24.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/53


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/794 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 88,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπόλ ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2) ως οργανισμός της Ένωσης χρηματοδοτούμενος από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης του οποίου αποστολή είναι η υποστήριξη και η ενίσχυση της δράσης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της αμοιβαίας συνεργασίας τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και άλλων μορφών σοβαρού εγκλήματος που επηρεάζουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Η απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου αντικατέστησε τη σύμβαση δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ) (3).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 88 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η λειτουργία της Ευρωπόλ διέπεται από κανονισμό εκδιδόμενο με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Επίσης, το άρθρο αυτό απαιτεί να καθοριστούν όροι ελέγχου των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 στοιχείο γ) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επισυνάπτεται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ («πρωτόκολλο αριθ.1»), προκειμένου να ενισχυθούν η δημοκρατική νομιμοποίηση και η υποχρέωση λογοδοσίας της Ευρωπόλ προς τους πολίτες της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση 2009/371/ΔΕΥ θα πρέπει να αντικατασταθεί από κανονισμό ο οποίος θα προβλέπει και κανόνες περί του κοινοβουλευτικού ελέγχου.

(3)

Το «Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» (4) καλεί την Ευρωπόλ να εξελιχθεί και να καταστεί «κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών, φορέας παροχής υπηρεσιών και πλατφόρμα των υπηρεσιών επιβολής του νόμου». Προς τούτο απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της Ευρωπόλ βάσει αξιολόγησης της λειτουργίας της.

(4)

Τα μεγάλης κλίμακας δίκτυα εγκληματιών και τρομοκρατών εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την εσωτερική ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για την ασφάλεια και ευημερία των πολιτών της. Από τις διαθέσιμες αξιολογήσεις απειλών προκύπτει ότι οι εγκληματικές ομάδες αναπτύσσουν εντεινόμενη εγκληματική δραστηριότητα και μάλιστα σε διασυνοριακή βάση. Επομένως, οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών πρέπει να συνεργάζονται στενότερα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να τεθούν στη διάθεση της Ευρωπόλ μέσα για την βελτίωση της συνδρομής που παρέχει στα κράτη μέλη με σκοπό την πρόληψη του εγκλήματος στο σύνολο της Ένωσης και τη διεξαγωγή σχετικών αναλύσεων και ερευνών. Αυτό διαπιστώθηκε και στην αξιολόγηση της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ.

(5)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην τροποποίηση και την επέκταση της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ, καθώς και των αποφάσεων 2009/934/ΔΕΥ (5), 2009/935/ΔΕΥ (6), 2009/936/ΔΕΥ (7) και 2009/968/ΔΕΥ (8) του Συμβουλίου για την εφαρμογή της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν είναι ουσιαστικές ως προς τον αριθμό και τη φύση τους, οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει για λόγους σαφήνειας να αντικατασταθούν στο σύνολό τους σε σχέση με τα κράτη μέλη τα οποία δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό. Η Ευρωπόλ που θα ιδρυθεί βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αντικαταστήσει την Ευρωπόλ που ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ και να ασκεί στο εξής τα καθήκοντα με τα οποία αυτή ήταν επιφορτισμένη, η δε ανωτέρω απόφαση θα πρέπει να καταργηθεί.

(6)

Καθώς οι σοβαρές εγκληματικές πράξεις είναι συχνά διασυνοριακές, η Ευρωπόλ θα πρέπει να στηρίζει και να ενισχύει τις ενέργειες των κρατών μελών και τη μεταξύ τους συνεργασία στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος που επηρεάζει δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι η τρομοκρατία είναι μία από τις σοβαρότερες απειλές για την ασφάλεια της Ένωσης η Ευρωπόλ πρέπει να συνδράμει τα κράτη μέλη ώστε να αντιμετωπίσουν τις κοινές προκλήσεις στο συγκεκριμένο πεδίο. Ως οργανισμός επιβολής του νόμου της Ένωσης, η Ευρωπόλ καλείται επίσης να στηρίξει και να ενισχύσει ενέργειες και συνεργασίες για την καταπολέμηση των μορφών εγκλήματος που θίγουν τα συμφέροντα της Ένωσης. Μεταξύ των μορφών εγκλήματος αρμοδιότητας της Ευρωπόλ, το οργανωμένο έγκλημα θα παραμείνει μεταξύ των κύριων στόχων της Ευρωπόλ, δεδομένου ότι απαιτεί επίσης και μια κοινή προσέγγιση από τα κράτη μέλη, λόγω του εύρους, της σημασίας και των συνεπειών του. Ακόμη, η Ευρωπόλ θα πρέπει να προσφέρει στήριξη για την πρόληψη και την καταπολέμηση συναφών αξιόποινων πράξεων οι οποίες διαπράττονται με σκοπό την εξασφάλιση των μέσων για την τέλεση πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Ευρωπόλ ή για την διευκόλυνση ή τέλεση τέτοιων πράξεων, ή για τη διασφάλιση της ατιμωρησίας αυτών.

(7)

Η Ευρωπόλ πρέπει να παρέχει στρατηγικές αναλύσεις και αξιολογήσεις απειλών, βοηθώντας το Συμβούλιο και την Επιτροπή στον καθορισμό στρατηγικών και επιχειρησιακών προτεραιοτήτων για την καταπολέμηση του εγκλήματος και στην επιχειρησιακή εφαρμογή των εν λόγω προτεραιοτήτων. Εφόσον το ζητήσει η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 (9) του Συμβουλίου, η Ευρωπόλ πρέπει να πραγματοποιεί και αναλύσεις κινδύνου, περιλαμβάνοντας και το οργανωμένο έγκλημα, διότι οι κίνδυνοι που ενέχει μπορούν να υπονομεύσουν την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν από τα κράτη μέλη. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, όπου απαιτείται, η Ευρωπόλ πρέπει να παρέχει στρατηγικές αναλύσεις και αξιολογήσεις απειλών προκειμένου να συμβάλει στην αξιολόγηση κρατών υποψήφιων προς προσχώρηση στην Ένωση.

(8)

Οι επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφοριών που θίγουν φορείς της Ένωσης ή δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αποτελούν αυξανόμενη απειλή στην Ένωση, πράγμα οφειλόμενο ιδίως στην ταχύτητά τους και στον αντίκτυπο και τις δυσκολίες εντοπισμού των πηγών τους. Όταν εξετάζουν αιτήματα της Ευρωπόλ για την έναρξη έρευνας σχετικά με σοβαρή επίθεση με εικαζόμενη εγκληματική προέλευση κατά συστημάτων πληροφοριών η οποία θίγει φορείς της Ένωσης ή δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταποκρίνονται ταχέως, δεδομένου ότι η ταχεία αντίδραση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή αντιμετώπιση του ηλεκτρονικού εγκλήματος.

(9)

Λόγω της σημασίας της διυπηρεσιακής συνεργασίας, η Ευρωπόλ και η Eurojust θα πρέπει να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη βελτιστοποίηση της επιχειρησιακής συνεργασίας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των αντίστοιχων αποστολών και εντολών και των συμφερόντων των κρατών μελών. Ειδικότερα, η Ευρωπόλ και η Eurojust θα πρέπει να αλληλοενημερώνονται για κάθε δραστηριότητα που συνεπάγεται τη χρηματοδότηση κοινών ομάδων έρευνας.

(10)

Όταν δημιουργείται κοινή ομάδα έρευνας, η σχετική συμφωνία θα πρέπει να καθορίζει τους όρους συμμετοχής του προσωπικού της Ευρωπόλ στην ομάδα. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να τηρεί αρχείο σχετικά με τη συμμετοχή της στις κοινές ομάδες έρευνας που ασχολούνται με την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της.

(11)

Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη να κινούν, να διεξάγουν ή να συντονίζουν ποινικές έρευνες σε συγκεκριμένες υποθέσεις όπου η διασυνοριακή συνεργασία θα απέφερε οφέλη. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να ενημερώνει την Eurojust σχετικά με τέτοιου είδους αιτήματα.

(12)

Η Ευρωπόλ θα πρέπει να αποτελεί κόμβο ανταλλαγής πληροφοριών στην Ένωση. Οι πληροφορίες που συλλέγονται, αποθηκεύονται, επεξεργάζονται, αναλύονται και ανταλλάσσονται από την Ευρωπόλ περιλαμβάνουν στοιχεία για την εγκληματικότητα, τα οποία αφορούν εγκλήματα ή εγκληματικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, που έχουν ληφθεί με σκοπό να διαπιστωθεί αν έχουν ή μπορεί να τελεσθούν αξιόποινες ποινικές πράξεις.

(13)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της Ευρωπόλ ως κόμβου ανταλλαγής πληροφοριών, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την υποχρεωτική παροχή από τα κράτη μέλη στην Ευρωπόλ των αναγκαίων δεδομένων για την εκπλήρωση της αποστολής της. Κατά την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην παροχή δεδομένων χρήσιμων για την καταπολέμηση των μορφών εγκλήματος οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών και επιχειρησιακών προτεραιοτήτων, στο πλαίσιο των συναφών μέσων πολιτικής της Ένωσης, ειδικότερα δε των προτεραιοτήτων που ορίζει το Συμβούλιο στο πλαίσιο του κύκλου πολιτικής της ΕΕ για το οργανωμένο και το σοβαρό διεθνές έγκλημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προσπαθούν να παρέχουν στην Ευρωπόλ αντίγραφο των διμερών και πολυμερών ανταλλαγών πληροφοριών με άλλα κράτη μέλη σχετικά με εγκλήματα που εμπίπτουν στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπόλ. Όταν παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες στην Ευρωπόλ, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενες επιθέσεις στον κυβερνοχώρο που θίγουν φορείς της Ένωσης εγκατεστημένους στο έδαφός τους. Παράλληλα, είναι σκόπιμο να αυξήσει η Ευρωπόλ το επίπεδο στήριξης που παρέχει στα κράτη μέλη, ώστε να αναβαθμιστούν η αμοιβαία συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται από έκαστο κράτος μέλος.

(14)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών, ενδείκνυται να συσταθεί εθνική μονάδα σε κάθε κράτος μέλος (η «εθνική μονάδα»). Αυτή η μονάδα θα πρέπει να αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών και της Ευρωπόλ, συντονίζοντας τη συνεργασία των κρατών μελών με την Ευρωπόλ και συμβάλλοντας στη διασφάλιση συνεκτικής ανταπόκρισης των κρατών μελών στα αιτήματα της Ευρωπόλ. Προκειμένου να διασφαλίζεται η διαρκής και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπόλ και των εθνικών μονάδων και να διευκολύνεται η μεταξύ τους συνεργασία, κάθε εθνική μονάδα πρέπει να αποσπά έναν τουλάχιστον αξιωματικό-σύνδεσμο στην Ευρωπόλ.

(15)

Λόγω της αποκεντρωμένης δομής ορισμένων κρατών μελών και της ανάγκης ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών, η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να συνεργάζεται απευθείας με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, υπό όρους που θέτουν τα κράτη μέλη, τηρώντας εκ παραλλήλου ενήμερες τις εθνικές μονάδες εφόσον το ζητήσουν.

(16)

Η σύσταση κοινών ομάδων έρευνας θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και θα πρέπει το προσωπικό της Ευρωπόλ να μπορεί να συμμετέχει στις ομάδες αυτές. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχει δυνατότητα συμμετοχής σε κάθε κράτος μέλος, ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 549/69 του Συμβουλίου (10), ορίζει ότι τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ δεν επωφελούνται των ασυλιών όταν συμμετέχουν σε κοινές ομάδες έρευνας.

(17)

Πρέπει επίσης να βελτιωθεί η διακυβέρνηση της Ευρωπόλ, μέσω της αύξησης της αποτελεσματικότητας και του εξορθολογισμού των διαδικασιών.

(18)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ (το «διοικητικό συμβούλιο») για να ελέγχουν αποτελεσματικά τη λειτουργία της. Τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να διορίζονται με βάση τις σχετικές διαχειριστικές, διοικητικές και δημοσιονομικές δεξιότητες και τη γνώση της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου. Τα αναπληρωματικά μέλη ενδείκνυται να ενεργούν ως μέλη σε περίπτωση απουσίας του μέλους.

(19)

Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να περιορίσουν τη συχνή εναλλαγή των αντιπροσώπων τους, για να διασφαλιστεί η συνέχεια των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου. Όλα τα μέρη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο.

(20)

Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να μπορεί να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις του παρατηρητές χωρίς δικαίωμα ψήφου, των οποίων η γνώμη μπορεί να ενδιαφέρει τη συζήτηση, περιλαμβανομένου ενός αντιπροσώπου ορισθέντος από τη μικτή ομάδα κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΜΟΚΕ).

(21)

Στο διοικητικό συμβούλιο είναι σκόπιμο να ανατεθούν οι αναγκαίες αρμοδιότητες, ιδίως σε σχέση με την κατάρτιση του προϋπολογισμού και τον έλεγχο της εκτέλεσής του και τη θέσπιση των ενδεδειγμένων δημοσιονομικών κανόνων και την έκδοση εγγράφων προγραμματισμού καθώς και τη θέσπιση κανόνων για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του, την καθιέρωση διαφανών διαδικασιών εργασίας για τη λήψη αποφάσεων από τον εκτελεστικό διευθυντή της Ευρωπόλ και την έκδοση της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει επίσης να ασκεί εξουσίες αρχής διορισμού έναντι των μελών του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή.

(22)

Για μια αποτελεσματική καθημερινή λειτουργία της Ευρωπόλ, ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να αποτελεί τον νόμιμο εκπρόσωπο και το ανώτατο διευθυντικό στέλεχος του οργανισμού, να ασκεί τα καθήκοντά του με ανεξαρτησία και να εξασφαλίζει ότι η Ευρωπόλ επιτελεί το έργο που της αναθέτει ο παρών κανονισμός. Ειδικότερα, ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να φέρει την ευθύνη για την κατάρτιση των εγγράφων προϋπολογισμού και προγραμματισμού τα οποία υποβάλλονται στο διοικητικό συμβούλιο για τη λήψη απόφασης, καθώς και την ευθύνη για την εφαρμογή του πολυετούς προγραμματισμού και για την εφαρμογή των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών της Ευρωπόλ και άλλων εγγράφων προγραμματισμού.

(23)

Για να μπορεί η Ευρωπόλ να προλαμβάνει και να καταπολεμεί τις αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, είναι απαραίτητο να διαθέτει όσο το δυνατόν πληρέστερες και επικαιροποιημένες πληροφορίες. Επομένως, η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία λαμβάνει από κράτη μέλη, φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς και, υπό αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, από ιδιωτικούς φορείς καθώς και από πηγές διαθέσιμες στο κοινό, με στόχο την καλύτερη κατανόηση των εγκληματικών φαινομένων και τάσεων, τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με κυκλώματα εγκληματιών και τη διαπίστωση τυχόν διασυνδέσεων μεταξύ των διαφόρων αξιόποινων πράξεων.

(24)

Για να είναι η Ευρωπόλ αποτελεσματικότερη στην παροχή επακριβών εγκληματολογικών αναλύσεων στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, θα πρέπει να χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες επεξεργασίας δεδομένων. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να ανιχνεύσει γρήγορα την ύπαρξη δεσμών μεταξύ διαφορετικών ερευνών και κοινών μεθόδων δράσης τις οποίες μετέρχονται οι διάφορες εγκληματικές ομάδες, καθώς επίσης να ελέγχει τις διασταυρώσεις δεδομένων και να έχει σαφή συνολική εικόνα, εγγυώμενη παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, οι βάσεις δεδομένων της Ευρωπόλ θα πρέπει να διαρθρώνονται κατά τρόπο ώστε να έχει η Ευρωπόλ την ελευθερία να επιλέγει την πλέον αποτελεσματική δομή ΤΠ. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί ως πάροχος υπηρεσιών, ιδίως με την παροχή ασφαλούς δικτύου για την ανταλλαγή δεδομένων, όπως την ασφαλή εφαρμογή του δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών (SIENA), με στόχο να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, της Ευρωπόλ και άλλων φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, είναι σκόπιμο να καθοριστούν ο σκοπός των πράξεων επεξεργασίας, τα δικαιώματα πρόσβασης και ειδικές πρόσθετες εγγυήσεις. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να τηρούνται ειδικότερα οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

(25)

Η Ευρωπόλ πρέπει να διασφαλίζει ότι όλα τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για επιχειρησιακές αναλύσεις διατίθενται για συγκεκριμένο σκοπό. Ωστόσο, για να μπορέσει η Ευρωπόλ να εκπληρώσει την αποστολή της, θα πρέπει να της επιτρέπεται η επεξεργασία κάθε ληφθέντος δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα για να βρει τους δεσμούς μεταξύ διαφορετικών τομέων εγκληματικότητας ή ερευνών και δεν θα πρέπει να περιορίζεται στον εντοπισμό διασυνδέσεων μόνο εντός ενός τομέα εγκλήματος.

(26)

Για να γίνεται σεβαστή η κυριότητα των δεδομένων και να διασφαλίζεται η προστασία των προσωπικών δεδομένων, τα κράτη μέλη, οι φορείς της Ένωσης, οι τρίτες χώρες και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να μπορούν να καθορίζουν τον σκοπό ή τους σκοπούς για τους οποίους η Ευρωπόλ έχει δικαίωμα να υποβάλει δεδομένα σε επεξεργασία και να οριοθετούν τα δικαιώματα πρόσβασης. Η οριοθέτηση του σκοπού αποτελεί θεμελιώδη αρχή της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συμβάλλει ειδικότερα στη διαφάνεια, την ασφάλεια δικαίου και την προβλεψιμότητα, έχει δε ιδιαιτέρως μεγάλη σημασία όσον αφορά τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου, όπου τα υποκείμενα των δεδομένων συνήθως δεν γνωρίζουν ότι τα προσωπικά τους δεδομένα συλλέγονται και επεξεργάζονται και ότι η χρήση τους ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή και τις ελευθερίες τους.

(27)

Για να διασφαλίζεται ότι πρόσβαση σε δεδομένα διαθέτουν μόνον τα πρόσωπα που χρειάζονται την πρόσβαση για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο κανονισμός είναι σκόπιμο να προβλέπει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διάφορες βαθμίδες δικαιωμάτων πρόσβασης σε δεδομένα που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ. Οι εν λόγω κανόνες πρέπει να ισχύουν με την επιφύλαξη των περιορισμών τους οποίους επιβάλλουν στην πρόσβαση οι πάροχοι των δεδομένων, δεδομένου ότι είναι σκόπιμο να γίνεται σεβαστή η κυριότητα των δεδομένων. Με στόχο την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταπολέμηση των αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ πρέπει να κοινοποιεί στα κράτη μέλη τις πληροφορίες που τα αφορούν.

(28)

Με σκοπό την ενίσχυση της διοργανικής επιχειρησιακής συνεργασίας και, ιδίως, τη συσχέτιση δεδομένων που έχουν ήδη στη διάθεσή τους οι διάφοροι οργανισμοί, η Ευρωπόλ πρέπει να επιτρέπει την πρόσβαση της Εurojust και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), βάσει συστήματος αντιστοιχίας/μη αντιστοιχίας, σε δεδομένα διαθέσιμα σε αυτήν. Η Ευρωπόλ και η Eurojust πρέπει να μπορούν να συνάψουν διακανονισμό εργασίας κατά τον οποίο διασφαλίζονται, αμοιβαία και στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους, η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που έχει παρασχεθεί για τους σκοπούς της διασταύρωσης στοιχείων, καθώς και η δυνατότητα αναζήτησης κάθε τέτοιας πληροφορίας, σύμφωνα με ειδικές διασφαλίσεις και εγγυήσεις περί προστασίας δεδομένων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Κάθε πρόσβαση σε δεδομένα διαθέσιμα στην Ευρωπόλ θα πρέπει να περιορίζεται με τεχνικά μέσα σε πληροφορίες που εμπίπτουν στις αντίστοιχες εντολές των εν λόγω οργανισμών της Ένωσης.

(29)

Στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ πρέπει να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με άλλους φορείς της Ένωσης, αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και ιδιώτες.

(30)

Στον βαθμό που επιβάλλεται για την εκτέλεση των καθηκόντων της και προκειμένου να διασφαλιστεί η επιχειρησιακή της αποτελεσματικότητα, η Ευρωπόλ θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με άλλους φορείς της Ένωσης, αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με διεθνείς οργανισμούς. Δεδομένου ότι εταιρείες, επιχειρήσεις, επιχειρηματικές ενώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και λοιποί ιδιώτες έχουν εμπειρογνωμοσύνη και πληροφορίες που έχουν άμεση συνάφεια με το έργο της πρόληψης και της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος και της τρομοκρατίας, η Ευρωπόλ θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσει τέτοιες πληροφορίες και με ιδιώτες. Για την πρόληψη και την καταπολέμηση ηλεκτρονικών εγκλημάτων τα οποία σχετίζονται με συμβάντα που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών, η Ευρωπόλ θα πρέπει, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθετική πράξη της Ένωσης που θεσπίζει μέτρα για ένα ενιαίο κοινό επίπεδο ασφαλείας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση, να συνεργαστεί και να ανταλλάξει πληροφορίες, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με εθνικές αρχές αρμόδιες για την ασφάλεια δικτύων και συστημάτων πληροφοριών.

(31)

Στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των εκατέρωθεν καθηκόντων, η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με άλλους φορείς της Ένωσης.

(32)

Οι εμπλεκόμενοι με σοβαρές μορφές εγκλήματος και τρομοκρατικές ενέργειες συχνά διατηρούν διασυνδέσεις έξω από την Ένωση. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ, στον βαθμό που επιβάλλεται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, θα πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εγκληματολογικής Αστυνομίας — Ιντερπόλ.

(33)

Όλα τα κράτη μέλη συνδέονται με την Ιντερπόλ. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Ιντερπόλ λαμβάνει, αποθηκεύει και διοχετεύει δεδομένα με σκοπό να συνδράμει τις αρμόδιες για την επιβολή του νόμου αρχές στην πρόληψη και την καταπολέμηση της διεθνούς εγκληματικότητας. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ Ευρωπόλ και Ιντερπόλ μέσω της αποτελεσματικής ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εξασφαλίζοντας, παράλληλα, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αφορούν την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ στην Ιντερπόλ θα πρέπει να εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, ιδίως οι διατάξεις σχετικά με τις διεθνείς διαβιβάσεις.

(34)

Για να οριοθετηθεί ο σκοπός, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται από την Ευρωπόλ προς τους φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται, κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ότι ο αποδέκτης αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν από αυτόν ή θα διαβιβαστούν σε αρμόδια αρχή τρίτης χώρας μόνον για τον σκοπό για τον οποίο είχαν διαβιβαστεί αρχικά. Η περαιτέρω διαβίβαση των δεδομένων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(35)

Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς μόνον βάσει απόφασης της Επιτροπής δια της οποίας διαπιστώνεται ότι η εκάστοτε χώρα ή ο διεθνής οργανισμός διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων («απόφαση περί της επάρκειας») ή, ελλείψει απόφασης περί της επάρκειας, βάσει διεθνούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Ένωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 218 ΣΛΕΕ ή βάσει συμφωνίας συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπόλ και της εν λόγω τρίτης χώρας πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Βάσει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, τα νομικά αποτελέσματα αυτών των συμφωνιών θα πρέπει να διατηρούνται έως την κατάργηση, ακύρωση ή τροποποίησή τους κατά την εφαρμογή των συνθηκών. Ανάλογα με την περίπτωση και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) πριν και κατά τη διαπραγμάτευση μιας διεθνούς συμφωνίας. Όταν το διοικητικό συμβούλιο αναγνωρίζει μια επιχειρησιακή ανάγκη συνεργασίας με τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, θα πρέπει να είναι σε θέση να προτείνει στο Συμβούλιο να επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στην ανάγκη να ληφθεί απόφαση περί επάρκειας ή να εκδοθεί σύσταση για την έναρξη διαπραγματεύσεων για διεθνή συμφωνία, όπως αναφέρεται ανωτέρω.

(36)

Όταν η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί σε απόφαση περί της επάρκειας ούτε σε διεθνή συμφωνία που έχει συνάψει η Ένωση αλλά ούτε και σε ισχύουσα συμφωνία συνεργασίας, το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με τον ΕΕΠΔ, θα πρέπει να έχει την ευχέρεια να επιτρέπει σειρά διαβιβάσεων, εφόσον το απαιτούν ειδικές περιστάσεις και παρέχονται επαρκείς εγγυήσεις. Ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να έχει την ευχέρεια να επιτρέπει τη διαβίβαση των δεδομένων κατ' εξαίρεση ή ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον τέτοιου είδους διαβίβαση απαιτείται, και υπό ειδικές αυστηρές προϋποθέσεις.

(37)

Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προερχόμενα από ιδιωτικούς φορείς και ιδιώτες, μόνον εάν αυτά διαβιβάζονται στην Ευρωπόλ από ένα εκ των κατωτέρω: από εθνική μονάδα σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία, από σημείο επαφής σε τρίτη χώρα ή από διεθνή οργανισμό με τον οποίο υπάρχει παγιωμένη συνεργασία βάσει συμφωνίας συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η οποία έχει συναφθεί δυνάμει του άρθρου 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ή από αρχή τρίτης χώρας ή από διεθνή οργανισμό που υπόκειται σε απόφαση περί της επάρκειας ή με τον οποίο η Ένωση έχει συνάψει διεθνή συμφωνία κατ' εφαρμογή του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ. Εντούτοις, σε περιπτώσεις όπου η Ευρωπόλ λαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας από ιδιώτες και όταν η εθνική υπηρεσία, το σημείο επαφής ή η αρχή δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η Ευρωπόλ θα πρέπει να δύναται να επεξεργαστεί αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά και μόνον για τον εντοπισμό αυτών των οντοτήτων και αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διαγράφονται, εκτός εάν οι εν λόγω οντότητες υποβάλουν εκ νέου τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εντός τεσσάρων μηνών από τη διαβίβασή τους. Η Ευρωπόλ οφείλει να διασφαλίζει με τεχνικά μέσα ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα εν λόγω δεδομένα δεν θα είναι προσβάσιμα για επεξεργασία για κανέναν άλλο σκοπό.

(38)

Λαμβάνοντας υπόψη την έκτακτη και ιδιαίτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της Ένωσης από την τρομοκρατία και άλλες μορφές σοβαρού εγκλήματος, ιδίως όπως διευκολύνονται, προωθούνται ή διαπράττονται μέσω του διαδικτύου, οι δραστηριότητες που η Ευρωπόλ πρέπει να αναλάβει βάσει του παρόντος κανονισμού, οι οποίες απορρέουν από την εφαρμογή των συμπερασμάτων του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2015, και την έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2015, κυρίως σχετικά με τους εν λόγω τομείς προτεραιότητας, ιδίως οι αντίστοιχες πρακτικές της άμεσης ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ιδιωτικούς φορείς, πρέπει να αξιολογηθούν από την Επιτροπή έως την 1η Μαΐου 2019.

(39)

Πληροφορίες οι οποίες προδήλως ελήφθησαν κατά προφανή παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία.

(40)

Οι κανόνες περί προστασίας δεδομένων στο πλαίσιο της Ευρωπόλ θα πρέπει να ενισχυθούν και να στηριχθούν στις βασικές αρχές του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001, ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η δήλωση αριθ. 21 σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της δικαστικής συνεργασίας που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ αναγνωρίζει την ιδιαίτερη φύση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου, οι κανόνες της Ευρωπόλ περί της προστασίας δεδομένων πρέπει να είναι αυτόνομοι και ταυτοχρόνως συνεπείς με άλλες συναφείς πράξεις για την προστασία δεδομένων οι οποίες εφαρμόζονται στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας στην Ένωση. Οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν, ιδίως, την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), καθώς και τη σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτόματη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη σύστασή του αριθ. R(87) 15 (13).

(41)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ πρέπει να είναι σύννομη και θεμιτή σε σχέση με τα υποκείμενα των δεδομένων. Η αρχή της θεμιτής επεξεργασίας απαιτεί διαφάνεια της επεξεργασίας των δεδομένων που θα επιτρέψει στα υποκείμενα των δεδομένων να ασκήσουν τα δικαιώματά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα θα πρέπει ωστόσο να δύναται να απορριφθεί ή να περιοριστεί, εάν, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων, αυτό αποτελεί αναγκαίο μέτρο για να μπορέσει η Ευρωπόλ να εκπληρώσει καταλλήλως τα καθήκοντά της, να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη ή να αποτρέψει το έγκλημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο εθνική έρευνα ή να προστατευτούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες τρίτων μερών. Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια, η Ευρωπόλ θα πρέπει να καταστήσει διαθέσιμο στο κοινό ένα έγγραφο όπου θα διατυπώνονται υπό κατανοητή μορφή οι εφαρμοστέες διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα μέσα που διατίθενται για την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Η Ευρωπόλ θα πρέπει επίσης να δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αποφάσεων περί επάρκειας, των συμφωνιών και των διοικητικών διακανονισμών σχετικά με τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Επιπλέον, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια της Ευρωπόλ έναντι του πολίτη της Ένωσης και η υποχρέωση λογοδοσίας της, θα πρέπει να δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τον κατάλογο των μελών του διοικητικού της συμβουλίου και, όταν είναι σκόπιμο, τα συνοπτικά αποτελέσματα των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, τηρώντας τις απαιτήσεις περί προστασίας των δεδομένων.

(42)

Στον βαθμό του εφικτού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διακρίνονται ανάλογα με τον βαθμό ακρίβειας και αξιοπιστίας τους. Τα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να διακρίνονται από τις προσωπικές εκτιμήσεις, προκειμένου να διασφαλίζονται τόσο η προστασία των φυσικών προσώπων όσο και η ποιότητα και η αξιοπιστία των πληροφοριών που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ. Σε περίπτωση πληροφοριών που λαμβάνονται από δημόσια διαθέσιμες πηγές, ιδιαίτερα πηγές του διαδικτύου, η Ευρωπόλ θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αξιολογεί την ακρίβεια των πληροφοριών και την αξιοπιστία της πηγής τους με ιδιαίτερη επιμέλεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με το διαδίκτυο όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής.

(43)

Στον τομέα της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου υποβάλλονται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν διαφορετικές κατηγορίες υποκειμένων δεδομένων. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να διακρίνει όσο το δυνατόν σαφέστερα μεταξύ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν διαφορετικές κατηγορίες υποκειμένων δεδομένων. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λ.χ. θυμάτων, μαρτύρων και προσώπων που έχουν στην κατοχή τους συναφείς πληροφορίες, καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ανηλίκους είναι σκόπιμο να απολαύουν αυξημένου βαθμού προστασίας. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να επεξεργάζεται ευαίσθητα δεδομένα μόνο αν τα δεδομένα αυτά συμπληρώνουν άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη υποβληθεί σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ.

(44)

Βάσει των θεμελιωδών δικαιωμάτων για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Ευρωπόλ δεν θα πρέπει να αποθηκεύει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για περισσότερο χρόνο από αυτόν που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Το αργότερο τρία έτη μετά την έναρξη της αρχικής επεξεργασίας των δεδομένων αυτών θα πρέπει να επανεξετάζεται η σκοπιμότητα της περαιτέρω διατήρησής τους.

(45)

Η Ευρωπόλ και τα κράτη μέλη πρέπει λαμβάνουν τα αναγκαία τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων.

(46)

Κάθε υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, δικαίωμα διόρθωσής τους αν είναι ανακριβή, καθώς και διαγραφής ή περιορισμού της πρόσβασης σε αυτά αν έχουν παύσει να είναι αναγκαία. Οι δαπάνες που συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο υποκείμενο των δεδομένων και η άσκησή τους δεν θα πρέπει να θίγουν τις υποχρεώσεις που βαρύνουν την Ευρωπόλ και θα πρέπει να υπόκεινται στους περιορισμούς του παρόντος κανονισμού.

(47)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων προϋποθέτει τον επακριβή επιμερισμό ευθυνών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι υπεύθυνα για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των δεδομένων που διαβιβάζουν στην Ευρωπόλ, καθώς και για τη νομιμότητα κάθε τέτοιας διαβίβασης. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των δεδομένων που της διαβιβάζουν άλλοι πάροχοι δεδομένων ή που προκύπτουν από τις δικές της αναλύσεις. Η Ευρωπόλ θα πρέπει επίσης να μεριμνά για τη θεμιτή και σύννομη επεξεργασία των δεδομένων, για τη συλλογή και επεξεργασία τους για συγκεκριμένο σκοπό, για την καταλληλότητα, συνάφεια και αναλογικότητά τους προς τους σκοπούς της επεξεργασίας τους, για την αποθήκευσή τους μόνο όσο χρόνο χρειάζεται για την επίτευξη αυτών των σκοπών και για την επεξεργασία κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την κατάλληλη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το απόρρητο της επεξεργασίας τους.

(48)

Για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, του αυτοελέγχου και της κατοχύρωσης της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων, η Ευρωπόλ θα πρέπει να τηρεί αρχεία συλλογής, μεταβολής, πρόσβασης, ανακοίνωσης, συνδυασμού ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να είναι υποχρεωμένη να συνεργάζεται με τον ΕΕΠΔ και να θέτει, κατόπιν αιτήματος, στη διάθεσή του τις συναφείς καταχωρίσεις ή την τεκμηρίωση, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση των πράξεων επεξεργασίας.

(49)

Η Ευρωπόλ θα πρέπει να διορίσει έναν υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος θα της παρέχει συνδρομή κατά την παρακολούθηση της τήρησης του παρόντος κανονισμού. Ο υπεύθυνος θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντά του με αποτελεσματικότητα και να έχει τους αναγκαίους πόρους.

(50)

Η ύπαρξη ανεξάρτητων, διαφανών, υπευθύνων και αποτελεσματικών δομών εποπτείας είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως απαιτείται από το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να ελέγχουν τη νομιμότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Ευρωπόλ. Ο ΕΕΠΔ θα πρέπει να ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων από την Ευρωπόλ στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των καθηκόντων του, υπό καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο μηχανισμός προηγούμενης διαβούλευσης αποτελεί σημαντική εγγύηση για τους νέους τύπους πράξεων επεξεργασίας. Αυτό δεν πρέπει να ισχύει για ειδικές επιμέρους επιχειρησιακές δραστηριότητες, όπως η επιχειρησιακή ανάλυση σχεδίων, αλλά για τη χρήση νέων συστημάτων ΤΠ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή για τυχόν ουσιαστικές αλλαγές αυτών.

(51)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η ενισχυμένη και αποτελεσματική εποπτεία της Ευρωπόλ και να εξασφαλιστεί ότι ο ΕΕΠΔ θα μπορεί να αξιοποιεί την ενδεδειγμένη εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα της επιβολής του νόμου για την προστασία των δεδομένων όταν αναλαμβάνει την ευθύνη για την εποπτεία της προστασίας δεδομένων της Ευρωπόλ. Ο ΕΕΠΔ και οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται στενά σε ειδικά ζητήματα για τα οποία απαιτείται ανάμειξη κράτους μέλους και θα πρέπει να διασφαλίζουν την ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(52)

Προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ του ΕΕΠΔ και των εθνικών εποπτικών αρχών, με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας του ΕΕΠΔ και της ευθύνης του για την εποπτεία της προστασίας δεδομένων στην Ευρωπόλ, θα πρέπει να συναντώνται τακτικά στο πλαίσιο του συμβουλίου συνεργασίας το οποίο, ως συμβουλευτικό σώμα, θα πρέπει να διατυπώνει γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές επί διαφόρων ζητημάτων που χρήζουν εθνικής ανάμειξης.

(53)

Η επεξεργασία από την Ευρωπόλ μη επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δεν σχετίζονται με ποινικές έρευνες, όπως τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στελέχη της Ευρωπόλ, των παρόχων υπηρεσιών ή επισκεπτών, θα πρέπει να υπόκειται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001.

(54)

Ο ΕΕΠΔ θα πρέπει να επιλαμβάνεται και να διερευνά κάθε καταγγελία υποβαλλομένη από το υποκείμενο των δεδομένων. Η διερεύνηση καταγγελίας είναι σκόπιμο να διενεργείται, με την επιφύλαξη δικαστικού ελέγχου, στον βαθμό που ενδείκνυται στην εκάστοτε περίπτωση. Η εθνική εποπτική αρχή θα πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(55)

Κάθε φυσικό πρόσωπο πρέπει να έχει δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά αποφάσεων του ΕΕΠΔ που το αφορούν.

(56)

Η Ευρωπόλ πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, με εξαίρεση τους κανόνες που αφορούν την ευθύνη για παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

(57)

Στην περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται ενίοτε να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, σε τέτοια περίπτωση η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

(58)

Τηρουμένου του ρόλου που διαδραματίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από κοινού με τα εθνικά κοινοβούλια, κατά τον έλεγχο της δραστηριότητας της Ευρωπόλ, είναι αναγκαίο να υπόκειται η Ευρωπόλ σε πλήρη λογοδοσία και διαφάνεια. Προς τον σκοπό αυτό, δυνάμει του άρθρου 88 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες ελέγχου των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από κοινού με τα εθνικά κοινοβούλια. Οι εν λόγω διαδικασίες θα πρέπει να διέπονται αποκλειστικά από το άρθρο 12 στοιχείο γ) της ΣΕΕ και τις διατάξεις περί διακοινοβουλευτικής συνεργασίας που ορίζονται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 1, που προβλέπουν ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να καθορίζουν από κοινού την οργάνωση και την προώθηση αποτελεσματικής και τακτικής διακοινοβουλευτικής συνεργασίας στο εσωτερικό της Ένωσης. Οι διαδικασίες που πρόκειται να θεσπιστούν για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ θα πρέπει να συνυπολογίζουν δεόντως την ανάγκη διασφάλισης της ισότιμης συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, καθώς και την ανάγκη διαφύλαξης του απορρήτου των επιχειρησιακών πληροφοριών. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικά κοινοβούλια ασκούν έλεγχο στις κυβερνήσεις τους σχετικά με δραστηριότητες της Ένωσης είναι θέμα της συνταγματικής οργάνωσης και πρακτικής κάθε κράτους μέλους.

(59)

Για το προσωπικό της Ευρωπόλ θα πρέπει να ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «κανονισμός προσωπικού») και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «καθεστώς λοιπού προσωπικού»), όπως έχουν θεσπιστεί με τον κανονισμό (EΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (14). Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να απασχολεί προσωπικό το οποίο προσλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σε θέσεις έκτακτων υπαλλήλων, με θητεία περιορισμένης διάρκειας, ώστε να τηρείται η αρχή της εκ περιτροπής μετακίνησης, δεδομένου ότι η επακόλουθη επανενσωμάτωσή τους στο δυναμικό της αρμόδιας αρχής από την οποία προέρχονται θα διευκολύνει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε μέτρο που είναι αναγκαίο ώστε να διασφαλίζεται ότι το προσωπικό που προσλαμβάνεται από την Ευρωπόλ στις θέσεις έκτακτων υπαλλήλων θα μπορεί, μετά τη λήξη της θητείας στην Ευρωπόλ, να επιστρέψει στην εθνική πολιτική υπηρεσία στην οποία ανήκει.

(60)

Λόγω της φύσεως των καθηκόντων της Ευρωπόλ και του ρόλου του εκτελεστικού διευθυντή, ενδέχεται αυτός να κληθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πριν τον διορισμό του και πριν από ενδεχόμενη παράταση της θητείας του. Ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει επίσης να υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν να τον καλέσουν να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(61)

Για να εξασφαλιστούν η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της, η Ευρωπόλ θα πρέπει να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό τα έσοδα του οποίου θα προέρχονται κυρίως από συνεισφορά από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεισφορά της Ένωσης, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιδοτήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(62)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (15) θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Ευρωπόλ.

(63)

Λόγω των ειδικών νομικών και διοικητικών εξουσιών και των τεχνικών αρμοδιοτήτων τους κατά την άσκηση διασυνοριακών δραστηριοτήτων ανταλλαγής πληροφοριών, επιχειρήσεων και ερευνών, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο κοινών ομάδων έρευνας, και κατά την παροχή διευκολύνσεων για την κατάρτιση, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να λάβουν επιδοτήσεις από την Ευρωπόλ χωρίς πρόσκληση υποβολής προτάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 190 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (16).

(64)

Για την Ευρωπόλ θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(65)

Η Ευρωπόλ επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες και διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες περί απορρήτου και περί της επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Οι κανόνες προστασίας διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ πρέπει να τηρούν την απόφαση 2013/488/EΕ του Συμβουλίου (18).

(66)

Είναι σκόπιμο να αξιολογείται τακτικά η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(67)

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις για τη στέγαση της Ευρωπόλ στη Χάγη, όπου έχει την έδρα της, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Ευρωπόλ και τα μέλη των οικογενειών τους πρέπει να καθοριστούν με συμφωνία περί της έδρας. Περαιτέρω, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να παρέχει τις απαραίτητες συνθήκες για την εύρυθμη λειτουργία της Ευρωπόλ, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς, ώστε ο οργανισμός να μπορεί να προσελκύει ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ποιότητας από μια όσο το δυνατόν ευρύτερη γεωγραφική βάση.

(68)

Η Ευρωπόλ, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπόλ η οποία ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ. Κατά συνέπεια, αποτελεί τον νόμιμο διάδοχο όλων των συμβάσεών της, περιλαμβανομένων των συμβάσεων εργασίας, των υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων της. Οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Ευρωπόλ, η οποία έχει ιδρυθεί με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, και οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Ευρωπόλ κατ' εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης Ευρωπόλ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010 παραμένουν σε ισχύ.

(69)

Για να μπορεί η Ευρωπόλ να εξακολουθήσει να ασκεί όσο το δυνατόν καλύτερα τα καθήκοντα της Ευρωπόλ που ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ, πρέπει να θεσπιστούν μεταβατικές ρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά το διοικητικό συμβούλιο, τον εκτελεστικό διευθυντή και το προσωπικό που απασχολείται ως επιτόπιο προσωπικό με σύμβαση αορίστου χρόνου συναφθείσα από την Ευρωπόλ κατ' εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης Ευρωπόλ, στο οποίο θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα απασχόλησης ως έκτακτων ή συμβασιούχων υπαλλήλων βάσει του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

(70)

Η πράξη του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 1998 (19) σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ καταργήθηκε με το άρθρο 63 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ. Ωστόσο, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ για το προσωπικό που εργαζόταν στην Ευρωπόλ πριν από την έναρξη εφαρμογής της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ. Ως εκ τούτου, στις μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει να προβλέπεται ότι οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί βάσει του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα εξακολουθούν να διέπονται από αυτόν.

(71)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ίδρυση οντότητας αρμόδιας για τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου σε επίπεδο Ένωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί, κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο προαναφερθέν άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(72)

Δυνάμει των άρθρων 3 και 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία γνωστοποίησε την επιθυμία της να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(73)

Δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(74)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(75)

Ζητήθηκε η γνώμη του ΕΕΠΔ, ο οποίος και την έδωσε στις 31 Μαΐου 2013.

(76)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα το δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τα άρθρα 8 και 7 του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 16 ΣΛΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ

Άρθρο 1

Ίδρυση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου

1.   Ιδρύεται Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) με σκοπό τη στήριξη της συνεργασίας μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου στην Ένωση.

2.   Η Ευρωπόλ, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπόλ η οποία ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ως «αρμόδιες αρχές των κρατών μελών» νοούνται όλες οι αστυνομικές αρχές και άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου που υπάρχουν στα κράτη μέλη και είναι επιφορτισμένες βάσει της εθνικής νομοθεσίας με την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων. Στις αρμόδιες αρχές περιλαμβάνονται επίσης και άλλες δημόσιες αρχές που υπάρχουν στα κράτη μέλη και είναι επιφορτισμένες, κατά την εθνική νομοθεσία, με την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων αρμοδιότητας της Ευρωπόλ·

β)

ως «στρατηγική ανάλυση» νοούνται όλες οι μέθοδοι και τεχνικές συλλογής, αποθήκευσης, επεξεργασίας και αξιολόγησης των πληροφοριών, με σκοπό τη στήριξη και την ανάπτυξη πολιτικής αντιμετώπισης του εγκλήματος που συμβάλλει στην αποδοτική και αποτελεσματική πρόληψη και στην καταπολέμηση του εγκλήματος·

γ)

ως «επιχειρησιακή ανάλυση» νοούνται όλες οι μέθοδοι και τεχνικές για τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία και αξιολόγηση των πληροφοριών, με σκοπό τη στήριξη της ποινικής έρευνας·

δ)

ως «φορείς της Ένωσης» νοούνται θεσμικά όργανα, φορείς, αποστολές, οργανισμοί και υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ·

ε)

ως «διεθνείς οργανισμοί» νοούνται οι διεθνείς οργανισμοί και οι υπαγόμενοι σε αυτούς φορείς δημοσίου διεθνούς δικαίου, ή οποιοιδήποτε άλλοι φορείς οι οποίοι έχουν ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών·

στ)

ως «ιδιωτικοί φορείς» νοούνται οι οντότητες και οι φορείς που έχουν συσταθεί κατά το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ιδίως εταιρείες και επιχειρήσεις, επιχειρηματικές ενώσεις, οργανισμοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και άλλα νομικά πρόσωπα που δεν καλύπτονται από το στοιχείο ε)·

ζ)

ως «ιδιώτες» νοούνται όλα τα φυσικά πρόσωπα·

η)

ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται κάθε είδους πληροφορίες ενός υποκειμένου δεδομένων·

θ)

ως υποκείμενο των δεδομένων νοείται ένα ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Ταυτοποιήσιμο είναι το πρόσωπο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό ταυτότητας όπως όνομα, αριθμό ταυτότητας, δεδομένα θέσης, επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του προσώπου αυτού·

ι)

ως «γενετικά δεδομένα» νοούνται όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τα γενετικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου και τα οποία κληρονομήθηκαν ή αποκτήθηκαν, παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία ή την υγεία του εν λόγω προσώπου, ενώ προκύπτουν ιδίως από ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω προσώπου·

ια)

ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», στο εξής «επεξεργασία», νοούνται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή συνόλου τέτοιων δεδομένων, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, καθώς και ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή·

ιβ)

ως «αποδέκτης» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός στον οποίο ανακοινώνονται δεδομένα, είτε πρόκειται για τρίτο είτε όχι·

ιγ)

ως «διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» νοείται η ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ περιορισμένου αριθμού καθορισμένων μερών, στο πλαίσιο της οποίας αυτός που ανακοινώνει παρέχει εν γνώσει του ή σκοπίμως στον αποδέκτη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

ιδ)

ως «παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» νοείται η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια ή μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή άλλως υπέστησαν επεξεργασία·

ιε)

ως «συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων» νοείται κάθε ελεύθερη, ρητή, εν πλήρη επιγνώσει και αναμφίβολη δήλωση βουλήσεως, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, με δήλωσή του ή σαφή θετική του ενέργεια, δέχεται την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν·

ιστ)

ως «διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ, εκτός από δεδομένα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία προς εκπλήρωση των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 3.

Άρθρο 3

Στόχοι

1.   Η Ευρωπόλ στηρίζει και ενισχύει τις ενέργειες των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών καθώς και την αμοιβαία συνεργασία τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση σοβαρών μορφών εγκλήματος που επηρεάζουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, της τρομοκρατίας και μορφών εγκλήματος που θίγουν κοινά συμφέροντα τα οποία καλύπτονται από πολιτική της Ένωσης, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

2.   Πέραν της παραγράφου 1, οι στόχοι της Ευρωπόλ καλύπτουν επίσης τις συναφείς αξιόποινες πράξεις. Οι ακόλουθες θεωρούνται συναφείς αξιόποινες πράξεις:

α)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την απόκτηση των μέσων για την τέλεση πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ·

β)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση ή την τέλεση πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ·

γ)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την εξασφάλιση της ατιμωρησίας για εκείνους που διαπράττουν πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ.

Άρθρο 4

Καθήκοντα

1.   Η Ευρωπόλ επιτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 3:

α)

συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής πληροφοριών για την εγκληματικότητα·

β)

κοινοποίηση, αμελλητί στα κράτη μέλη, μέσω των εθνικών μονάδων που έχουν συσταθεί ή οριστεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2, ενδεχόμενων πληροφοριών και διασυνδέσεων μεταξύ των αξιόποινων πράξεων που τις αφορούν·

γ)

συντονισμός, οργάνωση και υλοποίηση ερευνητικών και επιχειρησιακών δράσεων για τη στήριξη και την ενίσχυση των δράσεων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, οι οποίες πραγματοποιούνται:

i)

από κοινού με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών· ή

ii)

στο πλαίσιο κοινών ομάδων έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 5, και ενδεχομένως, σε συνεννόηση με την Eurojust·

δ)

συμμετοχή σε κοινές ομάδες έρευνας και εισήγηση για τη σύστασή τους σύμφωνα με το άρθρο 5·

ε)

παροχή πληροφοριών και αναλυτική υποστήριξη στα κράτη μέλη σε σχέση με διεθνή συμβάντα μείζονος σημασίας·

στ)

εκπόνηση αξιολογήσεων απειλών, στρατηγικών και επιχειρησιακών αναλύσεων και γενικών εκθέσεων προόδου των εργασιών·

ζ)

ανάπτυξη, διάδοση και προώθηση ειδικών γνώσεων σχετικά με μεθόδους πρόληψης του εγκλήματος, ερευνητικές διαδικασίες και τεχνικές και εγκληματολογικές μεθόδους και παροχή συμβουλών στα κράτη μέλη·

η)

στήριξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων ανταλλαγής πληροφοριών, ερευνών και επιχειρησιακών δραστηριοτήτων των κρατών μελών, καθώς και των κοινών ομάδων έρευνας, ιδίως μέσω παροχής επιχειρησιακής, τεχνικής και χρηματοοικονομικής βοήθειας·

θ)

παροχή ειδικής κατάρτισης και συνδρομή προς τα κράτη μέλη για τη διοργάνωση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, και με την πρόβλεψη χρηματοδοτικής υποστήριξης, στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της και ανάλογα με το προσωπικό και τους δημοσιονομικούς της πόρους, σε συνεργασία με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου και της κατάρτισης (ΕΑΑ)·

ι)

συνεργασία με φορείς της Ένωσης που συστάθηκαν δυνάμει του τίτλου V της ΣΛΕΕ και με την OLAF, ειδικότερα μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών ασφαλείας και της παροχής αναλυτικής στήριξης στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους·

ια)

παροχή πληροφοριών και υποστήριξης στις δομές διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ και στις αποστολές διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ οι οποίες προβλέπονται στη ΣΕΕ στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 3 στόχων της Ευρωπόλ·

ιβ)

ανάπτυξη κέντρων εμπειρογνωσίας στην Ένωση για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκλήματος που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, συγκεκριμένα ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο·

ιγ)

στήριξη των δράσεων των κρατών μελών για την πρόληψη και την καταπολέμηση μορφών εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και διευκολύνονται, προωθούνται ή διαπράττονται με χρήση του διαδικτύου, περιλαμβανομένης, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, της αναφοράς διαδικτυακού περιεχομένου με το οποίο οι εν λόγω μορφές εγκλήματος διευκολύνονται, προωθούνται ή διαπράττονται, στους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών, με σκοπό την εθελούσια από μέρους τους εξέταση της συμβατότητας του ανωτέρω διαδικτυακού περιεχομένου με τους όρους και τις προϋποθέσεις τους.

2.   Η Ευρωπόλ παρέχει στρατηγικές αναλύσεις και αξιολογήσεις απειλών προς συνδρομή του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον καθορισμό των στρατηγικών και επιχειρησιακών προτεραιοτήτων της Ένωσης για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Η Ευρωπόλ επικουρεί επίσης την επιχειρησιακή υλοποίηση αυτών των προτεραιοτήτων.

3.   Η Ευρωπόλ παρέχει στρατηγικές αναλύσεις και αξιολογήσεις απειλών προκειμένου να διευκολύνει την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση των πόρων που είναι διαθέσιμοι σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο για επιχειρησιακές δραστηριότητες και για τη στήριξη των δραστηριοτήτων αυτών.

4.   Η Ευρωπόλ ενεργεί επίσης ως κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ σύμφωνα με την απόφαση 2005/511/ΔΕΥ του Συμβουλίου (20). Η Ευρωπόλ ενθαρρύνει επίσης τον συντονισμό των μέτρων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ ή στους κόλπους κοινών ομάδων έρευνας, ενδεχομένως σε συνεννόηση με φορείς της Ένωσης και αρχές τρίτων χωρών.

5.   Η Ευρωπόλ δεν εφαρμόζει μέτρα καταναγκασμού στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ

Άρθρο 5

Συμμετοχή σε κοινές ομάδες έρευνας

1.   Το προσωπικό της Ευρωπόλ δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των κοινών ομάδων έρευνας με αντικείμενο αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ. Η συμφωνία για τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας καθορίζει τους όρους συμμετοχής του προσωπικού της Ευρωπόλ στην ομάδα, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τους κανόνες περί ευθύνης.

2.   Το προσωπικό της Ευρωπόλ δύναται, εντός των ορίων που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται η εκάστοτε κοινή ομάδα έρευνας, να παρέχει βοήθεια για όλες τις δραστηριότητες και να ανταλλάσσει πληροφορίες με όλα τα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας.

3.   Το προσωπικό της Ευρωπόλ που συμμετέχει στην κοινή ομάδα έρευνας μπορεί, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να παρέχει σε όλα τα μέλη της ομάδας τις απαραίτητες πληροφορίες που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2. Η Ευρωπόλ ενημερώνει συγχρόνως τις εθνικές μονάδες των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στην ομάδα, καθώς και εκείνες των κρατών μελών που έδωσαν τις πληροφορίες.

4.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από το προσωπικό της Ευρωπόλ, κατά τη συμμετοχή του σε κοινή ομάδα έρευνας, μπορούν, με τη συγκατάθεση και υπό την ευθύνη του κράτους μέλους που παρέσχε την πληροφορία, να υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Όταν η Ευρωπόλ ευλόγως πιστεύει ότι η σύσταση κοινής ομάδας έρευνας μπορεί να αποβεί επωφελής για μια έρευνα, μπορεί να υποβάλει πρόταση στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και να τα συνδράμει στη σύσταση της ομάδας.

Άρθρο 6

Αιτήματα της Ευρωπόλ για την έναρξη ποινικών ερευνών

1.   Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες η Ευρωπόλ κρίνει ότι ενδείκνυται η διενέργεια ποινικής έρευνας για αξιόποινη πράξη η οποία εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της, ζητά από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών μέσω των εθνικών μονάδων να κινήσουν, να διεξαγάγουν ή να συντονίσουν μια ποινική έρευνα.

2.   Οι εθνικές αρχές ενημερώνουν πάραυτα την Ευρωπόλ όσον αφορά την απόφαση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σχετικά με αίτημα που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Αν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αποφασίσουν να μην ανταποκριθούν σε αίτημα της Ευρωπόλ σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνουν την Ευρωπόλ για τους λόγους της απόφασής τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατά προτίμηση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Μπορούν ωστόσο, να μην παραθέσουν τους σχετικούς λόγους εάν η παράθεσή τους:

α)

θα ήταν αντίθετη προς ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του οικείου κράτους μέλους ή

β)

θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση εν εξελίξει ερευνών ή την ασφάλεια ενός φυσικού προσώπου.

4.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει αμέσως την Eurojust για αιτήματα που έχουν υποβληθεί σύμφωνα προς την παράγραφο 1 και για τις αποφάσεις των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Άρθρο 7

Εθνικές μονάδες Ευρωπόλ

1.   Τα κράτη μέλη και η Ευρωπόλ συνεργάζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κάθε κράτος μέλος συγκροτεί ή ορίζει μια εθνική μονάδα η οποία λειτουργεί ως υπηρεσία διασύνδεσης της Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους. Κάθε κράτος μέλος διορίζει έναν δημόσιο λειτουργό ως προϊστάμενο της εθνικής μονάδας του.

3.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η κατά την εθνική του νομοθεσία αρμόδια εθνική μονάδα θα εκπληρώνει τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τις εθνικές μονάδες και ιδίως ότι έχει πρόσβαση στα εθνικά δεδομένα περί επιβολής του νόμου και σε άλλα σχετικά δεδομένα που είναι αναγκαία για τη συνεργασία με την Ευρωπόλ.

4.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την οργάνωση και το προσωπικό της εθνικής μονάδας του σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

5.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2, η εθνική μονάδα αποτελεί την υπηρεσία-σύνδεσμο μεταξύ της Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Ωστόσο, υπό τους όρους που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της προηγούμενης ανάμειξης της εθνικής μονάδας, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τις απευθείας επαφές μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της Ευρωπόλ. Η εθνική μονάδα λαμβάνει ταυτόχρονα από την Ευρωπόλ όλες τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια των απευθείας επαφών μεταξύ της Ευρωπόλ και των οικείων αρμόδιων αρχών, εκτός εάν η εθνική μονάδα δηλώσει ότι δεν χρειάζεται να λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές.

6.   Κάθε κράτος μέλος, μέσω της εθνικής μονάδας του ή, στο πλαίσιο της παραγράφου 5, της αρμόδιας αρχής, ειδικότερα:

α)

παρέχουν στην Ευρωπόλ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των στόχων της, περιλαμβανομένων των πληροφοριών ως προς τις μορφές εγκλήματος η πρόληψη ή καταπολέμηση των οποίων θεωρείται προτεραιότητα από την Ένωση·

β)

διασφαλίζουν την αποτελεσματική επικοινωνία και συνεργασία όλων των οικείων αρμόδιων αρχών με την Ευρωπόλ·

γ)

παρέχουν ενημέρωση σχετικά με τις δραστηριότητες της Ευρωπόλ·

δ)

σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 5 στοιχείο α), διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το εθνικό δίκαιο κατά την παροχή πληροφοριών στην Ευρωπόλ.

7.   Υπό την επιφύλαξη της εκ μέρους των κρατών μελών άσκησης των καθηκόντων τους όσον αφορά την τήρηση του νόμου και της τάξης και τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, να παρέχουν πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 6 στοιχείο α), εάν αυτό:

α)

θα ήταν αντίθετο προς ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του οικείου κράτους μέλους·

β)

θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση εν εξελίξει έρευνας ή την ασφάλεια φυσικών προσώπων ή

γ)

θα συνεπαγόταν την κοινολόγηση πληροφοριών σχετικά με οργανώσεις ή συγκεκριμένες δραστηριότητες των υπηρεσιών πληροφοριών στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να δώσουν πληροφορίες μόλις αυτές παύσουν να εμπίπτουν στα στοιχεία α), β) ή γ) του πρώτου εδαφίου.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών που δημιουργήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) επιτρέπεται να συνεργάζονται μέσω των εθνικών μονάδων με την Ευρωπόλ όσον αφορά τις αναλύσεις, εντός των ορίων της εντολής τους και των αρμοδιοτήτων τους.

9.   Οι προϊστάμενοι των εθνικών μονάδων συνεδριάζουν τακτικά, με σκοπό ιδίως την επεξεργασία και την επίλυση προβλημάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο της επιχειρησιακής τους συνεργασίας με την Ευρωπόλ.

10.   Τα έξοδα επικοινωνίας των εθνικών μονάδων με την Ευρωπόλ βαρύνουν τα κράτη μέλη και, με εξαίρεση τα έξοδα διασύνδεσης, δεν βαρύνουν την Ευρωπόλ.

11.   Η Ευρωπόλ συντάσσει σε ετήσια βάση έκθεση σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το παράγραφος 6 στοιχείο α), βάσει των ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων αξιολόγησης που ορίζει το διοικητικό συμβούλιο. Η ετήσια έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Άρθρο 8

Αξιωματικοί-σύνδεσμοι

1.   Έκαστη εθνική μονάδα διορίζει τουλάχιστον έναν αξιωματικό ως σύνδεσμο στην Ευρωπόλ. Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους από το οποίο έχουν διοριστεί.

2.   Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι συνιστούν τα εθνικά γραφεία σύνδεσης στην Ευρωπόλ και είναι επιφορτισμένοι από την εθνική τους μονάδα να εκπροσωπούν τα συμφέροντά της στα πλαίσια της Ευρωπόλ, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που τους έχει διορίσει και με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στη διοίκηση της Ευρωπόλ.

3.   Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι βοηθούν στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών τους.

4.   Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι βοηθούν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών τους και των αξιωματικών-συνδέσμων άλλων κρατών μελών, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Στο πλαίσιο αυτών των διμερών επαφών μπορεί να χρησιμοποιείται η υποδομή της Ευρωπόλ, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ώστε να καλύπτονται επίσης αξιόποινες πράξεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ. Κάθε σχετική ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να συνάδει με το εφαρμοστέο ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αξιωματικών-συνδέσμων έναντι της Ευρωπόλ. Οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι απολαύουν των αναγκαίων για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους προνομίων και ασυλιών σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 2.

6.   Η Ευρωπόλ λαμβάνει μέριμνα ώστε οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι να ενημερώνονται πλήρως και να συμμετέχουν στην άσκηση του συνόλου των δραστηριοτήτων της, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους.

7.   Η Ευρωπόλ θέτει με δικά της έξοδα στη διάθεση των κρατών μελών τους αναγκαίους χώρους στο κτίριό της και κατάλληλη υποστήριξη για την άσκηση των καθηκόντων των αξιωματικών-συνδέσμων. Όλα τα υπόλοιπα έξοδα που ανακύπτουν σε σχέση με τον διορισμό των αξιωματικών-συνδέσμων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους του εξοπλισμού που τους παρέχεται, βαρύνουν το κράτος μέλος από το οποίο έχουν διοριστεί, υπό την επιφύλαξη αντίθετης απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατόπιν εισήγησης του διοικητικού συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ

Άρθρο 9

Δομή της διοίκησης και της διαχείρισης της Ευρωπόλ

Η δομή της διοίκησης και της διαχείρισης της Ευρωπόλ περιλαμβάνει:

α)

διοικητικό συμβούλιο·

β)

εκτελεστικό διευθυντή·

γ)

ενδεχομένως, κάθε άλλο συμβουλευτικό όργανο που συγκροτείται από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ιθ).

ΤΜΗΜΑ 1

Διοικητικό συμβούλιο

Άρθρο 10

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους και έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής. Όλοι οι αντιπρόσωποι έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Κατά τον διορισμό των μελών του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται υπόψη οι γνώσεις που διαθέτουν στον τομέα της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου.

3.   Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει ένα αναπληρωματικό μέλος το οποίο ορίζεται με βάση το κριτήριο της παραγράφου 2. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του τελευταίου.

Λαμβάνεται επίσης υπόψη η αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των κρατών μελών και της Επιτροπής να τερματίζουν τη θητεία των αντιστοίχων τακτικών και των αναπληρωματικών μελών τους, η θητεία του διοικητικού συμβουλίου είναι τετραετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη.

Άρθρο 11

Αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

εγκρίνει κάθε χρόνο, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του και σύμφωνα με το άρθρο 12, ένα έγγραφο προγραμματισμού που περιέχει τον πολυετή προγραμματισμό της Ευρωπόλ και το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών για το επόμενο έτος·

β)

θεσπίζει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του, τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ευρωπόλ και ασκεί άλλες αρμοδιότητες σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Ευρωπόλ δυνάμει του κεφαλαίου Χ·

γ)

εκδίδει ενοποιημένη ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Ευρωπόλ και, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα εθνικά κοινοβούλια. Η ενοποιημένη ετήσια έκθεση πεπραγμένων πρέπει να δημοσιεύεται·

δ)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 61·

ε)

θεσπίζει εσωτερική στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία είναι ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους των εφαρμοζόμενων μέτρων·

στ)

θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά τη δήλωση συμφερόντων τους·

ζ)

σύμφωνα με την παράγραφο 2, ασκεί, έναντι του προσωπικού της Ευρωπόλ, εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και αρχής αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας, οι οποίες του ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού αντιστοίχως («εξουσίες αρμόδιες για τους διορισμούς αρχής»)·

η)

θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

θ)

θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία επιλογής του εκτελεστικού διευθυντή, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τη σύνθεση της επιτροπής επιλογής, που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της·

ι)

προτείνει στο Συμβούλιο κατάλογο τελικών υποψηφίων για τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή και των αναπληρωτών εκτελεστικών διευθυντών και, ανάλογα με την περίπτωση, προτείνει στο Συμβούλιο να παρατείνει τη θητεία τους ή να τους παύσει από τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55·

ια)

καταρτίζει δείκτες επιδόσεων και εποπτεύει τις επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και την εφαρμογή των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου·

ιβ)

διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος είναι λειτουργικά ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του·

ιγ)

διορίζει υπόλογο, που υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και στο καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, ο οποίος λειτουργεί υπό καθεστώς ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του·

ιδ)

θεσπίζει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, δυνατότητα εσωτερικού λογιστικού ελέγχου·

ιε)

μεριμνά ώστε να δοθεί η δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και τις συστάσεις που προκύπτουν από τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις λογιστικού ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από τις έρευνες της OLAF και του ΕΕΠΔ·

ιστ)

καθορίζει τα κριτήρια αξιολόγησης για την ετήσια έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 11·

ιζ)

θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές που διασαφηνίζουν περαιτέρω τις διαδικασίες επεξεργασίας των πληροφοριών από την Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 18 και κατόπιν διαβούλευσης με τον ΕΕΠΔ·

ιη)

αποφασίζει τη σύναψη εργασιακών και διοικητικών ρυθμίσεων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 και το άρθρο 25 παράγραφος 1 αντιστοίχως·

ιθ)

αποφασίζει, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις επιχειρηματικές όσο και τις οικονομικές απαιτήσεις, για τη δημιουργία των εσωτερικών δομών της Ευρωπόλ, περιλαμβανομένων των ενωσιακών κέντρων εμπειρογνωσίας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), έπειτα από πρόταση του εκτελεστικού διευθυντή·

κ)

θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν τα καθήκοντα και τη λειτουργία της γραμματείας του·

κα)

θεσπίζει, κατά περίπτωση, άλλους εσωτερικούς κανόνες.

2.   Εάν το διοικητικό συμβούλιο το κρίνει αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ, δύναται να εισηγηθεί στο Συμβούλιο να επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στην ανάγκη για απόφαση περί επάρκειας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή για σύσταση απόφασης για την έγκριση της έναρξης διαπραγματεύσεων με σκοπό τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο β).

3.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, για την ανάθεση των συναφών εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή και τον καθορισμό των όρων για την πιθανή αναστολή της εν λόγω ανάθεσης εξουσιών. Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να αναθέσει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

Το διοικητικό συμβούλιο δύναται, όταν αυτό απαιτείται σε άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση των εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή, καθώς και την τυχόν περαιτέρω ανάθεση των εξουσιών αυτών, και να ασκήσει το ίδιο τις εν λόγω εξουσίες ή να τις αναθέσει σε μέλος του ή σε μέλος του προσωπικού, πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 12

Πολυετές πρόγραμμα εργασίας και ετήσια προγράμματα εργασίας

1.   Το διοικητικό συμβούλιο, βασιζόμενο στο σχέδιο που υποβάλλει ο εκτελεστικός διευθυντής, εγκρίνει έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους έγγραφο που περιλαμβάνει τον πολυετή προγραμματισμό και το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών, βάσει σχεδίου προγράμματος το οποίο υποβάλλεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και σε συνάρτηση με τον πολυετή προγραμματισμό έπειτα από διαβούλευση με την μικτή ομάδα κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΜΟΚΕ). Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει το εν λόγω έγγραφο στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην ΜΟΚΕ.

2.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας ορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, προσδοκώμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων, καθώς και προγραμματισμό πόρων που αφορά τον πολυετή προϋπολογισμό και το προσωπικό. Ακόμη, περιλαμβάνει τη στρατηγική για τις σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας υλοποιείται μέσω των ετήσιων προγραμμάτων εργασίας και επικαιροποιείται, εάν ενδείκνυται, ανάλογα με την έκβαση των εξωτερικών και των εσωτερικών αξιολογήσεων. Τα πορίσματα αυτών των αξιολογήσεων αποτυπώνονται επίσης, κατά περίπτωση, στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του επόμενου έτους.

3.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς και δείκτες επιδόσεων. Περιλαμβάνει περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν, και αναφέρει τους χρηματοοικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές κατάρτισης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας πρέπει να συμβαδίζει με το πολυετές πρόγραμμα εργασίας. Πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα που προστίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.

4.   Σε περίπτωση ανάθεσης νέων καθηκόντων στην Ευρωπόλ μετά την έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

5.   Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέσει στον εκτελεστικό διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

Άρθρο 13

Πρόεδρος και αναπληρωτής πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αναπληρωτή πρόεδρο από την ομάδα των τριών κρατών μελών τα οποία έχουν καταρτίσει από κοινού το δεκαοκτάμηνο πρόγραμμα του Συμβουλίου. Υπηρετούν για τους 18 μήνες που αντιστοιχούν στο εν λόγω πρόγραμμα του Συμβουλίου. Ωστόσο, εάν ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής πρόεδρος παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

2.   Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Σε περίπτωση που ο πρόεδρος αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αντικαθίσταται αυτόματα από τον αναπληρωτή πρόεδρο.

Άρθρο 14

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει μέρος στις συζητήσεις του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις τον χρόνο. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις του οποιονδήποτε μπορεί να συνεισφέρει στη συζήτηση, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον ενδείκνυται, αντιπροσώπου της ΜΟΚΕ που συμμετέχει ως παρατηρητής χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.   Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν, υπό τους όρους του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται στις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

6.   Η Ευρωπόλ παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 15

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), του άρθρου 13 παράγραφος 2, του άρθρου 50 παράγραφος 2, του άρθρου 54 παράγραφος 8 και του άρθρου 64, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία των μελών του.

2.   Κάθε μέλος έχει δικαίωμα μιας ψήφου. Αν ένα μέλος απουσιάζει το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

4.   Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό άλλου μέλους, καθώς και τις απαιτήσεις απαρτίας, οσάκις υφίστανται.

ΤΜΗΜΑ 2

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 16

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διευθύνει την Ευρωπόλ και λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής ή του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί υπό καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση ή άλλο φορέα.

3.   Το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Ευρωπόλ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Ευρωπόλ δυνάμει του παρόντος κανονισμού και συγκεκριμένα για τα εξής:

α)

την καθημερινή διοίκηση της Ευρωπόλ·

β)

την κατάθεση προτάσεων στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την δημιουργία των εσωτερικών δομών της Ευρωπόλ·

γ)

την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο·

δ)

την κατάρτιση του σχεδίου πολυετούς προγράμματος εργασίας και των σχεδίων ετησίων προγραμμάτων εργασίας και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

ε)

την υλοποίηση του σχεδίου πολυετούς προγράμματος εργασίας και των σχεδίων ετησίων προγραμμάτων εργασίας και την υποβολή συναφών εκθέσεων στο διοικητικό συμβούλιο·

στ)

την εκπόνηση κατάλληλου σχεδίου κανόνων εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ζ)

την κατάρτιση του σχεδίου ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Ευρωπόλ και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

η)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης ως συνέχεια των πορισμάτων εκθέσεων εσωτερικού ή εξωτερικού ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και εκθέσεων ερευνών και συστάσεων που προκύπτουν από έρευνες της OLAF και του ΕΕΠΔ, και την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές τον χρόνο στην Επιτροπή και τακτικά στο διοικητικό συμβούλιο·

θ)

την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και οποιωνδήποτε άλλων παράνομων δραστηριοτήτων και, με την επιφύλαξη της ερευνητικής αρμοδιότητας της OLAF, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, εάν εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εάν ενδείκνυται, μέσω αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων·

ι)

τη χάραξη σχεδίου εσωτερικής στρατηγικής της Ευρωπόλ για την καταπολέμηση της απάτης και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

ια)

την προετοιμασία σχεδίου εσωτερικών κανόνων για την πρόληψη και διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων σε σχέση με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και την υποβολή του σχεδίου αυτού στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

ιβ)

την εκπόνηση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Ευρωπόλ·

ιγ)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Ευρωπόλ και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της·

ιδ)

την παροχή συνδρομής στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου κατά την προετοιμασία των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου·

ιε)

την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σε τακτική βάση σχετικά με την υλοποίηση των στρατηγικών και επιχειρησιακών προτεραιοτήτων της Ένωσης για την καταπολέμηση του εγκλήματος·

ιστ)

την εκτέλεση άλλων καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 17

Πηγές πληροφοριών

1.   Η Ευρωπόλ επεξεργάζεται μόνο πληροφορίες που της διαβιβάζονται:

α)

από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και το άρθρο 7·

β)

από φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με το κεφάλαιο V·

γ)

από ιδιωτικούς φορείς και ιδιώτες σύμφωνα με το κεφάλαιο V.

2.   Η Ευρωπόλ μπορεί να προβαίνει σε απευθείας ανάκτηση και επεξεργασία πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από πηγές διαθέσιμες στο κοινό, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου και των δημόσιων δεδομένων.

3.   Η Ευρωπόλ, στο βαθμό που δικαιούται, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, του διεθνούς δικαίου ή της νομοθεσίας των κρατών μελών, να έχει ηλεκτρονική πρόσβαση σε δεδομένα αποθηκευμένα σε συστήματα πληροφοριών σε επίπεδο Ένωσης, διεθνές ή εθνικό, νομιμοποιείται να ανακτά και να επεξεργάζεται πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αυτόν τον τρόπο εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση της αποστολής της. Η πρόσβαση και χρήση τέτοιων δεδομένων από την Ευρωπόλ υπόκεινται στις εφαρμοστέες διατάξεις των σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης, του διεθνούς δικαίου ή της νομοθεσίας των κρατών μελών, στον βαθμό που αυτές προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες για την πρόσβαση και τη χρήση σε σύγκριση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Πρόσβαση στα εν λόγω συστήματα πληροφοριών χορηγείται μόνο σε δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της Ευρωπόλ, και μόνον στον βαθμό που αυτή είναι αναγκαία και αναλογική για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 18

Σκοποί των δραστηριοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών

1.   Αν είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 3, η Ευρωπόλ μπορεί να επεξεργάζεται πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς:

α)

διασταυρούμενου ελέγχου με στόχο τη συσχέτιση πληροφοριών ή τον εντοπισμό άλλων ουσιωδών συνδέσεων μεταξύ πληροφοριών που σχετίζονται με:

i)

πρόσωπα ύποπτα για διάπραξη ή συμμετοχή σε αξιόποινη πράξη η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τη διάπραξη μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης,

ii)

πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ή εύλογοι λόγοι για να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ·

β)

στρατηγικών ή θεματικών αναλύσεων·

γ)

επιχειρησιακών αναλύσεων·

δ)

διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, της Ευρωπόλ, άλλων φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών.

3.   Η επεξεργασία για τον σκοπό των επιχειρησιακών αναλύσεων της παραγράφου 2 στοιχείο γ) γίνεται μέσω σχεδίων επιχειρησιακής ανάλυσης, για τα οποία ισχύουν οι ακόλουθες ειδικές εγγυήσεις:

α)

για κάθε σχέδιο επιχειρησιακής ανάλυσης, ο εκτελεστικός διευθυντής καθορίζει τον συγκεκριμένο σκοπό, τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις κατηγορίες υποκειμένων των δεδομένων, τους συμμετέχοντες, τη διάρκεια της αποθήκευσης και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα, και μεταφοράς και χρήσης αυτών, και ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο και τον ΕΕΠΔ·

β)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να συλλέγονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς του καθορισμένου σχεδίου επιχειρησιακής ανάλυσης. Όταν καθίσταται προφανές ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να είναι κατάλληλα και για άλλο σχέδιο επιχειρησιακής ανάλυσης, η περαιτέρω επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων επιτρέπεται μόνο αν είναι απαραίτητη και αναλογική και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι συμβατά με τα προβλεπόμενα στο στοιχείο α) για το άλλο σχέδιο επιχειρησιακής ανάλυσης·

γ)

μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό μπορεί να έχει πρόσβαση και να επεξεργάζεται τα δεδομένα του αντίστοιχου σχεδίου.

4.   Η επεξεργασία των παραγράφων 2 και 3 εκτελείται σύμφωνα με τις εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Η Ευρωπόλ τεκμηριώνει δεόντως αυτές τις εργασίες επεξεργασίας. Κατόπιν αιτήματος, η τεκμηρίωση τίθεται στη διάθεση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και του ΕΕΠΔ για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας των επεξεργασιών.

5.   Στο παράρτημα ΙΙ απαριθμούνται οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι κατηγορίες προσώπων των οποίων τα δεδομένα μπορούν να συλλεχθούν και να υποβληθούν σε επεξεργασία για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

6.   Η Ευρωπόλ μπορεί προσωρινά να επεξεργάζεται δεδομένα προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον αυτά σχετίζονται με τα καθήκοντά της και σε ποιον από τους σκοπούς της παραγράφου 2 αντιστοιχούν. Το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση του εκτελεστικού διευθυντή και αφού ζητήσει τη γνώμη του ΕΕΠΔ, καθορίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα και τη χρήση τους, καθώς και τις προθεσμίες για την αποθήκευση και τη διαγραφή τους, οι οποίες δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τους έξι μήνες, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 28.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη του ΕΕΠΔ, εγκρίνει, ενδεχομένως, κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν περαιτέρω τις διαδικασίες για την επεξεργασία πληροφοριών για τους σκοπούς της παραγράφου 2 σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ).

Άρθρο 19

Σκοπός και όρια της επεξεργασίας πληροφοριών από την Ευρωπόλ

1.   Τα κράτη μέλη, οι φορείς της Ένωσης, οι τρίτες χώρες ή οι διεθνείς οργανισμοί που παρέχουν πληροφορίες στην Ευρωπόλ καθορίζουν τον ή τους σκοπούς για τους οποίους αυτές υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά το άρθρο 18. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ευρωπόλ, σε συμφωνία με τον ενδιαφερόμενο πάροχο των πληροφοριών, επεξεργάζεται τις πληροφορίες προκειμένου να καθοριστούν η καταλληλότητά τους και ο σκοπός ή οι σκοποί για τους οποίους υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία. Η Ευρωπόλ δύναται να επεξεργάζεται πληροφορίες για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο διαβιβάστηκαν μόνον αν το επιτρέψει ο πάροχος των πληροφοριών.

2.   Τα κράτη μέλη, οι φορείς της Ένωσης, οι τρίτες χώρες και οι διεθνείς οργανισμοί δύνανται όταν παρέχουν πληροφορίες στην Ευρωπόλ να υποδεικνύουν τυχόν περιορισμούς στην πρόσβαση ή τη χρήση, υπό γενικούς ή ειδικούς όρους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διαβίβαση, τη διαγραφή ή την καταστροφή τους. Σε περίπτωση όπου η ανάγκη των περιορισμών αυτών καθίσταται πρόδηλη μετά την παροχή των πληροφοριών, ενημερώνουν την Ευρωπόλ σχετικά. Η Ευρωπόλ τηρεί τους περιορισμούς.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Ευρωπόλ δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στην πρόσβαση κρατών μελών, φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών σε πληροφορίες τις οποίες ανέκτησε από πηγές διαθέσιμες στο κοινό ή στη χρήση αυτών των πληροφοριών.

Άρθρο 20

Πρόσβαση των κρατών μελών και του προσωπικού της Ευρωπόλ σε πληροφορίες που αποθηκεύονται από την Ευρωπόλ

1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και το άρθρο 7 παράγραφος 5, έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β). Αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών, φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών να θέσουν περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και το άρθρο 7 παράγραφος 5, έχουν έμμεση πρόσβαση, βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no hit), σε πληροφορίες που παρέχονται για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ), με την επιφύλαξη περιορισμών που τίθενται από τα κράτη μέλη, τους φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς που παρέχουν τις πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

Σε περίπτωση σύμπτωσης (hit), η Ευρωπόλ κινεί την διαδικασία που επιτρέπει την κοινοποίηση των σχετικών πληροφοριών, σύμφωνα με την απόφαση του παρόχου των πληροφοριών στην Ευρωπόλ.

3.   Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να είναι προσβάσιμες και να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία από τα κράτη μέλη μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης:

α)

μορφών εγκλήματος αρμοδιότητας της Ευρωπόλ, και

β)

άλλων μορφών σοβαρού εγκλήματος, όπως ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου (22).

4.   Πρόσβαση στις πληροφορίες που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ έχουν υπάλληλοι της Ευρωπόλ δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τον εκτελεστικό διευθυντή, αν απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων τους και με την επιφύλαξη του άρθρου 67.

Άρθρο 21

Πρόσβαση της Eurojust και της OLAF σε πληροφορίες που αποθηκεύονται από την Ευρωπόλ

1.   Η Ευρωπόλ λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο ώστε η Eurojust και η OLAF να μπορούν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, να έχουν έμμεση πρόσβαση βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no hit) σε πληροφορίες που παρέχονται για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που τίθενται από τα κράτη μέλη, τους φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς που παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

Σε περίπτωση σύμπτωσης (hit), η Ευρωπόλ κινεί την διαδικασία που επιτρέπει την κοινοποίηση των σχετικών πληροφοριών, σύμφωνα με την απόφαση του παρόχου των πληροφοριών στην Ευρωπόλ και μόνον στον βαθμό που τα δεδομένα για τα οποία διαπιστώνεται σύμπτωση είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust και της OLAF.

2.   Η Ευρωπόλ και η Eurojust μπορούν να συνάπτουν συμφωνία συνεργασίας που εξασφαλίζει με αμοιβαίο τρόπο και στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, την πρόσβαση και τη δυνατότητα αναζήτησης σε όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο α) και τη δυνατότητα αυτές. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών, των φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών να υποδεικνύουν περιορισμούς στην πρόσβαση και στη χρήση των δεδομένων αυτών και σύμφωνα με τις εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

3.   Οι αναζητήσεις πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 πραγματοποιούνται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να καθορίζεται το κατά πόσον οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους η Eurojust ή η OLAF, συμπίπτουν με πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται η Ευρωπόλ.

4.   Η Ευρωπόλ επιτρέπει την αναζήτηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 μόνον αφού λάβει πληροφορίες από μεν την Eurojust σχετικά με το ποια εθνικά μέλη, αναπληρωτές, βοηθοί και υπάλληλοι της Eurojust, από δε την OLAF σχετικά με το ποιοι υπάλληλοί της έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν τέτοιου είδους αναζήτηση.

5.   Εάν κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών από την Ευρωπόλ στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας η Ευρωπόλ ή κράτος μέλος διαπιστώσουν την ανάγκη συντονισμού, συνεργασίας ή στήριξης, εντός του πεδίου αρμοδιοτήτων της Eurojust ή της OLAF, η Ευρωπόλ ενημερώνει τους εν λόγω οργανισμούς συναφώς και κινεί την διαδικασία για τη διάδοση των πληροφοριών, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες. Σε αυτήν την περίπτωση, η Eurojust ή η OLAF διαβουλεύονται με την Ευρωπόλ.

6.   Η Eurojust, συμπεριλαμβανομένων του συλλογικού οργάνου, των εθνικών μελών, των αναπληρωτών, των βοηθών και των υπαλλήλων της, και η OLAF τηρούν κάθε περιορισμό στην πρόσβαση ή στη χρήση, υπό γενικούς ή ειδικούς όρους, που υποδεικνύεται από κράτη μέλη, φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

7.   Η Ευρωπόλ, η Eurojust και η OLAF ανταλλάσσουν πληροφορίες όταν, κατόπιν εξέτασης των δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή κατόπιν σύμπτωσης (hit) σύμφωνα με την παράγραφο 1, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα δεδομένα μπορεί να είναι εσφαλμένα ή να συγκρούονται με άλλα δεδομένα.

Άρθρο 22

Υποχρέωση ενημέρωσης των κρατών μελών

1.   Η Ευρωπόλ, στο πλαίσιο του καθήκοντος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), ενημερώνει αμελλητί κράτος μέλος σχετικά με πληροφορίες που το αφορούν. Εάν οι πληροφορίες υπόκεινται σε περιορισμούς πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2, βάσει των οποίων απαγορεύεται η κοινοποίησή τους, η Ευρωπόλ συμβουλεύεται τον πάροχο των πληροφοριών που επιβάλλει τον περιορισμό στην πρόσβαση και του ζητά να εγκρίνει την κοινοποίηση των πληροφοριών.

Σε μια τέτοια περίπτωση, οι πληροφορίες δεν κοινοποιούνται χωρίς ρητή έγκριση του παρόχου.

2.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με πληροφορίες που τα αφορούν, ανεξαρτήτως τυχόν περιορισμών στην πρόσβαση, εάν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την αποτροπή επικείμενης απειλής κατά της ζωής.

Στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπόλ ενημερώνει τον πάροχο των πληροφοριών σχετικά με την κοινοποίησή τους και ταυτόχρονα δικαιολογεί την ανάλυσή της σχετικά με την κατάσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 23

Κοινές διατάξεις

1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τους φορείς της Ένωσης σύμφωνα με τους στόχους τους, τις αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και ιδιωτικούς φορείς.

2.   Κατά το μέτρο που είναι σκόπιμο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, τηρουμένων τυχόν περιορισμών κατά το άρθρο 19 παράγραφος 2, καθώς και με την επιφύλαξη του άρθρου 67, η Ευρωπόλ δύναται να ανταλλάσσει απευθείας κάθε πληροφορία με τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για όλες τις σχέσεις τακτικής συνεργασίας με την Ευρωπόλ που προτίθεται να συνάψει και να διατηρήσει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, καθώς και για την εξέλιξη των σχέσεων αυτών μετά τη σύναψή τους.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η Ευρωπόλ δύναται να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας με τους φορείς της παραγράφου 1. Αυτού του είδους οι ρυθμίσεις δεν επιτρέπουν την ανταλλαγή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν δεσμεύουν την Ένωση ή τα κράτη μέλη της.

5.   Η Ευρωπόλ δύναται να παραλαμβάνει και να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις οντότητες της παραγράφου 1, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο και αναλογικό για την κατά νόμον εκπλήρωση των καθηκόντων της και με την επιφύλαξη του παρόντος κεφαλαίου.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30 παράγραφος 5, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ προς τους φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς επιτρέπεται μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και εφόσον ο αποδέκτης δεσμεύεται ότι τα δεδομένα θα υποστούν επεξεργασία μόνο για τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν. Εάν τα δεδομένα που πρόκειται να διαβιβαστούν έχουν παρασχεθεί από κράτος μέλος, η Ευρωπόλ οφείλει να λάβει τη συγκατάθεση του εν λόγω κράτους μέλους, εκτός εάν το κράτος μέλος έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην περαιτέρω διαβίβαση, είτε γενικά είτε υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

7.   Απαγορεύεται η περαιτέρω διαβίβαση από κράτη μέλη, φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχει στην κατοχή της η Ευρωπόλ, εκτός εάν η Ευρωπόλ έχει δώσει ρητά εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή της.

8.   Η Ευρωπόλ διασφαλίζει ότι τηρούνται λεπτομερή αρχεία με όλες τις διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων και τους λόγους αυτών των διαβιβάσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

9.   Πληροφορίες οι οποίες προδήλως ελήφθησαν κατά προφανή παράβαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία.

ΤΜΗΜΑ 2

Διαβίβαση και ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 24

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε φορείς της Ένωσης

Με την επιφύλαξη πιθανών περιορισμών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 2 ή 3 και με την επιφύλαξη του άρθρου 67, η Ευρωπόλ δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας σε φορέα της Ένωσης, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της ή των καθηκόντων του φορέα της Ένωσης που είναι αποδέκτης των δεδομένων.

Άρθρο 25

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Με την επιφύλαξη πιθανών περιορισμών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 2 ή 3, και με την επιφύλαξη του άρθρου 67, η Ευρωπόλ δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό, στον βαθμό που η διαβίβαση αυτή είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ, με βάση:

α)

απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/608 της εφαρμοστέας ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τον σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινής, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, σύμφωνα με την οποία η τρίτη χώρα ή έδαφος ή τομέας επεξεργασίας εντός αυτής της τρίτης χώρας, ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας («απόφαση περί επάρκειας»)·

β)

διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού δυνάμει του άρθρου 218 της ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων· ή

γ)

συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πριν την 1η Μαΐου 2017, συναφθείσα μεταξύ της Ευρωπόλ και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ.

Η Ευρωπόλ δύναται να συνάψει διοικητικούς διακανονισμούς για την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών ή των αποφάσεων περί επάρκειας.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει αποφάσεων περί επάρκειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α).

3.   Η Ευρωπόλ δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της και επικαιροποιεί κατάλογο των αποφάσεων περί επάρκειας, συμφωνιών, διοικητικών διακανονισμών και άλλες πράξεων που αφορούν την μεταφορά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.   Έως τις 14 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή αξιολογεί τις διατάξεις που περιέχονται στις συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), ιδίως τις διατάξεις για την προστασία των δεδομένων. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και, ενδεχομένως, υποβάλλει στο Συμβούλιο σύσταση απόφασης που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, εάν η διαβίβαση είναι:

α)

απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου· ή

β)

απαραίτητη για την προστασία έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον το δίκαιο του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προβλέπει κάτι τέτοιο· ή

γ)

απαραίτητη για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής στη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας·

δ)

απαραίτητη σε μεμονωμένες περιπτώσεις για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων· ή

ε)

απαραίτητη σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση νομικών αξιώσεων οι οποίες σχετίζονται με την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος ή την εκτέλεση συγκεκριμένης ποινικής κύρωσης.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαβιβάζονται εάν ο εκτελεστικός διευθυντής κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων υπερισχύουν του δημόσιου συμφέροντος για τη διαβίβαση που ορίζεται στα στοιχεία δ) και ε).

Οι παρεκκλίσεις δύναται να μην εφαρμοστούν σε συστηματικές, μαζικές ή διαρθρωτικές διαβιβάσεις.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με τον ΕΕΠΔ, να δώσει την άδεια, για περίοδο μη υπερβαίνουσα το ένα έτος η οποία είναι ανανεώσιμη, για την πραγματοποίηση σειράς διαβιβάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχεία α) έως ε), εφόσον υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων. Η άδεια αιτιολογείται και τεκμηριώνεται.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει το συντομότερο το διοικητικό συμβούλιο και τον ΕΕΠΔ σχετικά με περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζει την παράγραφο 5.

8.   Η Ευρωπόλ διατηρεί λεπτομερή αρχεία όλων των διαβιβάσεων που διενεργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 26

Ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ιδιωτικούς φορείς

1.   Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ δύναται να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προέρχονται από ιδιωτικούς φορείς, εφόσον τα δεδομένα λαμβάνονται μέσω:

α)

εθνικής μονάδας κράτους μέλους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

β)

σημείου επαφής τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού με την οποία ή τον οποίο η Ευρωπόλ έχει συνάψει πριν την 1η Μαΐου 2017 συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων δυνάμει του άρθρου 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ· ή

γ)

αρχής τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού που υπόκειται σε απόφαση περί επάρκειας της προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού ή με την οποία ή τον οποίο η Ένωση έχει συνάψει διεθνή συμφωνία κατ' εφαρμογή του άρθρου 218 ΣΛΕΕ.

2.   Σε περιπτώσεις όπου, παρά ταύτα, η Ευρωπόλ λαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας από ιδιωτικούς φορείς και δεν μπορεί να προσδιοριστεί η εθνική μονάδα, το σημείο επαφής ή η αρχή που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Ευρωπόλ δύναται να επεξεργασθεί αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά και μόνον για τον εντοπισμό αυτών των οντοτήτων. Ακολούθως, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται απευθείας στην οικεία εθνική μονάδα, σημείο επαφής ή αρχή και διαγράφονται εκτός εάν η οικεία εθνική μονάδα, σημείο επαφής ή αρχή υποβάλουν εκ νέου τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 εντός τεσσάρων μηνών μετά τη διαβίβασή τους. Η Ευρωπόλ διασφαλίζει με τεχνικά μέσα ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα εν λόγω δεδομένα δεν είναι προσβάσιμα για επεξεργασία για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.

3.   Μετά τη μεταβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου η Ευρωπόλ δύναται να λαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας από ιδιωτικούς φορείς — τα οποία ο συγκεκριμένος ιδιωτικός φορέας δηλώνει ότι έχει νόμιμο δικαίωμα να διαβιβάσει σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο — για να υποστούν επεξεργασία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).

4.   Εάν η Ευρωπόλ λάβει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από ιδιωτικό φορέα τρίτης χώρας με την οποία δεν υπάρχει συμφωνία, συναφθείσα είτε βάσει του άρθρου 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ είτε βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ ή η οποία δεν υπόκειται σε απόφαση περί επάρκειας της προστασίας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπόλ δύναται να διαβιβάσει τα δεδομένα αυτά μόνον σε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή τρίτη χώρα με το οποίο ή την οποία έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία.

5.   Η Ευρωπόλ δεν διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε ιδιωτικούς φορείς εκτός εάν, κατά περίπτωση, εφόσον είναι απολύτως αναγκαίο και τηρούνται τυχόν περιορισμοί τεθέντες κατά το άρθρο 19 παράγραφοι 2 ή 3 και με την επιφύλαξη του άρθρου 67:

α)

η διαβίβαση είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων και είτε το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συναίνεσή του είτε οι περιστάσεις επιτρέπουν να τεκμαρθεί σαφώς η συναίνεσή του· ή

β)

η διαβίβαση είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή επικείμενης διάπραξης εγκληματικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης πράξης τρομοκρατίας, για την οποία είναι αρμόδια η Ευρωπόλ· ή

γ)

η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων, που είναι δημοσίως διαθέσιμα, είναι απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η διαβίβαση αφορά μεμονωμένες και συγκεκριμένες περιπτώσεις, και

ii)

κανένα θεμελιώδες δικαίωμα και ελευθερία του υποκειμένου των δεδομένων δεν υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος που απαιτεί τη διαβίβαση στη συγκεκριμένη περίπτωση.

6.   Όσον αφορά τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, εάν ο συγκεκριμένος ιδιωτικός φορέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή σε χώρα με την οποία η Ευρωπόλ έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας επιτρέπουσα την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή με την οποία η Ένωση έχει συνάψει διεθνή συμφωνία κατ' εφαρμογή του άρθρο 218 ΣΛΕΕ ή η οποία δεν υπόκειται σε απόφαση περί επάρκειας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, η διαβίβαση επιτρέπεται μόνο εάν η διαβίβαση είναι:

α)

απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου· ή

β)

απαραίτητη για τη διασφάλιση έννομων συμφερόντων του υποκείμενου των δεδομένων· ή

γ)

αναγκαία για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής στη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· ή

δ)

απαραίτητη σε μεμονωμένες περιπτώσεις για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων· ή

ε)

απαραίτητη σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση νομικών αξιώσεων σχετιζομένων με την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος αρμοδιότητας της Ευρωπόλ.

7.   Η Ευρωπόλ διασφαλίζει ότι τηρούνται λεπτομερή αρχεία με όλες τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τους λόγους διαβίβασής, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και ότι κοινοποιούνται, κατόπιν αιτήσεως, στον ΕΕΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 40.

8.   Εάν τα ληφθέντα ή προς διαβίβαση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θίγουν συμφέροντα κράτους μέλους, η Ευρωπόλ ενημερώνει πάραυτα την εθνική μονάδα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

9.   Η Ευρωπόλ δεν έρχεται σε επαφή με ιδιωτικούς φορείς για την απόκτηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

10.   Η Επιτροπή αξιολογεί έως την 1η Μαΐου 2019 την πρακτική των άμεσων ανταλλαγών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ιδιωτικούς φορείς.

Άρθρο 27

Πληροφορίες από ιδιώτες

1.   Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ δύναται να λαμβάνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προερχόμενες από ιδιώτες. Η Ευρωπόλ δύναται να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προερχόμενα από ιδιώτες υπό την προϋπόθεση ότι τα λαμβάνει μέσω:

α)

εθνικής μονάδας κράτους μέλους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

β)

σημείου επαφής τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού με την οποία ή τον οποίο η Ευρωπόλ έχει συνάψει πριν από την 1η Μαΐου 2017, συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων δυνάμει του άρθρου 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ· ή

γ)

αρχής τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού που υπόκεινται σε απόφαση περί επάρκειας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή με τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνάψει διεθνή συμφωνία κατ' εφαρμογή του άρθρου 218 ΣΛΕΕ.

2.   Εάν η Ευρωπόλ λάβει πληροφορίες που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από ιδιώτη ο οποίος διαμένει σε τρίτη χώρα με την οποία δεν υπάρχει διεθνής συμφωνία, συναφθείσα είτε βάσει του άρθρου 23 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ είτε βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ή η οποία δεν υπόκειται σε απόφαση περί επάρκειας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπόλ δύναται να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές μόνον σε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή τρίτη χώρα με τα οποία έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία.

3.   Εάν τα ληφθέντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θίγουν συμφέροντα κράτους μέλους, η Ευρωπόλ ενημερώνει πάραυτα την εθνική του μονάδα.

4.   Η Ευρωπόλ δεν έρχεται σε επαφή με ιδιώτες με σκοπό την ανάκτηση πληροφοριών.

5.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 36 και 37, η Ευρωπόλ δεν διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε ιδιώτες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 28

Γενικές αρχές προστασίας των δεδομένων

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε θεμιτή και σύννομη επεξεργασία·

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς αυτούς. Η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για ιστορικούς και στατιστικούς σκοπούς και για σκοπούς επιστημονικής έρευνας δεν θεωρείται ασυμβίβαστη, υπό την προϋπόθεση ότι η Ευρωπόλ παρέχει κατάλληλες εγγυήσεις, ιδίως για να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία για άλλους σκοπούς·

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται σε ό,τι είναι αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·

δ)

είναι ακριβή και επικαιροποιημένα· πρέπει να λαμβάνεται κάθε εύλογο μέτρο ώστε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υφίστανται επεξεργασία, να διαγράφονται ή να διορθώνονται χωρίς καθυστέρηση·

ε)

διατηρούνται σε μορφή που επιτρέπει ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων για διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το απαιτούμενο για τους σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία· και

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ασφάλειά τους.

2.   Η Ευρωπόλ θέτει στη διάθεση του κοινού έγγραφο όπου εκτίθενται με σαφήνεια οι διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα μέσα που διατίθενται για την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

Άρθρο 29

Αξιολόγηση της αξιοπιστίας της πηγής και της ακρίβειας των πληροφοριών

1.   Η αξιοπιστία της πηγής πληροφοριών που προέρχονται από κράτος μέλος αξιολογείται κατά το δυνατόν από το παρέχον κράτος μέλος, βάσει των ακόλουθων κωδικών αξιολόγησης πηγής:

 

(Α): εάν δεν υπάρχει αμφιβολία για την αυθεντικότητα, την αξιοπιστία και την εγκυρότητα της πηγής, ή οι πληροφορίες παρέχονται από πηγή η οποία έχει πάντοτε αποδειχθεί αξιόπιστη·

 

(Β): εάν οι πληροφορίες προέρχονται από πηγή που έχει αποδειχθεί αξιόπιστη στις περισσότερες περιπτώσεις·

 

(Γ): εάν οι πληροφορίες προέρχονται από πηγή η οποία έχει αποδειχθεί αναξιόπιστη στις περισσότερες περιπτώσεις·

 

(Χ): εάν η αξιοπιστία της πηγής δεν μπορεί να εξακριβωθεί.

2.   Η ακρίβεια των πληροφοριών που προέρχονται από κράτος μέλος αξιολογείται κατά το δυνατόν από το παρέχον κράτος μέλος μέσω των ακόλουθων κωδικών αξιολόγησης:

 

(1): πληροφορίες αναμφίβολης ακρίβειας·

 

(2): πληροφορίες τις οποίες γνωρίζει προσωπικά η πηγή, αλλά όχι και ο αξιωματούχος που τις διαβιβάζει·

 

(3): πληροφορίες που δεν γνωρίζει προσωπικά η πηγή, αλλά οι οποίες επιβεβαιώνονται από άλλες πληροφορίες που έχουν ήδη καταγραφεί·

 

(4): πληροφορίες που δεν γνωρίζει προσωπικά η πηγή και οι οποίες δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.

3.   Εάν η Ευρωπόλ, βάσει των πληροφοριών που ήδη διαθέτει, συμπεράνει ότι η αξιολόγηση των παραγράφων 1 και 2 πρέπει να διορθωθεί, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και προσπαθεί να συνεννοηθεί μαζί του για την τροποποίηση της αξιολόγησης. Η Ευρωπόλ δεν τροποποιεί την αξιολόγηση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους.

4.   Εάν η Ευρωπόλ λάβει από κράτος μέλος πληροφορίες χωρίς την αξιολόγηση των παραγράφων 1 και 2, προσπαθεί να αξιολογήσει την αξιοπιστία της πηγής ή της ακριβείας των πληροφοριών βάσει των πληροφοριών που ήδη έχει. Η αξιολόγηση των δεδομένων και πληροφοριών γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του παρέχοντος κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη και η Ευρωπόλ μπορούν επίσης να καταλήξουν σε γενική συμφωνία επί της αξιολόγησης συγκεκριμένων κατηγοριών δεδομένων και συγκεκριμένων πηγών. Εάν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτευχθεί συμφωνία ή εάν δεν υφίσταται γενική συμφωνία, η Ευρωπόλ αξιολογεί τις πληροφορίες ή τα δεδομένα και τους αποδίδει τους κωδικούς αξιολόγησης (Χ) και (4), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 αναλόγως.

5.   Όταν η Ευρωπόλ λαμβάνει δεδομένα ή πληροφορίες από φορέα της Ένωσης, τρίτη χώρα, διεθνή οργανισμό ή ιδιωτικό φορέα, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν.

6.   Οι πληροφορίες από πηγές διαθέσιμες στο κοινό αξιολογούνται από την Ευρωπόλ βάσει των κωδικών αξιολόγησης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

7.   Όταν οι πληροφορίες είναι αποτέλεσμα ανάλυσης της Ευρωπόλ κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ αξιολογεί τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το παρόν άρθρο και με τη σύμφωνη γνώμη των κρατών μελών που συμμετείχαν στην ανάλυση.

Άρθρο 30

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαφόρων κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θυμάτων αξιόποινων πράξεων, μαρτύρων ή άλλων προσώπων που μπορούν να δώσουν πληροφορίες για αξιόποινες πράξεις, ή προσώπων ηλικίας κάτω των 18 ετών, επιτρέπεται εάν είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων αρμοδιότητας της Ευρωπόλ.

2.   Η επεξεργασία, με αυτοματοποιημένα ή άλλα μέσα, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και γενετικών δεδομένων και δεδομένων που αφορούν την υγεία και τη σεξουαλική ζωή απαγορεύεται, εκτός εάν είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική για την αποτροπή ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων αρμοδιότητας της Ευρωπόλ και εάν τα δεδομένα αυτά συμπληρώνουν άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ. Απαγορεύεται η επιλογή συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων με βάση αποκλειστικά τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Μόνο η Ευρωπόλ έχει άμεση πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως εκείνα των παραγράφων 1 και 2. Ο εκτελεστικός διευθυντής εξουσιοδοτεί δεόντως περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων της Ευρωπόλ οι οποίοι θα έχουν τέτοια πρόσβαση εάν αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Καμία απόφαση αρμόδιας αρχής που παράγει δυσμενείς νομικές συνέπειες για το υποκείμενο των δεδομένων δεν βασίζεται αποκλειστικά στην αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων όπως εκείνα της παραγράφου 2, εκτός εάν η λήψη της απόφασης επιτρέπεται ρητώς δυνάμει του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου.

5.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως εκείνα των παραγράφων 1 και 2 δεν διαβιβάζονται σε κράτη μέλη, φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, εκτός εάν τέτοιες διαβιβάσεις είναι απολύτως αναγκαίες και αναλογικές σε μεμονωμένες περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων αρμοδιότητας της Ευρωπόλ και σύμφωνα με το κεφάλαιο V.

6.   Η Ευρωπόλ παρέχει κάθε χρόνο στον ΕΕΠΔ στατιστική επισκόπηση όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και έχουν υποστεί επεξεργασία από αυτήν.

Άρθρο 31

Προθεσμίες αποθήκευσης και διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Ευρωπόλ αποθηκεύονται από την Ευρωπόλ μόνο για όσο διάστημα είναι αυστηρώς αναγκαίο και αναλογικό για τον σκοπό για τον οποίο τα δεδομένα γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας.

2.   Η Ευρωπόλ επανεξετάζει σε κάθε περίπτωση την ανάγκη συνέχισης της αποθήκευσης το αργότερο τρία χρόνια μετά την έναρξη της αρχικής επεξεργασίας των δεδομένων. Εάν η συνέχιση της αποθήκευσης εξακολουθεί να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ μπορεί να συνεχίσει την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέχρι την επόμενη επανεξέταση, η οποία πραγματοποιείται έπειτα από μια ακόμη τριετία. Οι λόγοι για τη συνέχιση της αποθήκευσης αιτιολογούνται και καταγράφονται. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση της αποθήκευσης των δεδομένων, αυτά διαγράφονται αυτομάτως μετά από τρία έτη.

3.   Εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2 αποθηκεύονται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ενημερώνεται σχετικά ο ΕΕΠΔ.

4.   Στην περίπτωση που κατά τον χρόνο της διαβίβασης κράτος μέλος, φορέας της Ένωσης, τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός έχει υποδείξει περιορισμό που αφορά προγενέστερη διαγραφή ή καταστροφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2, η Ευρωπόλ διαγράφει τα δεδομένα σύμφωνα με τον περιορισμό. Εάν η συνέχιση της αποθήκευσης των δεδομένων κρίνεται απαραίτητη, βάσει πληροφοριών οι οποίες είναι λεπτομερέστερες από εκείνες που έχει στη διάθεσή του ο πάροχος των δεδομένων, για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ ζητά άδεια από τον πάροχο των δεδομένων να συνεχίσει να αποθηκεύει τα δεδομένα, αιτιολογώντας το αίτημά της.

5.   Στην περίπτωση που κράτος μέλος, φορέας της Ένωσης, τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός διαγράψει από τα αρχεία του προσωπικά δεδομένα τα οποία έχει διαβιβάσει στην Ευρωπόλ, οφείλει να ενημερώσει σχετικά την Ευρωπόλ. Η Ευρωπόλ διαγράφει τα δεδομένα αυτά, εκτός εάν η συνέχιση της αποθήκευσής τους κριθεί απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων της, με βάση πληροφορίες οι οποίες είναι λεπτομερέστερες από εκείνες που έχει στη διάθεσή του ο πάροχος των δεδομένων. Η Ευρωπόλ ενημερώνει τον πάροχο των δεδομένων σχετικά με τη συνέχιση της αποθήκευσής των δεδομένων αυτών και την αιτιολογεί.

6.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαγράφονται εάν:

α)

η διαγραφή θίγει τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων το οποίο χρήζει προστασίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δεδομένα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο με τη ρητή και γραπτή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων·

β)

η ακρίβειά τους αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται ώστε τα κράτη μέλη ή η Ευρωπόλ, ανάλογα με την περίπτωση, να εξακριβώσουν την ακρίβειά τους·

γ)

επιβάλλεται να διατηρηθούν για σκοπούς απόδειξης ή για την θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικής αξίωσης· ή

δ)

το υποκείμενο των δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή τους και ζητεί αντ' αυτής περιορισμό στη χρήση τους.

Άρθρο 32

Ασφάλεια της επεξεργασίας

1.   Η Ευρωπόλ εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή απαγορευμένη δημοσιοποίηση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μορφή παράνομης επεξεργασίας.

2.   Όσον αφορά την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, η Ευρωπόλ και κάθε κράτος μέλος εφαρμόζουν μέτρα που έχουν ως στόχο:

α)

την απαγόρευση της πρόσβασης μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε εξοπλισμό επεξεργασίας δεδομένων που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος πρόσβασης σε εξοπλισμό)·

β)

την αποφυγή της μη επιτρεπόμενης ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή αφαίρεσης υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος υποθεμάτων δεδομένων)·

γ)

την αποφυγή της μη επιτρεπόμενης εισαγωγής δεδομένων και του μη επιτρεπόμενου ελέγχου, τροποποίησης ή διαγραφής αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος αποθήκευσης)·

δ)

την αποτροπή της χρήσης συστημάτων αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με τη χρήση εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος των χρηστών)·

ε)

να διασφαλίζεται ότι πρόσωπα που διαθέτουν εξουσιοδότηση για τη χρήση συστήματος αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων διαθέτουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που καλύπτονται από το δικαίωμα πρόσβασης που τους αναγνωρίζεται (έλεγχος της πρόσβασης σε δεδομένα)·

στ)

να διασφαλίζεται ότι είναι δυνατό να εξακριβώνεται και να αποδεικνύεται σε ποιους φορείς επιτρέπεται να διαβιβάζονται ή έχουν διαβιβαστεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη χρήση εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος της διαβίβασης)·

ζ)

να διασφαλίζεται ότι είναι δυνατό να εξακριβώνεται και να αποδεικνύεται ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν εισαχθεί στα συστήματα αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων, πότε και από ποιον (έλεγχος της εισαγωγής)·

η)

να διασφαλίζεται ότι είναι δυνατό να εξακριβώνεται και να αποδεικνύεται σε ποιά δεδομένα υπήρξε πρόσβαση, από ποιο μέλος του προσωπικού και τι ώρα (καταγραφή πρόσβασης)·

θ)

να εμποδίζεται η άνευ εξουσιοδότησης ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος της μεταφοράς)·

ι)

να διασφαλίζεται η δυνατότητα άμεσης αποκατάστασης της λειτουργίας εγκατεστημένων συστημάτων σε περίπτωση διακοπής (αποκατάσταση)· και

ια)

να διασφαλίζεται ότι το σύστημα λειτουργεί αλάνθαστα, ότι γνωστοποιείται αμέσως κάθε ελαττωματική λειτουργία που παρουσιάζεται (αξιοπιστία) και ότι τα αποθηκευμένα δεδομένα δεν είναι δυνατό να υποστούν αλλοίωση εξαιτίας κακής λειτουργίας του συστήματος (ακεραιότητα).

3.   Η Ευρωπόλ και τα κράτη μέλη καθορίζουν μηχανισμούς οι οποίοι διασφαλίζουν ότι οι ανάγκες ασφάλειας λαμβάνονται υπόψη στην οριοθέτηση των συστημάτων πληροφοριών.

Άρθρο 33

Προστασία των δεδομένων ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού

Η Ευρωπόλ εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και διαδικασίες έτσι ώστε η επεξεργασία να τηρεί τον παρόντα κανονισμό και να εξασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

Άρθρο 34

Κοινοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις οικείες αρχές

1.   Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Ευρωπόλ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την παραβίαση προσωπικών δεδομένων στον ΕΕΠΔ, καθώς και στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παράγραφος 5, καθώς και στον πάροχο των εν λόγω δεδομένων.

2.   Η κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει, κατ' ελάχιστον:

α)

να περιγράφει τη φύση της παραβίασης προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατό και προσήκον, των κατηγοριών και του αριθμού των ενδιαφερόμενων υποκειμένων των δεδομένων, των κατηγοριών και του αριθμού των σχετικών αρχείων δεδομένων·

β)

να περιγράφει τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

να περιγράφει τα μέτρα που προτείνονται ή που λήφθηκαν από την Ευρωπόλ για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· και

δ)

όπου είναι σκόπιμο, να συνιστά μέτρα για το μετριασμό των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η Ευρωπόλ τεκμηριώνει τυχόν παραβιάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση, τις επιπτώσεις τους και τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν, επιτρέποντας στον ΕΕΠΔ να εξακριβώσει τη συμμόρφωση προς το παρόν άρθρο.

Άρθρο 35

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στο άρθρο 34 ενδέχεται να επηρεάσει σοβαρά και αρνητικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, η Ευρωπόλ γνωστοποιεί την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων στο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Η γνωστοποίηση στο ενδιαφερόμενο υποκείμενο των δεδομένων, όπως διατυπώνεται στην παράγραφο 1 περιγράφει, αν είναι εφικτό, τη φύση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνιστά μέτρα για το μετριασμό των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων και περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων.

3.   Εάν η Ευρωπόλ δεν διαθέτει τα στοιχεία επικοινωνίας του υποκειμένου των δεδομένων, ζητεί από τον πάροχο των δεδομένων να γνωστοποιήσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων και να ενημερώσει την Ευρωπόλ σχετικά με την απόφαση που ελήφθη. Τα κράτη μέλη που παρείχαν τα δεδομένα γνωστοποιούν την παραβίαση στο ενδιαφερόμενο υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο.

4.   Η γνωστοποίηση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων δεν απαιτείται εφόσον:

α)

η Ευρωπόλ έχει εφαρμόσει σχετικά με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορά η παράβαση κατάλληλα τεχνολογικά μέτρα προστασίας που καθιστούν τα δεδομένα ακατανόητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο δεν διαθέτει εξουσία πρόσβασης σε αυτά· ή

β)

η Ευρωπόλ έλαβε επακόλουθα μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν είναι πλέον πιθανό να θιγούν σοβαρά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων· ή

γ)

η γνωστοποίηση προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες, ιδίως λόγω του αριθμού των σχετικών υποθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνεται δημόσια γνωστοποίηση ή να λαμβάνεται παρόμοιο μέτρο με το οποίο τα οικεία υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

5.   Η γνωστοποίηση στο υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να καθυστερήσει, να περιοριστεί ή να παραλειφθεί όταν αυτό συνιστά αναγκαίο μέτρο λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα έννομα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου προσώπου:

α)

για αποφυγή της παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών·

β)

για αποφυγή της παρεμπόδισης της πρόληψης, του εντοπισμού, της διερεύνησης και της δίωξης αξιόποινων πράξεων ή για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων·

γ)

για προστασία της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας·

δ)

για προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

Άρθρο 36

Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Κάθε πρόσωπο δικαιούται να λαμβάνει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, πληροφορίες σχετικά με το αν η Ευρωπόλ επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, η Ευρωπόλ παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων:

α)

επιβεβαίωση σχετικά με το εάν τα δεδομένα που το αφορούν υποβάλλονται ή όχι σε επεξεργασία·

β)

πληροφορίες τουλάχιστον σχετικά με τους σκοπούς της επεξεργασίας, τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά, και τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα·

γ)

γνωστοποίηση, με κατανοητή μορφή, των υπό επεξεργασία δεδομένων καθώς και κάθε διαθέσιμης πληροφορίας σχετικά με την προέλευσή τους·

δ)

αναφορά της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η επεξεργασία των δεδομένων·

ε)

το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα αποθήκευσης των προσωπικών δεδομένων·

στ)

την ύπαρξη του δικαιώματος υποβολής αιτήματος προς την Ευρωπόλ για διόρθωση, διαγραφή ή περιορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων.

3.   Εάν τα υποκείμενα των δεδομένων επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, μπορούν να υποβάλλουν χωρίς υπερβολικά έξοδα σχετική αίτηση προς την αρχή που έχει οριστεί για τον σκοπό αυτό στο κράτος μέλος της επιλογής τους. Η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στην Ευρωπόλ αμελλητί και, σε κάθε περίπτωση, εντός μηνός από την παραλαβή της. Η Ευρωπόλ επιβεβαιώνει την παραλαβή της αίτησης.

4.   Η Ευρωπόλ επιβεβαιώνει την παραλαβή της αίτησης κατά την παράγραφο 3. Η Ευρωπόλ απαντά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης εθνικής αρχής.

5.   Η Ευρωπόλ συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 5, και τον πάροχο των δεδομένων σχετικά με την απόφαση που καλείται να λάβει. Η απόφαση για τη χορήγηση πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα τελεί υπό την αίρεση της στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών και του παρόχου των δεδομένων που επηρεάζεται άμεσα από την πρόσβαση του υποκειμένου των δεδομένων στα εν λόγω δεδομένα. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος ή ο πάροχος των δεδομένων έχει αντίρρηση για την απάντηση που προτίθεται να δώσει η Ευρωπόλ, γνωστοποιεί τους λόγους της αντίρρησής του στην Ευρωπόλ σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Η Ευρωπόλ λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη αυτές τις αντιρρήσεις. Η Ευρωπόλ κοινοποιεί ακολούθως την απόφασή της στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παράγραφος 5 και στον πάροχο των δεδομένων.

6.   Η παροχή πληροφοριών ως απάντηση σε οιαδήποτε αίτηση βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να απορρίπτεται ή να περιορίζεται αν αυτή η απόρριψη ή ο περιορισμός αποτελεί αναγκαίο μέτρο προκειμένου:

α)

να μπορέσει η Ευρωπόλ να εκπληρώσει καταλλήλως τα καθήκοντά της·

β)

να προστατευτεί η ασφάλεια και η δημόσια τάξη ή να αποτραπεί η εγκληματικότητα·

γ)

να διασφαλιστεί ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο τυχόν εθνική έρευνα· ή

δ)

για προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξαίρεσης λαμβάνονται υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα και συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων.

7.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει γραπτώς το υποκείμενο των δεδομένων για οποιαδήποτε άρνηση ή περιορισμό της πρόσβασης, για τους λόγους της απόφασης αυτής, καθώς και για το δικαίωμά του να υποβάλει καταγγελία στον ΕΕΠΔ. Εάν η παροχή των πληροφοριών αυτών θα καθιστούσε την παράγραφο 6 ανίσχυρη, η Ευρωπόλ γνωστοποιεί μόνον στο ενδιαφερόμενο υποκείμενο των δεδομένων ότι διενήργησε τους ελέγχους χωρίς να δώσει οιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία ενδέχεται να του αποκαλύψει εάν η Ευρωπόλ επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

Άρθρο 37

Δικαίωμα διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού

1.   Τα υποκείμενα των δεδομένων που έλαβαν πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 36 έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από την Ευρωπόλ, μέσω της αρχής που έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν στο κράτος μέλος της επιλογής τους, τη διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν ή τα οποία έχει στην κατοχή της η Ευρωπόλ εάν αυτά είναι εσφαλμένα, ή τη συμπλήρωση ή την επικαιροποίησή τους. Η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στην Ευρωπόλ αμελλητί και, σε κάθε περίπτωση, εντός μηνός από την παραλαβή της.

2.   Τα υποκείμενα των δεδομένων που έλαβαν πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος κανονισμού έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από την Ευρωπόλ, μέσω της αρχής που έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν στο κράτος μέλος της επιλογής τους, τη διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και έχει στην κατοχή της η Ευρωπόλ εάν αυτά είναι εσφαλμένα και τη συμπλήρωση ή την επικαιροποίησή τους. Η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στην Ευρωπόλ αμελλητί και, σε κάθε περίπτωση, εντός μηνός από την παραλαβή της.

3.   Εάν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρείται ότι η διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της παραγράφου 2 θα μπορούσε να βλάψει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, αυτά δεν διαγράφονται αλλά περιορίζονται από την Ευρωπόλ. Τα περιορισμένα δεδομένα υπόκεινται σε επεξεργασία μόνο για τον σκοπό για τον οποίο παρεμποδίστηκε η διαγραφή τους.

4.   Η Ευρωπόλ διορθώνει, διαγράφει ή περιορίζει προσωπικά δεδομένα όπως αυτά που περιγράφονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, τα οποία έχουν περιέλθει στην κατοχή της κατόπιν διαβίβασης από τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς ή φορείς της Ένωσης, έχουν παρασχεθεί απευθείας από ιδιωτικούς φορείς ή έχουν ανακτηθεί από την Ευρωπόλ από πηγές διαθέσιμες στο κοινό ή είναι προϊόν των αναλύσεων της ίδιας της Ευρωπόλ και ενημερώνει, κατά περίπτωση, τον πάροχο των δεδομένων.

5.   Τα κράτη μέλη διορθώνουν, διαγράφουν ή περιορίζουν σε συνεργασία με την Ευρωπόλ και εντός του πλαισίου των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους προσωπικά δεδομένα όπως αυτά που περιγράφονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, τα οποία έχουν τα ίδια διαβιβάσει στην Ευρωπόλ.

6.   Σε περίπτωση που ανακριβή προσωπικά δεδομένα έχουν διαβιβαστεί με άλλον κατάλληλο τρόπο ή σε περίπτωση που τα λάθη σε δεδομένα τα οποία έχουν παρασχεθεί από κράτη μέλη οφείλονται σε εσφαλμένη διαβίβαση ή διαβίβαση κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού ή εάν τα λάθη είναι αποτέλεσμα της καταχώρισης, της απόκτησης ή της αποθήκευσης των δεδομένων με εσφαλμένο τρόπο ή κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού από την Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα σε συνεργασία με τον ενδιαφερόμενο πάροχο των δεδομένων.

7.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 4, 5 και 6, όλοι οι αποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται πάραυτα. Σύμφωνα με τους ισχύοντες έναντι αυτών κανόνες, οι αποδέκτες στη συνέχεια διορθώνουν, διαγράφουν ή περιορίζουν τα δεδομένα αυτά στα συστήματά τους.

8.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος κατά την παράγραφο 1 ή 2, ότι δεδομένα που τα αφορούν έχουν διορθωθεί, διαγραφεί ή περιοριστεί.

9.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων εντός τριμήνου από την παραλαβή του αιτήματος κατά την παράγραφο 1 ή 2 σχετικά με τυχόν απόρριψη διόρθωσης ή διαγραφής ή περιορισμού, σχετικά με το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης, καθώς και με τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και άσκησης δικαστικής προσφυγής.

Άρθρο 38

Ευθύνη για θέματα προστασίας των δεδομένων

1.   Η Ευρωπόλ αποθηκεύει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η πηγή τους σύμφωνα με το άρθρο 17.

2.   Η ευθύνη ποιότητος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο δ) βαρύνει:

α)

το κράτος μέλος ή τον φορέα της Ένωσης που παρέσχε τα δεδομένα αυτά στην Ευρωπόλ·

β)

την Ευρωπόλ όσον αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα παρεχόμενα από τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς, ή απευθείας από ιδιωτικούς φορείς, καθώς και όσον αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακτώνται από την Ευρωπόλ από πηγές διαθέσιμες στο κοινό ή που προκύπτουν από εργασίες ανάλυσης της ίδιας της Ευρωπόλ και όσον αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποθηκευμένα από την Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 5.

3.   Εάν η Ευρωπόλ διαπιστώσει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρασχέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) είναι ανακριβή ή έχουν αποθηκευτεί παρανόμως, τότε ενημερώνει σχετικά τον πάροχο αυτών των δεδομένων.

4.   Η Ευρωπόλ είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση προς τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), ε) και στ).

5.   Η ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βαρύνει:

α)

τα κράτη μέλη που προσκόμισαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπόλ·

β)

την Ευρωπόλ στην περίπτωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχει παράσχει στα κράτη μέλη, σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς.

6.   Σε περίπτωση διαβίβασης μεταξύ της Ευρωπόλ και φορέα της Ένωσης, η ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης βαρύνει την Ευρωπόλ.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, σε περίπτωση διαβίβασης δεδομένων από την Ευρωπόλ κατόπιν αιτήματος του αποδέκτη, υπεύθυνοι για τη νομιμότητα της διαβίβασης είναι αμφότεροι η Ευρωπόλ και ο αποδέκτης.

7.   Η Ευρωπόλ είναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εκτελεί η ίδια, πλην της διμερούς ανταλλαγής δεδομένων που γίνεται με χρήση της υποδομής της Ευρωπόλ μεταξύ κρατών μελών, φορέων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών, στην οποία η Ευρωπόλ δεν έχει πρόσβαση. Η διμερής ανταλλαγή αυτή πραγματοποιείται υπ' ευθύνη των ενδιαφερομένων οντοτήτων και σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Η ασφάλεια αυτής της ανταλλαγής κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 32.

Άρθρο 39

Προηγούμενη διαβούλευση

1.   Κάθε νέος τύπος πράξεων επεξεργασίας που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, υπόκειται σε προηγούμενη διαβούλευση εφόσον:

α)

υποβάλλονται σε επεξεργασία ειδικές κατηγορίες δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2·

β)

ο τύπος της επεξεργασίας, ειδικότερα με χρήση νέων τεχνολογιών, μηχανισμών ή διαδικασιών, ενέχει κατά τα άλλα ιδιαίτερους κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες, και ιδίως για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Η προηγούμενη διαβούλευση διενεργείται από τον ΕΕΠΔ κατόπιν κοινοποίησης από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων η οποία περιέχει τουλάχιστον γενική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας, εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, τα μέτρα που προβλέπονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, εγγυήσεις και μέτρα ασφαλείας και μηχανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η τήρηση του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων.

3.   Ο ΕΕΠΔ παραδίδει την γνώμη του στο διοικητικό συμβούλιο εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί έως ότου ο ΕΕΠΔ λάβει τυχόν περαιτέρω πληροφορίες που έχει ζητήσει.

Η μη έκδοση γνώμης μετά την παρέλευση 4 μηνών εκλαμβάνεται ως ευνοϊκή γνώμη.

Εάν, κατά τη γνώμη του ΕΕΠΔ, η κοινοποιούμενη επεξεργασία μπορεί να συνεπάγεται παραβίαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ο ΕΕΠΔ διατυπώνει, ανάλογα με την περίπτωση, προτάσεις για την αποτροπή της παραβίασης. Εάν η Ευρωπόλ δεν προβεί σε αντίστοιχη τροποποίηση της πράξης επεξεργασίας, ο ΕΕΠΔ δύναται να ασκήσει τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 43 παράγραφος 3.

4.   Ο ΕΕΠΔ τηρεί μητρώο με όλες τις πράξεις επεξεργασίας που του κοινοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 1. Το μητρώο αυτό δεν δημοσιοποιείται.

Άρθρο 40

Καταχώριση και τεκμηρίωση

1.   Για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, του αυτοελέγχου και της διασφάλισης της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων, η Ευρωπόλ τηρεί αρχεία συλλογής, μεταβολής, πρόσβασης, γνωστοποίησης, συνδυασμού ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις αυτού του είδους διαγράφονται μετά από την τριετία, εκτός εάν τα δεδομένα που περιέχουν εξακολουθούν να είναι αναγκαία για συνεχή έλεγχο. Οι καταχωρίσεις δεν μπορούν να τροποποιηθούν.

2.   Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαβιβάζονται, κατόπιν αιτήσεως, στον ΕΕΠΔ, στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων και, αν είναι αναγκαίες για μια συγκεκριμένη έρευνα, στην ενδιαφερόμενη εθνική μονάδα. Οι πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί κατ' αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων και για τη διασφάλιση της ορθής επεξεργασίας τους καθώς και της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων.

Άρθρο 41

Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων

1.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος πρέπει να είναι μέλος του προσωπικού. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων απολαύει πλήρους ανεξαρτησίας.

2.   Η επιλογή του υπευθύνου προστασίας δεδομένων γίνεται με κριτήριο τα προσωπικά και επαγγελματικά του προσόντα και, ιδίως, τις ειδικές του γνώσεις στον τομέα της προστασίας δεδομένων.

Κατά την επιλογή του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, εξασφαλίζεται ότι δεν θα μπορούσε να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων από την άσκηση των καθηκόντων του ως υπευθύνου και άλλων επισήμων καθηκόντων που μπορεί ενδεχομένως να ασκεί, ειδικότερα των καθηκόντων που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

3.   Η διάρκεια της θητείας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων είναι τέσσερα έτη. Η θητεία του μπορεί να ανανεώνεται, χωρίς όμως η συνολική διάρκεια της θητείας να μπορεί να υπερβεί τα οκτώ έτη. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι δυνατόν να απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του ως υπευθύνου προστασίας δεδομένων από το διοικητικό συμβούλιο μόνο με τη συγκατάθεση του ΕΕΠΔ, εφόσον έχει παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο που διορίζει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, γνωστοποιεί εν συνεχεία το όνομα αυτού στον ΕΕΠΔ.

5.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν είναι δυνατόν να λαμβάνει εντολές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

6.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει ειδικότερα τα ακόλουθα καθήκοντα όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διοικητικής φύσεως:

α)

διασφαλίζει κατά ανεξάρτητο τρόπο την εσωτερική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)

διασφαλίζει ότι τηρούνται αρχεία διαβίβασης και παραλαβής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

διασφαλίζει ότι τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται κατόπιν αιτήσεώς τους σχετικά με τα δικαιώματά τους βάσει του παρόντος κανονισμού·

δ)

συνεργάζεται με το προσωπικό της Ευρωπόλ που είναι υπεύθυνο για τις διαδικασίες, την εκπαίδευση και την παροχή συμβουλών σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων·

ε)

συνεργάζεται με τον ΕΕΠΔ·

στ)

καταρτίζει ετήσια έκθεση και την κοινοποιεί στο διοικητικό συμβούλιο και στον ΕΕΠΔ.

ζ)

τηρεί μητρώο παραβιάσεων προσωπικών δεδομένων.

7.   Επιπλέον, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διοικητικής φύσεως.

8.   Στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διαθέτει πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που επεξεργάζεται η Ευρωπόλ και σε όλους τους χώρους της Ευρωπόλ.

9.   Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενημερώνει σχετικά τον εκτελεστικό διευθυντή ζητώντας την επίλυση του ζητήματος της παραβίασης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

Αν ο εκτελεστικός διευθυντής δεν δώσει λύση στο ζήτημα της παραβίασης των διατάξεων περί επεξεργασίας εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνει σχετικά το διοικητικό συμβούλιο. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και το διοικητικό συμβούλιο συμφωνούν από κοινού προθεσμία εντός της οποίας το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να απαντήσει. Αν το διοικητικό συμβούλιο δεν επιλύσει το ζήτημα της μη συμμόρφωσης εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων παραπέμπει το ζήτημα στον ΕΕΠΔ.

10.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει κανόνες εφαρμογής σχετικά με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Οι εν λόγω κανόνες αφορούν, ιδίως, τη διαδικασία επιλογής για τη θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και την καθαίρεσή του, τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις, τις εξουσίες και τα μέτρα διασφάλισης της ανεξαρτησίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων.

11.   Η Ευρωπόλ παρέχει στον υπεύθυνο επεξεργασίας δεδομένων το αναγκαίο προσωπικό και πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα μέλη του εν λόγω προσωπικού έχουν πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ και στους υπηρεσιακούς της χώρους μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την άσκηση των καθηκόντων τους.

12.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων και το προσωπικό του υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1.

Άρθρο 42

Εποπτεία από την εθνική εποπτική αρχή

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια εθνική εποπτική αρχή, αποστολή της οποίας είναι να ελέγχει, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο και υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, τη νομιμότητα της διαβίβασης, ανάκτησης και κοινοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπόλ από το οικείο κράτος μέλος, καθώς επίσης να εξετάζει κατά πόσον μια τέτοια διαβίβαση, ανάκτηση ή κοινοποίηση παραβιάζει τα δικαιώματα των οικείων υποκειμένων των δεδομένων. Για τον σκοπό αυτό, η εθνική εποπτική αρχή έχει πρόσβαση στους χώρους της οικείας εθνικής μονάδας ή στους χώρους που χρησιμοποιούν οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι, στα δεδομένα που υποβάλλονται από το οικείο κράτος μέλος στην Ευρωπόλ, σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διαδικασίες και στις καταχωρίσεις και τεκμηριώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 40.

2.   Για τους σκοπούς της άσκησης των εποπτικών τους καθηκόντων, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν πρόσβαση στα γραφεία και στα έγγραφα των αξιωματικών-συνδέσμων τους στην Ευρωπόλ.

3.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές εποπτεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διαδικασίες, τις δραστηριότητες των εθνικών μονάδων και τις δραστηριότητες των αξιωματικών-συνδέσμων, στο μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές αφορούν την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τηρούν επίσης ενήμερο τον ΕΕΠΔ για κάθε ενέργεια στην οποία προβαίνουν σε σχέση με την Ευρωπόλ.

4.   Κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει από την εθνική εποπτική αρχή να διασφαλίσει τη νομιμότητα οποιασδήποτε διαβίβασης ή κοινοποίησης στην Ευρωπόλ δεδομένων που το αφορούν υπό οποιαδήποτε μορφή, καθώς και τη νομιμότητα της πρόσβασης του οικείου κράτους μέλους στα δεδομένα αυτά. Το δικαίωμα αυτό ασκείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση.

Άρθρο 43

Εποπτεία από τον ΕΕΠΔ

1.   Ο ΕΕΠΔ είναι αρμόδιος για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, καθώς και για παροχή συμβουλών προς την Ευρωπόλ και στα υποκείμενα των δεδομένων για κάθε θέμα που αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για το σκοπό αυτόν εκπληρώνει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και ασκεί τις εξουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 3 ενώ συνεργάζεται στενά με τις εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 44.

2.   Ο ΕΕΠΔ έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

α)

εξέταση και διερεύνηση ενστάσεων και ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνάς του εντός εύλογης προθεσμίας·

β)

διενέργεια ερευνών είτε αυτεπαγγέλτως ή μετά από ένσταση, και ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνάς του εντός εύλογης προθεσμίας·

γ)

παρακολούθηση και διασφάλιση της εφαρμογής από την Ευρωπόλ των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

παροχή συμβουλών στη Ευρωπόλ, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε αφού ζητηθεί η γνώμη του, επί όλων των θεμάτων που άπτονται της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως προτού αυτή καταρτίσει εσωτερικές ρυθμίσεις σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ε)

τήρηση μητρώου με τους νέους τύπους πράξεων επεξεργασίας οι οποίες του κοινοποιούνται δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 1 και οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 4·

στ)

διενέργεια προηγούμενης διαβούλευσης επί των πράξεων επεξεργασίας που του κοινοποιούνται.

3.   Ο ΕΕΠΔ δύναται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:

α)

να παρέχει συμβουλές στα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους·

β)

να παραπέμπει στην Ευρωπόλ περιπτώσεις εικαζόμενης παραβίασης των διατάξεων που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ενδεχομένως, να διατυπώνει προτάσεις για την επανόρθωση αυτής της παραβίασης και τη βελτίωση της προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων·

γ)

να εντέλλεται την ικανοποίηση των αιτημάτων για άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων όσον αφορά τα δεδομένα, εάν τα εν λόγω αιτήματα έχουν απορριφθεί κατά παράβαση των άρθρων 36 και 37·

δ)

να προειδοποιεί ή να επιπλήττει την Ευρωπόλ·

ε)

να αναθέτει στην Ευρωπόλ την εκτέλεση της διόρθωσης, του περιορισμού, της διαγραφής ή της καταστροφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία κατά παράβαση των διατάξεων που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την κοινοποίηση των μέτρων αυτών στους τρίτους στους οποίους έχουν κοινολογηθεί τα δεδομένα αυτά·

στ)

να επιβάλλει προσωρινή ή οριστική απαγόρευση αυτών των πράξεων επεξεργασίας από την Ευρωπόλ που αντιβαίνουν στις διατάξεις περί επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ζ)

να προσφεύγει στην Ευρωπόλ και, εάν παρίσταται ανάγκη, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή·

η)

να προσφεύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους που προβλέπει η ΣΛΕΕ·

θ)

να παρεμβαίνει σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Ο ΕΕΠΔ έχει την εξουσία:

α)

να απαιτεί από την Ευρωπόλ πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τις έρευνές του·

β)

να απαιτεί πρόσβαση σε όλους τους χώρους στους οποίους ασκεί τις δραστηριότητές της η Ευρωπόλ, εφόσον εικάζεται ευλόγως ότι ασκείται δραστηριότητα διεπόμενη από τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο ΕΕΠΔ καταρτίζει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του στο πλαίσιο της εποπτείας της Ευρωπόλ, αφού ζητήσει τη γνώμη των εθνικών εποπτικών αρχών. Η έκθεση αυτή αποτελεί τμήμα της ετήσιας έκθεσης του ΕΕΠΔ η οποία αναφέρεται στο άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει στατιστικές πληροφορίες σχετικά με ενστάσεις, έρευνες και διερευνήσεις διενεργούμενες κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2, καθώς και σχετικά με τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, περιπτώσεις προηγούμενης διαβούλευσης, και την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

6.   Το ΕΕΠΔ, οι υπάλληλοι και τα λοιπά μέλη της Γραμματείας του υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1.

Άρθρο 44

Συνεργασία μεταξύ του ΕΕΠΔ και των εθνικών εποπτικών αρχών

1.   Ο ΕΕΠΔ ενεργεί σε στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές σε ζητήματα που απαιτούν ανάμειξη των κρατών μελών, ιδίως σε περίπτωση που ο ΕΕΠΔ ή μια εθνική εποπτική αρχή διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των πρακτικών των κρατών μελών ή δυνητικά παράνομη διαβίβαση κατά τη χρήση των διαύλων της Ευρωπόλ για την ανταλλαγή πληροφοριών, ή στο πλαίσιο ζητημάτων που εγείρονται από μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο ΕΕΠΔ χρησιμοποιεί την εμπειρογνωσία και την εμπειρία των εθνικών εποπτικών αρχών για την εκτέλεση των καθηκόντων του που καθορίζονται στο άρθρο 43 παράγραφος 2. Κατά την διενέργεια κοινών επιθεωρήσεων με τον ΕΕΠΔ, τα μέλη και το προσωπικό των εθνικών εποπτικών αρχών, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, διαθέτουν εξουσίες ισοδύναμες με εκείνες του άρθρου 43 παράγραφος 4 και δεσμεύονται από υποχρέωση ισοδύναμη με αυτή του άρθρου 43 παράγραφος 6. Ο ΕΕΠΔ και οι εθνικές εποπτικές αρχές ανταλλάσσουν, εντός του πεδίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, συναφείς πληροφορίες και παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων.

3.   Ο ΕΕΠΔ ενημερώνει πλήρως τις εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με όλα τα ζητήματα που τις θίγουν άμεσα ή τις αφορούν. Κατόπιν αιτήσεως μιας ή περισσοτέρων εθνικών εποπτικών αρχών, ο ΕΕΠΔ τις ενημερώνει επί συγκεκριμένων θεμάτων.

4.   Σε περιπτώσεις που αφορούν δεδομένα προερχόμενα από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, και σε περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 47 παράγραφος 2, ο ΕΕΠΔ συνεννοείται με τις ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές. Ο ΕΕΠΔ δεν αποφασίζει τη λήψη περαιτέρω μέτρων προτού οι εν λόγω εθνικές εποπτικές αρχές του γνωστοποιήσουν τη θέση τους, εντός προθεσμίας μεταξύ ενός και τριών μηνών την οποία καθορίζει ο ΕΕΠΔ. Ο ΕΕΠΔ λαμβάνει στον ύψιστο βαθμό υπόψη την θέση των ενδιαφερομένων εθνικών εποπτικών αρχών. Σε περιπτώσεις όπου ο ΕΕΠΔ προτίθεται να μην ακολουθήσει τη θέση μιας εθνικής εποπτικής αρχής, ενημερώνει την εν λόγω αρχή, παρέχει αιτιολόγηση και υποβάλει το ζήτημα προς συζήτηση στο συμβούλιο συνεργασίας που ιδρύει το άρθρο 45 παράγραφος 1.

Στις περιπτώσεις τις οποίες ο ΕΕΠΔ κρίνει εξαιρετικά επείγουσες, μπορεί να αποφασίσει την λήψη άμεσων μέτρων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ΕΕΠΔ ενημερώνει πάραυτα τις ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές και αιτιολογεί τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης καθώς και τα μέτρα που έλαβε.

Άρθρο 45

Συμβούλιο συνεργασίας

1.   Δημιουργείται συμβούλιο συνεργασίας που έχει συμβουλευτικά καθήκοντα. Το συμβούλιο συνεργασίας απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο της εθνικής εποπτικής αρχής κάθε κράτους μέλους και από τον ΕΕΠΔ.

2.   Το συμβούλιο συνεργασίας ενεργεί με ανεξαρτησία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με την παράγραφο 3 και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιονδήποτε.

3.   Το συμβούλιο συνεργασίας έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συζητεί τη γενική πολιτική και στρατηγική για την εποπτεία της προστασίας δεδομένων της Ευρωπόλ και τη νομιμότητα της διαβίβασης, ανάκτησης και τυχόν κοινοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπόλ από τα κράτη μέλη·

β)

εξετάζει τις δυσκολίες στην ερμηνεία ή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

γ)

μελετά τα γενικά προβλήματα που αφορούν την άσκηση ανεξάρτητης εποπτείας ή την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων·

δ)

συζητεί και εκπονεί εναρμονισμένες προτάσεις για κοινές λύσεις στα ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1·

ε)

συζητεί περιπτώσεις που υποβλήθηκαν από τον ΕΕΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4·

στ)

συζητεί περιπτώσεις που υποβάλλονται από οποιαδήποτε εθνική εποπτική αρχή· και

ζ)

προάγει την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων.

4.   Το συμβούλιο συνεργασίας μπορεί να εκδώσει γνώμες, οδηγίες, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές. Μη θιγομένης της ανεξαρτησίας τους, ο ΕΕΠΔ και οι εθνικές εποπτικές αρχές, ενεργώντας εντός του πεδίου των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις ανωτέρω γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές.

5.   Το συμβούλιο συνεργασίας συνέρχεται όταν αυτό είναι αναγκαίο και τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο. Ο ΕΕΠΔ αναλαμβάνει τη διοργάνωση και φέρει τα έξοδα των συνεδριάσεων του συμβουλίου συνεργασίας.

6.   Ο εσωτερικός κανονισμός του συμβουλίου συνεργασίας εγκρίνεται κατά την πρώτη συνεδρίαση με απλή πλειοψηφία των μελών του. Ανάλογα με τις ανάγκες, αναπτύσσονται από κοινού περαιτέρω μέθοδοι εργασίας.

Άρθρο 46

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διοικητικής φύσεως

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 εφαρμόζεται σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διοικητικής φύσεως που έχει στην κατοχή της η Ευρωπόλ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 47

Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον ΕΕΠΔ

1.   Τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία στον ΕΕΠΔ, εφόσον θεωρούν ότι η επεξεργασία από την Ευρωπόλ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, δεν συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Όταν η καταγγελία αφορά απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 36 ή 37, ο ΕΕΠΔ διαβουλεύεται με τις εθνικές εποπτικές αρχές του κράτους μέλους που παρέσχε τα δεδομένα ή του άμεσα ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Προκειμένου να λάβει την απόφασή του, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, ο ΕΕΠΔ, συνεκτιμά τη γνώμη της εθνικής εποπτικής αρχής.

3.   Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβαστεί στην Ευρωπόλ από κράτος μέλος, ο ΕΕΠΔ και η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που παρέσχε τα δεδομένα διασφαλίζουν, ενεργώντας αμφότεροι στο πλαίσιο της άσκησης των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, ότι έχουν διεξαχθεί ορθά οι απαραίτητοι έλεγχοι νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων.

4.   Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβαστεί στην Ευρωπόλ από φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς ή δεδομένων που η Ευρωπόλ έχει ανακτήσει από δημοσίως διαθέσιμες πηγές ή που προκύπτουν από τις αναλύσεις της Ευρωπόλ, ο ΕΕΠΔ διασφαλίζει ότι η Ευρωπόλ έχει διεξάγει ορθά τους απαραίτητους ελέγχους νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων.

Άρθρο 48

Δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά του ΕΕΠΔ

Προσφυγές κατά των αποφάσεων του ΕΕΠΔ ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 49

Γενικές διατάξεις περί ευθύνης και δικαίωμα αποζημίωσης

1.   Η συμβατική ευθύνη της Ευρωπόλ διέπεται από το δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στην εκάστοτε σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οποιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Ευρωπόλ.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 49, σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπόλ υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που προβλέπονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού της Ευρωπόλ έναντι της Ευρωπόλ διέπεται από τις ισχύουσες έναντι αυτού διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 50

Ευθύνη λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δικαίωμα αποζημίωσης

1.   Τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του. Το ζημιωθέν πρόσωπο οφείλει να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν η αγωγή του στρέφεται κατά της Ευρωπόλ και στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, εάν η αγωγή του στρέφεται κατά κράτους μέλους.

2.   Τυχόν διαφορά μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών σχετικά με την τελική ευθύνη για την αποζημίωση που καταβάλλεται στα ζημιωθέντα πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 1 παραπέμπεται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει σχετικά με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσβολής αυτής της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΙΚΤΟΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 51

Μικτός κοινοβουλευτικός έλεγχος

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 88 της ΣΛΕΕ, ο έλεγχος των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ πρέπει να διεξάγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από κοινού με τα εθνικά κοινοβούλια. Προς τούτο ιδρύεται εξειδικευμένη μικτή ομάδα κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΜΟΚΕ) η οποία συστήνεται από κοινού από τα εθνικά κοινοβούλια και την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η οργάνωση και ο κανονισμός διαδικασίας της ΜΟΚΕ καθορίζονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 1.

2.   Η ΜΟΚΕ παρακολουθεί σε πολιτική βάση τις δραστηριότητες της Ευρωπόλ κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου:

α)

ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής ή οι αναπληρωτές τους εμφανίζονται ενώπιον της ΜΟΚΕ κατόπιν αιτήματός της, για να συζητήσουν θέματα που αφορούν τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο δραστηριότητες, μεταξύ άλλων τις δημοσιονομικές πτυχές των δραστηριοτήτων αυτών, τη διαρθρωτική οργάνωση της Ευρωπόλ και την ενδεχόμενη σύσταση νέων μονάδων και ειδικευμένων κέντρων, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Η ΜΟΚΕ αποφασίζει, ενδεχομένως, να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις της άλλα σχετικά πρόσωπα·

β)

ο ΕΕΠΔ εμφανίζεται ενώπιον της ΜΟΚΕ, κατόπιν αιτήματός της και τουλάχιστον μία φορά ετησίως για να συζητήσει με αυτήν γενικά ζητήματα που άπτονται της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών φυσικών προσώπων και, συγκεκριμένα, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά τις δραστηριότητες της Ευρωπόλ, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας·

γ)

η ΜΟΚΕ καλείται σε διαβούλευση σε σχέση με τον πολυετή προγραμματισμό της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1.

3.   Η Ευρωπόλ διαβιβάζει τα εξής έγγραφα προς ενημέρωση στην ΜΟΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας:

α)

αξιολογήσεις απειλών, στρατηγικές αναλύσεις και γενικές εκθέσεις προόδου σχετικά με την αρμοδιότητα της Ευρωπόλ, καθώς και τα αποτελέσματα μελετών και αξιολογήσεων που διενεργήθηκαν για λογαριασμό της Ευρωπόλ·

β)

τις διοικητικές συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1·

γ)

το έγγραφο προγραμματισμού που περιλαμβάνει τον πολυετή προγραμματισμό και το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών της Ευρωπόλ, που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1·

δ)

την ενοποιημένη ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Ευρωπόλ που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

ε)

την έκθεση αξιολόγησης που καταρτίζεται από την Επιτροπή, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1.

4.   Η ΜΟΚΕ μπορεί να ζητήσει άλλα συναφή έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της τα οποία αφορούν τον πολιτικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και με την επιφύλαξη των άρθρων 52 και 67 του παρόντος κανονισμού.

5.   Η ΜΟΚΕ μπορεί να συντάσσει συνοπτικά συμπεράσματα σχετικά με τον πολιτικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ και να υποβάλλει τα συμπεράσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην Ευρωπόλ.

Άρθρο 52

Πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πληροφορίες, των οποίων η επεξεργασία πραγματοποιείται από την Ευρωπόλ ή μέσω της Ευρωπόλ

1.   Προκειμένου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μπορεί να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο επί των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 51, η πρόσβασή του κατόπιν αιτήματός του σε ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες πληροφορίες, των οποίων η επεξεργασία πραγματοποιείται από την Ευρωπόλ ή μέσω αυτής ή, διέπεται από τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

2.   Η πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ των οποίων η επεξεργασία πραγματοποιείται από την Ευρωπόλ ή μέσω αυτής, πρέπει να είναι σύμφωνη προς τη διοργανική συμφωνία της 12ης Μαρτίου 2014 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον χειρισμό από αυτό διαβαθμισμένων πληροφοριών του Συμβουλίου πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας (24) και σύμφωνη προς τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι αναγκαίες λεπτομέρειες όσον αφορά την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 ρυθμίζονται με συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙX

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 53

Γενικές διατάξεις

1.   Στο προσωπικό της Ευρωπόλ εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που ισχύει επί του λοιπού προσωπικού, με εξαίρεση τους υπαλλήλους οι οποίοι την 1η Μαΐου 2017 απασχολούνται με συμβάσεις που έχουν συναφθεί από την Ευρωπόλ, ως ιδρύθηκε με την σύμβαση Ευρωπόλ, με την επιφύλαξη του άρθρου 73 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Οι συμβάσεις αυτές εξακολουθούν να διέπονται από την πράξη του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1998.

2.   Το προσωπικό της Ευρωπόλ είναι έκτακτο ή/και επί συμβάσει. Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνεται κάθε χρόνο για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου που χορηγεί ο εκτελεστικός διευθυντής. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει των αριθμό των εκτάκτων θέσεων του πίνακα προσωπικού που μπορούν να καλυφθούν μόνο από προσωπικό που προέρχεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται για τις εν λόγω θέσεις είναι έκτακτοι και συνάπτουν μόνο συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ανανεώσιμες μία φορά για ορισμένο χρονικό διάστημα.

Άρθρο 54

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το Συμβούλιο, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, από περιορισμένο κατάλογο υποψηφίων που προτείνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

Ο περιορισμένος κατάλογος καταρτίζεται από επιτροπή επιλογής ιδρυόμενη από το διοικητικό συμβούλιο και απαρτιζόμενη από μέλη που ορίζονται από τα κράτη μέλη, και από ένα αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Για τους σκοπούς της σύναψης σύμβασης με τον εκτελεστικό διευθυντή, η Ευρωπόλ εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

Πριν από τον διορισμό του, ο επιλεγείς από το Συμβούλιο υποψήφιος ενδέχεται να κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η οποία εν συνεχεία θα δώσει τη μη δεσμευτική γνώμη της.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι τέσσερα έτη. Κατά το τέλος αυτής της περιόδου, η Επιτροπή διενεργεί, σε συνεργασία με το διοικητικό συμβούλιο, αξιολόγηση στην οποία λαμβάνονται υπόψη:

α)

οι επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή· και

β)

οι μελλοντικές δραστηριότητες της Ευρωπόλ και οι προκλήσεις με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη.

4.   Το Συμβούλιο, ενεργώντας κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου, στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, μπορεί να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να προτείνει στο Συμβούλιο να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή. Κατά τη διάρκεια του μήνα πριν από την εν λόγω παράταση, ο εκτελεστικός διευθυντής ενδέχεται να κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν μπορεί να συμμετάσχει στο τέλος της συνολικής περιόδου σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του Συμβουλίου, βάσει πρότασης του διοικητικού συμβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τις προτάσεις που προορίζονται προς υποβολή στο Συμβούλιο και αφορούν τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την παύση των καθηκόντων του εκτελεστικού διευθυντή με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 55

Αναπληρωτές εκτελεστικοί διευθυντές

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής επικουρείται από τρεις αναπληρωτές εκτελεστικούς διευθυντές. Ο εκτελεστικός διευθυντής καθορίζει τα καθήκοντά τους.

2.   Οι αναπληρωτές εκτελεστικοί διευθυντές υπόκεινται στο άρθρο 54. Πριν από τον διορισμό, οποιαδήποτε παράταση της θητείας τους ή την απαλλαγή από τα καθήκοντά τους, ζητείται η γνώμη του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 56

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες

1.   Η Ευρωπόλ μπορεί να αξιοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει απόφαση δια της οποίας θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στην Ευρωπόλ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57

Προϋπολογισμός

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπόλ οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό της.

2.   Ο προϋπολογισμός της Ευρωπόλ είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έξοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Ευρωπόλ περιλαμβάνουν συνεισφορά της Ένωσης, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης.

4.   Η Ευρωπόλ δύναται να επωφελείται της χρηματοδότησης της Ένωσης στο πλαίσιο συμφωνιών εξουσιοδότησης ή ad hoc επιχορηγήσεων σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της κατά το άρθρο 61 και με τις διατάξεις των συναφών νομικών πράξεων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης.

5.   Οι δαπάνες της Ευρωπόλ περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, διοικητικές δαπάνες και δαπάνες υποδομής, καθώς και τα έξοδα λειτουργίας.

6.   Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις για δράσεις στο πλαίσιο σχεδίων μεγάλης κλίμακας που εκτείνονται πέραν του ενός οικονομικού έτους, δύνανται να κατανεμηθούν σε πλείονες ετήσιες δόσεις.

Άρθρο 58

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και δαπανών της Ευρωπόλ για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και τον πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Βάσει του σχεδίου αυτού, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπόλ για το επόμενο οικονομικό έτος. Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπόλ διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει το τελικό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπόλ, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό και καταθέτει το σχέδιο αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

6.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για τη συνεισφορά της Ένωσης στην Ευρωπόλ.

7.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τον πίνακα προσωπικού της Ευρωπόλ.

8.   Ο προϋπολογισμός της Ευρωπόλ εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

9.   Για τα κτιριακά έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ευρωπόλ, ισχύουν οι διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EΕ) αριθ. 1271/2013.

Άρθρο 59

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Ευρωπόλ.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα οποιασδήποτε διαδικασίας αξιολόγησης.

Άρθρο 60

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Ο υπόλογος της Ευρωπόλ αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος (έτος Ν) στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επομένου οικονομικού έτους (Ν + 1).

2.   Η Ευρωπόλ διαβιβάζει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του έτους Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους Ν + 1.

3.   Το αργότερο στις 31 Μαρτίου του έτους Ν + 1, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς της Ευρωπόλ του έτους Ν, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής..

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τους προσωρινούς λογαριασμούς της Ευρωπόλ του έτους Ν, βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25), ο υπόλογος της Ευρωπόλ καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Ευρωπόλ για το συγκεκριμένο έτος. Ο εκτελεστικός διευθυντής τους υποβάλλει προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί επί των οριστικών λογαριασμών της Ευρωπόλ για το έτος Ν.

6.   Το αργότερο την 1η Ιουλίου του έτους Ν + 1, ο υπόλογος της Ευρωπόλ αποστέλλει τους οριστικούς λογαριασμούς του έτους Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα εθνικά κοινοβούλια, μαζί με την κατά την παράγραφο 5 γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί του έτους Ν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν + 1.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων που αυτό διατυπώνει στην ετήσια έκθεσή του μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους Ν + 1. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματός του, κάθε πληροφορία αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος Ν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, από την ευθύνη εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

Άρθρο 61

Δημοσιονομικοί κανόνες

1.   Το διοικητικό συμβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής, θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Ευρωπόλ. Αυτοί δεν παρεκκλίνουν από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (EΕ) αριθ. 1271/2013 παρά μόνον εάν η παρέκκλιση αυτή επιβάλλεται λόγω των αναγκών λειτουργίας της Ευρωπόλ και έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

2.   Η Ευρωπόλ μπορεί να χορηγεί επιχορηγήσεις για την εκπλήρωση καθηκόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4.

3.   Οι επιχορηγήσεις μπορούν να χορηγούνται στα κράτη μέλη χωρίς πρόσκληση για την υποβολή προτάσεων, προκειμένου να πραγματοποιούν τις διασυνοριακές τους επιχειρήσεις και έρευνες και να παρέχουν προγράμματα κατάρτισης σχετικά με τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία η) και θ).

4.   Όσον αφορά τη χρηματοδοτική στήριξη σε δραστηριότητες κοινών ομάδων έρευνας, η Ευρωπόλ και η Eurojust καθορίζουν από κοινού τους κανόνες και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων εξετάζονται οι αιτήσεις στήριξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Νομικό καθεστώς

1.   Η Ευρωπόλ είναι οργανισμός της Ένωσης. Έχει νομική προσωπικότητα.

2.   Σε όλα τα κράτη μέλη, η Ευρωπόλ έχει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από την εθνική νομοθεσία. Η Ευρωπόλ, ειδικότερα, μπορεί να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 6 σχετικά με τον καθορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ορισμένων λοιπών οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στην ΣΕΕ και στην ΣΛΕΕ («πρωτόκολλο αριθ. 6»), η Ευρωπόλ εδρεύει στη Χάγη.

Άρθρο 63

Προνόμια και ασυλίες

1.   Το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, εφαρμόζεται στην Ευρωπόλ και στο προσωπικό της.

2.   Τα προνόμια και οι ασυλίες των αξιωματικών-συνδέσμων και των μελών των οικογενειών τους αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και των άλλων κρατών μελών. Η συμφωνία αυτή προβλέπει τα προνόμια και τις ασυλίες που απαιτούνται για την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων των αξιωματικών-συνδέσμων.

Άρθρο 64

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Η Ευρωπόλ υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 (26).

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του σχετικά με τις εσωτερικές γλωσσικές ρυθμίσεις της Ευρωπόλ.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Ευρωπόλ παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 65

Διαφάνεια

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Ευρωπόλ.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει, έως τις 14 Δεκεμβρίου 2016, τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σε σχέση με τα έγγραφα της Ευρωπόλ.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ευρωπόλ δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τα άρθρα 228 και 263 της ΣΛΕΕ, αντίστοιχα.

4.   Η Ευρωπόλ δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της κατάλογο των μελών του διοικητικού της συμβουλίου και τις περιλήψεις των αποτελεσμάτων των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου. Η δημοσίευση των εν λόγω περιλήψεων παραλείπεται ή περιορίζεται προσωρινά ή μόνιμα, εφόσον θα έθετε σε κίνδυνο την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας και του επιχειρησιακού χαρακτήρα του οργανισμού της Ευρωπόλ.

Άρθρο 66

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, η Ευρωπόλ, έως τις 30 Οκτωβρίου 2017, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (27) και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Ευρωπόλ, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιου ελέγχου, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους, αντισυμβαλλομένους και υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωση από την Ευρωπόλ.

3.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ των οποίων επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, για να διαπιστώσει εάν έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά επιχορήγηση ή σύμβαση που συνάπτεται από την Ευρωπόλ. Οι έρευνες γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (EΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (28).

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι ρυθμίσεις συνεργασίας με φορείς της Ένωσης, αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και ιδιωτικούς φορείς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Ευρωπόλ περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγει τους λογιστικούς ελέγχους και έρευνες των παραγράφων 2 και 3, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 67

Κανόνες προστασίας των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων και των διαβαθμισμένων πληροφοριών

1.   Η Ευρωπόλ θεσπίζει κανόνες σχετικά με την υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας, καθώς και σχετικά με την προστασία ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών.

2.   Η Ευρωπόλ θεσπίζει κανόνες προστασίας διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ οι οποίοι πρέπει να συνάδουν με την απόφαση 2013/488/EΕ προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των εν λόγω πληροφοριών.

Άρθρο 68

Αξιολόγηση και αναθεώρηση

1.   Έως την 1η Μαΐου 2022, και ανά πενταετία εφεξής, η Επιτροπή αναθέτει αξιολόγηση, ιδίως, των επιπτώσεων, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της Ευρωπόλ και των εργασιακών πρακτικών της. Η αξιολόγηση είναι δυνατόν να εξετάζει ειδικότερα την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της δομής, της λειτουργίας, του πεδίου αρμοδιότητας και των καθηκόντων της Ευρωπόλ και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τροποποίησης.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης στο διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει τις παρατηρήσεις του επί της έκθεσης αξιολόγησης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της. Η Επιτροπή υποβάλλει στη συνέχεια την τελική έκθεση αξιολόγησης με τα συμπεράσματα της Επιτροπής, συνοδευόμενη από τις παρατηρήσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παράρτημα, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλια και στο διοικητικό συμβούλιο. Όποτε κρίνεται σκόπιμο, τα κυριότερα πορίσματα της έκθεσης αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 69

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες της Ευρωπόλ υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 70

Έδρα

Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Ευρωπόλ στο Βασίλειο των Κάτων Χωρών και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το Βασίλειο των Κάτων Χωρών, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Ευρωπόλ και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας περί έδρας, η οποία συνάπτεται μεταξύ της Ευρωπόλ και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 71

Νομική διαδοχή

1.   Η Ευρωπόλ, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι ο γενικός κατά νόμον διάδοχος όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπόλ, όπως αυτή ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τη νομική ισχύ συμφωνιών που έχουν συναφθεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2016 από την Ευρωπόλ όπως ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου ή συμφωνιών που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010 από την Ευρωπόλ όπως ιδρύθηκε με τη Σύμβαση Ευρωπόλ.

Άρθρο 72

Μεταβατικές ρυθμίσεις για το διοικητικό συμβούλιο

1.   Η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ βάσει του άρθρου 37 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου λήγει την 1η Μαΐου 2017.

2.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου από τις 13 Ιουνίου 2016 έως την 1η Μαΐου 2017, το διοικητικό συμβούλιο, όπως συγκροτήθηκε βάσει του άρθρου 37 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου:

α)

ασκεί τα καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου που προβλέπονται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού·

β)

εξετάζει τη θέσπιση κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 όσον αφορά τα έγγραφα της Ευρωπόλ που αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος κανονισμού·

γ)

καταρτίζει κάθε απαραίτητη πράξη για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα κάθε μέτρο που σχετίζεται με το κεφάλαιο ΙV· και

δ)

επανεξετάζει τους εσωτερικούς κανονισμούς και τα μέτρα που θεσπίζει βάσει της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, προκειμένου να μπορεί το συσταθέν δυνάμει του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού διοικητικό συμβούλιο να αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 76 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Επιτροπή αμέσως μετά τις 13 Ιουνίου 2016 λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι το διοικητικό συμβούλιο που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 10 αρχίζει τις εργασίες του την 1η Μαΐου 2017.

4.   Έως τις 14 Δεκεμβρίου 2016 τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα των προσώπων που διόρισαν ως τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 10.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο που συγκροτείται βάσει του άρθρου 10 πραγματοποιεί την πρώτη συνεδρίασή του την 1η Μαΐου 2017. Κατά τη συνεδρίαση αυτή λαμβάνει, εφόσον είναι αναγκαίο, αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 76.

Άρθρο 73

Μεταβατικές διατάξεις για τον εκτελεστικό διευθυντή, τους αναπληρωτές διευθυντές και το προσωπικό

1.   Ο διευθυντής της Ευρωπόλ που διορίζεται βάσει του άρθρου 38 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου ασκεί, μέχρι τη λήξη της θητείας του, τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή κατά την έννοια του άρθρου 16 του παρόντος κανονισμού. Οι λοιποί όροι της σύμβασής του παραμένουν αμετάβλητοι. Εάν η θητεία του λήγει ανάμεσα στις 13 Ιουνίου 2016 και την 1η Μαΐου 2017, παρατείνεται αυτομάτως μέχρι την 1η Μαΐου 2018.

2.   Σε περίπτωση που ο διευθυντής που έχει διοριστεί βάσει του άρθρου 38 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ δεν επιθυμεί ή δεν δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το διοικητικό συμβούλιο διορίζει υπηρεσιακό εκτελεστικό διευθυντή ο οποίος ασκεί καθήκοντα εκτελεστικού διευθυντή για μέγιστο χρονικό διάστημα 18 μηνών, μέχρι να γίνει ο διορισμός κατά το άρθρο 54 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους αναπληρωτές διευθυντές που διορίζονται βάσει του άρθρου 38 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ.

4.   Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, η αρχή για την οποία γίνεται λόγος στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6 αυτού προσφέρει απασχόληση αορίστου χρόνου ως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου σε οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο την 1η Μαΐου 2017 απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου ως μέλος του επιτόπιου προσωπικού, συναφθείσα από την Ευρωπόλ όπως έχει ιδρυθεί με τη Σύμβαση Ευρωπόλ. Η προσφορά απασχόλησης βασίζεται στα καθήκοντα που θα εκτελεί ο υπάλληλος ως έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος. Η σχετική σύμβαση εργασίας αρχίζει να ισχύει το αργότερο την 1η Μαΐου 2018. Ο υπάλληλος που δεν αποδέχεται την προσφορά που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο μπορεί να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με την Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1.

Άρθρο 74

Μεταβατικές διατάξεις για τον προϋπολογισμό

Η διαδικασία απαλλαγής ως προς τους προϋπολογισμούς που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 42 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 43 αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIΙΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 75

Αντικατάσταση και κατάργηση

1.   Οι αποφάσεις 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ αντικαθίστανται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, με έναρξη ισχύος την 1η Μαΐου 2017.

Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ καταργούνται με έναρξη ισχύος την 1η Μαΐου 2017.

2.   Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, οι παραπομπές στις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ερμηνεύονται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 76

Διατήρηση των εσωτερικών κανονισμών που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο

Οι εσωτερικοί κανονισμοί και τα μέτρα που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο βάσει της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ παραμένουν σε ισχύ μετά την 1η Μαΐου 2017, εκτός αν άλλως αποφασίσει το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 77

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2017.

Εντούτοις, τα άρθρα 71, 72 και 73 εφαρμόζονται από τις 13 Ιουνίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 10ης Μαρτίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37).

(3)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(5)  Απόφαση 2009/934/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής που διέπουν τις σχέσεις της Ευρωπόλ με τους εταίρους της, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 6).

(6)  Απόφαση 2009/935/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καταλόγου τρίτων κρατών και οργανισμών με τους οποίους η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 12).

(7)  Απόφαση 2009/936/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την έκδοση εκτελεστικών κανόνων για τα αρχεία δεδομένων εργασίας προς ανάλυση της Ευρωπόλ (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 14).

(8)  Απόφαση 2009/968/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την έκδοση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών της Ευρωπόλ (ΕΕ L 332 της 17.12.2009, σ. 17).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν (ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 27).

(10)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 549/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί καθορισμού των κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, 13 δεύτερη παράγραφος και 14 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και των ασυλιών των Κοινοτήτων (ΕΕ L 74 της 27.3.1969, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τον σκοπό της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(13)  Σύσταση της Επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αριθ. R(87) 15 προς τα κράτη μέλη για ρύθμιση της χρήσης προσωπικών δεδομένων στον αστυνομικό τομέα, 17.9.1987.

(14)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(15)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(16)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(18)  Απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 274 της 15.10.2013, σ. 1).

(19)  Πράξη του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, για την έγκριση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού της Ευρωπόλ (ΕΕ C 26 της 30.1.1999, σ. 23).

(20)  Απόφαση 2005/511/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2005, σχετικά με την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και κιβδηλεία μέσω του ορισμού της Ευρωπόλ ως κεντρικής υπηρεσίας για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ (ΕΕ L 185 της 16.7.2005, σ. 35).

(21)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(22)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(24)  ΕΕ C 95 της 1.4.2014, σ. 1.

(25)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(26)  Κανονισμός αριθ. 1 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58).

(27)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(28)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΟΡΦΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

τρομοκρατία,

οργανωμένο έγκλημα,

διακίνηση ναρκωτικών,

νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

εγκληματικές πράξεις συνδεόμενες με πυρηνικές και ραδιενεργές ουσίες,

κυκλώματα παράνομης μετανάστευσης,

εμπορία ανθρώπων,

εγκλήματα σχετικά με μηχανοκίνητα οχήματα,

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριά σωματική βλάβη,

παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

ρατσισμός και ξενοφοβία,

ληστεία και διακεκριμένη κλοπή,

παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

υπεξαίρεση και απάτη,

εγκληματικές πράξεις κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης,

κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς,

«προστασία» έναντι χρημάτων και εκβίαση,

παραποίηση/απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

πλαστογραφία χρημάτων και μέσων πληρωμής,

εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής,

διαφθορά,

παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

παράνομο εμπόριο απειλούμενων ζωικών ειδών,

παράνομο εμπόριο απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από τα πλοία,

παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

σεξουαλική κακοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση, περιλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς,

γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Α.   Κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατηγορίες υποκειμένων των δεδομένων, τα δεδομένα των οποίων μπορούν να συλλέγονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία προς διασταυρούμενο έλεγχο κατά το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο α)

1.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για σκοπούς διασταυρούμενου ελέγχου αφορούν:

α)

πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, είναι ύποπτα για διάπραξη ή συμμετοχή σε αξιόποινη πράξη η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τη διάπραξη μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης·

β)

πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ή εύλογοι λόγοι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους για να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ·

2.

Στα δεδομένα που αφορούν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται μόνο οι ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)

επώνυμο, πατρικό όνομα γυναίκας, ονόματα και ενδεχομένως προσωνυμίες ή ψευδώνυμα·

β)

ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)

ιθαγένεια·

δ)

φύλο·

ε)

τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)

αριθμοί μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτοποίησης και στοιχεία του διαβατηρίου· και

ζ)

εφόσον απαιτείται, άλλα χαρακτηριστικά που πιθανόν να διευκολύνουν την εξακρίβωση της ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ιδιαίτερων, αντικειμενικών και σταθερών σωματικών χαρακτηριστικών, όπως δακτυλοσκοπικά αποτυπώματα και προφίλ DNA (που έχει καταρτιστεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA).

3.

Πέραν των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μπορούν να συλλέγονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία οι ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

αξιόποινες πράξεις, εικαζόμενες αξιόποινες πράξεις, καθώς και ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος της (εικαζόμενης) τέλεσής τους·

β)

μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν με σκοπό την τέλεση των αξιόποινων πράξεων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για νομικά πρόσωπα·

γ)

αρμόδιες για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης μονάδες και σχετικά στοιχεία καταχώρισης·

δ)

υποψία συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση·

ε)

ποινικές καταδίκες, εφόσον αφορούν αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ·

στ)

το μέρος που έχει εισαγάγει τα δεδομένα.

Τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται επίσης να παρέχονται στην Ευρωπόλ έστω και αν δεν περιέχουν ακόμη αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

4.

Οι συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες κατέχει η Ευρωπόλ ή οι εθνικές μονάδες και που αφορούν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να κοινολογούνται, κατόπιν αιτήσεως, σε οποιαδήποτε εθνική μονάδα ή στην Ευρωπόλ. Οι εθνικές μονάδες τηρούν εν προκειμένω τις διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας.

5.

Αν η διαδικασία κατά του εμπλεκομένου προσώπου παύσει οριστικά ή αν το πρόσωπο αυτό αθωωθεί οριστικά, τα δεδομένα σχετικά με την υπόθεση για την οποία αποφασίστηκε η οριστική παύση ή αθώωση διαγράφονται.

Β.   Κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατηγορίες υποκειμένων των δεδομένων, των οποίων τα δεδομένα μπορούν να συλλέγονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία για τη διεξαγωγή στρατηγικών, θεματικών ή επιχειρησιακών αναλύσεων ή για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών [κατά το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ)]

1.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία με σκοπό τη διεξαγωγή στρατηγικών, θεματικών ή επιχειρησιακών αναλύσεων και με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, της Ευρωπόλ, λοιπών οργάνων της Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών αφορούν:

α)

πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, είναι ύποπτα για διάπραξη ή συμμετοχή σε αξιόποινη πράξη η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τη διάπραξη μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης·

β)

πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ή εύλογοι λόγοι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους για να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ·

γ)

πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να κληθούν να καταθέσουν σε έρευνες σχετικές με τις εκάστοτε αξιόποινες πράξεις ή στο πλαίσιο συνακόλουθης ποινικής διαδικασίας·

δ)

πρόσωπα τα οποία υπήρξαν θύματα μιας εκ των επίμαχων αξιοποίνων πράξεων ή για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μπορούσαν να είναι θύματα μιας τέτοιας αξιόποινης πράξης·

ε)

πρόσωπα επαφής και συμπράττοντα πρόσωπα· και

στ)

πρόσωπα που δύνανται να παράσχουν πληροφορίες για τις εκάστοτε αξιόποινες πράξεις.

2.

Όσον αφορά τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), μπορεί να πραγματοποιείται επεξεργασία των ακόλουθων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων και των συναφών διοικητικών δεδομένων:

α)

προσωπικά στοιχεία:

i)

σημερινό επώνυμο και παλαιότερα,

ii)

σημερινό όνομα και παλαιότερα,

iii)

πατρικό επώνυμο (για τις γυναίκες),

iv)

όνομα πατέρα (όταν είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση ταυτότητας),

v)

όνομα μητέρας (όταν είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση ταυτότητας),

vi)

φύλο,

vii)

ημερομηνία γέννησης,

viii)

τόπος γέννησης,

ix)

ιθαγένεια,

x)

οικογενειακή κατάσταση,

xi)

άλλα ονόματα,

xii)

προσωνυμίες,

xiii)

ψευδώνυμα,

xiv)

σημερινή και παλαιότερη κατοικία ή/και μόνιμη διαμονή·

β)

σωματικά χαρακτηριστικά:

i)

σωματική περιγραφή,

ii)

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (σημάδια/ουλές/τατουάζ κ.λπ.)·

γ)

στοιχεία εξακρίβωσης ταυτότητας:

i)

έγγραφα αποδεικτικά ταυτότητας/άδεια οδήγησης,

ii)

αριθμός εθνικού δελτίου ταυτότητας/διαβατηρίου,

iii)

εθνικοί αριθμοί μητρώου/κοινωνικής ασφάλισης, εάν υπάρχουν,

iv)

οπτικές εικονίσεις και άλλες πληροφορίες για την εμφάνιση του προσώπου,

v)

αναγνωριστικά στοιχεία που υπάγονται στο πεδίο των εγκληματολογικών πληροφοριών, όπως δακτυλικά αποτυπώματα, προφίλ DNA (που λαμβάνεται από το μη κωδικοποιητικό τμήμα DNA), προφίλ φωνής, ομάδα αίματος, οδοντιατρικά στοιχεία·

δ)

επάγγελμα και δεξιότητες:

i)

σημερινή απασχόληση και επαγγελματική δραστηριότητα,

ii)

παλαιότερη απασχόληση και επαγγελματική δραστηριότητα,

iii)

εκπαίδευση (σχολική/πανεπιστημιακή/επαγγελματική),

iv)

επαγγελματικά προσόντα,

v)

δεξιότητες και άλλες γνώσεις (γλωσσικές/άλλες)·

ε)

οικονομικά στοιχεία:

i)

χρηματοπιστωτικά στοιχεία (τραπεζικοί λογαριασμοί και κωδικοί, πιστωτικές κάρτες κλπ.),

ii)

χρηματική περιουσία,

iii)

μετοχές και άλλα περιουσιακά στοιχεία,

iv)

ακίνητη περιουσία,

v)

σχέσεις με επιχειρήσεις,

vi)

τραπεζικές και πιστωτικές επαφές,

vii)

φορολογική κατάσταση,

viii)

άλλα στοιχεία για τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων του προσώπου·

στ)

δεδομένα ως προς τη συμπεριφορά:

i)

τρόπος ζωής (ενδεχομένως υπερβολικά πολυτελής) και συνήθειες,

ii)

μετακινήσεις,

iii)

μέρη στα οποία συχνάζει,

iv)

όπλα και άλλα επικίνδυνα όργανα,

v)

βαθμός επικινδυνότητας,

vi)

συγκεκριμένοι κίνδυνοι, όπως πιθανότητα φυγής, χρησιμοποίηση διπλών πρακτόρων, διασυνδέσεις με προσωπικό αρχών επιβολής του νόμου,

vii)

στοιχεία χαρακτήρα με εγκληματολογική σημασία,

viii)

χρήση ναρκωτικών·

ζ)

πρόσωπα επαφής και συνοδείας, περιλαμβανομένου του τύπου και της φύσης των επαφών ή της συνοδείας·

η)

χρησιμοποιούμενα μέσα επικοινωνίας, όπως τηλέφωνο (σταθερό/κινητό), φαξ, σύστημα τηλεειδοποίησης, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομικές διευθύνσεις, συνδέσεις στο διαδίκτυο·

θ)

χρησιμοποιούμενα μεταφορικά μέσα, όπως αυτοκίνητα, σκάφη, αεροπλάνα, και αναγνωριστικά τους στοιχεία (αριθμοί κυκλοφορίας / νηολόγησης)·

ι)

πληροφορίες σχετικά με εγκληματικές δραστηριότητες:

i)

προηγούμενες καταδίκες,

ii)

εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες,

iii)

τρόποι δράσης,

iv)

μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την προπαρασκευή ή/και τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων,

v)

συμμετοχή σε εγκληματικές ομάδες / οργανώσεις και θέση μέσα στην ομάδα/οργάνωση,

vi)

ρόλος μέσα στην εγκληματική οργάνωση,

vii)

γεωγραφική κλίμακα εγκληματικών δραστηριοτήτων,

viii)

υλικό που συλλέχθηκε κατά τις έρευνες, όπως μαγνητοσκοπήσεις και φωτογραφίες·

ια)

αναφορές σε άλλα συστήματα πληροφοριών στα οποία έχουν καταχωρισθεί προσωπικά στοιχεία:

i)

Ευρωπόλ,

ii)

αστυνομικές / τελωνειακές υπηρεσίες,

iii)

άλλες αρχές επιβολής του νόμου,

iv)

διεθνείς οργανισμοί,

v)

δημόσιοι φορείς,

vi)

ιδιωτικοί φορείς·

ιβ)

πληροφορίες για νομικά πρόσωπα σχετιζόμενα με τα αναφερόμενα στα στοιχεία ε) και ι):

i)

ονομασία νομικού προσώπου,

ii)

τόπος,

iii)

ημερομηνία και τόπος σύστασης,

iv)

αριθμός διοικητικού μητρώου,

v)

νομική μορφή,

vi)

κεφάλαιο,

vii)

τομέας δραστηριότητας,

viii)

θυγατρικές εσωτερικού και εξωτερικού,

ix)

διοικητικό συμβούλιο,

x)

δεσμοί με τράπεζες.

3.

Ως «πρόσωπα επαφής και συμπράττοντα πρόσωπα», σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε), λογίζονται τα πρόσωπα μέσω των οποίων υπάρχουν επαρκείς λόγοι να πιστεύεται ότι είναι δυνατόν να αντληθούν πληροφορίες για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), τα οποία έχουν σημασία για την ανάλυση, εφόσον δεν συμπεριλαμβάνονται σε κάποια από τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), δ) και στ). «Πρόσωπα επαφής» είναι εκείνα τα οποία διατηρούν σποραδικές επαφές με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β). «Συμπράττοντα» είναι τα πρόσωπα τα οποία διατηρούν τακτικές επαφές με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β).

Όσον αφορά τα πρόσωπα επαφής και τα συμπράττοντα πρόσωπα, τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να αποθηκεύονται ανάλογα με τις ανάγκες, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι τα δεδομένα αυτά χρειάζονται για την ανάλυση της σχέσης τους με τους αναφερομένους στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

α)

μια τέτοια σχέση αποσαφηνίζεται όσο το δυνατόν ταχύτερα·

β)

τα δεδομένα της παραγράφου 2 διαγράφονται χωρίς καθυστέρηση εάν η υπόθεση ότι υπάρχει μια τέτοια σχέση αποδειχθεί αβάσιμη·

γ)

όλα τα δεδομένα της παραγράφου 2 μπορούν να αποθηκεύονται εάν πρόσωπα επαφής και τα συμπράττοντα πρόσωπα είναι ύποπτα για διάπραξη αξιόποινης πράξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ ή έχουν καταδικαστεί για την τέλεση τέτοιων αξιόποινων πράξεων ή υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ή εύλογοι λόγοι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους να πιστεύεται ότι πρόκειται να διαπράξουν τέτοιες αξιόποινες πράξεις·

δ)

δεν αποθηκεύονται δεδομένα της παραγράφου 2 που αφορούν τα πρόσωπα επαφής και τους συμπράττοντες αυτών, καθώς και δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα επαφής και τους συμπράττοντες συμπραττόντων, εκτός από δεδομένα για το είδος και τη φύση των επαφών και σχέσεών τους με τα πρόσωπα της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β)·

ε)

εάν τα προηγούμενα σημεία είναι αδύνατο να διευκρινιστούν, αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν αποφασίζεται η αναγκαιότητα και η έκταση της αποθήκευσης δεδομένων για την περαιτέρω ανάλυση.

4.

Όσον αφορά τα πρόσωπα που, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), υπήρξαν θύματα ενός από τα υπό εξέταση αδικήματα ή για τα οποία υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται με βάση ορισμένα γεγονότα ότι θα μπορούσαν να είναι θύματα τέτοιου αδικήματος, επιτρέπεται η αποθήκευση δεδομένων που αναφέρονται στο στοιχείο α) έως το στοιχείο γ) σημείο iii) της παραγράφου 2 καθώς και δεδομένων των ακόλουθων κατηγοριών:

α)

πληροφορίες αναγνώρισης των θυμάτων·

β)

λόγοι θυματοποίησης·

γ)

βλάβες (σωματικές/οικονομικές/ψυχολογικές/άλλες)·

δ)

εγγύηση της ανωνυμίας·

ε)

δυνατότητα παραστάσεως σε ακροαματική διαδικασία·

στ)

πληροφορίες περί εγκλημάτων που παρέχονται εκ μέρους ή διαμέσου των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), μεταξύ των οποίων, όταν χρειάζεται, και πληροφορίες για τις σχέσεις τους με άλλα πρόσωπα, εφόσον είναι αναγκαίες για την αναγνώριση των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β).

Εάν αυτό απαιτείται, μπορούν να αποθηκεύονται και άλλα δεδομένα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι χρειάζονται για την ανάλυση του ρόλου των προσώπων ως θυμάτων ή δυνητικών θυμάτων.

Τα δεδομένα που δεν χρειάζονται για περαιτέρω ανάλυση διαγράφονται.

5.

Όσον αφορά τα πρόσωπα που, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), μπορούν να κλητευθούν ως μάρτυρες σε έρευνες που έχουν σχέση με τις υπό εξέταση αξιόποινες πράξεις ή με συνακόλουθες ποινικές διώξεις, επιτρέπεται η αποθήκευση δεδομένων αναφερόμενων στο στοιχείο α) έως το στοιχείο γ) σημείο iii) της παραγράφου 2, καθώς και δεδομένων των κατηγοριών που ανταποκρίνονται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πληροφορίες περί εγκλημάτων παρεχόμενες από τα πρόσωπα αυτά, συμπεριλαμβανομένων και πληροφοριών για τις σχέσεις τους με άλλα πρόσωπα που περιέχονται στο αρχείο δεδομένων εργασίας προς ανάλυση·

β)

εγγύηση της ανωνυμίας·

γ)

εξασφάλιση προστασίας και εκ μέρους ποίου·

δ)

νέα ταυτότητα·

ε)

δυνατότητα παραστάσεως σε ακροαματική διαδικασία.

Εάν αυτό απαιτείται, μπορούν να αποθηκεύονται και άλλα δεδομένα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι χρειάζονται για την ανάλυση του ρόλου των ανωτέρω προσώπων ως μαρτύρων.

Τα δεδομένα που δεν χρειάζονται για περαιτέρω ανάλυση διαγράφονται.

6.

Όσον αφορά τα πρόσωπα που, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ), μπορούν να παράσχουν πληροφορίες για τις υπό εξέταση αξιόποινες πράξεις, επιτρέπεται η αποθήκευση δεδομένων αναφερόμενων στο στοιχείο α) έως το στοιχείο γ) σημείο iii), της παραγράφου 2 καθώς και κατηγοριών δεδομένων που ανταποκρίνονται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

κωδικοποιημένα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα·

β)

τύπος των παρεχόμενων πληροφοριών·

γ)

εγγύηση της ανωνυμίας·

δ)

εξασφάλιση προστασίας και εκ μέρους ποίου·

ε)

νέα ταυτότητα·

στ)

δυνατότητα παραστάσεως σε ακροαματική διαδικασία·

ζ)

αρνητικές εμπειρίες·

η)

ανταμοιβή (χρηματική/εξυπηρετήσεις).

Εάν απαιτείται, μπορούν να αποθηκεύονται και άλλα δεδομένα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι χρειάζονται για την ανάλυση του ρόλου των ανωτέρω προσώπων ως πληροφοριοδοτών.

Τα δεδομένα που δεν χρειάζονται για περαιτέρω ανάλυση διαγράφονται.

7.

Εάν, οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, καταστεί σαφές, βάσει σοβαρών και αποδεδειγμένων ενδείξεων, ότι κάποιο πρόσωπο θα έπρεπε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν παράρτημα, να περιληφθεί σε άλλη κατηγορία προσώπων από εκείνη στην οποία είχε αρχικά περιληφθεί, τότε η Ευρωπόλ μπορεί να επεξεργάζεται μόνο τα δεδομένα που επιτρέπονται για τα πρόσωπα της νέας αυτής κατηγορίας, ενώ όλα τα άλλα δεδομένα διαγράφονται.

Εάν από τις παραπάνω ενδείξεις καταδεικνύεται ότι κάποιο πρόσωπο θα έπρεπε να περιληφθεί σε δύο ή περισσότερες κατηγορίες προσώπων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν παράρτημα, τότε η Ευρωπόλ μπορεί να επεξεργάζεται όλα τα δεδομένα που επιτρέπονται για τα πρόσωπα των κατηγοριών αυτών.