9.10.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 918/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Ιουλίου 2012

περί συμπληρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης όσον αφορά τους ορισμούς, τον υπολογισμό των καθαρών αρνητικών θέσεων, τις καλυμμένες συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, τα όρια κοινοποίησης, τα όρια ρευστότητας για την αναστολή των περιορισμών, τις σημαντικές πτώσεις στην αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και τα ανεπιθύμητα συμβάντα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (1), και ιδίως τα άρθρα 2 παράγραφος 2, 3 παράγραφος 7, 4 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 3, 13 παράγραφος 4, 23 παράγραφος 7 και το άρθρο 30·

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 επιβάλλει ορισμένα μέτρα σχετικά με τις ανοικτές πωλήσεις και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης. Το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 εκχωρεί στην Επιτροπή την εξουσία θέσπισης πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση για τη συμπλήρωση των διατάξεων του ανωτέρω κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη συμπληρώνει και τροποποιεί ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία.

(2)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς τα όρια κοινοποίησης και ρευστότητας και ο προσδιορισμός των ακάλυπτων συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης εξαρτώνται από τους ορισμούς και τις μεθόδους υπολογισμού των αρνητικών θέσεων, ενώ οι διατάξεις σχετικά με τις σημαντικές πτώσεις στην αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και τις πτώσεις στη ρευστότητα των αγορών κρατικών χρεωστικών τίτλων καθώς και τον προσδιορισμό των ανεπιθύμητων συμβάντων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Για τη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ των διατάξεων εκείνων σχετικά με τις ανοικτές πωλήσεις οι οποίες πρέπει να τεθούν ταυτόχρονα σε εφαρμογή, αρμόζει η συμπερίληψη όλων των διατάξεων που απαιτούνται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 περιέχει κάποιους ορισμούς. Προκειμένου να ενισχυθεί η σαφήνεια και η ασφάλεια δικαίου, αρμόζει η πρόβλεψη περαιτέρω συμπληρωματικών διατάξεων σχετικά με τους ορισμούς στο άρθρο 2 παράγραφος 1, ιδίως όσον αφορά το πότε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του ορισμού της ανοικτής πώλησης, καθώς και περαιτέρω προσδιορισμός της «κατοχής» μιας μετοχής ή ενός χρεωστικού τίτλου από φυσικό ή νομικό πρόσωπο για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012. Οι διευκρινίσεις επιλέγονται με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 θα επιτύχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα με συνεκτικό τρόπο παρά τις αποκλίσεις στη νομοθεσία των κρατών μελών. Οι έννοιες της ιδιοκτησίας και της κατοχής όσον αφορά τις κινητές αξίες στα κράτη μέλη δεν είναι εναρμονισμένες επί του παρόντος, αλλά οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 έχουν στόχο να εφαρμόζονται μόνο στις ανοικτές πωλήσεις με την επιφύλαξη τυχόν μελλοντικών νομικών εξελίξεων, όπως η εναρμόνιση της νομοθεσίας.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 επιβάλλει περιορισμούς και υποχρεώσεις, όπως, για παράδειγμα, απαιτήσεις κοινοποίησης και δημοσίευσης, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν ή συμμετέχουν σε καθαρές αρνητικές θέσεις σε μετοχές και κρατικούς χρεωστικούς τίτλους. Η κατοχή και η αποτίμηση θετικών και αρνητικών θέσεων σε μετοχές και κρατικούς χρεωστικούς τίτλους μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Συνεπώς, προκειμένου να διασφαλιστεί μια συνεκτική προσέγγιση και να υλοποιηθεί η πρόθεση των μέτρων σχετικά με τις αρνητικές θέσεις σε μετοχές και κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, πρέπει να προσδιοριστεί περαιτέρω ο τρόπος υπολογισμού των καθαρών αρνητικών θέσεων. Οι ανοικτές πωλήσεις μπορεί να λαμβάνουν χώρα μέσω ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μέσω καλαθιών κρατικών χρεωστικών τίτλων, επομένως είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι ανοικτές πωλήσεις μέσω καλαθιών συμπεριλαμβάνονται στους εν λόγω υπολογισμούς. Προκειμένου να διασφαλιστεί μια αυστηρή προσέγγιση στον υπολογισμό των καθαρών αρνητικών θέσεων, είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί μια πιο περιοριστική προσέγγιση στον προσδιορισμό των θετικών θέσεων σε σχέση με τις αρνητικές θέσεις σε μετοχές. Επειδή η αξία ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων εξαρτάται από διακυμάνσεις στην τιμή των υποκείμενων μέσων, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ένας τρόπος να ληφθεί υπόψη αυτός ο παράγοντας. Προσδιορίζεται η μέθοδος προσαρμογής βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα, καθώς συνιστά ευρέως αποδεκτή πρακτική.

(5)

Οι καθαρές αρνητικές θέσεις υπολογίζονται βάσει των θετικών και αρνητικών θέσεων που κατέχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Εντούτοις, διαφορετικές οντότητες ενός ομίλου ή διαφορετικά κεφάλαια που τελούν υπό τη διαχείριση ενός διαχειριστή κεφαλαίων ενδέχεται να κατέχουν θετικές και αρνητικές θέσεις. Οι μεγάλες καθαρές αρνητικές θέσεις μπορούν να συγκαλυφθούν εάν κατανεμηθούν μεταξύ των οντοτήτων ενός ομίλου ή μεταξύ διαφόρων κεφαλαίων. Για να περιοριστεί η αποφυγή και να διασφαλιστεί ότι οι κοινοποιήσεις και η γνωστοποίηση αρνητικών θέσεων παρέχουν μια ακριβή και αντιπροσωπευτική εικόνα, απαιτούνται λεπτομερέστερες διατάξεις που να προσδιορίζουν τον τρόπο υπολογισμού των καθαρών αρνητικών θέσεων για τις οντότητες ενός ομίλου και για τους διαχειριστές κεφαλαίων. Προκειμένου να εφαρμοστούν οι εν λόγω διατάξεις, είναι αναγκαίο να οριστεί η έννοια της επενδυτικής στρατηγικής ούτως ώστε να διευκρινιστούν οι οντότητες ενός ομίλου και τα κεφάλαια των οποίων οι αρνητικές θέσεις πρέπει να προστίθενται. Είναι επίσης αναγκαίο να δοθεί ένας ορισμός των δραστηριοτήτων διαχείρισης προκειμένου να διευκρινιστούν τα κεφάλαια των οποίων οι αρνητικές θέσεις πρέπει να προστίθενται. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι πραγματοποιούνται κοινοποιήσεις, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν ποιες οντότητες ενός ομίλου ή διαφόρων κεφαλαίων οφείλουν να εκτελούν τους υπολογισμούς και να προβαίνουν στις κοινοποιήσεις.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 επιβάλλει περιορισμούς στη συμμετοχή σε ακάλυπτες συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, αλλά επιτρέπει τις καλυμμένες συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που συνάπτονται για νόμιμους σκοπούς αντιστάθμισης. Ένα ευρύ φάσμα στοιχείων ενεργητικού και παθητικού είναι δυνατόν να αντισταθμιστούν μέσω συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ της νόμιμης αντιστάθμισης και της κερδοσκοπίας. Συνεπώς απαιτείται ο λεπτομερής και συμπληρωματικός προσδιορισμός των περιπτώσεων στις οποίες μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου μπορεί να θεωρηθεί καλυμμένη. Στις περιπτώσεις που πρέπει να προσδιοριστεί ένα ποσοτικό μέτρο υπολογισμού της συσχέτισης σε συνεκτική βάση, πρέπει να χρησιμοποιείται ένα απλό, ευρέως αποδεκτό και κατανοητό μέτρο όπως είναι ο συντελεστής συσχέτισης του Pearson, που υπολογίζεται ως η συνδιασπορά των δύο μεταβλητών διά το γινόμενο των τυπικών αποκλίσεών τους. Η αντιστοίχιση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού για τη δημιουργία της τέλειας αντιστάθμισης είναι δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη λόγω των αποκλινόντων χαρακτηριστικών των διαφόρων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθώς και της μεταβλητότητας των τιμών τους. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 προβλέπει την υιοθέτηση μιας αναλογικής προσέγγισης όσον αφορά τα μέτρα, συνεπώς κατά τον ορισμό μιας ακάλυπτης σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ένας τρόπος εφαρμογής μιας αναλογικής προσέγγισης σε στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που αντισταθμίζονται από μια ακάλυπτη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Παρότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 δεν προβλέπει έναν συγκεκριμένο βαθμό συσχέτισης που είναι απαραίτητος για μια καλυμμένη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η συσχέτιση πρέπει να είναι ουσιαστική.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 απαιτεί από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει μια καθαρή αρνητική θέση σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους που υπερβαίνει ένα όριο να κοινοποιεί τις εν λόγω θέσεις στη σχετική αρμόδια αρχή. Συνεπώς, απαιτείται ο κατάλληλος προσδιορισμός του εν λόγω ορίου. Δεν πρέπει να απαιτείται κοινοποίηση των ελάχιστων αξιών που δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη σχετική αγορά κρατικών χρεωστικών τίτλων και το όριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη ρευστότητα κάθε μεμονωμένης αγοράς ομολόγων και τους εκκρεμείς κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, καθώς και τους στόχους του εν λόγω μέτρου.

(8)

Τα δεδομένα που απαιτούνται για τον υπολογισμό των ορίων κοινοποίησης για καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους δεν θα είναι διαθέσιμα την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, τα δύο κριτήρια για τον προσδιορισμό των αρχικών ορίων κοινοποίησης κατά την ημερομηνία δημοσίευσης πρέπει να είναι, κατά πρώτον, το συνολικό ποσό των εκκρεμών εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων του εκδότη των τίτλων και, κατά δεύτερον, η ύπαρξη μιας προθεσμιακής αγοράς με επαρκή ρευστότητα για τους εν λόγω κρατικούς χρεωστικούς τίτλους. Όταν καταστούν διαθέσιμα τα σχετικά δεδομένα για όλα τα κριτήρια, πρέπει να θεσπιστούν αναθεωρημένα όρια.

(9)

Εάν η ρευστότητα μιας αγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων μειωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, ενδέχεται να αρθούν προσωρινά οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε επενδυτές που πραγματοποιούν συναλλαγές σε ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων για τους σκοπούς ενίσχυσης της ρευστότητας στην εν λόγω αγορά. Εάν σημειωθεί σημαντική πτώση της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαγορεύσουν, να περιορίσουν τις ανοικτές πωλήσεις ή να περιορίσουν άλλως πως τις συναλλαγές στο εν λόγω μέσο. Επειδή το φάσμα των μέσων είναι ευρύ, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ένα όριο για καθεμία από τις διαφορετικές κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβάνοντας υπόψη διαφορές όπως οι διαφορές μεταξύ των μέσων και οι διαφορές στη μεταβλητότητα των αντίστοιχων αγορών τους.

(10)

Στον παρόντα κανονισμό δεν προσδιορίζεται κανένα όριο για τη σημαντική πτώση στην αξία της μοναδιαίας τιμής ενός εισηγμένου ΟΣΕΚΑ, με εξαίρεση τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που είναι ΟΣΕΚΑ, καθώς, παρότι η τιμή μπορεί να μεταβάλλεται ελεύθερα στον τόπο διαπραγμάτευσης, υπόκειται σε έναν κανόνα της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (2), ο οποίος διατηρεί τις τιμές κοντά στην καθαρή αξία του ενεργητικού των ΟΣΕΚΑ. Εκτός από τα όρια που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό, δεν προσδιορίζεται κανένα όριο για σημαντικές πτώσεις της αξίας των παραγώγων μέσων.

(11)

Ο παρών κανονισμός αποσαφηνίζει τις εξουσίες παρέμβασης τόσο των σχετικών αρμόδιων αρχών όσο και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που ιδρύθηκε και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) σε περιπτώσεις ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων. Για τη διασφάλιση συνεκτικής προσέγγισης που επιτρέπει παράλληλα τη λήψη των κατάλληλων ενεργειών σε περίπτωση που προκύψουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις, απαιτείται ένας κατάλογος των εν λόγω συμβάντων.

(12)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι απαραίτητο ο παρών κανονισμός να αρχίσει να ισχύει την ίδια ημερομηνία με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 919/2012 της Επιτροπής (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΑ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες που συμπληρώνουν τα κατωτέρω άρθρα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά:

το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό των ορισμών της ιδιοκτησίας και της ανοικτής πώλησης,

το άρθρο 3 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό περιπτώσεων καθαρής αρνητικής θέσης και της μεθόδου υπολογισμού μιας καθαρής αρνητικής θέσης καθώς και του ορισμού της κατοχής,

το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό των ακάλυπτων θέσεων σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου και τις μεθόδους υπολογισμού για τους ομίλους και τις δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων,

το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό του ορίου κοινοποίησης για σημαντικές αρνητικές θέσεις σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους,

το άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό του ορίου ρευστότητας για την αναστολή των περιορισμών στις ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων,

το άρθρο 23 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό της έννοιας των σημαντικών πτώσεων στην αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων εκτός των ρευστών μετοχών,

το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων και των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες προκύπτουν τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή οι εξελίξεις που αναφέρονται στα άρθρα 18 έως 21 και στο άρθρο 27 καθώς και οι απειλές που αναφέρονται στο στοιχείο α του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

Ως «όμιλος» νοούνται οι νομικές οντότητες που αποτελούν ελεγχόμενες επιχειρήσεις υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) καθώς και το ενιαίο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την εν λόγω επιχείρηση.

β)

Ως «υπερεθνικός εκδότης» νοείται ο εκδότης υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ σημεία i), iv), v) και vi) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΙΣΜΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7 ΣΤΟΙΧΕΙΟ α

Άρθρο 3

Προσδιορισμός του όρου «ιδιοκτησία» και ορισμός της ανοικτής πώλησης

1.   Για τους σκοπούς του ορισμού μιας ανοικτής πώλησης, το κατά πόσο ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ως ιδιοκτήτης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου όταν έχει τη νόμιμη ή την πραγματική κυριότητά του προσδιορίζεται, εάν συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τον νόμο που εφαρμόζεται στη σχετική ανοικτή πώληση της εν λόγω μετοχής ή του χρεωστικού μέσου. Εάν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι μιας μετοχής ή ενός χρεωστικού τίτλου, η εν λόγω μετοχή ή ο εν λόγω χρεωστικός τίτλος θεωρείται ιδιοκτησία του τελικού πραγματικού δικαιούχου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου μια μετοχή ή ένα χρεωστικό μέσο τελεί υπό την κατοχή εντολοδόχου. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο πραγματικός δικαιούχος είναι ο επενδυτής που αναλαμβάνει τον οικονομικό κίνδυνο της απόκτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

2.   Για τους σκοπούς των σημείων i), ii) και iii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, η «ανοικτή πώληση» υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, δεν περιλαμβάνει:

α)

την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν μεταβιβαστεί δυνάμει συμφωνίας δανεισμού αξιογράφων ή συμφωνίας επαναγοράς, εφόσον είτε θα επιστραφούν οι κινητές αξίες είτε ο μεταβιβάζων ανακαλεί τις κινητές αξίες ούτως ώστε ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας·

β)

την πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αγοράσει το χρηματοπιστωτικό μέσο πριν από την πώληση, αλλά δεν το έχει παραλάβει κατά τη στιγμή της πώλησης, εφόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο θα παραδοθεί σε χρόνο ώστε ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας·

γ)

την πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ασκήσει δικαίωμα προαίρεσης ή παρόμοια αξίωση στο εν λόγω μέσο, εφόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο θα παραδοθεί σε χρόνο ώστε ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

Άρθρο 4

Κατοχή

Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει μια μετοχή ή ένα χρεωστικό μέσο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι ο ιδιοκτήτης της μετοχής ή του χρεωστικού τίτλου σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

β)

Εκτελεστή απαίτηση για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της μετοχής ή του χρεωστικού μέσου στο φυσικό ή το νομικό πρόσωπο σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σχετική πώληση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΘΑΡΕΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7 ΣΤΟΙΧΕΙΟ β

Άρθρο 5

Καθαρές αρνητικές θέσεις σε μετοχές — θετικές θέσεις

1.   Η κατοχή μιας μετοχής μέσω θετικής θέσης σε ένα καλάθι μετοχών λαμβάνεται επίσης υπόψη όσον αφορά την εν λόγω μετοχή, στον βαθμό που η εν λόγω μετοχή εκπροσωπείται στο καλάθι.

2.   Οποιοδήποτε άνοιγμα μέσω χρηματοπιστωτικού μέσου διαφορετικού από τη μετοχή που παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αύξησης της τιμής της μετοχής όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 σημαίνει οποιοδήποτε άνοιγμα σε μετοχικό κεφάλαιο μέσω ενός ή περισσότερων από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος 1.

Το άνοιγμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εξαρτάται από την αξία της μετοχής σε σχέση με την οποία πρέπει να υπολογιστεί μια καθαρή αρνητική θέση, και η οποία παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αύξησης της τιμής ή της αξίας της μετοχής.

Άρθρο 6

Καθαρές αρνητικές θέσεις σε μετοχές — αρνητικές θέσεις

1.   Η ανοικτή πώληση μιας μετοχής μέσω ανοικτής πώλησης ενός καλαθιού μετοχών λαμβάνεται επίσης υπόψη όσον αφορά την εν λόγω μετοχή, στον βαθμό που η εν λόγω μετοχή εκπροσωπείται στο καλάθι.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, εάν μια θέση σε χρηματοπιστωτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων όσων παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος 1, παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας της μετοχής, η εν λόγω θέση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρνητικής θέσης.

Άρθρο 7

Καθαρές αρνητικές θέσεις σε μετοχές — γενικά

Τα ακόλουθα κριτήρια λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς των καθαρών αρνητικών θέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6:

α)

δεν έχει σημασία εάν έχει συμφωνηθεί διακανονισμός σε μετρητά ή φυσική παράδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού·

β)

οι αρνητικές θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, οι οποίες εγείρουν αξιώσεις σε μη εκδοθείσες μετοχές και τα δικαιώματα εγγραφής, τα μετατρέψιμα ομόλογα και άλλα συγκρίσιμα μέσα, δεν θεωρούνται αρνητικές θέσεις για τον υπολογισμό μιας καθαρής αρνητικής θέσης.

Άρθρο 8

Καθαρή αρνητική θέση σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους — θετικές θέσεις

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του παραρτήματος II, ως τιμολόγηση νοείται η απόδοση, ή, εάν δεν υπάρχει απόδοση για ένα από τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού ή εάν η απόδοση δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο σύγκρισης μεταξύ των σχετικών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, ως τιμολόγηση νοείται η τιμή. Η κατοχή ενός κρατικού χρεωστικού τίτλου μέσω θετικής θέσης σε ένα καλάθι κρατικών χρεωστικών τίτλων διαφορετικών κρατικών εκδοτών λαμβάνεται επίσης υπόψη όσον αφορά τον εν λόγω κρατικό χρεωστικό τίτλο, στον βαθμό που ο εν λόγω κρατικός χρεωστικός τίτλος εκπροσωπείται στο καλάθι.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, οποιοδήποτε άνοιγμα μέσω ενός μέσου διαφορετικού από τον κρατικό χρεωστικό τίτλο που παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αύξησης της τιμής του κρατικού χρεωστικού τίτλου σημαίνει οποιοδήποτε άνοιγμα μέσω ενός ή περισσότερων από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα I, μέρος 2, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι η αξία τους εξαρτάται από την αξία του κρατικού χρεωστικού τίτλου σε σχέση με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί μια καθαρή αρνητική θέση, και ο οποίος παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αύξησης της τιμής ή της αξίας του κρατικού χρεωστικού τίτλου.

3.   Υπό την προϋπόθεση ότι η συσχέτισή τους είναι υψηλή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 και με τις παραγράφους 4 και 5, όλες οι καθαρές συμμετοχές σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κρατικού εκδότη που έχει υψηλή συσχέτιση με την τιμολόγηση των κρατικών χρεωστικών τίτλων σε οποιαδήποτε αρνητική θέση συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό της θετικής θέσης. Οι κρατικοί χρεωστικοί τίτλοι εκδοτών που βρίσκονται εκτός της Ένωσης δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

4.   Για τα στοιχεία ενεργητικού με ρευστή τιμή αγοράς, η υψηλή συσχέτιση μεταξύ της τιμολόγησης ενός χρεωστικού τίτλου άλλου κρατικού εκδότη και της τιμολόγησης του χρεωστικού τίτλου του εν λόγω κρατικού εκδότη υπολογίζεται σε ιστορική βάση μέσω σταθμισμένων δεδομένων που συλλέγονται καθημερινά κατά την περίοδο των 12 μηνών που προηγούνται της θέσης στον κρατικό χρεωστικό τίτλο. Για στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά ή εάν το ιστορικό της τιμής είναι μικρότερο από 12 μήνες, χρησιμοποιείται ένα κατάλληλο υποκατάστατο παρόμοιας διάρκειας.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, ένας χρεωστικός τίτλος και ένας εκδοθείς κρατικός χρεωστικός τίτλος θεωρείται ότι έχουν υψηλή συσχέτιση εάν ο συντελεστής συσχέτισης του Pearson είναι τουλάχιστον 80 % μεταξύ της τιμολόγησης του χρεωστικού τίτλου άλλου κρατικού εκδότη και της τιμολόγησης του δεδομένου κρατικού χρεωστικού τίτλου για τη συγκεκριμένη περίοδο.

6.   Εάν στη συνέχεια η θέση παύει να έχει υψηλή συσχέτιση βάσει ενός κυλιόμενου χρονικού πλαισίου 12 μηνών, ο κρατικός χρεωστικός τίτλος του κρατικού εκδότη που χαρακτηριζόταν προηγουμένως από υψηλή συσχέτιση δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη κατά τον υπολογισμό μιας θετικής θέσης. Ωστόσο, δεν θεωρείται ότι η υψηλή συσχέτιση των θέσεων παύει να υπάρχει εάν σημειωθεί προσωρινή πτώση στο επίπεδο συσχέτισης του κρατικού χρεωστικού τίτλου για διάστημα έως και 3 μηνών κάτω από το επίπεδο που ορίζεται στην παράγραφο 4, εφόσον ο συντελεστής συσχέτισης ισούται τουλάχιστον με 60 % κατά τη διάρκεια της εν λόγω τρίμηνης περιόδου.

7.   Κατά τον υπολογισμό των καθαρών αρνητικών θέσεων, δεν έχει σημασία εάν έχει συμφωνηθεί διακανονισμός με μετρητά ή φυσική παράδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού.

Άρθρο 9

Καθαρές αρνητικές θέσεις σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους — αρνητικές θέσεις

1.   Η ανοικτή πώληση ενός κρατικού χρεωστικού τίτλου μέσω της πώλησης ενός καλαθιού κρατικών χρεωστικών τίτλων λαμβάνεται επίσης υπόψη όσον αφορά τον εν λόγω κρατικό χρεωστικό τίτλο στοn βαθμό που ο κρατικός χρεωστικός τίτλος εκπροσωπείται στο καλάθι.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, εάν μια θέση σε χρηματοπιστωτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων όσων παρατίθενται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας του χρεωστικού τίτλου, η εν λόγω θέση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρνητικής θέσης.

3.   Οποιαδήποτε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που αναφέρεται σε κρατικό εκδότη περιλαμβάνεται στον υπολογισμό των καθαρών αρνητικών θέσεων στον εν λόγω κρατικό χρεωστικό τίτλο. Οι πωλήσεις συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου θεωρούνται θετικές θέσεις και οι αγορές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου θεωρούνται αρνητικές θέσεις.

4.   Εάν μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου αντισταθμίζει κίνδυνο διαφορετικό από τον κρατικό χρεωστικό τίτλο αναφοράς, η αξία του αντισταθμισμένου κινδύνου δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική θέση για τους σκοπούς του υπολογισμού εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει καθαρή αρνητική θέση στον εκδοθέντα κρατικό χρεωστικό τίτλο ενός κρατικού εκδότη.

5.   Κατά τον υπολογισμό καθαρών αρνητικών θέσεων, δεν έχει σημασία εάν έχει συμφωνηθεί διακανονισμός με μετρητά ή φυσική παράδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού.

Άρθρο 10

Μέθοδος υπολογισμού των καθαρών αρνητικών θέσεων σε σχέση με μετοχές

1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού της καθαρής αρνητικής θέσης σε μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, χρησιμοποιείται το μοντέλο που αναφέρεται στο παράρτημα II προσαρμοσμένο βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα.

2.   Για οποιονδήποτε υπολογισμό θετικής και αρνητικής θέσης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο όσον αφορά τις ίδιες μετοχές, χρησιμοποιούνται οι ίδιες μέθοδοι.

3.   Ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων λαμβάνει υπόψη τις συναλλαγές σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε εντός είτε εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης, τα οποία παρέχουν χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αλλαγής της τιμής ή της αξίας της μετοχής.

Άρθρο 11

Υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, οι καθαρές αρνητικές θέσεις σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχουν χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση αλλαγής της τιμής ή της απόδοσης του κρατικού χρεωστικού τίτλου. Χρησιμοποιείται το μοντέλο για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους προσαρμοσμένο βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, οι θέσεις υπολογίζονται για κάθε κρατικό εκδότη στον οποίο κατέχει αρνητική θέση ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΘΑΡΕΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ Η ΟΜΙΛΟΥΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ

Άρθρο 12

Μέθοδος υπολογισμού θέσεων για δραστηριότητες διαχείρισης που σχετίζονται με διαφορετικά κεφάλαια ή χαρτοφυλάκια υπό διαχείριση

1.   Ο υπολογισμός της καθαρής αρνητικής θέσης σε έναν συγκεκριμένο εκδότη πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 για κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή του, και για κάθε χαρτοφυλάκιο υπό διαχείριση.

2.   Για τους σκοπούς των άρθρων 12 και 13, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

Ως «επενδυτική στρατηγική» νοείται μια στρατηγική που ακολουθείται από μια οντότητα διαχείρισης όσον αφορά έναν συγκεκριμένο εκδότη, η οποία στοχεύει στη λήψη είτε καθαρής αρνητικής είτε καθαρής θετικής θέσης μέσω συναλλαγών σε διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον εν λόγω εκδότη ή σχετίζονται με αυτόν.

β)

Ως «δραστηριότητες διαχείρισης» νοείται η διαχείριση κεφαλαίων ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή και η διαχείριση χαρτοφυλακίου σε βάση διακριτικής ευχέρειας σύμφωνα με τις εντολές του κάθε πελάτη, εφόσον τα εν λόγω χαρτοφυλάκια περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

γ)

Ως «οντότητα διαχείρισης» νοείται ένα νομικό πρόσωπο ή μια οντότητα, συμπεριλαμβανομένης μιας διεύθυνσης, μιας μονάδας ή ενός τμήματος που διαχειρίζεται, σε βάση διακριτικής ευχέρειας, κεφάλαια ή χαρτοφυλάκια σύμφωνα με μια εντολή.

3.   Η οντότητα διαχείρισης αθροίζει τις καθαρές αρνητικές θέσεις των κεφαλαίων και των χαρτοφυλακίων που τελούν υπό τη διαχείρισή της για τα οποία ακολουθείται η ίδια επενδυτική στρατηγική όσον αφορά έναν συγκεκριμένο εκδότη.

4.   Κατά την εφαρμογή της ανωτέρω μεθόδου, η οντότητα διαχείρισης:

α)

λαμβάνει υπόψη τις θέσεις των κεφαλαίων και χαρτοφυλακίων των οποίων η διαχείριση έχει ανατεθεί σε τρίτο μέρος·

β)

αποκλείει τις θέσεις των κεφαλαίων και χαρτοφυλακίων των οποίων τη διαχείριση έχει αναθέσει σε τρίτο μέρος.

Η οντότητα διαχείρισης αναφέρει και δημοσιοποιεί, εάν είναι απαραίτητο, την καθαρή αρνητική θέση που προκύπτει από τις παραγράφους 3 και 4 όταν αυτή ισούται με ή υπερβαίνει ένα σχετικό όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

5.   Εάν μια ενιαία νομική οντότητα ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης σε συνδυασμό με άλλες δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με διαχείριση, εφαρμόζει τη μέθοδο που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 3 αποκλειστικά στις δραστηριότητες διαχείρισής της και αναφέρει και δημοσιοποιεί, εάν είναι απαραίτητο, τις καθαρές αρνητικές θέσεις που προκύπτουν.

6.   Για τις δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με διαχείριση και οδηγούν στην κατοχή αρνητικών θέσεων από την οντότητα για δικό της λογαριασμό, η ενιαία νομική οντότητα πραγματοποιεί τον υπολογισμό της καθαρής αρνητικής θέσης σε έναν συγκεκριμένο εκδότη σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 και αναφέρει και δημοσιοποιεί, εάν είναι απαραίτητο, τις καθαρές αρνητικές θέσεις που προκύπτουν.

Άρθρο 13

Μέθοδος υπολογισμού θέσεων για νομικές οντότητες ενός ομίλου που έχουν θετικές ή αρνητικές θέσεις σε σχέση με έναν συγκεκριμένο εκδότη

1.   Ο υπολογισμός της καθαρής αρνητικής θέσης πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 για κάθε νομική οντότητα που αποτελεί μέρος του ομίλου. Η σχετική νομική οντότητα ή ο όμιλος στον οποίο ανήκει, ενεργώντας εκ μέρους της, αναφέρει και δημοσιοποιεί την καθαρή αρνητική θέση σε έναν συγκεκριμένο εκδότη όταν αυτή ισούται με ή υπερβαίνει ένα όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης. Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες από τις νομικές οντότητες του ομίλου είναι οντότητες διαχείρισης, εφαρμόζουν τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 4 σχετικά με τις δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων και χαρτοφυλακίων.

2.   Οι καθαρές αρνητικές και θετικές θέσεις όλων των νομικών οντοτήτων που απαρτίζουν τον όμιλο αθροίζονται και συμψηφίζονται, με εξαίρεση τις θέσεις των οντοτήτων διαχείρισης που ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης. Ο όμιλος αναφέρει και δημοσιοποιεί εάν είναι απαραίτητο, την καθαρή αρνητική θέση σε έναν συγκεκριμένο εκδότη όταν αυτή ισούται με ή υπερβαίνει ένα σχετικό όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης.

3.   Όταν μια καθαρή αρνητική θέση ισούται με ή υπερβαίνει το όριο κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 5 ή το όριο δημοσιοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, μια νομική οντότητα του ομίλου αναφέρει και δημοσιοποιεί σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 την καθαρή αρνητική της θέση σε έναν συγκεκριμένο εκδότη όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, εφόσον καμία από τις καθαρές αρνητικές θέσεις σε επίπεδο ομίλου που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν ισούται με ή υπερβαίνει ένα όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης. Μια νομική οντότητα που έχει οριστεί για αυτό τον σκοπό αναφέρει και δημοσιοποιεί εάν είναι απαραίτητο την καθαρή αρνητική θέση του σε έναν συγκεκριμένο εκδότη σε επίπεδο ομίλου υπολογισμένη σύμφωνα με την παράγραφο 2 όταν:

i)

καμία νομική οντότητα του ομίλου δεν εγγίζει ούτε υπερβαίνει κανένα όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης·

ii)

ο ίδιος ο όμιλος και οποιαδήποτε από τις νομικές οντότητες που τον απαρτίζουν εγγίζουν ή υπερβαίνουν ταυτόχρονα ένα όριο κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΑΛΥΜΜΕΝΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Άρθρο 14

Περιπτώσεις που δεν συνιστούν ακάλυπτες θέσεις σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

1.   Στις ακόλουθες περιπτώσεις μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου δεν θεωρείται ακάλυπτη θέση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

α)

Όσον αφορά τις αντισταθμίσεις για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, οι συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου δεν θεωρούνται ακάλυπτη θέση δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 και υπηρετούν την αντιστάθμιση του κινδύνου μείωσης της αξίας των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που συσχετίζονται με τον κίνδυνο μείωσης της αξίας του κρατικού χρεωστικού τίτλου στον οποίο αναφέρεται η σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού αναφέρονται σε οντότητες του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα στο ίδιο κράτος μέλος.

β)

Μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, στην οποία τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού αναφέρονται σε οντότητες του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα στο ίδιο κράτος μέλος ως οι κρατικές οντότητες αναφοράς για τη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου δεν θεωρείται ακάλυπτη θέση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 εφόσον:

i)

αναφέρεται σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε υπουργείου, οργανισμού ή οντότητας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους, ή σε περίπτωση κράτους μέλους που είναι ομοσπονδιακό κράτος, σε οποιοδήποτε από τα μέλη που συναπαρτίζουν την ομοσπονδία·

ii)

χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που πληρούν τη δοκιμή συσχέτισης που αναφέρεται στο άρθρο 18.

γ)

Μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, στην οποία τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού αναφέρονται σε κρατικό εκδότη στην οποία ο κρατικός φορέας αναφοράς για τη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου είναι εγγυητής ή μέτοχος, δεν θεωρείται ακάλυπτη θέση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 εφόσον:

i)

αναφέρεται σε κράτος μέλος·

ii)

χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που πληρούν τη δοκιμή συσχέτισης που αναφέρεται στο άρθρο 18.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) στην παράγραφο 1, συσχέτιση υπάρχει μεταξύ της αξίας του αντισταθμιζόμενου στοιχείου ενεργητικού ή παθητικού και της αξίας του αναφερόμενου κρατικού χρεωστικού τίτλου όπως προβλέπεται στο άρθρο 18.

Άρθρο 15

Περιπτώσεις που δεν συνιστούν ακάλυπτες θέσεις σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου στις οποίες ο οφειλέτης είναι εγκατεστημένος ή το στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού βρίσκεται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη

1.   Σε περίπτωση που ο οφειλέτης ή ο αντισυμβαλλόμενος ενός στοιχείου ενεργητικού ή παθητικού είναι εγκατεστημένος σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου δεν θεωρείται ακάλυπτη θέση στις ακόλουθες περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, και εφόσον πληροί τη δοκιμή συσχέτισης στο άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

εάν η μητρική εταιρεία και η θυγατρική της βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη και έχει χορηγηθεί δάνειο στη θυγατρική. Εάν παρέχεται ρητή ή σιωπηρή πιστωτική στήριξη στη θυγατρική από τη μητρική, επιτρέπεται η αγορά συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου στο κράτος μέλος της μητρικής και όχι της θυγατρικής εταιρείας·

β)

εάν μια μητρική εταιρεία συμμετοχών διαθέτει ή ελέγχει μια θυγατρική εταιρεία εκμετάλλευσης σε διαφορετικά κράτη μέλη. Εάν η μητρική εταιρεία είναι ο εκδότης του ομολόγου, αλλά τα στοιχεία ενεργητικού και τα εισοδήματα που αντισταθμίζονται αποτελούν ιδιοκτησία της θυγατρικής, επιτρέπεται η αγορά συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που αναφέρονται στο κράτος μέλος της θυγατρικής·

γ)

για την αντιστάθμιση ανοίγματος σε εταιρεία που βρίσκεται σε ένα κράτος μέλος και έχει επενδύσει σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός άλλου κράτους μέλους στον βαθμό που η εν λόγω εταιρεία θα επηρεαζόταν σημαντικά σε περίπτωση σημαντικής πτώσης της αξίας των κρατικών χρεωστικών τίτλων του δεύτερου κράτους μέλους, με την προϋπόθεση ότι η εταιρεία είναι εγκατεστημένη και στα δύο κράτη μέλη. Εάν η συσχέτιση μεταξύ του ανωτέρω κινδύνου και των χρεωστικών τίτλων του δεύτερου κράτους μέλους είναι μεγαλύτερη από τη συσχέτιση μεταξύ του εν λόγω κινδύνου και των χρεωστικών τίτλων του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η εταιρεία, επιτρέπεται η αγορά συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που αναφέρονται στο δεύτερο κράτος μέλος.

2.   Μια θέση σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου δεν θεωρείται ακάλυπτη θέση στις ακόλουθες περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 236/2012 και υπό τον όρο ότι σε κάθε περίπτωση πληρούται η δοκιμή συσχέτισης του άρθρου 18 του παρόντος κανονισμού:

α)

σε περίπτωση που ο οφειλέτης, ή ο αντισυμβαλλόμενος, ενός στοιχείου ενεργητικού ή παθητικού που αντισταθμίζεται είναι εταιρεία με δραστηριότητες που εκτείνονται σε ολόκληρη την Ένωση ή εάν το αντισταθμιζόμενο άνοιγμα σχετίζεται με την Ένωση ή με τα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ, επιτρέπεται η αντιστάθμισή του με κατάλληλο δείκτη συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της ζώνης του ευρώ·

β)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος ενός στοιχείου ενεργητικού ή παθητικού που αντισταθμίζεται είναι υπερεθνικός εκδότης, επιτρέπεται η αντιστάθμιση του κινδύνου αντισυμβαλλομένου με ένα κατάλληλα επιλεγμένο καλάθι συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που αναφέρεται στους εγγυητές ή μετόχους της εν λόγω οντότητας.

Άρθρο 16

Αιτιολόγηση των ακάλυπτων θέσεων σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου οφείλει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής:

α)

να αιτιολογήσει στην αρμόδια αρχή ποιες από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 πληρούνταν όταν συνήφθη η σύμβαση·

β)

να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι πληροί τη δοκιμή συσχέτισης του άρθρου 18 και τις απαιτήσεις αναλογικότητας του άρθρου 19 όσον αφορά την ανωτέρω θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ανά πάσα στιγμή για όσο διάστημα κατέχει την εν λόγω σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου.

Άρθρο 17

Αντισταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού

Οι ακόλουθες είναι περιπτώσεις στις οποίες τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού μπορούν να αντισταθμίζονται μέσω μιας θέσης σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι διατάξεις των άρθρων 15 και 18 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012:

α)

θετική θέση στους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του σχετικού εκδότη·

β)

οποιαδήποτε θέση ή χαρτοφυλάκιο που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της αντιστάθμισης ανοιγμάτων στον κρατικό εκδότη που αναφέρεται στις συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου·

γ)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού που αναφέρονται σε οντότητες του δημόσιου τομέα στο κράτος μέλος οι κρατικοί χρεωστικοί τίτλοι του οποίου αναφέρονται στη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Αυτά περιλαμβάνουν ανοίγματα στην κεντρική, περιφερειακή και τοπική διοίκηση, σε οντότητες του δημόσιου τομέα ή οποιοδήποτε άνοιγμα που τελεί υπό την εγγύηση της αναφερόμενης οντότητας και δύναται να περιλαμβάνει χρηματοοικονομικές συμβάσεις, χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού ή χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων, καθώς και συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίου ή συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής νομίσματος στις οποίες η σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου αντισυμβαλλομένου για την αντιστάθμιση ανοίγματος σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή συμβάσεις εξωτερικού εμπορίου·

δ)

ανοίγματα σε οντότητες του ιδιωτικού τομέα που είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος που αναφέρεται στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Τα εν λόγω ανοίγματα περιλαμβάνουν μη περιοριστικά δάνεια, πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (περιλαμβανομένου του δυνητικού ανοίγματος όταν για το άνοιγμα αυτό απαιτούνται κεφάλαια για λόγους κεφαλαιακής επάρκειας), απαιτήσεις και εγγυήσεις. Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, χρηματοοικονομικές συμβάσεις, χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού ή χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων, συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίου ή συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής νομίσματος στις οποίες η σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου αντισυμβαλλομένου για την αντιστάθμιση ανοίγματος σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή συμβάσεις εξωτερικού εμπορίου·

ε)

οποιαδήποτε έμμεσα ανοίγματα σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω οντότητες που προέκυψαν μέσω ανοιγμάτων σε δείκτες, κεφάλαια ή οχήματα ειδικού σκοπού.

Άρθρο 18

Δοκιμές συσχέτισης

1.   Η δοκιμή συσχέτισης που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο πληρούται σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

Η ποσοτική δοκιμή συσχέτισης πληρούται εάν αποδειχθεί συντελεστής συσχέτισης του Pearson ύψους τουλάχιστον 70 % μεταξύ της τιμής των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού και της τιμής των κρατικών χρεωστικών τίτλων που υπολογίζεται σε ιστορική βάση χρησιμοποιώντας δεδομένα για περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών των ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας λήψης της θέσης στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου·

β)

η ποιοτική δοκιμή συσχέτισης πληρούται εφόσον αποδειχθεί ουσιαστική συσχέτιση, που σημαίνει μια συσχέτιση που βασίζεται σε κατάλληλα δεδομένα και δεν δείχνει απλώς μια προσωρινή εξάρτηση. Η συσχέτιση υπολογίζεται σε ιστορική βάση χρησιμοποιώντας δεδομένα των 12 μηνών των ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της λήψης της θέσης στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, σταθμισμένα με την πιο πρόσφατη χρονική στιγμή. Χρησιμοποιείται διαφορετικό χρονικό πλαίσιο εάν αποδειχθεί ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο ήταν παρόμοιες με τις συνθήκες κατά τη χρονική στιγμή που πρόκειται να ληφθεί η θέση στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ή που θα υπήρχαν κατά την περίοδο αντιστάθμισης του ανοίγματος. Για στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή τιμή αγοράς ή η διάρκεια του ιστορικού της τιμής δεν είναι αρκετά μεγάλη, χρησιμοποιείται κατάλληλο υποκατάστατο.

2.   Η δοκιμή συσχέτισης της παραγράφου 1 θεωρείται ότι πληρούται όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι:

α)

το άνοιγμα που αντισταθμίζεται σχετίζεται με μια επιχείρηση που αποτελεί ιδιοκτησία του κρατικού εκδότη ή στην οποία ο κρατικός εκδότης έχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου με δικαίωμα ψήφου ή της οποίας οι χρεωστικού τίτλοι τελούν υπό την εγγύηση του κρατικού εκδότη·

β)

το άνοιγμα που αντισταθμίζεται σχετίζεται με περιφερειακή, τοπική ή δημοτική κυβέρνηση του κράτους μέλους·

γ)

το άνοιγμα που αντισταθμίζεται σχετίζεται με επιχείρηση οι ταμειακές ροές της οποίας εξαρτώνται σημαντικά από συμβάσεις κρατικού εκδότη ή από έργο που χρηματοδοτείται ή χρηματοδοτείται σε σημαντικό βαθμό ή καλύπτεται από κρατικό εκδότη, για παράδειγμα ένα έργο υποδομής·

3.   Το σχετικό μέρος δικαιολογεί ότι η δοκιμή συσχέτισης πληρούνταν κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη η θέση στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 19

Αναλογικότητα

1.   Κατά τον προσδιορισμό τού κατά πόσον το μέγεθος της θέσης στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου είναι αναλογικό με το μέγεθος των αντισταθμιζόμενων ανοιγμάτων, εάν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί τέλεια αντιστάθμιση, δεν απαιτείται απόλυτη αντιστοιχία και επιτρέπεται ως έναν βαθμό η πλεονάζουσα παροχή σύμφωνα με την παράγραφο 2. Το σχετικό μέρος δικαιολογεί κατόπιν αιτήματος στην αρμόδια αρχή γιατί ήταν αδύνατον να επιτευχθεί απόλυτη αντιστοιχία.

2.   Εφόσον δικαιολογείται βάσει της φύσης των αντισταθμιζόμενων στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού και της σχέσης τους με την αξία των υποχρεώσεων του κρατικού φορέα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, η μεγαλύτερη αξία της σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου θεωρείται ότι αντισταθμίζει μια δεδομένη αξία ανοιγμάτων. Ωστόσο, αυτό επιτρέπεται μόνο εάν αποδεικνύεται ότι μεγαλύτερη αξία της σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου είναι αναγκαία προκειμένου να μπορεί να αντιστοιχιστεί με το σχετικό μέτρο κινδύνου που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο αναφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

το μέγεθος της ονομαστικής θέσης·

β)

τον λόγο ευαισθησίας των ανοιγμάτων στις υποχρεώσεις του κρατικού φορέα οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου·

γ)

εάν η στρατηγική αντιστάθμισης είναι δυναμική ή στατική.

3.   Εναπόκειται στον κάτοχο της θέσης να διασφαλίσει ότι η θέση του στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου παραμένει αναλογική ανά πάσα στιγμή και ότι η διάρκεια της θέσης στη σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ευθυγραμμισμένη δεδομένων των τρεχουσών συμβάσεων της αγοράς και της τρέχουσας ρευστότητας με τη διάρκεια των αντισταθμιζόμενων ανοιγμάτων ή με τη σκοπούμενη περίοδο κατοχής του ανοίγματος. Εάν τα ανοίγματα που αντισταθμίζονται από τη θέση στη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου ρευστοποιηθούν ή εξοφληθούν, πρέπει είτε να αντικατασταθούν από αντίστοιχα ανοίγματα είτε η θέση στη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου πρέπει να μειωθεί ή να διατεθεί άλλως πως.

4.   Εφόσον μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ήταν καλυμμένη κατά την περίοδο στην οποία συνήφθη, δεν θεωρείται ακάλυπτη εάν ο μοναδικός λόγος που θα την καθιστούσε ακάλυπτη είναι μια διακύμανση της αγοραίας αξίας των αντισταθμιζόμενων ανοιγμάτων ή της αξίας της σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου.

5.   Σε κάθε περίπτωση, εάν τα συμβαλλόμενα μέρη αποδεχτούν μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ως επακόλουθο των υποχρεώσεών τους ως μελών ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που εκκαθαρίζει συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου και σαν αποτέλεσμα της εφαρμογής των κανόνων του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η εν λόγω θέση θεωρείται εξαναγκαστική και όχι ως θέση που συνήψε ο συμβαλλόμενος και συνεπώς δεν θεωρείται ακάλυπτη δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

Άρθρο 20

Μέθοδος υπολογισμού ακάλυπτης θέσης σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

1.   Ο υπολογισμός της θέσης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου είναι η καθαρή θέση του.

2.   Κατά τον υπολογισμό της αξίας των επιλέξιμων κινδύνων που αντισταθμίζονται ή πρόκειται να αντισταθμιστούν από μια θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου γίνεται διάκριση μεταξύ των στατικών και δυναμικών στρατηγικών αντιστάθμισης. Για στατικές αντισταθμίσεις, όπως είναι τα άμεσα ανοίγματα σε κρατικούς φορείς ή φορείς του δημόσιου τομέα το μέτρο που χρησιμοποιείται είναι το μέτρο αθέτησης της ζημίας εάν η οντότητα στην οποία είναι εκτεθειμένος ο κάτοχος της θέσης αθετήσει τις υποχρεώσεις του. Η αξία που προκύπτει συγκρίνεται στη συνέχεια με την καθαρή ονομαστική αξία της θέσης στη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου.

3.   Κατά τον υπολογισμό της αξίας των προσαρμοσμένων στην αγοραία αξία κινδύνων για τους οποίους απαιτείται στρατηγική αντιστάθμισης, οι υπολογισμοί πρέπει να πραγματοποιούνται βάσει προσαρμογής στον κίνδυνο παρά σε ονομαστική βάση, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό στον οποίο μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί ένα άνοιγμα κατά τη διάρκειά του και τις σχετικές μεταβλητότητες των αντισταθμιζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και των αναφερόμενων κρατικών χρεωστικών τίτλων. Χρησιμοποιείται προσαρμογή βήτα εάν το στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού για το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιστάθμιση η θέση στη σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου είναι διαφορετικό από το στοιχείο ενεργητικού αναφοράς της σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου.

4.   Τα έμμεσα ανοίγματα σε κινδύνους, για παράδειγμα μέσω δεικτών, κεφαλαίων, οχημάτων ειδικού σκοπού και σε θέσεις σε συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου λαμβάνονται υπόψη ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο εκπροσωπείται το στοιχείο ενεργητικού, το στοιχείο παθητικού ή η σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου αναφοράς στον δείκτη, το κεφάλαιο ή άλλο μηχανισμό.

5.   Η αξία του επιλέξιμου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού προς αντιστάθμιση αφαιρείται από την αξία της καθαρής θέσης σε συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Εάν ο αριθμός που προκύπτει είναι θετικός, μια θέση θεωρείται ακάλυπτη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΟΡΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΚΑΘΑΡΕΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΥΣ ΤΊΤΛΟΥΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Άρθρο 21

Όρια κοινοποίησης για καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους

1.   Το σχετικό μέτρο για τον υπολογισμό του ορίου άνω του οποίου απαιτείται κοινοποίηση των καθαρών αρνητικών θέσεων στους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κρατικού εκδότη στη σχετική αρμόδια αρχή είναι ένα ποσοστό της συνολικής ποσότητας των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων για κάθε κρατικό εκδότη.

2.   Το όριο αναφοράς είναι ένα χρηματικό ποσό. Το εν λόγω χρηματικό ποσό προσδιορίζεται μέσω της εφαρμογής του ποσοστιαίου ορίου στους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του κρατικού εκδότη και της στρογγυλοποίησής του προς το πλησιέστερο εκατ. ευρώ.

3.   Το χρηματικό ποσό που προκύπτει από το ποσοστιαίο όριο αναθεωρείται και ενημερώνεται σε τριμηνιαία βάση προκειμένου να αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στο συνολικό ποσό των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων για κάθε κρατικό εκδότη.

4.   Το χρηματικό ποσό που προκύπτει από το ποσοστιαίο όριο και το συνολικό ποσό των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού για τις καθαρές αρνητικές θέσεις σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

5.   Τα αρχικά ποσά και τα πρόσθετα προσαυξανόμενα επίπεδα για κρατικούς εκδότες προσδιορίζονται βάσει των ακόλουθων παραγόντων:

α)

Τα όρια δεν προβλέπουν την κοινοποίηση των καθαρών αρνητικών θέσεων ελάχιστης αξίας σε οποιουσδήποτε κρατικούς εκδότες·

β)

Το συνολικό ποσό των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων για κρατικούς εκδότες και το μέσο μέγεθος των θέσεων που κατέχονται από τους συμμετέχοντες της αγοράς σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του εκδότη αυτού·

γ)

Τη ρευστότητα της αγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων του κάθε κρατικού εκδότη, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, της ρευστότητας της προθεσμιακής αγοράς για τους εν λόγω κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

6.   Λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες στην παράγραφο 5, τα σχετικά όρια κοινοποίησης για το αρχικό ποσό που λαμβάνεται υπόψη για κάθε κρατικό εκδότη είναι ένα ποσοστό που ισούται με 0,1 % ή 0,5 % του συνολικού ποσού των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων. Το σχετικό ποσοστό που πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε εκδότη προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων που περιγράφονται στην παράγραφο 5, ούτως ώστε σε κάθε κρατικό εκδότη να αντιστοιχεί ένα από τα δύο ποσοστιαία όρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των χρηματικών ποσών που πρέπει να κοινοποιηθούν.

7.   Οι δύο αρχικές κατηγορίες ορίων κατά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού είναι:

α)

ένα αρχικό όριο 0,1 % που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που το συνολικό ποσό των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων βρίσκεται μεταξύ 0 και 500 δισεκατ. ευρώ·

β)

ένα όριο 0,5 % που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που το συνολικό ποσό των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων υπερβαίνει τα 500 δισεκατ. ευρώ ή που υπάρχει μια ρευστή προθεσμιακή αγορά για τους συγκεκριμένους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

8.   Τα πρόσθετα προσαυξανόμενα επίπεδα ορίζονται σε ποσοστό 50 % των αρχικών ορίων και είναι:

α)

κάθε 0,05 % πάνω από το αρχικό όριο κοινοποίησης 0,1 % ξεκινώντας από 0,15 %·

β)

κάθε 0,25 % πάνω από το αρχικό όριο κοινοποίησης 0,5 % ξεκινώντας από 0,75 %.

9.   Ο κρατικός εκδότης μετακινείται στην κατάλληλη ομάδα ορίου εάν έχει επέλθει αλλαγή στην αγορά κρατικών χρεωστικών τίτλων ενός κρατικού εκδότη και, βάσει των παραγόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η εν λόγω αλλαγή συνεχίζεται για τουλάχιστον ένα ημερολογιακό έτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΙΣ ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΧΡΕΩΣΤΙΚΩΝ ΤΊΤΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Άρθρο 22

Μέθοδοι υπολογισμού και προσδιορισμού του ορίου ρευστότητας για την αναστολή των περιορισμών στις ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων

1.   Το μέτρο υπολογισμού της ρευστότητας των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων που πρέπει να χρησιμοποιείται από κάθε αρμόδια αρχή είναι ο όγκος των συναλλαγών, ο οποίος ορίζεται ως η συνολική ονομαστική αξία των κρατικών χρεωστικών τίτλων υπό διαπραγμάτευση, σε σχέση με ένα καλάθι συγκριτικών κριτηρίων με διαφορετικές ημερομηνίες λήξης.

2.   Οι περιορισμοί σε ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων δύνανται να ανασταλούν προσωρινά όταν ο όγκος συναλλαγών ενός μήνα μειωθεί κάτω από το πέντε τοις εκατό του μηνιαίου όγκου που τελούσε υπό διαπραγμάτευση τους προηγούμενους δώδεκα μήνες.

3.   Για να πραγματοποιήσει τους ανωτέρω υπολογισμούς, κάθε αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί τα αντιπροσωπευτικά δεδομένα που είναι άμεσα διαθέσιμα, από έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, από εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές ή και από τα δύο, και στη συνέχεια ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τα δεδομένα που χρησιμοποίησε.

4.   Οι αρμόδιες αρχές, πριν ασκήσουν την εξουσία άρσης των περιορισμών στις ανοικτές πωλήσεις που σχετίζονται με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, διασφαλίζουν ότι η σημαντική πτώση της ρευστότητας δεν είναι αποτέλεσμα εποχικών επιδράσεων στη ρευστότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΡΕΥΣΤΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 23

Άρθρο 23

Σημαντική πτώση της αξίας για χρηματοπιστωτικά μέσα διαφορετικά από τις ρευστές μετοχές

1.   Όσον αφορά μετοχές διαφορετικές από τις ρευστές μετοχές, μια σημαντική πτώση της αξίας τους στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης σε σχέση με την τιμή κλεισίματος την προηγούμενη ημέρα διαπραγμάτευσης σημαίνει:

α)

μείωση της τιμής της μετοχής κατά 10 % ή περισσότερο εάν η μετοχή συμπεριλαμβάνεται στον κύριο εθνικό δείκτη μετοχών και είναι το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο για ένα παράγωγο προϊόν που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

μείωση της τιμής της μετοχής κατά 20 % ή περισσότερο εάν η τιμή της μετοχής είναι 0,50 ευρώ ή υψηλότερη ή το ισοδύναμο ποσό στο τοπικό νόμισμα·

γ)

μείωση της τιμής της μετοχής κατά 40 % ή περισσότερο σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.

2.   Η αύξηση της απόδοσης κατά 7 % ή περισσότερο σε ολόκληρη την καμπύλη απόδοσης στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης για τον σχετικό κρατικό εκδότη θεωρείται σημαντική πτώση της αξίας ενός κρατικού χρεωστικού τίτλου.

3.   Η αύξηση της απόδοσης ενός εταιρικού ομολόγου κατά 10 % ή περισσότερο στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται σημαντική πτώση της αξίας του εταιρικού ομολόγου.

4.   Η μείωση της τιμής ενός μέσου χρηματαγοράς κατά 1,5 % ή περισσότερο στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται σημαντική πτώση της αξίας του μέσου χρηματαγοράς.

5.   Η μείωση της τιμής ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου κατά 10 % ή περισσότερο στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται σημαντική πτώση της αξίας του διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που είναι ΟΣΕΚΑ. Ένα μοχλευμένο διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο προσαρμόζεται βάσει του σχετικού δείκτη μόχλευσης για να αντικατοπτρίζει πτώση της τιμής του ισοδύναμου μη μοχλευμένου άμεσου διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου κατά 10 %. Ένα αντιστρεπτέο διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο προσαρμόζεται βάσει συντελεστή – 1 για να αντικατοπτρίζει πτώση της τιμής του ισοδύναμου μη μοχλευμένου άμεσου διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου κατά 10 %.

6.   Εάν ένα παράγωγο μέσο, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών συμβάσεων επί διαφορών, τελεί υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης και το μοναδικό του υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο η σημαντική πτώση της αξίας προσδιορίζεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 23 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, θεωρείται ότι επήλθε σημαντική πτώση της αξίας του εν λόγω παράγωγου μέσου όταν υπάρχει σημαντική πτώση στο εν λόγω υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ

ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ Η ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30

Άρθρο 24

Κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων και απειλών

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 18 έως 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012, τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή οι εξελίξεις που ενδέχεται να απειλούν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο κράτος μέλος όπου συμβαίνουν ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 περιλαμβάνουν οποιαδήποτε ενέργεια, αποτέλεσμα, γεγονός ή συμβάν που αποτελεί ή αναμένεται λογικά να οδηγήσει στις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

σοβαρά χρηματοπιστωτικά, χρηματικά ή δημοσιονομικά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσουν χρηματοπιστωτική αστάθεια όσον αφορά ένα κράτος μέλος ή μια τράπεζα και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα, ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, όταν τούτο δύναται να απειλήσει την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση·

β)

ενέργεια αξιολόγησης ή αδυναμία πληρωμών οποιουδήποτε κράτους μέλους ή τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα, ασφαλιστικές εταιρείες, πάροχοι υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, που προκαλούν ή αναμένεται λογικά να προκαλέσουν σοβαρή αβεβαιότητα όσον αφορά τη φερεγγυότητά τους·

γ)

σημαντικές πιέσεις στις πωλήσεις ή ασυνήθιστη μεταβλητότητα που προκαλεί σημαντικές πτωτικές τάσεις σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που σχετίζεται με οποιεσδήποτε τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα, ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, καθώς και με κρατικούς εκδότες ανάλογα με την περίπτωση·

δ)

οποιαδήποτε σημαντική ζημία στη φυσική διάρθρωση σημαντικών χρηματοπιστωτικών εκδοτών, υποδομών της αγοράς, συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού και εποπτικών αρχών που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές, ιδίως εάν η εν λόγω ζημία αποτελεί συνέπεια φυσικής καταστροφής ή τρομοκρατικής επίθεσης·

ε)

τυχόν σημαντική διακοπή σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών ή διαδικασία διακανονισμού, ιδίως όταν σχετίζεται με διατραπεζικές δραστηριότητες, η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες ή καθυστερήσεις πληρωμών ή διακανονισμού στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν στη διάδοση χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών πιέσεων σε μια τράπεζα και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού ή σε ένα κράτος μέλος.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 27, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα δευτερογενών συνεπειών ή μετάδοσης σε άλλα συστήματα ή εκδότες και, ειδικότερα, την ύπαρξη οποιουδήποτε είδους φαινομένων αυτοεκπληρούμενων προβλέψεων κατά την εξέταση των κριτηρίων στην παράγραφο 1.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 2 στοιχείο α), ως απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ή μέρους αυτού νοείται:

α)

οποιαδήποτε απειλή σοβαρής χρηματοπιστωτικής, χρηματικής ή δημοσιονομικής αστάθειας που αφορά ένα κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικό σύστημα κράτους μέλους όταν αυτή ενδέχεται να απειλήσει σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ή μέρους αυτού·

β)

η πιθανότητα αδυναμίας πληρωμών οποιουδήποτε κράτους μέλους ή υπερεθνικού εκδότη·

γ)

οποιαδήποτε σοβαρή ζημία στη φυσική διάρθρωση σημαντικών χρηματοπιστωτικών εκδοτών, υποδομών της αγοράς, συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού και εποπτικών αρχών που ενδέχεται να επηρεάσουν σοβαρά τις διασυνοριακές αγορές, ιδίως εάν η εν λόγω ζημία αποτελεί συνέπεια φυσικής καταστροφής ή τρομοκρατικής επίθεσης, όταν αυτή ενδέχεται να απειλήσει σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης μέρους αυτού·

δ)

οποιαδήποτε σοβαρή διακοπή σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών ή διαδικασία διακανονισμού, ιδίως όταν σχετίζεται με διατραπεζικές δραστηριότητες, η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες ή καθυστερήσεις πληρωμών ή διακανονισμού στο πλαίσιο των διασυνοριακών συστημάτων πληρωμών της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν στη διάδοση χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών πιέσεων σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης ή σε μέρος αυτού.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 5 Ιουλίου 2012.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  EE L 86 της 24.3.2012, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

(3)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(4)  Βλέπε σελίδα 16 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(5)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ 1

Άρθρα 5 και 6

Δικαιώματα προαίρεσης,

αντισταθμισμένα πιστοποιητικά επιλογής,

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης,

μέσα που σχετίζονται με δείκτες,

χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών,

μετοχές/μερίδια διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων,

συμβόλαια ανταλλαγής,

τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets),

δέσμες επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες ή επαγγελματίες επενδυτές,

σύνθετα παράγωγα,

πιστοποιητικά που συνδέονται με μετοχές,

διεθνή αποθετήρια έγγραφα.

ΜΕΡΟΣ 2

Άρθρο 7

Δικαιώματα προαίρεσης,

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης,

μέσα που σχετίζονται με δείκτες,

χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών,

συμβόλαια ανταλλαγής,

τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets),

σύνθετα παράγωγα,

πιστοποιητικά που συνδέονται με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΕΡΟΣ 1

Μοντέλο για μετοχές προσαρμοσμένο βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα

Άρθρο 10

1.   Οποιοδήποτε παράγωγο μέσο και ταμειακή θέση λογίζεται κατόπιν προσαρμογής βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα, με συντελεστή ευαισθησίας δέλτα 1 για τις ταμειακές θέσεις. Για τον υπολογισμό του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα ενός παράγωγου μέσου, οι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη την τρέχουσα τεκμαρτή μεταβλητότητα του παραγώγου και την τιμή κλεισίματος ή την τελευταία τιμή του υποκείμενου μέσου. Για τον υπολογισμό μιας καθαρής αρνητικής θέσης που περιλαμβάνει μετοχές ή επενδύσεις σε μετρητά και παράγωγα μέσα, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα υπολογίζουν τη μεμονωμένη θέση προσαρμοσμένη βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα για κάθε παράγωγο μέσο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο, προσθέτοντας ή αφαιρώντας όλες τις ταμειακές θέσεις ανάλογα με την περίπτωση.

2.   Μια ονομαστική αρνητική ταμειακή θέση δεν δύναται να αντισταθμιστεί με την ισοδύναμη ονομαστική θετική θέση σε παράγωγα μέσα. Οι θετικές θέσεις σε παράγωγα μέσα προσαρμοσμένες βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις ίδιες ονομαστικές αρνητικές θέσεις σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα λόγω της προσαρμογής βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνάπτουν συμβάσεις παραγώγων μέσων που οδηγούν σε καθαρές αρνητικές θέσεις που πρέπει να κοινοποιηθούν ή να δημοσιοποιηθούν δυνάμει των άρθρων 5 έως 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 υπολογίζουν τις αλλαγές στην καθαρή αρνητική θέση του χαρτοφυλακίου τους που προκύπτουν από αλλαγές στον συντελεστή ευαισθησίας δέλτα.

3.   Οποιαδήποτε συναλλαγή που παρέχει χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας της μετοχής που αποτελεί μέρος ενός καλαθιού, ενός δείκτη ή ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου περιλαμβάνεται στον υπολογισμό της θέσης σε κάθε μεμονωμένη μετοχή. Οι θέσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τον συντελεστή στάθμισης της εν λόγω μετοχής στο υποκείμενο καλάθι, δείκτη ή κεφάλαιο. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πραγματοποιούν τους υπολογισμούς των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

4.   Η καθαρή αρνητική θέση υπολογίζεται συμψηφίζοντας τις θετικές και αρνητικές θέσεις σε έναν συγκεκριμένο εκδότη, προσαρμοσμένες βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα.

5.   Για το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο, όταν οι εκδότες διαθέτουν διάφορες κατηγορίες μετοχών, λαμβάνεται υπόψη και προστίθεται ο συνολικός αριθμός των μετοχών που έχουν εκδοθεί σε κάθε κατηγορία.

6.   Ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων λαμβάνει υπόψη αλλαγές στο μετοχικό κεφάλαιο του εκδότη οι οποίες δύνανται να ενεργοποιούν ή να καταργούν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

7.   Οι νέες μετοχές που εκδίδονται από αύξηση κεφαλαίου λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του συνολικού εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου από την ημερομηνία εισαγωγής τους προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

8.   Η καθαρή αρνητική θέση εκφρασμένη ως ποσοστό του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας υπολογίζεται διαιρώντας την καθαρή αρνητική θέση σε ισοδύναμες μετοχές διά του συνολικού εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.

ΜΕΡΟΣ 2

Μοντέλο για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους προσαρμοσμένο βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα

Άρθρο 11

1.   Τυχόν ταμειακές θέσεις λαμβάνονται υπόψη χρησιμοποιώντας την προσαρμοσμένη διάρκεια της ονομαστικής τους αξίας. Τα δικαιώματα προαίρεσης και άλλα παράγωγα μέσα προσαρμόζονται βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα τους, ο οποίος υπολογίζεται σύμφωνα με το μέρος 1. Ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων που περιέχουν επενδύσεις σε μετρητά και παράγωγα μέσα προκύπτει από τη μεμονωμένη θέση κάθε παραγώγου του χαρτοφυλακίου προσαρμοσμένη βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας όλες τις ταμειακές θέσεις και οι ταμειακές θέσεις έχουν συντελεστή ευαισθησίας δέλτα ίσο με 1.

2.   Οι ονομαστικές θέσεις σε ομόλογα εκδοθέντα σε νομίσματα διαφορετικά από το ευρώ μετατρέπονται σε ευρώ χρησιμοποιώντας την τελευταία αξιόπιστη και διαθέσιμη άμεση ισοτιμία. Η ίδια αρχή εφαρμόζεται και στα άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα.

3.   Άλλα παράγωγα μέσα, όπως είναι τα προθεσμιακά ομόλογα, προσαρμόζονται επίσης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

4.   Οποιοδήποτε οικονομικό συμφέρον ή θέση που δημιουργεί χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους που αποτελούν μέρος ενός καλαθιού, ενός δείκτη ή ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου περιλαμβάνεται στον υπολογισμό της θέσης σε κάθε μεμονωμένο κρατικό χρεωστικό τίτλο. Οι θέσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τον συντελεστή στάθμισης του εν λόγω κρατικού ανοίγματος στο υποκείμενο καλάθι, δείκτη ή κεφάλαιο. Οι επενδυτές πραγματοποιούν τους υπολογισμούς των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

5.   Για τους υπολογισμούς των κρατικών χρεωστικών τίτλων που έχουν υψηλή συσχέτιση, ακολουθείται η ίδια μέθοδος υπολογισμού των θετικών θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους κρατικού εκδότη. Οι θετικές θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους κρατικού εκδότη η τιμολόγηση των οποίων έχει υψηλή συσχέτιση με την τιμολόγηση των δεδομένων κρατικών χρεωστικών τίτλων λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού. Όταν οι εν λόγω θέσεις δεν πληρούν πλέον τη δοκιμή υψηλής συσχέτισης, δεν λαμβάνονται υπόψη για την αντιστάθμιση αρνητικών θέσεων.

6.   Οι ονομαστικές θετικές θέσεις σε συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό ως αρνητικές θέσεις. Κατά τον υπολογισμό της θέσης ενός επενδυτή σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιούνται οι καθαρές του θέσεις. Οι θέσεις που πρόκειται να καλυφθούν ή να αντισταθμιστούν μέσω της αγοράς συμβολαίου ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που δεν είναι κρατικά ομόλογα δεν λαμβάνονται υπόψη ως θετικές θέσεις. Τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης θεωρείται ότι έχουν συντελεστή 1.

7.   Η καθαρή αρνητική θέση υπολογίζεται μέσω του συμψηφισμού των ισοδύναμων ονομαστικών θετικών και αρνητικών θέσεων προσαρμοσμένων βάσει του συντελεστή ευαισθησίας δέλτα στους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κρατικού εκδότη.

8.   Η καθαρή αρνητική θέση εκφράζεται ως χρηματικό ποσό σε ευρώ.

9.   Ο υπολογισμός των θέσεων λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στις συσχετίσεις και στους συνολικούς κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κρατικού εκδότη.

10.   Μόνον οι θετικές θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους κρατικού εκδότη η τιμολόγηση των οποίων έχει υψηλή συσχέτιση με την τιμολόγηση των κρατικών χρεωστικών τίτλων ενός κρατικού εκδότη λαμβάνεται υπόψη στην αντιστάθμιση αρνητικών θέσεων στους εν λόγω κρατικούς χρεωστικούς τίτλους. Μια δεδομένη θετική θέση σε χρεωστικούς τίτλους με υψηλή συσχέτιση χρησιμοποιείται μόνο μία φορά για την αντιστάθμιση μιας αρνητικής θέσης σε περιπτώσεις που ο επενδυτής διατηρεί περισσότερες αρνητικές θέσεις διαφορετικών κρατικών εκδοτών. Η ίδια θετική θέση δεν μπορεί να εφαρμοστεί περισσότερες φορές για τον συμψηφισμό διαφορετικών αρνητικών θέσεων σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους με υψηλή συσχέτιση.

11.   Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με πολλαπλές κατανομές θετικών θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους με υψηλή συσχέτιση σε διάφορους κρατικούς εκδότες τηρούν αρχεία που δείχνουν τις μεθόδους κατανομής τους.