20.11.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 304/47


Συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (αποκαλούμενα εφεξής «τα δύο θεσμικά όργανα»),

έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), συγκεκριμένα το άρθρο 295 της συνθήκης αυτής, και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (αποκαλούμενες εφεξής «οι Συνθήκες»),

έχοντας υπόψη τις διοργανικές συμφωνίες και τα κείμενα που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Κοινοβουλίου (1) και ειδικότερα τα άρθρα 105, 106 και 127 αυτού και τα παραρτήματα VIII και XIV,

έχοντας υπόψη τους πολιτικούς προσανατολισμούς και τις σχετικές δηλώσεις του εκλεγέντος προέδρου της Επιτροπής στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 9 Φεβρουαρίου 2010 καθώς και τις δηλώσεις εκάστου των υποψήφιων μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των ακροάσεών τους από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές,

Α.

εκτιμώντας ότι η συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τη δημοκρατική νομιμότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Ένωσης,

Β.

εκτιμώντας ότι τα δύο θεσμικά όργανα αποδίδουν ύψιστη σημασία στην αποτελεσματική μεταφορά της νομοθεσίας της EE στο εθνικό δίκαιο καθώς και την εφαρμογή της,

Γ.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο δεν θίγει τις εξουσίες και τα προνόμια του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής ή οιουδήποτε άλλου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης αλλά αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και διαφανέστερη άσκηση των εν λόγω εξουσιών και προνομίων,

Δ.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο όπως θεσπίστηκε με τις Συνθήκες,

Ε.

εκτιμώντας ότι η Επιτροπή θα λάβει δεόντως υπόψη τους αντίστοιχους ρόλους που προβλέπονται από τις Συνθήκες για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ιδίως όσον αφορά τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης που ορίζεται στο σημείο 9,

ΣΤ.

εκτιμώντας ότι είναι σκόπιμο να επικαιροποιηθεί η συμφωνία-πλαίσιο που συνήφθη τον Μάιο του 2005 (2) και να αντικατασταθεί από το ακόλουθο κείμενο,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

I.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Προκειμένου να αντανακλάται καλύτερα η νέα «ειδική εταιρική σχέση» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν στα ακόλουθα μέτρα για να ενισχυθεί η πολιτική ευθύνη και η νομιμότητα της Επιτροπής, να επεκταθεί ο εποικοδομητικός διάλογος και να βελτιωθεί η ροή των πληροφοριών μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων και η συνεργασία επί των διαδικασιών και του σχεδιασμού.

Εγκρίνουν επίσης ειδικές διατάξεις:

σχετικά με συναντήσεις της Επιτροπής με εθνικούς εμπειρογνώμονες, όπως περιγράφονται στο παράρτημα I,

σχετικά με τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών στο Κοινοβούλιο, όπως περιγράφεται στο παράρτημα II,

σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών, όπως περιγράφεται στο παράρτημα III και

σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασιών της Επιτροπής, όπως περιγράφεται στο παράρτημα IV.

II.   ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

2.

Αφού οριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο προτεινόμενος πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλει στο Κοινοβούλιο τους πολιτικούς προσανατολισμούς της θητείας του προκειμένου η ενημερωμένη ανταλλαγή απόψεων με το Κοινοβούλιο να γίνει πριν από την ψηφοφορία για την έγκρισή του.

3.

Σύμφωνα με το άρθρο 106 του κανονισμού του, το Κοινοβούλιο επικοινωνεί με τον εκλεγέντα πρόεδρο της Επιτροπής εγκαίρως πριν από την έναρξη των διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στο να δώσει την έγκρισή του στην νέα Επιτροπή. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνει ο εκλεγείς πρόεδρος της Επιτροπής.

Τα ορισθέντα μέλη της Επιτροπής εξασφαλίζουν την πλήρη κοινοποίηση όλων των συναφών πληροφοριών, σύμφωνα με την υποχρέωση ανεξαρτησίας που ορίζει το άρθρο 245 της ΣΛΕΕ.

Οι διαδικασίες καταρτίζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι το σύνολο της ορισθείσας Επιτροπής αξιολογείται με διαφάνεια, δικαιοσύνη και συνέπεια.

4.

Με την επιφύλαξη της αρχής της συλλογικότητας της Επιτροπής, κάθε μέλος της Επιτροπής φέρει την πολιτική ευθύνη της δράσης του στον τομέα με τον οποίο είναι επιφορτισμένο.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής είναι πλήρως υπεύθυνος για τον εντοπισμό οιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων που παρακωλύει ένα μέλος της Επιτροπής από το να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής είναι επίσης υπεύθυνος για την ανάληψη κάθε δράσης την οποία συνεπάγεται μια τέτοια περίπτωση και ενημερώνει πάραυτα και εγγράφως τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

Η συμμετοχή των μελών της Επιτροπής σε προεκλογικές εκστρατείες διέπεται από τον Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων.

Τα μέλη της Επιτροπής που συμμετέχουν ενεργά σε προεκλογικές εκστρατείες ως υποψήφιοι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να λαμβάνουν εκλογική άδεια άνευ αποδοχών από το τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως σχετικά με την απόφασή του να χορηγήσει αυτή την άδεια και ανακοινώνει το μέλος της Επιτροπής που θα αναλάβει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες για αυτή την περίοδο άδειας.

5.

Αν το Κοινοβούλιο ζητήσει από τον πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε ένα μέλος της Επιτροπής, εκείνος εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσει την παραίτηση του εν λόγω μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της ΣΕΕ· ο πρόεδρος πρέπει είτε να ζητήσει την παραίτηση του μέλους αυτού της Επιτροπής είτε να εξηγήσει την άρνησή του να ζητήσει την παραίτηση ενώπιον του Κοινοβουλίου στην επόμενη σύνοδο της ολομέλειας.

6.

Εφόσον παρίσταται ανάγκη να προβλεφθεί η αντικατάσταση ενός μέλους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας του σύμφωνα με το άρθρο 246 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ, ο πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων του Κοινοβουλίου πριν δώσει τη συγκατάθεσή του στην απόφαση του Συμβουλίου.

Το Κοινοβούλιο διασφαλίζει τη διεκπεραίωση των διαδικασιών του με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, ούτως ώστε να δοθεί στον πρόεδρο της Επιτροπής η δυνατότητα να εξετάσει με προσοχή τη γνώμη του Κοινοβουλίου, πριν από τον διορισμό του νέου μέλους της Επιτροπής.

Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 246 τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ, όταν είναι σύντομο το εναπομένον διάστημα της θητείας της Επιτροπής, ο πρόεδρος της Επιτροπής εξετάζει με προσοχή τη θέση του Κοινοβουλίου.

7.

Εάν ο πρόεδρος της Επιτροπής προτίθεται να προβεί σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας τους σύμφωνα με το άρθρο 248 της ΣΛΕΕ, ενημερώνει το Κοινοβούλιο εγκαίρως για τη διαβούλευση σε σχέση με τις αλλαγές αυτές· η απόφαση του προέδρου να ανακατανείμει τα χαρτοφυλάκια μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή.

8.

Όταν η Επιτροπή προτείνει αναθεώρηση του Κώδικα Συμπεριφοράς των Επιτρόπων, η οποία σχετίζεται με σύγκρουση συμφερόντων ή ζητήματα δεοντολογίας, ζητεί τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

III.   ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

i)   Γενικές διατάξεις

9.

Η Επιτροπή εγγυάται ότι θα εφαρμόσει τη βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στις συνεδριάσεις και την παροχή ενημερωτικών σημειωμάτων ή άλλων πληροφοριών, κυρίως για νομοθετικά και δημοσιονομικά ζητήματα.

10.

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού στους τομείς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφαλείας.

11.

Θεσπίζονται ορισμένες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της «ειδικής εταιρικής σχέσης» μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής:

ο πρόεδρος της Επιτροπής συναντά, κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, τη Διάσκεψη των Προέδρων τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο προκειμένου να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος,

ο πρόεδρος της Επιτροπής διεξάγει συστηματικό διάλογο με τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου για τα βασικά οριζόντια ζητήματα και τις μείζονες νομοθετικές προτάσεις. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει προσκλήσεις προς τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου να παραστεί σε συνεδριάσεις του σώματος των επιτρόπων,

ο πρόεδρος της Επιτροπής ή ο αντιπρόεδρος που είναι υπεύθυνος για τις διοργανικές σχέσεις καλείται να παραστεί σε συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών όταν συζητούνται ειδικά θέματα σχετικά με την ημερήσια διάταξη της ολομέλειας, τις διοργανικές σχέσεις μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής καθώς και νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα,

Διεξάγονται συνεδριάσεις σε ετήσια βάση μεταξύ της Διάσκεψης των Προέδρων και της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, αφενός, και του σώματος των επιτρόπων, αφετέρου, για την εξέταση σημαντικών ζητημάτων συμπεριλαμβανόμενων της προετοιμασίας και της εφαρμογής του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής,

η Διάσκεψη των Προέδρων και η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών ενημερώνουν την Επιτροπή εγκαίρως σχετικά με τα αποτελέσματα των συζητήσεών τους που έχουν διοργανική διάσταση. Το Κοινοβούλιο ενημερώνει πλήρως και τακτικά την Επιτροπή για την έκβαση των συνεδριάσεών του που αφορούν την προετοιμασία των περιόδων συνόδων ολομέλειας, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη του σημείου 45,

προκειμένου να εξασφαλισθεί η τακτική ροή των συναφών πληροφοριών μεταξύ των δύο οργάνων, οι γενικοί γραμματείς του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής συναντώνται τακτικά.

12.

Κάθε μέλος της Επιτροπής διασφαλίζει την τακτική και άμεση ροή πληροφοριών μεταξύ του μέλους της Επιτροπής και του προέδρου της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

13.

Η Επιτροπή δεν δημοσιοποιεί καμία νομοθετική πρόταση ή άλλη σημαντική πρωτοβουλία ή απόφαση πριν ενημερώσει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγγράφως.

Βάσει του προγράμματος εργασιών της Επιτροπής, τα δύο θεσμικά όργανα προσδιορίζουν εκ των προτέρων, με κοινή συμφωνία, τις πρωτοβουλίες καίριας σημασίας που θα παρουσιαστούν στην ολομέλεια. Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή παρουσιάζει αυτές τις πρωτοβουλίες πρώτα στην ολομέλεια και μόνο στη συνέχεια στο κοινό.

Ομοίως, προσδιορίζουν τις προτάσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες θα παρασχεθούν πληροφορίες ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων ή για τις οποίες θα ενημερωθούν δεόντως η αρμόδια επιτροπή και ο πρόεδρός της.

Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται στο πλαίσιο του τακτικού διαλόγου μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων, όπως προβλέπεται στο σημείο 11, και επικαιροποιούνται τακτικά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν πολιτικές εξελίξεις.

14.

Εάν ένα εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής –του οποίου δεν έχει λάβει γνώση το Κοινοβούλιο σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο– κυκλοφορήσει εκτός των θεσμικών οργάνων, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει να διαβιβασθεί χωρίς καθυστέρηση το έγγραφο αυτό στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να το κοινοποιήσει στους βουλευτές που θα προέβαιναν σε σχετικό αίτημα.

15.

Η Επιτροπή παρέχει πλήρεις πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τις συνεδριάσεις της με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο των εργασιών της για την προετοιμασία και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Εφόσον το ζητήσει το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί επίσης να καλέσει εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις αυτές.

Οι σχετικές διατάξεις ορίζονται στο παράρτημα Ι.

16.

Εντός τριών μηνών από την έγκριση ψηφίσματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει εγγράφως ενημέρωση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν ειδικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν προς αυτήν σε ψηφίσματα του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σε περιπτώσεις στις οποίες δεν κατέστη δυνατή η υιοθέτηση των απόψεών του. Η περίοδος αυτή μπορεί να συντομευθεί όταν το αίτημα είναι επείγον. Μπορεί να παραταθεί κατά έναν μήνα όταν βάσει του αιτήματος απαιτείται περισσότερο ενδελεχής και δεόντως τεκμηριωμένη εργασία. Το Κοινοβούλιο μεριμνά ώστε αυτή η πληροφορία να διαδοθεί ευρέως εντός του οργάνου.

Το Κοινοβούλιο καταβάλλει προσπάθειες για την αποφυγή προφορικών ή γραπτών ερωτήσεων σχετικά με θέματα για τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη κοινοποιήσει τη θέση της στο Κοινοβούλιο μέσω γραπτής ανακοίνωσης συνέχειας.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμένη συνέχεια που δόθηκε σε οιοδήποτε αίτημα για υποβολή πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 225 της ΣΛΕΕ (έκθεση νομοθετικής πρωτοβουλίας) εντός τριών μηνών από την έγκριση του σχετικού ψηφίσματος στην ολομέλεια. Η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση το αργότερο έπειτα από ένα έτος ή περιλαμβάνει την πρόταση στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής του επόμενου έτους. Εάν η Επιτροπή δεν υποβάλλει πρόταση, δίδει στο Κοινοβούλιο λεπτομερείς εξηγήσεις για τους λόγους.

Η Επιτροπή αναλαμβάνει επίσης τη δέσμευση για στενή και έγκαιρη συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής για οποιοδήποτε αίτημα νομοθετικής πρωτοβουλίας που απορρέει από πρωτοβουλίες πολιτών.

Όσον αφορά τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του σημείου 31.

17.

Σε περίπτωση ανάληψης πρωτοβουλιών, συστάσεων ή αιτημάτων για νομοθετικές πρωτοβουλίες σύμφωνα με το άρθρο 289 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο, αν ζητηθεί, σχετικά με τη θέση της επί των προτάσεων αυτών, ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

18.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν να συνεργαστούν στον τομέα των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται για την εκτέλεση του πρωτοκόλλου αριθ. 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με οιαδήποτε απαραίτητη μετάφραση αιτιολογημένων γνωμών που υποβάλλονται από τα εθνικά κοινοβούλια.

Όταν καλύπτονται τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 7 του πρωτοκόλλου αριθ. 2 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέχει τις μεταφράσεις όλων των αιτιολογημένων γνωμών που εκδίδονται από τα εθνικά κοινοβούλια καθώς και τη θέση της επ’ αυτών.

19.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο σχετικά με τον κατάλογο των ομάδων εμπειρογνωμόνων που έχει συστήσει προκειμένου να επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση του δικαιώματος πρωτοβουλίας που διαθέτει. Ο κατάλογος αυτός επικαιροποιείται τακτικά και δημοσιοποιείται.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει με τον προσήκοντα τρόπο την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αίτησης του προέδρου της, σχετικά με τις δραστηριότητες και τη σύνθεση των ομάδων αυτών.

20.

Τα δύο θεσμικά όργανα, μέσω των κατάλληλων μηχανισμών, διεξάγουν εποικοδομητικό διάλογο όσον αφορά σημαντικά διοικητικά θέματα και κυρίως ζητήματα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διοικητική λειτουργία του Κοινοβουλίου.

21.

Το Κοινοβούλιο επιζητεί τη γνώμη της Επιτροπής, όταν προτείνει αναθεώρηση του κανονισμού του σχετικά με τις σχέσεις με την Επιτροπή.

22.

Όταν εγείρεται θέμα εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία -πλαίσιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.

ii)   Διεθνείς συμφωνίες και διεύρυνση

23.

Το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαπραγμάτευσης και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των διαπραγματευτικών οδηγιών. Η Επιτροπή ενεργεί κατά τρόπον ώστε να εφαρμόζονται πλήρως οι υποχρεώσεις της σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, σεβόμενη παράλληλα τον ρόλο κάθε οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 της ΣΕΕ.

Η Επιτροπή εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

24.

Η ενημέρωση που αναφέρεται στο σημείο 23 διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο εγκαίρως, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει, ενδεχομένως, τις απόψεις του, η δε Επιτροπή να είναι σε θέση να τις λάβει υπόψη στο μέτρο του δυνατού. Οι πληροφορίες διαβιβάζονται, κατά γενικό κανόνα, στο Κοινοβούλιο μέσω της υπεύθυνης κοινοβουλευτικής επιτροπής και, όπου κρίνεται σκόπιμο, σε σύνοδο της ολομέλειας. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται σε περισσότερες της μίας επιτροπές.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή αναλαμβάνουν να θεσπίσουν τις κατάλληλες διαδικασίες και τα μέτρα που απαιτούνται για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.

25.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι λόγω των διαφορετικών τους θεσμικών ρόλων, η Επιτροπή θα εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διαπραγματεύσεις με εξαίρεση εκείνες που αφορούν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας και άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες.

Η Επιτροπή, όταν εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διεθνείς διασκέψεις, διευκολύνει, με αίτημα του Κοινοβουλίου, τη συμμετοχή αντιπροσωπείας των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, ούτως ώστε να μπορεί να ενημερώνεται αμέσως και πλήρως για τις εργασίες της διάσκεψης. Η Επιτροπή αναλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, να τηρεί συστηματικά ενήμερη την αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου σχετικά με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούν να συμμετέχουν άμεσα στις διαπραγματεύσεις αυτές. Στα πλαίσια των νομικών, τεχνικών και διπλωματικών δυνατοτήτων, η Επιτροπή μπορεί να τους κάνει δεκτούς ως παρατηρητές. Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για τους λόγους της άρνησης.

Επιπλέον, η Επιτροπή διευκολύνει τη συμμετοχή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως παρατηρητών σε όλες τις σχετικές συνεδριάσεις υπό την ευθύνη της πριν και μετά τις διαπραγματευτικές συνεδριάσεις.

26.

Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η Επιτροπή ενημερώνει συστηματικά το Κοινοβούλιο και διευκολύνει την πρόσβαση των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που μετέχουν σε αντιπροσωπείες της Ένωσης, όσον αφορά συνεδριάσεις οργάνων που συστάθηκαν με πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η Ένωση, οποτεδήποτε τα όργανα αυτά καλούνται να λάβουν αποφάσεις για τις οποίες απαιτείται η συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή για την εφαρμογή των οποίων μπορεί να απαιτείται η έγκριση νομικών πράξεων σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

27.

Η Επιτροπή επιτρέπει επίσης στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου που συμμετέχει στις αντιπροσωπείες της Ένωσης σε διεθνείς διασκέψεις την πρόσβαση στη χρήση όλων των εγκαταστάσεων των αντιπροσωπειών που διαθέτει η Ένωση για τις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με τη γενική αρχή της καλής συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων και λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη διοικητική υποστήριξη.

Ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποστέλλει στον πρόεδρο της Επιτροπής πρόταση σχετικά με τη συμμετοχή αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην αντιπροσωπεία της Ένωσης τέσσερις εβδομάδες το αργότερο πριν από την έναρξη της διάσκεψης, διευκρινίζοντας ποιος θα είναι ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου και ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα συμπεριληφθούν σε αυτήν. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συντομευθεί.

Ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συμμετέχει στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου και του προσωπικού στήριξης είναι ανάλογος του συνολικού μεγέθους της αντιπροσωπείας της Ένωσης.

28.

Η Επιτροπή ενημερώνει πλήρως το Κοινοβούλιο για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων προσχώρησης, ιδίως όσον αφορά τις μείζονες πτυχές και εξελίξεις, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να διατυπώνει εγκαίρως τις απόψεις του στο πλαίσιο των ενδεδειγμένων κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

29.

Όταν το Κοινοβούλιο εγκρίνει σύσταση επί των αναφερομένων στο σημείο 28 ζητημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 4 του κανονισμού του, και η Επιτροπή αποφασίζει, για σημαντικούς λόγους, να μην υποστηρίξει τη σύσταση αυτή, η Επιτροπή εκθέτει ενώπιον του Κοινοβουλίου τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφασή της, είτε στην ολομέλεια είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.

iii)   Εκτέλεση του προϋπολογισμού

30.

Πριν παρασχεθούν οικονομικές δεσμεύσεις σε διασκέψεις δωρητών, οι οποίες συνεπάγονται νέες δημοσιονομικές δεσμεύσεις και προϋποθέτουν τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή και εξετάζει τις παρατηρήσεις της.

31.

Στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας απαλλαγής, η οποία διέπεται από το άρθρο 319 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου έτους, η οποία της ζητείται προς τον σκοπό αυτό από τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής που είναι αρμόδια για τη διαδικασία απαλλαγής, σύμφωνα με το παράρτημα VII του κανονισμού του Κοινοβουλίου.

Εάν προκύψουν νέα στοιχεία σχετικά με προηγούμενα έτη, για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί απαλλαγή, η Επιτροπή διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες, προκειμένου να εξευρεθεί λύση αποδεκτή και για τα δύο μέρη.

iv)   Σχέση με τους ρυθμιστικούς οργανισμούς

32.

Οι υποψήφιοι για τη θέση του γενικού διευθυντή ρυθμιστικών οργανισμών θα πρέπει να προσέρχονται στις ακροάσεις ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής.

Επιπλέον, στο πλαίσιο των συζητήσεων της διοργανικής ομάδας εργασίας για τους οργανισμούς που συστάθηκε τον Μάρτιο του 2009, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο αποσκοπούν σε κοινή προσέγγιση σχετικά με τον ρόλο και τη θέση των αποκεντρωμένων οργανισμών στο θεσμικό περιβάλλον της Ένωσης, σε συνδυασμό με κοινές κατευθυντήριες αρχές για τη δημιουργία, διάρθρωση και λειτουργία αυτών των οργανισμών, παράλληλα με θέματα χρηματοδότησης, δημοσιονομικά θέματα και θέματα εποπτείας και διαχείρισης.

IV.   ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ

i)   Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και προγραμματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

33.

Η Επιτροπή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης με στόχο την επίτευξη διοργανικών συμφωνιών.

34.

Κάθε χρόνο η Επιτροπή παρουσιάζει το πρόγραμμα εργασίας της.

35.

Τα δύο θεσμικά όργανα συνεργάζονται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στο παράρτημα IV.

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες που διατυπώνει το Κοινοβούλιο.

Η Επιτροπή παρέχει επαρκή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο κάθε σημείου του προγράμματος εργασίας της.

36.

Η Επιτροπή παρέχει εξηγήσεις όταν δεν είναι σε θέση να καταθέσει επιμέρους προτάσεις στο πρόγραμμα εργασίας της ή όταν αποκλίνει από αυτό. Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής που είναι αρμόδιος για τις διοργανικές σχέσεις αναλαμβάνει να αξιολογεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, τις βασικές γραμμές της πολιτικής εφαρμογής του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το τρέχον έτος.

ii)   Διαδικασίες για την έγκριση πράξεων

37.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να εξετάζει μετά προσοχής τις τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο επί των νομοθετικών προτάσεών της, με σκοπό να τις λάβει υπόψη σε κάθε τροποποιημένη πρόταση.

Όταν γνωμοδοτεί επί τροπολογιών του Κοινοβουλίου, δυνάμει του άρθρου 294 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεσμεύεται να λαμβάνει στον μέγιστο βαθμό υπόψη τις τροπολογίες που εγκρίνονται κατά τη δεύτερη ανάγνωση· εάν, για σημαντικούς λόγους και ύστερα από εξέταση του θέματος από το σώμα των επιτρόπων, αποφασίσει να μην υιοθετήσει ή να μην υποστηρίξει τις τροπολογίες αυτές, αιτιολογεί την απόφασή της ενώπιον του Κοινοβουλίου και, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της γνωμοδότησής της επί των τροπολογιών του Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 294 παράγραφος 7 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

38.

Το Κοινοβούλιο δεσμεύεται, κατά την εξέταση πρότασης που κατατίθεται κατόπιν πρωτοβουλίας του ενός τετάρτου τουλάχιστον των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 76 της ΣΛΕΕ, να μην εγκρίνει καμία έκθεση σε επίπεδο αρμόδιας Επιτροπής πριν λάβει τη γνώμη της Επιτροπής επί της πρωτοβουλίας.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να εκδίδει τη γνώμη της επί παρόμοιας πρωτοβουλίας το αργότερο 10 εβδομάδες μετά την υποβολή της πρωτοβουλίας.

39.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να παρέχει εγκαίρως λεπτομερείς επεξηγήσεις πριν αποσύρει τις όποιες προτάσεις της επί των οποίων το Κοινοβούλιο έχει ήδη λάβει θέση σε πρώτη ανάγνωση.

Η νέα Επιτροπή προβαίνει σε επιθεώρηση όλων των εκκρεμών προτάσεων με την έναρξη της θητείας της ώστε να τις επιβεβαιώσει πολιτικώς ή να τις αποσύρει, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις που εξέφρασε το Κοινοβούλιο.

40.

Για τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες για τις οποίες καλείται να γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων λοιπών διαδικασιών όπως εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 148 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή:

i)

λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της συμμετοχής του Κοινοβουλίου κατά τρόπον ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του Κοινοβουλίου στο μέτρο του δυνατού, ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει ότι το Κοινοβούλιο έχει τον αναγκαίο χρόνο στη διάθεσή του για να εξετάσει την πρόταση της Επιτροπής,

ii)

μεριμνά ώστε να υπενθυμίζει σε εύλογο χρόνο στα όργανα του Συμβουλίου να μην προχωρούν σε πολιτική συμφωνία επί των προτάσεών της ενόσω το Κοινοβούλιο δεν έχει διατυπώσει τη γνώμη του. Ζητεί να ολοκληρώνεται η συζήτηση σε επίπεδο υπουργών, αφού προηγουμένως έχει δοθεί εύλογη προθεσμία στα μέλη του Συμβουλίου να εξετάσουν τη θέση του Κοινοβουλίου,

iii)

διασφαλίζει ότι το Συμβούλιο συντάσσεται με τους κανόνες που έχει τάξει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την επαναδιαβούλευση με το Κοινοβούλιο σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης της πρότασης της Επιτροπής από το Συμβούλιο. Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την ενδεχόμενη υπενθύμιση προς το Συμβούλιο της ανάγκης να διεξαχθεί επαναδιαβούλευση,

iv)

δεσμεύεται, εάν χρειασθεί, να αποσύρει νομοθετική πρόταση που έχει απορριφθεί από το Κοινοβούλιο. Σε περίπτωση που, για σοβαρούς λόγους και έπειτα από εξέταση του ζητήματος από το σώμα των επιτρόπων, η Επιτροπή αποφασίσει να διατηρήσει την πρότασή της, εκθέτει τους λόγους με δήλωση ενώπιον του Κοινοβουλίου.

41.

Από την πλευρά του, προκειμένου να βελτιωθεί ο νομοθετικός προγραμματισμός, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται:

i)

να προβαίνει στον προγραμματισμό των νομοθετικών μερών των ημερήσιων διατάξεών του, προσαρμόζοντάς τα στο ισχύον πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής και στα ψηφίσματα που έχει εγκρίνει επ’ αυτού, ιδίως ενόψει του βελτιωμένου προγραμματισμού των συζητήσεων προτεραιότητας,

ii)

να τηρεί εύλογες προθεσμίες, εφόσον τούτο κρίνεται χρήσιμο για τη διαδικασία, όταν διατυπώνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ή τη γνώμη του στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης,

iii)

να ορίζει, στο μέτρο του δυνατού, εισηγητές επί των μελλοντικών προτάσεων ήδη κατά την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής,

iv)

να εξετάζει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα τα αιτήματα επαναδιαβούλευσης, υπό την προϋπόθεση ότι του έχουν διαβιβασθεί όλες οι χρήσιμες πληροφορίες.

iii)   Ζητήματα που άπτονται της βελτίωσης της νομοθεσίας

42.

Η Επιτροπή μεριμνά ούτως ώστε οι εκτιμήσεις επιπτώσεων να διενεργούνται υπ' ευθύνη της και σύμφωνα με διαφανή διαδικασία που θα διασφαλίζει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της αξιολόγησης. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δημοσιεύονται σε εύθετο χρόνο, λαμβάνουν υπόψη σειρά διαφορετικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής «απραξίας», και υποβάλλονται, κατ' αρχήν, στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή κατά τη φάση της ενημέρωσης των εθνικών κοινοβουλίων, σύμφωνα τα πρωτόκολλα αριθ. 1 και 2 της ΣΛΕΕ.

43.

Σε τομείς όπου το Κοινοβούλιο συμμετέχει συνήθως στη νομοθετική διαδικασία, η Επιτροπή χρησιμοποιεί μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, εφόσον τούτο προσφέρεται και δικαιολογείται πλήρως, αφού δώσει στο Κοινοβούλιο την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του. Η Επιτροπή παρέχει λεπτομερείς επεξηγήσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με το πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του κατά την έγκριση της πρότασής της.

44.

Προκειμένου να διασφαλίζεται καλύτερη εποπτεία της μεταφοράς και της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά πίνακες αντιστοιχίας και δεσμευτική προθεσμία για τη μεταφορά, η οποία για τις οδηγίες δεν θα πρέπει κανονικά να υπερβαίνει τη διετία.

Πέραν των ειδικών εκθέσεων και της ετήσιας έκθεσης για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Κοινοβουλίου συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει ήδη από το στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής αλλά και, εφόσον ζητηθεί από το Κοινοβούλιο, κατά περίπτωση και με τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας, ιδίως όσων αφορούν, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται η διαδικασία επί παραβάσει.

V.   ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

45.

Η Επιτροπή, εφόσον της ζητηθεί, μεριμνά για την εκπροσώπησή της κατά προτεραιότητα στις συνεδριάσεις της ολομέλειας ή άλλων οργάνων του Κοινοβουλίου και όχι σε άλλες εκδηλώσεις ή γεγονότα όπου έχει προσκληθεί και συμπίπτουν με τις πρώτες.

Η Επιτροπή διασφαλίζει ιδίως ότι, κατά κανόνα, τα μέλη της Επιτροπής είναι παρόντα κατά τις συνεδριάσεις της ολομέλειας για την εξέταση θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει σχετικό αίτημα. Το αυτό ισχύει για τα προσχέδια ημερήσιας διάταξης που εγκρίθηκαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά την προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Το Κοινοβούλιο επιδιώκει, κατά γενικό κανόνα, τα εγγεγραμμένα στην ημερήσια διάταξη περιόδου συνόδου θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων ενός μέλους της Επιτροπής να συγκεντρώνονται για να συζητηθούν από κοινού.

46.

Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, θα προβλέπεται τακτική ώρα των ερωτήσεων για τον πρόεδρο της Επιτροπής. Η εν λόγω ώρα των ερωτήσεων θα αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο, με συμμετοχή αρχηγών πολιτικών ομάδων ή εκπροσώπων αυτών, διεξάγεται με εντελώς ελεύθερες παρεμβάσεις· το δεύτερο είναι αφιερωμένο σε πολιτικό θέμα κοινοποιημένο εκ των προτέρων και το αργότερο μέχρι την Πέμπτη που προηγείται της εν λόγω περιόδου συνόδου αλλά διεξάγεται χωρίς προετοιμασμένες ερωτήσεις.

Καθιερώνεται, επιπλέον, ώρα των ερωτήσεων για τους επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου για τις εξωτερικές σχέσεις/ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, στα πρότυπα της ώρας των ερωτήσεων για τον πρόεδρο της Επιτροπής, με σκοπό τη μεταρρύθμιση της δομής της υπάρχουσας ώρας των ερωτήσεων. Η εν λόγω ώρα των ερωτήσεων θα αναφέρεται στο χαρτοφυλάκιο των αντίστοιχων μελών της Επιτροπής.

47.

Τα μέλη της Επιτροπής λαμβάνουν τον λόγο κατόπιν αιτήσεώς τους.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 230 της ΣΛΕΕ, τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν επί των γενικών κανόνων που διέπουν την κατανομή χρόνου αγόρευσης μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

Τα δύο θεσμικά όργανα συμφωνούν ότι οι ενδεικτικοί χρόνοι αγόρευσης που τους αναλογούν οφείλουν να γίνονται σεβαστοί.

48.

Προκειμένου να διασφαλίζεται η παρουσία των επιτρόπων, το Κοινοβούλιο δεσμεύεται να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μην τροποποιούνται τα τελικά σχέδια ημερήσιας διάταξης.

Όταν το Κοινοβούλιο τροποποιεί το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξής του ή όταν τροποποιεί τη σειρά των θεμάτων εντός της ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή. Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλίσει την παρουσία του αρμόδιου επιτρόπου.

49.

Η Επιτροπή μπορεί να προτείνει την εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, όχι όμως μετά τη συνεδρίαση κατά την οποία η Διάσκεψη των Προέδρων εγκρίνει το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει στον μέγιστο βαθμό υπόψη τις προτάσεις αυτές.

50.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές προσπαθούν να διατηρούν αμετάβλητα τα σχέδια ημερήσιας διάταξης και τις ημερήσιες διατάξεις των εργασιών τους.

Όταν κοινοβουλευτική επιτροπή τροποποιεί το σχέδιο ημερήσιας διάταξης ή την ημερήσια διάταξη των εργασιών της, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ιδίως καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να τηρούν εύλογες προθεσμίες ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η παρουσία μελών της Επιτροπής στις συνεδριάσεις τους.

Όταν δεν έχει ζητηθεί ρητώς η παρουσία επιτρόπου σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής, η Επιτροπή λαμβάνει μέριμνα ώστε να εκπροσωπείται από αρμόδιο υπάλληλο στο κατάλληλο επίπεδο.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μεριμνούν για τον συντονισμό των εργασιών τους, αποφεύγοντας μεταξύ άλλων παράλληλες συνεδριάσεις επί του ίδιου θέματος, και μεριμνούν επίσης για την τήρηση του σχεδίου ημερήσιας διάταξης ώστε η Επιτροπή να μπορεί να εξασφαλίζει το κατάλληλο επίπεδο εκπροσώπησης.

Εάν έχει ζητηθεί η παρουσία ανώτερου υπαλλήλου (γενικού διευθυντή ή διευθυντή) σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής με αντικείμενο πρόταση της Επιτροπής, τότε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει τη δυνατότητα να παρέμβει.

VI.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

51.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει τη δέσμευση που ανέλαβε να εξετάσει το συντομότερο δυνατό τις νομοθετικές πράξεις που δεν προσαρμόστηκαν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι εν λόγω πράξεις πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που καθιερώνονται με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ.

Απώτερος σκοπός είναι η καθιέρωση συνεκτικού συστήματος κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων, σε απόλυτη συμφωνία με τη Συνθήκη, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί μέσω της σταδιακής αξιολόγησης του χαρακτήρα και του περιεχομένου των μέτρων που προς το παρόν υπάγονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, προκειμένου να προσαρμοστούν αυτά, σε εύθετο χρόνο, στο καθεστώς του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ.

52.

Οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου συμπληρώνουν τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας (3) χωρίς να τη θίγουν και χωρίς να προκαταλαμβάνουν οποιαδήποτε περαιτέρω αναθεώρηση αυτής. Με την επιφύλαξη των προσεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου, τα δύο θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συμφωνήσουν ως προς τις αναγκαίες καίριες αλλαγές στο πλαίσιο της προπαρασκευής των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για την προσαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας στις νέες διατάξεις που θεσπίζει η συνθήκη της Λισαβόνας και έχοντας υπόψη τις τρέχουσες πρακτικές και την παρούσα συμφωνία-πλαίσιο.

Συμφωνούν επίσης επί της ανάγκης να ενισχυθεί ο υφιστάμενος μηχανισμός διοργανικών επαφών, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο και σε σχέση με τη βελτίωση της νομοθεσίας ούτως ώστε να διασφαλιστεί αποτελεσματική διοργανική συνεργασία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου.

53.

Η Επιτροπή δεσμεύεται να αναλάβει πρωτοβουλίες χωρίς χρονοτριβή για τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης με στόχο την επίτευξη διοργανικών συμφωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ.

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης. Εν συνεχεία της έγκρισής του από την Επιτροπή, προβλέπεται τριμερής διάλογος μεταξύ Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί του προγραμματισμού της Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο και ευθύς αμέσως μόλις επιτευχθεί αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Κοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου ως προς τον προγραμματισμό της Ένωσης, τα δύο όργανα επανεξετάζουν τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου που άπτονται του προγραμματισμού.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή καλούν το Συμβούλιο να συμμετάσχει το συντομότερο δυνατόν σε συζητήσεις σχετικά με τον προγραμματισμό της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ.

54.

Τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε περιοδική αξιολόγηση της πρακτικής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου και των παραρτημάτων της. Το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2011 πραγματοποιείται επανεξέταση υπό το φως της πρακτικής εμπειρίας.

Στρασβούργο, 20 Οκτωβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 44 της 15.2.2005, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 117 Ε της 18.5.2006, σ. 125.

(3)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Συνεδριάσεις της Επιτροπής με εθνικούς εμπειρογνώμονες

Το παρόν παράρτημα καθορίζει τους όρους εφαρμογής του σημείου 15 της συμφωνίας-πλαισίου.

1.   Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις του σημείου 15 της συμφωνίας-πλαισίου αφορούν τις ακόλουθες συνεδριάσεις:

1)

συνεδριάσεις της Επιτροπής που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των ομάδων εμπειρογνωμόνων στη σύσταση των οποίων προβαίνει η Επιτροπή και στις οποίες προσκαλούνται εθνικές αρχές από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων·

2)

ad hoc συνεδριάσεις της Επιτροπής στις οποίες προσκαλούνται εθνικοί εμπειρογνώμονες από όλα τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν την προετοιμασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

Αποκλείονται οι συνεδριάσεις των επιτροπών επιτροπολογίας, με την επιφύλαξη των υφιστάμενων και μελλοντικών ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με την παροχή στο Κοινοβούλιο πληροφοριών σχετικά με την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής (1).

2.   Πληροφορίες που πρέπει να διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο

Η Επιτροπή δεσμεύεται να αποστέλλει στο Κοινοβούλιο την ίδια τεκμηρίωση που στέλνει στις εθνικές αρχές σε σχέση με τις προαναφερθείσες συνεδριάσεις. Η Επιτροπή αποστέλλει τα έγγραφα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των ημερήσιων διατάξεων, σε ειδική διεύθυνση του Κοινοβουλίου ταυτόχρονα με την αποστολή τους στους εθνικούς εμπειρογνώμονες.

3.   Πρόσκληση των εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου

Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καλέσει το Κοινοβούλιο να στείλει τους εμπειρογνώμονές του να παραστούν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες όπως ορίζεται στο σημείο 1).


(1)  Οι πληροφορίες που θα παρέχονται στο Κοινοβούλιο σχετικά με το έργο των επιτροπών επιτροπολογίας και τα προνόμια του Κοινοβουλίου στη λειτουργία των διαδικασιών επιτροπών ορίζονται με σαφή τρόπο σε άλλα μέσα: 1) Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23), 2) διοργανική συμφωνία της 3ης Ιουνίου 2008 μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες επιτροπών και 3) μέσα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1.   Πεδίο εφαρμογής

1.1.

Το παρόν παράρτημα διέπει τη διαβίβαση στο Κοινοβούλιο και την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως ορίζονται στο σημείο 1.2, της Επιτροπής στο πλαίσιο της άσκησης των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Τα δύο θεσμικά όργανα ενεργούν με βάση την τήρηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων έντιμης συνεργασίας, σε πνεύμα πλήρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης.

1.2.

Ως «πληροφορία» νοείται κάθε προφορική ή γραπτή πληροφόρηση, ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία διατίθεται ή την πηγή της προέλευσής της.

1.2.1.

Ως «εμπιστευτική πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) και η μη διαβαθμισμένη «άλλη εμπιστευτική πληροφορία».

1.2.2.

Ως «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) νοείται κάθε πληροφορία και υλικό που έχει διαβαθμιστεί ως «TRÈS SECRET UE», «SECRET UE», «CONFIDENTIEL UE» ή «RESTREINT UE» ή φέρει ισοδύναμες εθνικές ή διεθνείς σημάνσεις διαβάθμισης, και των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει σε ποικίλο βαθμό τα συμφέροντα της ΕΕ ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, είτε η πληροφορία αυτή προέρχεται από την ΕΕ είτε έχει ληφθεί από κράτος μέλος, τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

α)   TRÈS SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρότατα ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της.

β)   SECRET UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της.

γ)   CONFIDENTIEL UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει ζωτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της.

δ)   RESTREINT UE: η διαβάθμιση αυτή εφαρμόζεται σε πληροφορίες και υλικό η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της.

1.2.3.

Ως «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» νοείται κάθε άλλη εμπιστευτική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου, που ζητείται από το Κοινοβούλιο και/ή διαβιβάζεται από την Επιτροπή.

1.3.

Η Επιτροπή διασφαλίζει την πρόσβαση του Κοινοβουλίου στις εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, όταν λαμβάνει αίτημα για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών από ένα από τα κοινοβουλευτικά όργανα ή τους αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, οιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.

1.4.

Βάσει του παρόντος παραρτήματος, μπορούν να ζητούν εμπιστευτικές πληροφορίες από την Επιτροπή:

ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου,

οι πρόεδροι των οικείων κοινοβουλευτικών επιτροπών,

το προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων,

και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου, η οποία περιλαμβάνεται στην αντιπροσωπεία της ΕΕ σε διεθνή διάσκεψη.

1.5.

Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος οι πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες επί παραβάσει και τις διαδικασίες για θέματα ανταγωνισμού εφόσον, κατά τη στιγμή της υποβολής του σχετικού αιτήματος από κάποιο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που ορίζονται στο σημείο 1.4, δεν καλύπτονται ακόμη από οριστική απόφαση της Επιτροπής ή από απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων στην Ένωση. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη του σημείου 44 της συμφωνίας-πλαισίου και τα δικαιώματα δημοσιονομικού ελέγχου του Κοινοβουλίου.

1.6.

Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, σχετικά με τους όρους άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (1), καθώς και των σχετικών διατάξεων της απόφασης 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, σχετικά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) (2).

2.   Γενικοί κανόνες

2.1.

Κατόπιν αιτήματος ενός από τα κοινοβουλευτικά όργανα/αξιωματούχους που αναφέρονται στο σημείο 1.4, η Επιτροπή διαβιβάζει στο εν λόγω κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο, το ταχύτερο δυνατόν, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που είναι αναγκαία για την άσκηση των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους, τα δύο θεσμικά όργανα σέβονται:

τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υπεράσπισης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής,

τις διατάξεις που διέπουν τις πειθαρχικές και δικαστικές διαδικασίες,

την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και των εμπορικών σχέσεων,

την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως δε όσων αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, τις διεθνείς σχέσεις, τη νομισματική σταθερότητα και τα οικονομικά συμφέροντα.

Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.

Εμπιστευτικές πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, θεσμικό όργανο ή διεθνή οργανισμό διαβιβάζονται μόνο κατόπιν συναίνεσής τους.

2.2.

Οι ΔΠΕΕ διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο και τυγχάνουν επεξεργασίας και προστασίας από το Κοινοβούλιο σύμφωνα με τα ελάχιστα κοινά πρότυπα ασφάλειας, όπως εφαρμόζονται από άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ιδίως την Επιτροπή.

Η Επιτροπή, κατά τη διαβάθμιση πληροφοριών που έχουν προέλευση την ίδια, διασφαλίζει την εφαρμογή των κατάλληλων επιπέδων διαβάθμισης που αντιστοιχούν στα διεθνή πρότυπα και ορισμούς και στους εσωτερικούς της κανόνες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη να μπορεί το Κοινοβούλιο να έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένα έγγραφα με στόχο την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων του.

2.3.

Εάν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας πληροφορίας ή το κατάλληλο επίπεδο διαβάθμισής της, ή εάν είναι απαραίτητο να καθορισθούν οι κατάλληλοι λεπτομερείς όροι της διαβίβασής της βάσει των επιλογών που προβλέπονται στο σημείο 3.2, τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις αμελλητί και πριν από τη διαβίβαση του εγγράφου. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, το Κοινοβούλιο εκπροσωπεί ο πρόεδρος του κοινοβουλευτικού οργάνου, συνοδευόμενος ενδεχομένως από τον εισηγητή ή τον αξιωματούχο που υποβάλλει το αίτημα. Την Επιτροπή εκπροσωπεί το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τα θέματα ασφαλείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα παραπέμπεται στους προέδρους των δύο θεσμικών οργάνων προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά.

2.4.

Εάν, μετά το πέρας της διαδικασίας που αναφέρεται στο σημείο 2.3, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το σχετικό αίτημα, καλεί την Επιτροπή να διαβιβάσει, εντός κατάλληλης και δεόντως αναφερόμενης προθεσμίας, την εν λόγω εμπιστευτική πληροφορία, επιλέγοντας μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στο σημείο 3.2 του παρόντος παραρτήματος. Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς το Κοινοβούλιο, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, για την τελική της θέση, κατά της οποίας το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται να ασκήσει, ενδεχομένως, προσφυγή.

2.5.

Η πρόσβαση σε ΔΠΕΕ παρέχεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τον έλεγχο ασφαλείας του προσωπικού.

2.5.1.

Πρόσβαση σε πληροφορίες διαβαθμισμένες ως TRÈS SECRET UE, SECRET UE και CONFIDENTIEL UE μπορεί να παρασχεθεί μόνο στους μόνιμους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου και σε αυτούς από τους υπαλλήλους του Κοινοβουλίου που εργάζονται για τις πολιτικές ομάδες για τους οποίους οι πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες, και οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από το κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο ότι έχουν ανάγκη γνώσης, και οι οποίοι έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.

2.5.2

Δεδομένων των προνομίων και των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου, οι βουλευτές που δεν έχουν υποστεί έλεγχο ασφαλείας έχουν πρόσβαση στα έγγραφα «CONFIDENTIEL UE», με βάση πρακτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται με κοινή συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής μιας υπεύθυνης δήλωσης ότι δεν θα αποκαλύψουν τα περιεχόμενα αυτών των εγγράφων σε οιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.

Πρόσβαση στα έγγραφα «SECRET UE» παρέχεται στους βουλευτές που έχουν υποστεί τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας.

2.5.3.

Θα πρέπει να θεσπιστούν ρυθμίσεις, με τη βοήθεια της Επιτροπής, ώστε να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να λάβει το ταχύτερο δυνατόν την απαραίτητη συνεισφορά των εθνικών αρχών σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ελέγχου ασφαλείας.

Λεπτομέρειες σχετικά με την κατηγορία ή τις κατηγορίες προσώπων που έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κοινοποιούνται ταυτοχρόνως με το αίτημα.

Προτού λάβει πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες, κάθε πρόσωπο ενημερώνεται για το επίπεδο εμπιστευτικότητάς τους και τις απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις ασφαλείας.

Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του παρόντος παραρτήματος και των μελλοντικών διατάξεων ασφαλείας που αναφέρονται στα σημεία 4.1 και 4.2, θα επανεξεταστεί και το ζήτημα των ελέγχων ασφαλείας.

3.   Όροι πρόσβασης και επεξεργασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών

3.1.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σημείο 2.3 και, ενδεχομένως, στο σημείο 2.4, διατίθενται, με ευθύνη του προέδρου ή ενός μέλους της Επιτροπής, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή διασφαλίζουν την καταχώριση και την ανιχνευσιμότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών.

Πιο συγκεκριμένα, οι ΔΠΕΕ των επιπέδων «CONFIDENTIEL UE» και «SECRET UE» διαβιβάζονται από το κεντρικό μητρώο της γενικής γραμματείας της Επιτροπής προς την ομόλογη αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, η οποία θα είναι αρμόδια να τις καταστήσει διαθέσιμες, υπό τους συμπεφωνημένους όρους, στο κοινοβουλευτικό όργανο/αξιωματούχο που υποβάλλει το σχετικό αίτημα.

Η διαβίβαση ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE» υπόκειται σε περαιτέρω ρυθμίσεις που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, με στόχο να διασφαλιστεί επίπεδο προστασίας ανάλογο με αυτό το επίπεδο διαβάθμισης.

3.2.

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των σημείων 2.2 και 2.4 και των μελλοντικών ρυθμίσεων ασφαλείας που αναφέρονται στο σημείο 4.1, η πρόσβαση και οι όροι τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών καθορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών. Η συμφωνία αυτή μεταξύ του μέλους της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τον οικείο εμπλεκόμενο τομέα πολιτικής και του οικείου κοινοβουλευτικού οργάνου (εκπροσωπουμένου από τον πρόεδρό του)/αξιωματούχου που υποβάλλει το αίτημα, προβλέπει την επιλογή μίας εκ των επιλογών των σημείων 3.2.1 και 3.2.2, προκειμένου να διασφαλιστεί ο κατάλληλος βαθμός εμπιστευτικότητας.

3.2.1.

Σε ό,τι αφορά τους αποδέκτες των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθεί μία από τις ακόλουθες επιλογές:

πληροφορία προοριζόμενη μόνο για τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται για εντελώς έκτακτους λόγους,

το προεδρείο και/ή η Διάσκεψη των Προέδρων,

ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής,

όλα τα μέλη (τακτικά και αναπληρωματικά) της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής,

όλοι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών ή η διαβίβασή τους σε οιονδήποτε άλλον αποδέκτη χωρίς τη συγκατάθεση της Επιτροπής.

3.2.2.

Σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις για την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλεφθούν οι ακόλουθες επιλογές:

α)

εξέταση των εγγράφων σε ασφαλές αναγνωστήριο, αν οι πληροφορίες είναι διαβαθμισμένες «CONFIDENTIEL UE» και άνω·

β)

διεξαγωγή της συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών, με την παρουσία μόνο των μελών του προεδρείου, των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων ή των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, καθώς και των υπαλλήλων του Κοινοβουλίου και του προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες οι οποίοι έχουν οριστεί εκ των προτέρων από τον πρόεδρο ως έχοντες ανάγκη γνώσης και των οποίων η παρουσία είναι απολύτως αναγκαία, υπό τον όρο ότι έχουν τον ενδεδειγμένο έλεγχο ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους όρους:

όλα τα έγγραφα μπορούν να αριθμηθούν, να διανεμηθούν κατά την έναρξη της συνεδρίασης και να συλλεχθούν και πάλι μετά το πέρας της. Δεν επιτρέπεται να ληφθούν αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα αυτών των εγγράφων,

τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν κάνουν καμία αναφορά στη συζήτηση του σημείου που εξετάστηκε βάσει της εμπιστευτικής διαδικασίας.

Πριν από τη διαβίβαση, όλα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να αφαιρεθούν από τα έγγραφα.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες στο Κοινοβούλιο υποβάλλονται στον ισοδύναμο βαθμό προστασίας με αυτόν που παρέχεται για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει και υπεύθυνη δήλωση των αποδεκτών των πληροφοριών αυτών ότι δεν θα αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους σε κανένα τρίτο πρόσωπο.

3.2.3

Όταν γραπτές πληροφορίες πρόκειται να εξεταστούν σε ασφαλές αναγνωστήριο, το Κοινοβούλιο διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται στην πράξη οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

ασφαλές σύστημα αποθήκευσης των εμπιστευτικών πληροφοριών,

ασφαλές αναγνωστήριο χωρίς φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, τηλέφωνα, τηλεομοιοτυπικά μηχανήματα (fax), σαρωτές (scanner) ή άλλα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής ή διαβίβασης εγγράφων κ.λπ.,

μέτρα ασφαλείας διέποντα την πρόσβαση στο αναγνωστήριο, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής σε μητρώο και υπεύθυνης δήλωσης για τη μη διάδοση των εξετασθεισών εμπιστευτικών πληροφοριών.

3.2.4.

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν αποκλείουν άλλες ανάλογες ρυθμίσεις οι οποίες συμφωνούνται μεταξύ των θεσμικών οργάνων.

3.3.

Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων αυτών, εφαρμόζονται οι περί κυρώσεων των βουλευτών διατάξεις που περιέχονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού του Κοινοβουλίου, ενώ σε ό,τι αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων (3) ή το άρθρο 49 του κανονισμού που αφορά το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.   Τελικές διατάξεις

4.1.

Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου συντονίζουν στενά την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος. Τούτο περιλαμβάνει τον έλεγχο της ανιχνευσιμότητας των εμπιστευτικών πληροφοριών και την περιοδική κοινή παρακολούθηση των εφαρμοζόμενων μέτρων και προτύπων ασφαλείας.

Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να προσαρμόσει, όπου χρειάζεται, τις εσωτερικές του διατάξεις με στόχο την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας για τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίοι προβλέπονται στο παρόν παράρτημα.

Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει να εγκρίνει το ταχύτερο δυνατόν τα μελλοντικά μέτρα ασφαλείας του και να ελέγξει τα μέτρα αυτά σε κοινή συμφωνία με την Επιτροπή, με στόχο τη θέσπιση ισοδύναμων προτύπων ασφαλείας. Έτσι θα αποκτήσει ισχύ το παρόν παράρτημα σε ό,τι αφορά:

τις τεχνικές διατάξεις και πρότυπα ασφαλείας που αφορούν την επεξεργασία και την αποθήκευση των εμπιστευτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ασφαλείας στον τομέα της φυσικής ασφάλειας και της ασφάλειας του προσωπικού, των εγγράφων και της πληροφορικής,

τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής εποπτείας, αποτελούμενης από βουλευτές που έχουν υποστεί τον κατάλληλο έλεγχο ασφαλείας για την επεξεργασία ΔΠΕΕ του επιπέδου «TRÈS SECRET UE».

4.2.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα επανεξετάσουν το παρόν παράρτημα και, εφόσον απαιτείται, θα το προσαρμόσουν, όχι αργότερα από τη στιγμή της αναθεώρησης που αναφέρεται στο σημείο 54 της συμφωνίας-πλαισίου, με βάση τις εξελίξεις που αφορούν:

μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας με τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής,

άλλες συμφωνίες ή νομικές πράξεις που αφορούν τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των θεσμικών οργάνων.


(1)  ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 20.

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών

Το παρόν παράρτημα θεσπίζει ενδελεχείς ρυθμίσεις για την πρόβλεψη ενημέρωσης του Κοινοβουλίου σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στα σημεία 23, 24 και 25 της συμφωνίας-πλαισίου:

1.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων την ίδια χρονική στιγμή που ενημερώνει και το Συμβούλιο.

2.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, όταν η Επιτροπή προτείνει σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης με σκοπό την έγκρισή τους από το Συμβούλιο, η Επιτροπή τα υποβάλλει ταυτόχρονα και στο Κοινοβούλιο.

3.

Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

4.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 23 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο τακτικά και πάραυτα για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων έως ότου μονογραφεί η συμφωνία και εξηγεί κατά πόσο και πώς ενσωματώθηκαν οι παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου στα υπό διαπραγμάτευση κείμενα και στην αντίθετη περίπτωση για ποιο λόγο αυτό δεν έγινε.

5.

Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για τη σύναψη των οποίων απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρέχει στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όλες τις σχετικές πληροφορίες που παρέχει και στο Συμβούλιο (ή στην ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο). Σ' αυτές περιλαμβάνονται σχέδια τροπολογιών σε εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, σχέδια κειμένων διαπραγμάτευσης, συμφωνηθέντα άρθρα, η συμφωνηθείσα ημερομηνία για τη μονογραφή της συμφωνίας και το κείμενο της προς μονογραφή συμφωνίας. Η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στο Κοινοβούλιο, όπως στο Συμβούλιο (ή την ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο), οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα έχουν παραληφθεί από τρίτους, υπό την επιφύλαξη της συγκατάθεσης της πηγής των εν λόγω εγγράφων. Η Επιτροπή τηρεί ενήμερη την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή σχετικά με εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις και συγκεκριμένα εξηγεί πώς ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις του Κοινοβουλίου.

6.

Σε περίπτωση διεθνών συμφωνιών για τη σύναψη των οποίων δεν απαιτείται η συναίνεση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως μέσω πληροφοριών που καλύπτουν τουλάχιστον τα σχέδια οδηγιών διαπραγμάτευσης, τις εγκριθείσες οδηγίες διαπραγμάτευσης, την επόμενη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.

7.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 24 της συμφωνίας-πλαισίου, η Επιτροπή παρέχει έγκαιρα στο Κοινοβούλιο πλήρη στοιχεία όταν μονογραφείται μια διεθνής συμφωνία και ενημερώνει το Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν όταν προτίθεται να προτείνει στο Συμβούλιο την προσωρινή εφαρμογή της και για ποιους λόγους, εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι το αποκλείουν.

8.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ταυτόχρονα και έγκαιρα για την πρόθεσή της να προτείνει στο Συμβούλιο την αναστολή της διεθνούς συμφωνίας καθώς επίσης και τους σχετικούς λόγους.

9.

Για διεθνείς συμφωνίες που υπόκεινται στη διαδικασία συναίνεσης σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, η Επιτροπή τηρεί επίσης πλήρως ενήμερο το Κοινοβούλιο πριν εγκριθούν τροποποιήσεις της συμφωνίας, με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου, κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής συνοδεύεται από κατάλογο νομοθετικών και μη νομοθετικών προτάσεων για τα επόμενα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής καλύπτει το υπό συζήτηση επόμενο έτος και αναφέρει με λεπτομερή τρόπο τις προτεραιότητες της Επιτροπής για τα επακόλουθα έτη. Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής μπορεί τοιουτοτρόπως να αποτελέσει τη βάση για διαρθρωμένο διάλογο με το Κοινοβούλιο σε αναζήτηση αμοιβαίας κατανόησης.

Το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής περιλαμβάνει επίσης προγραμματιζόμενες πρωτοβουλίες σχετικά με μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις, ανακλήσεις και απλούστευση.

1.

Το πρώτο εξάμηνο ενός δεδομένου έτους, τα μέλη της Επιτροπής ξεκινούν συνεχή τακτικό διάλογο με τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές επιτροπές σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το εν λόγω έτος και την προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής. Με βάση τον διάλογο, κάθε κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των αποτελεσμάτων αυτού του τακτικού διαλόγου προς τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

2.

Παράλληλα, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών προβαίνει σε τακτική ανταλλαγή απόψεων με τον αρμόδιο για τις διοργανικές σχέσεις αντιπρόεδρο της Επιτροπής, προκειμένου να αξιολογηθεί η υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, να συζητηθεί η προετοιμασία του μελλοντικού προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και να καταγραφούν τα αποτελέσματα του συνεχούς διμερούς διαλόγου μεταξύ των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών και των οικείων μελών της Επιτροπής.

3.

Τον Ιούνιο, η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών υποβάλλει συνοπτική έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία πρέπει να περιέχει τα αποτελέσματα του ελέγχου της εκτέλεσης του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής καθώς και τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου για το επερχόμενο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

4.

Με βάση αυτή τη συνοπτική έκθεση, το Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα κατά την περίοδο συνόδου του Ιουλίου, εκθέτοντας τη θέση του που περιλαμβάνει ιδίως αιτήματα βασισμένα σε νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας.

5.

Κάθε χρόνο κατά την πρώτη σύνοδο της ολομέλειας του Σεπτεμβρίου, διεξάγεται συζήτηση σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης, κατά την οποία ο πρόεδρος της Επιτροπής εκφωνεί λόγο μέσω του οποίου προβαίνει σε αποτίμηση του τρέχοντος έτους και οριοθετεί τις μελλοντικές προτεραιότητες για τα επόμενα έτη. Προς τούτο, παράλληλα ο πρόεδρος της Επιτροπής κοινοποιεί γραπτώς στο Κοινοβούλιο τα κύρια στοιχεία που διαπνέουν την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το επόμενο έτος.

6.

Από την αρχή του Σεπτεμβρίου, οι αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές και τα αρμόδια μέλη της Επιτροπής μπορούν να συναντηθούν για ενδελεχέστερη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις μελλοντικές προτεραιότητες σε κάθε τομέα πολιτικής. Οι συναντήσεις αυτές καταλήγουν σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών και το σώμα των επιτρόπων και σε συνάντηση ανάμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων και του προέδρου της Επιτροπής, κατά περίπτωση.

7.

Τον Οκτώβριο, η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας της για το επόμενο έτος. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει αυτό το πρόγραμμα εργασίας στο Κοινοβούλιο στο κατάλληλο επίπεδο.

8.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να διεξαγάγει συζήτηση και να εγκρίνει ψήφισμα κατά τη σύνοδο της ολομέλειας του Δεκεμβρίου.

9.

Το χρονοδιάγραμμα υποβάλλεται σε κάθε τακτικό κύκλο προγραμματισμού, εκτός από τα έτη διενέργειας εκλογών για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου που συμπίπτουν με τη λήξη της θητείας της Επιτροπής.

10.

Το χρονοδιάγραμμα δεν επηρεάζει οιαδήποτε μελλοντική συμφωνία σχετικά με τον διοργανικό προγραμματισμό.