9.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 323/22


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/2290 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 12ης Ιουνίου 2015

σχετικά με την προσωρινή ισοδυναμία των καθεστώτων φερεγγυότητας που ισχύουν στην Αυστραλία, τις Βερμούδες, τη Βραζιλία, τον Καναδά, το Μεξικό και τις Ηνωμένες Πολιτείες και που εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στις χώρες αυτές

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (1), και ιδίως το άρθρο 227 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ καθιερώνει ένα βασισμένο στον κίνδυνο καθεστώς προληπτικής εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην Ένωση. Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ για τους ασφαλιστές και τους αντασφαλιστές στην Ένωση θα αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 2016. Μολονότι η οδηγία 2009/138/ΕΚ θα εφαρμοστεί πλήρως από την 1η Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή μπορεί ήδη να εκδώσει την παρούσα κατ' εξουσιοδότηση απόφαση, δυνάμει του άρθρου 311 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(2)

Το άρθρο 227 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ αφορά την ισοδυναμία για ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που αποτελούν μέρος ομίλων που έχουν την έδρα τους στην Ένωση. Ο θετικός προσδιορισμός ισοδυναμίας, βάσει του άρθρου 227 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με κατ' εξουσιοδότηση πράξη της Επιτροπής, επιτρέπει στους ομίλους αυτούς, όταν χρησιμοποιείται η αφαίρεση και άθροιση ως μέθοδος ενοποίησης για την υποβολή αναφοράς του ομίλου τους, να λαμβάνουν υπόψη τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των διαθέσιμων κεφαλαίων (ίδια κεφάλαια) βάσει των κανόνων της χώρας εκτός Ένωσης, αντί να τα υπολογίζουν βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης φερεγγυότητας του ομίλου και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

(3)

Το άρθρο 227 παράγραφος 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ προβλέπει τον προσδιορισμό προσωρινής ισοδυναμίας ορισμένου χρόνου για τρίτες χώρες των οποίων τα καθεστώτα φερεγγυότητας στον τομέα των ασφαλίσεων πληρούν ορισμένα κριτήρια. Ο προσδιορισμός της προσωρινής ισοδυναμίας ισχύει για περίοδο 10 ετών, με δυνατότητα ανανέωσης.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων γνωμοδότησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), συμβάλλοντας στην αξιολόγηση των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 227 παράγραφος 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (3). Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο διάλογος για ασφαλιστικά θέματα, ο οποίος ξεκίνησε το 2012, με σκοπό να επιτευχθεί καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των αντίστοιχων ρυθμιστικών και εποπτικών καθεστώτων στον τομέα των ασφαλίσεων, υπήρξε το κυρίως πλαίσιο για την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, που κατέληξε στο συμπέρασμα της παρούσας απόφασης.

(5)

Στην Αυστραλία, με βάση τα πρότυπα κεφαλαιακής επάρκειας για την ασφάλιση ζωής και τις γενικές ασφαλίσεις (Life and General Insurance Capital Standards — LAGIC) [General Insurance Prudential Standard (GPS) 110: Capital Adequacy, Life Insurance Prudential Standards (LPS) 110: Capital Adequacy] απαιτείται από τους ασφαλιστές να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για τον ασφαλιστικό κίνδυνο, τον κίνδυνο ασφαλιστικής συγκέντρωσης, τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων, τον κίνδυνο συγκέντρωσης περιουσιακών στοιχείων, τον λειτουργικό κίνδυνο και το όφελος της άθροισης. Χρησιμοποιείται προσέγγιση συνολικού ισολογισμού. Υπάρχει μια ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση —η προληπτική κεφαλαιακή απαίτηση (Prudential Capital Requirement — PCR)· οι ασφαλιστές υποχρεούνται επίσης να καθιερώνουν εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (Internal Capital Adequacy Assessment Process — ICAAP), όπου να καθορίζονται οι ενέργειες που θα πραγματοποιηθούν προκειμένου να διορθωθεί η μείωση κεφαλαίου μέσω σημείων ενεργοποίησης πάνω από την PCR. Οι ασφαλιστές του κλάδου ζημιών επιτρέπεται να κάνουν χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων, υπό την επιφύλαξη της έγκρισής τους από την Αυστραλιανή Αρχή Προληπτικής Ρύθμισης (Australian Prudential Regulation Authority — APRA). Βάσει των προτύπων GPS 220 και LPS 220 (διαχείριση κινδύνου) απαιτείται ένα πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο μια στρατηγική διαχείρισης κινδύνων, όπου να περιγράφονται οι πολιτικές και οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, οι αρμοδιότητες της διοίκησης και οι εσωτερικοί έλεγχοι. Οι ασφαλιστές πρέπει να αναφέρουν στην APRA τη φερεγγυότητά τους, τη χρηματοοικονομική τους θέση, τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις, την επάρκεια ιδίων κεφαλαίων τους, τις επενδύσεις τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία και τις συγκεντρώσεις περιουσιακών στοιχείων, τα δεδομένα για τα ασφάλιστρα και τις απαιτήσεις τους, τις τεχνικές προβλέψεις τους και τα ανοίγματά τους εκτός ισολογισμού. Δυνάμει του νόμου περί εταιρειών (Corporations Act) του 2001, οι εταιρείες υποχρεούνται να καταρτίζουν και να υποβάλλουν ετήσιες οικονομικές εκθέσεις στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Αυστραλίας (Australian Securities and Investments Commission). Για τους ασφαλιστές του κλάδου ζωής, ζημιών και τους ασφαλιστικούς ομίλους προβλέπονται επιπρόσθετες υποχρεώσεις γνωστοποίησης όσον αφορά τη διαχείριση κεφαλαίων και την κεφαλαιακή επάρκεια. Η APRA είναι σε θέση να ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας· είναι συμβαλλόμενο μέρος του Πολυμερούς μνημονίου Συνεννόησης για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών (International Association of Insurance Supervisors — IAIS), και έχει συνάψει Μνημόνια Συνεννόησης με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής (μεταξύ άλλων, με ορισμένες εποπτικές αρχές στην Ένωση). Η APRA είναι ανεξάρτητα υπεύθυνη για την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ασφαλιστών· μόνον η APRA μπορεί να χορηγεί άδεια σε μια οικονομική οντότητα προκειμένου να ασκεί ασφαλιστικές δραστηριότητες στην Αυστραλία. Η APRA έχει την εξουσία να εκδίδει πρότυπα προληπτικής εποπτείας που έχουν ισχύ νόμου. Κανένα εν ενεργεία ή πρώην μέλος του προσωπικού της APRA δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν εις γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του, επί ποινή κυρώσεων. Η γνωστοποίηση πληροφοριών σε δικαστήριο περιορίζεται αυστηρά.

(6)

Στις Βερμούδες, ο νόμος για τις ασφαλίσεις προβλέπει δύο κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, πλην των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων (4): το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας (Minimum Solvency Margin — MSM) και την ενισχυμένη κεφαλαιακή απαίτηση (Enhanced Capital Requirement — ECR), που ισχύουν για τις εμπορικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις τόσο του κλάδου ζωής όσο και του κλάδου ζημιών. Η ECR καθορίζεται με βάση τη σχετική βασική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας (Basic Solvency Capital Requirement — BSCR), σύμφωνα με τυποποιημένο μαθηματικό τύπο ή το εγκεκριμένο υπόδειγμα εσωτερικών κεφαλαίων του ασφαλιστή, υπό την προϋπόθεση ότι η ECR είναι τουλάχιστον ίση με το MSM του ασφαλιστή. Η BSCR καλύπτει τους ακόλουθους κινδύνους: πιστωτικό κίνδυνο, κίνδυνο πιστωτικών περιθωρίων, κίνδυνο αγοράς, κίνδυνο ασφαλίστρων, κίνδυνο αποθέματος, κίνδυνο επιτοκίου, κίνδυνο καταστροφών και λειτουργικό κίνδυνο. Χρησιμοποιείται επίπεδο επιθυμητού κεφαλαίου ύψους 120 % της ECR, ως κατώφλι έγκαιρης προειδοποίησης για τη φερεγγυότητα. Οι κανόνες για τα επιλέξιμα κεφάλαια διαφέρουν ανάλογα με τις διάφορες κατηγορίες ασφαλιστών. Ο νόμος για τις ασφαλίσεις περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών από τις επιχειρήσεις όσον αφορά την κατάσταση φερεγγυότητάς τους. Η Νομισματική Αρχή των Βερμούδων (Bermudan Monetary Authority — BMA) είναι η ανεξάρτητη ρυθμιστική και εποπτική αρχή. Οι περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις των Βερμούδων υποχρεούνται να καταρτίζουν επιπρόσθετες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς· ειδάλλως, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν κάποιες από τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές που αναγνωρίζονται από την BMA. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις, οι οποίες περιέχουν ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες. Η BMA μπορεί να συνάπτει συμφωνίες και να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής· είναι συμβαλλόμενο μέρος στο Πολυμερές Μνημόνιο Συνεννόησης της IAIS. Η BMA δεσμεύεται βάσει νόμου περί εμπιστευτικότητας, ο οποίος επιτάσσει ότι οι όποιες πληροφορίες που αφορούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ή υποθέσεις των εποπτευόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή τα άτομα που ασχολούνται με αυτές, και που περιέρχονται εις γνώση του προσωπικού της BMA, αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές.

(7)

Στη Βραζιλία, το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 73/1966 για τις ασφαλίσεις ορίζει ότι οι ασφαλιστές, για να εγγυώνται όλες τις υποχρεώσεις τους, προβαίνουν στη σύσταση τεχνικών προβλέψεων, ειδικών κεφαλαίων και προβλέψεων, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Ιδιωτικών Ασφαλίσεων (Conselho Nacional de Seguros Privados — CNSP). Βάσει της απόφασης 316 του CNSP, η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (CMR) είναι η υψηλότερη τιμή μεταξύ του βασικού κεφαλαίου και του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Το βασικό κεφάλαιο αποτελεί σταθερό ποσό, συνδεόμενο με το είδος της οντότητας και τις περιφέρειες όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας, όπως και το επιχειρηματικό κεφάλαιο, το οποίο ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ασφαλιστικό κίνδυνο, τον πιστωτικό κίνδυνο, τον λειτουργικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς. Για τις περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, το επιχειρηματικό κεφάλαιο είναι υψηλότερο από το βασικό κεφάλαιο, αποτελώντας έτσι την CMR. Η απόφαση 3162/2014 ορίζει τους κανόνες για τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος ως εναλλακτικής λύσης αντί του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό της CMR. Είναι εφαρμοστέες ελάχιστες απαιτήσεις εταιρικής διακυβέρνησης. Οι ασφαλιστές πρέπει να προβλέπουν εσωτερικούς ελέγχους επί των δραστηριοτήτων τους, των συστημάτων πληροφορικής και ως προς τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις εκ του νόμου. Η Superintendência de Seguros Privados (SUSEP) είναι αρμόδια για την εποπτεία του ασφαλιστικού κλάδου της Βραζιλίας. Η SUSEP λειτουργεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Οικονομικών ως το εκτελεστικό όργανο των κανονισμών που θεσπίζονται από το CNSP. Το διοικητικό συμβούλιό της έχει ανεξάρτητη αρμοδιότητα να καθορίζει τις γενικές πολιτικές της SUSEP για την κανονιστική ρύθμιση και τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του CNSP στο πεδίο της αρμοδιότητάς της. Οι ασφαλιστές υποχρεούνται να υποβάλλουν στη SUSEP στοιχεία σχετικά με το κεφάλαιο, τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα έσοδα και τις δαπάνες, σε μηνιαία βάση, καθώς και λεπτομέρειες των πράξεων, τον ισολογισμό, τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, σε τριμηνιαία βάση· οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις, οι οποίες περιέχουν ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες. Η SUSEP μπορεί να συνάπτει συμφωνίες και να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής· είναι συμβαλλόμενο μέρος στο Πολυμερές μνημόνιο Συνεννόησης της IAIS. Οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον για εποπτικούς σκοπούς, στο πλαίσιο των εποπτικών καθηκόντων της SUSEP. Εξάλλου, οι πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλη αρχή χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν ζητηθεί. Το εν ενεργεία και το πρώην προσωπικό της SUSEP δεσμεύεται από υποχρέωση εμπιστευτικότητας διά νόμου.

(8)

Στον Καναδά, βάσει του νόμου για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, απαιτείται από τους ασφαλιστές να διατηρούν επαρκή κεφάλαια. Στις κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύθηκαν από το Γραφείο του Επιθεωρητή Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων (Office of the Superintendent of Financial Institutions — OSFI) καθορίζονται λεπτομερή πρότυπα επί του θέματος. Οι ισχύουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι η ελάχιστη συνεχής απαίτηση κεφαλαίου και πλεονάσματος (Minimum Continuing Capital and Surplus Requirement — κατευθυντήρια γραμμή MCCSR), για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής, και η δοκιμή ελάχιστου κεφαλαίου (Minimum Capital Test — κατευθυντήρια γραμμή MCT), για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών. Τόσο με την MCCSR όσο και με την MCT αντιμετωπίζονται κίνδυνοι που συνδέονται τόσο με τα περιουσιακά στοιχεία όσο και τις υποχρεώσεις εντός και εκτός ισολογισμού. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών οφείλουν να κατέχουν κεφάλαια άνω του 100 % της MCT, οι δε ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής οφείλουν να κατέχουν κεφάλαια άνω του 120 % της MCCSR. Κάτω από τα επίπεδα αυτά, δεν επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να ασκούν δραστηριότητες. Επιπλέον των απαιτήσεων αυτών, υπάρχει επίπεδο επιθυμητού εποπτικού κεφαλαίου ύψους 150 % της MCT, για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών, και της MCCSR, για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής, αντιστοίχως. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τυποποιημένο μαθηματικό τύπο· η χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων επιτρέπεται μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν επίσης να καθορίζουν δείκτη εσωτερικού επιθυμητού κεφαλαίου, με βάση την εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις (Own Risk and Solvency Assessment — ORSA), συμπεριλαμβανομένων και μη επιβεβλημένων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ασφαλιστή. Το Γραφείο του Επιθεωρητή Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων (OSFI), η καναδική εποπτική αρχή ασφαλίσεων, είναι ανεξάρτητος, αυτοχρηματοδοτούμενος ομοσπονδιακός οργανισμός. Κάθε ρυθμιζόμενος ασφαλιστής απαιτείται να υποβάλλει στο OFSI ελεγμένους ετήσιους λογαριασμούς και συμπληρωματικά στοιχεία, μαζί με έκθεση των ελεγκτών, έκθεση του εντεταλμένου αναλογιστή, έκθεση της δυναμικής δοκιμής κεφαλαιακής επάρκειας, όπου να συνοψίζονται τα αποτελέσματα των διαφόρων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, καθώς και τριμηνιαίες υποβολές στοιχείων σχετικά με την κεφαλαιακή θέση. Οι ασφαλιστές καλούνται επίσης να καταρτίζουν και να διαθέτουν, εάν ζητηθεί, ετήσια ORSA όπου καθορίζεται εσωτερικό επιθυμητό κεφάλαιο. Το OSFI μπορεί να συνάπτει συμφωνίες και να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής· προσχώρησε στο Πολυμερές μνημόνιο Συνεννόησης της IAIS, τον Ιούλιο του 2012. Το OSFI δεσμεύεται βάσει νόμου περί εμπιστευτικότητας, ο οποίος επιτάσσει ότι οι όποιες πληροφορίες που αφορούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ή υποθέσεις των εποπτευομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή τα άτομα που ασχολούνται με αυτές, και που περιέρχονται εις γνώση του προσωπικού του OSFI, αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές.

(9)

Στο Μεξικό, ο νόμος για τη θέσπιση αναθεωρημένου πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τις ασφαλίσεις, ο Ley de instituciones de Seguros y de fianzas (LISF), τέθηκε σε ισχύ στις 4 Απριλίου 2015. Βάσει του LISF, εφαρμόζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement — SCR), η οποία καλύπτει τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, τους οικονομικούς κινδύνους και τους κινδύνους αντισυμβαλλομένου. Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, πραγματοποιείται προσομοίωση ακραίων καταστάσεων (δυναμική δοκιμή φερεγγυότητας). Το μεξικανικό καθεστώς επιτρέπει τη χρήση είτε τυποποιημένου μαθηματικού τύπου είτε εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της SCR. Η Comisión Nacional de Seguros y fianzas (CNSF) είναι αρμόδια για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής και του κλάδου ζημιών στο Μεξικό· έχει ανεξάρτητη εξουσία να χορηγεί ή να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και διενεργεί προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Οι ασφαλιστές πρέπει να αναφέρουν στην CNSF στοιχεία σχετικά με την οργάνωση, τις πράξεις, τη λογιστική, τις επενδύσεις και το κεφάλαιό τους, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση· πρέπει επίσης να γνωστοποιούν τους στόχους, τις πολιτικές και τις πρακτικές τους όσον αφορά τη διατήρηση, τη μεταβίβαση ή τη μείωση των κινδύνων· πρέπει επίσης να δημοσιεύουν ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τις πράξεις, την τεχνική και χρηματοοικονομική κατάσταση και τους κινδύνους τους. Η CNSF μπορεί να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής, εάν υφίσταται συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών· υπάρχουν ορισμένες συμφωνίες αυτού του είδους, και η CNSF υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στο Πολυμερές μνημόνιο Συνεννόησης της IAIS, το 2010. Όταν υπάρχει συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της CNSF και μιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής, η CNSF πρέπει να ζητά από την εποπτική αρχή της αλλοδαπής την προηγούμενη συγκατάθεσή της, πριν από τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από αυτήν. Κανένα πρόσωπο που είναι ή ήταν μέλος του προσωπικού της CNSF δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες· οι απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, και τυχόν παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου οδηγεί σε κυρώσεις.

(10)

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ρύθμιση και η εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων λαμβάνει χώρα, κατά βάση, σε επίπεδο Πολιτειών. Οι ασφαλιστές πρέπει να συμμορφώνονται με τη σχετική νομοθεσία κάθε Πολιτείας όπου συνάπτουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, η δε εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασκείται από ανεξάρτητες πολιτειακές εποπτικές αρχές υπό την αρμοδιότητα Επιτρόπων Ασφαλίσεων. Οι πολιτειακές απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας βασίζονται στο υπόδειγμα νόμου της Εθνικής Ένωσης Επιτρόπων Ασφαλίσεων (National Association of Insurance Commissioners — NAIC) σχετικά με το κεφάλαιο με βάση τον κίνδυνο (Risk-Based Capital (RBC) Model Law), το οποίο έχει υιοθετηθεί από όλες τις Πολιτείες. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος για το RBC καλύπτει τους πλέον σημαντικούς κινδύνους για καθέναν από τους τύπους κύριας ασφάλισης (ζωής, ακινήτων, ατυχημάτων και υγείας), και επιτρέπει τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για συγκεκριμένα προϊόντα και ενότητες κινδύνου. Το RBC υπολογίζεται με εφαρμογή συντελεστών σε διάφορα στοιχεία των περιουσιακών στοιχείων, των ασφαλίστρων, των απαιτήσεων, των δαπανών και των αποθεμάτων. Υπάρχουν τέσσερα επίπεδα ποσοτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, με διαφορετικές εποπτικές παρεμβάσεις σε εκάστη περίπτωση: Company Action Level, Regulatory Action Level, Authorized Control Level, και Mandatory Control Level (από ενέργειες σε επίπεδο εταιρείας, με κλιμάκωση έως και υποχρεωτικό έλεγχο από την εποπτική αρχή). Το καθεστώς των Ηνωμένων Πολιτειών προβλέπει για τους ασφαλιστές εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας (ORSA) συγκρίσιμη με εκείνη βάσει της οδηγίας Φερεγγυότητα II. Όσον αφορά την υποβολή αναφορών και τη διαφάνεια, υπάρχουν τυποποιημένες απαιτήσεις υποβολής αναφορών, που καλύπτουν κυρίως: επιχειρηματικές δραστηριότητες και επιδόσεις, προφίλ κινδύνου, χρησιμοποιούμενες μεθόδους αποτίμησης και παραδοχές, κεφαλαιακές απαιτήσεις και διαχείριση. Οι οικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της αναλογιστικής γνώμης και της δήλωσης του ελεγκτή, δημοσιοποιούνται. Οι Επίτροποι Ασφαλίσεων των Πολιτειών μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με εποπτικές αρχές της αλλοδαπής, υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης των πληροφοριών συμφωνεί να διατηρήσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Μπορούν επίσης να συνάπτουν συμφωνίες που διέπουν την ανταλλαγή και τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών. Έχει υπογραφεί μια σειρά Μνημονίων Συνεννόησης σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών της Ένωσης και αρμόδιων υπηρεσιών των Πολιτειών για τον ασφαλιστικό έλεγχο· ορισμένες αρμόδιες υπηρεσίες των Πολιτειών για τον ασφαλιστικό έλεγχο είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Πολυμερές μνημόνιο Συνεννόησης της IAIS, και διάφορες άλλες έχουν υποβάλει πρόσφατα αίτηση προσχώρησης. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, που έχουν ενσωματωθεί στην πολιτειακή νομοθεσία με βάση τα υποδείγματα νόμων της NAIC, προβλέπουν ότι οι πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν οι εποπτικές αρχές των Πολιτειών είναι εμπιστευτικές και ότι οι εν λόγω αρχές θα τηρούν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνονται από εποπτικές αρχές της αλλοδαπής. Το προσωπικό των πολιτειακών εποπτικών αρχών καλύπτεται από υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου, βάσει νομοθεσίας σε επίπεδο Πολιτείας.

(11)

Κατόπιν των αξιολογήσεων αυτών, τα καθεστώτα φερεγγυότητας των τρίτων χωρών που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούν τα κριτήρια προσωρινής ισοδυναμίας, που προβλέπονται στο άρθρο 227 παράγραφος 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με εξαίρεση τους κανόνες για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις στις Βερμούδες, οι οποίες υπόκεινται σε διαφορετικό ρυθμιστικό καθεστώς.

(12)

Η αρχική περίοδος της προσωρινής ισοδυναμίας που προσδιορίζεται με την παρούσα απόφαση θα πρέπει να είναι δεκαετής. Παρά ταύτα, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε ειδική επανεξέταση για επιμέρους τρίτες χώρες ή εδάφη, ανά πάσα στιγμή, εκτός του πλαισίου της γενικής επανεξέτασης, σε περίπτωση που καταστεί αναγκαίο, λόγω των σχετικών εξελίξεων, να επαναξιολογήσει η Επιτροπή την ισοδυναμία που προσδιορίζεται με την παρούσα απόφαση. Η Επιτροπή θα πρέπει, επομένως, να εξακολουθήσει να παρακολουθεί, με την τεχνική βοήθεια της ΕΑΑΕΣ, την εξέλιξη των καθεστώτων που ισχύουν στις τρίτες χώρες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση, και την εκπλήρωση των προϋποθέσεων βάσει των οποίων εκδόθηκε η παρούσα απόφαση.

(13)

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016. Ως εκ τούτου, με την παρούσα απόφαση θα πρέπει επίσης να χορηγηθεί προσωρινή ισοδυναμία από την ημερομηνία αυτή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα καθεστώτα φερεγγυότητας που ισχύουν στην Αυστραλία, τις Βερμούδες (με εξαίρεση τους κανόνες για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις), τη Βραζιλία, τον Καναδά, το Μεξικό και τις Ηνωμένες Πολιτείες και εφαρμόζονται για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στις εν λόγω χώρες θεωρούνται προσωρινά ισοδύναμα με το καθεστώς που καθορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 2

Η προσωρινή ισοδυναμία χορηγείται για περίοδο 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(3)  Ανάλυση της ΕΑΑΕΣ σχετικά με την ισοδυναμία της Βραζιλίας, 10 Μαρτίου 2015

Ανάλυση της ΕΑΑΕΣ σχετικά με την ισοδυναμία των Βερμούδων, 9 Μαρτίου 2015

Ανάλυση της ΕΑΑΕΣ σχετικά με την ισοδυναμία του Καναδά, 28 Ιανουαρίου 2015

Ανάλυση της ΕΑΑΕΣ σχετικά με την ισοδυναμία της Αυστραλίας, 16 Ιουλίου 2013

Ανάλυση της ΕΑΑΕΣ σχετικά με την ισοδυναμία του Μεξικού, 16 Ιουλίου 2013

(4)  Ο νόμος για τις ασφαλίσεις προσδιορίζει διάφορες κατηγορίες ασφαλιστών, που υπόκεινται σε διαφορετικά σύνολα κανόνων. Οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελούν μια ειδική κατηγορία ασφαλιστών, η οποία δεν έχει περιληφθεί στην αξιολόγηση από την ΕΑΑΕΣ και δεν καλύπτεται από την παρούσα πράξη.