18.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 332/103


ΑΠΌΦΑΣΗ 2007/845/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Δεκεμβρίου 2007

σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, του Βασιλείου του Βελγίου και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το βασικό κίνητρο του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος είναι το κέρδος, που αποτελεί το έναυσμα για τη διάπραξη περαιτέρω εγκληματικών πράξεων με σκοπό την απόκτηση ακόμη περισσοτέρων κερδών. Συνεπώς, οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου πρέπει να έχουν τις αναγκαίες ικανότητες προκειμένου να ερευνούν και να αναλύουν τα ίχνη χρηματοπιστωτικών πράξεων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Προϋπόθεση της αποτελεσματικής καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος είναι η ταχεία ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στον εντοπισμό και την κατάσχεση των προϊόντων εγκλήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε εγκληματίες.

(2)

Το Συμβούλιο έχει εκδώσει την απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2), και την απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος (3), οι οποίες αφορούν ορισμένες πτυχές της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα στον τομέα της δέσμευσης και της κατάσχεσης προϊόντων, οργάνων και άλλων περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος.

(3)

Είναι απαραίτητο να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, των οποίων έργο είναι η ανίχνευση των προϊόντων παράνομων δραστηριοτήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης και να ληφθούν μέτρα που θα επιτρέψουν την απευθείας επικοινωνία μεταξύ των αρχών αυτών.

(4)

Για το σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκροτήσουν υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων με αρμοδιότητες στους τομείς αυτούς και να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες ταχέως.

(5)

Το δίκτυο CARIN (δίκτυο του Camden που συνδέει τις υπηρεσίες ανάκτησης των περιουσιακών στοιχείων το οποίο συγκροτήθηκε στη Χάγη στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου 2004 από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αποτελεί ήδη ένα παγκόσμιο δίκτυο επαγγελματιών και ειδικών που αποσκοπεί να ενισχύσει την αμοιβαία γνώση των μεθόδων και τεχνικών στον τομέα της διασυνοριακής ανίχνευσης, δέσμευσης, κατάσχεσης και δήμευσης των προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος. Η απόφαση αυτή θα συμπληρώσει το δίκτυο CARIN αποτελώντας τη νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων όλων των κρατών μελών.

(6)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο —«Το πρόγραμμα της Χάγης: Δέκα προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία»— υποστήριξε ότι πρέπει να ενισχυθούν τα μέσα για την αντιμετώπιση των οικονομικών πτυχών του οργανωμένου εγκλήματος, μεταξύ άλλων με την προώθηση και δημιουργία μονάδων πληροφοριών για τα έσοδα από τις εγκληματικές δραστηριότητες στα κράτη μέλη της ΕΕ.

(7)

Η συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και άλλων υπηρεσιών επιφορτισμένων να διευκολύνουν την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος πραγματοποιείται με βάση τις διαδικασίες και τις προθεσμίες που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4), καθώς και με βάση τους λόγους άρνησης που αυτή περιέχει.

(8)

Η παρούσα απόφαση δεν θίγει τις ρυθμίσεις συνεργασίας που ορίζονται με την απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με ρυθμίσεις για τη συνεργασία μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών (5), ούτε τις υπάρχουσες ρυθμίσεις για την αστυνομική συνεργασία,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΑ ΕΞΗΣ:

Άρθρο 1

Υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων

1.   Κάθε κράτος μέλος συγκροτεί ή ορίζει μια εθνική υπηρεσία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, η οποία αναλαμβάνει να διευκολύνει την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος τα οποία ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο εντολής από αρμόδια δικαστική αρχή για δέσμευση ή κατάσχεση ή για δήμευση σε ποινικές ή, εφόσον επιτρέπεται εκ της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, αστικές διαδικασίες.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ένα κράτος μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, να συγκροτήσει ή να ορίσει δύο υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων. Όταν ένα κράτος μέλος έχει περισσότερες από δύο υπηρεσίες επιφορτισμένες να διευκολύνουν την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος, το πολύ δύο υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων ορίζονται ως σημεία επαφής.

3.   Κάθε κράτος μέλος υποδεικνύει την ή τις υπηρεσίες που αποτελούν εθνικές υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν εγγράφως αυτήν την πληροφορία και κάθε μετέπειτα τροποποίηση στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Αυτό δεν εμποδίζει άλλες υπηρεσίες οι οποίες έχουν αναλάβει τη διευκόλυνση της ανίχνευσης και του εντοπισμού προϊόντων του εγκλήματος να ανταλλάσσουν πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 3 και 4 με υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 2

Συνεργασία ανάμεσα στις υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οικείες υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων να συνεργάζονται μεταξύ τους για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 1, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές, κατόπιν αιτήσεως αλλά και αυθορμήτως.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η συνεργασία αυτή να μην εμποδίζεται από το καθεστώς των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ασχέτως αν αποτελούν τμήμα διοικητικής, αστυνομικής ή δικαστικής αρχής.

Άρθρο 3

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων κατόπιν αιτήσεως

1.   Οι υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων των κρατών μελών, ή άλλες αρχές σε ένα κράτος μέλος επιφορτισμένες να διευκολύνουν την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος, δύνανται να υποβάλλουν σε υπηρεσία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων άλλου κράτους μέλους αιτήσεις πληροφοριών για σκοπό οριζόμενο στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Προς τούτο, βασίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ και στους κανόνες που θεσπίζονται κατά την εφαρμογή της.

2.   Κατά τη συμπλήρωση του εντύπου που προβλέπεται από την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ, η αιτούσα υπηρεσία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων προσδιορίζει το αντικείμενο της αίτησης, τους λόγους υποβολής της και τη φύση των διαδικασιών. Δίνει όσο το δυνατόν ακριβέστερες ενδείξεις σχετικά με τα συγκεκριμένα ή αναζητούμενα περιουσιακά στοιχεία (τραπεζικούς λογαριασμούς, ακίνητα, αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής και άλλα αγαθά μεγάλης αξίας) ή/και σχετικά με τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που φέρονται ως ενεχόμενα στην υπόθεση (λόγου χάρη ονόματα, διευθύνσεις, ημερομηνίες και τόπους γεννήσεως, ημερομηνία καταχώρισης στο μητρώο, μετόχους, έδρα).

Άρθρο 4

Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων

1.   Οι υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων ή άλλες αρχές επιφορτισμένες να διευκολύνουν την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος, μπορούν, εντός των ορίων της εθνικής νομοθεσίας και χωρίς υποβολή σχετικής αίτησης, να ανταλλάσσουν πληροφορίες τις οποίες θεωρούν απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων άλλης υπηρεσίας ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τους στόχους της παρούσας απόφασης οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

2.   Οι διατάξεις του άρθρου 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στην ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5

Προστασία των δεδομένων

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι κανόνες περί προστασίας των δεδομένων εφαρμόζονται επίσης κατά τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία.

2.   Η χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται, απευθείας ή διμερώς, δυνάμει της παρούσας απόφασης διέπεται από τις εθνικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος που παραλαμβάνει τις πληροφορίες, όπου οι πληροφορίες αποτελούν αντικείμενο των ίδιων κανόνων προστασίας των δεδομένων, ως εάν είχαν συγκεντρωθεί στο κράτος μέλος που παραλαμβάνει τις πληροφορίες. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας απόφασης προστατεύονται σύμφωνα με τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την προστασία του ατόμου όσον αφορά την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, για όσα κράτη μέλη το έχουν επικυρώσει, σύμφωνα με το πρόσθετο πρωτόκολλο της 8ης Νοεμβρίου 2001 στην εν λόγω σύμβαση, σχετικά με τις ελεγκτικές αρχές και τις διασυνοριακές διαβιβάσεις δεδομένων. Είναι επίσης σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι βασικές αρχές της σύστασης αριθ. R(87) 15 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την αστυνομία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρχές επιβολής του νόμου χειρίζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέλαβαν δυνάμει της παρούσας αποφάσεως.

Άρθρο 6

Ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές σε συνάρτηση με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των προσπαθειών των κρατών μελών για την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων του εγκλήματος και άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εντολής δέσμευσης, κατάσχεσης ή δήμευσης από την αρμόδια δικαστική αρχή.

Άρθρο 7

Σχέσεις με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της συνεργασίας

Η παρούσα απόφαση δεν θίγει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νομοθετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή την αμοιβαία αναγνώριση ποινικών αποφάσεων, από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, από την απόφαση 2000/642/ΔΕΥ και από την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ.

Άρθρο 8

Συμμόρφωση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι είναι σε θέση να συνεργασθούν πλήρως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, το αργότερο στις 18 Δεκεμβρίου 2008. Την ίδια ημερομηνία τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο τυχόν διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας που τους επιτρέπουν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται δυνάμει της παρούσας απόφασης.

2.   Εφόσον τα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ, οι αναφορές της παρούσας απόφασης στην απόφαση-πλαίσιο νοούνται ως αναφορές στις εφαρμοστέες νομοθετικές πράξεις για την αστυνομική συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Έως τις 18 Δεκεμβρίου 2010 το Συμβούλιο αξιολογεί κατά πόσον τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με την παρούσα απόφαση βάσει εκθέσεως της Επιτροπής.

Άρθρο 9

Εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 6 Δεκεμβρίου 2007.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. COSTA


(1)  Γνώμη της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σ. 45.

(3)  ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 49.

(4)  ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 89.

(5)  ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 4.