27.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 376/21


ΟΔΗΓΊΑ 2006/114/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2006

για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση

(κωδικοποίηση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η οδηγία 84/450/EOK του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (3), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί (4) ουσιαστικά. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίησή της.

(2)

Oι ισχύουσες στα κράτη μέλη νομοθεσίες για την παραπλανητική διαφήμιση διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. H διαφήμιση εκτείνεται και πέρα από τα σύνορα των κρατών μελών και έχει, συνεπώς, άμεσες επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3)

H παραπλανητική και η μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μέσα στην εσωτερική αγορά.

(4)

H διαφήμιση, είτε καταλήγει στη σύναψη σύμβασης είτε όχι, επιδρά στην οικονομική κατάσταση των καταναλωτών και των εμπορευομένων.

(5)

Οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαφήμιση που είναι παραπλανητική για τις επιχειρήσεις εμποδίζουν την πραγματοποίηση διαφημιστικής εκστρατείας πέρα από τα εθνικά σύνορα και θίγουν, επομένως, την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

(6)

H ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σημαίνει συνεπάγεται ευρύ φάσμα δυνατοτήτων επιλογής. Eπειδή οι καταναλωτές και οι εμπορευόμενοι μπορούν και πρέπει να επωφελούνται κατά το μέγιστο δυνατόν από την εσωτερική αγορά και επειδή η διαφήμιση συνιστά σημαντικότατο μέσο για την εμπορική διάθεση σε ολόκληρη την Κοινότητα κάθε αγαθού και υπηρεσίας, οι βασικές διατάξεις που διέπουν τη μορφή και το περιεχόμενο της συγκριτικής διαφήμισης θα πρέπει να είναι ενιαίες και οι όροι της χρήσης της συγκριτικής διαφήμισης στα κράτη μέλη θα πρέπει να εναρμονισθούν. Yπό τους όρους αυτούς, τούτο αναμένεται ότι θα συμβάλει στην αντικειμενική προβολή των πλεονεκτημάτων των διαφόρων συγκρίσιμων προϊόντων. Eξάλλου, η συγκριτική διαφήμιση μπορεί να τονώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών.

(7)

Θα έπρεπε να οριστούν τα ελάχιστα και αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό της παραπλανητικής διαφήμισης.

(8)

H συγκριτική διαφήμιση, εφόσον συγκρίνει ουσιώδη, συναφή, επαληθεύσιμα και αντιπροσωπευτικά στοιχεία και δεν είναι παραπλανητική, μπορεί να αποτελέσει θεμιτό μέσο ενημέρωσης των καταναλωτών προς το συμφέρον τους. Η έννοια της συγκριτικής διαφήμισης καλό είναι να είναι ευρεία, ώστε να καλύπτει όλους τους τρόπους συγκριτικής διαφήμισης.

(9)

Θα πρέπει να τεθούν όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση, όσον αφορά τη σύγκριση, με στόχο τον προσδιορισμό των πρακτικών συγκριτικής διαφήμισης που μπορούν να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό ή να είναι επιζήμιες για τους ανταγωνιστές και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις επιλογές των καταναλωτών. Οι εν λόγω όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται η διαφήμιση θα πρέπει να περιλαμβάνουν κριτήρια αντικειμενικής σύγκρισης των στοιχείων των αγαθών και υπηρεσιών.

(10)

Οι διεθνείς συμβάσεις για την πνευματική ιδιοκτησία καθώς και οι εθνικές διατάξεις περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να εφαρμόζονται όταν κατά τη συγκριτική διαφήμιση γίνεται αναφορά ή αναπαραγωγή των αποτελεσμάτων των συγκριτικών δοκιμών οι οποίες έχουν διεξαχθεί από τρίτους.

(11)

Οι όροι της συγκριτικής διαφήμισης θα πρέπει να είναι σωρευτικοί και να πληρούνται στο σύνολό τους. Σύμφωνα με τη συνθήκη, η επιλογή της μορφής και των μεθόδων για την εφαρμογή των όρων αυτών πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη, εφόσον η εν λόγω μορφή και οι μέθοδοι δεν καθορίζονται ήδη από την παρούσα οδηγία.

(12)

Στα πλαίσια των όρων αυτών, θα πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι διατάξεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (5), και ιδίως το άρθρο 13, και άλλες κοινοτικές διατάξεις που έχουν εγκριθεί στο γεωργικό τομέα.

(13)

Το άρθρο 5 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (6) παρέχει στο δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί κατά τις συναλλαγές σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο προς το κατατεθέν σήμα για πανομοιότυπα προϊόντα ή υπηρεσίες ή, ενδεχομένως, ακόμη και για άλλα προϊόντα.

(14)

Ωστόσο, μπορεί να είναι απαραίτητο, για την αποτελεσματική λειτουργία της συγκριτικής διαφήμισης, να προσδιορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες ανταγωνισμού με μνεία του σήματος ή της εμπορικής επωνυμίας των οποίων ο ανταγωνιστής είναι δικαιούχος.

(15)

Κατά την εν λόγω χρήση του σήματος ή της εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων άλλου εφόσον πληρούνται οι όροι που θέτει η παρούσα οδηγία, δεν παραβιάζεται αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα, δεδομένου ότι η χρήση αυτή αποβλέπει μόνο στη διάκριση μεταξύ των δύο ανταγωνιστών και, κατά συνέπεια, στην αντικειμενική ανάδειξη των διαφορών.

(16)

Τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έννομο συμφέρον θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να προσφεύγουν κατά της παραπλανητικής και της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης είτε ενώπιον δικαστηρίου είτε ενώπιον διοικητικού οργάνου, αρμόδιων να αποφασίζουν σχετικά με τις προσφυγές αυτές ή να κινούν τις κατάλληλες νόμιμες διαδικασίες.

(17)

Τα δικαστήρια ή τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες εξουσίες, ώστε να μπορούν να διατάζουν ή να επιτυγχάνουν την παύση της παραπλανητικής και της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι ενδεδειγμένο να απαγορευτεί μια παραπλανητική και τη μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση πριν ακόμα περιέλθει σε γνώση του κοινού. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες που θα προβλέπουν συστηματικό προληπτικό έλεγχο της διαφήμισης.

(18)

Mε τους εκούσιους ελέγχους που ασκούνται από αυτόνομους οργανισμούς για την εξάλειψη της παραπλανητικής και της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης μπορεί να αποφευχθεί η προσφυγή σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες και ότι, επομένως, οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να ενθαρρυνθούν.

(19)

Το βάρος αποδείξεως καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Θα ήταν, ωστόσο, σκόπιμο να έχουν τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές τη δυνατότητα να ζητούν από τους εμπορευόμενους να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών τους.

(20)

Η ρύθμιση της συγκριτικής διαφήμισης, είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και συνεπώς απαιτείται δράση σε κοινοτικό επίπεδο. Η έκδοση οδηγίας είναι το κατάλληλο μέσο, διότι ορίζει ενιαίες γενικές αρχές και ταυτόχρονα επαφίεται στα κράτη μέλη η εκλογή του τύπου και του κατάλληλου τρόπου επίτευξης των στόχων. Είναι σύμφωνη και με την αρχή της επικουρικότητας.

(21)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών, κατά το Παράρτημα I, Μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει την προστασία των εμπορευομένων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως

α)

«διαφήμιση»: κάθε ανακοίνωση που γίνεται στο πλαίσιο εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με στόχο την προώθηση της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων·

β)

«παραπλανητική διαφήμιση»: κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή·

γ)

«συγκριτική διαφήμιση»: κάθε διαφήμιση που κατονομάζει ρητά ή υπονοεί έναν ανταγωνιστή ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται από έναν ανταγωνιστή·

δ)

«εμπορευόμενος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου·

ε)

«ιδιοκτήτης κώδικα»: κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή ομάδας εμπορευομένων, υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από αυτόν.

Άρθρο 3

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της, και ιδίως οι ενδείξεις της σχετικά με:

α)

τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγαθών ή υπηρεσιών, όπως διαθεσιμότητα, φύση, εκτέλεση, σύνθεση, μέθοδος και ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, καταλληλότητα, χρήσεις, ποσότητα, προδιαγραφές, γεωγραφική καταγωγή ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση τους αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων των αγαθών ή των υπηρεσιών·

β)

την τιμή ή τον τρόπο διαμόρφωσής της, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες·

γ)

την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του διαφημιζόμενου, όπως, π.χ., η ταυτότητα και η περιουσία του, οι ικανότητες και η κατοχή δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του.

Άρθρο 4

Η συγκριτική διαφήμιση επιτρέπεται, όσον αφορά τη σύγκριση, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν είναι παραπλανητική σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β), το άρθρο 3 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας ή τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά της 11ης Μαΐου 2005 για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (7).

β)

συγκρίνει τα αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους·

γ)

συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα, και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή·

δ)

δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή·

ε)

για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης·

στ)

δεν επωφελείται αθέμιτα από τη φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων·

ζ)

δεν παρουσιάζει αγαθό ή υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία·

η)

δεν δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.

Άρθρο 5

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση της παραπλανητικής διαφήμισης και επιβάλλουν συμμόρφωση με τις διατάξεις για τη συγκριτική διαφήμιση προς το συμφέρον των εμπορευομένων και των ανταγωνιστών.

Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν νομοθετικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έχουν έννομο συμφέρον να απαγορευθεί η παραπλανητική διαφήμιση ή να ρυθμιστεί η συγκριτική διαφήμιση δύνανται:

α)

να προσφύγουν στα δικαστήρια κατά της εν λόγω διαφήμισης

ή

β)

να προσφύγουν κατά της διαφήμισης αυτής ενώπιον διοικητικής αρχής η οποία είναι αρμόδια είτε να αποφασίσει σχετικά με την καταγγελία είτε να παραπέμψει το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστήριο.

2.   Απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποια από τις διαδικασίες της παραγράφου 1, δεύτερο εδάφιο, θα ισχύσει και αν θα πρέπει το δικαστήριο ή οι διοικητικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν την προηγούμενη άσκηση άλλων υφιστάμενων μέσων για την αντιμετώπιση των καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων των σημειουμένων στο άρθρο 6.

Απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν:

α)

εάν οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται χωριστά ή από κοινού κατά ορισμένων εμπορευομένων του ίδιου οικονομικού τομέα·

και

β)

εάν οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται κατά ιδιοκτήτη κώδικα, όταν ο εν λόγω κώδικας προωθεί τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου.

3.   Στο πλαίσιο των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη παρέχουν στα δικαστήρια ή τα διοικητικά όργανα εξουσίες οι οποίες τους επιτρέπουν, στην περίπτωση που κρίνουν τα μέτρα αυτά αναγκαία για την προστασία όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων και ιδιαίτερα του γενικού συμφέροντος:

α)

να διατάζουν την παύση της παραπλανητικής διαφήμισης ή της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, ή να κινούν τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες προς τούτο

ή

β)

εάν η παραπλανητική διαφήμιση ή η μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, επίκειται όμως η δημοσίευσή της, να την απαγορεύουν ή να κινούν την οικεία δικαστική διαδικασία απαγόρευσης της δημοσίευσης αυτής.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται έστω και αν δεν αποδεικνύεται ζημία ή πραγματική βλάβη, ούτε δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του διαφημιζόμενου.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να ληφθούν στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας είτε με προσωρινή ισχύ, είτε με οριστική ισχύ, στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους.

4.   Προκειμένου να εξαλειφθούν οι συνεχιζόμενες συνέπειες παραπλανητικής διαφήμισης ή μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, η παύση της οποίας έχει διαταχθεί με τελεσίδικη απόφαση, τα κράτη μέλη μπορούν να απονέμουν στα δικαστήρια ή τα διοικητικά όργανα εξουσίες οι οποίες τους επιτρέπουν:

α)

να απαιτούν τη δημοσίευση ολόκληρης της απόφασης ή μέρους της, με την μορφή που κρίνουν κατάλληλη·

β)

να απαιτούν, επιπλέον, τη δημοσίευση της επανορθωτικής δήλωσης.

5.   Οι διοικητικές αρχές, τις οποίες προβλέπει η παράγραφος, 1 δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β), πρέπει:

α)

να έχουν τέτοια σύνθεση ώστε να μη γεννώνται αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία τους·

β)

να έχουν επαρκείς εξουσίες όταν αποφαίνονται σχετικά με τις προσφυγές ώστε να ασκούν εποπτεία και να επιβάλλουν την τήρηση των αποφάσεών τους με αποτελεσματικό τρόπο·

γ)

κατ’ αρχήν, να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

6.   Εφόσον οι εξουσίες κατά τις παραγράφους 3 και 4 ασκούνται αποκλειστικά από διοικητικό όργανο, οι αποφάσεις του πρέπει πάντοτε να είναι αιτιολογημένες. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες με τις οποίες θα είναι δυνατό να προσβληθεί δικαστικά κάθε καταχρηστική ή αδικαιολόγητη άσκηση των εξουσιών του διοικητικού οργάνου ή κάθε καταχρηστική ή αδικαιολόγητη παράλειψη άσκησης των εξουσιών αυτών.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει τον εκούσιο έλεγχο, ο οποίος μπορεί να ενθαρρυνθεί και από τα κράτη μέλη, της παραπλανητικής ή της συγκριτικής διαφήμισης από αυτόνομους οργανισμούς καθώς και την προσφυγή των κατ’ άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, προσώπων ή οργανώσεων σε οργανισμούς αυτού τους είδους, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται διαδικασίες ενώπιον αυτών των οργανισμών πέραν των δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 7

Τα κράτη μέλη παρέχουν στα δικαστήρια ή στα διοικητικά όργανα τις κατάλληλες αρμοδιότητες που τους επιτρέπουν, κατά τη διάρκεια αστικής ή διοικητικής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 5:

α)

να απαιτούν να προσκομίζει ο διαφημιζόμενος αποδείξεις για την αντικειμενική ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων του διαφημιζόμενου και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία και σε περίπτωση συγκριτικής διαφήμισης να απαιτούν να προσκομίζει ο διαφημιζόμενος τις αποδείξεις αυτές σε βραχύ χρονικό διάστημα·

και

β)

να θεωρούν ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον οι αποδείξεις που ζητούνται σύμφωνα με το στοιχείο α) δεν προσκομιστούν ή δεν αρκούν για να πεισθεί το δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο.

Άρθρο 8

1.   Η παρούσα οδηγία δεν κωλύει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εμπορευομένους και τους ανταγωνιστές έναντι της παραπλανητικής διαφήμισης.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στη συγκριτική διαφήμιση όσον αφορά τη σύγκριση.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κοινοτικών διατάξεων περί διαφημίσεως συγκεκριμένων προϊόντων ή/και υπηρεσιών ή των περιορισμών ή των απαγορεύσεων σχετικά με τη διαφήμιση σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης.

3.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τη συγκριτική διαφήμιση δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη τα οποία, τηρουμένων των διατάξεων της συνθήκης, διατηρούν ή εισάγουν απαγορεύσεις της διαφήμισης για συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες, επιβάλλοντας είτε απευθείας είτε με πράξη φορέα ή οργάνωσης επιφορτισμένης δυνάμει της νομοθεσίας των κρατών μελών με τη ρύθμιση της άσκησης μιας εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, να επιτρέπουν τη συγκριτική διαφήμιση για τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες. Όταν οι απαγορεύσεις αυτές περιορίζονται σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα μέσα ενημέρωσης που δεν καλύπτονται από τις εν λόγω απαγορεύσεις.

4.   Ουδεμία διάταξη της παρούσας οδηγίας εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης, απαγορεύσεις ή περιορισμούς στη χρήση συγκρίσεων κατά τη διαφήμιση επαγγελματικών υπηρεσιών, είτε αυτοί επιβάλλονται απευθείας είτε επιβάλλονται από οργάνωση ή οργανισμό υπεύθυνο, κατά τη νομοθεσία των κρατών μελών, για τη ρύθμιση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 9

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Η οδηγία 84/450/EOK καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών, κατά το Παράρτημα I, Μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο Παράρτημα II.

Άρθρο 11

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει στις 12 Δεκεμβρίου 2007.

Άρθρο 12

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12ης Δεκεμβρίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. PEKKARINEN


(1)  Γνώμη της 26ης Οκτωβρίου 2006 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2006 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2006.

(3)  ΕΕ L 250, 19.9.1984, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149, 11.6.2005, σ. 22).

(4)  Βλ. Παράρτημα Ι, Μέρος Α.

(5)  ΕΕ L 93, 31.3.2006 σ. 12.

(6)  ΕΕ L 40, 11.2.1989, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 92/10/EΟΚ (ΕΕ L 6, 11.1.1992, σ. 35).

(7)  ΕΕ L 149, 11.6.2005, σ. 22.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της

Οδηγία 84/450/EOK του Συμβουλίου

(ΕΕ L 250 της 19.9.1984, σ. 17)

 

Οδηγία 97/55/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σ. 18)

 

Οδηγία 2005/29/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22)

μόνο το άρθρο 14

ΜΕΡΟΣ B

Κατάλογος ημερομηνιών ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής

(που αναφέρονται στο άρθρο 10)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας ενσωμάτωσης

Ημερομηνία εφαρμογής

84/450/EOK

1η Οκτωβρίου 1986

97/55/EK

23η Απριλίου 2000

2005/29/EΚ

12 Ιουνίου 2007

12 Δεκεμβρίου 2007


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 84/450/EΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 2, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 2, σημείο 1

Άρθρο 2, στοιχείο α)

Άρθρο 2, σημείο 2

Άρθρο 2, στοιχείο β)

Άρθρο 2, σημείο 2α

Άρθρο 2, στοιχείο γ)

Άρθρο 2, σημείο 3

Άρθρο 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 2, σημείο 4

Άρθρο 2, στοιχείο ε)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 3α παράγραφος 1

Άρθρο 4

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α)

Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β)

Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, τελική φράση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο τελική φράση

Άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 5, παράγραφος 4, εισαγωγικό τμήμα

Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο α)

Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο β)

Άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 5

Άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5, παράγραφος 6

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 7, παράγραφος 1

Άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7, παράγραφος 2

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7, παράγραφος 3

Άρθρο 8, παράγραφος 2

Άρθρο 7, παράγραφος 4

Άρθρο 8, παράγραφος 3

Άρθρο 7, παράγραφος 5

Άρθρο 8, παράγραφος 4

Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 9

Άρθρο 12

Παράρτημα I

Παράρτημα II