32002D0676

Απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 108 της 24/04/2002 σ. 0001 - 0006


Απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 7ης Μαρτίου 2002

σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Στις 10 Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή υπέβαλε ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών προτείνοντας τα επόμενα βήματα στην πολιτική του ραδιοφάσματος βάσει των αποτελεσμάτων της δημόσιας διαβούλευσης για την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την πολιτική για το ραδιοφάσμα στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, οι μεταφορές και η έρευνα και ανάπτυξη (Ε& Α). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την εν λόγω ανακοίνωση με το ψήφισμα της 18ης Μαΐου 2000(4). Θα πρέπει να τονισθεί ότι είναι επιθυμητός ένας βαθμός πρόσθετης εναρμόνισης της κοινοτικής πολιτικής για το ραδιοφάσμα για υπηρεσίες και εφαρμογές, ιδίως για υπηρεσίες και εφαρμογές κοινοτικής ή ευρωπαϊκής εμβέλειας, και ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν με τον απαιτούμενο τρόπο ορισμένες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (CEPT).

(2) Ως εκ τούτου, απαιτείται η δημιουργία στην Κοινότητα ενός πολιτικού και νομικού πλαισίου προκειμένου να εξασφαλισθεί ο συντονισμός των πολιτικών προσέγγισης και, οσάκις ενδείκνυται, εναρμονισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος που απαιτούνται για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε τομείς της κοινοτικής πολιτικής, όπως οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι μεταφορές και η έρευνα και ανάπτυξη. Η πολιτική προσέγγισης όσον αφορά τη χρήση του ραδιοφάσματος θα πρέπει να συντονίζεται και, οσάκις ενδείκνυται, να εναρμονίζεται σε κοινοτικό επίπεδο, για την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής. Ο συντονισμός και η εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο δύνανται επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συντελούν στην επίτευξη εναρμόνισης και συντονισμού της χρήσης του ραδιοφάσματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα, είναι δυνατή η παροχή κατάλληλης τεχνικής υποστήριξης σε εθνικό επίπεδο.

(3) Η πολιτική ραδιοφάσματος στην Κοινότητα θα πρέπει να συμβάλει στην ελευθερία της έκφρασης, καθώς και στην ελευθερία της γνώμης και στην ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, ανεξαρτήτως συνόρων, όπως και στην ελευθερία και πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης.

(4) Η παρούσα απόφαση βασίζεται στην αρχή ότι, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν συμφωνήσει επί μιας κοινοτικής πολιτικής, η οποία εξαρτάται από το ραδιοφάσμα, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται διαδικασίες επιτροπολογίας για τη θέσπιση συνοδευτικών τεχνικών μέτρων εφαρμογής. Τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής θα πρέπει να αφορούν ειδικότερα τις εναρμονισμένες προϋποθέσεις διαθεσιμότητας και αποτελεσματικής χρήσης του ραδιοφάσματος, καθώς και τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος. Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(5).

(5) Κάθε νέα κοινοτική πρωτοβουλία η οποία εξαρτάται από το ραδιοφάσμα θα πρέπει να συμφωνείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση, με βάση πρόταση της Επιτροπής. Υπό την επιφύλαξή του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής, η πρόταση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο της σχεδιαζόμενης πολιτικής στους κύκλους χρηστών του υπάρχοντος φάσματος, καθώς και στοιχεία για οιαδήποτε νέα γενική ανακατανομή των ραδιοσυχνοτήτων που θα απαιτούσε, ενδεχομένως, η εν λόγω νέα πολιτική.

(6) Για την ανάπτυξη και τη θέσπιση τεχνικών μέτρων εφαρμογής και προκειμένου να βοηθηθούν η διατύπωση, η προπαρασκευή και η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ραδιοφάσματος, η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από επιτροπή, αποκαλούμενη "επιτροπή ραδιοφάσματος", η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής. Η επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τις προτάσεις για τεχνικά μέτρα εφαρμογής που αφορούν το ραδιοφάσμα. Τα μέτρα αυτά διαμορφώνονται βάσει συζητήσεων στο πλαίσιο της επιτροπής και, σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτούν τεχνική προπαρασκευαστική εργασία των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος. Όταν χρησιμοποιούνται διαδικασίες επιτροπολογίας για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων εφαρμογής, η επιτροπή θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις της βιομηχανίας καθώς και όλων των ενδιαφερόμενων χρηστών, που προέρχονται τόσο από εμπορικούς όσο και από μη εμπορικούς χώρους, καθώς και τις απόψεις άλλων ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τις εξελίξεις σε θέματα τεχνολογίας, αγοράς και κανονιστικών ρυθμίσεων που δύνανται να επηρεάζουν τη χρήση του ραδιοφάσματος. Οι χρήστες του ραδιοφάσματος θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να εισάγουν κάθε πληροφορία που κρίνουν αναγκαία. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να ακούσει τους εκπροσώπους των κοινοτήτων χρηστών ραδιοφάσματος κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεών της, οσάκις ενδείκνυται, για την πληρέστερη κατανόηση της κατάστασης σε ένα συγκεκριμένο τομέα.

(7) Οσάκις απαιτείται η θέσπιση μέτρων εναρμόνισης για την εφαρμογή κοινοτικών πολιτικών οι οποίες υπερβαίνουν τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πρόταση με βάση τη συνθήκη.

(8) Η πολιτική ραδιοφάσματος δεν μπορεί να βασίζεται μόνον σε τεχνικές παραμέτρους, αλλά είναι επίσης αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη και οι οικονομικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, υγειονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Επιπλέον, η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση του περιορισμένου σε έκταση διαθέσιμου ραδιοφάσματος θα οδηγήσει σε αντικρουόμενες πιέσεις για την εξυπηρέτηση των διαφόρων ομάδων χρηστών ραδιοφάσματος, σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες επιβολής της εφαρμογής του νόμου, οι ένοπλες δυνάμεις και η επιστημονική κοινότητα. Στην πολιτική που αφορά το ραδιοφάσμα θα πρέπει, συνεπώς, να συνεκτιμώνται όλοι οι τομείς και να εξισορροπούνται οι αντίστοιχες ανάγκες.

(9) Η παρούσα απόφαση δεν θα πρέπει να επηρεάζει το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλλουν τους αναγκαίους περιορισμούς για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και άμυνας. Όταν ένα τεχνικό μέτρο εφαρμογής επηρεάζει, μεταξύ άλλων, ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί αποκλειστικά και άμεσα για λόγους δημόσιας ασφάλειας και άμυνας, η Επιτροπή δύναται, εφόσον το κράτος μέλος το ζητεί για αιτιολογημένους λόγους, να εγκρίνει μεταβατικές περιόδους και/ή μηχανισμούς κατανομής για να διευκολύνει την πλήρη υλοποίηση του μέτρου. Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εθνικές τους ζώνες ραδιοσυχνοτήτων τις οποίες χρησιμοποιούν αποκλειστικά και άμεσα για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας και άμυνας.

(10) Προκειμένου να λαμβάνονται υπ' όψη οι απόψεις των κρατών μελών, των κοινοτικών οργάνων, της βιομηχανίας καθώς και όλων των ενδιαφερομένων χρηστών, που προέρχονται τόσο από εμπορικούς όσο και από μη εμπορικούς χώρους, καθώς και οι απόψεις άλλων ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τις εξελίξεις σε θέματα τεχνολογίας, αγοράς και κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τη χρήση του ραδιοφάσματος, η Επιτροπή μπορεί να διοργανώνει διαβουλεύσεις εκτός του πλαισίου της παρούσας απόφασης.

(11) Η τεχνική διαχείριση του ραδιοφάσματος περιλαμβάνει την εναρμόνιση και την κατανομή του ραδιοφάσματος. Η εν λόγω εναρμόνιση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις γενικές αρχές πολιτικής, όπως αυτές προσδιορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, η τεχνική διαχείριση του ραδιοφάσματος δεν καλύπτει τις διαδικασίες απονομής και αδειοδότησης, ούτε την απόφαση για το εάν θα χρησιμοποιούνται ανταγωνιστικές διαδικασίες επιλογής για την παραχώρηση ραδιοσυχνοτήτων.

(12) Εν όψει της θέσπισης τεχνικών μέτρων εφαρμογής που αφορούν την εναρμόνιση της κατανομής ραδιοσυχνοτήτων και της διαθεσιμότητας πληροφοριών, η επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζεται με εμπειρογνώμονες σε θέματα ραδιοφάσματος, οι οποίοι ανήκουν στις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος. Βάσει της εμπειρίας από τις διαδικασίες ανάθεσης εντολών η οποία έχει αποκτηθεί σε συγκεκριμένους τομείς, όπως στο πλαίσιο της εφαρμογής της απόφασης αριθ. 710/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 1997, για συντονισμένη μέθοδο χορήγησης αδειών στον τομέα των δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιακών υπηρεσιών στην Κοινότητα(6), και της απόφασης αριθ. 128/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τη συντονισμένη εισαγωγή συστήματος τρίτης γενεάς κινητών και ασύρματων επικοινωνιών (UMTS) στην Κοινότητα(7), τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής θα πρέπει να θεσπίζονται στο πλαίσιο εντολών προς τη CEPT. Οσάκις απαιτείται η θέσπιση εναρμονισμένων μέτρων για την εφαρμογή κοινοτικών πολιτικών τα οποία δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της CEPT, η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής με τη συνδρομή της επιτροπής ραδιοφάσματος.

(13) Η CEPT η οποία συμπεριλαμβάνει 44 ευρωπαϊκές χώρες εκπονεί τεχνικά μέτρα εναρμόνισης με στόχο την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος πέραν των συνόρων της Κοινότητας, γεγονός το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για τα κράτη μέλη στα οποία η χρήση του ραδιοφάσματος δύναται να επηρεάζεται από τη χρήση ραδιοφάσματος σε μέλη της CEPT τα οποία δεν είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση των κρατών μελών με εξωτερικά σύνορα. Οσάκις ενδείκνυται, θα πρέπει να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να καθιστά τα αποτελέσματα των εντολών που εκδίδονται προς τη CEPT υποχρεωτικά για τα κράτη μέλη και, όταν τα εν λόγω αποτελέσματα δεν είναι διαθέσιμα ή κρίνονται μη αποδεκτά, να δύναται να λαμβάνει τα κατάλληλα εναλλακτικά μέτρα. Τούτο θα επιτρέψει ιδίως την εναρμόνιση της χρήσης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων σε όλη την Κοινότητα, σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο)(8) και λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση)(9).

(14) Η συντονισμένη και έγκαιρη παροχή στο κοινό των κατάλληλων πληροφοριών όσον αφορά την κατανομή, τη διαθεσιμότητα και τη χρήση ραδιοφάσματος στην Κοινότητα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τις επενδύσεις και τη χάραξη πολιτικής. Το αυτό ισχύει και για τις τεχνολογικές εξελίξεις από τις οποίες θα προκύψουν νέες τεχνικές κατανομής και διαχείρισης του ραδιοφάσματος καθώς και νέες μέθοδοι παραχώρησης συχνοτήτων. Η ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών προϋποθέτει σωστή κατανόηση των επιπτώσεων της τεχνολογικής εξέλιξης. Συνεπώς, με την επιφύλαξη της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου και των προσωπικών πληροφοριών σύμφωνα με την οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα(10), οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να είναι προσιτές στην Κοινότητα. Η υλοποίηση μιας διατομεακής πολιτικής για το ραδιοφάσμα καθιστά απαραίτητη τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με το σύνολο του ραδιοφάσματος. Ενόψει του γενικού στόχου της εναρμόνισης της χρήσης ραδιοφάσματος στην Κοινότητα και αλλού στην Ευρώπη, η διαθεσιμότητα των εν λόγω πληροφοριών είναι ανάγκη να εναρμονισθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά τρόπο φιλικό προς τον χρήστη.

(15) Είναι, επομένως, αναγκαίο να συμπληρωθούν οι υπάρχουσες κοινοτικές και διεθνείς απαιτήσεις για τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος. Σε διεθνές επίπεδο, το έγγραφο αναφοράς κανονιστικών αρχών, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από την ομάδα για τις βασικές τηλεπικοινωνίες απαιτεί επίσης να καταστεί προσιτό στο κοινό το υφιστάμενο καθεστώς σχετικά με τις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που έχουν κατανεμηθεί. Βάσει της οδηγίας 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τις κινητές και τις προσωπικές επικοινωνίες(11), τα κράτη μέλη οφείλουν να δημοσιεύουν ετησίως ή να διαθέτουν, κατόπιν αιτήματος, το καθεστώς κατανομής ραδιοσυχνοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων για μελλοντική επέκταση των εν λόγω συχνοτήτων, αλλά καλύπτονται μόνον οι κινητές και οι προσωπικές υπηρεσίες επικοινωνιών. Επιπλέον, βάσει της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης των εξοπλισμών αυτών(12), καθώς και βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών(13), τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διεπαφές τις οποίες έχουν ρυθμίσει προκειμένου να εξακριβώνεται αν συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία.

(16) Η οδηγία 96/2/ΕΚ αποτέλεσε την αφετηρία για την έγκριση από τη CEPT μιας πρώτης δέσμης μέτρων, όπως της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ραδιοεπικοινωνιών (ERC/DEC/(97)01) για τη δημοσίευση εθνικών πινάκων κατανομής ραδιοφάσματος. Είναι απαραίτητο να διασφαλισθεί ότι οι λύσεις της CEPT αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες της κοινοτικής πολιτικής και ότι διαθέτουν την κατάλληλη νομική βάση προκειμένου να εφαρμόζονται εντός της Κοινότητας. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ληφθούν στην Κοινότητα συγκεκριμένα μέτρα, τόσο διαδικαστικά όσο και ουσιαστικά.

(17) Οι κοινοτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο όσον αφορά την πρόσβαση στο ραδιοφάσμα τρίτων χωρών. Όπως η πρόσβαση στο ραδιοφάσμα αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων καθώς και για δραστηριότητες που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος, είναι επίσης απαραίτητο να διασφαλισθεί ότι οι κοινοτικές απαιτήσεις σχετικά με το ραδιοφάσμα αντικατοπτρίζονται στο διεθνή σχεδιασμό.

(18) Η υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών μπορεί να απαιτεί τον συντονισμό της χρήσης του ραδιοφάσματος, ιδίως όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των ευκολιών περιαγωγής σε όλη την έκταση της Κοινότητας. Επιπλέον, ορισμένα είδη χρήσης του ραδιοφάσματος συνεπάγονται γεωγραφική κάλυψη που υπερβαίνει τα σύνορα ενός κράτους μέλους και επιτρέπουν την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών χωρίς να απαιτείται μετακίνηση προσώπων, όπως παραδείγματος χάριν οι υπηρεσίες δορυφορικών επικοινωνιών. Επομένως, η Κοινότητα θα πρέπει να εκπροσωπείται δεόντως στις δραστηριότητες όλων των διεθνών οργανισμών και διασκέψεων που ασχολούνται με ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, όπως η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU) και οι σχετικές Παγκόσμιες Διασκέψεις Ραδιοεπικοινωνιών.

(19) Οι υπάρχοντες μηχανισμοί προπαρασκευής και διαπραγματεύσεων των Παγκόσμιων Διασκέψεων Ραδιοεπικοινωνιών της ITU, έχουν αποφέρει άριστα αποτελέσματα χάρις στην εθελοντική συνεργασία εντός της CEPT, τα δε συμφέροντα της Κοινότητας έχουν ληφθεί υπόψη κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, τα κράτη μέλη και η Κοινότητα θα πρέπει να αναπτύσσουν κοινή δράση και να συνεργάζονται στενά, καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η ενιαία διεθνής εκπροσώπηση της Κοινότητας σύμφωνα με τις διαδικασίες που είχαν συμφωνηθεί στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 3ης Φεβρουαρίου 1992 για την Παγκόσμια Διάσκεψη των Διοικήσεων Ραδιοεπικοινωνιών και επιβεβαιώθηκαν στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1997 και της 2ας Μαΐου 2000. Για τις διεθνείς αυτές διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το κατά πόσον επηρεάζονται οι κοινοτικές πολιτικές, ώστε να λαμβάνει την έγκριση του Συμβουλίου για τους προς επίτευξη στόχους της Κοινότητας και για τις θέσεις που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σε διεθνές επίπεδο. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι θέσεις αυτές εξετάζουν δεόντως και την τεχνική διάσταση που συνδέεται με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εντολές προς τη CEPT για το σκοπό αυτό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνοδεύουν κάθε πράξη αποδοχής συμφωνίας ή κανονισμού στο πλαίσιο διεθνών φόρουμ, αρμόδιων ή ενδιαφερόμενων για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, με κοινή δήλωση όπου αναφέρεται ότι θα εφαρμόσουν τις συμφωνίες ή τους κανονισμούς αυτούς σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη συνθήκη.

(20) Πέραν των διεθνών διαπραγματεύσεων που αφορούν ειδικότερα το ραδιοφάσμα, υπάρχουν άλλες διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η Κοινότητα και τρίτες χώρες, οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τη χρήση ζωνών ραδιοσυχνοτήτων και τα σχέδια κατανομής τους και οι οποίες μπορεί να πραγματεύονται ζητήματα, όπως το εμπόριο και την πρόσβαση στην αγορά, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη χρήση εξοπλισμού, τα επικοινωνιακά συστήματα περιφερειακής ή παγκόσμιας εμβέλειας, όπως οι δορυφόροι, τις επιχειρήσεις ασφάλειας και διάσωσης, τα συστήματα μεταφορών, τις τεχνολογίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τις ερευνητικές εφαρμογές, όπως η ραδιοαστρονομία και η γεωσκόπηση. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι οι διακανονισμοί που διαπραγματεύεται η Κοινότητα για τα ζητήματα του εμπορίου και πρόσβασης στην αγορά συνάδουν με τους στόχους για την πολιτική του ραδιοφάσματος που επιδιώκονται δυνάμει της παρούσας απόφασης.

(21) Είναι απαραίτητο οι εθνικές αρχές να εφαρμόζουν κοινές αρχές όσον αφορά την εμπιστευτικότητα που καθορίζεται στην παρούσα απόφαση, λόγω του πιθανώς ευαίσθητου χαρακτήρα των εμπορικών πληροφοριών οι οποίες ενδέχεται να περιέρχονται στις εν λόγω αρχές στο πλαίσιο των καθηκόντων τους που σχετίζονται με την πολιτική και τη διαχείριση του ραδιοφάσματος.

(22) Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, ήτοι η σύσταση κοινού πλαισίου για την πολιτική του ραδιοφάσματος, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(23) Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ιδίως μέσω των οικείων εθνικών αρχών, να εφαρμόζουν το εν λόγω κοινό πλαίσιο για την πολιτική ραδιοφάσματος και να παρέχουν στην Επιτροπή κάθε πληροφορία απαραίτητη για την αξιολόγηση της ορθής εφαρμογής της σε όλη την Κοινότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου.

(24) Οι αποφάσεις αριθ. 710/97/ΕΚ και αριθ. 128/1999/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ.

(25) Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει ετησίως έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται δυνάμει της παρούσας απόφασης, καθώς και σχετικά με τις σχεδιαζόμενες μελλοντικές δράσεις. Τούτο παρέχει τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να εκφράζουν την πολιτική τους υποστήριξη, οσάκις ενδείκνυται,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1. Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η θέσπιση πολιτικής και νομοθετικού πλαισίου στην Κοινότητα προκειμένου να εξασφαλίζονται ο συντονισμός των προσεγγίσεων πολιτικής και, οσάκις ενδείκνυται, εναρμονισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος που απαιτούνται για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε τομείς κοινοτικής πολιτικής, όπως οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι μεταφορές και η έρευνα και ανάπτυξη (Ε& Α).

2. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η παρούσα απόφαση θεσπίζει διαδικασίες για:

α) τη διευκόλυνση της χάραξης πολιτικής όσον αφορά τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Κοινότητα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της οικονομίας, της ασφάλειας, της υγείας, του δημοσίου συμφέροντος, της ελευθερίας του εκφράζεσθαι, των πολιτιστικών, επιστημονικών, κοινωνικών και τεχνικών πτυχών των κοινοτικών πολιτικών καθώς και των διαφόρων συμφερόντων των κοινοτήτων χρηστών του ραδιοφάσματος, με στόχο τη βελτιστοποίηση της χρήσης του ραδιοφάσματος και την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών·

β) τη διασφάλιση της αποτελεσματικής υλοποίησης της πολιτικής του ραδιοφάσματος στην Κοινότητα, ιδίως τη δημιουργία γενικής μεθοδολογίας για την εξασφάλιση εναρμονισμένων προϋποθέσεων για τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος·

γ) τη διασφάλιση της συντονισμένης και έγκαιρης πληροφόρησης σχετικά με την κατανομή, τη διαθεσιμότητα και τη χρήση του ραδιοφάσματος στην Κοινότητα·

δ) την εξασφάλιση του αποτελεσματικού συντονισμού των κοινοτικών συμφερόντων στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων, στις περιπτώσεις όπου η χρήση του ραδιοφάσματος επηρεάζει τις πολιτικές της Κοινότητας.

3. Οι δραστηριότητες οι οποίες διενεργούνται στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εργασίες διεθνών οργανισμών που αφορούν τη διαχείριση ραδιοφάσματος, όπως π.χ. της Διεθνούς Ένωσης Tηλεπικοινωνιών (ΙΤU) και της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT).

4. Η παρούσα απόφαση ισχύει υπό την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως σχετικά με τη ρύθμιση του περιεχομένου και την οπτικοακουστική πολιτική, και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 1999/5/ΕΚ και του δικαιώματος των κρατών μελών να οργανώνουν και να χρησιμοποιούν το ραδιοφάσμα τους για σκοπούς δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και άμυνας.

Άρθρο 2

Ορισμός

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, το "ραδιοφάσμα" περιλαμβάνει ραδιοκύματα συχνότητας μεταξύ 9 kHz και 3000 GHz. Τα ραδιοκύματα είναι ηλεκτρομαγνητικά κύματα που μεταδίδονται στο χώρο χωρίς τεχνητό οδηγό.

Άρθρο 3

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή ("επιτροπή ραδιοφάσματος").

2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, καθορίζεται σε τρεις μήνες.

4. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 4

Καθήκοντα της επιτροπής ραδιοφάσματος

1. Για την επίτευξη του σκοπού που ορίζεται στο άρθρο 1, η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή ραδιοφάσματος, σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες καθορίζονται στο παρόν άρθρο, κατάλληλα τεχνικά μέτρα εφαρμογής με στόχο την εξασφάλιση εναρμονισμένων προϋποθέσεων για τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος, καθώς και την αναφερόμενη στο άρθρο 5 διαθεσιμότητα των πληροφοριών που σχετίζονται με τη χρήση του ραδιοφάσματος.

2. Για την ανάπτυξη των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 τεχνικών μέτρων εφαρμογής που εμπίπτουν στο πλαίσιο των καθηκόντων της CEPT, όπως η εναρμόνιση των κατανομών ραδιοσυχνοτήτων και της διαθεσιμότητας πληροφοριών, η Επιτροπή εκδίδει εντολές προς τη CEPT, ορίζοντας το έργο που πρέπει να επιτελεσθεί και το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 2.

3. Βάσει των εργασιών που ολοκληρώνονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσov τα απoτελέσματα του έργου που έχει επιτελεσθεί σύμφωvα με τις εvτoλές, θα εφαρμόζονται στηv Κoιvότητα και καθορίζει την προθεσμία για την υλοποίησή τους από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω αποφάσεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 3.

4. Παρά την παράγραφο 3, εάν η Επιτροπή ή κράτος μέλος θεωρήσει ότι το έργο που επιτελείται βάσει εντολής που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν σημειώνει ικανοποιητική πρόοδο σε σχέση με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα ή εάν τα αποτελέσματα της εντολής δεν είναι αποδεκτά, η Επιτροπή δύναται, ενεργώντας με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 3, να θεσπίζει μέτρα για την επίτευξη των στόχων της εντολής.

5. Τα μέτρα των παραγράφων 3 και 4 μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να παρέχουν τη δυνατότητα χορήγησης μεταβατικών περιόδων και/ή διακανονισμών καταμερισμού του ραδιοφάσματος σε ένα κράτος μέλος, που πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή, εφόσον δικαιολογείται, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική κατάσταση του κράτους μέλους, εφόσον το αφορώμενο κράτος μέλος το ζητεί για αιτιολογημένους λόγους και υπό την προϋπόθεση ότι η εξαίρεση αυτή δεν θα καθυστερήσει αδικαιολογήτως την εφαρμογή ούτε θα προκαλέσει αδικαιολόγητες ανισότητες στην ανταγωνιστική ή κανονιστική κατάσταση μεταξύ κρατών μελών.

6. Για την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 1, η Επιτροπή δύναται επίσης, ενεργώντας με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 3, να θεσπίζει τεχνικά μέτρα εναρμόνισης αναφερόμενα στην παράγραφο 1, τα οποία δεν καλύπτονται από την παράγραφο 2.

7. Προκειμένου να συμβάλλει στη διατύπωση, προετοιμασία και υλοποίηση της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα του ραδιοφάσματος, και με την επιφύλαξη των διαδικασιών του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται κατά περιόδους την επιτροπή ραδιοφάσματος σχετικά με τα θέματα που καλύπτει το άρθρο 1.

Άρθρο 5

Διαθεσιμότητα πληροφοριών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δημοσιεύονται ο εθνικός τους πίνακας κατανομής των ραδιοσυχνοτήτων και πληροφορίες για τα δικαιώματα, τους όρους, τις διαδικασίες, τις επιβαρύνσεις και τα τέλη που αφορούν τη χρήση του ραδιοφάσματος, εφόσον έχουν σημασία για την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 1. Επικαιροποιούν τις σχετικές πληροφορίες και λαμβάνουν μέτρα για την ανάπτυξη κατάλληλων βάσεων δεδομένων προκειμένου οι εν λόγω πληροφορίες να είναι προσιτές στο κοινό, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα οικεία μέτρα εναρμόνισης που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 4.

Άρθρο 6

Σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1. Η Επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις αναφορικά με το ραδιοφάσμα σε τρίτες χώρες και σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίες ενδεχομένως θα είχαν αντίκτυπο στην υλοποίηση της παρούσας απόφασης.

2. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε δυσχέρεια η οποία ανακύπτει, de jure ή de facto, από τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς κατά την υλοποίηση της παρούσας απόφασης.

3. Η Επιτροπή υποβάλλει κατά τακτά διαστήματα έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, και, κατά περίπτωση, δύναται να προτείνει μέτρα με σκοπό την εξασφάλιση της υλοποίησης των αρχών και στόχων της παρούσας απόφασης. Οσάκις ενδείκνυται, για την επίτευξη του στόχου ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 1, συμφωνούνται στόχοι κοινής πολιτικής για να εξασφαλίζεται κοινοτικός συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών.

4. Τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών βάσει των σχετικών διεθνών συμφωνιών.

Άρθρο 7

Κοινοποίηση

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή κάθε πληροφορία που απαιτείται για την επαλήθευση της εφαρμογής της παρούσας απόφασης. Ιδίως, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των αποτελεσμάτων των εντολών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

Άρθρο 8

Εμπιστευτικότητα

1. Τα κράτη μέλη δεν κοινολογούν πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επιχειρηματικού απορρήτου, ιδίως πληροφορίες σχετικές με τις επιχειρήσεις, τις εμπορικές τους σχέσεις ή τα στοιχεία κόστους που τις αφορούν.

2. Η παράγραφος 1 ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των οικείων αρχών να προβαίνουν σε κοινολόγηση πληροφοριών εφόσον είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Στην περίπτωση αυτή, η κοινολόγηση είναι αναλογική και συνεκτιμά τα έννομα συμφέροντα των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους.

3. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τους όρους που συνδέονται με τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης του ραδιοφάσματος, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Άρθρο 9

Υποβολή εκθέσεων

Η Επιτροπή υποβάλλει ετησίως έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται και με τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές δράσεις που προβλέπονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 10

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και όλων των μέτρων που απορρέουν από αυτήν.

Άρθρο 11

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 12

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 7 Μαρτίου 2002.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. Cox

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. C. Aparicio

(1) ΕΕ C 365 Ε, 19.12.2000, σ. 256 και ΕΕ C 25 E, 29.1.2002, σ. 468.

(2) ΕΕ C 123 της 25.4.2001, σ. 61.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ C 9 της 11.1.2002, σ. 7) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 2002.

(4) ΕΕ C 59 της 23.2.2001, σ. 245.

(5) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(6) ΕΕ L 105 της 23.4.1997, σ. 4· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1215/2000/ΕΚ (ΕΕ L 139 της 10.6.2000, σ. 1).

(7) ΕΕ L 17 της 22.1.1999, σ. 1.

(8) Βλέπε σελίδα 33 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(9) Βλέπε σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(10) ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 1.

(11) ΕΕ L 20 της 26.1.1996, σ. 59.

(12) ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10.

(13) ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ (ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σ. 18).