32002L0095

Οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 037 της 13/02/2003 σ. 0019 - 0023


Οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 27ης Ιανουαρίου 2003

σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Νοεμβρίου 2002,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Οι ανομοιότητες των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον περιορισμό της χρήσης των επικίνδυνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουν εμπόδια για το εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη σύσταση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητη η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα αυτόν, καθώς και η συμβολή στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην περιβαλλοντικώς ενδεδειγμένη αξιοποίηση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του στη Νίκαια στις 7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000, υιοθέτησε το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αρχή της προφύλαξης.

(3) Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, σχετικά με την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής για τη διαχείριση των αποβλήτων τονίζει ότι είναι απαραίτητο να μειωθεί η περιεκτικότητα των αποβλήτων σε επικίνδυνες ουσίες και αναφέρεται στα πιθανά οφέλη από την καθιέρωση κανόνων σε όλη την Κοινότητα που θα περιορίζουν την παρουσία ανάλογων ουσιών σε ορισμένα προϊόντα και παραγωγικές διαδικασίες.

(4) Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1988, σχετικά με ένα κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από το κάδμιο(5), καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει αμελλητί την εκπόνηση ειδικών μέτρων για το εν λόγω πρόγραμμα. Επιβάλλεται επίσης να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και θα πρέπει να εφαρμόζεται συνολική στρατηγική που να περιορίζει ιδιαίτερα τη χρήση του καδμίου και να ενθαρρύνει την έρευνα για υποκατάστατα. Το ψήφισμα τονίζει ότι η χρήση του καδμίου θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν κατάλληλες και ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις.

(5) Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι τα μέτρα για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανακύκλωση και τη διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ), όπως αναφέρονται στην οδηγία 2002/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, για τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού(6), είναι απαραίτητα προκειμένου να περιοριστούν τα προβλήματα διαχείρισης αποβλήτων που συνδέονται με τα αντίστοιχα βαρέα μέταλλα και τα αντίστοιχα επιβραδυντικά φλόγας. Παρά τα μέτρα αυτά, ωστόσο, σημαντικά τμήματα των ΑΗΗΕ θα εξακολουθήσουν να καταλήγουν στις συνήθεις διαδικασίες διάθεσης. Ακόμα και εάν τα ΑΗΗΕ συλλέγονταν χωριστά και υποβάλλονταν σε διαδικασίες ανακύκλωσης, το περιεχόμενό τους σε υδράργυρο, κάδμιο, μόλυβδο, εξασθενές χρώμιο, PBB και PBDE θα ήταν δυνατό να εξακολουθήσει να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον.

(6) Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα, η υποκατάσταση των ουσιών αυτών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού με ασφαλή ή ασφαλέστερα υλικά είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλισθεί σημαντική μείωση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον, οι οποίοι σχετίζονται με τις ουσίες αυτές, ώστε να επιτευχθεί το σκοπούμενο επίπεδο προστασίας στην Κοινότητα. Ο περιορισμός της χρήσης των επικίνδυνων αυτών ουσιών είναι πιθανόν να ενισχύσει τις δυνατότητες και την οικονομική αποδοτικότητα της ανακύκλωσης των ΑΗΗΕ και να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία των εργαζομένων σε εγκαταστάσεις ανακύκλωσης.

(7) Οι ουσίες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία έχουν ερευνηθεί και αξιολογηθεί επιστημονικά πολλές φορές και έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων μέτρων τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

(8) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία συνυπολογίζουν τις υφιστάμενες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και βασίζονται σε αξιολόγηση των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών. Τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για να επιτευχθεί το σκοπούμενο επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν στην Κοινότητα αν δεν ληφθούν μέτρα. Τα μέτρα θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εξετάζονται και, εφόσον είναι απαραίτητο, να προσαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά δεδομένα.

(9) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις της ασφάλειας και της υγείας, καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες(7).

(10) Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η τεχνική ανάπτυξη των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού δίχως βαρέα μέταλλα, PBDE και PBB. Αμέσως μόλις είναι διαθέσιμα τα επιστημονικά στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης, θα πρέπει να εξετασθεί η απαγόρευση άλλων επικίνδυνων ουσιών και η υποκατάστασή τους με φιλικότερες προς το περιβάλλον εναλλακτικές ουσίες οι οποίες να εξασφαλίζουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(11) Εξαιρέσεις από την απαίτηση υποκατάστασης θα πρέπει να επιτρέπονται εφόσον η υποκατάσταση είναι αδύνατη από επιστημονική και τεχνική σκοπιά ή εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ή/και την υγεία λόγω της υποκατάστασης ενδέχεται να είναι σημαντικότερες των οφελών αυτής για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η υποκατάσταση των επικίνδυνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα πρέπει επίσης να διεξάγεται κατά τρόπο συμβατό με την υγεία και την ασφάλεια των χρηστών των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΗΗΕ).

(12) Δεδομένου ότι η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων, η ανακατασκευή και η παράταση της διάρκειας ζωής τους είναι επωφελείς, χρειάζεται να υπάρχουν διαθέσιμα ανταλλακτικά.

(13) Η προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των εξαιρέσεων από τις προϋποθέσεις για τη βαθμιαία εξάλειψη και απαγόρευση των επικίνδυνων ουσιών θα πρέπει να πραγματοποιείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο μιας διαδικασίας επιτροπής.

(14) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(8),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στόχοι

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους περιορισμούς της χρήσης επικίνδυνων ουσιών στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, καθώς και η συμβολή στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην περιβαλλοντικώς ορθή αξιοποίηση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό που υπάγεται στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 10 του παραρτήματος Ι Α της οδηγίας 2002/96/ΕΚ (ΑΗΗΕ) και στους λαμπτήρες πυράκτωσης και τα οικιακά φωτιστικά σώματα.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τις απαιτήσεις ασφαλείας και υγείας καθώς και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων.

3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ανταλλακτικά για την επισκευή ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ούτε στην επαναχρησιμοποίηση του εν λόγω εξοπλισμού ο οποίος έχει διατεθεί στην αγορά πριν από την 1η Ιουλίου 2006.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) "Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός" ή "ΗΗΕ": ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος υπάγεται στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι Α της οδηγίας 2002/96/ΕΚ (ΑΗΗΕ) και ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση έως 1000 V εναλλασσόμενου ρεύματος και έως 1500 V συνεχούς ρεύματος.

β) "Παραγωγός": οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το ποια τεχνική πωλήσεων χρησιμοποιεί, συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως επικοινωνίας σύμφωνα με την οδηγία 1997/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις(9), το οποίο:

i) κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό με το εταιρικό του σήμα,

ii) μεταπωλεί με το δικό του εταιρικό σήμα εξοπλισμό παραγόμενο από άλλους προμηθευτές, όπου ο μεταπωλητής δεν θεωρείται "παραγωγός" εφόσον το εταιρικό σήμα του παραγωγού αναγράφεται στη συσκευή σύμφωνα με το σημείο i), ή

iii) εισάγει ή εξάγει κατ' επάγγελμα ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό σε ένα κράτος μέλος.

Οποιος παρέχει αποκλειστικά χρηματοδότηση στο πλαίσιο ή βάσει συμφωνίας χρηματοδότησης, δεν θεωρείται "παραγωγός", εκτός εάν ενεργεί επίσης ως παραγωγός με την έννοια των σημείων i) έως iii).

Άρθρο 4

Πρόληψη

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, από την 1η Ιουλίου 2006, ο νέος ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που διατίθεται στην αγορά δεν περιέχει μόλυβδο, υδράργυρο, κάδμιο, εξασθενές χρώμιο, πολυβρωμοδιφαινύλια (PBB) ή πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες (PBDE). Τα εθνικά μέτρα περί περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης των παραπάνω ουσιών στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία πριν από την έκδοση της παρούσας οδηγίας μπορούν να διατηρηθούν έως την 1η Ιουλίου 2006.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις εφαρμογές που απαριθμούνται στο παράρτημα.

3. Βάσει προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν, αμέσως μόλις είναι διαθέσιμα τα επιστημονικά στοιχεία, και σύμφωνα με τις αρχές της πολιτικής για τα χημικά προϊόντα που προβλέπονται στο έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, για την απαγόρευση άλλων επικίνδυνων ουσιών και την υποκατάστασή τους με εναλλακτικές ουσίες πιο φιλικές προς το περιβάλλον, οι οποίες διασφαλίζουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας για τον καταναλωτή.

Άρθρο 5

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

1. Οι τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του παραρτήματος στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο για τους ακόλουθους σκοπούς, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 2:

α) προσδιορισμός, εφόσον είναι απαραίτητο, ανώτατων τιμών συγκέντρωσης μέχρι των οποίων είναι ανεκτή η παρουσία των ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σε συγκεκριμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού·

β) εξαίρεση υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το άρθρο 4 παράγραφος 1, εφόσον η εξάλειψη ή υποκατάστασή τους με αλλαγές στο σχεδιασμό ή με υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που δεν απαιτούν τη χρησιμοποίηση υλικών ή ουσιών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς ανέφικτη ή εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της υποκατάστασης για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών ενδέχεται να είναι σημαντικότερες από τα πλεονεκτήματά της για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών·

γ) διεξαγωγή επανεξέτασης κάθε εξαίρεσης του παραρτήματος τουλάχιστον ανά τετραετία ή τέσσερα έτη μετά την προσθήκη ενός είδους στον κατάλογο με στόχο την εξέταση της διαγραφής υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το Παράρτημα, εάν η εξάλειψη ή υποκατάστασή τους με αλλαγές στο σχεδιασμό ή με υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που δεν απαιτούν τη χρησιμοποίηση υλικών ή ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς δυνατή, εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις της υποκατάστασης για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών δεν είναι σημαντικότερες από τα πιθανά πλεονεκτήματά της για το περιβάλλον, την υγεία ή/και την ασφάλεια των καταναλωτών.

2. Πριν από την τροποποίηση του παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, διαβουλεύεται με τους παραγωγούς ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, τους ανακυκλωτές, τους υπεύθυνους επεξεργασίας, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις ενώσεις εργοδοτών και καταναλωτών. Οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται στην επιτροπή του άρθρου 7 παράγραφος 1. Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει.

Άρθρο 6

Επανεξέταση

Πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή επανεξετάζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να λάβει υπόψη, εφόσον είναι απαραίτητο, νέα επιστημονικά δεδομένα.

Ειδικότερα, η Επιτροπή υποβάλλει έως την ημερομηνία αυτή, προτάσεις για να περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ο εξοπλισμός που εμπίπτει στις κατηγορίες 8 και 9 του παραρτήματος Ι Α της οδηγίας 2002/96/ΕΚ (ΑΗΗΕ).

Η Επιτροπή μελετά επίσης την ανάγκη προσαρμογής του καταλόγου των ουσιών του άρθρου 4 παράγραφος 1, με βάση επιστημονικά δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης και υποβάλλει, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προτάσεις για τις εν λόγω προσαρμογές.

Κατά την επανεξέταση, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην επίδραση στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία άλλων επικίνδυνων ουσιών και υλικών που χρησιμοποιούνται στον ηλεκτρονικό και ηλεκτρικό εξοπλισμό. Η Επιτροπή εξετάζει τη βιωσιμότητα της υποκατάστασης των εν λόγω ουσιών και υλικών και, εάν κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για επέκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 4.

Άρθρο 7

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου(10).

2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 8

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 9

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις 13 Αυγούστου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο όλων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 11

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2003.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. Cox

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Γ. Δρυς

(1) ΕΕ C 365 Ε της 19.12.2000, σ. 195 και ΕΕ C 240 E της 28.8.2001, σ. 303.

(2) ΕΕ C 116 της 20.4.2001, σ. 38.

(3) ΕΕ C 148 της 18.5.2001, σ. 1.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαΐου 2001 (ΕΕ C 34 E της 7.2.2002, σ. 109), κοινή θέση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ C 90 E της 16.4.2002, σ. 12) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2002 και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002.

(5) ΕΕ C 30 της 4.2.1988, σ. 1.

(6) Βλέπε σελίδα 24 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7) ΕΕ L 78 της 26.3.1991, σ. 38· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/101/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 1 της 5.1.1999, σ. 1).

(8) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9) ΕΕ L 144 της 4.6.1997, σ. 19· οδηγία η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/65/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

(10) ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Εφαρμογές μολύβδου, υδραργύρου, καδμίου και εξασθενούς χρωμίου, που εξαιρούνται από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1

1. Υδράργυρος σε λαμπτήρες φθορισμού μικρών διαστάσεων, εφόσον δεν υπερβαίνει τα 5 mg ανά λαμπτήρα.

2. Υδράργυρος σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού γενικών εφαρμογών, εφόσον δεν υπερβαίνει:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>.

3. Υδράργυρος σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού ειδικών εφαρμογών.

4. Υδράργυρος σε άλλους λαμπτήρες που δεν κατονομάζονται ρητώς στο παρόν παράρτημα.

5. Μόλυβδος στο γυαλί καθοδικών λυχνιών, ηλεκτρονικών κατασκευαστικών στοιχείων και λαμπτήρων φθορισμού.

6. Μόλυβδος ως συστατικό κράματος χάλυβα με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 0,35 % κατά βάρος, κράματος αλουμινίου με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 0,4 % κατά βάρος και κράματος χαλκού με περιεκτικότητα σε μόλυβδο έως 4 % κατά βάρος.

7. - Μόλυβδος για κολλήσεις τύπου υψηλού σημείου τήξεως (δηλαδή συγκολλητικό από κράμα μολύβδου-κασσιτέρου με άνω του 85 % μόλυβδο).

- Μόλυβδος για κολλήσεις για διακομιστές, συστήματα αποθήκευσης και συστήματα αποθήκευσης με συστοιχίες (χορηγείται εξαίρεση έως το 2010).

- Μόλυβδος για κολλήσεις για εξοπλισμό υποδομής δικτύων, για μεταγωγή, σηματοδότηση, διαβίβαση, καθώς και διαχείριση δικτύου για τηλεπικοινωνίες.

- Μόλυβδος σε ηλεκτρονικά κεραμικά κατασκευαστικά στοιχεία (π.χ. πιεζοηλεκτρονικές διατάξεις).

8. Επίστρωση με κάδμιο εκτός των εφαρμογών που έχουν απαγορευθεί δυνάμει της οδηγίας 91/338/ΕΟΚ(1) για την τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ(2) περί περιορισμών εμπορίας και χρήσεως ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων.

9. Εξασθενές χρώμιο ως αντιδιαβρωτικό του ψυκτικού συστήματος από ανθρακούχο χάλυβα στα ψυγεία απορρόφησης.

10. Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, η Επιτροπή εξετάζει τις εφαρμογές που αφορούν:

- το δεκα-BDE,

- τον υδράργυρο σε ευθείς λαμπτήρες φθορισμού ειδικών εφαρμογών,

- το μόλυβδο για κολλήσεις για διακομιστές, συστήματα αποθήκευσης και συστήματα αποθήκευσης με συστοιχίες, εξοπλισμό υποδομής δικτύων, για μεταγωγή, σηματοδότηση, διαβίβαση, καθώς και διαχείριση δικτύου για τηλεπικοινωνίες (προκειμένου να καθοριστεί συγκεκριμένο χρονικό όριο για αυτή την εξαίρεση), και

- τους λαμπτήρες πυράκτωσης,

κατά προτεραιότητα, προκειμένου να αποφασίσει, το ταχύτερο δυνατόν, αν πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως τα είδη αυτά.

(1) ΕΕ L 186 της 12.7.1991, σ. 59.

(2) ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201.