16.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/28


ΟΔΗΓΊΑ 2009/38/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Μαΐου 2009

για τη θέσπιση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 137,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ορισμένες ουσιώδεις τροποποιήσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν στην οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1994, για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους (3). Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 94/45/ΕΚ, η Επιτροπή επανεξέτασε, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη λειτουργία της εν λόγω οδηγίας και εξέτασε, ιδίως, εάν τα κατώτατα αριθμητικά όρια για το προσωπικό ήταν ενδεδειγμένα, ούτως ώστε να προτείνει στο Συμβούλιο, εφόσον απαιτείται, τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

(3)

Αφού διαβουλεύθηκε με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Επιτροπή, στις 4 Απριλίου 2000, υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 94/45/ΕΚ.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 της συνθήκης, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τους ενδεχόμενους προσανατολισμούς της κοινοτικής δράσης στον τομέα αυτό.

(5)

Κατόπιν των διαβουλεύσεων αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι είναι σκόπιμη η ανάληψη κοινοτικής δράσης στον εν λόγω τομέα και διαβουλεύθηκε εκ νέου με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με το περιεχόμενο της μελετώμενης πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(6)

Στο πλαίσιο αυτού του δεύτερου σταδίου διαβουλεύσεων, οι κοινωνικοί εταίροι δεν πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι επιθυμούν από κοινού να κινήσουν τη διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύναψη συμφωνίας, όπως ορίζει το άρθρο 138 παράγραφος 4 της συνθήκης.

(7)

Είναι αναγκαίο να εκσυγχρονισθεί η κοινοτική νομοθεσία που διέπει την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς σε διακρατικό επίπεδο, με σκοπό να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς σε διακρατικό επίπεδο, να αυξηθεί το ποσοστό των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων που έχουν συσταθεί, εξασφαλίζοντας συγχρόνως τη συνεχή λειτουργία των υφισταμένων συμφωνιών, να επιλυθούν τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν κατά την πρακτική εφαρμογή της οδηγίας 94/45/ΕΚ και να αντιμετωπισθεί η ανασφάλεια δικαίου που προκαλείται από ορισμένες διατάξεις ή από την απουσία διατάξεων και να εξασφαλισθεί καλύτερη διασύνδεση των κοινοτικών νομικών πράξεων στον τομέα της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 136 της συνθήκης, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν ως στόχο να προωθήσουν τον διάλογο των κοινωνικών εταίρων.

(9)

Η παρούσα οδηγία εντάσσεται στο κοινοτικό πλαίσιο που αποσκοπεί να υποστηρίξει και να συμπληρώσει τη δράση των κρατών μελών στον τομέα της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να περιορίσει στο ελάχιστο τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ή στις εγκαταστάσεις, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν.

(10)

Η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς περιλαμβάνει διαδικασία συγκέντρωσης επιχειρήσεων, διασυνοριακών συγχωνεύσεων, συγχωνεύσεων δι’ απορροφήσεως και ένωσης επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, τη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων και των ομίλων επιχειρήσεων σε διακρατικό πλαίσιο. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, πρέπει οι επιχειρήσεις και οι όμιλοι επιχειρήσεων που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων οι οποίοι επηρεάζονται από τις αποφάσεις τους και να ζητούν τη γνώμη τους.

(11)

Οι διαδικασίες για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, οι οποίες προβλέπονται στις νομοθεσίες ή τις πρακτικές που ακολουθούν τα κράτη μέλη, είναι συχνά ανακόλουθες προς τη διακρατική δομή του φορέα ο οποίος λαμβάνει τις αποφάσεις που επηρεάζουν τους εργαζόμενους αυτούς. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση των εργαζομένων που επηρεάζονται από τις αποφάσεις αυτές, στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης ή του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων.

(12)

Πρέπει να θεσπισθούν οι κατάλληλες διατάξεις, οι οποίες θα εξασφαλίζουν την ορθή ενημέρωση των εργαζομένων στις κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων και την ορθή διαβούλευση μαζί τους στις περιπτώσεις που αποφάσεις, οι οποίες ενδέχεται να τους επηρεάζουν, λαμβάνονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο εργάζονται.

(13)

Για να εξασφαλισθεί η ορθή ενημέρωση των εργαζομένων επιχειρήσεων ή ομίλων επιχειρήσεων που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη και η ορθή διαβούλευση μαζί τους, είναι ανάγκη να συσταθούν ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων, ή να θεσπισθούν άλλες κατάλληλες διαδικασίες για τη διακρατική ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.

(14)

Οι ρυθμίσεις για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς είναι ανάγκη να ορισθούν και να εφαρμόζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Γι’ αυτό τον σκοπό, θα πρέπει η ενημέρωση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτό να του επιτρέπει να δίνει τη γνώμη του στην επιχείρηση, σε εύθετο χρόνο, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα προσαρμογής της επιχείρησης. Μόνο με διάλογο διεξαγόμενο στο επίπεδο στο οποίο εκπονούνται οι οδηγίες και με αποτελεσματική συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων είναι δυνατόν να προβλέπεται η αλλαγή και να γίνεται η διαχείριση αυτής.

(15)

Πρέπει να δοθούν εγγυήσεις στους εργαζομένους και στους εκπροσώπους τους όσον αφορά την ενημέρωσή τους και τη διαβούλευση με αυτούς στο κατάλληλο διευθυντικό επίπεδο και επίπεδο εκπροσώπησης σε συνάρτηση με το εκάστοτε θέμα. Για την επίτευξη των ανωτέρω, η αρμοδιότητα και το πεδίο δράσης των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων πρέπει να είναι διακριτά από την αρμοδιότητα και το πεδίο δράσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης και να περιορίζονται στα διακρατικά ζητήματα.

(16)

Για τον καθορισμό του διακρατικού χαρακτήρα ενός ζητήματος, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη τόσο η έκταση των πιθανών επιπτώσεών του όσο και το διευθυντικό επίπεδο και το επίπεδο εκπροσώπησης που αφορά. Για τον σκοπό αυτό, διακρατικά θεωρούνται τα ζητήματα που αφορούν το σύνολο της επιχείρησης ή του ομίλου ή τουλάχιστον δύο κράτη μέλη. Τα ανωτέρω συμπεριλαμβάνουν ζητήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αριθμού των εμπλεκομένων κρατών μελών, είναι σημαντικά για το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό τόσο σε σχέση με την έκταση των πιθανών αποτελεσμάτων τους όσο και σε σχέση με μεταφορές δραστηριοτήτων μεταξύ των κρατών μελών.

(17)

Είναι αναγκαίο να ορισθεί η ελέγχουσα επιχείρηση, όσον αφορά μόνον την παρούσα οδηγία χωρίς αυτό να προδικάζει τους ορισμούς του ομίλου ή του ελέγχου που περιλαμβάνονται σε άλλα κείμενα.

(18)

Οι μηχανισμοί για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς στις επιχειρήσεις ή στους ομίλους επιχειρήσεων που λειτουργούν σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη πρέπει να καλύπτουν όλες τις εγκαταστάσεις ή, ανάλογα με την περίπτωση, όλες τις επιχειρήσεις-μέλη του ομίλου, οι οποίες βρίσκονται εγκατεστημένες στα κράτη μέλη, είτε η κεντρική διεύθυνση της επιχείρησης ή, στην περίπτωση ομίλου, της ελέγχουσας επιχείρησης, ευρίσκεται ή όχι στην επικράτεια των κρατών μελών.

(19)

Σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας των μερών, εναπόκειται στους εκπροσώπους των εργαζομένων και στη διοίκηση της επιχείρησης ή της ελέγχουσας επιχείρησης, στην περίπτωση ομίλου, να προσδιορίσουν με κοινή συμφωνία τη φύση, τη σύνθεση, τα καθήκοντα, τον τρόπο λειτουργίας, τις διαδικασίες και τους πόρους του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή της όποιας άλλης διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, κατά τρόπον ώστε να τα προσαρμόσουν στη δική τους ιδιαίτερη κατάσταση.

(20)

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν ποιοι είναι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, και ιδίως να προβλέψουν, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, την ισόρροπη εκπροσώπηση των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων.

(21)

Είναι σκόπιμο να αποσαφηνισθούν οι έννοιες της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς σε συνάφεια με τους σχετικούς ορισμούς που περιλαμβάνονται σε πιο πρόσφατες οδηγίες στον ίδιο τομέα και που εφαρμόζονται σε εθνικό πλαίσιο με στόχο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του διακρατικού επιπέδου του διαλόγου, να εξασφαλισθεί επαρκής διασύνδεση μεταξύ εθνικού και διακρατικού επιπέδου αυτού του διαλόγου και να επιτευχθεί η απαραίτητη ασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(22)

O όρος «ενημέρωση» πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον στόχο της επαρκούς εξέτασης των δεδομένων από τους εκπροσώπους των εργαζομένων, γεγονός που προϋποθέτει ότι η ενημέρωση πραγματοποιείται την κατάλληλη χρονική στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και με το κατάλληλο περιεχόμενο χωρίς να επιβραδύνεται η διαδικασία της λήψης αποφάσεων στις επιχειρήσεις.

(23)

O όρος «διαβούλευση» πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον στόχο της έκφρασης γνώμης από τους εκπροσώπους των εργαζομένων, γνώμη η οποία θα είναι χρήσιμη για τη λήψη αποφάσεων, γεγονός που προϋποθέτει ότι η διαβούλευση θα πραγματοποιείται την κατάλληλη χρονική στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και με το κατάλληλο περιεχόμενο.

(24)

Στην περίπτωση επιχείρησης ή ελέγχουσας επιχείρησης ομίλου, της οποίας η κεντρική διεύθυνση βρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς εφαρμόζονται μέσω του, ενδεχομένως διορισμένου, εκπροσώπου της σε κάποιο κράτος μέλος, ή, εφόσον δεν έχει τέτοιο εκπρόσωπο, μέσω της εγκατάστασης ή της ελεγχόμενης επιχείρησης που απασχολεί τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων στα κράτη μέλη.

(25)

Η ευθύνη επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών για την έναρξη διαπραγματεύσεων πρέπει να προσδιορισθεί έτσι ώστε να είναι σε θέση οι εργαζόμενοι να αποφασίσουν εάν η επιχείρηση ή ο όμιλος επιχειρήσεων για την οποία (ή τον οποίο) εργάζονται είναι κοινοτικής κλίμακας και να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες επαφές για τη διατύπωση αιτήματος έναρξης διαπραγματεύσεων.

(26)

Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα πρέπει να αντιπροσωπεύει ισόρροπα τους εργαζομένους των διάφορων κρατών μελών. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να είναι ικανοί να συνεργάζονται για να καθορίζουν τις θέσεις τους όσον αφορά τη διαπραγμάτευση με την κεντρική διεύθυνση.

(27)

Είναι σκόπιμο να αναγνωρισθεί ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν οι αναγνωρισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις στη διαπραγμάτευση ή επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών ίδρυσης των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων, υποστηρίζοντας τους εκπροσώπους των εργαζομένων που εκφράζουν ανάγκη για τέτοιου είδους στήριξη. Για να έχουν τη δυνατότητα οι αρμόδιες εργατικές και εργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, που αναγνωρίζονται ως ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι, να παρακολουθούν τη σύσταση νέων ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων και να προάγουν τις ορθές πρακτικές, πρέπει να ενημερώνονται για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Οι αναγνωρισμένες αρμόδιες ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις είναι οι οργανώσεις κοινωνικών εταίρων οι οποίες διαβουλεύονται με την Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 138 της συνθήκης. Ο κατάλογος των εν λόγω οργανώσεων ενημερώνεται και δημοσιεύεται από την Επιτροπή.

(28)

Οι συμφωνίες που διέπουν τη σύσταση και τη λειτουργία των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων πρέπει να περιλαμβάνουν όρους τροποποίησης, καταγγελίας ή επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνιών, όταν είναι αναγκαίο, ιδίως όταν αλλάζει η μορφή ή η δομή της επιχείρησης ή του ομίλου.

(29)

Οι εν λόγω συμφωνίες πρέπει να καθορίζουν τις ρυθμίσεις για τη διασύνδεση του εθνικού και του διακρατικού επιπέδου ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να ορίζονται στο πλαίσιο του σεβασμού των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και τομέων παρέμβασης των οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά την πρόβλεψη και τη διαχείριση της αλλαγής.

(30)

Οι συμφωνίες αυτές πρέπει να προβλέπουν, όπου είναι απαραίτητο, τησύσταση και τη λειτουργία επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης, ώστε, αφενός, να μπορεί να συντονίζεται και να είναι πιο αποτελεσματική η τακτική δραστηριότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και, αφετέρου, να είναι εφικτή η ενημέρωση των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς το ταχύτερο δυνατό σε έκτακτες περιστάσεις.

(31)

Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να αποφασίσουν να μην ζητήσουν τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, ή ακόμη τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν για άλλες διαδικασίες για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς σε διακρατικό επίπεδο.

(32)

Θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες επικουρικές υποχρεώσεις, οι οποίες θα εφαρμόζονται εάν το αποφασίσουν τα μέρη ή εάν η κεντρική διεύθυνση αρνηθεί να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις ή σε περίπτωση μη συμφωνίας μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων.

(33)

Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκούν πλήρως τον ρόλο τους και να εξασφαλίζουν τη χρησιμότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, πρέπει να αναφέρονται στους εργαζομένους που εκπροσωπούν και να μπορούν να λαμβάνουν την επιμόρφωση που τους είναι απαραίτητη.

(34)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που ενεργούν στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας απολαμβάνουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, της ιδίας προστασίας καθώς και εγγυήσεων αναλόγων προς τις εγγυήσεις που προβλέπονται για τους εκπροσώπους των εργαζομένων βάσει της νομοθεσίας ή/και της πρακτικής της χώρας στην οποία εργάζονται. Δεν πρέπει να υφίστανται καμία διάκριση λόγω της νόμιμης άσκησης των δραστηριοτήτων τους και πρέπει να απολαμβάνουν κατάλληλης προστασίας όσον αφορά τις απολύσεις και άλλες κυρώσεις.

(35)

Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(36)

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου: σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζονται διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες καθώς και κυρώσεις που θα είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές σε σχέση με τη σοβαρότητα των παραβάσεων.

(37)

Για λόγους αποτελεσματικότητας, συνέπειας και ασφάλειας δικαίου, είναι απαραίτητη η σύνδεση μεταξύ των οδηγιών και των επιπέδων ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς, τα οποία καθορίζονται από το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο ή/και την κοινοτική και εθνική πρακτική. Προτεραιότητα πρέπει να δίδεται στη διαπραγμάτευση αυτών των διαδικασιών σύνδεσης στο πλαίσιο της κάθε επιχείρησης ή ομίλου. Όταν δεν υπάρχει συμφωνία γι’ αυτό το θέμα και οι αποφάσεις που θα ληφθούν ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας ή να κινδυνεύσουν οι συμβάσεις εργασίας, η διαδικασία πρέπει να πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και με τέτοιο τρόπο ώστε να σέβεται τις αρμοδιότητες και τους τομείς παρέμβασης των οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων. H έκφραση γνώμης από το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων δεν θα πρέπει να θίγει την αρμοδιότητα της κεντρικής διεύθυνσης να διεξάγει τις απαραίτητες διαβουλεύσεις τηρώντας το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή/και την εθνική πρακτική. Οι εθνικές νομοθεσίες ή/και εθνικές πρακτικές πρέπει ενδεχομένως να προσαρμοσθούν ώστε να εξασφαλισθεί ότι το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων μπορεί, ενδεχομένως, να ενημερώνεται πριν από τους εθνικούς φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων ή ταυτόχρονα με αυτούς, χωρίς να μειώνεται, ωστόσο, το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.

(38)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης που ορίζονται στην οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (4), ούτε τις ειδικές διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (5), και στο άρθρο 7 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (6).

(39)

Θα πρέπει να επιφυλαχθεί ιδιαίτερη μεταχείριση στις επιχειρήσεις και στους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας στις οποίες υπήρχε, στις 22 Σεπτεμβρίου 1996, συμφωνία εφαρμοζόμενη στο σύνολο των εργαζομένων, η οποία προέβλεπε διακρατική ενημέρωση των εργαζομένων και διακρατική διαβούλευση με αυτούς.

(40)

Όταν επέρχονται σοβαρές αλλαγές στη δομή της επιχείρησης ή του ομίλου, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση συγχώνευσης, εξαγοράς ή διάσπασης, το υφιστάμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο ή συμβούλια εργαζομένων θα πρέπει να προσαρμόζεται. Η προσαρμογή αυτή πρέπει να γίνεται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις ρήτρες της ισχύουσας συμφωνίας, εάν οι ρήτρες αυτές επιτρέπουν να γίνει η απαραίτητη προσαρμογή. Σε διαφορετική περίπτωση και εάν υποβάλλεται αίτημα που τεκμηριώνει την ύπαρξη τέτοιας ανάγκης, αρχίζει η διαπραγμάτευση νέας συμφωνίας, στην οποία θα πρέπει να συμμετέχουν τα μέλη του υφιστάμενου ευρωπαϊκού συμβουλίου ή συμβουλίων εργαζομένων. Για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς κατά τη συχνά αποφασιστική περίοδο αλλαγής της δομής, το υφιστάμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο ή συμβούλια εργαζομένων πρέπει να είναι ικανό να συνεχίζει τη λειτουργία του, ενδεχομένως με προσαρμοσμένο τρόπο, για όσο διάστημα δεν έχει συναφθεί νέα συμφωνία. Μόλις υπογραφεί νέα συμφωνία, τα συμβούλια που είχαν συσταθεί προηγουμένως πρέπει να διαλύονται και οι συμφωνίες για τη σύστασή τους να τερματίζονται, ανεξαρτήτως των οικείων διατάξεων περί ισχύος ή καταγγελίας.

(41)

Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα ρήτρα προσαρμογής, θα πρέπει να μπορούν να συνεχίζονται οι ισχύουσες συμφωνίες, ώστε να αποφεύγεται η υποχρεωτική επαναδιαπραγμάτευσή τους ασκόπως. Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι, ενόσω ισχύουν οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου 1996 βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/45/ΕΚ ή βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 97/74/ΕΚ (7), οι υποχρεώσεις με βάση την παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζονται σε αυτές. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν θεσπίζει γενική υποχρέωση επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνιών που έχουν συναφθεί βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 94/45/ΕΚ μεταξύ της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 και 5ης Ιουνίου 2011.

(42)

Χωρίς να θίγεται η δυνατότητα των μερών να συμφωνήσουν άλλως, το ευρωπαϊκό συμβουλίου εργαζομένων, το οποίο συνιστάται εάν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ τους, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας, πρέπει να τηρείται ενήμερο και να ζητείται η γνώμη του σχετικά με τις δραστηριότητες της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκτιμά τον ενδεχόμενο αντίκτυπο στα συμφέροντα των εργαζομένων δύο τουλάχιστον διαφορετικών κρατών μελών. Για τον σκοπό αυτό, η επιχείρηση ή η ελέγχουσα επιχείρηση υποχρεούται να ανακοινώνει στους εκπροσώπους που έχουν αναδείξει οι εργαζόμενοι γενικές πληροφορίες που αφορούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς και πληροφορίες που αφορούν ειδικότερα εκείνες τις πλευρές των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων που επηρεάζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων πρέπει να μπορεί να διατυπώνει γνώμη στο τέλος της συνεδρίασης.

(43)

Για ορισμένες αποφάσεις που επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, πρέπει να γίνεται ενημέρωση και διαβούλευση με τους διορισμένους εκπροσώπους των εργαζομένων, το ταχύτερο δυνατόν.

(44)

Πρέπει να αποσαφηνισθεί το περιεχόμενο των επικουρικών υποχρεώσεων, οι οποίες εφαρμόζονται σε περίπτωση απουσίας συμφωνίας και χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς στις διαπραγματεύσεις, και να προσαρμοσθεί στην εξέλιξη των αναγκών και των πρακτικών που εφαρμόζονται στον τομέα της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς σε διακρατικό επίπεδο. Είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ των τομέων για τους οποίους πρέπει να γίνεται ενημέρωση και των τομέων για τους οποίους θα πρέπει επιπλέον να ζητείται η γνώμη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, πράγμα που συνεπάγεται τη δυνατότητα λήψης αιτιολογημένης απάντησης σε κάθε γνώμη που έχει διατυπωθεί. Για να είναι σε θέση η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης να ασκήσει τον απαραίτητο συντονιστικό ρόλο της και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά εξαιρετικές περιστάσεις, η επιτροπή αυτή πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει έως πέντε μέλη τα οποία να μπορούν να διαβουλεύονται τακτικά.

(45)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβούλευση σε κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Επιτροπή μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(46)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να εξασφαλίσει την απόλυτη τήρηση του δικαιώματος των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους να τους εξασφαλίζεται, στα ενδεδειγμένα επίπεδα και εγκαίρως, ενημέρωση και διαβούλευση, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές (άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

(47)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιορισθεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας των προϋπαρχουσών οδηγιών στον τομέα αυτόν. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(48)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (8), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδίαν χρήση και προς το συμφέρον της Κοινότητας, πίνακες στους οποίους σημειώνεται, στο μέτρο του δυνατού, η αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(49)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις καταληκτικές ημερομηνίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΜΗΜΑ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να βελτιωθεί το δικαίωμα των εργαζομένων για ενημέρωση και για διαβούλευση σε κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων.

2.   Προς τον σκοπό αυτό, συνιστάται ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων ή θεσπίζεται διαδικασία για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση μ’ αυτούς, σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατόπιν αιτήματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, με σκοπό την ενημέρωση των εν λόγω εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς. Οι ρυθμίσεις για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς καθορίζονται και τίθενται σε εφαρμογή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα τους και να διευκολύνεται η αποτελεσματική λήψη αποφάσεων της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων.

3.   Η ενημέρωση των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς πραγματοποιούνται στο κατάλληλο διευθυντικό επίπεδο και επίπεδο εκπροσώπησης, σε συνάρτηση με το εκάστοτε θέμα. Προς τον σκοπό αυτό, η αρμοδιότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς που διέπονται από την παρούσα οδηγία, περιορίζονται σε διακρατικά ζητήματα.

4.   Διακρατικά θεωρούνται τα ζητήματα που αφορούν το σύνολο της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας ή τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή του ομίλου που βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη.

5.   Παρά την παράγραφο 2, όταν όμιλος επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), περιλαμβάνει μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων ευρωπαϊκής κλίμακας κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή γ), η σύσταση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων γίνεται στο επίπεδο του ομίλου, εκτός εάν οι συμφωνίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6 προβλέπουν άλλως.

6.   Εφόσον οι συμφωνίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6 δεν προβλέπουν ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων και η έκταση των διαδικασιών για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση μ’ αυτούς, οι οποίες θεσπίζονται για την υλοποίηση του στόχου της παραγράφου 1, αφορούν, για τις επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας, όλες τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στα κράτη μέλη και, για τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, όλες τις επιχειρήσεις μέλη του ομίλου που βρίσκονται στα κράτη μέλη.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα πληρώματα εμπορικών πλοίων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

«επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας», κάθε επιχείρηση που απασχολεί τουλάχιστον 1 000 εργαζομένους στα κράτη μέλη και τουλάχιστον 150 εργαζόμενους σε καθένα από δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη μέλη·

β)

«όμιλος επιχειρήσεων», κάθε όμιλος που περιλαμβάνει ελέγχουσα και ελεγχόμενες επιχειρήσεις·

γ)

«κοινοτικής κλίμακας όμιλος επιχειρήσεων», κάθε όμιλος επιχειρήσεων που πληροί της ακόλουθες προϋποθέσεις:

απασχολεί τουλάχιστον 1 000 εργαζόμενους στα κράτη μέλη,

έχει τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις μέλη του ομίλου σε διαφορετικά κράτη μέλη

και

τουλάχιστον μία επιχείρηση μέλος του ομίλου απασχολεί τουλάχιστον 150 εργαζόμενους σε κράτος μέλος και τουλάχιστον μία άλλη επιχείρηση μέλος του ομίλου απασχολεί τουλάχιστον 150 εργαζόμενους σε άλλο κράτος μέλος·

δ)

«εκπρόσωποι των εργαζομένων», οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τα εθνικά δίκαια ή/και πρακτικές·

ε)

«κεντρική διεύθυνση», η κεντρική διεύθυνση της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή, για τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, της ελέγχουσας επιχείρησης·

στ)

«ενημέρωση», η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων προκειμένου αυτοί να κατατοπιστούν για το εκάστοτε θέμα και να το εξετάσουν· η ενημέρωση πραγματοποιείται τον κατάλληλο χρόνο, με τον κατάλληλο τρόπο και το κατάλληλο περιεχόμενο, ώστε να μπορούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να εξετάσουν σε βάθος τις πιθανές συνέπειες και, ενδεχομένως, να προετοιμάζουν τις διαβουλεύσεις με το αρμόδιο όργανο της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας·

ζ)

«διαβούλευση», η καθιέρωση διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και της κεντρικής διεύθυνσης ή οποιουδήποτε άλλου καταλληλότερου οργάνου διευθυντικού επιπέδου, σε χρόνο, με τρόπο και με περιεχόμενο που δίνουν τη δυνατότητα στους εκπροσώπους των εργαζομένων, με βάση τα στοιχεία που παρασχέθηκαν, να διατυπώσουν γνώμη για τα προτεινόμενα μέτρα με τα οποία σχετίζεται η διαβούλευση, με κάθε επιφύλαξη των ευθυνών της διοίκησης και σε εύλογη προθεσμία, η οποία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας·

η)

«ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων», το συμβούλιο που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς·

θ)

«ειδική διαπραγματευτική ομάδα», η ομάδα που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 προκειμένου να διαπραγματευθεί με την κεντρική διεύθυνση τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο κατώτατος αριθμός εργαζομένων καθορίζεται με βάση τον μέσο αριθμό εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων με μερική απασχόληση, που έχουν απασχοληθεί στην επιχείρηση τα δύο τελευταία χρόνια, όπως αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

Άρθρο 3

Ορισμός της έννοιας «ελέγχουσα επιχείρηση»

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «ελέγχουσα επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση η οποία μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση, (ελεγχόμενη επιχείρηση), παραδείγματος χάριν λόγω δικαιωμάτων κυριότητας, χρηματοοικονομικής συμμετοχής ή κανόνων που τη διέπουν.

2.   Η δυνατότητα άσκησης δεσπόζουσας επιρροής τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη αποδείξεως του εναντίου, όταν μια επιχείρηση έναντι άλλης επιχείρησης αμέσως ή εμμέσως:

α)

κατέχει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης

ή

β)

διαθέτει την πλειοψηφία των ψήφων που συνδέονται με τα μερίδια τα οποία εκδίδει η επιχείρηση

ή

γ)

μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ή του διευθυντικού ή του εποπτικού οργάνου της επιχείρησης.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα δικαιώματα ψήφου και διορισμού που διαθέτει η ελέγχουσα επιχείρηση περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα δικαιώματα οποιασδήποτε ελεγχόμενης επιχείρησης και οποιουδήποτε προσώπου ή οργανισμού που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό της ελέγχουσας επιχείρησης ή κάθε άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης.

4.   Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, μια επιχείρηση δεν είναι «ελέγχουσα επιχείρηση» άλλης επιχείρησης της οποίας κατέχει μετοχές, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α) ή γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (9).

5.   Η δεσπόζουσα επιρροή δεν τεκμαίρεται μόνο από το γεγονός ότι εντεταλμένο πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους σχετικά με την εκκαθάριση, την πτώχευση, την αφερεγγυότητα, την παύση πληρωμών, τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλη ανάλογη διαδικασία.

6.   Προκειμένου να κριθεί εάν επιχείρηση είναι ελέγχουσα επιχείρηση, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται η εν λόγω επιχείρηση.

Εάν το δίκαιο που διέπει την επιχείρηση δεν είναι το δίκαιο κράτους μέλους, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο αντιπρόσωπός της ή, όταν δεν υπάρχει τέτοιος αντιπρόσωπος, το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κεντρική διεύθυνση εκείνης της επιχείρησης του ομίλου η οποία απασχολεί τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.

7.   Όταν, σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων κατά την εφαρμογή της παραγράφου 2, δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις ενός ομίλου πληρούν ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο αυτή, ελέγχουσα επιχείρηση θεωρείται η επιχείρηση η οποία πληροί το κριτήριο που καθορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), εκτός αν αποδειχθεί ότι άλλη επιχείρηση ασκεί δεσπόζουσα επιρροή.

ΤΜΗΜΑ II

ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ

Άρθρο 4

Ευθύνη για τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς

1.   Η κεντρική διεύθυνση είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία των προϋποθέσεων και των μέσων που είναι αναγκαία για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιχείρησης ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στην επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας και τον κοινοτικής κλίμακας όμιλο επιχειρήσεων.

2.   Όταν η κεντρική διεύθυνση δεν βρίσκεται σε κράτος μέλος, ο εκπρόσωπος της κεντρικής διεύθυνσης σε κράτος μέλος, ο οποίος θα πρέπει, ενδεχομένως, να ορισθεί, φέρει την ευθύνη κατά την παράγραφο 1.

Εάν δεν υπάρχει τέτοιος εκπρόσωπος, η διεύθυνση της εγκατάστασης ή της επιχείρησης του ομίλου η οποία απασχολεί τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε κράτος μέλος φέρει την ευθύνη κατά την παράγραφο 1.

3.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως κεντρική διεύθυνση θεωρείται ο εκπρόσωπος ή οι εκπρόσωποι ή, αν δεν υπάρχουν, η διεύθυνση κατά την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο.

4.   Κάθε διεύθυνση επιχείρησης μέλους ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, καθώς και η κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 κεντρική διεύθυνση ή κατά τεκμήριο κεντρική διεύθυνση της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας είναι υπεύθυνη για την εξασφάλιση και τη διαβίβαση στα ενδιαφερόμενα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέρη των απαραίτητων πληροφοριών για την έναρξη των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5, και ιδίως των πληροφοριών που αφορούν τη δομή της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων και τον αριθμό των εργαζομένων. Η υποχρέωση αυτή αφορά ιδίως τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό εργαζομένων κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ).

Άρθρο 5

Ειδική διαπραγματευτική ομάδα

1.   Για την υλοποίηση του στόχου του άρθρου 1 παράγραφος 1, η κεντρική διεύθυνση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις για τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν γραπτού αιτήματος τουλάχιστον 100 εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους, οι οποίοι υπάγονται τουλάχιστον σε δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη μέλη.

2.   Προς τούτο, συγκροτείται ειδική διαπραγματευτική ομάδα, η οποία ακολουθεί τις εξής κατευθυντήριες γραμμές:

α)

τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο εκλογής ή διορισμού των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας που πρέπει να εκλέγονται ή να διορίζονται στην επικράτειά τους.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι των εγκαταστάσεων ή/και επιχειρήσεων στις οποίες δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση αυτών των τελευταίων, να έχουν δικαίωμα να εκλέγουν ή να διορίζουν οι ίδιοι τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας.

Το δεύτερο εδάφιο δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές που προβλέπουν κατώτατα όρια για τη σύσταση οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων·

β)

τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε έκαστο κράτος μέλος από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατανέμοντας σε κάθε κράτος μέλος μια έδρα ανά μερίδα εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτό το κράτος μέλος ίση με το 10 % του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών μελών ή κλάσμα της εν λόγω μερίδας·

γ)

η κεντρική διεύθυνση και οι τοπικές διευθύνσεις, καθώς και οι αρμόδιες ευρωπαϊκές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ενημερώνονται για τη σύνθεση της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και για την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

3.   Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα είναι υπεύθυνη, μαζί με την κεντρική διεύθυνση,να καθορίζουν, με γραπτή συμφωνία, το πεδίο δράσης, τη σύνθεση, τα καθήκοντα και τη διάρκεια της θητείας του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων, ή τις ρυθμίσεις της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.

4.   Με την προοπτική σύναψης συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 6, η κεντρική διεύθυνση συγκαλεί συνεδρίαση με την ειδική διαπραγματευτική ομάδα και ενημερώνει τις τοπικές διευθύνσεις σχετικά.

Πριν και μετά από κάθε συνεδρίαση με την κεντρική διεύθυνση, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει, με τα απαραίτητα μέσα για την επικοινωνία των μελών της, χωρίς την παρουσία των εκπροσώπων της κεντρικής διεύθυνσης.

Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να ζητεί να επικουρείται στο έργο της από εμπειρογνώμονες της επιλογής της, στους οποίους είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι των αρμοδίων αναγνωρισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων κοινοτικού επιπέδου. Οι εμπειρογνώμονες και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι μπορούν να παρευρίσκονται, με συμβουλευτική ιδιότητα, στις διαπραγματευτικές συνεδριάσεις, κατόπιν αιτήματος της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας.

5.   Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίζει, με τα δύο τρίτα των ψήφων τουλάχιστον, να μην αρχίζει διαπραγματεύσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή να τερματίσει τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται ήδη.

Η απόφαση αυτή τερματίζει τη διαδικασία για τη σύναψη της συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 6. Όταν λαμβάνεται η απόφαση αυτή, οι διατάξεις του παραρτήματος Ι δεν εφαρμόζονται.

Νέο αίτημα σύγκλησης της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας μπορεί να υποβάλλεται το ενωρίτερο δύο έτη από την προαναφερθείσα απόφαση, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη ορίσουν συντομότερη προθεσμία.

6.   Η κεντρική διεύθυνση αναλαμβάνει τις δαπάνες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις κατά τις παραγράφους 3 και 4, κατά τρόπον ώστε η ειδική διαπραγματευτική ομάδα να μπορεί να εκπληρώνει την αποστολή της κατά τον κατάλληλο τρόπο.

Τηρουμένης αυτής της αρχής, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν δημοσιονομικούς κανόνες σχετικά με τη λειτουργία της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας. Μπορούν, ιδίως, να περιορίζουν τη χρηματοδότηση ώστε να καλύπτονται τα έξοδα ενός μόνον εμπειρογνώμονα.

Άρθρο 6

Περιεχόμενο της συμφωνίας

1.   Η κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα πρέπει να διαπραγματεύονται με πνεύμα συνεργασίας με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποίησης της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

2.   Με την επιφύλαξη της αυτονομίας των μερών, η συμφωνία κατά την παράγραφο 1, και η οποία διαπιστώνεται γραπτώς μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, προσδιορίζει:

α)

τις επιχειρήσεις μέλη του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, τις οποίες αφορά η συμφωνία·

β)

τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, τον αριθμό των μελών, την κατανομή των εδρών, λαμβανομένης υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης ισόρροπης εκπροσώπησης των εργαζομένων κατά δραστηριότητα, κατηγορία εργαζομένων και φύλο, και τη διάρκεια της θητείας·

γ)

τα καθήκοντα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και τη διαδικασία για την ενημέρωσή του και τη διαβούλευση με αυτό, καθώς και τις ρυθμίσεις διασύνδεσης μεταξύ της ενημέρωσης και διαβούλευσης του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και της ενημέρωσης και διαβούλευσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, τηρουμένων των αρχών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1 παράγραφος 3·

δ)

τον τόπο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·

ε)

ενδεχομένως, τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα καιτους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης που συνιστάται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·

στ)

τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων·

ζ)

την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη διάρκειά της, τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων μπορεί να τροποποιηθεί η συμφωνία ή να καταγγελθεί, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνεται επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη διαδικασία για την επαναδιαπραγμάτευσή της, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των περιπτώσεων κατά τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις στη δομή της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων.

3.   Η κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορούν να αποφασίζουν γραπτώς να θεσπίζουν μία ή περισσότερες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης αντί να θεσπίσουν ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων.

Η συμφωνία πρέπει να προβλέπει σύμφωνα με ποιες ρυθμίσεις οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται προκειμένου να προβούν σε ανταλλαγή απόψεων με θέμα τις πληροφορίες που τους ανακοινώνονται.

Οι πληροφορίες αυτές αφορούν, ιδίως, τα διακρατικά θέματα τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.

4.   Οι συμφωνίες κατά τις παραγράφους 2 και 3 δεν υπόκεινται, εκτός αντίθετων διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, στις επικουρικές υποχρεώσεις του παραρτήματος Ι.

5.   Για τους σκοπούς της σύναψης των συμφωνιών κατά τις παραγράφους 2 και 3, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών της.

Άρθρο 7

Επικουρικές υποχρεώσεις

1.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί η υλοποίηση του στόχου του άρθρου 1 παράγραφος 1, οι επικουρικές υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η κεντρική διεύθυνση, εφαρμόζονται:

εάν τούτο αποφασισθεί από την κεντρική διεύθυνση και την ειδική διαπραγματευτική ομάδα

ή

εάν η κεντρική διεύθυνση αρνηθεί την έναρξη διαπραγματεύσεων εντός εξαμήνου από την υποβολή του αιτήματος στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 5 παράγραφος 1

ή

εάν, εντός τριετίας από την ημερομηνία υποβολής του εν λόγω αιτήματος, τα μέρη δεν καταλήξουν στην κατά το άρθρο 6 συμφωνία και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δεν λάβει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5.

2.   Οι επικουρικές υποχρεώσεις κατά την παράγραφο 1, όπως θεσπίζονται με τη νομοθεσία των κρατών μελών, πρέπει να ανταποκρίνονται στις διατάξεις του παραρτήματος Ι.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Εμπιστευτικές πληροφορίες

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενδεχομένως τα επικουρούν, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν σε τρίτους τις πληροφορίες που τους ανακοινώθηκαν ρητά ως εμπιστευτικές.

Το ίδιο ισχύει και για τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο πλαίσιο διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση.

Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου βρίσκονται τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και μετά τη λήξη της θητείας τους.

2.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό τους όρους και εντός των ορίων που θέτει η εθνική νομοθεσία, η κεντρική διεύθυνση που βρίσκεται εγκατεστημένη στην επικράτειά του δεν είναι υποχρεωμένη να ανακοινώνει πληροφορίες εφόσον η φύση τους είναι τέτοια που, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, ενδέχεται να δυσχεράνουν σοβαρά τη λειτουργία των συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή να τις ζημιώσουν.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση, για την απαλλαγή αυτή, την έκδοση προηγούμενης διοικητικής ή δικαστικής άδειας.

3.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ειδικές διατάξεις για την κεντρική διεύθυνση των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά του, διατάξεις οι οποίες έχουν ως άμεσο και ουσιαστικό σκοπό τον ιδεολογικό προσανατολισμό όσον αφορά την ενημέρωση και τη διατύπωση απόψεων, υπό την προϋπόθεση ότι, την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας, υπάρχουν ήδη τέτοιες ειδικές διατάξεις στην εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 9

Λειτουργία του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς

Η κεντρική διεύθυνση και το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας, σεβόμενες αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Το ίδιο ισχύει και για τη συνεργασία μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και των εκπροσώπων των εργαζομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.

Άρθρο 10

Ρόλος και προστασία των εκπροσώπων των εργαζομένων

1.   Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας άλλων οργάνων ή οργανώσεων να εκπροσωπούν εργαζομένους, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και να εκπροσωπούν συλλογικά τα συμφέροντα των εργαζομένων της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ή στις επιχειρήσεις του ομίλου κοινοτικής κλίμακας, ή, εάν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, ενημερώνουν το σύνολο των εργαζομένων σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης η οποία τίθεται σε εφαρμογή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προστασίας, καθώς και εγγυήσεων ανάλογων προς την προστασία και τις εγγυήσεις που προβλέπονται για τους εκπροσώπους των εργαζομένων βάσει της νομοθεσίας ή/και της πρακτικής της χώρας στην οποία εργάζονται.

Αυτό αφορά ιδιαίτερα τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή σε οποιαδήποτε άλλη συνεδρίαση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της συμφωνίας κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3, καθώς και την καταβολή των αποδοχών των μελών που ανήκουν στο προσωπικό της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων, κατά την αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τους απουσία.

4.   Στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης σε διεθνές περιβάλλον, παρέχεται επιμόρφωση χωρίς απώλεια μισθού στα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων.

Άρθρο 11

Τήρηση της παρούσας οδηγίας

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η διεύθυνση των εγκαταστάσεων επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας και η διεύθυνση των επιχειρήσεων μελών του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, οι οποίες βρίσκονται στο έδαφός του, καθώς και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τους ή, κατά περίπτωση, οι εργαζόμενοί τους, τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία, αδιακρίτως του αν η κεντρική διεύθυνση βρίσκεται στο έδαφός του ή όχι.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση που δεν τηρείται η παρούσα οδηγία, ιδίως, εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών οι οποίες επιτρέπουν να επιτυγχάνεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το άρθρο 8, προβλέπουν διαδικασίες διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, τις οποίες μπορούν να κινήσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων όταν η κεντρική διοίκηση απαιτεί να τηρείται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών ή δεν δίνει τις πληροφορίες σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να συμπεριλαμβάνουν διαδικασίες με σκοπό τη διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών.

Άρθρο 12

Σχέση με άλλες κοινοτικές και εθνικές διατάξεις

1.   Η ενημέρωση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτό συνδέονται με τις αντίστοιχες διαδικασίες που εφαρμόζονται στα εθνικά όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων, στο πλαίσιο του σεβασμού των αρμοδιοτήτων και των τομέων δράσης κάθε φορέα και των αρχών που εκτίθενται στο άρθρο 1 παράγραφος 3.

2.   Οι ρυθμίσεις για τη σύνδεση της ενημέρωσης και της διαβούλευσης μεταξύ του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, καθορίζονται με τη συμφωνία που προβλέπεται στο άρθρο 6. H συμφωνία αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου ή/και της εθνικής πρακτικής σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι αν η συμφωνία δεν καθορίζει τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις, η διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης πραγματοποιείται στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων καθώς και στα εθνικά όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται να ληφθούν αποφάσεις οι οποίες ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης της οδηγίας 2002/14/ΕΚ ούτε τις ειδικές διαδικασίες του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ και του άρθρου 7 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ.

5.   Η ενσωμάτωση της παρούσας οδηγίας δεν δύναται να αποτελέσει επαρκή αιτιολογία για οπισθοδρόμηση σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση στα κράτη μέλη όσον αφορά το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτει.

Άρθρο 13

Προσαρμογή

Όταν επέρχονται σοβαρές αλλαγές στη δομή της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας και είτε δεν προβλέπονται διατάξεις από τις ισχύουσες συμφωνίες είτε υπάρχει σύγκρουση διατάξεων δύο ή περισσότερων ισχυουσών συμφωνιών, η κεντρική διεύθυνση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις κατά το άρθρο 5 με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από γραπτή αίτηση τουλάχιστον 100 εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους σε τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη.

Τουλάχιστον τρία μέλη του υφισταμένου ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή καθενός από τα υφιστάμενα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων είναι μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, επιπλέον των μελών που εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το υφιστάμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο ή συμβούλια εργαζομένων εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις που έχουν ενδεχομένως προσαρμοσθεί με συμφωνία η οποία συνάφθηκε μεταξύ των μελών του ευρωπαϊκού συμβουλίου ή συμβουλίων εργαζομένων και της κεντρικής διεύθυνσης.

Άρθρο 14

Ισχύουσες συμφωνίες

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 13, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας ή ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας στις οποίες, είτε

α)

μια συμφωνία ή συμφωνίες που ίσχυαν για όλους τους εργαζομένους και προέβλεπαν διακρατική ενημέρωση και διακρατική διαβούλευση με αυτούς, έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/45/ΕΚ ή το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 97/74/ΕΚ ή οσάκις τέτοιες συμφωνίες έχουν αναπροσαρμοσθεί λόγω μεταβολών στη δομή των επιχειρήσεων ή των ομίλων επιχειρήσεων

ή

β)

μια συμφωνία που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 94/45/ΕΚ έχει υπογραφεί ή αναθεωρηθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ 5ης Ιουνίου 2009 και 5ης Ιουνίου 2011.

Το ισχύον εθνικό δίκαιο, όταν η συμφωνία έχει υπογραφεί ή αναθεωρηθεί, εξακολουθεί να εφαρμόζεται για επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου.

2.   Κατά τη λήξη των συμφωνιών κατά την παράγραφο 1, τα μέρη στις συμφωνίες αυτές μπορούν να αποφασίσουν από κοινού την παράταση ή την αναθεώρησή τους. Εάν τούτο δεν συμβεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Έκθεση

Το αργότερο στις 5 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 16

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 1 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ), το άρθρο 3 παράγραφος 4, το άρθρο 4 παράγραφος 4, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), το άρθρο 5 παράγραφος 4, το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), ε) και ζ), και τα άρθρα 10, 12, 13, και 14, καθώς και με το παράρτημα Ι σημείο 1 στοιχεία α), γ) και δ), και σημεία 2 και 3, το αργότερο στις 5 Ιουνίου 2011 ή διασφαλίζουν ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που τους επιτρέπει, ανά πάσα στιγμή, να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναφορά καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται η δήλωση.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Κατάργηση

Η οδηγία 94/45/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία ή τις οδηγίες στο παράρτημα ΙΙ μέρος A, καταργούνται από 6 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος B.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 παράγραφοι 1, 5, 6 και 7, το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η) και θ), το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6 και 7, το άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 5 παράγραφοι 1, 3, 5, και 6, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α), το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία α), δ) και στ), το άρθρο 6 παράγραφοι 3, 4, και 5, και τα άρθρα 7, 8, 9 και 11, καθώς και το παράρτημα Ι σημείο 1 στοιχεία β), ε) και στ), και σημεία 4, 5 και 6, εφαρμόζονται από τις 6 Ιουνίου 2011.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 6 Μαΐου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. KOHOUT


(1)  Γνώμη η οποία διατυπώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2008.

(3)  ΕΕ L 254 της 30.9.1994, σ. 64.

(4)  ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 29.

(5)  ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 16.

(6)  ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16.

(7)  Οδηγία 97/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, βάσει της οποίας επεκτείνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας η ισχύς της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους (ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 22).

(8)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

(κατά το άρθρο 7)

1.

Προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος του άρθρου 1 παράγραφος 1 και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, η σύσταση,η σύνθεση και η αρμοδιότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων διέπονται από τους ακόλουθους κανόνες:

α)

Η αρμοδιότητα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3.

Η ενημέρωση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων αφορά ιδίως τη δομή, τη χρηματοοικονομική κατάσταση, την πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων, την παραγωγή και τις πωλήσεις της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Η ενημέρωση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτό αφορά ιδίως την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης, τις επενδύσεις, τις σημαντικές οργανωτικές αλλαγές, την εισαγωγή νέων μεθόδων εργασίας ή διαδικασιών παραγωγής, τις μεταφορές παραγωγής, τις συγχωνεύσεις, τη μείωση του μεγέθους ή την παύση λειτουργίας επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή σημαντικών τμημάτων τους και τις ομαδικές απολύσεις.

Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να μπορούν να συνεδριάζουν με την κεντρική διεύθυνση και να λαμβάνουν αιτιολογημένη απάντηση σε κάθε γνώμη που ενδεχομένως διατυπώνουν·

β)

το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων απαρτίζεται από εργαζομένους της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας τους οποίους εκλέγουν ή διορίζουν στους κόλπους τους οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή, ελλείψει εκπροσώπων, το σύνολο των εργαζομένων.

Τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων εκλέγονται ή διορίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

γ)

τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κάθε κράτος μέλος από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή από τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, με την εξής κατανομή για κάθε κράτος μέλος: μια έδρα ανά μερίδα εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτό το κράτος μέλος ίση με το 10 % του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών μελών ή κλάσμα της εν λόγω μερίδας·

δ)

το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων, για να εξασφαλίζει το συντονισμό των δραστηριοτήτων του, εκλέγει μεταξύ των μελών του επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης που αριθμεί πέντε μέλη κατά μέγιστο όριο, στην οποία πρέπει να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες συνθήκες για την άσκηση της δραστηριότητάς της σε τακτά διαστήματα.

Καταρτίζει τον εσωτερικό του κανονισμό·

ε)

η κεντρική διεύθυνση και κάθε άλλο καταλληλότερο όργανο διευθυντικού επιπέδου ενημερώνονται για τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·

στ)

το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων, τέσσερα χρόνια μετά τη σύστασή του, εξετάζει εάν θα πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας στην οποία αναφέρεται το άρθρο 6 ή να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται οι επικουρικές υποχρεώσεις που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Τα άρθρα 6 και 7 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, εφόσον αποφασισθεί η διαπραγμάτευση συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 6, στην περίπτωση αυτή η έκφραση «ειδική διαπραγματευτική ομάδα» αντικαθίσταται από την έκφραση «ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων».

2.

Το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει με την κεντρική διεύθυνση μια φορά κατ’ έτος προκειμένου να ενημερώνεται και να δίνει τη γνώμη της, με βάση έκθεση της κεντρικής διεύθυνσης για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων και τις προοπτικές της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Οι τοπικές διευθύνσεις ενημερώνονται σχετικά.

3.

Σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων ή αποφάσεων που επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, ιδίως σε περίπτωση μετεγκατάστασης, παύσης της λειτουργίας επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων ή ομαδικών απολύσεων, η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης ή, εάν αυτή δεν υπάρχει, το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων, δικαιούται να ενημερώνεται. Έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει, μετά από αίτησή της, με την κεντρική διεύθυνση ή οποιοδήποτε άλλο καταλληλότερο όργανο διευθυντικού επιπέδου στα πλαίσια της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, που είναι αρμόδιο να λαμβάνει ίδιες αποφάσεις, προκειμένου να ενημερώνεται και να γνωμοδοτεί.

Σε περίπτωση που η συνεδρίαση διεξάγεται με την επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, δικαιούνται επίσης να συμμετάσχουν τα μέλη, του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, τα οποία έχουν εκλεγεί ή διορισθεί από τις εγκαταστάσεις ή/και τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν άμεσα οι εν λόγω περιστάσεις ή αποφάσεις.

Η εν λόγω συνεδρίαση ενημέρωσης και διαβούλευσης πραγματοποιείται, το ταχύτερο δυνατό, με βάση την έκθεση που καταρτίζει η κεντρική διεύθυνση ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο όργανο διευθυντικού επιπέδου της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας· επί της έκθεσης μπορεί να διατυπώνεται γνώμη στο τέλος της συνεδρίασης ή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Η συνεδρίαση αυτή δεν επηρεάζει τα προνόμια της κεντρικής διεύθυνσης.

Η ενημέρωση και η διαβούλευση που προβλέπονται για τις προαναφερθείσες περιστάσεις διεξάγονται με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 και του άρθρου 8.

4.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την προεδρία των συνεδριάσεων ενημέρωσης και διαβούλευσης.

Πριν από κάθε συνάντηση με την κεντρική διεύθυνση, το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων ή η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, διευρυμένη, ενδεχομένως, σύμφωνα με την παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, έχουν το δικαίωμα να συνεδριάζουν χωρίς να είναι παρούσα η διεύθυνση.

5.

Το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων ή η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης μπορεί να επικουρείται από εμπειρογνώμονες της επιλογής τους, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

6.

Οι δαπάνες λειτουργίας του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων βαρύνουν την κεντρική διεύθυνση.

Η κεντρική διεύθυνση παρέχει στα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων τους οικονομικούς πόρους και τα λοιπά υλικά μέσα που απαιτούνται για να εκπληρώνουν την αποστολή τους κατά τον δέοντα τρόπο.

Ειδικότερα η κεντρική διεύθυνση αναλαμβάνει, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλως, τα έξοδα διοργάνωσης των συνεδριάσεων, τα έξοδα διερμηνείας, καθώς και τα έξοδα διαμονής και μετακίνησης των μελών του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης.

Τηρουμένων των αρχών αυτών, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν δημοσιονομικούς κανόνες σχετικά με τη λειτουργία του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων. Μπορούν, ιδίως, να περιορίζουν τη χρηματοδότηση ώστε να καλύπτεται ένας μόνον εμπειρογνώμονας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της

(κατά το άρθρο 17)

Οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 254 της 30.9.1994, σ. 64).

Οδηγία 97/74/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 22).

Οδηγία 2006/109/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 416).

ΜΕΡΟΣ B

Κατάλογος καταληκτικών ημερομηνιών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(κατά το άρθρο 17)

Οδηγία

Καταληκτική ημερομηνία μεταφοράς

94/45/ ΕΚ

22.9.1996

97/74/ ΕΚ

15.12.1999

2006/109/ ΕΚ

1.1.2007


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 94/45/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 6

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 1 παράγραφος 7

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία η) έως θ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 6 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 6 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 6 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 13

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 15

Άρθρο 14

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 16

Άρθρο 19

Παράρτημα

Παράρτημα I

Σημείο 1 εισαγωγικό μέρος

Σημείο 1 εισαγωγικό μέρος

Σημείο 1 στοιχείο α) (εν μέρει) και σημείο 2 δεύτερο εδάφιο (εν μέρει)

Σημείο 1 στοιχείο α) (εν μέρει)

Σημείο 1 στοιχείο β)

Σημείο 1 στοιχείο β)

Σημείο1 στοιχείο γ) (εν μέρει) και σημείο 1 στοιχείο δ)

Σημείο1 στοιχείο γ)

Σημείο 1 στοιχείο γ) (εν μέρει)

Σημείο 1 στοιχείο δ)

Σημείο 1 στοιχείο ε)

Σημείο 1 στοιχείο ε)

Σημείο 1 στοιχείο στ)

Σημείο 1 στοιχείο στ)

Σημείο 2 πρώτο εδάφιο

Σημείο 2

Σημείο 3

Σημείο 3

Σημείο 4

Σημείο 4

Σημείο 5

Σημείο 6

Σημείο 5

Σημείο 7

Σημείο 6

Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ