνατότητά τους με στόχο τη διαρκή ενημέρωση του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας σχετικά με όλες τις αιτήσεις εγκρίσεων και πιστοποιητικών ασφάλειας, τα στάδια των διαδικασιών αυτών και τα αποτελέσματά τους. Ένας σημαντικός στόχος αυτής της πλατφόρμας είναι να εντοπίζει σε πρώιμο στάδιο την ανάγκη συντονισμού των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και από τον Οργανισμό, όταν πρόκειται για διαφορετικές αιτήσεις για παρόμοιες εγκρίσεις και πιστοποιητικά ασφάλειας. Οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να προσδιορίζονται συνοπτικά με αυτόματες κοινοποιήσεις.

(16)

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν επιβάλει μέχρι τώρα επιβαρύνσεις για την έκδοση εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας. Με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης, ο Οργανισμός θα πρέπει να δικαιούται να χρεώνει τους αιτούντες για την έκδοση πιστοποιητικών και εγκρίσεων που αναφέρονται στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις. Είναι σημαντικό να καθοριστούν ορισμένες αρχές εφαρμοστέες στα τέλη και τις επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στον Οργανισμό. Το ύψος των εν λόγω τελών και επιβαρύνσεων θα πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να καλύπτεται πλήρως το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των σχετικών δαπανών που απορρέουν από τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές αρχές ασφάλειας. Τα εν λόγω τέλη και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ίσες ή χαμηλότερες από τον τρέχοντα μέσο όρο για τις αντίστοιχες υπηρεσίες και να καθορίζονται με τρόπο διαφανή, δίκαιο και ομοιόμορφο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και δεν θα πρέπει να διακυβεύουν την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού τομέα. Θα πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο που λαμβάνει δεόντως υπόψη τη δυνατότητα πληρωμής των επιχειρήσεων και δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή περιττών οικονομικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις. Θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, τις συγκεκριμένες ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

(17)

Γενικός στόχος είναι η νέα κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και του Οργανισμού να πραγματοποιηθεί αποδοτικά, χωρίς μείωση των σημερινών υψηλών επιπέδων ασφάλειας. Προς τούτο, θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες συνεργασίας, που θα περιλαμβάνουν επίσης πτυχές κόστους, ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας. Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για να μπορεί να ασκεί τα νέα καθήκοντά του και η χρονική στιγμή της κατανομής αυτών των πόρων θα πρέπει να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένες ανάγκες.

(18)

Όταν ετοιμάζει συστάσεις, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και τα οποία απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη εξαιτίας γεωγραφικών ή ιστορικών λόγων. Επιπλέον, όταν η λειτουργία περιορίζεται σε τέτοια δίκτυα, οι αιτούντες ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και εγκρίσεις οχημάτων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις απαραίτητες διατυπώσεις σε τοπικό επίπεδο, μέσω των σχετικών εθνικών αρχών ασφάλειας. Προς τούτο και με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και κόστους, οι συμφωνίες συνεργασίας που θα συναφθούν ανάμεσα στον Οργανισμό και τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν την κατάλληλη κατανομή καθηκόντων, με την επιφύλαξη της τελικής ευθύνης του Οργανισμού όσον αφορά τη χορήγηση της έγκρισης ή του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας.

(19)

Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνογνωσία των εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών αρχών ασφάλειας, ο Οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιεί καταλλήλως την τεχνογνωσία αυτή κατά τη χορήγηση των σχετικών εγκρίσεων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό.

(20)

Στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/798 πρόκειται να προβλέπεται η εξέταση των εθνικών μέτρων από άποψη ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, καθώς και όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι οδηγίες αυτές πρόκειται να περιορίζουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν νέους εθνικούς κανόνες. Το υφιστάμενο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου εξακολουθεί να υπάρχει πληθώρα εθνικών κανόνων, μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενες ασυμβατότητες με τους κανόνες της Ένωσης και να προκαλέσει έλλειψη διαφάνειας και ενδεχόμενες διακρίσεις κατά φορέων, συμπεριλαμβανομένων των μικρότερων και των νέων. Για τη μετάβαση σε σύστημα πραγματικά διαφανών και αμερόληπτων κανόνων για τους σιδηροδρόμους σε επίπεδο Ένωσης, θα πρέπει να ενισχυθεί η βαθμιαία μείωση των εθνικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων λειτουργίας. Είναι θεμελιώδες η γνωμοδότηση να βασίζεται σε ανεξάρτητη και ουδέτερη εμπειρογνωμοσύνη σε επίπεδο Ένωσης. Προς τούτο, είναι ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του Οργανισμού.

(21)

Οι επιδόσεις, η οργάνωση και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, με επακόλουθες επιζήμιες επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου. Αρνητικές μπορεί να είναι ιδίως οι επιπτώσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στη σιδηροδρομική αγορά άλλου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητος ο ενισχυμένος συντονισμός με στόχο την ευρύτερη εναρμόνιση σε επίπεδο Ένωσης. Προς τούτο, ο Οργανισμός θα πρέπει να παρακολουθεί την απόδοση και τη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης με ελέγχους και επιθεωρήσεις, κατά περίπτωση, σε συνεργασία με τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης.

(22)

Στο πεδίο της ασφάλειας, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ο μέγιστος βαθμός διαφάνειας και αποτελεσματική ροή πληροφοριών. Είναι σημαντική και θα πρέπει να διεξαχθεί ανάλυση επιδόσεων, η οποία να βασίζεται σε ΚΔΑ και να συσχετίζει όλους τους παράγοντες του τομέα. Όσον αφορά τις στατιστικές, χρειάζεται στενή συνεργασία με την Eurostat.

(23)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι αρμόδιος για τη δημοσίευση έκθεσης ανά διετία, προκειμένου να παρακολουθείται η πρόοδος όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων. Δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και της αμεροληψίας του, ο Οργανισμός θα πρέπει επιπλέον να συντρέχει την Επιτροπή κατά την εκτέλεση του καθήκοντός της παρακολούθησης της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(24)

Θα πρέπει να ενισχυθεί η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και τα νέα επενδυτικά σχέδια που θα στηριχθούν από την Ένωση θα πρέπει να συνάδουν με τον στόχο της διαλειτουργικότητας που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Ο Οργανισμός είναι ο κατάλληλος φορέας για να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων αυτών και θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τους αρμόδιους φορείς της Ένωσης στην περίπτωση σχεδίων που αφορούν το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών. Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του ERTMS και τα έργα ERTMS, ο ρόλος του Οργανισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βοήθεια προς τον αιτούντα όσον αφορά την υλοποίηση έργων που συμμορφώνονται με την ΤΠΔ περί ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

(25)

Η συντήρηση του τροχαίου υλικού αποτελεί σημαντικό στοιχείο του συστήματος ασφάλειας. Επί του παρόντος δεν υπάρχει πραγματική ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της συντήρησης σιδηροδρομικού υλικού, ελλείψει συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει στην αύξηση του κόστους για τον τομέα και την εκτέλεση διαδρομών χωρίς φορτίο. Συνεπώς, θα πρέπει να αναπτυχθούν σταδιακά και να επικαιροποιηθούν οι κοινές προϋποθέσεις για την πιστοποίηση των εργαστηρίων συντήρησης και των οντοτήτων που είναι υπεύθυνες για τη συντήρηση οχημάτων εκτός των βαγονιών εμπορεύματος, θέμα για το οποίο ο Οργανισμός είναι ο καταλληλότερος φορέας που μπορεί να προτείνει ενδεδειγμένες λύσεις στην Επιτροπή.

(26)

Οι απαιτούμενες επαγγελματικές ικανότητες για τους μηχανοδηγούς αποτελούν μείζον στοιχείο τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων εντός της Ένωσης. Επιπλέον, οι επαγγελματικές ικανότητες συνιστούν και προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στον σιδηροδρομικό τομέα. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί εντός του υφιστάμενου πλαισίου για τον κοινωνικό διάλογο. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει την τεχνική υποστήριξη που είναι αναγκαία για να λαμβάνεται υπόψη το εν λόγω ζήτημα σε ενωσιακό επίπεδο.

(27)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας, των εθνικών φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων του σιδηροδρομικού τομέα που δρουν σε ενωσιακό επίπεδο, με σκοπό την προώθηση των ορθών πρακτικών, την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών και τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τους σιδηροδρόμους, και την παρακολούθηση των συνολικών επιδόσεων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος στον τομέα της ασφάλειας.

(28)

Για να διασφαλιστεί ο κατά το δυνατόν μέγιστος βαθμός διαφάνειας και η ισότιμη πρόσβαση όλων των μερών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα πρέπει το κοινό να έχει πρόσβαση στα μητρώα, όποτε είναι σκόπιμο, και τα έγγραφα που αφορούν τις διαδικασίες της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες, τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και τα λοιπά συναφή έγγραφα για τους σιδηροδρόμους. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικά, φιλικά προς τον χρήστη και εύκολα προσβάσιμα μέσα για την ανταλλαγή και τη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών, ιδίως μέσω κατάλληλων λύσεων ΤΠ, με σκοπό να βελτιωθεί η σχέση κόστους-αποδοτικότητας του σιδηροδρομικού συστήματος και να υποστηριχθούν οι επιχειρησιακές ανάγκες του τομέα.

(29)

Η προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας στον σιδηροδρομικό τομέα είναι σημαντική και θα πρέπει να την ενθαρρύνει ο Οργανισμός. Οποιαδήποτε χρηματοδοτική βοήθεια που χορηγείται προς τον σκοπό αυτό στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση της σχετικής αγοράς.

(30)

Για να αυξηθεί η αποδοτικότητα της χρηματοδοτικής στήριξης από την Ένωση, καθώς και η ποιότητα και η συμβατότητά της με τους σχετικούς τεχνικούς κανονισμούς, ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμετέχει δραστήρια στην αξιολόγηση των σιδηροδρομικών έργων.

(31)

Η ορθή και ενιαία κατανόηση της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, οι οδηγοί εφαρμογής και οι συστάσεις του Οργανισμού αποτελούν προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή του κεκτημένου στον σιδηροδρομικό τομέα και τη λειτουργία της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμετέχει δραστήρια στις σχετικές δραστηριότητες εκπαίδευσης και διασαφήνισης.

(32)

Λαμβανομένων υπόψη των νέων λειτουργιών του Οργανισμού σχετικά με τη χορήγηση εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας, θα υπάρξει σημαντική ανάγκη για δραστηριότητες κατάρτισης και δημοσίευσης στους εν λόγω τομείς. Θα πρέπει να προσκληθούν οι εθνικές αρχές ασφάλειας να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες κατάρτισης δωρεάν, όπου είναι εφικτό, ιδίως όταν συμμετείχαν στην προετοιμασία τους.

(33)

Προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντά του σωστά, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα και ανεξάρτητο προϋπολογισμό χρηματοδοτούμενο κυρίως από την Ένωση και με την καταβολή τελών και επιβαρύνσεων από τους αιτούντες. Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του Οργανισμού δεν θα πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο από οικονομικές συνεισφορές που λαμβάνει ο Οργανισμός από κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή άλλες οντότητες. Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Οργανισμού κατά τη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων και στο πλαίσιο των γνωμοδοτήσεων, των συστάσεων και των αποφάσεων που εκδίδει, η οργάνωση του Οργανισμού θα πρέπει να είναι διαφανής και ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να διαθέτει πλήρεις αρμοδιότητες. Το προσωπικό του Οργανισμού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο και να απασχολείται μέσω τόσο βραχυπρόθεσμων όσο και μακροπρόθεσμων συμβάσεων, ώστε να διατηρούνται η οργανωτική γνώση και η συνέχεια των δραστηριοτήτων του, καθώς και η απαραίτητη και συνεχής ανταλλαγή τεχνογνωσίας με τον σιδηροδρομικό τομέα. Στα έξοδα του Οργανισμού θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι δαπάνες για το προσωπικό και τις υποδομές, καθώς και οι διοικητικές και λειτουργικές δαπάνες, και, μεταξύ άλλων, το ποσό που καταβάλλεται στις εθνικές αρχές ασφάλειας για το έργο τους όσον αφορά τη διαδικασία έγκρισης οχημάτων και χορήγησης ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας, σύμφωνα με τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας και τους όρους της εκτελεστικής πράξης για τον καθορισμό τελών και επιβαρύνσεων.

(34)

Σε ό,τι αφορά την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, έχει πρωταρχική σημασία ο Οργανισμός να ενεργεί αμερόληπτα, να επιδεικνύει ακεραιότητα και να καθιερώσει υψηλά επαγγελματικά πρότυπα. Δεν θα πρέπει να γεννάται επ' ουδενί η υποψία ότι οι αποφάσεις ενδέχεται να επηρεάζονται από συμφέροντα που συγκρούονται με τον ρόλο του Οργανισμού ως φορέα που υπηρετεί ολόκληρη την Ένωση ή από ιδιωτικά συμφέροντα ή προσωπικές σχέσεις οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του Οργανισμού, οποιουδήποτε αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα ή οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή των τμημάτων προσφυγών που θα δημιουργούσαν ή είναι πιθανό να δημιουργήσουν σύγκρουση με αυτή καθαυτή την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να θεσπίσει ολοκληρωμένους κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων οι οποίοι θα καλύπτουν ολόκληρο τον Οργανισμό. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις που εκδόθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο της υπ' αριθ. 15 ειδικής του έκθεσης του 2012.

(35)

Για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εντός του Οργανισμού και προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα, θα πρέπει να θεσπιστεί δομή δύο επιπέδων διακυβέρνησης. Προς τούτο, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται σε διοικητικό συμβούλιο το οποίο διαθέτει τις απαραίτητες αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων κατάρτισης του προϋπολογισμού και έγκρισης του εγγράφου προγραμματισμού. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να παρέχει γενικούς προσανατολισμούς για τις δραστηριότητες του Οργανισμού και θα πρέπει να παρακολουθεί από πιο κοντά τις δραστηριότητες του Οργανισμού, με σκοπό να ενισχυθεί η εποπτεία διοικητικών και δημοσιονομικών θεμάτων. Θα πρέπει να συσταθεί ένα μικρότερου μεγέθους εκτελεστικό συμβούλιο με σκοπό την κατάλληλη προετοιμασία των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και τη στήριξη της διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους του. Οι εξουσίες του εκτελεστικού συμβουλίου θα πρέπει να καθορίζονται σε εντολή που θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο και θα πρέπει, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνουν γνωμοδοτήσεις και προσωρινές αποφάσεις με την επιφύλαξη τελικής έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο.

(36)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαφάνεια των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, θα πρέπει να παρίστανται στις συνεδριάσεις του εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων κλάδων, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Οι εκπρόσωποι των διαφόρων παραγόντων θα πρέπει να διορίζονται από την Επιτροπή, με κριτήριο τον βαθμό που αντιπροσωπεύουν, σε επίπεδο Ένωσης, τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές υποδομών, τον κλάδο των σιδηροδρομικών μεταφορών, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους επιβάτες και τους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών.

(37)

Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από τις αποφάσεις του Οργανισμού διαθέτουν το δικαίωμα απαίτησης των αναγκαίων αποζημιώσεων, οι οποίες θα πρέπει να επιδικάζονται κατά τρόπο ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Θα πρέπει να δημιουργηθεί κατάλληλος μηχανισμός προσφυγών ώστε να είναι δυνατή η προσφυγή κατά αποφάσεων του εκτελεστικού διευθυντή ενώπιον ειδικού τμήματος προσφυγών.

(38)

Σε περιπτώσεις διαφωνίας ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας σχετικά με τη χορήγηση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας ή εγκρίσεων οχημάτων, θα πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία διαιτησίας, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται υπό συνθήκες συντονισμού και συνεργασίας.

(39)

Μια ευρύτερη στρατηγική διάσταση όσον αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού θα διευκόλυνε τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των πόρων του κατά τρόπο αποτελεσματικότερο και θα συνέβαλλε στην υψηλότερη ποιότητα των αποτελεσμάτων του. Τούτο επιβεβαιώνεται και ενισχύεται από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (10). Συνεπώς, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει και να ενημερώνει τακτικά ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που να περιέχει τα ετήσια και πολυετή προγράμματα εργασιών, κατόπιν κατάλληλης διαβούλευσης με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους.

(40)

Όταν ανατίθεται ένα νέο καθήκον στον Οργανισμό σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος μετά την έγκριση του εγγράφου προγραμματισμού, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει, αν είναι απαραίτητο, να τροποποιεί το έγγραφο προγραμματισμού ώστε να περιληφθεί αυτό το νέο καθήκον, ύστερα από ανάλυση του αντίκτυπου που αυτό έχει, σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού και προϋπολογισμού, στους πόρους.

(41)

Οι εργασίες του Οργανισμού θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο ουσιαστικός έλεγχος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να γνωμοδοτεί σχετικά με το σχέδιο του πολυετούς μέρους του εγγράφου προγραμματισμού του Οργανισμού και να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε ακροάσεις τον εκτελεστικό διευθυντή του Οργανισμού και να λαμβάνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα.

(42)

Τα τελευταία έτη, με τη δημιουργία όλο και περισσότερων αποκεντρωμένων οργανισμών, έχουν βελτιωθεί η διαφάνεια και ο έλεγχος της διαχείρισης των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς αυτούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την εγγραφή των εισφορών στον προϋπολογισμό, τον δημοσιονομικό έλεγχο, την εξουσία χορήγησης απαλλαγής, τη συμμετοχή στο συνταξιοδοτικό καθεστώς και την εσωτερική διαδικασία του προϋπολογισμού (κώδικας συμπεριφοράς). Παρομοίως, ο κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) θα πρέπει να εφαρμόζεται άνευ περιορισμών στον Οργανισμό, ο οποίος θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (12).

(43)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να προωθεί ενεργά την ενωσιακή προσέγγιση της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων στις σχέσεις του με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες. Τούτο θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει, εντός των ορίων της αρμοδιότητας του Οργανισμού, τη διευκόλυνση της αμοιβαίας πρόσβασης ενωσιακών σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στις σιδηροδρομικές αγορές τρίτων χωρών και της πρόσβασης τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού της Ένωσης στα δίκτυα τρίτων χωρών.

(44)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την εξέταση των σχεδίων εθνικών κανόνων και των ισχυόντων εθνικών κανόνων, την παρακολούθηση των εθνικών αρχών ασφάλειας και των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τον καθορισμό του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών και τον προσδιορισμό των τελών και επιβαρύνσεων που έχει το δικαίωμα να επιβάλλει ο Οργανισμός, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(45)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η σύσταση εξειδικευμένου οργανισμού που θα αναλάβει την επεξεργασία κοινών λύσεων σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί μάλλον, λόγω του συλλογικού χαρακτήρα των εργασιών που θα εκτελούνται, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(46)

Είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του Οργανισμού η εφαρμογή ορισμένων αρχών σχετικά με τη διακυβέρνηση του Οργανισμού, ώστε να συμμορφώνεται με την κοινή δήλωση και την κοινή προσέγγιση που συμφωνήθηκαν από τη διοργανική ομάδα εργασίας για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ, τον Ιούλιο 2012, με σκοπό την απλούστευση των δραστηριοτήτων των οργανισμών και τη βελτίωση των επιδόσεών τους.

(47)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός»).

2.   Ο παρών κανονισμός προβλέπει:

α)

την ίδρυση και τα καθήκοντα του Οργανισμού·

β)

τα καθήκοντα των κρατών μελών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο παρών κανονισμός στηρίζει τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και ιδίως τους στόχους που αφορούν:

α)

τη διαλειτουργικότητα εντός του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797·

β)

την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798·

γ)

την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης που προβλέπεται στην οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

Άρθρο 2

Στόχοι του Οργανισμού

Στόχος του Οργανισμού είναι να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη και την αποτελεσματική λειτουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα, με την εγγύηση υψηλού επιπέδου ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, βελτιώνοντας παράλληλα την ανταγωνιστική θέση του σιδηροδρομικού τομέα. Ειδικότερα, ο Οργανισμός συμβάλλει στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας σε τεχνικά ζητήματα, με την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης για την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και την ενίσχυση του επιπέδου διαλειτουργικότητας στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα.

Περαιτέρω στόχοι του Οργανισμού είναι να παρακολουθεί την εκπόνηση εθνικών σιδηροδρομικών κανόνων, ώστε να υποστηρίζει τις επιδόσεις των εθνικών αρχών που δρουν στους τομείς της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων και να προωθεί τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών.

Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/798, ο Οργανισμός επιτελεί τον ρόλο ενωσιακής αρχής αρμόδιας για την έκδοση εγκρίσεων διάθεσης στην αγορά σιδηροδρομικών οχημάτων και τύπων οχημάτων, καθώς και για την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

Κατά την επιδίωξη των στόχων αυτών, ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης και τους ειδικούς περιορισμούς που αφορούν τις σιδηροδρομικές συνδέσεις με τρίτες χώρες.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Ο Οργανισμός αποτελεί φορέα της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός διαθέτει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το εθνικό τους δίκαιο. Δύναται, ειδικότερα, να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του.

4.   Ο Οργανισμός έχει την αποκλειστική ευθύνη για τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται.

Άρθρο 4

Είδη πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός δύναται:

α)

να απευθύνει συστάσεις προς την Επιτροπή, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 13, 15, 17, 19, 35, 36 και 37·

β)

να απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 34·

γ)

να διατυπώνει γνωμοδοτήσεις προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 και το άρθρο 42 και προς τις οικείες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τα άρθρα 10, 25 και 26·

δ)

να απευθύνει συστάσεις προς τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 4·

ε)

να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20, 21 και 22·

στ)

να εκδίδει γνωμοδοτήσεις που συνιστούν αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 19·

ζ)

να εκδίδει τεχνικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 19·

η)

να εκδίδει εκθέσεις ελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34·

θ)

να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλες μη δεσμευτικές πράξεις που διευκολύνουν την εφαρμογή της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων σύμφωνα με τα άρθρα 13, 19, 28, 32, 33 και 37.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 5

Δημιουργία και σύνθεση των ομάδων εργασίας και των ομάδων

1.   Ο Οργανισμός συστήνει περιορισμένο αριθμό ομάδων εργασίας για την κατάρτιση συστάσεων και, κατά περίπτωση, κατευθυντήριων γραμμών, ιδίως σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ»), τους κοινούς στόχους ασφάλειας («ΚΣΑ»), τις κοινές μεθόδους ασφάλειας («ΚΜΑ») και τη χρήση των κοινών δεικτών ασφάλειας («ΚΔΑ»).

Ο Οργανισμός δύναται να συστήνει ομάδες εργασίας σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 81 («επιτροπή») είτε με δική του πρωτοβουλία, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή.

Των ομάδων εργασίας προεδρεύει εκπρόσωπος του Οργανισμού.

2.   Οι ομάδες εργασίας απαρτίζονται από:

αντιπροσώπους που υποδεικνύονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας,

επαγγελματίες του σιδηροδρομικού τομέα που επέλεξε ο Οργανισμός από τον κατάλογο της παραγράφου 3. Ο Οργανισμός διασφαλίζει την επαρκή εκπροσώπηση των τομέων της βιομηχανίας και των χρηστών εκείνων που ενδεχομένως επηρεάζονται από μέτρα τα οποία δύναται να προτείνει η Επιτροπή βάσει των συστάσεων που της απευθύνει ο Οργανισμός. Ο Οργανισμός επιδιώκει, κατά το δυνατό, ισόρροπη γεωγραφική εκπροσώπηση.

Ο Οργανισμός δύναται, αν χρειάζεται, να προσθέτει στις ομάδες εργασίας ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και αντιπροσώπους διεθνών οργανισμών, αναγνωρισμένους ως ειδικούς στον οικείο τομέα. Το προσωπικό του Οργανισμού δεν επιτρέπεται να διορίζεται στις ομάδες εργασίας, με την εξαίρεση της προεδρίας των ομάδων εργασίας, η οποία ασκείται από εκπρόσωπο του Οργανισμού.

3.   Κάθε όργανο εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 διαβιβάζει στον Οργανισμό κατάλογο εμπειρογνωμόνων με τα καταλληλότερα προσόντα, οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να το εκπροσωπούν σε κάθε ομάδα εργασίας, και ενημερώνει τον κατάλογο σε περίπτωση τροποποιήσεων.

4.   Όταν οι εργασίες των εν λόγω ομάδων εργασίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες εργασίας, την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στον κλάδο, οι αντιπρόσωποι που ορίζουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο συμμετέχουν στις οικείες ομάδες εργασίας ως τακτικά μέλη.

5.   Ο Οργανισμός καλύπτει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των μελών των ομάδων εργασίας σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

6.   Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τα πορίσματα των εργασιών των ομάδων εργασίας όταν καταρτίζει τις συστάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Ο Οργανισμός συγκροτεί ομάδες για τους σκοπούς των άρθρων 24 και 29 και του άρθρου 38 παράγραφος 1.

8.   Ο Οργανισμός δύναται να συστήνει άλλες ομάδες σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 4 και σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής είτε με δική του πρωτοβουλία.

9.   Οι εργασίες των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων είναι διαφανείς. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ομάδων εργασίας και των ομάδων, καθώς και κανόνες διαφάνειας.

Άρθρο 6

Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 13, 15, 19 και 36 έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κοινωνικό περιβάλλον ή τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον κλάδο, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (15). Στις περιπτώσεις αυτές, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αντιδράσουν στις εν λόγω διαβουλεύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν εντός τριμήνου.

Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται προτού ο Οργανισμός απευθύνει τις συστάσεις του στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις εν λόγω διαβουλεύσεις και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνει η επιτροπή κλαδικού διαλόγου διαβιβάζονται από τον Οργανισμό, μαζί με τη σύσταση του Οργανισμού, στην Επιτροπή και από την Επιτροπή στην επιτροπή.

Άρθρο 7

Διαβούλευση με τους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και τους επιβάτες

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 19 έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και στους επιβάτες, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους, συμπεριλαμβανομένων όσων εκπροσωπούν άτομα με αναπηρίες και επιβάτες μειωμένης κινητικότητας. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι οργανώσεις αυτές μπορούν να αντιδράσουν στις εν λόγω διαβουλεύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν εντός τριμήνου.

Ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες πρέπει να διενεργούνται διαβουλεύσεις καταρτίζεται από την Επιτροπή με τη βοήθεια της επιτροπής.

Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται προτού ο Οργανισμός απευθύνει τις συστάσεις του στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις εν λόγω διαβουλεύσεις και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνουν οι φορείς διαβιβάζονται από τον Οργανισμό, μαζί με τη σύσταση του Οργανισμού, στην Επιτροπή και από την Επιτροπή στην επιτροπή.

Άρθρο 8

Εκτίμηση επιπτώσεων

1.   Ο Οργανισμός διενεργεί εκτίμηση αντίκτυπου όσον αφορά τις συστάσεις και τις γνωμοδοτήσεις που εκδίδει. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει μεθοδολογία της εκτίμησης αντίκτυπου βάσει της μεθοδολογίας της Επιτροπής. Ο Οργανισμός έρχεται σε επαφή με την Επιτροπή ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι σχετικές εργασίες της Επιτροπής. Ο Οργανισμός προσδιορίζει με σαφήνεια τόσο τις υποθέσεις που λαμβάνονται ως βάση για την εκτίμηση επιπτώσεων, όσο και τις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται στην έκθεση που συνοδεύει κάθε σύσταση.

2.   Πριν από την ένταξη δραστηριότητας στο έγγραφο προγραμματισμού που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 1, ο Οργανισμός διενεργεί προκαταρκτική εκτίμηση αντίκτυπου της εν λόγω δραστηριότητας, στην οποία αναφέρονται:

α)

το προς επίλυση ζήτημα και οι δυνατές λύσεις·

β)

ο βαθμός στον οποίο απαιτείται ειδική δράση, περιλαμβανομένης της υποβολής σύστασης ή έκδοσης γνωμοδότησης από τον Οργανισμό·

γ)

η αναμενόμενη συμβολή του Οργανισμού στην επίλυση του προβλήματος.

Κάθε δραστηριότητα και έργο, προτού ενταχθεί στο έγγραφο προγραμματισμού, υπόκειται σε ανάλυση αποδοτικότητας, μεμονωμένα και σε συνάρτηση προς τα υπόλοιπα, ώστε να αξιοποιούνται με τον βέλτιστο τρόπο ο προϋπολογισμός και οι πόροι του Οργανισμού.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να διενεργεί εκ των υστέρων αξιολόγηση της νομοθεσίας που βασίζεται στις συστάσεις του.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον Οργανισμό τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την εκτίμηση αντίκτυπου, εφόσον είναι διαθέσιμα.

Κατόπιν αιτήματος του Οργανισμού, οι αντιπροσωπευτικοί οργανισμοί παρέχουν στον Οργανισμό τα μη εμπιστευτικά δεδομένα που είναι αναγκαία για την εκτίμηση επιπτώσεων.

Άρθρο 9

Μελέτες

Εφόσον απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ο Οργανισμός αναθέτει μελέτες με συμμετοχή, κατά περίπτωση, των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων που αναφέρονται στο άρθρο 5 και χρηματοδοτεί τις εν λόγω μελέτες από τον προϋπολογισμό του.

Άρθρο 10

Γνώμες

1.   Ο Οργανισμός εκδίδει γνώμες, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων εθνικών ρυθμιστικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), ιδίως σχετικά με θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των υποθέσεων που έχουν περιέλθει σε γνώση τους.

2.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, σχετικά με τροποποιήσεις οποιασδήποτε πράξης που έχει εκδοθεί βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 ή της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, ιδίως όταν υπάρχουν ενδείξεις εικαζόμενης ανεπάρκειας.

3.   Όλες οι γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού, και ιδίως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εκδίδονται από αυτόν το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δύο μηνών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία με το αιτούν μέρος. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δημοσιοποιούνται από τον Οργανισμό εντός ενός μηνός από την έκδοσή τους, υπό μορφή από την οποία έχει εξαλειφθεί κάθε εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Επισκέψεις στα κράτη μέλη

1.   Για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ιδίως όσων προβλέπονται στα άρθρα 14, 20, 21, 25, 26, 31, 32, 33, 34, 35 και 42, και για να συνδράμει την Επιτροπή στην εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), μεταξύ άλλων ιδίως στην αξιολόγηση της ουσιαστικής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, ο Οργανισμός δύναται να πραγματοποιεί επισκέψεις στα κράτη μέλη σύμφωνα με την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τις διαδικασίες που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο.

2.   Κατόπιν διαβούλευσης με το οικείο κράτος μέλος, ο Οργανισμός το ενημερώνει εγκαίρως σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη, την ταυτότητα των εντεταλμένων υπαλλήλων του Οργανισμού που πρόκειται να πραγματοποιήσουν την επίσκεψη, καθώς και την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκεια της επίσκεψης. Οι εντεταλμένοι υπάλληλοι του Οργανισμού πραγματοποιούν τις επισκέψεις αφού παρουσιάσουν έγγραφη απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και οι στόχοι της επίσκεψής τους.

3.   Οι εθνικές αρχές των οικείων κρατών μελών διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού.

4.   Ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση για κάθε επίσκεψη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις επιθεωρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 7 και στο άρθρο 34 παράγραφος 6.

6.   Τα έξοδα μετακίνησης, διαμονής και εστίασης και λοιπά έξοδα του προσωπικού του Οργανισμού καλύπτονται από τον Οργανισμό.

Άρθρο 12

Υπηρεσία μιας στάσης

1.   Ο Οργανισμός καταρτίζει και διαχειρίζεται σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών με τουλάχιστον τις ακόλουθες λειτουργίες υπηρεσίας μιας στάσης:

α)

ενιαίο σημείο εισόδου, όπου ο αιτών υποβάλλει τους φακέλους του αίτησης για έγκριση τύπου, για εγκρίσεις οχημάτων για τη διάθεση στην αγορά και για ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας. Όταν η περιοχή χρήσης ή λειτουργίας περιορίζεται σε δίκτυο ή δίκτυα σε ένα μόνο κράτος μέλος, το ενιαίο σημείο εισόδου αναπτύσσεται έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι ο αιτών επιλέγει την αρχή που επιθυμεί να εξετάσει την αίτηση για την έκδοση εγκρίσεων ή ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας για ολόκληρη τη διαδικασία·

β)

κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών, που παρέχει στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις για εγκρίσεις και ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας, τα στάδια αυτών των διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών·

γ)

κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών, που παρέχει στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας πληροφορίες σχετικά με αιτήσεις για εγκρίσεις που χορηγήθηκαν από τον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και σχετικά με αιτήσεις εγκρίσεων παρατρόχιων υποσυστημάτων χειρισμού-ελέγχου και σηματοδότησης εξοπλισμένα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου των Τρένων (ETCS) και/ή το Παγκόσμιο Σύστημα Κινητών Επικοινωνιών για Σιδηροδρόμους (GSM-R), τα στάδια αυτών των διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τις αιτήσεις και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών·

δ)

ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σε θέση να εντοπίζει σε πρώιμο στάδιο τις ανάγκες συντονισμού μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τον Οργανισμό, όταν πρόκειται για διαφορετικές αιτήσεις για παρόμοιες εγκρίσεις ή ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας.

2.   Οι τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καταρτίζονται σε συνεργασία με το δίκτυο των εθνικών αρχών ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 38, βάσει σχεδίου που εκπονείται από τον Οργανισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-οφέλους. Σε αυτήν τη βάση, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές και σχέδιο για τη θέσπιση της υπηρεσίας μιας στάσης. Η υπηρεσία μιας στάσης αναπτύσσεται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και του απαιτούμενου επιπέδου εμπιστευτικότητας, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τις εφαρμογές ΤΠ και τα μητρώα που έχουν ήδη συσταθεί από τον Οργανισμό, όπως εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 37.

3.   Η υπηρεσία μιας στάσης αρχίζει να λειτουργεί το αργότερο έως τις 16 Ιουνίου 2019.

4.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις αιτήσεις που υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης, χρησιμοποιώντας ιδίως το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ). Σε περίπτωση υποβολής διαφορετικών αιτήσεων για παρόμοιες εγκρίσεις ή ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας, ο Οργανισμός διασφαλίζει κατάλληλη παρακολούθηση, όπως:

α)

ενημερώνει τον αιτούντα ή τους αιτούντες ότι υπάρχει και άλλη ή παρόμοια αίτηση για έγκριση ή πιστοποίηση·

β)

συντονίζεται με την αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τον Οργανισμό. Εάν δεν μπορεί να εξευρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση εντός ενός μηνός από την έναρξη της διαδικασίας συντονισμού, το θέμα παραπέμπεται προς διαιτησία στο τμήμα προσφυγών που αναφέρεται στα άρθρα 55, 61 και 62.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ

Άρθρο 13

Τεχνική υποστήριξη — συστάσεις σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τους κοινούς δείκτες ασφάλειας (ΚΔΑ), τις κοινές μεθόδους ασφάλειας (ΚΜΑ) και τους κοινούς στόχους ασφάλειας (ΚΣΑ) που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6 και 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός απευθύνει επίσης συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με την περιοδική αναθεώρηση των ΚΔΑ, των ΚΜΑ και των ΚΣΑ.

2.   Ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με άλλα μέτρα στον τομέα της ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία.

3.   Ο Οργανισμός εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βοηθήσει τις εθνικές αρχές ασφάλειας όσον αφορά την εποπτεία των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των διαχειριστών υποδομών και άλλων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

4.   Ο Οργανισμός δύναται να απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τις ΚΜΑ προκειμένου να ρυθμίσει οποιαδήποτε στοιχεία του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας που πρέπει να εναρμονισθούν σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

5.   Ο Οργανισμός δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλα μη δεσμευτικά έγγραφα προς διευκόλυνση της εφαρμογής της νομοθεσίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό εθνικών κανόνων που θα μπορούσαν να καταργηθούν μετά τη θέσπιση ή την αναθεώρηση των ΚΜΑ και κατευθυντήριες γραμμές για τη θέσπιση νέων εθνικών κανόνων ή την τροποποίηση των υφιστάμενων εθνικών κανόνων. Ο Οργανισμός δύναται επίσης να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και την πιστοποίηση ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων καταλόγων με παραδείγματα ορθών πρακτικών, ιδίως για τις διασυνοριακές μεταφορές και υποδομές.

Άρθρο 14

Ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας

Ο Οργανισμός εκδίδει, ανανεώνει, αναστέλλει και τροποποιεί τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και συνεργάζεται εν προκειμένω με τις εθνικές αρχές ασφάλειας, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 18 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Ο Οργανισμός περιορίζει ή ανακαλεί τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και συνεργάζεται εν προκειμένω με τις εθνικές αρχές ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 15

Συντήρηση οχημάτων

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή όσον αφορά το σύστημα πιστοποίησης των οντοτήτων που είναι αρμόδιες για τη συντήρηση σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

2.   Ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή για τους σκοπούς του άρθρου 14 παράγραφος 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

3.   Ο Οργανισμός αναλύει τυχόν εναλλακτικά μέτρα που αποφασίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και περιλαμβάνει το αποτέλεσμα της ανάλυσης στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο Οργανισμός στηρίζει και, κατόπιν αιτήματος, συντονίζει τις εθνικές αρχές ασφάλειας στην εποπτεία των οντοτήτων που έχουν επιφορτιστεί με τη συντήρηση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 16

Συνεργασία με εθνικούς φορείς διερεύνησης

Ο Οργανισμός συνεργάζεται με εθνικούς φορείς διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 22 παράγραφοι 1, 2, 5 και 7 και το άρθρο 26 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 17

Σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις εξελίξεις της νομοθεσίας που αφορά τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων κατά την έννοια της οδηγίας 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και, από κοινού με την Επιτροπή, διασφαλίζει ότι οι εξελίξεις αυτές συνάδουν με τη νομοθεσία για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ιδίως τις βασικές απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή και δύναται να απευθύνει συστάσεις κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική του πρωτοβουλία.

Άρθρο 18

Ανταλλαγή πληροφοριών για ατυχήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια

Ο Οργανισμός ενθαρρύνει την ανταλλαγή πληροφοριών για ατυχήματα, συμβάντα και αποσοβηθέντα ατυχήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα των σιδηροδρομικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών καταλήγει στην ανάπτυξη καλών πρακτικών σε επίπεδο κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 19

Τεχνική υποστήριξη στον τομέα της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός:

α)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις ΤΠΔ και την αναθεώρησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

β)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τα υποδείγματα για τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και για τα έγγραφα του τεχνικού φακέλου που πρέπει να τη συνοδεύουν, για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

γ)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις προδιαγραφές για τα μητρώα και την αναθεώρησή τους, για τους σκοπούς των άρθρων 47, 48 και 49 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

δ)

εκδίδει γνώμες που συνιστούν αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης όσον αφορά ελλείψεις των ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, και υποβάλλει τις εν λόγω γνώμες στην Επιτροπή·

ε)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, της απευθύνει γνώμες σχετικά με αιτήματα από κράτη μέλη για τη μη εφαρμογή των ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

στ)

εκδίδει τεχνικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ζ)

εκδίδει απόφαση έγκρισης πριν από κάθε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο υλικό ERTMS προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή του ERTMS στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

η)

εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την κατάρτιση και την πιστοποίηση του επιβαίνοντος προσωπικού που ασκεί καθήκοντα ασφάλειας·

θ)

εκδίδει λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τη θέσπιση προτύπων για τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης προς εκπλήρωση της εντολής που τους έχει αναθέσει η Επιτροπή·

ι)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας του συνόλου του προσωπικού που εκτελεί κρίσιμα για την ασφάλεια καθήκοντα·

ια)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τα εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία πρέπει να αναπτυχθούν από τους ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης και με τα πρότυπα που αφορούν εναλλάξιμα ανταλλακτικά, τα οποία δύνανται να βελτιώσουν τα επίπεδα διαλειτουργικότητας και ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης·

ιβ)

απευθύνει, εφόσον είναι απαραίτητο, συστάσεις προς την Επιτροπή σε σχέση με κρίσιμα για την ασφάλεια δομικά στοιχεία.

2.   Για την εκπόνηση των συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημεία α), β), γ), η), ια) και ιβ), ο Οργανισμός:

α)

μεριμνά για την προσαρμογή των ΤΠΔ και των προδιαγραφών για τα μητρώα στις τεχνικές εξελίξεις, στις τάσεις της αγοράς και στις κοινωνικές απαιτήσεις·

β)

μεριμνά για τον συντονισμό μεταξύ της εκπόνησης και επικαιροποίησης των ΤΠΔ και της εκπόνησης ευρωπαϊκών προτύπων που καθίστανται αναγκαία για τη διαλειτουργικότητα και διατηρεί τις δέουσες επαφές με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης·

γ)

συμμετέχει, εφόσον είναι απαραίτητο, ως παρατηρητής στις σχετικές ομάδες εργασίας που θεσπίζονται από αναγνωρισμένους οργανισμούς τυποποίησης.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλες μη δεσμευτικές πράξεις προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή της νομοθεσίας για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό των εθνικών κανόνων που θα μπορούσαν να καταργηθούν μετά τη θέσπιση ή την αναθεώρηση των ΤΠΔ.

4.   Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης στοιχείων διαλειτουργικότητας προς βασικές απαιτήσεις, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 20

Εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά οχημάτων

Ο Οργανισμός εκδίδει εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά σιδηροδρομικών οχημάτων και εξουσιοδοτείται να ανανεώνει, τροποποιεί, αναστέλλει και ανακαλεί τις εν λόγω εγκρίσεις που έχει εκδώσει. Προς τούτο, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 21

Εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά τύπων οχημάτων

Ο Οργανισμός εκδίδει εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά τύπων οχημάτων και εξουσιοδοτείται να ανανεώνει, τροποποιεί, αναστέλλει και ανακαλεί τις εν λόγω εγκρίσεις που έχει εκδώσει σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 22

Θέση σε λειτουργία παρατρόχιων υποσυστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης

Ο Οργανισμός, πριν από κάθε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο υλικό ERTMS, ελέγχει εάν οι τεχνικές λύσεις συμμορφώνονται πλήρως με τις σχετικές ΤΠΔ και, ως εκ τούτου, είναι πλήρως διαλειτουργικές και λαμβάνει απόφαση έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 23

Εφαρμογές τηλεματικής

1.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει τη συντονισμένη ανάπτυξη των τηλεματικών εφαρμογών στην Ένωση σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός διατηρεί, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τις σχετικές απαιτήσεις των υποσυστημάτων.

2.   Ο Οργανισμός καθορίζει, δημοσιεύει και εφαρμόζει τη διαδικασία διαχείρισης αιτημάτων για αλλαγές των προδιαγραφών για τις τηλεματικές εφαρμογές. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός συγκροτεί, τηρεί και ενημερώνει μητρώο των αιτήσεων για αλλαγές των προδιαγραφών αυτών και της κατάστασής τους, συνοδευόμενες με τις σχετικές αιτιολογήσεις.

3.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει και τηρεί τα τεχνικά εργαλεία για τη διαχείριση των διαφόρων εκδόσεων των προδιαγραφών των τηλεματικών εφαρμογών και επιδιώκει να διασφαλιστεί αναδρομική συμβατότητα.

4.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της εγκατάστασης των προδιαγραφών για τις τηλεματικές εφαρμογές σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ.

Άρθρο 24

Υποστήριξη κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει τις δραστηριότητες των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει ιδίως την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας προς χρήση στοιχείου διαλειτουργικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και κατευθυντήριων γραμμών για τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» που αναφέρεται στα άρθρα 10 και 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

2.   Ο Οργανισμός δύναται να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και, ιδίως, να αναλαμβάνει καθήκοντα τεχνικής γραμματείας για την ομάδα συντονισμού τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 25

Εξέταση σχεδίων εθνικών κανόνων

1.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη τους, ο Οργανισμός εξετάζει τα σχέδια εθνικών κανόνων που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Εάν είναι απαραίτητη η μετάφραση ή το σχέδιο εθνικού κανόνα είναι εκτεταμένο ή πολύπλοκο, ο Οργανισμός μπορεί να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία έως και τρεις επιπλέον μήνες, με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο Οργανισμός και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν από κοινού να επεκτείνουν περαιτέρω την εν λόγω προθεσμία.

Εντός αυτής της προθεσμίας, ο Οργανισμός ανταλλάσσει σχετικές πληροφορίες με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διαβουλεύεται κατά περίπτωση με τους σχετικούς ενδιαφερομένους και, εν συνεχεία, ενημερώνει το κράτος μέλος σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

2.   Όταν, μετά την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση, ο Οργανισμός θεωρεί ότι τα σχέδια εθνικών κανόνων καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, την τήρηση των ΚΜΑ και ΤΔΚ που βρίσκονται σε ισχύ και την επίτευξη των ΚΣΑ, καθώς και ότι δεν πρόκειται να επιφέρουν αυθαίρετες διακρίσεις ή συγκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θετική του αξιολόγηση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή δύναται να επικυρώνει τον κανόνα στο σύστημα πληροφορικής που αναφέρεται στο άρθρο 27. Εφόσον ο Οργανισμός δεν ενημερώσει την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με την αξιολόγησή του εντός διμήνου από τη λήψη του σχεδίου εθνικού κανόνα ή εντός της παράτασης της προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το κράτος μέλος μπορεί να προβεί στη θέσπιση του κανόνα με την επιφύλαξη του άρθρου 26.

3.   Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 εξέτασης είναι αρνητικό, ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και του ζητά να υποβάλει τη θέση του όσον αφορά την εν λόγω αξιολόγηση. Εάν, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ο Οργανισμός διατηρεί την αρνητική του αξιολόγηση, ο Οργανισμός, εντός το πολύ ενός μηνός:

α)

απευθύνει γνωμοδότηση στο οικείο κράτος μέλος στην οποία αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να μην τεθούν σε ισχύ και/ή να μην εφαρμόζονται· και

β)

ενημερώνει την Επιτροπή για την αρνητική του αξιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να μην τεθούν σε ισχύ και/ή να μην εφαρμόζονται.

Αυτό δεν θίγει το δικαίωμα του κράτους μέλους να εκδώσει νέο εθνικό κανόνα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 ή το άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

4.   Εντός δύο μηνών, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη θέση του επί της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 γνωμοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικού του σε περίπτωση διαφωνίας.

Εάν η παρεχόμενη αιτιολόγηση κριθεί ανεπαρκής ή εάν δεν δοθούν πληροφορίες σχετικά και εφόσον το κράτος μέλος εκδώσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη τη γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, απόφαση απευθυνόμενη στο οικείο κράτος μέλος καλώντας το να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

Άρθρο 26

Εξέταση ισχυόντων εθνικών κανόνων

1.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη τους, ο Οργανισμός εξετάζει τους εθνικούς κανόνες που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Εάν είναι απαραίτητη η μετάφραση ή ο εθνικός κανόνας είναι εκτεταμένος ή πολύπλοκος, ο Οργανισμός μπορεί να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία κατά έως και τρεις επιπλέον μήνες, με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο Οργανισμός και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν από κοινού να επεκτείνουν περαιτέρω την εν λόγω προθεσμία.

Εντός αυτής της προθεσμίας, ο Οργανισμός ανταλλάσσει σχετικές πληροφορίες με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και, εν συνεχεία, το ενημερώνει σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

2.   Όταν, μετά την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση, ο Οργανισμός κρίνει ότι οι εθνικοί κανόνες καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, την τήρηση των ΚΜΑ και ΤΠΔ που βρίσκονται σε ισχύ και την επίτευξη των ΚΣΑ, καθώς και ότι δεν πρόκειται να επιφέρουν αυθαίρετες διακρίσεις ή συγκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θετική του αξιολόγηση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή δύναται να επικυρώνει τον κανόνα στο σύστημα πληροφορικής που αναφέρεται στο άρθρο 27. Σε περίπτωση που ο Οργανισμός δεν ενημερώσει την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός διμήνου από τη λήψη των εθνικών κανόνων ή εντός της παράτασης της προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο κανόνας παραμένει σε ισχύ.

3.   Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 εξέτασης είναι αρνητικό, ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και του ζητά να υποβάλει τη θέση του όσον αφορά την εν λόγω αξιολόγηση. Εάν, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ο Οργανισμός διατηρεί την αρνητική του αξιολόγηση, ο Οργανισμός, εντός το πολύ ενός μηνός:

α)

εκδίδει γνωμοδότηση προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διευκρινίζοντας ότι ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρνητικής αξιολόγησης, καθώς και τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω κανόνας ή κανόνες θα πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν· και

β)

ενημερώνει την Επιτροπή για την αρνητική του αξιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν.

4.   Εντός δύο μηνών, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη θέση του επί της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 γνωμοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικού του σε περίπτωση διαφωνίας. Εάν η παρεχόμενη αιτιολόγηση κριθεί ανεπαρκής ή εάν δεν δοθούν πληροφορίες σχετικά, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, απόφαση απευθυνόμενη στο οικείο κράτος μέλος, καλώντας το να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4, στην περίπτωση επειγόντων προληπτικών μέτρων, όταν η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση καταλήξει σε αρνητική αξιολόγηση και εάν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει τροποποιήσει ή καταργήσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα εντός δύο μηνών από την παραλαβή της γνώμης του Οργανισμού, η Επιτροπή δύναται να λάβει απόφαση, μέσω εκτελεστικών πράξεων, με την οποία ζητεί από το κράτος μέλος να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

Σε περίπτωση θετικής αξιολόγησης από τον Οργανισμό και εάν ο εν λόγω εθνικός κανόνας έχει επίπτωση σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Οργανισμό και τα κράτη μέλη, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης των ΚΜΑ και ΤΠΔ, εφόσον είναι αναγκαίο.

6.   Η διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 εφαρμόζεται, κατ' αναλογία, στις περιπτώσεις που ο Οργανισμός ενημερώνεται ότι οποιοσδήποτε εθνικός κανόνας, είτε κοινοποιημένος είτε όχι, είναι περιττός, έρχεται σε σύγκρουση με τις ΚΜΑ, τους ΚΣΑ, τις ΤΠΔ ή οποιαδήποτε άλλο ενωσιακό νομοθέτημα στον τομέα των σιδηροδρόμων ή δημιουργεί αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ενιαία σιδηροδρομική αγορά.

Άρθρο 27

Σύστημα ΤΠ για σκοπούς κοινοποίησης και για την ταξινόμηση των εθνικών κανόνων

1.   Ο Οργανισμός διαχειρίζεται ειδικό σύστημα ΤΠ το οποίο περιέχει τους εθνικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 25 και 26 και τα αποδεκτά εθνικά μέσα συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 34) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Ο Οργανισμός τα καθιστά διαθέσιμα στα ενδιαφερόμενα μέρη προς διαβούλευση, κατά περίπτωση.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Οργανισμό και την Επιτροπή τους αναφερόμενους στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και στο άρθρο 26 παράγραφος 1 εθνικούς κανόνες μέσω του συστήματος πληροφορικής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Ο Οργανισμός δημοσιεύει τους κανόνες στο εν λόγω σύστημα ΤΠ, συμπεριλαμβανομένης της πορείας εξέτασής τους και όταν ολοκληρωθεί, του θετικού ή αρνητικού αποτελέσματος της αξιολόγησης, και χρησιμοποιεί το εν λόγω σύστημα ΤΠ για να ενημερώσει την Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26.

3.   Ο Οργανισμός πραγματοποιεί τεχνική εξέταση των ισχυόντων εθνικών κανόνων που αναφέρονται στη διαθέσιμη εθνική νομοθεσία, οι οποίοι, από τις 15 Ιουνίου 2016, απαριθμούνται στη βάση δεδομένων του των εγγράφων αναφοράς. Ο Οργανισμός ταξινομεί τους κοινοποιημένους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί το σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Ο Οργανισμός ταξινομεί τους κοινοποιημένους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 8 και το παράρτημα I της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της ενωσιακής νομοθεσίας. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός αναπτύσσει εργαλείο διαχείρισης κανόνων, προς χρήση από τα κράτη μέλη για την απλούστευση των οικείων συστημάτων εθνικών κανόνων. Ο Οργανισμός χρησιμοποιεί το σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου για τη δημοσίευση του εργαλείου διαχείρισης κανόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ (ERTMS)

Άρθρο 28

Αρχή συστήματος για το ERTMS

1.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει τη συντονισμένη ανάπτυξη του ERTMS εντός της Ένωσης σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός διατηρεί, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τις αντίστοιχες απαιτήσεις των υποσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών των ETCS και GSM-R.

2.   Ο Οργανισμός καθορίζει, δημοσιεύει και εφαρμόζει τη διαδικασία διαχείρισης αιτημάτων για αλλαγές στις προδιαγραφές του ERTMS. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός συγκροτεί, τηρεί και ενημερώνει μητρώο των αιτήσεων για αλλαγές στις προδιαγραφές του ERTMS και της πορείας εξέτασής τους, συνοδευόμενες από τις σχετικές αιτιολογήσεις.

3.   Η ανάπτυξη νέων εκδόσεων των τεχνικών προδιαγραφών του ERTMS δεν γίνεται εις βάρος του ρυθμού εγκατάστασης του ERTMS, της σταθερότητας των προδιαγραφών που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της παραγωγής εξοπλισμού ERTMS, της απόδοσης των επενδύσεων για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές υποδομών και τους κατόχους και του αποτελεσματικού προγραμματισμού της εγκατάστασης του ERTMS.

4.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει και διατηρεί τα τεχνικά εργαλεία για τη διαχείριση των διαφόρων εκδόσεων του ERTMS, με στόχο την εξασφάλιση τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ των δικτύων και των οχημάτων που είναι εξοπλισμένα με διαφορετικές εκδόσεις και την παροχή κινήτρων για την ταχεία και συντονισμένη εγκατάσταση των ισχυουσών εκδόσεων.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι μεταγενέστερες εκδόσεις του εξοπλισμού ERTMS είναι τεχνικώς συμβατές με τις προγενέστερες εκδόσεις.

6.   Ο Οργανισμός καταρτίζει και διαδίδει προς τα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές εγκατάστασης, καθώς και επεξηγηματική τεκμηρίωση για τις τεχνικές προδιαγραφές που διέπουν το ERTMS.

Άρθρο 29

Ομάδα ERTMS των κοινοποιημένων φορέων αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Ο Οργανισμός συστήνει και προεδρεύει της ομάδας ERTMS των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Η ομάδα ελέγχει κατά πόσον είναι συνεπής η εφαρμογή της διαδικασίας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας προς χρήση συγκεκριμένου στοιχείου διαλειτουργικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και των διαδικασιών επαλήθευσης «ΕΚ» που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και διενεργούνται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Ο Οργανισμός υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητες της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 ομάδας, μεταξύ άλλων με στατιστικά στοιχεία για την παρουσία αντιπροσώπων των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης στην ομάδα.

3.   Ο Οργανισμός αποτιμά την εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας και της διαδικασίας επαλήθευσης «ΕΚ» του εξοπλισμού ERTMS και, ανά διετία, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή στην οποία περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, συστάσεις για τυχόν βελτιώσεις.

Άρθρο 30

Συμβατότητα μεταξύ των εποχούμενων και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS

1.   Ο Οργανισμός αποφασίζει:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 21 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και πριν από τη χορήγηση έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά οχημάτων εξοπλισμένων με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, να παρέχει συμβουλές στους αιτούντες, εφόσον το ζητήσουν, σχετικά με την τεχνική συμβατότητα μεταξύ των εποχούμενων και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS·

β)

με την επιφύλαξη του άρθρου 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και κατόπιν της έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά οχήματος εξοπλισμένου με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, να παρέχει συμβουλές, κατόπιν αιτήματός τους, στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, προτού προχωρήσουν στη χρήση οχήματος εξοπλισμένου με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, σχετικά με τη λειτουργική συμβατότητα μεταξύ του εποχούμενου και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας.

2.   Όταν, προτού η εθνική αρχή ασφαλείας χορηγήσει έγκριση, ο Οργανισμός αντιληφθεί ή ενημερωθεί από τον αιτούντα μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 ότι σχέδιο ή προδιαγραφή έργου μεταβλήθηκε μετά τη χορήγηση έγκρισης από τον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και ότι υπάρχει κίνδυνος έλλειψης τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ του παρατρόχιου υποσυστήματος ERTMS και των οχημάτων που είναι εξοπλισμένα με ERTMS, συνεργάζεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων ο αιτών και η αρμόδια εθνική αρχή ασφαλείας, προκειμένου να εξευρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Εάν δεν μπορεί να εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός ενός μηνός από την έναρξη της διαδικασίας συντονισμού, το θέμα παραπέμπεται προς διαιτησία στο τμήμα προσφυγών.

3.   Όταν ο Οργανισμός διαπιστώσει, αφότου η εθνική αρχή ασφαλείας χορηγήσει έγκριση, ότι συντρέχει κίνδυνος έλλειψης τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ των σχετικών δικτύων και των οχημάτων που εφοδιάζονται με εξοπλισμό ERTMS, η εθνική αρχή ασφαλείας και ο Οργανισμός συνεργάζονται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να εξευρεθεί χωρίς καθυστέρηση μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές.

Άρθρο 31

Υποστήριξη της ανάπτυξης του ERTMS και των έργων ERTMS

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της εξάπλωσης του ERTMS σύμφωνα με το ισχύον ευρωπαϊκό σχέδιο εξάπλωσης. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, διευκολύνει τον συντονισμό της εξάπλωσης του ERTMS κατά μήκος των διευρωπαϊκών διαδρόμων μεταφορών και των σιδηροδρομικών εμπορευματικών διαδρόμων όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 913/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

2.   Ο Οργανισμός διασφαλίζει την τεχνική παρακολούθηση των χρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων για την εξάπλωση του ERTMS, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση και χωρίς αυτό να προκαλεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας, της ανάλυσης των τευχών δημοπράτησης κατά τον χρόνο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Επιπλέον, ο Οργανισμός επικουρεί, εάν χρειάζεται, τους δικαιούχους των εν λόγω κονδυλίων της Ένωσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τεχνικές λύσεις που υλοποιούνται στο πλαίσιο έργων συμμορφώνονται πλήρως με τις ΤΠΔ που αφορούν τον έλεγχο-χειρισμό και τη σηματοδότηση και, ως εκ τούτου, είναι πλήρως διαλειτουργικές.

Άρθρο 32

Διαπίστευση εργαστηρίων

1.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει, ιδίως παρέχοντας κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές στους φορείς διαπίστευσης, την εναρμονισμένη διαπίστευση των εργαστηρίων του ERTMS σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

2.   Ο Οργανισμός ενημερώνει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή σε περίπτωση μη συμμορφώσεων προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 σε σχέση με τη διαπίστευση των εργαστηρίων του ERTMS.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να συμμετέχει ως παρατηρητής στις αξιολογήσεις από ομοτίμους οι οποίες απαιτούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Άρθρο 33

Παρακολούθηση των επιδόσεων και της λήψης αποφάσεων των εθνικών αρχών ασφαλείας

1.   Προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί και να επικουρεί την Επιτροπή στην εκπλήρωση των καθηκόντων της βάσει της ΣΛΕΕ, ο Οργανισμός παρακολουθεί, με ελέγχους και επιθεωρήσεις, τις επιδόσεις και τη λήψη αποφάσεων των εθνικών αρχών ασφάλειας εξ ονόματος της Επιτροπής.

2.   Ο Οργανισμός δικαιούται να ελέγχει:

α)

την ικανότητα των εθνικών αρχών ασφάλειας να εκτελούν καθήκοντα σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων· και

β)

την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης από τις εθνικές αρχές ασφάλειας των συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας των διάφορων φορέων όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας, τις διαδικασίες και τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των ρυθμίσεων που αφορούν τη διαβούλευση με τα κράτη μέλη, πριν από τη δημοσίευση των πληροφοριών.

Ο Οργανισμός προάγει τη συμμετοχή στην ομάδα ελέγχου εξουσιοδοτημένων ελεγκτών από τις εθνικές αρχές ασφάλειας που δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Για τον σκοπό αυτόν, ο Οργανισμός καταρτίζει κατάλογο εξουσιοδοτημένων ελεγκτών στους οποίους παρέχει εκπαίδευση, εφόσον απαιτείται.

3.   Ο Οργανισμός εκπονεί εκθέσεις ελέγχου και τις αποστέλλει στην οικεία εθνική αρχή ασφάλειας, στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή. Κάθε έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει, συγκεκριμένα, κατάλογο των τυχόν ελλείψεων που έχει εντοπίσει ο Οργανισμός, καθώς και συστάσεις για βελτιώσεις.

4.   Εάν ο Οργανισμός θεωρεί ότι οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 ελλείψεις εμποδίζουν την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ο Οργανισμός συστήνει στην εθνική αρχή ασφάλειας τη λήψη κατάλληλων μέτρων εντός αμοιβαία συμφωνημένου χρονικού πλαισίου, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της έλλειψης. Το οικείο κράτος μέλος ενημερώνεται από τον Οργανισμό σχετικά με παρόμοια σύσταση.

5.   Όταν εθνική αρχή ασφάλειας διαφωνεί με τις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 συστάσεις του Οργανισμού ή δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 ή όταν εθνική αρχή ασφάλειας δεν απαντήσει παρά των σχετικών συστάσεων του Οργανισμού εντός τριών μηνών από τη λήψη της σύστασης, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή.

6.   Η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για το θέμα και ζητεί τη θέση του σχετικά με τη σύσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Εάν οι παρεχόμενες απαντήσεις κρίνονται ανεπαρκείς ή εάν δεν δοθεί απάντηση από το κράτος μέλος εντός τριμήνου μετά το αίτημα της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται εντός εξαμήνου να πραγματοποιήσει τις δέουσες ενέργειες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ως αποτέλεσμα του ελέγχου, εφόσον ενδείκνυται.

7.   Ο Οργανισμός δικαιούται επίσης να διενεργεί προαναγγελθείσες επιθεωρήσεις στις εθνικές αρχές ασφάλειας, προς επαλήθευση ειδικών τομέων των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας τους, και ιδίως για την επανεξέταση εγγράφων, διαδικασιών και μητρώων σχετικών με τα καθήκοντά τους που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798. Οι επιθεωρήσεις είναι δυνατόν να διενεργούνται επί τούτω ή σύμφωνα με σχέδιο που καταρτίζει ο Οργανισμός. Η διάρκεια επιθεώρησης δεν υπερβαίνει τις δύο ημέρες. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού. Ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή, το οικείο κράτος μέλος και την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας έκθεση για κάθε επιθεώρηση.

Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τη διαδικασία για την πραγματοποίηση των επιθεωρήσεων.

Άρθρο 34

Παρακολούθηση των κοινοποιημένων φορέων αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την παροχή συνδρομής προς τους φορείς διαπίστευσης και τις αρμόδιες εθνικές αρχές και με ελέγχους και επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 6.

2.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει την εναρμονισμένη διαπίστευση των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ιδίως με την παροχή κατάλληλων κατευθύνσεων στους φορείς διαπίστευσης σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης και τις διαδικασίες εκτίμησης του κατά πόσον οι κοινοποιημένοι οργανισμοί πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, μέσω της ευρωπαϊκής υποδομής διαπίστευσης που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

3.   Στην περίπτωση κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης που δεν είναι διαπιστευμένοι σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός δύναται να ελέγξει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τη διαδικασία για τη διενέργεια των ελέγχων.

4.   Ο Οργανισμός εκδίδει εκθέσεις ελέγχου που καλύπτουν τις αναφερόμενες στην παράγραφο 3 δραστηριότητες και τις αποστέλλει στους οικείους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή. Κάθε έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει, ιδίως, κατάλογο των τυχόν ελλείψεων που έχει εντοπίσει ο Οργανισμός, καθώς και συστάσεις για βελτιώσεις. Εάν ο Οργανισμός θεωρεί ότι οι ελλείψεις αυτές εμποδίζουν τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ο Οργανισμός εκδίδει σύσταση με την οποία ζητεί τη λήψη κατάλληλων μέτρων από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω κοινοποιημένος οργανισμός εντός αμοιβαία συμφωνημένου χρονικού πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της έλλειψης.

5.   Όταν ένα κράτος μέλος διαφωνεί με την αναφερόμενη στην παράγραφο 4 σύσταση ή δεν λαμβάνει τα δέοντα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 ή ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν απαντά παρά τη σχετική σύσταση του Οργανισμού εντός τριών μηνών από τη λήψη της σύστασης, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για το θέμα και ζητεί τη θέση του σχετικά με την προαναφερόμενη σύσταση. Εάν οι παρεχόμενες απαντήσεις κρίνονται ανεπαρκείς ή εάν δεν δοθεί απάντηση από το κράτος μέλος εντός τριμήνου μετά τη λήψη του αιτήματος της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση εντός εξαμήνου.

6.   Ο Οργανισμός δικαιούται να διενεργεί προαναγγελθείσες ή αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης για την επαλήθευση ειδικών τομέων των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας τους και ιδίως για την επανεξέταση εγγράφων, πιστοποιητικών και μητρώων σχετικών με τα καθήκοντά τους που αναφέρονται στο άρθρο 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Στην περίπτωση διαπιστευμένων φορέων, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τους οικείους εθνικούς φορείς διαπίστευσης. Στην περίπτωση μη διαπιστευμένων οργανισμών αξιολόγησης της συμβατότητας, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις οικείες εθνικές αρχές που έχουν αναγνωρίσει τους οικείους κοινοποιημένους οργανισμούς. Οι επιθεωρήσεις είναι δυνατόν να διενεργούνται επί τούτω ή σύμφωνα με την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τις διαδικασίες που καθορίζει ο Οργανισμός. Η διάρκεια επιθεώρησης δεν υπερβαίνει τις δύο ημέρες. Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού. Ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος έκθεση για κάθε επιθεώρηση.

Άρθρο 35

Παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός, από κοινού με τους εθνικούς φορείς διερεύνησης, συλλέγει δεδομένα σχετικά με ατυχήματα και συμβάντα, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή των εθνικών φορέων διερεύνησης στην ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

2.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις συνολικές επιδόσεις του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος ως προς την ασφάλεια. Ο Οργανισμός δύναται να ζητεί ιδίως τη συνδρομή των αναφερόμενων στο άρθρο 38 φορέων, μεταξύ άλλων, τη βοήθεια με τη μορφή της συλλογής δεδομένων και την πρόσβαση στα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός στηρίζεται επίσης στα στοιχεία που συγκεντρώνει η Eurostat και συνεργάζεται με αυτήν ώστε να αποφεύγεται η περιττή αλληλεπικάλυψη των εργασιών και να διασφαλίζεται η μεθοδολογική συνέπεια ανάμεσα στους ΚΔΑ και τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για τους άλλους τρόπους μεταφοράς.

3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός υποβάλλει συστάσεις για τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, ιδίως διευκολύνοντας τον συντονισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομής ή μεταξύ διαχειριστών υποδομής.

4.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την πρόοδο της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος. Υποβάλλει στην Επιτροπή και δημοσιεύει ανά διετία έκθεση σχετικά με την πρόοδο της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας στον ενιαίο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό χώρο.

5.   Ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση της υλοποίησης και της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα σιδηροδρόμων σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

6.   Ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή της Επιτροπής, παρέχει επισκόπηση του επιπέδου ασφάλειας και διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και θεσπίζει ειδικό εργαλείο προς τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΑΛΛΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 36

Προσωπικό των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός εκτελεί τα ενδεδειγμένα καθήκοντα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων, όπως αυτά καθορίζονται στα άρθρα 4, 22, 23, 25, 28, 33, 34, 35 και 37 της οδηγίας 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

2.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τον Οργανισμό να εκτελεί άλλα καθήκοντα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την οδηγία 2007/59/ΕΚ και να εκδίδει συστάσεις σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων που είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα ασφάλειας που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2007/59/ΕΚ.

3.   Ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για ζητήματα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων όσον αφορά τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 καθήκοντα. Ο Οργανισμός δύναται να προωθεί τη συνεργασία των εν λόγω αρχών, μεταξύ άλλων με την οργάνωση κατάλληλων συναντήσεων με τους αντιπροσώπους τους.

Άρθρο 37

Μητρώα και δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά

1.   Ο Οργανισμός συγκροτεί και τηρεί, κατά περίπτωση σε συνεργασία με τους αρμόδιους εθνικούς φορείς:

α)

το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

β)

το ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

2.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος για το σύνολο των μητρώων και των βάσεων δεδομένων που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797, την οδηγία (ΕΕ) 2016/798 και την οδηγία 2007/59/ΕΚ. Οι ενέργειές του στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

την εκπόνηση και την τήρηση των προδιαγραφών των μητρώων·

β)

τον συντονισμό των εξελίξεων στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μητρώα·

γ)

την παροχή καθοδήγησης σχετικά με τα μητρώα στους σχετικούς ενδιαφερόμενους·

δ)

την έκδοση συστάσεων προς την Επιτροπή σχετικά με βελτιώσεις των προδιαγραφών υφιστάμενων μητρώων, ενδεχομένως και με απλούστευση και διαγραφή των πλεοναζόντων πληροφοριακών στοιχείων, και τυχόν ανάγκη καθορισμού νέων, βάσει ανάλυσης κόστους-οφέλους.

3.   Ο Οργανισμός καθιστά διαθέσιμα στο κοινό τα ακόλουθα έγγραφα και μητρώα που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798:

α)

τις δηλώσεις επαλήθευσης υποσυστημάτων «ΕΚ»·

β)

τις δηλώσεις συμμόρφωσης στοιχείων διαλειτουργικότητας «ΕΚ» και τις δηλώσεις καταλληλότητας χρήσης στοιχείων διαλειτουργικότητας «ΕΚ»·

γ)

τις άδειες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 8 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

δ)

τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

ε)

τα πορίσματα ερευνών που αποστέλλονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

στ)

τους εθνικούς κανόνες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και το άρθρο 14 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ζ)

τα μητρώα οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, μεταξύ άλλων μέσω συνδέσμων με τα οικεία εθνικά μητρώα·

η)

τα μητρώα υποδομών, μεταξύ άλλων μέσω συνδέσμων με τα οικεία εθνικά μητρώα·

θ)

τα μητρώα που σχετίζονται με τις οντότητες που είναι αρμόδιες για τη συντήρηση και τους οργανισμούς πιστοποίησής τους·

ι)

το ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ια)

το μητρώο των αιτημάτων αλλαγών και προγραμματισμένων αλλαγών των προδιαγραφών του ERTMS, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

ιβ)

το μητρώο των αιτημάτων αλλαγών και προγραμματισμένων αλλαγών των ΤΠΔ γα τις τηλεπληροφορικές εφαρμογές για επιβατικές υπηρεσίες («TAP») και τις τηλεπληροφορικές εφαρμογές για μεταφορά φορτίων («TAF»), σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

ιγ)

το μητρώο σημάτων κατόχων οχημάτων που τηρεί ο Οργανισμός σύμφωνα με τις ΤΠΔ για τη διεξαγωγή και διαχείριση της κυκλοφορίας·

ιδ)

τις εκθέσεις ποιότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

4.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβίβαση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 συζητούνται και συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, με βάση σχέδιο που εκπονεί ο Οργανισμός.

5.   Όταν διαβιβάζονται τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί δύνανται να αναφέρουν ποια έγγραφα πρέπει να μην δημοσιοποιηθούν για λόγους ασφάλειας.

6.   Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των αδειών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου κοινοποιούν στον Οργανισμό κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση ή ανάκληση των εν λόγω αδειών, σύμφωνα με την οδηγία 2012/34/ΕΕ.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας που είναι αρμόδιες για την έκδοση των ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου κοινοποιούν στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση, περιορισμό ή ανάκληση των εν λόγω πιστοποιητικών.

7.   Ο Οργανισμός δύναται να περιλαμβάνει στη δημόσια βάση δεδομένων οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο ή σύνδεσμο που αφορά τους στόχους του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία δεδομένων.

Άρθρο 38

Συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας, των φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων

1.   Ο Οργανισμός συγκροτεί δίκτυο των εθνικών αρχών ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός παρέχει υπηρεσίες γραμματείας στο δίκτυο.

2.   Ο Οργανισμός επικουρεί τους φορείς διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των φορέων διερεύνησης, ο Οργανισμός παρέχει γραμματεία, η οποία οργανώνεται χωριστά από τις λειτουργίες στο πλαίσιο του Οργανισμού σχετικά με την πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και τις εγκρίσεις για τη διάθεση οχημάτων στην αγορά.

3.   Στόχοι της συνεργασίας μεταξύ των φορέων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι, ιδίως:

α)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων·

β)

η προώθηση ορθών πρακτικών και η διάδοση των σχετικών γνώσεων·

γ)

παροχή στον Οργανισμό δεδομένων για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, ιδίως δεδομένων σχετικά με τους ΚΔΑ.

Ο Οργανισμός διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και των εθνικών φορέων διερεύνησης, ιδίως με τη διεξαγωγή κοινών συνεδριάσεων.

4.   Ο Οργανισμός μπορεί να συγκροτήσει δίκτυο των αντιπροσωπευτικών φορέων του σιδηροδρομικού τομέα που δρουν σε επίπεδο Ένωσης. Ο κατάλογος των φορέων αυτών καθορίζεται από την Επιτροπή. Ο Οργανισμός δύναται να παρέχει υπηρεσίες γραμματείας στο δίκτυο. Τα καθήκοντα του δικτύου είναι ιδίως:

α)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων·

β)

η προώθηση ορθών πρακτικών και η διάδοση των σχετικών γνώσεων·

γ)

η παροχή στον Οργανισμό δεδομένων για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

5.   Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου δίκτυα και φορείς δύνανται διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των σχεδίων γνωμών που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

6.   Ο Οργανισμός δύναται να συγκροτήσει άλλα δίκτυα με φορείς ή αρχές που είναι αρμόδιες για μέρος του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

7.   Η Επιτροπή δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις των αναφερόμενων στο παρόν άρθρο δικτύων.

Άρθρο 39

Επικοινωνία και διάδοση

Ο Οργανισμός κοινοποιεί και διαδίδει στους σχετικούς ενδιαφερόμενους πληροφορίες σχετικά με το ενωσιακό πλαίσιο του δικαίου για τους σιδηρόδρομους και την ανάπτυξη προτύπων και καθοδήγησης σύμφωνα με τα σχετικά σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο βάσει σχεδίου εκπονηθέντος από τον Οργανισμό. Το διοικητικό συμβούλιο επικαιροποιεί τακτικά τα εν λόγω σχέδια βασιζόμενο σε ανάλυση των αναγκών.

Άρθρο 40

Έρευνα και προώθηση της καινοτομίας

1.   Ο Οργανισμός συμβάλλει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας βάσει της διαδικασίας του άρθρου 52 παράγραφος 4, σε ερευνητικές δραστηριότητες για τους σιδηρόδρομους σε επίπεδο Ένωσης, μεταξύ άλλων με την υποστήριξη των σχετικών υπηρεσιών της Επιτροπής και των αντιπροσωπευτικών φορέων. Η συμβολή αυτή παρέχεται με την επιφύλαξη άλλων ερευνητικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δύναται να αναθέσει στον Οργανισμό το καθήκον της προώθησης της καινοτομίας με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, ιδίως της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφορικής, πληροφοριών για τα δρομολόγια και συστημάτων παρακολούθησης και εντοπισμού.

Άρθρο 41

Παροχή συνδρομής στην Επιτροπή

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας με στόχο τη βελτίωση του επιπέδου διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων και την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης για την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

Η συνδρομή αυτή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει την παροχή τεχνικών συμβουλών σε ζητήματα για τα οποία απαιτείται ειδική τεχνογνωσία και τη συλλογή πληροφοριών μέσω των αναφερόμενων στο άρθρο 38 δικτύων.

Άρθρο 42

Συνδρομή στην αξιολόγηση σιδηροδρομικών έργων

Με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, εξετάζει, από άποψη ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, οποιοδήποτε έργο περιλαμβάνει τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση οποιουδήποτε υποσυστήματος για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για χρηματοδοτική στήριξη από την Ένωση.

Εντός περιόδου που συμφωνείται με την Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του έργου και τους διαθέσιμους πόρους, ο Οργανισμός γνωμοδοτεί σχετικά με το κατά πόσον το έργο συμμορφώνεται με τη σχετική νομοθεσία για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 43

Παροχή συνδρομής στα κράτη μέλη, τις υποψήφιες για ένταξη χώρες και τα ενδιαφερόμενα μέρη

1.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, των κρατών μελών, των υποψήφιων για ένταξη χωρών ή των αναφερόμενων στο άρθρο 38 δικτύων, ο Οργανισμός συμμετέχει σε δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες κατάλληλες δραστηριότητες σχετικά με την εφαρμογή και την επεξήγηση της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων και τα σχετικά προϊόντα του Οργανισμού, λόγου χάρη μητρώα, οδηγοί εφαρμογής και συστάσεις.

2.   Η φύση και η έκταση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων επιπτώσεων επί των πόρων, αποφασίζονται από το διοικητικό συμβούλιο και περιλαμβάνονται στο έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού. Οι δαπάνες της συνδρομής αναλαμβάνονται από τους αιτούντες, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά.

Άρθρο 44

Διεθνείς σχέσεις

1.   Στον βαθμό που είναι απαραίτητο για να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, ο Οργανισμός δύναται να ενισχύει τη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς βάσει συναπτόμενων συμφωνιών και να αναπτύσσει επαφές και να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές αρχές τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες για θέματα υπαγόμενα σε δραστηριότητες του Οργανισμού, προκειμένου να συμβαδίζει με τις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις και να διασφαλίζει την προαγωγή της νομοθεσίας και των προτύπων της Ένωσης για τους σιδηρόδρομους.

2.   Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ένωση και τα κράτη μέλη της και δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τις εν λόγω εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και διοικητικές αρχές τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις και συνεργασία συζητούνται εκ των προτέρων με την Επιτροπή και αποτελούν αντικείμενο εκθέσεων που υποβάλλονται τακτικά στην Επιτροπή. Οι διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις αυτές γνωστοποιούνται δεόντως στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει στρατηγική σχέσεων με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς σχετικά με ζητήματα για τα οποία είναι αρμόδιος ο Οργανισμός. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνεται στο έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού με προσδιορισμό των σχετικών πόρων.

Άρθρο 45

Συντονισμός σχετικά με ανταλλακτικά

Ο Οργανισμός συμβάλλει στον εντοπισμό πιθανών εναλλάξιμων ανταλλακτικών που πρέπει να τυποποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των κύριων διεπαφών για τέτοιου είδους ανταλλακτικά. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός δύναται να συστήσει ομάδα εργασίας για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των σχετικών συμφεροντούχων και δύναται να καθιερώσει επαφές με ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης. Ο Οργανισμός υποβάλλει κατάλληλες συστάσεις στην Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 46

Δομή διοίκησης και διαχείρισης

Η δομή διοίκησης και διαχείρισης του Οργανισμού περιλαμβάνει:

α)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 51·

β)

εκτελεστικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 53·

γ)

εντεταλμένο διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 54·

δ)

ένα ή περισσότερα τμήματα προσφυγών, τα οποία ασκούν τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στα άρθρα 58 έως 62.

Άρθρο 47

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής, καθένας εκ των οποίων έχει δικαίωμα ψήφου.

Το διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει επίσης έξι αντιπροσώπους χωρίς δικαίωμα ψήφου, οι οποίοι εκπροσωπούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα εξής ενδιαφερόμενα μέρη:

α)

τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις·

β)

τους διαχειριστές υποδομής·

γ)

τη σιδηροδρομική βιομηχανία·

δ)

τις συνδικαλιστικές οργανώσεις·

ε)

τους επιβάτες·

στ)

τους πελάτες των εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών.

Για καθένα από τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή ορίζει έναν αντιπρόσωπο και έναν αναπληρωτή βάσει καταλόγου τεσσάρων ονομάτων που υποβάλλουν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές οργανώσεις.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κριτήριο τις γνώσεις τους σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες του Οργανισμού, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ικανοτήτων τους στη διαχείριση, τη διοίκηση και την κατάρτιση προϋπολογισμού. Όλα τα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζουν την εναλλαγή των αντιπροσώπων τους στο διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέχεια του έργου του διοικητικού συμβουλίου. Όλα τα μέρη στοχεύουν στην επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης και των δύο φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους που αντικαθιστούν τα μέλη κατά την απουσία τους.

4.   Η θητεία των μελών είναι τετραετής και ανανεώσιμη.

5.   Όταν χρειάζεται, η συμμετοχή αντιπροσώπων τρίτων χωρών και οι προϋποθέσεις για την εν λόγω συμμετοχή καθορίζονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 75.

Άρθρο 48

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει, με την πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, πρόεδρο από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών και αναπληρωτή πρόεδρο από τα μέλη του.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο σε περίπτωση που ο πρόεδρος αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Η θητεία του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τετραετής και ανανεώσιμη άπαξ. Ωστόσο, εάν παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει επίσης αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

Άρθρο 49

Συνεδριάσεις

1.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου διεξάγονται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του και συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού συμμετέχει στις συνεδριάσεις, εκτός εάν η συμμετοχή του ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τον πρόεδρο, ή εάν το διοικητικό συμβούλιο πρόκειται να λάβει απόφαση σχετικά με το άρθρο 70, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο θ).

Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε άτομο η γνώμη του οποίου μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, προκειμένου να παραστεί ως παρατηρητής σε συγκεκριμένα σημεία της ημερήσιας διάταξης συνεδριάσεών του.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επίσης συνεδριάζει με πρωτοβουλία του προέδρου ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, της πλειονότητας των μελών του ή του ενός τρίτου των αντιπροσώπων των κρατών μελών στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Όταν ανακύπτει θέμα εμπιστευτικότητας ή σύγκρουσης συμφερόντων, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να εξετάσει συγκεκριμένα σημεία της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία των ενδιαφερομένων μελών. Αυτό δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών και της Επιτροπής να εκπροσωπούνται από τα αναπληρωματικά μέλη ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου ορίζονται λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή αυτής της διάταξης.

Άρθρο 50

Ψηφοφορία

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

Άρθρο 51

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Για να εξασφαλίζεται η εκτέλεση των καθηκόντων του Οργανισμού, το διοικητικό συμβούλιο:

α)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Οργανισμού κατά το προηγούμενο έτος και την αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιοποιεί·

β)

εγκρίνει σε ετήσια βάση, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής και σύμφωνα με το άρθρο 52, το έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού·

γ)

εγκρίνει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό του Οργανισμού και ασκεί άλλα καθήκοντα σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10·

δ)

καθορίζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκ μέρους του εντεταλμένου διευθυντή·

ε)

θεσπίζει πολιτική, μεθόδους εργασίας και διαδικασίες σχετικά με τις επισκέψεις, τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις δυνάμει των άρθρων 11, 33 και 34·

στ)

καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό του·

ζ)

εγκρίνει και επικαιροποιεί τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 39·

η)

με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ασκεί έναντι του προσωπικού του Οργανισμού τις εξουσίες που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» και «καθεστώς λοιπού προσωπικού»), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (23) στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή αντίστοιχα·

θ)

λαμβάνει δεόντως τεκμηριωμένες αποφάσεις αναφορικά με την άρση ασυλίας σύμφωνα προς το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 για τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

ι)

υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή τους κανόνες εφαρμογής για τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, εφόσον διαφέρουν από εκείνους που θεσπίζονται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ια)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και, κατά περίπτωση, παρατείνει τη θητεία του ή τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 68·

ιβ)

διορίζει τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 53·

ιγ)

εγκρίνει εντολή για τα καθήκοντα του εκτελεστικού συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 53·

ιδ)

εκδίδει τις αποφάσεις που σχετίζονται με τις ρυθμίσεις του άρθρου 75 παράγραφος 2·

ιε)

διορίζει και παύει τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 55 και το άρθρο 56 παράγραφος 4·

ιστ)

εκδίδει απόφαση στην οποία καθορίζονται κανόνες για την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 69·

ιζ)

καθορίζει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία είναι ανάλογη των κινδύνων απάτης, λαμβανομένης υπόψη ανάλυσης κόστους-οφέλους των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν·

ιη)

μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, ελέγχοντας ότι ο εκτελεστικός διευθυντής αναλαμβάνει τις κατάλληλες δράσεις·

ιθ)

θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και των τμημάτων προσφυγών και τους συμμετέχοντες στις ομάδες εργασίας και τις ομάδες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, καθώς και το λοιπό προσωπικό που δεν υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τις δηλώσεις συμφερόντων και, κατά περίπτωση, για την περίοδο μετά την έξοδο από την υπηρεσία·

κ)

εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και τον κατάλογο με τα κύρια στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμφωνίες συνεργασίας που πρόκειται να συναφθούν μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 76·

κα)

εγκρίνει πρότυπο πλαίσιο για τον οικονομικό επιμερισμό των τελών και επιβαρύνσεων που καταβάλλουν οι αιτούντες τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2, για τους σκοπούς των άρθρων 14, 20 και 21·

κβ)

θεσπίζει τις διαδικασίες για τη συνεργασία του Οργανισμού και του προσωπικού του σε εθνικές δικαστικές διαδικασίες·

κγ)

εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων, καθώς και κλίμακες για τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των μελών τους κατά το άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 9·

κδ)

διορίζει παρατηρητή μεταξύ των μελών του, προκειμένου να παρακολουθεί τη διαδικασία επιλογής της Επιτροπής για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή·

κε)

θεσπίζει κατάλληλους κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 1 (24), σύμφωνα προς τους κανόνες περί ψηφοφορίας που ορίζονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του άρθρου 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους, με την οποία αναθέτει στον εντεταλμένο διευθυντή τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και ορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να ανασταλεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών. Ο εκτελεστικός διευθυντής εξουσιοδοτείται να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω αρμοδιότητες. Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εν λόγω περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών.

Κατά την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, όταν είναι αναγκαίο σε άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, να αποφασίσει να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση των εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εντεταλμένο διευθυντή και των εξουσιών τις οποίες έχει μεταβιβάσει ο εκτελεστικός διευθυντής και να ασκεί το ίδιο τις εν λόγω εξουσίες ή να τις αναθέσει σε μέλος του ή σε μέλος του προσωπικού, πλην του εκτελεστικού διευθυντή. Το μέλος στο οποίο ανατίθενται οι εξουσίες αυτές παρουσιάζει έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εν λόγω μεταβίβαση εξουσιών.

Άρθρο 52

Έγγραφα προγραμματισμού

1.   Το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού εγκρίνει έως την 30ή Νοεμβρίου κάθε έτους το έγγραφο προγραμματισμού που περιέχει ετήσια και πολυετή προγράμματα, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, και το διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και τα αναφερόμενα στο άρθρο 38 δίκτυα. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών καθορίζει τις ενέργειες που θα εκτελέσει ο Οργανισμός στη διάρκεια του επόμενου έτους.

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις προσήκουσες διαδικασίες που θα εφαρμόζονται για την έγκριση του εγγράφου προγραμματισμού, περιλαμβανομένης και της διαβούλευσης με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους.

2.   Το έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εάν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του εγγράφου προγραμματισμού, ότι διαφωνεί με το έγγραφο αυτό, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, εντός διμήνου, σε δεύτερη ανάγνωση είτε με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου, συμπεριλαμβανομένων όλων των αντιπροσώπων της Επιτροπής, είτε με ομοφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

3.   Στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού προσδιορίζονται οι στόχοι κάθε δραστηριότητας. Κατά κανόνα, κάθε δραστηριότητα συνδέεται με σαφήνεια με τους δημοσιονομικούς και ανθρώπινους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεσή της, σύμφωνα με τις αρχές της κατάρτισης προϋπολογισμού και διαχείρισης βάσει δραστηριοτήτων και τη διαδικασία έγκαιρης εκτίμησης επιπτώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.

4.   Όταν ανατίθεται στον Οργανισμό νέο καθήκον, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί, εάν απαιτείται, το εγκεκριμένο έγγραφο προγραμματισμού. Η συμπερίληψη του εν λόγω νέου καθήκοντος υπόκειται σε ανάλυση των επιπτώσεών του στο ανθρώπινο δυναμικό και στον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 και είναι δυνατόν να υπόκειται σε απόφαση αναβολής άλλων καθηκόντων.

5.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, συμπεριλαμβανομένων των στόχων, των αναμενόμενων αποτελεσμάτων και των δεικτών απόδοσης. Καθορίζει επίσης τον προγραμματισμό των πόρων, συμπεριλαμβανομένου του πολυετούς προϋπολογισμού και του προγραμματισμού ανθρώπινων πόρων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να γνωμοδοτήσει σχετικά με το σχέδιο του πολυετούς προγράμματος εργασιών.

Ο προγραμματισμός των πόρων ενημερώνεται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως δε σύμφωνα με την έκβαση της αξιολόγησης και επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Άρθρο 53

Εκτελεστικό συμβούλιο

1.   Το διοικητικό συμβούλιο επικουρείται από εκτελεστικό συμβούλιο.

2.   Το εκτελεστικό συμβούλιο προετοιμάζει αποφάσεις προς έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο. Όταν είναι απαραίτητο, για λόγους επείγουσας ανάγκης, λαμβάνει ορισμένες προσωρινές αποφάσεις εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως σε διοικητικά ζητήματα και θέματα που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό, εφόσον λάβει εντολή από το διοικητικό συμβούλιο.

Μαζί με το διοικητικό συμβούλιο, το εκτελεστικό συμβούλιο μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και τις συστάσεις που προκύπτουν από έρευνες της OLAF και τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, μεταξύ άλλων με τις κατάλληλες ενέργειες του εκτελεστικού διευθυντή.

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού διευθυντή, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 54, το εκτελεστικό συμβούλιο επικουρεί και συμβουλεύει τον εκτελεστικό διευθυντή στην εφαρμογή των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να ενισχύεται η εποπτεία της διοικητικής διεύθυνσης και της διαχείρισης του προϋπολογισμού.

3.   Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τα ακόλουθα μέλη:

α)

τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου·

β)

τέσσερις από τους άλλους εκπροσώπους των κρατών μελών στο διοικητικό συμβούλιο· και

γ)

έναν από τους εκπροσώπους της Επιτροπής στο διοικητικό συμβούλιο.

Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί ως πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου.

Οι τέσσερις εκπρόσωποι των κρατών μελών και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τις σχετικές τους δεξιότητες και την πείρα τους. Κατά τον διορισμό τους, το διοικητικό συμβούλιο επιδιώκει την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Η θητεία των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου είναι ίδια με τη θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο λάβει απόφαση για βραχύτερη θητεία.

5.   Το εκτελεστικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες και, ει δυνατόν, όχι λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου συγκαλεί επιπλέον συνεδριάσεις κατόπιν αιτήματος των μελών του ή του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό του εκτελεστικού συμβουλίου, ενημερώνεται τακτικά για τις εργασίες του εκτελεστικού συμβουλίου και έχει πρόσβαση στα έγγραφά του.

Άρθρο 54

Καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο Οργανισμός διοικείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του, ο οποίος είναι εντελώς ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για τις δραστηριότητές του.

2.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου ή του εκτελεστικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβερνήσεις ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3.   Όταν του ζητηθεί, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Οργανισμού και εκδίδει αποφάσεις, συστάσεις, γνωμοδοτήσεις και άλλες επίσημες πράξεις του Οργανισμού.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διοικητική διεύθυνση του Οργανισμού και την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Συγκεκριμένα, ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για:

α)

την καθημερινή διοίκηση του Οργανισμού·

β)

την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο·

γ)

την κατάρτιση του εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

δ)

την εφαρμογή του εγγράφου προγραμματισμού και, στο μέτρο του δυνατού, την ανταπόκριση σε αιτήματα της Επιτροπής για παροχή συνδρομής σε σχέση με τα καθήκοντα του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ε)

την κατάρτιση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης σχετικά με τις δραστηριότητες του Οργανισμού, η οποία περιλαμβάνει τη δήλωση του διατάκτη που αναφέρει κατά πόσον έχει εύλογη βεβαιότητα σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 και το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση·

στ)

τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, ιδίως την έκδοση των εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και τη δημοσίευση εντολών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο Οργανισμός λειτουργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ζ)

την καθιέρωση αποτελεσματικού συστήματος παρακολούθησης που επιτρέπει τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του Οργανισμού με τους επιχειρησιακούς στόχους του και την καθιέρωση συστήματος τακτικής αξιολόγησης που να ανταποκρίνεται σε αναγνωρισμένα επαγγελματικά πρότυπα·

η)

την κατάρτιση, σε ετήσια βάση, σχεδίου γενικής έκθεσης βάσει των συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο·

θ)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 64 και την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 65·

ι)

τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την παρακολούθηση των εργασιών των δικτύων των εθνικών αρχών ασφάλειας, των φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 38·

ια)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης με βάση τα συμπεράσματα των εσωτερικών ή των εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και των αξιολογήσεων, καθώς και των ερευνών της OLAF, και την υποβολή στην Επιτροπή έκθεσης προόδου δύο φορές κατ' έτος και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο·

ιβ)

την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και οποιωνδήποτε άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, εάν εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εάν ενδείκνυται, μέσω αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων·

ιγ)

τη χάραξη στρατηγικής του Οργανισμού για την καταπολέμηση της απάτης και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

ιδ)

την κατάρτιση του σχεδίου οικονομικού κανονισμού του Οργανισμού, ο οποίος εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 66, και των εκτελεστικών κανόνων του·

ιε)

τη σύναψη, εκ μέρους του Οργανισμού, συμφωνιών συνεργασίας με τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 76.

Άρθρο 55

Σύσταση και σύνθεση των τμημάτων προσφυγών

1.   Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο Οργανισμός συστήνει ένα ή περισσότερα τμήματα προσφυγών αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγών και διαιτησίας που αναφέρονται στα άρθρα 58 και 61.

2.   Κάθε τμήμα προσφυγών απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και δύο άλλα μέλη. Όταν απουσιάζουν ή σε περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων, τα εν λόγω πρόσωπα αντιπροσωπεύονται από αναπληρωτές.

3.   Η σύσταση και η σύνθεση εκάστου τμήματος προσφυγών αποφασίζεται κατά περίπτωση. Εναλλακτικώς, ένα τμήμα προσφυγών μπορεί να συσταθεί ή ως μόνιμο όργανο για θητεία κατά μέγιστον τετραετή. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

α)

η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο εμπειρογνωμόνων με τα κατάλληλα προσόντα βάσει των σχετικών ικανοτήτων και της εμπειρίας τους, χρησιμοποιώντας ανοικτή διαδικασία επιλογής·

β)

το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο, τα λοιπά μέλη και τους αναπληρωτές τους από τον κατάλογο του στοιχείου α). Όταν το τμήμα προσφυγών δεν συστήνεται ως μόνιμο όργανο, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της προσφυγής ή της διαιτησίας και αποφεύγει οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 57.

4.   Το τμήμα προσφυγών δύναται να ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο να διορίσει δύο επιπρόσθετα μέλη και τους αναπληρωτές τους από τον αναφερόμενο στην παράγραφο 3 στοιχείο α) κατάλογο, όταν κρίνει ότι το απαιτεί η φύση της προσφυγής.

5.   Κατόπιν προτάσεως του Οργανισμού και κατόπιν διαβούλευσης με το διοικητικό συμβούλιο, η Επιτροπή καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό των τμημάτων προσφυγών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ψηφοφορίας, των διαδικασιών για την άσκηση προσφυγής και των προϋποθέσεων επιστροφής των εξόδων των μελών τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 3.

6.   Τα τμήματα προσφυγών μπορούν να ζητούν τη γνώμη εμπειρογνωμόνων των οικείων κρατών μελών, ιδίως προκειμένου να διευκρινίζεται η σχετική εθνική νομοθεσία, κατά την αρχική φάση εξέτασης της διαδικασίας.

Άρθρο 56

Μέλη των τμημάτων προσφυγών

1.   Σε περίπτωση μόνιμου τμήματος προσφυγών, η θητεία των μελών και των αναπληρωτών του περιορίζεται σε περίοδο τεσσάρων ετών και δύναται να ανανεωθεί άπαξ. Στις λοιπές περιπτώσεις, η θητεία περιορίζεται στη διάρκεια της προσφυγής ή της διαιτησίας.

2.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών είναι ανεξάρτητα από όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην προσφυγή ή τη διαιτησία και δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλα καθήκοντα εντός του Οργανισμού. Κατά τις συσκέψεις και τις αποφάσεις τους, δεν δεσμεύονται από εντολές και δεν υπόκεινται σε καμία σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν ανήκουν στο προσωπικό του Οργανισμού και αμείβονται για την πραγματική συμμετοχή τους σε συγκεκριμένη προσφυγή ή διαιτησία.

4.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν να ανακαλούνται στη διάρκεια της θητείας τους, εκτός και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για μια τέτοια ανάκληση και το διοικητικό συμβούλιο λάβει απόφαση προς τούτο.

5.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν είναι δυνατόν να διαγράφονται από τον κατάλογο των εμπειρογνωμόνων με τα κατάλληλα προσόντα στη διάρκεια της θητείας τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι προς τούτο και η Επιτροπή λάβει σχετική απόφαση.

Άρθρο 57

Αποκλεισμός και εξαίρεση

1.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν δύνανται να συμμετέχουν στην εκδίκαση προσφυγής ή διαιτησίας στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι διαδίκου ή εάν συνέπραξαν στη λήψη της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

2.   Όταν ένα μέλος τμήματος προσφυγών θεωρεί ότι το ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο μέλος δεν αρμόζει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής ή διαιτησίας, για οποιονδήποτε από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 λόγους ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, το εν λόγω μέλος ενημερώνει το τμήμα προσφυγών, το οποίο αποφασίζει για τον αποκλεισμό του σχετικού προσώπου βάσει των κανόνων που θεσπίζει το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 1 στοιχείο ιθ).

3.   Κάθε διάδικος της διαδικασίας προσφυγής ή διαιτησίας δύναται να εκφράσει αντιρρήσεις, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 55 παράγραφος 5, σχετικά με κάθε μέλος του τμήματος προσφυγών για οποιονδήποτε από τους λόγους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή αν το εν λόγω μέλος εγείρει υπόνοια μεροληψίας. Η εξαίρεση δεν επιτρέπεται να βασίζεται στην ιθαγένεια του ενδιαφερόμενου μέλους.

4.   Η αντίρρηση κατά την παράγραφο 3 είναι παραδεκτή μόνο αν υποβληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών ή, σε περίπτωση που τα στοιχεία που αιτιολογούν την αντίρρηση γίνουν γνωστά μετά την έναρξη της διαδικασίας, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό του τμήματος προσφυγών. Η αντίρρηση κοινοποιείται στο οικείο μέλος του τμήματος προσφυγών, το οποίο δηλώνει εάν συμφωνεί να αποκλειστεί. Εάν δεν συμφωνεί, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται εντός των προβλεπομένων στον εσωτερικό κανονισμό του προθεσμιών ή, σε περίπτωση που το μέλος δεν απαντήσει, μετά τη λήξη της προθεσμίας που του έχει δοθεί για να απαντήσει.

5.   Τα τμήματα προσφυγών αποφασίζουν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους. Για τους σκοπούς της λήψης της απόφασης αυτής, το οικείο μέλος αντικαθίσταται στο τμήμα προσφυγών από τον αναπληρωτή του. Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνεται για τις αποφάσεις που λαμβάνει το τμήμα προσφυγών.

Άρθρο 58

Προσφυγές κατά αποφάσεων και παραλείψεων

1.   Είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον τμήματος προσφυγών κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20, 21 και 22 ή εάν ο Οργανισμός δεν ενεργήσει εντός των ισχυουσών προθεσμιών, μετά την ολοκλήρωση της προδικαστικής αναθεώρησης που αναφέρεται στο άρθρο 60.

2.   Η προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων μερών, το τμήμα προσφυγών δύναται να αποφασίσει ότι η συγκεκριμένη προσφυγή πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εφόσον κρίνει ότι οι περιστάσεις, όπως οι επιπτώσεις για την ασφάλεια, το επιτρέπουν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών αιτιολογεί την απόφασή του.

Άρθρο 59

Πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή, προθεσμία και τύπος

1.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά απόφασης του Οργανισμού που του απευθύνεται σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21, ή που το αφορά άμεσα και προσωπικά ή αν ο Οργανισμός δεν ενεργήσει εντός των προθεσμιών που ισχύουν.

2.   Η προσφυγή, μαζί με το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της, υποβάλλεται εγγράφως στον Οργανισμό σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 5, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση του μέτρου στον ενδιαφερόμενο ή, εάν το μέτρο δεν κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, εντός δύο μηνών από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του εν λόγω μέτρου.

Προσφυγές που αφορούν την παράλειψη απόφασης υποβάλλονται εγγράφως στον Οργανισμό εντός δύο μηνών από την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο σχετικό άρθρο.

Άρθρο 60

Προδικαστική αναθεώρηση

1.   Εάν ο Οργανισμός κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφαση ή την παράλειψη που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1. Αυτό δεν ισχύει εφόσον η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή θίγει άλλο διάδικο που ενέχεται στις διαδικασίες της προσφυγής.

2.   Αν η απόφαση δεν διορθωθεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή της προσφυγής, ο Οργανισμός αποφασίζει αμέσως αν θα αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης και παραπέμπει την προσφυγή σε ένα από τα τμήματα προσφυγών.

Άρθρο 61

Διαδικασία διαιτησίας

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και μιας ή περισσότερων εθνικών αρχών ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 7 και το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 10 παράγραφος 7 και το άρθρο 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, το οικείο τμήμα προσφυγών ενεργεί ως διαιτητής, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης εθνικής αρχής ασφάλειας ή των ενδιαφερόμενων εθνικών αρχών ασφάλειας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών αποφασίζει εάν θα συμφωνήσει με τη θέση του Οργανισμού.

Άρθρο 62

Εξέταση και εκδίκαση προσφυγών και διαιτησία

1.   Το τμήμα προσφυγών αποφασίζει εντός τριών μηνών από την υποβολή της προσφυγής αν θα εγκρίνει ή θα απορρίψει την εν λόγω προσφυγή. Όταν εξετάζει προσφυγή ή ενεργεί ως διαιτητής, το τμήμα προσφυγών ενεργεί εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του. Καλεί τους διαδίκους, όποτε απαιτείται, να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Η ακρόαση των διαδίκων στη διαδικασία προσφυγής είναι δυνατόν να πραγματοποιείται προφορικά.

2.   Όσον αφορά τη διαιτησία, ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική του απόφαση βάσει των διαδικασιών του άρθρου 21 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και του άρθρου 10 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

3.   Σε περίπτωση που το τμήμα προσφυγών κρίνει βάσιμους τους λόγους άσκησης της προσφυγής, παραπέμπει την υπόθεση στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική απόφασή του σύμφωνα με τα πορίσματα του τμήματος προσφυγών και αιτιολογεί την εν λόγω απόφαση. Ο Οργανισμός ενημερώνει αναλόγως τους διαδίκους της διαδικασίας προσφυγής.

Άρθρο 63

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ακύρωση αποφάσεων του Οργανισμού, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 14, 20 και 21, ή για παράλειψη δράσης εντός των χρονικών ορίων που ισχύουν επιτρέπεται μόνο αφού εξαντληθούν όλες οι διαδικασίες προσφυγής εντός του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 58.

2.   Ο Οργανισμός λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 64

Προϋπολογισμός

1.   Καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για κάθε οικονομικό έτος, που συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα του Οργανισμού συνίστανται σε:

α)

συνεισφορά από την Ένωση και επιδοτήσεις από οργανισμούς της Ένωσης·

β)

συνεισφορές τρίτων χωρών που συμμετέχουν στο έργο του Οργανισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 75·

γ)

τέλη που καταβάλλουν οι αιτούντες και οι κάτοχοι των πιστοποιητικών και εγκρίσεων που εκδίδει ο Οργανισμός σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21·

δ)

επιβαρύνσεις για τις δημοσιεύσεις, την εκπαίδευση και κάθε άλλη υπηρεσία που παρέχει ο Οργανισμός·

ε)

οποιαδήποτε εθελοντική χρηματοδοτική συνεισφορά κρατών μελών, τρίτων χωρών ή άλλων φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεισφορά αυτή είναι διαφανής, σημειώνεται με σαφήνεια στον προϋπολογισμό και δεν θίγει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του Οργανισμού.

3.   Οι δαπάνες του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού και διοίκησης και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

4.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

5.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε σχέδιο που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή σύμφωνα με την αρχή της κατάρτισης προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων, καταρτίζει κατάσταση προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. Το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου, το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει στην Επιτροπή την εν λόγω κατάσταση προβλέψεων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται προσχέδιο οργανογράμματος.

6.   Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την κατάσταση προβλέψεων, μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες όσον αφορά το οργανόγραμμα και το ύψος της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, καταθέτει δε το προσχέδιο αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 314 ΣΛΕΕ, μαζί με περιγραφή και αιτιολόγηση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της κατάστασης προβλέψεων του Οργανισμού και της επιδότησης από τον γενικό προϋπολογισμό.

8.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για τη συνεισφορά στον Οργανισμό. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα του Οργανισμού.

9.   Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Προσαρμόζεται δεόντως, όταν είναι αναγκαίο.

10.   Για κάθε έργο σχετικό με ακίνητα που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Οργανισμού εφαρμόζεται το άρθρο 203 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

Άρθρο 65

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Έως την 1η Μαρτίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος του Οργανισμού κοινοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

3.   Έως την 31η Μαρτίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο, συνοδευόμενους από έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Η έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς κατ' εφαρμογή του άρθρου 287 ΣΛΕΕ. Δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, ο υπόλογος καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής τούς υποβάλλει προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού.

6.   Έως την 1η Ιουλίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο τους οριστικούς λογαριασμούς, μαζί με τη γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί του Οργανισμού δημοσιεύονται.

8.   Έως την 30ή Σεπτεμβρίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

10.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 66

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, εκτός εάν η εν λόγω απόκλιση απαιτείται ρητά για τη λειτουργία του Οργανισμού και η Επιτροπή έχει δώσει προηγουμένως τη συναίνεσή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 67

Γενικές διατάξεις

1.   Στο προσωπικό του Οργανισμού εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 51 παράγραφος 1 στοιχείο ι), οι εκτελεστικοί κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, περιλαμβανομένων των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Ο Οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα, μεταξύ άλλων μέσω στρατηγικών κατάρτισης και πρόληψης, για την οργάνωση των υπηρεσιών του με τρόπο που να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 68

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση αξιοκρατικά κριτήρια, τεκμηριωμένες διοικητικές και διαχειριστικές δεξιότητες και τις σχετικές γνώσεις και την πείρα του στον τομέα των μεταφορών, από κατάλογο τριών τουλάχιστον υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, ύστερα από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης κενής θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλες εκδόσεις, όπως απαιτείται. Προτού ληφθεί η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο παρατηρητής που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κδ) υποβάλει έκθεση με θέμα τη διαδικασία.

Για τη σύναψη της σύμβασης πρόσληψης του εκτελεστικού διευθυντή, ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

Προτού διοριστεί, ο επιλεγμένος από το διοικητικό συμβούλιο υποψήφιος είναι δυνατόν να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Στο τέλος της περιόδου αυτής, η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού διευθυντή και των μελλοντικών καθηκόντων και προκλήσεων του Οργανισμού.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που λαμβάνει υπόψη την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 αξιολόγηση, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για μέγιστη περίοδο πέντε ετών.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή. Στη διάρκεια του μήνα πριν από την εν λόγω παράταση, είναι δυνατόν να κληθεί ο εκτελεστικός διευθυντής να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

6.   Εκτελεστικός διευθυντής η θητεία του οποίου έχει παραταθεί δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει σε άλλη διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση μετά την εν λόγω παράταση της θητείας.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής επιτρέπεται να παυθεί των καθηκόντων του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των μελών του.

Άρθρο 69

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

Ο Οργανισμός δύναται να χρησιμοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή λοιπό προσωπικό μη απασχολούμενο στον Οργανισμό σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων ή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Με την επιφύλαξη των κανόνων που ορίζονται στη σχετική απόφαση της Επιτροπής περί απόσπασης εθνικών εμπειρογνωμόνων η οποία εφαρμόζεται στον Οργανισμό, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει απόφαση με την οποία καθορίζονται οι κανόνες για την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων και για τους σχετικούς περιορισμούς σε περιπτώσεις όπου υφίσταται το ενδεχόμενο υπονόμευσης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των εθνικών εμπειρογνωμόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 70

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στον Οργανισμό και το προσωπικό του.

Άρθρο 71

Συμφωνία για την έδρα και συνθήκες λειτουργίας

1.   Όταν δεν έχουν ακόμα τεθεί σε εφαρμογή ή δεν έχουν ακόμα παρασχεθεί με γραπτή συμφωνία οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση του Οργανισμού στο κράτος μέλος υποδοχής και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να τεθούν στη διάθεσή του από το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό του Οργανισμού και τα μέλη των οικογενειών τους, συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού και του κράτους μέλους υποδοχής επί του συνόλου αυτών των στοιχείων, σύμφωνα με την έννομη τάξη του κράτους μέλους υποδοχής και μετά την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, και το αργότερο στις 16 Ιουνίου 2017. Η συμφωνία αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή συμφωνίας σχετικά με την έδρα.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 72

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, κάθε ζημία που προξενούν οι υπηρεσίες ή οι υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις διαφορές οι οποίες αφορούν τις αποζημιώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 73

Συνεργασία με τις εθνικές δικαστικές αρχές

Σε περίπτωση εθνικών δικαστικών διαδικασιών όπου ενέχεται ο Οργανισμός λόγω άσκησης των καθηκόντων του σύμφωνα με το άρθρο 19 και το άρθρο 21 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 10 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, ο Οργανισμός και το προσωπικό του συνεργάζονται με τις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις προσήκουσες διαδικασίες που θα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κβ).

Άρθρο 74

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Για τον Οργανισμό ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1. Εφόσον απαιτείται, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

Εφόσον το ζητήσει μέλος του διοικητικού συμβουλίου, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ομοφωνία.

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών στο έργο του Οργανισμού

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 44, ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συμμετοχή τρίτων χωρών, ιδίως των χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας, των χωρών που καλύπτονται από την πολιτική διεύρυνσης και των χωρών της ΕΖΕΣ που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση σύμφωνα με τις οποίες οι οικείες χώρες έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο ή ισοδύναμα εθνικά μέτρα, στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ.

2.   Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο Οργανισμός και οι οικείες τρίτες χώρες συνομολογούν ρυθμίσεις για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη συμμετοχή των εν λόγω τρίτων χωρών στις εργασίες του Οργανισμού, ιδίως όσον αφορά τη φύση και την έκταση της εν λόγω συμμετοχής. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν διατάξεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά και το προσωπικό. Είναι δυνατόν να προβλέπουν εκπροσώπηση των οικείων τρίτων χωρών στο διοικητικό συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο Οργανισμός υπογράφει τις ρυθμίσεις αφού λάβει τη συναίνεση της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 76

Συνεργασία με εθνικές αρχές και φορείς

1.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 14, 20 και 21, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κ).

2.   Οι συμφωνίες συνεργασίας μπορεί να είναι ειδικές συμφωνίες ή συμφωνίες-πλαίσια και να αφορούν μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας. Οι εν λόγω συμφωνίες περιέχουν αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων και των όρων των παραδοτέων, καθορίζουν τις προθεσμίες παράδοσής τους και προσδιορίζουν τον τρόπο επιμερισμού των τελών που οφείλει να καταβάλει ο αιτών μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας. Ο εν λόγω επιμερισμός λαμβάνει υπόψη το πρότυπο-πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κα).

3.   Οι συμφωνίες συνεργασίας μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν ειδικές συμφωνίες συνεργασίας στην περίπτωση δικτύων που απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη λόγω γεωγραφικών ή ιστορικών λόγων, με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους για τον αιτούντα. Στην περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης, αυτές οι ειδικές συμφωνίες συνεργασίας είναι δυνατό να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων.

4   Στην περίπτωση των εν λόγω κρατών μελών τα σιδηροδρομικά δίκτυα των οποίων έχουν εύρος σιδηροτροχιάς που είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης και έχουν πανομοιότυπες τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις με τις γειτονικές τρίτες χώρες, η πολυμερής συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει όλες τις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ασφάλειας στα εν λόγω κράτη μέλη όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και στο άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

5.   Οι συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται προτού ο Οργανισμός εκτελέσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4.

6.   Ο Οργανισμός δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με άλλες εθνικές αρχές και αρμόδιους φορείς όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 14, 20 και 21.

7.   Οι συμφωνίες συνεργασίας ισχύουν με την επιφύλαξη της συνολικής ευθύνης του Οργανισμού για την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21.

8.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να εργαστούν από κοινού και να ανταλλάξουν τις βέλτιστες πρακτικές σε σχέση με την εφαρμογή της οδηγίας (EE) 2016/797 και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 77

Διαφάνεια

1.   Στα έγγραφα που είναι στην κατοχή του Οργανισμού εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

Έως τις 16 Ιουνίου 2017, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

2.   Ο Οργανισμός δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του τις συστάσεις, τις γνωμοδοτήσεις, τις μελέτες, τις εκθέσεις και τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αντίκτυπου που εκπονεί, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 και αφού αφαιρεθούν όλου του εμπιστευτικού υλικού από αυτόν.

3.   Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών της δομής διαχείρισης και της διοικητικής δομής του Οργανισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 46.

Για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τον Οργανισμό εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

4.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο Οργανισμός παρέχει αποτελεσματικές, φιλικές προς τον χρήστη και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες στον δικτυακό τόπο του σχετικά με τις διαδικασίες της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, καθώς και σχετικά με άλλα συναφή έγγραφα για τους σιδηροδρόμους.

Άρθρο 78

Κανόνες ασφάλειας για την προστασία διαβαθμισμένων ή ευαίσθητων πληροφοριών

Ο Οργανισμός εφαρμόζει τις αρχές που περιλαμβάνονται στους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και ευαίσθητων, μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, ως έχουν στην απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (28). Οι αρχές αυτές καλύπτουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την ανταλλαγή, την επεξεργασία και την αποθήκευση τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 79

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Προκειμένου να διευκολύνει την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, ο Οργανισμός προσχωρεί, έως τις 16 Δεκεμβρίου 2016, στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και, με τη χρήση του προτύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας, υιοθετεί τις κατάλληλες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζόμενους του Οργανισμού.

2.   Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία ελέγχου, βάσει δικαιολογητικών εγγράφων και επιτόπου, όλων των δικαιούχων επιχορηγήσεων, αντισυμβαλλομένων και υπεργολάβων που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από τον Οργανισμό.

3.   Η OLAF δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2013 και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 (29) του Συμβουλίου, για να διαπιστώσει εάν έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε απάτη, δωροδοκία ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον Οργανισμό.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης του Οργανισμού περιέχουν διατάξεις με τις οποίες παρέχεται ρητώς στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF η εξουσία διενέργειας των εν λόγω ελέγχων και ερευνών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 80

Εκτελεστικές πράξεις που αφορούν τα τέλη και τις επιβαρύνσεις

1.   Η Επιτροπή, βάσει των αρχών που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που ορίζουν:

α)

τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Οργανισμό, ιδίως κατ' εφαρμογή των άρθρων 14, 20, 21 και 22· και

β)

τους όρους πληρωμής.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 3.

2.   Τέλη και επιβαρύνσεις επιβάλλονται:

α)

για την έκδοση και ανανέωση εγκρίσεων διάθεσης στην αγορά οχημάτων και τύπων οχημάτων·

β)

για την έκδοση και την ανανέωση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας·

γ)

για την παροχή υπηρεσιών· τα σχετικά τέλη και οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος της συγκεκριμένης παρεχόμενης υπηρεσίας·

δ)

για την έκδοση αποφάσεων έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Τέλη και επιβαρύνσεις μπορούν να επιβάλλονται για τη διαδικασία προσφυγής.

Όλα τα τέλη και οι επιβαρύνσεις εκφράζονται και είναι πληρωτέα σε ευρώ.

Τα τέλη και οι επιβαρύνσεις καθορίζονται με τρόπο διαφανή, δίκαιο και ομοιόμορφο, λαμβάνοντας υπόψη την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού τομέα. Δεν επιφέρουν περιττές οικονομικές επιβαρύνσεις στους αιτούντες. Λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, οι ειδικές ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της δυνατότητας διαχωρισμού των πληρωμών σε περισσότερες δόσεις και φάσεις.

Τα τέλη για την έκδοση της απόφασης για την έγκριση καθορίζονται με τρόπο αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στάδια της διαδικασίας έγκρισης για παρατρόχια έργα ERTMS, καθώς και το φόρτο εργασίας που απαιτείται για κάθε στάδιο. Ο επιμερισμός των τελών προσδιορίζεται με σαφήνεια στους λογαριασμούς.

Ορίζονται εύλογες προθεσμίες για την καταβολή των τελών και των επιβαρύνσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προθεσμίες για τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας (EE) 2016/797 και στο άρθρο 10 της οδηγίας (EE) 2016/798.

3.   Το ύψος των τελών και των επιβαρύνσεων ορίζεται σε επίπεδο που να διασφαλίζει ότι τα σχετικά έσοδα επαρκούν για την πλήρη κάλυψη του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των σχετικών δαπανών που προκύπτουν από τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφοι 2 και 3. Στο κόστος αυτό συνυπολογίζονται ιδίως όλες οι δαπάνες του Οργανισμού για το προσωπικό που συμμετέχει στις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των κατ' αναλογία των συνταξιοδοτικών εισφορών του εργοδότη. Σε περίπτωση που εξακριβώνεται επανειλημμένα μεγάλη ανισορροπία επειδή τα τέλη και οι επιβαρύνσεις δεν καλύπτουν την παροχή των υπηρεσιών, το επίπεδο των τελών και επιβαρύνσεων αναθεωρείται. Τα εν λόγω τέλη και επιβαρύνσεις θεωρούνται έσοδα του Οργανισμού.

Κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών και των επιβαρύνσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:

α)

την περιοχή λειτουργίας που προσδιορίζεται στα πιστοποιητικά·

β)

την περιοχή χρήσης των εγκρίσεων· και

γ)

τον τύπο και την έκταση των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Άρθρο 81

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 51 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 82

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Το αργότερο στις 16 Ιουνίου 2020 και ανά πενταετία στη συνέχεια, η Επιτροπή αναθέτει αξιολόγηση, ιδίως, των επιπτώσεων, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του Οργανισμού και των εργασιακών πρακτικών του, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές εργασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις απόψεις και τις συστάσεις των σχετικών συμφεροντούχων, περιλαμβανομένων και των εθνικών αρχών ασφάλειας, των εκπροσώπων του τομέα των σιδηροδρόμων, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων καταναλωτών. Η αξιολόγηση καλύπτει, ιδίως, τυχόν ανάγκη τροποποίησης της εντολής του Οργανισμού και τις χρηματοδοτικές επιπτώσεις τυχόν τροποποίησης.

2.   Έως τις 16 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή, προκειμένου να προσδιορίσει αν απαιτούνται βελτιώσεις, εκτιμά τη λειτουργία του διττού συστήματος για την έγκριση οχημάτων και την πιστοποίηση ασφάλειας, την υπηρεσία μιας στάσης και την εναρμονισμένη εφαρμογή του ERTMS στην Ένωση.

3.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης, καθώς και τα συμπεράσματά της επί της έκθεσης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

4.   Με κάθε δεύτερη αξιολόγηση, εκτιμούνται επίσης τα αποτελέσματα που επιτυγχάνει ο Οργανισμός λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά του.

Άρθρο 83

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο Οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004, όσον αφορά κάθε κυριότητα, συμφωνία, νομική υποχρέωση, σύμβαση απασχόλησης, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 47, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που έχουν διοριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 πριν από τις 15 Ιουνίου 2016 παραμένουν στη θέση τους ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου έως την ημερομηνία λήξης της θητείας τους, με την επιφύλαξη του δικαιώματος εκάστου κράτους μέλους να διορίζει νέο εκπρόσωπο.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 54, ο εκτελεστικός διευθυντής που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 παραμένει στη θέση του έως την ημερομηνία λήξης της θητείας του.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 67, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης που ισχύουν στις 15 Ιουνίου 2016 εξακολουθούν να ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους.

4.   Ο Οργανισμός εκτελεί τα καθήκοντά του σχετικά με την πιστοποίηση και την έγκριση σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21 και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 22 το αργότερο από τις 16 Ιουνίου 2019, με την επιφύλαξη του άρθρου 54 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και του άρθρου 31 παράγραφος 3 της οδηγίας (EE) 2016/798.

Άρθρο 84

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 καταργείται.

Άρθρο 85

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 10ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ C 56 της 12.2.2016, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44).

(5)  Οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος (ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (κανονισμός για τον Οργανισμό) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 1).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων (βλέπε σ. 44 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων (βλέπε σ. 102 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, περί των προσανατολισμών της Ένωσης για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 661/2010/EE (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 1).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση γενικών κανόνων και αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(14)  Οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51).

(15)  Απόφαση 98/500/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 1998, για σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27).

(16)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(17)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 913/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο για ανταγωνιστικές εμπορευματικές μεταφορές (ΕΕ L 276 της 20.10.2010, σ. 22).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(20)  Οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51).

(21)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

(23)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

(24)  Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(26)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(28)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(29)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).