4.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138/14


ΑΠΌΦΑΣΗ 2009/426/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Δεκεμβρίου 2008

για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Eurojust συστήθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ (2) ως οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαθέτει νομική προσωπικότητα, προκειμένου να τονωθεί και να βελτιωθεί ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών των κρατών μελών.

(2)

Βάσει αξιολόγησης της εμπειρίας που έχει κτηθεί από την Eurojust απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της επιχειρησιακής της ικανότητας λαμβανομένης υπόψη της πείρας αυτής.

(3)

Πρέπει να εξασφαλισθεί η μεγαλύτερη λειτουργικότητα της Eurojust και η προσέγγιση του καθεστώτος των εθνικών μελών.

(4)

Για να εξασφαλιστεί η συνεχής και αποτελεσματική υποβοήθηση της Eurojust από τα κράτη μέλη προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της, θα πρέπει να απαιτείται από τα εθνικά μέλη να έχουν την κανονική τους θέση εργασίας στην έδρα της Eurojust.

(5)

Είναι ανάγκη να καθορισθεί κοινή βάση εξουσιών τις οποίες θα πρέπει να έχει κάθε εθνικό μέλος υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας εθνικής αρχής που ενεργεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ορισμένες από τις εξουσίες αυτές θα πρέπει να χορηγούνται στα εθνικά μέλη για έκτακτες περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό μέλος δεν είναι σε θέση να εντοπίσει την αρμόδια αρχή ή να έλθει σε επαφή μαζί της εγκαίρως. Εξυπακούεται ότι αυτές οι εξουσίες δεν χρειάζεται να ασκηθούν στην περίπτωση που είναι δυνατός ο εντοπισμός της αρμόδιας αρχής και η επαφή μαζί της.

(6)

Η παρούσα απόφαση δεν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οργανώνουν το εσωτερικό τους σύστημα απονομής δικαιοσύνης ή τις διοικητικές διαδικασίες για τον διορισμό του εθνικού μέλους και τον καθορισμό των εσωτερικών εργασιών των εθνικών θυρίδων της Eurojust.

(7)

Είναι απαραίτητη η σύσταση επιφυλακής συντονισμού ΕΣ στο πλαίσιο της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η μόνιμη παρουσία της Eurojust και η ικανότητα παρέμβασής της σε επείγουσες περιπτώσεις. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο να διασφαλίζει ότι οι αντιπρόσωποί τους στην ΕΣ είναι ικανοί να ενεργούν σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

(8)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να ανταποκρίνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει της παρούσας απόφασης, ακόμα και όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές αρνηθούν να συμμορφωθούν με αιτήσεις που υποβάλλει το εθνικό μέλος.

(9)

Θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του συλλογικού οργάνου σε περιπτώσεις διαφορών περί τη δικαιοδοσία και σε περιπτώσεις επανειλημμένων αρνήσεων ή δυσκολιών όσον αφορά την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων για δικαστική συνεργασία, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

(10)

Θα πρέπει να θεσπισθούν εθνικά συστήματα συντονισμού της Eurojust στα κράτη μέλη για να συντονίζονται οι εργασίες που διεξάγονται από τους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust, τον εθνικό ανταποκριτή για την Eurojust για θέματα τρομοκρατίας, τον εθνικό ανταποκριτή για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, και το πολύ τρία άλλα σημεία επαφής για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, καθώς και αντιπροσώπους στο δίκτυο για κοινές ομάδες ερευνών, εγκλήματα πολέμου, υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και διαφθοράς.

(11)

Το εθνικό σύστημα συντονισμού θα πρέπει να μεριμνά ώστε το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων να παραλαμβάνει με αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο πληροφορίες που αφορούν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Ωστόσο, το εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust δεν θα πρέπει να ευθύνεται για την καθαυτό διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίσουν ποια δίαυλος για τη διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust είναι η καλύτερη.

(12)

Για να μπορεί το εθνικό σύστημα συντονισμού Eurojust να εκτελεί τα καθήκοντά του, θα πρέπει να διασφαλίζεται η διασύνδεση με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Η σύνδεση με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων θα πρέπει να γίνεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη των εθνικών συστημάτων τεχνολογίας πληροφοριών. Η πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να βασίζεται στον κεντρικό ρόλο του εθνικού μέλους που ευθύνεται για το άνοιγμα και τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας.

(13)

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (3) εφαρμόζεται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μεταφέρονται μεταξύ κρατών μελών και Eurojust. Η σχετική δέσμη διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων στην απόφαση 2002/187/ΔΕΥ δεν επηρεάζεται από την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ και περιέχει ειδικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες ρυθμίζουν λεπτομερέστερα αυτά τα θέματα λόγω της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα, των λειτουργιών και των αρμοδιοτήτων της Eurojust.

(14)

Η Eurojust θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για την επεξεργασία ορισμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά την εθνική νομοθεσία των οικείων κρατών μελών, εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τέτοια πράξη. Ο κατάλογος αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνει αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων, προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα. Ο κατάλογος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης καθώς και τα συναφή δεδομένα που χρειάζονται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών· σε αυτά δεν θα πρέπει να συγκαταλέγονται δεδομένα που αποκαλύπτουν το περιεχόμενο της επικοινωνίας. Δεν υπονοείται ότι η Eurojust προβαίνει σε αυτόματη σύγκριση προφίλ DNA ή δακτυλικών αποτυπωμάτων.

(15)

Θα πρέπει να δοθεί στην Eurojust η δυνατότητα να παρατείνει τις προθεσμίες για την αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτως ώστε να επιτυγχάνει τους στόχους της. Οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται ύστερα από προσεκτική εξέταση των συγκεκριμένων αναγκών. Η τυχόν παράταση των προθεσμιών για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε περιπτώσεις που η ποινική δίωξη έχει παραγραφεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, θα πρέπει να αποφασίζεται μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη ανάγκη να παρασχεθεί συνδρομή δυνάμει των διατάξεων της παρούσας απόφασης.

(16)

Οι κανονισμοί του κοινού εποπτικού οργάνου θα πρέπει να διευκολύνουν τη λειτουργία του.

(17)

Για την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητάς της, η διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust θα πρέπει να βελτιωθεί με την πρόβλεψη υποχρεώσεων σαφούς και οριοθετημένου χαρακτήρα για τις εθνικές αρχές.

(18)

Η Eurojust θα πρέπει να υλοποιεί τις προτεραιότητες που έχει καθορίσει το Συμβούλιο, ιδίως τις υποχρεώσεις βάσει της αξιολόγησης απειλών σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα (OCTA), όπως αναφέρεται στο Πρόγραμμα της Χάγης (4).

(19)

Η Eurojust διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, βασισμένες στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα. Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκρίνιση των αντίστοιχων ρόλων της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου και στη, μεταξύ αυτών, σχέση, με ταυτόχρονη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου.

(20)

Ουδεμία διάταξη της παρούσας απόφασης δεν θα πρέπει να νοείται κατά τρόπο που θα θίγει την αυτονομία των γραμματειών των δικτύων που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως προσωπικό της Eurojust σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/65 του Συμβουλίου (5).

(21)

Είναι επίσης ανάγκη να ενισχυθεί η ικανότητα της Eurojust να συνεργάζεται με εξωτερικούς εταίρους, όπως τρίτα κράτη, η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), το Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων του Συμβουλίου και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex).

(22)

Θα πρέπει να προβλεφθεί για την Eurojust η δυνατότητα απόσπασης δικαστικών συνδέσμων σε τρίτα κράτη, για την επίτευξη στόχων ανάλογων με εκείνους που ανατίθενται στους δικαστικούς συνδέσμους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη βάσει της κοινής δράσης 96/277/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996, που θέσπισε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών-συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6).

(23)

Η παρούσα απόφαση επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της πρόσβασης του κοινού στα επίσημα έγγραφα,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ

Η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Σύνθεση της Eurojust

1.   Η Eurojust απαρτίζεται από ένα εθνικό μέλος από κάθε κράτος μέλος, το οποίο αποσπάται σύμφωνα με την έννομη τάξη του και είναι εισαγγελέας, δικαστής ή αξιωματικός της αστυνομίας με ισοδύναμες αρμοδιότητες.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν συνεχή και αποτελεσματική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Eurojust από την ίδια δυνάμει του άρθρου 3. Για την εκπλήρωση αυτών των στόχων:

α)

το εθνικό μέλος απαιτείται να έχει ως τακτικό τόπο εργασίας του την έδρα της Eurojust·

β)

κάθε εθνικό μέλος επικουρείται από έναν αναπληρωτή και ένα άλλο πρόσωπο ως βοηθό. Ο αναπληρωτής και ο βοηθός μπορούν να έχουν ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust. Περισσότεροι αναπληρωτές ή βοηθοί μπορούν να επικουρούν το εθνικό μέλος και να έχουν, εφόσον απαιτείται, και με τη συμφωνία του συλλογικού οργάνου, ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust.

3.   Το εθνικό μέλος έχει θέση η οποία του παρέχει τις εξουσίες που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση ώστε να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του.

4.   Τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και βοηθοί υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους τους όσον αφορά το καθεστώς τους.

5.   Ο αναπληρωτής πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1 και είναι σε θέση να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά. Ο βοηθός μπορεί επίσης να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά εφόσον πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1.

6.   Η Eurojust συνδέεται με εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 12.

7.   Η Eurojust έχει τη δυνατότητα τοποθέτησης δικαστικών συνδέσμων σε τρίτα κράτη σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

8.   Η Eurojust έχει, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, γραμματεία με επικεφαλής διοικητικό διευθυντή.»

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 στοιχείο β), η φράση «της διεθνούς δικαστικής συνδρομής και την εκτέλεση αιτήσεων έκδοσης», αντικαθίσταται από τη φράση «αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης,»·

β)

στην παράγραφο 2, οι λέξεις «του άρθρου 27 παράγραφος 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 26α παράγραφος 2».

3)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες η Ευρωπόλ έχει ανά πάσα στιγμή αρμοδιότητα δράσης·» (7)·

β)

το στοιχείο β) διαγράφεται·

γ)

στο στοιχείο γ), οι λέξεις «στα στοιχεία α) και β)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο στοιχείο α)».

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Επιφυλακή συντονισμού

1.   Προκειμένου να εκπληρώνει τα καθήκοντά της σε επείγουσες περιπτώσεις, η Eurojust συστήνει μια επιφυλακή συντονισμού (ΕΣ), ικανή να λαμβάνει και να διεκπεραιώνει ανά πάσα στιγμή τυχόν αιτήσεις που της διαβιβάζονται. Υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με την ΕΣ, μέσω ενιαίου σημείου επαφής της ΕΣ στην Eurojust, σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

2.   Η ΕΣ βασίζεται σε έναν αντιπρόσωπο (αντιπρόσωπο ΕΣ) ανά κράτος μέλος, ο οποίος μπορεί να είναι το εθνικό μέλος, ο αναπληρωτής του ή βοηθός που δικαιούται να αντικαταστήσει το εθνικό μέλος. Ο αντιπρόσωπος ΕΣ μπορεί να ενεργεί σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

3.   Όταν, σε επείγουσες περιπτώσεις, η αίτηση ή η απόφαση δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, πρέπει να εκτελεσθεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η αιτούσα ή εκδίδουσα αρμόδια αρχή μπορεί να τη διαβιβάζει στην ΕΣ. Το σημείο επαφής ΕΣ τη διαβιβάζει αμέσως στον αντιπρόσωπο του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται η αίτηση και, εφόσον το ζητεί ρητώς η διαβιβάζουσα ή εκδίδουσα αρχή, προς αντιπροσώπους ΕΣ των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων πρόκειται να εκτελεσθεί η αίτηση. Οι αντιπρόσωποι ΕΣ ενεργούν αμελλητί, σε σχέση με την εκτέλεση της αίτησης στο κράτος μέλος τους, με την άσκηση των καθηκόντων ή εξουσιών που διαθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα άρθρα 9α έως 9στ.»

5)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η υπάρχουσα παράγραφος αριθμείται ως παράγραφος 1·

β)

η παράγραφος 1 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

δύναται να καλεί τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών αιτιολογώντας τα εξής:

i)

να παραβαίνουν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

ii)

να δέχονται ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

iii)

να αναλαμβάνουν το συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

iv)

να συστήνουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

v)

να της παρέχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της,

(vi)

να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τη διεξαγωγή της έρευνας,

(vii)

να λαμβάνουν κάθε άλλο δικαιολογημένο μέτρο για την έρευνα ή τη δίωξη,»·

γ)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο ζ) διαγράφεται·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να ανταποκρίνονται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.».

6)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

η υπάρχουσα παράγραφος αριθμείται ως παράγραφος 1·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εθνικών μελών ως προς τον τρόπο επίλυσης περίπτωσης σύγκρουσης δικαιοδοσίας όσον αφορά την ανάληψη έρευνας ή δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 6, και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ), ζητείται από το συλλογικό όργανο να εκδώσει γραπτή μη δεσμευτική γνωμοδότηση ως προς την υπόθεση, υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα δεν κατέστη δυνατό να επιλυθεί με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων εθνικών αρχών. Η γνώμη του συλλογικού οργάνου διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη. Η παρούσα παράγραφος ισχύει υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο α), περίπτωση ii).

3.   Παρά τις διατάξεις που περιλαμβάνονται σε τυχόν πράξεις εκδιδόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, μια αρμόδια αρχή μπορεί να αναφέρει στην Eurojust επαναλαμβανόμενες αρνήσεις ή δυσκολίες σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, και να ζητεί από το συλλογικό όργανο την έκδοση γραπτής μη δεσμευτικής γνωμοδότησης ως προς το ζήτημα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό να επιλυθεί με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών ή χάρη στην παρέμβαση των οικείων εθνικών μελών. Η γνώμη του συλλογικού οργάνου διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη.».

7)

Τα άρθρα 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Συνέχεια που δίδεται σε αιτήσεις και γνώμες της Eurojust

«Αν οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών αποφασίσουν να μη συμμορφωθούν προς αίτηση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή αποφασίσουν να μη δώσουν συνέχεια σε γραπτή γνώμη από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3, ενημερώνουν την Eurojust χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την απόφασή τους, την οποία και αιτιολογούν. Όταν δεν είναι δυνατόν να δοθούν εξηγήσεις ως προς την άρνηση συμμόρφωσης προς αίτηση διότι η πράξη αυτή θα έβλαπτε ουσιαστικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας ή θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να επικαλούνται επιχειρησιακούς λόγους.».

Άρθρο 9

Εθνικά μέλη

1.   Η διάρκεια της θητείας των εθνικών μελών είναι τουλάχιστον τετραετής. Τα κράτη μέλη προέλευσης έχουν τη δυνατότητα ανανέωσης της θητείας. Τα εθνικά μέλη δεν απομακρύνονται πριν από το τέλος της θητείας αν δεν ενημερώσουν προηγουμένως το Συμβούλιο και δεν αναφέρουν τους λόγους που το αιτιολογούν. Όταν το εθνικό μέλος είναι ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος της Eurojust, η θητεία του θα πρέπει να διαρκέσει τόσο ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει το έργο του πριν από το τέλος της θητείας του ως πρόεδρος ή αντιπρόεδρος.

2.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών διοχετεύονται μέσω του εθνικού μέλους.

3.   Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Eurojust, το εθνικό μέλος έχει τουλάχιστον ισοδύναμη πρόσβαση ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να λαμβάνει τις πληροφορίες που περιέχονται στους ακόλουθους τύπους μητρώων στο κράτος μέλος του και που θα ήταν στη διάθεσή του με την ιδιότητα που είχε ως εισαγγελέας, δικαστής ή αξιωματικός της αστυνομίας, ανάλογα με την περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο:

α)

ποινικό μητρώο·

β)

στα αρχεία συλληφθέντων·

γ)

στα αρχεία ερευνών·

δ)

στα αρχεία DΝΑ·

ε)

άλλα μητρώα του κράτους μέλους του, οσάκις κρίνει αυτές τις πληροφορίες απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

4.   Το εθνικό μέλος δύναται να έρχεται σε άμεση επαφή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του.».

8)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Εξουσίες που χορηγούνται στο εθνικό μέλος σε εθνικό επίπεδο

1.   Όταν ένα εθνικό μέλος ασκεί τις αναφερόμενες στα άρθρα 9β, 9γ και 9δ εξουσίες, ενεργεί με την ιδιότητά του ως αρμόδιας εθνικής αρχής που δρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 9β έως 9ε. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το εθνικό μέλος γνωστοποιεί, ενδεχομένως, εάν ενεργεί δυνάμει των εξουσιών που χορηγούνται στα εθνικά μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο και στα άρθρα 9β, 9γ και 9δ.

2.   Κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει τη φύση και την έκταση των εξουσιών που αναθέτει στο εθνικό του μέλος όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε σχέση με το κράτος μέλος αυτό. Ωστόσο, κάθε κράτος μέλος χορηγεί στο εθνικό του μέλος τουλάχιστον τις εξουσίες που περιγράφονται στο άρθρο 9β και, με την επιφύλαξη του άρθρου 9ε, τις εξουσίες που περιγράφονται στα άρθρα 9γ και 9δ, οι οποίες θα ήταν στη διάθεσή του με την ιδιότητα που είχε ως δικαστής, εισαγγελέας ή αξιωματικός της αστυνομίας, ανάλογα με την περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο.

3.   Κατά το διορισμό του εθνικού του μέλους και ανά πάσα άλλη στιγμή, εφόσον ενδείκνυται, το κράτος μέλος κοινοποιεί στην Eurojust και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την απόφασή του όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 2, ώστε η τελευταία αυτή να μπορεί να ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν να αποδεχθούν και να αναγνωρίσουν τις ούτω απονεμόμενες προνομίες εφόσον συνάδουν προς τις διεθνείς δεσμεύσεις.

4.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει το δικαίωμα εθνικού μέλους να ενεργεί σε σχέση με αλλοδαπές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τις διεθνείς του δεσμεύσεις.

Άρθρο 9β

Συνήθεις εξουσίες

1.   Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται να λαμβάνουν, να διαβιβάζουν, να διευκολύνουν και να παρακολουθούν την εκτέλεση καθώς και να παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση των αιτήσεων και των αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Όταν ασκούνται εξουσίες αναφερόμενες στην παρούσα παράγραφο, η αρμόδια εθνική αρχή ενημερώνεται ταχέως.

2.   Σε περιπτώσεις μερικής ή ατελούς εκτέλεσης αιτήσεως δικαστικής συνεργασίας, τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται να ζητήσουν από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους τους να λάβει συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να εκτελεσθεί πλήρως η αίτηση.

Άρθρο 9γ

Εξουσίες που ασκούνται σε συμφωνία με αρμόδια εθνική αρχή

1.   Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, σε συμφωνία με αρμόδια εθνική αρχή ή κατόπιν αιτήσεώς της και ανάλογα με την περίπτωση, δύνανται να ασκούν τις ακόλουθες εξουσίες:

α)

έκδοση και συμπλήρωση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης·

β)

εκτέλεση, στο κράτος μέλος τους, αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης·

γ)

παραγγελία, στο κράτος μέλος τους, μέτρων για τη διεξαγωγή έρευνας, τα οποία κρίνονται αναγκαία σε συνεδρίαση συντονισμού την οποία διοργανώνει η Eurojust προς παροχή συνδρομής σε αρμόδιες εθνικές αρχές που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη έρευνα και όπου καλούνται να συμμετάσχουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές τις οποίες αφορά η έρευνα·

δ)

εξουσιοδότηση για την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων στο κράτος μέλος τους και συντονισμός των παραδόσεων αυτών.

2.   Οι εξουσίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ασκούνται καταρχήν από αρμόδια εθνική αρχή.

Άρθρο 9δ

Εξουσίες που ασκούνται σε επείγουσες περιπτώσεις

Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται, σε επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν εγκαίρως την αρμόδια εθνική αρχή ή να έλθουν εγκαίρως σε επαφή μαζί της:

α)

να επιτρέπουν την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων στο κράτος μέλος τους και να συντονίζουν τις παραδόσεις αυτές·

β)

να εκτελούν, σε σχέση με το κράτος μέλος τους, αιτήσεις και αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Μόλις εντοπισθεί η αρμόδια εθνική αρχή ή πραγματοποιηθεί επαφή μαζί τους, ενημερώνεται για την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 9ε

Αιτήσεις από εθνικά μέλη στα οποία δεν μπορούν να ασκηθούν οι εξουσίες

1.   Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδια εθνική αρχή, είναι τουλάχιστον αρμόδιο για την υποβολή προτάσεως προς την αρχή η οποία είναι αρμόδια για την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στα άρθρα 9γ και 9δ όταν η χορήγηση των εξουσιών αυτών στα εθνικά μέλη είναι αντίθετη προς:

α)

τους συνταγματικούς κανόνες·

ή

β)

θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης:

i)

όσον αφορά την κατανομή εξουσιών μεταξύ αστυνομίας, εισαγγελέων και δικαστών,

ii)

όσον αφορά τη λειτουργική κατανομή καθηκόντων μεταξύ των εισαγγελικών αρχών,

ή

iii)

όσον αφορά την ομοσπονδιακή δομή του σχετικού κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η αίτηση που υποβάλλει το εθνικό μέλος να διεκπεραιώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την αρμόδια εθνική αρχή.

Άρθρο 9στ

Συμμετοχή του εθνικού μέλους σε κοινές ομάδες ερευνών

Τα εθνικά μέλη δικαιούνται να συμμετέχουν σε κοινές ομάδες ερευνών, συμπεριλαμβανομένης της σύστασής τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της απόφασης-πλαισίου 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (8), όσον αφορά το κράτος μέλος του οικείου εθνικού μέλους. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη συμμετοχή του εθνικού μέλους από τη συμφωνία της αρμόδιας εθνικής αρχής. Τα εθνικά μέλη ή οι αναπληρωτές ή οι βοηθοί τους καλούνται να συμμετέχουν σε κάθε κοινή ομάδα ερευνών στην οποία συμμετέχει το κράτος μέλος τους και για την οποία παρέχεται κοινοτική χρηματοδότηση δυνάμει των εφαρμοστέων χρηματοδοτικών μέσων. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει κατά πόσον το εθνικό μέλος συμμετέχει στην κοινή ομάδα ερευνών ως αρμόδια εθνική αρχή ή για λογαριασμό της Eurojust.

9)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το Συμβούλιο εγκρίνει, με ειδική πλειοψηφία, τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust κατόπιν προτάσεως του συλλογικού οργάνου. Το συλλογικό όργανο υιοθετεί την πρότασή του με πλειοψηφία δύο τρίτων αφού διαβουλευθεί με το κοινό εποπτικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 23 όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»·

β)

στην παράγραφο 3, οι λέξεις «σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο α)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφοι 2 και 3».

10)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust.

2.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, πριν από τις 4 Ιουνίου 2011, εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust για το συντονισμό των εργασιών που διεξάγονται από:

α)

τους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust·

β)

τον εθνικό ανταποκριτή της Eurojust για θέματα τρομοκρατίας·

γ)

τον εθνικό ανταποκριτή για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και έως τρία άλλα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

δ)

τα εθνικά μέλη ή σημεία επαφής του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την ίδρυση ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σχετικά με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου (9), την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (10) και την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για ένα δίκτυο σημείων επαφής κατά της διαφθοράς (11).

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διατηρούν τη θέση τους και το καθεστώς τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.   Οι εθνικοί ανταποκριτές για την Eurojust είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust. Όταν ορίζονται περισσότεροι του ενός ανταποκριτές για την Eurojust, ένας από αυτούς είναι αρμόδιος για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust.

5.   Το εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust διευκολύνει εντός του κράτους μέλους την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust, ιδίως:

α)

εξασφαλίζοντας ότι το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 16 λαμβάνει τις πληροφορίες που συνδέονται με το οικείο κράτος μέλος κατά αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο·

β)

βοηθώντας στον καθορισμό του κατά πόσον μια υπόθεση θα πρέπει να εξετασθεί με τη συνδρομή της Eurojust ή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

γ)

παρέχοντας συνδρομή προς το εθνικό μέλος προκειμένου να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχές για την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·

δ)

διατηρώντας στενές σχέσεις με την Εθνική Μονάδα της Ευρωπόλ.

6.   Προκειμένου να πληρωθούν οι στόχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 5, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως γ) συνδέονται, και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) μπορούν να συνδεθούν, με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 16, 16α, 16β και 18 καθώς και τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Η σύνδεση με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου νοείται ότι επηρεάζει τις άμεσες επαφές μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών, όπως προβλέπονται σε πράξεις περί δικαστικής συνεργασίας, όπως το άρθρο 6 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι σχέσεις μεταξύ του εθνικού μέλους και των εθνικών ανταποκριτών δεν αποκλείουν άμεσες επαφές μεταξύ του εθνικού μέλους και των αρμόδιων αρχών του.

11)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη και μεταξύ των εθνικών μελών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν με την Eurojust οποιαδήποτε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 καθώς και με τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ορίζονται με την παρούσα απόφαση. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις αναφερόμενες στις παραγράφους 5, 6 και 7 πληροφορίες.

2.   Η διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust ερμηνεύεται ως αίτηση συνδρομής προς την Eurojust στη συγκεκριμένη υπόθεση μόνο εφόσον αυτό προσδιορίζεται από αρμόδια αρχή.

3.   Τα εθνικά μέλη της Εurojust εξουσιοδοτούνται να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Εurojust μεταξύ τους ή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους. Ιδίως, τα εθνικά μέλη ενημερώνονται ταχέως για τις υποθέσεις που τα αφορούν.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις λοιπές υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία όσον αφορά τα τρομοκρατικά αδικήματα (12).

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εθνικά μέλη να ενημερώνονται για τη σύσταση κοινής ομάδας ερευνών, ανεξάρτητα από το εάν η ομάδα συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου 2002/465/ΔΕΥ, και για τα αποτελέσματα των εργασιών των ομάδων αυτών.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το εθνικό μέλος τους να ενημερώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για οποιαδήποτε υπόθεση που αφορά άμεσα τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για την οποία έχουν διαβιβασθεί σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, και

α)

η αξιόποινη πράξη επισύρει στο εκδίδον ή αιτούν κράτος ποινή στερητική της ελευθερίας ή ασφαλιστικό μέτρο στερητικό της ελευθερίας ανώτατης διαρκείας τουλάχιστον πέντε ή έξι ετών, κατά την κρίση του οικείου κράτους μέλους, και περιλαμβάνεται στον εξής κατάλογο:

i)

εμπορία ανθρώπων,

ii)

σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

iii)

εμπορία ναρκωτικών,

iv)

παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους και μερών τους και πυρομαχικών,

v)

διαφθορά,

vi)

απάτη στρεφόμενη κατά των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

vii)

παραχάραξη και κιβδηλεία του ευρώ,

viii)

νομιμοποίηση παράνομων εσόδων,

ix)

επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών·

ή

β)

υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις για την εμπλοκή εγκληματικής οργάνωσης·

ή

γ)

υπάρχουν ενδείξεις ότι η υπόθεση ενδέχεται να έχει σοβαρή διασυνοριακή διάσταση ή αντίκτυπο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ότι ενδέχεται να επηρεάσει και άλλα κράτη μέλη εκτός από εκείνα τα οποία αφορά άμεσα.

7.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το εθνικό τους μέλος να ενημερώνεται επίσης για:

α)

υποθέσεις στις οποίες έχει ανακύψει ή ενδέχεται να ανακύψει σύγκρουση δικαιοδοσίας·

β)

ελεγχόμενες παραδόσεις που επηρεάζουν τρία τουλάχιστον κράτη, από τα οποία δύο τουλάχιστον είναι κράτη μέλη·

γ)

επανειλημμένες δυσχέρειες ή αρνήσεις όσον αφορά την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

8.   Οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, εφόσον αυτό:

α)

θα έθιγε βασικά εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας· ή

β)

θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων.

9.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους όρους που τίθενται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων όρων που έχουν θέσει τρίτες χώρες όσον αφορά τη χρήση των παρεχόμενων πληροφοριών.

10.   Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Eurojust δυνάμει των παραγράφων 5, 6 και 7 περιλαμβάνουν τουλάχιστον, όταν είναι διαθέσιμοι, τους τύπους πληροφοριών που περιέχονται στον κατάλογο του παραρτήματος.

11.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διαβιβάζονται στην Eurojust κατά διαρθρωμένο τρόπο.

12.   Μέχρι τις 4 Ιουνίου 2014 (12), η Επιτροπή εκπονεί, βάσει των πληροφοριών που διαβιβάζει η Eurojust, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συνοδευόμενη από οποιαδήποτε πρόταση την οποία κρίνει σκόπιμη, μεταξύ άλλων προκειμένου να εξετασθεί η τροποποίηση των παραγράφων 5, 6 και 7 και του παραρτήματος.

12)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 13α

Πληροφορίες που παρέχονται από την Eurojust στις αρμόδιες εθνικές αρχές

1.   Η Eurojust παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πληροφορίες και στοιχεία για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων με υποθέσεις που έχουν ήδη αποθηκευθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

2.   Περαιτέρω, όταν η αρμόδια εθνική αρχή καλεί την Eurojust να της παράσχει πληροφορίες, η Eurojust τις διαβιβάζει εντός της προθεσμίας που τάσσει η εν λόγω αρχή.».

13)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 3, οι λέξεις «βάσει των άρθρων 13 και 26» αντικαθίστανται από τις λέξεις «σύμφωνα με τα άρθρα 13, 26 και 26α».

β)

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

14)

Το άρθρο 15 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην εισαγωγική φράση, οι λέξεις «διενεργείται έρευνα ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις, που ορίζονται στο άρθρο 4» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για σχετική αξιόποινη πράξη»·

β)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιβ)

αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών (13)·

ιγ)

δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων·

ιδ)

προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα.

15)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

1.   Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, η Εurojust καταρτίζει σύστημα διαχείρισης υποθέσεων αποτελούμενο από προσωρινά αρχεία εργασίας και πίνακα που περιέχουν και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και μη προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων προορίζεται να:

α)

στηρίζει τη διαχείριση και το συντονισμό των ερευνών και διώξεων στις οποίες παρέχει συνδρομή η Eurojust, ιδίως με τη διασταύρωση πληροφοριών·

β)

διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις·

γ)

διευκολύνει τον έλεγχο του κατά πόσον η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

3.   Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, εφόσον συνάδει με τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση, μπορεί να συνδέεται με την ασφαλή τηλεπικοινωνιακή σύνδεση που αναφέρεται στο άρθρο 10 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο (14).

4.   Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της Eurojust και δύναται να περιέχει δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ), ια) και ιγ) και στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

5.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, τα εθνικά μέλη της Εurojust μπορούν να επεξεργάζονται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις επιμέρους υποθέσεις επί των οποίων εργάζονται. Παρέχουν στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων πρόσβαση στο αρχείο εργασίας. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνεται από το οικείο εθνικό μέλος για το άνοιγμα κάθε νέου αρχείου εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υπόθεση, η Eurojust δύναται να μην συνιστά κανένα αυτοματοποιημένο αρχείο πλην του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων.

16)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 16α

Λειτουργία των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα

1.   Το οικείο εθνικό μέλος ανοίγει προσωρινό αρχείο εργασίας για κάθε περίπτωση για την οποία του διαβιβάζονται πληροφορίες, εφόσον η διαβίβαση αυτή συνάδει με την παρούσα απόφαση ή με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 4. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας που έχει ανοίξει.

2.   Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει, ανά περίπτωση, εάν θα περιορίσει την πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας ή θα παράσχει πρόσβαση σε αυτό, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust, σε άλλα εθνικά μέλη ή σε εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού της Eurojust.

3.   Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει επίσης ποιες πληροφορίες σχετικά με το προσωρινό αυτό αρχείο εργασίας πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα.

Άρθρο 16β

Πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο

1.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, στο βαθμό που είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο:

α)

στον πίνακα, εκτός εάν το εθνικό μέλος που αποφάσισε να εισαγάγει τα δεδομένα στον πίνακα έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή·

β)

στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει ή διαχειρίζεται το εθνικό μέλος του κράτους μέλους τους·

γ)

στα προσωρινά αρχεία εργασίας, τα οποία ανοίγουν ή διαχειρίζονται τα εθνικά μέλη άλλων κρατών μελών και στα οποία έχει πρόσβαση το εθνικό μέλος των κρατών μελών τους, εκτός εάν το εθνικό μέλος το οποίο άνοιξε ή διαχειρίζεται το προσωρινό αρχείο εργασίας έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή.

2.   Το εθνικό μέλος, εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αποφασίζει σχετικά με το βαθμό πρόσβασης στους προσωρινούς φακέλους εργασίας που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6.

3.   Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το εθνικό μέλος ως προς το βαθμό πρόσβασης στον πίνακα που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Eurojust και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την απόφασή τους όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ώστε η τελευταία αυτή να μπορεί να ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη.

Ωστόσο, τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον συνδέονται με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα προς το άρθρο 12 παράγραφος 6, τουλάχιστον την απαιτούμενη πρόσβαση στον πίνακα για τους προσωρινούς φακέλους εργασίας για τους οποίους τους έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Μέχρι τις 4 Ιουνίου 2013, η Eurojust υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ως προς την εφαρμογή της παραγράφου 3. Τα κράτη μέλη εξετάζουν, βάσει της ως άνω έκθεσης, τη σκοπιμότητα επανεξέτασης του βαθμού πρόσβασης που παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.».

17)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, οι λέξεις «δεν λαμβάνει εντολές από κανέναν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ενεργεί ανεξάρτητα»·

β)

στις παραγράφους 3 και 4, οι λέξεις «ο υπεύθυνος» αντικαθίστανται από τον όρο «ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων».

18)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Επιτρεπόμενη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Μόνο τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2α, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6 και το εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Eurojust μπορούν, προς επίτευξη των στόχων της Eurojust και εντός των ορίων που προβλέπουν τα άρθρα 16, 16α και 16β, να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Eurojust.»

19)

Στο άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο β), οι λέξεις «στην οποία παρέχει τη συνδρομή της η Eurojust», απαλείφονται.

20)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στην εισαγωγική πρόταση και μετά τις λέξεις «πέραν από» προστίθεται η φράση: «την πρώτη από τις κατωτέρω ημερομηνίες που θα ισχύσει:»,

ii)

παρεμβάλλεται το εξής στοιχείο:

«αα)

την ημερομηνία κατά την οποία αθωώθηκε το πρόσωπο ή η απόφαση κατέστη αμετάκλητη·»,

iii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση του τελευταίου κράτους μέλους το οποίο αφορούν η έρευνα ή οι διώξεις κατέστη αμετάκλητη·»,

iv)

στο στοιχείο γ), μετά τη λέξη «διώξεων από την Eurojust» προστίθεται η φράση «εκτός εάν υπάρχει υποχρέωση παροχής των πληροφοριών αυτών στην Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 6 και 7 ή σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4»,

v)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

τρία έτη μετά τη διαβίβαση των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφοι 6 και 7 ή σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4.»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

στα σημεία α) και β), οι λέξεις «στην παράγραφο 2» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), γ) και δ)»,

ii)

στο σημείο 3 προστίθεται η ακόλουθη φράση:

«Άπαξ όμως και παρέλθει η προθεσμία παραγραφής της δίωξης σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 στοιχείο α), τα δεδομένα μπορούν να αποθηκευθούν μόνον εάν είναι απαραίτητα προκειμένου η Eurojust να παράσχει συνδρομή σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.».

21)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «στα άρθρα 14 έως 22» αντικαθίστανται από «στα άρθρα 14 έως 22, 26, 26α και 27»,

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το κοινό εποπτικό όργανο συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά ανά εξάμηνο. Επιπλέον, συνέρχεται εντός 3 μηνών από την άσκηση μιας προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 8 ή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο όργανο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2. Το κοινό εποπτικό όργανο μπορεί επίσης να συγκαλείται από τον πρόεδρό του εφόσον το ζητούν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη.»,

iii)

στο τρίτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, οι λέξεις «18 μηνών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριών ετών»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο δικαστής τον οποίο διορίζει ένα κράτος μέλος γίνεται μόνιμο μέλος αφού εκλεγεί από την ολομέλεια των προσώπων που διορίσθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1 και παραμένει ως μόνιμο μέλος για τρία χρόνια. Οι εκλογές διεξάγονται ετησίως για ένα μόνιμο μέλος του κοινού εποπτικού οργάνου με μυστική ψηφοφορία. Το μέλος που διανύει το τρίτο έτος της θητείας του προεδρεύει του κοινού εποπτικού οργάνου έπειτα από την εκλογή του. Τα μόνιμα μέλη μπορούν να επανεκλέγονται. Οι διορισμένοι που επιθυμούν να εκλεγούν υποβάλλουν την υποψηφιότητά τους γραπτά στη γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου δέκα ημέρες πριν από τη συνεδρίαση κατά την οποία θα διεξαχθεί η εκλογή.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Το κοινό εποπτικό όργανο θεσπίζει μέτρα στο πλαίσιο του εσωτερικού κανονισμού του για την εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4.»·

δ)

στην παράγραφο 10, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Η γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου μπορεί να βασίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη της γραμματείας που δημιουργείται με την απόφαση 2000/641/ΔΕΥ (15).

22)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2α, το προσωπικό της Eurojust και οι εθνικοί ανταποκριτές καθώς και ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 4.»·

β)

στην παράγραφο 4, οι λέξεις «του άρθρου 9 παράγραφος 1» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 2 παράγραφος 4».

23)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 25α

Συνεργασία με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και άλλα δίκτυα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

1.   Η Eurojust διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο οι οποίες βασίζονται στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα, ειδικότερα μεταξύ του εθνικού μέλους, των σημείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου του ιδίου κράτους μέλους και των εθνικών ανταποκριτών της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική συνεργασία, λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:

α)

τα εθνικά μέλη ενημερώνουν, κατά περίπτωση, τους συνδέσμους του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για όλες τις υποθέσεις τις οποίες εκτιμούν ότι το δίκτυο μπορεί να τις αντιμετωπίσει καλύτερα·

β)

η γραμματεία του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου αποτελεί τμήμα του προσωπικού της Eurojust. Λειτουργεί ως χωριστή μονάδα. Μπορεί να χρησιμοποιεί τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη των εξόδων των συνεδριάσεων της ολομέλειας του δικτύου. Όταν οι ολομέλειες πραγματοποιούνται στα κτίρια του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, τα έξοδα μπορούν να καλύπτουν μόνον έξοδα ταξιδιού και έξοδα διερμηνείας. Όταν οι ολομέλειες πραγματοποιούνται στο κράτος μέλος που ασκεί την προεδρία, τα έξοδα μπορούν να καλύπτουν μόνον τμήμα του συνολικού κόστους της συνεδρίασης·

γ)

οι σύνδεσμοι του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου μπορούν να καλούνται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Eurojust.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 1, η γραμματεία του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ αποτελούν μέρος του προσωπικού της Eurojust. Οι γραμματείες αυτές λειτουργούν ως χωριστές μονάδες. Έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου τους. Η Eurojust διασφαλίζει τον συντονισμό μεταξύ των γραμματειών.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τη γραμματεία κάθε νέου δικτύου που συστήνεται με απόφαση του Συμβουλίου εφόσον η εν λόγω απόφαση ορίζει ότι η γραμματεία εξασφαλίζεται από την Eurojust.

3.   Το δίκτυο που δημιουργείται με την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ μπορεί να ζητήσει από την Eurojust να εξασφαλίσει γραμματεία για το δίκτυο. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιου αιτήματος, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.».

24)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Σχέσεις με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Κοινότητας ή της Ένωσης

1.   Στο βαθμό που είναι χρήσιμο για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Eurojust δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί δυνάμει, ή επί τη βάσει, των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας τουλάχιστον με:

α)

την Ευρωπόλ·

β)

την OLAF·

γ)

τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex)·

δ)

το Συμβούλιο, ιδίως το Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων.

Η Eurojust επίσης συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με το ευρωπαϊκό δίκτυο κατάρτισης δικαστικών.

2.   Η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας με τους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να αφορούν ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και την απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων στην Eurojust. Οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να συναφθούν μόνο αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν διαβουλεύσεως της Eurojust με το κοινό εποπτικό όργανο όσον αφορά τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τα τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

3.   Πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας ή της ρύθμισης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται να λαμβάνει άμεσα και να χρησιμοποιεί πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από τους φορείς της παραγράφου 1, εφόσον είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων της, και δύναται να διαβιβάζει άμεσα τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στους εν λόγω φορείς, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη και συνάδει με τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση.

4.   Η OLAF δύναται να συμβάλλει στις εργασίες της Eurojust για τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της Eurojust είτε κατόπιν αιτήσεως της OLAF, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν αντιτίθενται στην εν λόγω συμμετοχή.

5.   Για τις ανάγκες της παραλαβής και της διαβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και της OLAF και με την επιφύλαξη του άρθρου 9, τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου τα εθνικά μέλη της Eurojust να θεωρούνται ως αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνον για τις ανάγκες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (16). Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των εθνικών μελών δεν θίγει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει των κανονισμών αυτών.

25)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 26α

Σχέσεις προς τρίτα κράτη και οργανισμούς

1.   Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται επίσης να δημιουργεί και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τις ακόλουθες οντότητες:

α)

τρίτα κράτη·

β)

οργανισμούς όπως:

i)

διεθνείς οργανισμούς και τους υπαγόμενους σε αυτούς φορείς δημοσίου δικαίου,

ii)

άλλους φορείς δημοσίου δικαίου, οι οποίοι υφίστανται δυνάμει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, και

iii)

το διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol).

2.   Η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες με τους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να αφορούν ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και την απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων στην Eurojust. Οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να συναφθούν μόνο αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν διαβουλεύσεως της Eurojust με το κοινό εποπτικό όργανο όσον αφορά τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

3.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και περιέχουν διατάξεις περί ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να συνάπτονται μόνο όταν ο οικείος φορέας υπάγεται στις διατάξεις της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 ή μετά από αξιολόγηση που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων από τον εν λόγω φορέα.

4.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν διατάξεις για την παρακολούθηση της εφαρμογής τους, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των κανόνων περί προστασίας δεδομένων.

5.   Πριν από την έναρξη ισχύος των συμφωνιών κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται να λαμβάνει απευθείας πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων της.

6.   Πριν από την έναρξη ισχύος των συμφωνιών κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 27 παράγραφος 1, να διαβιβάζει απευθείας πληροφορίες, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στους εν λόγω φορείς, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη.

7.   Η Eurojust δύναται, υπό τους όρους του άρθρου 27 παράγραφος 1, να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, εφόσον:

α)

τούτο είναι αναγκαίο σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την πρόληψη ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Eurojust· και

β)

η Eurojust έχει συνάψει συμφωνία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 με τον οικείο φορέα η οποία έχει τεθεί σε ισχύ και επιτρέπει τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων.

8.   Εάν το τρίτο κράτος ή οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν εκπληρώσουν εν συνεχεία ή ευλόγως πιθανολογείται ότι δεν θα εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, ενημερώνεται αμέσως το κοινό εποπτικό όργανο και τα οικεία κράτη μέλη από την Eurojust. Το κοινό εποπτικό όργανο δύναται να αναστείλει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τις οικείες οντότητες, έως ότου διαπιστώσει ότι έχουν ληφθεί μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης.

9.   Ωστόσο, ακόμα και εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7, ένα εθνικό μέλος, ενεργώντας με την ιδιότητά του ως αρμόδια εθνική αρχή και σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού του δίκαιου, κατ’ εξαίρεση και μόνον προκειμένου να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την πρόληψη άμεσου και σοβαρού κινδύνου για ένα πρόσωπο ή για τη δημόσια ασφάλεια, δύναται να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο να διαπιστώνει εάν είναι νόμιμο να επιτρέψει τη διαβίβαση. Το εθνικό μέλος τηρεί αρχείο των διαβιβάσεων δεδομένων και των λόγων αυτών των διαβιβάσεων. Τα δεδομένα διαβιβάζονται μόνον επιτρέπεται μόνον εάν ο αποδέκτης αναλάβει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνον για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν.».

26)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Διαβίβαση δεδομένων

1.   Πριν από κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και των φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 26α, δίνει τη συναίνεσή του για τη διαβίβαση των πληροφοριών το εθνικό μέλος του κράτους μέλους το οποίο παρείχε τις πληροφορίες. Εφόσον χρειάζεται, το εθνικό μέλος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

2.   Η Eurojust φέρει την ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων. Η Eurojust τηρεί μητρώο όπου καταγράφονται όλες οι διαβιβάσεις δεδομένων βάσει των άρθρων 26 και 26α και οι λόγοι της διαβίβασης. Τα δεδομένα διαβιβάζονται μόνον εφόσον ο αποδέκτης αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν.».

27)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 27α

Δικαστικοί σύνδεσμοι τοποθετημένοι σε τρίτα κράτη

1.   Με σκοπό τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας με τρίτα κράτη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Eurojust παρέχει συνδρομή σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, το συλλογικό όργανο μπορεί να τοποθετεί δικαστικούς συνδέσμους σε τρίτο κράτος, με την επιφύλαξη συμφωνίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 26α με το εν λόγω τρίτο κράτος. Πριν από την ανάληψη διαπραγματεύσεων με τρίτο κράτος, το Συμβούλιο παρέχει την έγκρισή του με ειδική πλειοψηφία. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

2.   Ο δικαστικός σύνδεσμος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει εμπειρία για την εργασία στην Eurojust και επαρκή γνώση της δικαστικής συνδρομής και του τρόπου λειτουργίας της Eurojust. Για την τοποθέτηση προσώπου ως δικαστικού συνδέσμου εξ ονόματος της Eurojust, απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του δικαστή και του κράτους μέλους του.

3.   Εάν ο δικαστικός σύνδεσμος που έχει τοποθετηθεί από την Eurojust επιλέγεται μεταξύ εθνικών μελών, αναπληρωτών ή βοηθών:

i)

αντικαθίσταται από το κράτος μέλος στο έργο του εθνικού μέλους, του αναπληρωτή ή του βοηθού,

ii)

εκπίπτει του δικαιώματος άσκησης των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει των άρθρων 9α έως 9ε.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (17), το συλλογικό όργανο θεσπίζει κανόνες για την τοποθέτηση δικαστικών συνδέσμων και υιοθετεί τις αναγκαίες σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής σε συνεννόηση με την Επιτροπή.

5.   Οι δραστηριότητες των δικαστικών συνδέσμων που τοποθετούνται από την Eurojust υπόκεινται στην εποπτεία του Κοινού Εποπτικού Οργάνου. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι υποβάλλουν έκθεση στο συλλογικό όργανο, το οποίο ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι ενημερώνουν τα εθνικά μέλη και τις εθνικές αρμόδιες αρχές για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το κράτος μέλος τους.

6.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός σύνδεσμος ενημερώνει το οικείο εθνικό μέλος για τις επαφές αυτές.

7.   Οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

Άρθρο 27β

Αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας από και προς τρίτα κράτη

1.   Η Eurojust δύναται, εφόσον συμφωνούν τα οικεία κράτη μέλη, να συντονίζει την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτο κράτος όταν οι αιτήσεις αυτές αποτελούν μέρος της αυτής έρευνας και απαιτούν την εκτέλεση τους σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη. Οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο μπορούν επίσης να διαβιβάζονται στην Eurojust από αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Σε περίπτωση επείγοντος και σύμφωνα με το άρθρο 5α, η OCC ανάγκης μπορεί να παραλαμβάνει και να διεκπεραιώνει αιτήσεις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίες έχουν εκδοθεί από τρίτο κράτος το οποίο έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με την Eurojust.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 2, όταν πρέπει να υποβάλλονται αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας οι οποίες αφορούν την αυτή έρευνα και απαιτούν εκτέλεση σε τρίτο κράτος, η Eurojust δύναται, με τη συμφωνία των οικείων κρατών μελών, να διευκολύνει τη δικαστική συνεργασία με το εν λόγω τρίτο κράτος.

4.   Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 μπορούν να διαβιβάζονται μέσω της Eurojust εφόσον είναι σύμφωνες προς τις πράξεις που ισχύουν για τη σχέση μεταξύ του τρίτου αυτού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των οικείων κρατών μελών.

Άρθρο 27γ

Ευθύνη διάφορη της ευθύνης για μη επιτρεπόμενη ή εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

1.   Η συμβατική ευθύνη της Eurojust διέπεται από το εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη σύμβαση δίκαιο.

2.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Eurojust υποχρεούται, ασχέτως ευθύνης δυνάμει του άρθρου 24, να αποκαθιστά οιαδήποτε ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας του συλλογικού οργάνου ή του προσωπικού της Eurojust κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εφόσον μπορεί να τους καταλογισθεί και ανεξάρτητα από τις διάφορες διαδικασίες αποζημίωσης, οι οποίες υφίστανται δυνάμει του δικαίου των κρατών μελών.

3.   Η παράγραφος 2 ισχύει επίσης για ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας εθνικού μέλους, αναπληρωτή ή βοηθού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ωστόσο, εάν ενεργεί βάσει των εξουσιών που του έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 9α έως 9ε, το κράτος μέλος καταγωγής του επιστρέφει στην Eurojust τα ποσά που η τελευταία έχει καταβάλει για την επανόρθωση της ζημίας.

4.   Ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει από την Eurojust να απόσχει από ή να αποσύρει ή να παύσει οιαδήποτε αγωγή.

5.   Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια επί διαφορών που αφορούν την ευθύνη της Eurojust, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο, καθορίζονται με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (18).

28)

Στο άρθρο 28 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση, μετά τις λέξεις «στο Συμβούλιο», παρεμβάλλονται οι λέξεις «αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία».

29)

Στο άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1:

i)

οι λέξεις «ομόφωνα» αντικαθίσταται από τις λέξεις «με πλειοψηφία δύο τρίτων»,

ii)

προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Η Επιτροπή δικαιούται να συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής και να είναι μέλος της επιτροπής επιλογής»·

β)

στην παράγραφο 2, η δεύτερη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Παρατείνεται άπαξ χωρίς να απαιτείται πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων, εφόσον το συλλογικό σώμα λάβει σχετική απόφαση με πλειοψηφία τριών τετάρτων και ορίσει τον διοικητικό διευθυντή με την αυτή πλειοψηφία.»·

γ)

στην παράγραφο 5, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Προς το σκοπό αυτό, είναι υπεύθυνος για τη σύσταση και εφαρμογή, σε συνεργασία με το συλλογικό όργανο, αποτελεσματικής διαδικασίας παρακολούθησης και αξιολόγησης ως προς την απόδοση της διοίκησης της Eurojust όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της. Ο διοικητικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά έκθεση στο συλλογικό όργανο για τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης.».

30)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2:

i)

στην τέταρτη πρόταση, προστίθενται οι λέξεις: «και μπορεί επίσης να επικουρεί το εθνικό μέλος»,

ii)

η τελευταία πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τις αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής για τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες.»·

β)

στην παράγραφο 3 προστίθενται οι λέξεις: «με την επιφύλαξη του άρθρου 25α παράγραφος 1 στοιχείο γ) και παράγραφος 2.».

31)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή ή το Συμβούλιο μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Eurojust ως προς όλα τα σχέδια πράξεων που καταρτίζονται δυνάμει του τίτλου VI της συνθήκης.».

32)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Οικονομικά θέματα

1.   Οι μισθοί και οι αποδοχές των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και των βοηθών τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

2.   Όταν τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί δρουν στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust, οι σχετικές δαπάνες θεωρούνται ως λειτουργικές δαπάνες κατά την έννοια του άρθρου 41 παράγραφος 3 της συνθήκης.».

33)

Το άρθρο 35 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η ημερομηνία «1η Μαρτίου» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «10 Φεβρουαρίου»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και τα δίκτυα που αναφέρονται στο άρθρο 25α παράγραφος 2 ενημερώνονται για τα τμήματα που αφορούν τις δραστηριότητες των γραμματειών τους, εν ευθέτω χρόνω, πριν από την αποστολή της κατάστασης προβλέψεων στην Επιτροπή.».

34)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο υπόλογος της Eurojust γνωστοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε, τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους·»

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το αργότερο έως την 31η Μαρτίου του επομένου έτους, η Eurojust αποστέλλει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.»·

γ)

στην παράγραφο 10, η ημερομηνία «30 Απριλίου» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «15 Μαΐου».

35)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 39α

Διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ

Η Ευρωπόλ εφαρμόζει τις αρχές ασφαλείας και τις στοιχειώδες προδιαγραφές που καθορίζονται στην απόφαση 2001/264/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την έγκριση κανονισμών ασφαλείας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη διαχείριση διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (19).

36)

Το άρθρο 41 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 41

Υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Eurojust και στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τον διορισμό εθνικών μελών, αναπληρωτών, βοηθών καθώς και των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 και οποιαδήποτε αλλαγή του διορισμού αυτού. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τηρεί ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων αυτών και γνωστοποιεί τα ονόματα και τα στοιχεία επαφής τους που διαθέτει σε όλα τα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

2.   Ο οριστικός διορισμός εθνικού μέλους δεν μπορεί να ισχύει πριν από την ημέρα κατά την οποία η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου παραλαμβάνει τις επίσημες κοινοποιήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και στο άρθρο 9α παράγραφος 3.».

37)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 41α

Αξιολόγηση

1.   Πριν από τις 4 Ιουνίου 2014 και ακολούθως ανά πενταετία, το συλλογικό όργανο αναθέτει ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση της εφαρμογής της παρούσας απόφασης και των δραστηριοτήτων που διεξάγει η Eurojust.

2.   Σε κάθε αξιολόγηση εκτιμάται ο αντίκτυπος της παρούσας απόφασης, οι επιδόσεις της Eurojust ως προς την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση καθώς και η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της Eurojust. Σε συνεννόηση με τη Επιτροπή, το συλλογικό όργανο εκδίδει επιμέρους οδηγίες.

3.   Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει διαπιστώσεις και συστάσεις. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και δημοσιοποιείται.».

38)

Προστίθεται το παράρτημα το κείμενο του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συμφωνία του εθνικού τους δικαίου με την παρούσα απόφαση το συντομότερο δυνατόν και πάντως όχι αργότερα από τις 4 Ιουνίου 2011.

2.   Η Επιτροπή εξετάζει κατά τακτά διαστήματα την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ, όπως τροποποιήθηκε, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο καθώς επίσης, εφόσον ενδείκνυται, τις αναγκαίες προτάσεις για τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας και της λειτουργίας της Eurojust. Αυτό ισχύει ιδίως για τις ικανότητες της Eurojust να υποστηρίζει τα κράτη μέλη στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Άρθρο 3

Ενεργοποίηση

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 16 Δεκεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

R. BACHELOT-NARQUIN


(1)  Γνώμη η οποία διατυπώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60.

(4)  ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 105 της 27.4.1996, σ. 1.

(7)  Κατά τη θέσπιση της παρούσας απόφασης, η αρμοδιότητα της Ευρωπόλ έχει όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ) (ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2003 (ΕΕ C 2 της 6.1.2004, σ. 1), και στο παράρτημά της. Ωστόσο, μόλις η απόφαση του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) αρχίσει να ισχύει, η αρμοδιότητα της Eurojust θα έχει ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της εν λόγω απόφασης και στο παράρτημά της.

(8)  ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1.».

(9)  ΕΕ L 167 της 26.6.2002, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103.

(11)  ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ. 38

(12)  ΕΕ L 253 της 29.9.2005, σ. 22.».

(13)  ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 54.».

(14)  ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130.».

(15)  Απόφαση 2000/641/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, για τη σύσταση γραμματείας των κοινών ελεγκτικών αρχών προστασίας των δεδομένων, που έχουν συσταθεί από τη σύμβαση για τη δημιουργία ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (σύμβασης Ευρωπόλ), τη σύμβαση σχετικά με τη χρησιμοποίηση της τεχνολογίας των πληροφοριών στον τομέα των τελωνείων και τη σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (σύμβαση Σένγκεν) (ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 1).».

(16)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.».

(17)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.».

(19)  ΕΕ L 101 της 11.4.2001, σ. 1.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατάλογος που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 10, με τους ελάχιστους τύπους πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται, όταν είναι διαθέσιμοι, στην Eurojust, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 5, 6 και 7

1.

Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5:

α)

συμμετέχοντα κράτη μέλη·

β)

οικείοι τύποι αξιόποινων πράξεων·

γ)

ημερομηνία της συμφωνίας σχετικά με τη σύσταση της ομάδας·

δ)

προγραμματισμένη διάρκεια λειτουργίας της ομάδας καθώς και τροποποίηση της διάρκειας αυτής·

ε)

στοιχεία του αρχηγού της ομάδας για κάθε συμμετέχον κράτος μέλος·

στ)

σύντομη περίληψη των αποτελεσμάτων της κοινής ομάδας ερευνών.

2.

Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 6:

α)

δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

β)

οικεία κράτη μέλη, συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε, δεδομένα σχετικά με τις υποβαλλόμενες αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:

i)

ημερομηνία υποβολής της αίτησης,

ii)

αιτούσα ή εκδίδουσα αρχή,

iii)

προς ην η αίτηση αρχή ή εκτελούσα αρχή,

iv)

τύπος αίτησης (ζητούμενα μέτρα),

v)

εκτέλεση ή μη της αίτησης και εάν όχι για ποιους λόγους.

3.

Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο α):

α)

οικεία κράτη μέλη και αρμόδιες αρχές·

β)

δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

γ)

συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε.

4.

Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο β):

α)

οικεία κράτη μέλη και αρμόδιες αρχές·

β)

δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

γ)

τύπος παράδοσης·

δ)

τύπος αξιόποινης πράξης σε σχέση με την οποία πραγματοποιείται η ελεγχόμενη παράδοση.

5.

Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο γ):

α)

αιτούν ή εκδίδον κράτος·

β)

προς ο η αίτηση ή εκτελούν κράτος·

γ)

περιγραφή των δυσχερειών.»