30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/49


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 742/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Ιουλίου 2008

σχετικά με τη συμμετοχή της Κοινότητας σε πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων ατόμων μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, το οποίο έχουν αναλάβει διάφορα κράτη μέλη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 169 και το άρθρο 172 δεύτερο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση αριθ. 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (2) (εφεξής «έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο») προβλέπει τη συμμετοχή της Κοινότητας σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνουν από κοινού διάφορα κράτη μέλη, καθώς και τη συμμετοχή στις δομές που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση των εν λόγω προγραμμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 169 της συνθήκης.

(2)

Στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έχει καθοριστεί σειρά κριτηρίων για τον προσδιορισμό πεδίων κατάλληλων για την ανάληψη πρωτοβουλιών του άρθρου 169: η σημασία για τους κοινοτικούς στόχους, ο σαφής καθορισμός του επιδιωκόμενου στόχου και η σημασία του για τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η ύπαρξη υφιστάμενης βάσης (υφιστάμενα ή προγραμματιζόμενα εθνικά ερευνητικά προγράμματα), η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, η κρίσιμη μάζα από την άποψη του μεγέθους και του αριθμού των σχετικών προγραμμάτων και της ομοιότητας των δραστηριοτήτων που αυτά καλύπτουν, καθώς και η αποτελεσματικότητα του άρθρου 169 ως του πλέον ενδεδειγμένου μέσου για την επίτευξη των στόχων.

(3)

Στην απόφαση 2006/971/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία» για την εκτέλεση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) (3) (εφεξής «ειδικό πρόγραμμα Συνεργασία») προσδιορίζεται η «πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 169 στον τομέα της υποβοηθούμενης από το περιβάλλον αυτόνομης διαβίωσης» ως ένα από τα ενδεδειγμένα πεδία για κοινοτική συμμετοχή σε εθνικά ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται από κοινού βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης.

(4)

Η Επιτροπή, στην από 1ης Ιουνίου 2005 ανακοίνωσή της με τίτλο «Η στρατηγική i2010 – Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση», πρότεινε τη δρομολόγηση εμβληματικής πρωτοβουλίας για την περίθαλψη ατόμων σε μια γηράσκουσα κοινωνία.

(5)

Η Επιτροπή, στην από 12ης Οκτωβρίου 2006 ανακοίνωσή της με τίτλο «Το δημογραφικό μέλλον της Ευρώπης, μετατροπή μιας πρόκλησης σε ευκαιρία», υπογράμμισε το γεγονός ότι η δημογραφική γήρανση είναι μια από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η ενισχυμένη χρήση νέων τεχνολογιών θα μπορούσε να συμβάλει στον έλεγχο του κόστους και στην αύξηση της ευημερίας και της ενεργού συμμετοχής των ηλικιωμένων στην κοινωνία, καθώς και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε στήριξη της αναθεωρημένης στρατηγικής της Λισσαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση.

(6)

Συγκεκριμένα στο πεδίο των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) η γήρανση του πληθυσμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευκαιρία για μία αναδυόμενη αγορά για νέα αγαθά και υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ηλικιωμένων. Όμως μία ταχεία ανάπτυξη και χρήση νέων ΤΠΕ δεν πρέπει να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό και διεύρυνση του ψηφιακού χάσματος· ιδιαιτέρως η διάδοση της ψηφιακής παράδοσης αποτελεί προαπαιτούμενο ένταξης και συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας.

(7)

Η παρούσα πρωτοβουλία για την υποβοηθούμενη από το περιβάλλον αυτόνομη διαβίωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα μιας γηράσκουσας κοινωνίας στην Ευρώπη όπου το ποσοστό των γυναικών είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό των ανδρών λόγω του μεγαλύτερου κατά μέσον όρο προσδόκιμου επιβίωσης των γυναικών.

(8)

H παράταση του ενεργού βίου αποτελεί κεντρικό στοιχείο των ανανεωμένων κατευθύνσεων για την απασχόληση. Η προσέγγιση της γήρανσης από την Ένωση στοχεύει στην κινητοποίηση του δυναμικού των ατόμων όλων των ηλικιών –η προσέγγιση κύκλου ζωής– και υπογραμμίζει την ανάγκη μετάβασης από αποσπασματικές σε σφαιρικές στρατηγικές.

(9)

Επί του παρόντος, σειρά ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων που έχουν αναληφθεί από κράτη μέλη μεμονωμένα σε εθνικό επίπεδο στο πεδίο των ΤΠΕ και αφορούν την ευγηρία, δεν συντονίζονται ικανοποιητικά και δεν παρέχουν τη δυνατότητα συνεκτικής προσέγγισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία.

(10)

Επιθυμώντας την επίτευξη συνεκτικής προσέγγισης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πεδίο των ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία και την ανάληψη αποτελεσματικής δράσης, διάφορα κράτη μέλη ανέλαβαν την πρωτοβουλία ανάληψης κοινού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης με τίτλο «αυτόνομη διαβίωση υποβοηθούμενη από το περιβάλλον» (εφεξής «κοινό πρόγραμμα AAL») στο πεδίο των ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία στην κοινωνία της πληροφορίας, αποβλέποντας στην επίτευξη συνέργειας ως προς τη διαχείριση και τους οικονομικούς πόρους, εξασφαλίζοντας ενιαίο και κοινό μηχανισμό αποτίμησης με τη βοήθεια ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων βάσει καθιερωμένης πρακτικής όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (4), και το συνδυασμό διαθέσιμης συμπληρωματικής εμπειρογνωμοσύνης και πόρων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.

(11)

Το κοινό πρόγραμμα AAL στοχεύει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της δημογραφικής γήρανσης παρέχοντας το απαραίτητο νομικό και οργανωτικό πλαίσιο για ευρωπαϊκή συνεργασία μεγάλης κλίμακας μεταξύ των κρατών μελών σε εφαρμοσμένη έρευνα και καινοτομία στο πεδίο των ΤΠΕ για την ευγηρία σε μια γηράσκουσα κοινωνία. Το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία συμφώνησαν να συντονίσουν και να υλοποιήσουν από κοινού δραστηριότητες που αποβλέπουν σε συμβολή στο κοινό πρόγραμμα AAL. Το συνολικό ύψος της συμμετοχής καθεμιάς από τις χώρες αυτές εκτιμάται σε τουλάχιστον 150 εκατ. ευρώ για τη διάρκεια του έβδομου προγράμματος-πλαισίου. Η συμμετοχή καθεμιάς των χωρών αυτών στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο θα πρέπει να υπόκειται σε μια ελάχιστη χρηματοδοτική συνεισφορά ανάλογη προς την εν δυνάμει ζήτηση από τις εθνικές του ερευνητικές κοινότητες και κανονικά θα πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 0,2 εκατ. ευρώ εάν η χώρα πρόκειται να συμμετάσχει στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

(12)

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα πρέπει επίσης να προωθεί τη συμμετοχή μικρών και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων στις δραστηριότητές του σύμφωνα με τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου.

(13)

Για να αυξηθεί ο αντίκτυπος του κοινού προγράμματος AAL, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, συμφώνησαν να συμμετάσχει η Κοινότητα στο κοινό πρόγραμμα AAL. Η Κοινότητα αναμένεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με χρηματοδοτική συνεισφορά ύψους έως 150 εκατ. ευρώ. Δεδομένου ότι το κοινό πρόγραμμα AAL ανταποκρίνεται στους επιστημονικούς στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και ότι το ερευνητικό πεδίο του κοινού προγράμματος AAL εμπίπτει στον θεματικό τομέα των ΤΠΕ του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία» του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας πρέπει να καλυφθεί από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού που διατίθενται για τον συγκεκριμένο θεματικό τομέα. Ενδέχεται να υπάρξουν κι άλλες χρηματοδοτικές επιλογές, μεταξύ άλλων, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), και συγκεκριμένα μέσω της χρηματοδοτικής διευκόλυνσης καταμερισμού του κινδύνου που αναπτύσσεται από κοινού με την ΕΤΕπ και την Επιτροπή σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της απόφασης 2006/971/ΕΚ για το ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία».

(14)

Η κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη πρέπει να παρέχεται υπό τον όρο ότι έχει καταρτιστεί σχέδιο χρηματοδότησης που βασίζεται σε επίσημες δεσμεύσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών για κοινή υλοποίηση των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, καθώς και για συμβολή στη χρηματοδότηση της κοινής εκτέλεσης του κοινού προγράμματος AAL.

(15)

Η κοινή υλοποίηση των εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ή τη σύσταση ειδικής εκτελεστικής δομής, όπως προβλέπεται στο ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία».

(16)

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συμφώνησαν σχετικά με την εν λόγω ειδική εκτελεστική δομή για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL.

(17)

Η ειδική εκτελεστική δομή πρέπει να είναι ο αποδέκτης της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας και πρέπει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL.

(18)

Για την αποτελεσματική υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL πρέπει η ειδική εκτελεστική δομή να παρέχει χρηματοδοτική στήριξη σε τρίτους που συμμετέχουν στο κοινό πρόγραμμα AAL, και οι οποίοι επιλέγονται έπειτα από προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων.

(19)

Η κοινοτική συνεισφορά παρέχεται υπό τον όρο της δέσμευσης πόρων από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, και της καταβολής των αντίστοιχων χρηματοδοτικών συνεισφορών.

(20)

Η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μειώσει, να αναστείλει ή να σταματήσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της σε περίπτωση που το κοινό πρόγραμμα AAL υλοποιείται ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, σύμφωνα με τους όρους συμφωνίας που θα συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και της ειδικής εκτελεστικής δομής όπου θα ρυθμίζεται λεπτομερώς η κοινοτική συνεισφορά.

(21)

Οποιοδήποτε κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο κοινό πρόγραμμα AAL.

(22)

Σύμφωνα με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει συμφωνία επί των όρων της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της στο κοινό πρόγραμμα AAL με αντικείμενο τη συμμετοχή σε αυτό οποιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, εφόσον είναι ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, οποιασδήποτε άλλης χώρας που εντάσσεται στο πρόγραμμα στην πορεία υλοποίησής του, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

(23)

Θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη παρατυπιών και περιπτώσεων απάτης και να κινούνται οι αναγκαίες διαδικασίες για την ανάκτηση απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (5), του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (6), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) (7).

(24)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8) (εφεξής αναφερόμενος ως «δημοσιονομικός κανονισμός»), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (9) (εφεξής αναφερόμενος ως «κανόνες εφαρμογής»), η συνεισφορά της Κοινότητας αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 35, του άρθρου 38 παράγραφος 2 και του άρθρου 41 των κανόνων εφαρμογής.

(25)

Είναι σημαντικό οι ερευνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL να συμβαδίζουν με θεμελιώδεις δεοντολογικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που διακηρύσσονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να τηρούν την αρχή της συνεκτίμησης της ισότητας των φύλων. Η εκτέλεση του προγράμματος θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το ρόλο των γυναικών στους χώρους της επιστήμης και της έρευνας.

(26)

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στην προώθηση επί ίσης βάσης και απλουστευμένης πρόσβασης στα σχετικά, βασιζόμενα στις ΤΠΕ, προϊόντα και υπηρεσίες σε όλα τα κράτη μέλη.

(27)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διεξαγάγει έως το 2010 ενδιάμεση αξιολόγηση, ως προς την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της υλοποίησης του κοινού προγράμματος AAL και ως προς την πρόοδο υλοποίησης των στόχων που έχουν τεθεί. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να εκτιμάται η ανάγκη για περαιτέρω ενδιάμεσες αξιολογήσεις πριν από την τελική αξιολόγηση στα τέλη του 2013,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ:

Άρθρο 1

1.   Σε υλοποίηση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά στο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης «Αυτόνομη διαβίωση υποβοηθούμενη από το περιβάλλον» (εφεξής «κοινό πρόγραμμα AAL»), το οποίο έχει αναληφθεί από κοινού από το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής «συμμετέχοντα κράτη μέλη»), καθώς και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

2.   Η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά ύψους 150 εκατ. ευρώ κατ’ ανώτατο όριο για τη διάρκεια του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, σύμφωνα με τις αρχές του παραρτήματος I που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.

3.   Η κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά καταβάλλεται από τις πιστώσεις του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν διατεθεί για τον θεματικό τομέα «Τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία».

Άρθρο 2

Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας εξαρτάται από:

α)

την τεκμηρίωση, εκ μέρους των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας, ότι το κοινό πρόγραμμα AAL έχει πράγματι συγκροτηθεί όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι·

β)

την επίσημη σύσταση ή τον καθορισμό, από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, ή από οργανισμούς που έχουν καθοριστεί από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, μιας δομής με νομική προσωπικότητα, υπεύθυνης για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, καθώς και για την παραλαβή, την κατανομή και την παρακολούθηση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και το άρθρο 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και το άρθρο 35, το άρθρο 38 παράγραφος 2 και το άρθρο 41 των κανόνων εφαρμογής·

γ)

τον καθορισμό κατάλληλου και αποτελεσματικού μοντέλου διαχείρισης του κοινού προγράμματος AAL σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του παραρτήματος II που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης·

δ)

την αποτελεσματική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του κοινού προγράμματος AAL που περιγράφονται στο παράρτημα Ι από την ειδική εκτελεστική δομή, η οποία συνεπάγεται την προκήρυξη προσκλήσεων υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση επιχορηγήσεων·

ε)

τη δέσμευση των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος AAL, και από την πραγματική καταβολή της χρηματοδοτικής τους συνεισφοράς, ιδίως τη χρηματοδότηση των συμμετεχόντων στα έργα που έχουν επιλεγεί βάσει των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που προκηρύσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος·

στ)

τη συμμόρφωση με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της Κοινότητας και ιδίως με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (10)·

ζ)

τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου επιστημονικής αριστείας και τήρησης των δεοντολογικών αρχών σύμφωνα με τις γενικές αρχές του έβδομου προγράμματος-πλαισίου σύμφωνα με τις αρχές της συνεκτίμησης της διάστασης του φύλου και της ισότητας των φύλων, καθώς και της αειφόρου ανάπτυξης· και

η)

τη διατύπωση διατάξεων που διέπουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τα οποία απορρέουν από τις δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL και από την υλοποίηση και τον συντονισμό των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που διεξάγουν, σε εθνικό επίπεδο, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, κατά τρόπο ώστε να αποβλέπουν στην προαγωγή της παραγωγής τέτοιων γνώσεων και στην υποστήριξη της ευρύτερης χρήσης και διάδοσης των παραγόμενων γνώσεων.

Άρθρο 3

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, η χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την ειδική εκτελεστική δομή σε τρίτους, και ιδίως χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε συμμετέχοντες σε έργα που έχουν επιλεγεί έπειτα από προσκλήσεις υποβολής προτάσεων για την καταβολή επιχορηγήσεων, υπόκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, του προβλέψιμου για τους αιτούντες και της αξιολόγησης από ανεξαρτήτους εμπειρογνώμονες. Η χρηματοδοτική ενίσχυση σε τρίτους χορηγείται βάσει της επιστημονικής αριστείας, των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της σχέσης προς τους γενικούς στόχους του προγράμματος, σύμφωνα με τις αρχές και διαδικασίες του παραρτήματος Ι.

Άρθρο 4

Οι ρυθμίσεις για την κοινοτική οικονομική συνεισφορά και οι κανόνες που αναφέρονται στην οικονομική ευθύνη και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες για την παροχή οικονομικής στήριξης από την ειδική εκτελεστική δομή σε τρίτους θεσπίζονται μέσω γενικής συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Κοινότητας, και της ειδικής εκτελεστικής δομής, καθώς και με ετήσιες συμφωνίες χρηματοδότησης.

Άρθρο 5

Εάν το κοινό πρόγραμμα AAL δεν υλοποιηθεί ή εάν υλοποιηθεί ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, η Κοινότητα μπορεί να μειώσει, να αρνηθεί να καταβάλει ή να διακόψει τη χρηματοδοτική της συνεισφορά ανάλογα με την πραγματική υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL.

Εάν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία δεν συνεισφέρουν ή συνεισφέρουν μερικώς ή καθυστερημένα στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος AAL, η Κοινότητα μπορεί να μειώσει τη χρηματοδοτική της συνεισφορά ανάλογα με το πραγματικό ύψος των δημόσιων χρηματοδοτικών πόρων που έχουν διαθέσει τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία βάσει των όρων της συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής και της ειδικής εκτελεστικής δομής.

Άρθρο 6

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, ρυθμιστικά διοικητικά ή άλλα μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Ειδικότερα, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η πλήρης επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών που τυχόν οφείλονται στην Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 38 παράγραφος 2 των κανόνων εφαρμογής.

Άρθρο 7

Η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορούν, μέσω των μονίμων ή άλλων υπαλλήλων τους, να προβαίνουν σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι οποιασδήποτε απάτης ή παρατυπίας. Προς το σκοπό αυτό, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία ή/και η ειδική εκτελεστική δομή θέτουν, εν ευθέτω χρόνω, στη διάθεση της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου όλα τα σχετικά έγγραφα.

Άρθρο 8

Η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε σχετική πληροφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, καλούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή, μέσω της ειδικής εκτελεστικής δομής, κάθε συμπληρωματική πληροφορία που απαιτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με την οικονομική διαχείριση της ειδικής εκτελεστικής δομής που είναι συνεπής προς τις γενικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

Άρθρο 9

Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα AAL σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η).

Άρθρο 10

Οποιαδήποτε τρίτη χώρα μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα AAL σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η) και υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμμετοχή καλύπτεται από σχετική διεθνή συμφωνία, και ότι σε αυτό συμφωνούν τόσο η Επιτροπή όσο και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία.

Άρθρο 11

Οι προϋποθέσεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας σε σχέση με τη συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα AAL οποιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, εάν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL, οποιασδήποτε άλλης χώρας, μπορούν να συμφωνούνται από την Κοινότητα βάσει των κανόνων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση καθώς και οποιωνδήποτε εκτελεστικών κανόνων και ρυθμίσεων.

Άρθρο 12

1.   Η ετήσια έκθεση για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 173 της συνθήκης περιλαμβάνει έκθεση των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL.

2.   Η Επιτροπή διεξάγει ενδιάμεση αξιολόγηση του κοινού προγράμματος AAL δύο έτη έπειτα από την έναρξη του προγράμματος, το αργότερο όμως το 2010. Εάν κριθεί απαραίτητο μετά την πρώτη ενδιάμεση αξιολόγηση, μπορούν να πραγματοποιηθούν περαιτέρω ενδιάμεσες αξιολογήσεις.

Στην ενδιάμεση αξιολόγηση εξετάζεται η πρόοδος προς την κατεύθυνση των στόχων του κοινού προγράμματος AAL που ορίζονται στο παράρτημα Ι, περιλαμβανομένων και συστάσεων σχετικά με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο περαιτέρω προώθησης της ολοκλήρωσης, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της υλοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής, διαχειριστικής και οικονομικής ολοκλήρωσης του κοινού προγράμματος AAL, καθώς και το ζήτημα του εάν το επίπεδο οικονομικής συνεισφοράς των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας είναι το ενδεδειγμένο, δεδομένης της εν δυνάμει ζήτησης από τις διάφορες εθνικές ερευνητικές τους κοινότητες. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η εμπειρία που έχει αποκομισθεί από άλλα κοινά προγράμματα που εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 169 της συνθήκης.

Η Επιτροπή ανακοινώνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τα σχετικά συμπεράσματα, συνοδευόμενα από τις παρατηρήσεις της και, κατά περίπτωση, προτάσεις για την προσαρμογή της παρούσας απόφασης.

3.   Στο τέλος του 2013, η Επιτροπή διεξάγει τελική αξιολόγηση του κοινού προγράμματος AAL. Τα αποτελέσματα της τελικής αξιολόγησης υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 13

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 9 Ιουλίου 2008.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-P. JOUYET


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008.

(2)  ΕΕ L 412 της 30.12.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 400 της 30.12.2006, σ. 86.

(4)  ΕΕ L 391 της 30.12.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1233/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 279 της 23.10.2007, σ. 10).

(6)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

(7)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1525/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 343 της 27.12.2007, σ. 9).

(9)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 478/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 111 της 28.4.2007, σ. 13).

(10)  ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ, ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AAL

I.   Επιμέρους στόχοι

Το κοινό πρόγραμμα AAL έχει τους ακόλουθους επιμέρους στόχους:

Διευκόλυνση της εμφάνισης βασιζόμενων σε ΤΠΕ καινοτόμων προϊόντων, υπηρεσιών και συστημάτων ευγηρίας στο σπίτι, στην κοινότητα και στην εργασία, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, της αυτονομίας, της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή, των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας των ηλικιωμένων και τον περιορισμό του κόστους της υγείας και της κοινωνικής περίθαλψης. Τα παραπάνω μπορούν να βασίζονται π.χ. σε καινοτόμο εφαρμογή ΤΠΕ, σε νέους τρόπους αλληλεπίδρασης με τους πελάτες ή σε νέους τύπους αλυσίδας αξιών για υπηρεσίες αυτοδύναμης διαβίωσης. Τα αποτελέσματα από το κοινό πρόγραμμα AAL θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και από άλλες ομάδες πληθυσμού, ήτοι τα άτομα με αναπηρίες.

Δημιουργία, σε επίπεδο ΕΕ, κρίσιμης μάζας έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας στα πεδία των τεχνολογιών και υπηρεσιών ευγηρίας στην κοινωνία της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ευνοϊκού περιβάλλοντος για τη συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στο πρόγραμμα·

Βελτίωση των συνθηκών βιομηχανικής εκμετάλλευσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων μέσω της δημιουργίας συνεκτικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη κοινών προσεγγίσεων, περιλαμβανομένων κοινών ελάχιστων προδιαγραφών, και τη διευκόλυνση της τοπικής προσαρμογής κοινών λύσεων, συμβιβάσιμων με διαφορετικές κοινωνικές προτιμήσεις και ρυθμιστικές πτυχές, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Εστιάζοντας στην εφαρμοσμένη έρευνα, το κοινό πρόγραμμα AAL θα συμπληρώσει σχετικές μακροπρόθεσμες ερευνητικές δραστηριότητες που προβλέπονται στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, καθώς και τις δραστηριότητες επίδειξης που αποτελούν μέρος του προγράμματος-πλαισίου ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας (CIP, 2007-2013), το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), και εστιάζει σε μεγάλης κλίμακας υιοθέτηση υφιστάμενων λύσεων.

Μέσω των δραστηριοτήτων του το κοινό πρόγραμμα AAL πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των ανανεωμένων στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας και τη δημιουργία της κοινωνίας που βασίζεται στη γνώση, ενώ θα αποφεύγεται το να οδηγεί η χρήση της νέας τεχνολογίας στον αποκλεισμό. Επ’ αυτού θα προωθείται η ανάπτυξη αποτελεσματικών ως προς το κόστος λύσεων που μπορεί να βοηθούν στην εξασφάλιση επί ίσης βάσης και απλουστευμένης πρόσβασης στα σχετικά, βασιζόμενα στην ΤΠΕ προϊόντα και υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε υπηρεσίες μέσα από την επιλογή διαφόρων καναλιών, που σέβονται τη σφαίρα του προσωπικού και την αξιοπρέπεια των ηλικιωμένων απ’ άκρου εις άκρο των περιφερειών της Ευρώπης, περιλαμβανομένων των περιοχών της υπαίθρου και εκείνων στην περιφέρεια.

Πέραν τούτων το κοινό πρόγραμμα AAL πρέπει να προωθεί την καινοτομία στον ιδιωτικό τομέα και τη συγχρηματοδότηση από αυτόν, ιδιαίτερα τις ΜΜΕ, για έργα που σχετίζονται με την αγορά, την προσαρμογή της τεχνολογίας και λύσεων που πρέπει να αναπτυχθούν στα πλαίσια έργων για τις ανάγκες των ηλικιωμένων ενόψει ευρύτερης συμμετοχής τους στην κοινωνία.

Όπου είναι τούτο δυνατόν εξασφαλίζονται ο συμπληρωματικός χαρακτήρας του κοινού προγράμματος AAL προς άλλα προγράμματα σε επίπεδο Κοινότητας, κρατών μελών και περιφερειών και συνέργειες με αυτά.

Πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή σε πιθανά θέματα δεοντολογίας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα.

II.   Δραστηριότητες

Οι κυριότερες δραστηριότητες στο κοινό πρόγραμμα AAL συνίστανται στις δραστηριότητες έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας. Οι δραστηριότητες αυτές υλοποιούνται μέσω διακρατικών έργων επιμερισμένου κόστους στα οποία συμμετέχουν εταίροι από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρες από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία και άλλες συμμετέχουσες χώρες και τα οποία περιλαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης, επίδειξης και διάδοσης. Θα πρέπει να εστιάζουν σε έρευνα προσανατολισμένη στην αγορά, να είναι βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης διάρκειας και να αποδεικνύουν την ικανότητα εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων του έργου εντός ρεαλιστικού χρονικού πλαισίου.

Επιπλέον, δραστηριότητες μεσιτείας, προώθησης προγραμμάτων και δικτύωσης μπορούν να υλοποιηθούν μέσω ειδικών εκδηλώσεων ή σε συνδυασμό με υφιστάμενες. Σε αυτές περιλαμβάνεται η διοργάνωση συναντήσεων εργασίας και η ανάπτυξη επαφών με άλλους ενδιαφερόμενους στην αξιακή αλυσίδα.

Το κοινό πρόγραμμα AAL περιλαμβάνει διαβούλευση με ευρωπαίους ενδιαφερόμενους (όπως υπεύθυνους για λήψη αποφάσεων από υπουργεία και δημόσιες αρχές, παρόχους υπηρεσιών και ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης και εκπροσώπους κλάδων, ΜΜΕ και χρηστών) όσον αφορά τις ερευνητικές προτεραιότητες και την υλοποίηση του προγράμματος.

Το κοινό πρόγραμμα AAL λαμβάνει επίσης υπόψη τις δημογραφικές τάσεις και τη δημογραφική έρευνα στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη για να παρέχει λύσεις που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση απ’ άκρου εις άκρο των κρατών μελών.

III.   Υλοποίηση του προγράμματος

Ετήσιο πρόγραμμα εργασιών και προσκλήσεις υποβολής προτάσεων

Το κοινό πρόγραμμα AAL υλοποιείται στη βάση ετησίων προγραμμάτων εργασιών όπου προσδιορίζονται τα θέματα για τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, οι οποίες αφού συμφωνηθούν με την Επιτροπή χρησιμεύουν ως βάση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας.

Στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL προκηρύσσονται τακτικά προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, κατά το συμφωνημένο πρόγραμμα εργασιών. Οι προτάσεις υποβάλλονται από τους υποψηφίους κεντρικά στην ειδική εκτελεστική δομή (ενιαίο σημείο υποβολής).

Μετά τη λήξη της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, διεξάγεται κεντρικός έλεγχος επιλεξιμότητας από την ειδική εκτελεστική δομή σε συνεργασία με τους εθνικούς οργανισμούς διαχείρισης προγράμματος. Ο έλεγχος γίνεται με βάση τα κοινά κριτήρια επιλεξιμότητας προγραμμάτων του κοινού προγράμματος AAL που δημοσιεύονται με το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών όπως ορίζεται στη συνέχεια. Στα κοινά κριτήρια επιλεξιμότητας περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:

έγκαιρη, ολοκληρωμένη και ηλεκτρονική υποβολή της πρότασης και

η εκπλήρωση υποχρεώσεων όσον αφορά τη σύνθεση κοινοπραξιών.

Επιπλέον, η ειδική εκτελεστική δομή με τη συνδρομή των εθνικών οργανισμών διαχείρισης προγράμματος, πραγματοποιεί έλεγχο σε σύγκριση με τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας που δημοσιεύονται με το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών. Αυτά τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας, τα οποία μνημονεύονται στις αντίστοιχες προσκλήσεις, αφορούν μόνο τη νομική και οικονομική κατάσταση μεμονωμένων συμμετεχόντων και δεν αφορούν το περιεχόμενο της πρότασης. Τα κριτήρια αυτά είναι:

ο τύπος συμμετέχοντος, όπως νομικό καθεστώς και σκοπός,

η ευθύνη και η βιωσιμότητα, όπως οικονομική ευρωστία, εκπλήρωση φορολογικών/κοινωνικών υποχρεώσεων κ.λπ.

Οι επιλέξιμες προτάσεις έργων αξιολογούνται και επιλέγονται σε κεντρικό επίπεδο με τη συνδρομή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, βάσει διαφανών και κοινών κριτηρίων αξιολόγησης, όπως ορίζεται στο πρόγραμμα εργασιών. Η επιλογή αυτή, αφού εγκριθεί από τη γενική συνέλευση, είναι δεσμευτική για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και για το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

Η ειδική εκτελεστική δομή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση των έργων· για τη διαχείριση ολόκληρου του κύκλου του έργου καθιερώνονται κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες.

Δεδομένου ότι τα διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους εθνικούς εταίρους έργων στα πλαίσια των επιλεγόμενων έργων διεκπεραιώνονται από την εκάστοτε εθνική υπηρεσία διαχείρισης προγράμματος, ισχύουν τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας που αφορούν αποκλειστικά τη νομική και οικονομική κατάσταση μεμονωμένων συμμετεχόντων, όπως ορίζεται ανωτέρω, καθώς και οι εθνικές διοικητικές βασικές αρχές.

Σε περίπτωση όπου κατά το στάδιο της ανάθεσης των συμβάσεων ένας συμμετέχων δεν πληροί ένα από τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας, το κοινό πρόγραμμα AAL διασφαλίζει την επιστημονική αριστεία. Για το σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με απόφαση του εκτελεστικού συμβουλίου συμπληρωματική κεντρική και ανεξάρτητη αξιολόγηση της συγκεκριμένης πρότασης με τη συνδρομή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, για να αξιολογηθεί η πρόταση χωρίς τη συμμετοχή του συγκεκριμένου συμμετέχοντος ή, εφόσον προταθεί από την κοινοπραξία έργου, με τη συμμετοχή αντικαταστάτη.

Κάθε χώρα χρηματοδοτεί τους εθνικούς της συμμετέχοντες των οποίων οι προτάσεις επιλέγονται μέσω των εθνικών της υπηρεσιών, οι οποίες επιπλέον διοχετεύουν την κεντρική χρηματοδότηση από την ειδική εκτελεστική δομή, βάσει συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ αντίστοιχων εθνικών υπηρεσιών και των εθνικών συμμετεχόντων για κάθε έργο.

Εξασφάλιση επιστημονικής, διαχειριστικής και οικονομικής ολοκλήρωσης

Το κοινό πρόγραμμα AAL εξασφαλίζει την επιστημονική ολοκλήρωση των συμμετεχόντων εθνικών προγραμμάτων μέσω της κατάρτισης κοινών προγραμμάτων εργασιών και του καθορισμού κοινών θεμάτων προσκλήσεων για όλα τα εθνικά προγράμματα.

Η διαχειριστική ολοκλήρωση των εθνικών προγραμμάτων εξασφαλίζεται από τη νομική οντότητα που δημιουργείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία. Η διαχείριση του κοινού προγράμματος AAL περιλαμβάνει:

κεντρική οργάνωση των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων,

κεντρική, ανεξάρτητη και διαφανή αξιολόγηση από εμπειρογνώμονες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βάσει κοινών κανόνων και κριτηρίων αξιολόγησης και επιλογής προτάσεων ανάλογα με την επιστημονική τους αριστεία,

ενιαία διεύθυνση υποβολής (προβλέπεται ηλεκτρονική υποβολή).

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα ενισχύσει την οικονομική ολοκλήρωση:

εξασφαλίζοντας τη συνολική τήρηση των ανειλημμένων δεσμεύσεων χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο για τη διάρκεια της πρωτοβουλίας, καθώς και των ετήσιων δεσμεύσεων για κάθε προτεινόμενο πρόγραμμα εργασιών,

εξασφαλίζοντας ότι η τελική κατάταξη των προτάσεων, που συμφωνείται βάσει της αξιολόγησης, θα είναι δεσμευτική για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία όπως περιγράφεται ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου ανάθεσης των συμβάσεων,

προάγοντας την ευρύτερη δυνατή ευελιξία στην κατανομή εθνικών δημοσιονομικών πόρων για την αντιμετώπιση εξαιρέσεων, π.χ. με αύξηση των εθνικών συνεισφορών ή με σταυροειδή χρηματοδότηση.

Ως μέρος της πρωτοβουλίας, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της ολοκλήρωσης και την άρση των υφιστάμενων εθνικών νομικών και διοικητικών φραγμών για τη διεθνή συνεργασία.

IV.   Αρχές χρηματοδότησης

Η κοινοτική συνεισφορά αντιπροσωπεύει σταθερό ποσοστό της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης από τα συμμετέχοντα εθνικά προγράμματα, σε καμία περίπτωση όμως δεν υπερβαίνει ποσοστό 50 % της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης ενός συμμετέχοντος σε έργο που έχει επιλεγεί έπειτα από πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL. Το εν λόγω σταθερό ποσοστό ορίζεται στη συμφωνία μεταξύ της ειδικής εκτελεστικής δομής και της Επιτροπής και βασίζεται στην πολυετή ανάληψη δέσμευσης των συμμετεχόντων κρατών μελών και του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας, καθώς και στην κοινοτική συνεισφορά.

Μέγιστο ποσοστό 6 % της χρηματοδοτικής συνεισφοράς από την Κοινότητα χρησιμοποιείται ως συμβολή για τις συνολικές επιχειρησιακές δαπάνες του κοινού προγράμματος AAL.

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία επίσης θα συνεισφέρουν για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL.

Τα έργα συγχρηματοδοτούνται από τους συμμετέχοντες σε αυτά.

V.   Αναμενόμενα παραδοτέα από την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL

Η ειδική εκτελεστική δομή θα υποβάλλει ετήσια έκθεση η οποία θα περιλαμβάνει λεπτομερή επισκόπηση της υλοποίησης του κοινού προγράμματος AAL (αριθμός έργων που έχουν υποβληθεί και επιλεγεί για χρηματοδότηση, αξιοποίηση της κοινοτικής χρηματοδότησης, κατανομή των εθνικών πόρων, τύπος συμμετεχόντων, στατιστικές ανά χώρα, εκδηλώσεις τεχνομεσιτείας και δραστηριότητες διάδοσης κ.λπ.), καθώς και της προόδου προς την κατεύθυνση περαιτέρω ολοκλήρωσης.

Τα αναμενόμενα παραδοτέα θα καθορίζονται λεπτομερέστερα στη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Κοινότητας, και την ειδική εκτελεστική δομή.


(1)  ΕΕ L 310 της 9.11.2006, σ. 15.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AAL

Η οργανωτική διάρθρωση του κοινού προγράμματος AAL είναι η ακόλουθη:

 

Η AAL Association, μια διεθνής μη κερδοσκοπική ένωση διεπόμενη από το βελγικό δίκαιο, συνιστά την ειδική εκτελεστική δομή που δημιουργήθηκε από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

 

Η AAL Association είναι υπεύθυνη για όλες τις δραστηριότητες του κοινού προγράμματος AAL. Στους σκοπούς της AAL Association περιλαμβάνονται η διαχείριση συμβάσεων και του προϋπολογισμού, η κατάρτιση των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών, η οργάνωση των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, η διεκπεραίωση της αξιολόγησης και η βαθμολογική κατάταξη των έργων. Επιπλέον, η AAL Association επιβλέπει την παρακολούθηση των έργων και μεταβιβάζει τις πληρωμές των κοινοτικών συνεισφορών στις καθορισμένες εθνικές υπηρεσίες του προγράμματος. Διοργανώνει επίσης δραστηριότητες διάδοσης.

 

Η διοίκηση της AAL Association ασκείται από τη γενική συνέλευση. Η γενική συνέλευση είναι το όργανο του κοινού προγράμματος AAL που λαμβάνει τις αποφάσεις, διορίζει τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου και επιβλέπει την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών, της κατανομής της εθνικής χρηματοδότησης σε έργα και των αιτήσεων προσχώρησης νέων μελών. Λειτουργεί στη βάση της αρχής «μια χώρα μια ψήφος». Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εκτός των αποφάσεων διαδοχής, εισδοχής ή αποκλεισμού μελών ή διάλυσης της ένωσης, περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να καθοριστούν ειδικές απαιτήσεις ψηφοφορίας στο καταστατικό της ένωσης. Στις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης η Επιτροπή συμμετέχει με καθεστώς παρατηρητή.

 

Το εκτελεστικό συμβούλιο της Ένωσης AAL —αποτελούμενο από τουλάχιστον έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και έναν ταμία— εκλέγεται από τη γενική συνέλευση για να αναλάβει τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες διαχείρισης, όπως η κατάρτιση του προϋπολογισμού, η διαχείριση του προσωπικού και η σύναψη συμβάσεων. Είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ένωσης και είναι υπόλογο στη γενική συνέλευση.

 

Οι εθνικές υπηρεσίες διαχείρισης προγράμματος εξουσιοδοτούνται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία να αναλάβουν εργασίες που συνδέονται με τη διαχείριση των έργων και με τα διοικητικά και νομικά ζητήματα που αφορούν τους εθνικούς εταίρους έργων, καθώς και να παρέχουν υποστήριξη κατά την αξιολόγηση και τη διαπραγμάτευση των προτάσεων έργων. Εργάζονται υπό την επιτήρηση της ένωσης AAL.

 

Ένα συμβουλευτικό όργανο, απαρτιζόμενο από εκπροσώπους του κλάδου και άλλων ενδιαφερόμενων μερών και στο οποίο περιλαμβάνονται εκπρόσωποι διαφορετικών γενεών, διατυπώνει συστάσεις ως προς τις προτεραιότητες και τα αντικείμενα των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που προκηρύσσονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL.