32002D0187

2002/187/ΔΕΥ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 063 της 06/03/2002 σ. 0001 - 0013


Απόφαση του Συμβουλίου

της 28ης Φεβρουαρίου 2002

σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος

(2002/187/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 31 και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καθώς και την πρωτοβουλία της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Είναι ανάγκη να βελτιωθεί περισσότερο η δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος που διαπράττονται συχνά από διεθνείς οργανώσεις.

(2) Η αποτελεσματική βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών απαιτεί να ληφθούν κατεπειγόντως στο επίπεδο της Ένωσης διαρθρωτικά μέτρα τα οποία θα διευκολύνουν τον βέλτιστο συντονισμό των ερευνών και των διώξεων των κρατών μελών που καλύπτουν το έδαφος πλειόνων εξ αυτών, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, αποφάσισε, ιδίως στο σημείο 46 των συμπερασμάτων του, την ίδρυση μιας Μονάδας (Eurojust) η οποία αποτελείται από εισαγγελείς, δικαστικούς ή αξιωματικούς της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες.

(4) Η εν λόγω μονάδα Eurojust συγκροτείται με την παρούσα απόφαση ως οργανισμός της Ένωσης, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα και χρηματοδοτείται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τους μισθούς και τις αποδοχές των εθνικών μελών και των βοηθών τους που βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

(5) Οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1994 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(3), έχουν σημασία και όσον αφορά την Eurojust. Το συλλογικό όργανο της Eurojust θα πρέπει να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής για την επίτευξη των στόχων αυτών. Θα πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ευαίσθητες δραστηριότητες της Eurojust στον τομέα των ερευνών και των διώξεων. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται να αποκλεισθεί η πρόσβαση της OLAF σε έγγραφα, πράξεις, εκθέσεις, σημειώματα ή πληροφορίες, ασχέτως του υποθέματός τους, που τηρούνται ή παράγονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών, είτε αυτές διεξάγονται ακόμη είτε έχουν περατωθεί, καθώς και να απαγορευθεί η διαβίβαση στην OLAF αυτών των εγγράφων, πράξεων, εκθέσεων, σημειωμάτων ή πληροφοριών.

(6) Προκειμένου να μπορέσει η Eurojust να επιτύχει τους στόχους της με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, η Eurojust θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της είτε μέσω ενός ή πλειόνων εκ των οικείων εθνικών μελών είτε ως συλλογικό όργανο.

(7) Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν πληροφορίες με την Eurojust σύμφωνα με διαδικασίες που εξυπηρετούν και σέβονται το συμφέρον της λειτουργίας της ποινικής δίωξης.

(8) Οι αρμοδιότητες της Eurojust δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων αυτής και ούτε θίγουν τις υφιστάμενες Συμβάσεις και συμφωνίες, ιδίως την ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις (Συμβούλιο της Ευρώπης) η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959 καθώς και τη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(4), η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 29 Μαΐου 2000 και το πρωτόκολλο αυτής(5), το οποίο εγκρίθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2001.

(9) Για την πραγματοποίηση των στόχων της, η Eurojust επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένο τρόπο ή σε μη αυτοματοποιημένα διαρθρωμένα αρχεία. Επομένως, θα πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί επίπεδο προστασίας των δεδομένων αντίστοιχο τουλάχιστον με εκείνο που απορρέει από την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Συμβούλιο της Ευρώπης) η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1981 και των μεταγενέστερων τροποποιήσεων αυτής, ιδίως του πρωτοκόλλου που έχει ανοίξει προς υπογραφή στις 8 Νοεμβρίου 2001, μόλις οι τροποποιήσεις αυτές αρχίσουν να ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών.

(10) Για να διασφαλίζεται και να ελέγχεται ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται από την Eurojust με ορθό τρόπο, θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα κοινό εποπτικό όργανο το οποίο, λόγω της σύνθεσης της Eurojust, θα πρέπει να απαρτίζεται από δικαστές ή, εάν το συνταγματικό ή εθνικό σύστημα το απαιτεί, από πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα που τους παρέχουν κατάλληλη ανεξαρτησία. Οι αρμοδιότητες αυτού του κοινού εποπτικού οργάνου δεν θα πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων και τις προσφυγές που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον αυτών.

(11) Προκειμένου να εξασφαλισθεί αρμονικός συντονισμός μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων της Ένωσης και της Κοινότητας και τηρουμένων των άρθρων 29 και 36, παράγραφος 2 της συνθήκης, είναι σκόπιμο να συμμετέχει πλήρως η Επιτροπή στις εργασίες της Eurojust που αφορούν γενικά θέματα και θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Ο εσωτερικός κανονισμός της Eurojust θα πρέπει να διευκρινίζει τις διαδικασίες που επιτρέπουν στην Επιτροπή να συμμετέχει στις εργασίες της Eurojust στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

(12) Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν διατάξεις που θα εξασφαλίζουν ότι η Eurojust και η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ)(6) συνάπτουν και διατηρούν στενή συνεργασία.

(13) Ενδείκνυται η Eurojust και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο που έχει δημιουργηθεί με την κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ(7) να διατηρούν προνομιούχες σχέσεις. Προς τούτο, θα πρέπει ιδίως η γραμματεία του Δικτύου να τοποθετηθεί στη γραμματεία της Eurojust.

(14) Προκειμένου να διευκολυνθούν οι δραστηριότητες της Eurojust, θα πρέπει να κράτη μέλη να μπορούν να διορίζουν ή να τοποθετούν έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές.

(15) Στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, είναι επίσης σκόπιμο να μπορέσει να συνάψει η Eurojust συνεργασία με τρίτα κράτη και να μπορέσουν να συνομολογηθούν προς τούτο συμφωνίες, κατά προτεραιότητα με τις χώρες που είναι υποψήφιες να προσχωρήσουν στην Ένωση και άλλες χώρες με τις οποίες έχουν συμφωνηθεί διακανονισμοί.

(16) Δεδομένου ότι η έκδοση της παρούσας απόφασης προϋποθέτει ότι νέα σημαντικά νομοθετικά μέτρα θα εγκριθούν από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες μεταβατικές διατάξεις.

(17) Στο σημείο 57 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001, προβλέπεται ότι, έως ότου υπάρξει συνολική συμφωνία για την έδρα ορισμένων οργανισμών, η Eurojust μπορεί να αρχίσει τις εργασίες της στη Χάγη.

(18) Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης και διατυπώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Σύσταση και νομική προσωπικότητα

Η παρούσα απόφαση ιδρύει Μονάδα, αποκαλούμενη "Eurojust", ως οργανισμό της Ένωσης.

Η Eurojust έχει νομική προσωπικότητα.

Άρθρο 2

Σύνθεση

1. Η Eurojust απαρτίζεται από ένα εθνικό μέλος το οποίο αποσπάται από κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με την έννομη τάξη του, και έχει την ιδιότητα του εισαγγελέα, του δικαστή ή του αξιωματικού της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες.

2. Κάθε εθνικό μέλος δύναται να επικουρείται από ένα πρόσωπο. Σε περίπτωση ανάγκης και με τη συμφωνία του συλλογικού οργάνου, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10, πλείονα πρόσωπα δύνανται να επικουρούν το εθνικό μέλος. Ένας από τους βοηθούς αυτούς δύναται να αντικαταστήσει το εθνικό μέλος.

Άρθρο 3

Στόχοι

1. Στο πλαίσιο ερευνών και διώξεων εγκληματικών πράξεων, που αναφέρονται στο άρθρο 4 στον τομέα του σοβαρού εγκλήματος, ιδίως του οργανωμένου, οι οποίες αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, η Eurojust έχει ως στόχους:

α) να προωθεί και να βελτιώνει τον συντονισμό μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, όσον αφορά τις έρευνες και τις διώξεις εντός των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη κάθε αίτηση προερχόμενη από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και κάθε πληροφορία παρεχόμενη από αρμόδιο όργανο δυνάμει διατάξεων που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο των συνθηκών,

β) να βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, διευκολύνοντας ιδίως την υλοποίηση της διεθνούς δικαστικής συνδρομής και την εκτέλεση αιτήσεων έκδοσης,

γ) να υποστηρίζει, κατ' άλλους τρόπους, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ώστε να ενισχύεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών και των διώξεών τους.

2. Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος και ένα τρίτο κράτος, εφόσον έχει συναφθεί με το εν λόγω κράτος συμφωνία συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 3, ή εφόσον, σε ειδική περίπτωση, υπάρχει ουσιώδες συμφέρον που επιβάλλει την παροχή της υποστήριξης αυτής.

3. Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και κατόπιν αιτήσεως είτε μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους είτε της Επιτροπής, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος και την Κοινότητα.

Άρθρο 4

Αρμοδιότητες

1. Το πεδίο γενικής αρμοδιότητας της Eurojust καλύπτει:

α) τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες η Ευρωπόλ έχει, ανά πάσα στιγμή, αρμοδιότητα δράσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 της Σύμβασης Ευρωπόλ της 26ης Ιουλίου 1995·

β) τις ακόλουθες μορφές εγκληματικότητας:

- τα εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής,

- την απάτη και τη δωροδοκία, καθώς και οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

- το ξέπλυμα των προϊόντων του εγκλήματος,

- τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος,

- τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατά την έννοια της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης(8)·

γ) άλλες αξιόποινες πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση με τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

2. Για άλλες μορφές αξιόποινων πράξεων, πέραν αυτών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, η Eurojust δύναται συμπληρωματικά, σύμφωνα με τους στόχους της, και κατόπιν αιτήσεως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, να συμπράττει σε έρευνες ή διώξεις.

Άρθρο 5

Καθήκοντα της Eurojust

1. Για την επίτευξη των στόχων της, η Eurojust εκτελεί τα καθήκοντά της:

α) μέσω ενός ή περισσοτέρων από τα οικεία εθνικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 6, ή

β) ως συλλογικό όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 7, όταν:

i) το ζητούν ένα ή περισσότερα εκ των οικείων εθνικών μελών, τα οποία αφορά μία υπόθεση που χειρίζεται η Eurojust, ή

ii) η υπόθεση συνεπάγεται τη διενέργεια ερευνών ή διώξεων που έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή που μπορεί να αφορούν και άλλα κράτη μέλη εκτός των άμεσα ενεχομένων, ή

iii) τίθεται ένα γενικό ζήτημα που αφορά την επίτευξη των στόχων της, ή

iv) προβλέπεται από άλλες διατάξεις της παρούσας απόφασης.

2. Η Eurojust, όταν εκτελεί τα καθήκοντά της, δηλώνει εάν ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων εθνικών μελών κατά την έννοια του άρθρου 6 ή ως συλλογικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 7.

Άρθρο 6

Εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust μέσω των εθνικών μελών της

Η Eurojust, όταν ενεργεί μέσω των οικείων εθνικών μελών της:

α) δύναται να καλεί τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών να εξετάζουν το ενδεχόμενο:

i) να προβούν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

ii) να δεχθούν ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

iii) να αναλάβουν τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

iv) να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

v) να της παράσχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

β) εξασφαλίζει την αμοιβαία ενημέρωση των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση·

γ) επικουρεί, κατόπιν αιτήσεώς τους, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων·

δ) παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών·

ε) συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του Δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της·

στ) παρέχει την υποστήριξή της, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, και εφόσον συμφωνεί το συλλογικό όργανο, σε έρευνες και διώξεις που αφορούν τις αρμόδιες αρχές ενός μόνο κράτους μέλους·

ζ) μπορεί, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 1 και προκειμένου να βελτιωθεί η συνεργασία και ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, να διαβιβάζει αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, εφόσον:

i) προέρχονται από αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους,

ii) αφορούν έρευνα ή δίωξη διενεργούμενη από την αρχή αυτή για συγκεκριμένη υπόθεση, και

iii) χρειάζονται την παρέμβασή της, προκειμένου να εκτελούνται συντονισμένα.

Άρθρο 7

Εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust ως συλλογικό όργανο

Η Eurojust, όταν ενεργεί ως συλλογικό όργανο:

α) σε σχέση με τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, δύναται να ζητεί αιτιολογημένα από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών:

i) να προβούν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

ii) να δεχθούν ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

iii) να αναλάβουν τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

iv) να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

v) να της παράσχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

β) εξασφαλίζει την αμοιβαία ενημέρωση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή θα μπορούσαν να αφορούν και άλλα κράτη μέλη πέραν των άμεσα ενεχομένων·

γ) επικουρεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατόπιν αιτήσεώς τους, προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων·

δ) παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ιδίως βάσει της ανάλυσης που πραγματοποιεί η Ευρωπόλ·

ε) συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του Δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της·

στ) μπορεί να συνδράμει την Ευρωπόλ, στην οποία παρέχει ιδίως γνώμες βασιζόμενες στις αναλύσεις που πραγματοποίησε·

ζ) δύναται να παρέχει υποστήριξη διοικητικής μέριμνας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), γ) και δ). Η υποστήριξη αυτή διοικητικής μέριμνας δύναται ιδίως να περιλαμβάνει βοήθεια για τη μετάφραση, τη διερμηνεία και τη διοργάνωση συντονιστικών συνεδριάσεων.

Άρθρο 8

Αιτιολόγηση

Εάν οι αρμόδιες αρχές του αφορώμενου κράτους μέλους αποφασίσουν να μη συμμορφωθούν προς την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο α), ενημερώνουν την Eurojust για την απόφασή τους και για τους λόγους που την αιτιολογούν, εκτός εάν, στις αναφερόμενες στο άρθρο 7 στοιχείο α), σημεία i), ii) και v), δεν μπορούν να προσκομίσουν αιτιολόγηση, επειδή αυτό:

i) θα έθιγε ουσιώδη εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας, ή

ii) θα έθετε σε κίνδυνο την ομαλή διεκπεραίωση διεξαγόμενων ερευνών ή την ασφάλεια ενός προσώπου.

Άρθρο 9

Εθνικά μέλη

1. Τα εθνικά μέλη υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους τους όσον αφορά το καθεστώς τους. Η διάρκεια της θητείας των εθνικών μελών καθορίζεται από το κράτος μέλος προέλευσης. Ως εκ της φύσεώς της, επιτρέπει την ομαλή λειτουργία της Eurojust.

2. Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων που υποβάλλονται στο πλαίσιο του άρθρου 6 στοιχείο α), διοχετεύονται μέσω του εθνικού μέλους.

3. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τη φύση και την έκταση των δικαστικών αρμοδιοτήτων που αναθέτει στο εθνικό του μέλος στο έδαφός του. Καθορίζει επίσης το δικαίωμα του εθνικού μέλους να ενεργεί έναντι των αλλοδαπών δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Κατά τον διορισμό του εθνικού μέλους, και ενδεχομένως ανά πάσα στιγμή, το κράτος μέλος κοινοποιεί την απόφασή του στην Eurojust καθώς και στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου προκειμένου αυτή να ενημερώσει τα άλλα κράτη μέλη. Αυτά δεσμεύονται να δέχονται και να αναγνωρίζουν τις ούτως παρεχόμενες προνομίες, κατά το μέτρο που είναι σύμφωνες προς τις διεθνείς δεσμεύσεις.

4. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Eurojust, το εθνικό μέλος έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στο εθνικό ποινικό μητρώο ή σε οιoδήποτε άλλο μητρώο του κράτους μέλους του, όπως ακριβώς προβλέπει το εθνικό δίκαιό του για τους εισαγγελείς, δικαστές ή αξιωματικούς της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες.

5. Tο εθνικό μέλος δύναται να έρχεται σε άμεση επαφή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του.

6. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το εθνικό μέλος δηλώνει, ενδεχομένως, εάν ενεργεί δυνάμει των δικαστικών αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Άρθρο 10

Συλλογικό όργανο

1. Το συλλογικό όργανο απαρτίζεται από όλα τα εθνικά μέλη. Κάθε εθνικό μέλος έχει μία ψήφο.

2. Το Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με το κοινό εποπτικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 23, όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust κατόπιν προτάσεως του συλλογικού οργάνου, την οποία αυτό θα έχει προηγουμένως υιοθετήσει ομοφώνως. Οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού που αφορούν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να εγκρίνονται χωριστά από το Συμβούλιο.

3. Όταν ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο α), το συλλογικό όργανο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων. Οι άλλες αποφάσεις του συλλογικού οργάνου λαμβάνονται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό.

Άρθρο 11

Ρόλος της Επιτροπής

1. Η Επιτροπή συμπράττει πλήρως στις εργασίες της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 της συνθήκης. Συμμετέχει, στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, στις εργασίες αυτές.

2. Στο πλαίσιο των εργασιών της Eurojust για τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων, η Επιτροπή μπορεί να καλείται να εισφέρει την εμπειρογνωμοσύνη της.

3. Η Eurojust μπορεί να συμφωνεί με την Επιτροπή τις πρακτικές λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της συνεργασίας τους.

Άρθρο 12

Εθνικοί ανταποκριτές

1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να διορίζει ή να τοποθετεί έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές. Η τοποθέτηση ή ο διορισμός αυτός έχει άκρα προτεραιότητα σε θέματα τρομοκρατίας. Οι σχέσεις μεταξύ του εθνικού ανταποκριτή και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, διέπονται από το εθνικό δίκαιο. Οι εθνικοί ανταποκριτές έχουν ως τόπο εργασίας τους το κράτος μέλος το οποίο τους διόρισε.

2. Όταν το κράτος μέλος διορίζει έναν εθνικό ανταποκριτή, αυτός δύναται να είναι ένα σημείο επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

3. Οι σχέσεις μεταξύ του εθνικού μέλους και του εθνικού ανταποκριτή δεν αποκλείουν απευθείας σχέσεις μεταξύ του εθνικού μέλους και των αρμόδιων αρχών του.

Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη και μεταξύ των εθνικών μελών

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να ανταλλάσσουν με την Eurojust κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 5.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 9, τα εθνικά μέλη της Εurojust δικαιούνται, χωρίς προηγούμενη άδεια, να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της μεταξύ τους ή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους.

Άρθρο 14

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Εφόσον είναι απαραίτητο για την υλοποίηση των στόχων της, η Eurojust δύναται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της, να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένα μέσα ή σε διαρθρωμένα μη αυτοματοποιημένα αρχεία.

2. Η Eurojust λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ένα επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τουλάχιστον ισοδύναμο με το επίπεδο που προκύπτει από την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών της, που θα έχουν τεθεί σε ισχύ μεταξύ των κρατών μελών.

3. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Eurojust είναι πρόσφορα, συναφή και όχι υπέρμετρα σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας, και, εάν ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή άλλοι εταίροι βάσει των άρθρων 13 και 26, είναι επίσης ακριβή και ενημερωμένα. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται από την Eurojust κατά τρόπο θεμιτό και σύννομο.

4. Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, η Εurojust καταρτίζει πίνακα των δεδομένων που αφορούν τις έρευνες και μπορεί να δημιουργεί προσωρινά αρχεία εργασίας που περιέχουν και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 15

Περιορισμοί στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1, η Eurojust δύναται να επεξεργάζεται μόνον τα ακόλουθα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα για τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, διενεργείται έρευνα ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις, που ορίζονται στο άρθρο 4:

α) επώνυμο, γένος, όνομα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμο ή υποκοριστικό,

β) ημερομηνία και τόπο γεννήσεως,

γ) ιθαγένεια,

δ) φύλο,

ε) τόπο κατοικίας, επάγγελμα και τόπο άσκησης του επαγγέλματος του προσώπου,

στ) αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας και στοιχεία του διαβατηρίου,

ζ) πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει κινηθεί δικαστική δίωξη,

η) λογαριασμούς σε τράπεζες και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

θ) την περιγραφή και τη φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, την ημερομηνία τέλεσης αυτών, τον ποινικό χαρακτηρισμό τους και την πορεία των ερευνών,

ι) τις πράξεις βάσει των οποίων προβλέπεται η διεθνής διάσταση της υπόθεσης,

ια) πληροφορίες που σχετίζονται με την εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

2. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1, η Eurojust μπορεί να επεξεργάζεται μόνον τα ακόλουθα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα, τα οποία κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ως μάρτυρες ή θύματα σε έρευνα ή ποινική δίωξη που αφορά μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 4:

α) επώνυμο, γένος, όνομα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμο ή υποκοριστικό,

β) ημερομηνία και τόπο γεννήσεως,

γ) ιθαγένεια,

δ) φύλο,

ε) τόπο κατοικίας, επάγγελμα και τόπο άσκησης του επαγγέλματος του προσώπου,

στ) την περιγραφή και τη φύση των πράξεων που τα αφορούν, την ημερομηνία τέλεσης αυτών, τον ποινικό χαρακτηρισμό τους και την πορεία των ερευνών.

3. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Eurojust μπορεί επίσης να επεξεργάζεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν τις περιστάσεις μιας αξιόποινης πράξης, εφόσον παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τις διενεργούμενες έρευνες στο συντονισμό των οποίων συμβάλλει η Eurojust και λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω, υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αυτών των ειδικών δεδομένων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21.

Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 17 ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο.

Όταν τα δεδομένα αυτά αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από κοινού από δύο τουλάχιστον εθνικά μέλη.

4. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε υφίστανται επεξεργασία με αυτοματοποιημένα μέσα είτε όχι, τα οποία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή μπορούν να υποστούν επεξεργασία από την Eurojust μόνον εφόσον είναι αναγκαία για τις οικείες εθνικές έρευνες και για το συντονισμό στο πλαίσιο της Eurojust.

Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο.

Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στον πίνακα που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης.

Όταν τα άλλα αυτά δεδομένα αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από τα συλλογικό όργανο.

Άρθρο 16

Πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

1. Προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, η Eurojust διατηρεί αυτοματοποιημένο αρχείο που συνιστά πίνακα των δεδομένων σχετικά με τις έρευνες και στο οποίο μπορούν να αποθηκεύονται δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ) και κ) και παράγραφος 2. Ο πίνακας αυτός αποβλέπει:

α) να βοηθάει τη διενέργεια και τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων, στο συντονισμό των οποίων συμβάλλει η Eurojust, ιδίως με την διασταύρωση πληροφοριών,

β) να διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις,

γ) να διευκολύνει τον έλεγχο ως προς το ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

2. Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στα πλαίσια της Eurojust.

3. Για να φέρουν εις πέρας τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 και 7 καθήκοντα, τα εθνικά μέλη της Εurojust μπορούν να επεξεργάζονται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις συγκεκριμένες υποθέσεις επί των οποίων εργάζονται. Επιτρέπουν την πρόσβαση στον υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων και, εφόσον αποφασισθεί από το συλλογικό όργανο, και στα λοιπά εθνικά μέλη, καθώς και στους υπαλλήλους που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα αρχεία. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται για κάθε νέο αρχείο εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 17

Υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων

1. Η Eurojust διαθέτει έναν υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων, μέλος του προσωπικού, ο οποίος έχει διορισθεί ειδικά για το σκοπό αυτό. Στα πλαίσια αυτά, υπάγεται απ' ευθείας στο συλλογικό όργανο. Κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, δεν λαμβάνει εντολές από κανέναν.

2. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων μεριμνά ιδίως για την εκτέλεση των ακόλουθων καθηκόντων:

α) διασφαλίζει κατά ανεξάρτητο τρόπο ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπει σχετικά η παρούσα απόφαση,

β) ελέγχει κατά πόσον διατηρούνται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό, γραπτά ίχνη σχετικά με τη διαβίβαση και παραλαβή, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 19 παράγραφος 3, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όρους ασφάλειας του άρθρου 22,

γ) διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα μπορούν να πληροφορηθούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, τα δικαιώματά τους στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.

3. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που επεξεργάζεται η Εurojust και σε όλους τους χώρους της Eurojust.

4. Όταν διαπιστώσει μια επεξεργασία για την οποία φρονεί ότι δεν συμμορφώνεται με την παρούσα απόφαση, ο υπεύθυνος

α) ενημερώνει το συλλογικό όργανο που βεβαιώνει ότι έλαβε την πληροφορία,

β) προσφεύγει στο κοινό εποπτικό όργανο στην περίπτωση όπου το συλλογικό όργανο δεν επανόρθωσε τη μη συμμόρφωση της επεξεργασίας εντός εύλογης προθεσμίας.

Άρθρο 18

Επιτρεπόμενη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Eurojust έχουν μόνο τα εθνικά μέλη και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και το προσωπικό της Eurojust το οποίο έχει άδεια, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Eurojust.

Άρθρο 19

Δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

1. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2. Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης στα αποθηκευμένα στην Eurojust δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή να τα επαληθεύσει σύμφωνα με το άρθρο 20, μπορεί να απευθύνει, προς το σκοπό αυτό, δωρεάν αίτηση στο κράτος μέλος της επιλογής του, στην αρχή που έχει ορισθεί από το κράτος αυτό, η οποία παραπέμπει το θέμα αμελλητί στην Eurojust.

3. Το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή να τα επαληθεύει, ασκείται με σεβασμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες του δικαίου του κράτους μέλους, στο οποίο ο αιτών υπέβαλε την αίτησή του. Ωστόσο, εάν η Eurojust μπορεί να διαπιστώσει ποιά αρχή ενός κράτους μέλους διαβίβασε τα εν λόγω δεδομένα, η αρχή αυτή μπορεί να απαιτήσει το δικαίωμα πρόσβασης να ασκείται με σεβασμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες του δικαίου του κράτους μέλους αυτού.

4. Η πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απορρίπτεται εάν:

α) η πρόσβαση αυτή μπορεί να διακυβεύσει μία από τις δραστηριότητες της Eurojust,

β) η πρόσβαση αυτή μπορεί να διακυβεύσει μία εθνική έρευνα στην οποία παρέχει τη συνδρομή της η Eurojust,

γ) η πρόσβαση αυτή μπορεί να απειλήσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων,

5. Η απόφαση για τη χορήγηση του δικαιώματος πρόσβασης λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιότητα, σε σχέση με τα αποθηκευμένα από την Eurojust δεδομένα, των προσώπων που υποβάλλουν την αίτηση.

6. Τα εθνικά μέλη, τα οποία αφορά η αίτηση, την επεξεργάζονται και αποφασίζουν εξ ονόματος της Eurojust. Η αίτηση υποβάλλεται σε πλήρη επεξεργασία εντός τριών μηνών από την παραλαβή της. Σε περίπτωση διαφωνίας, φέρουν το θέμα στο συλλογικό όργανο το οποίο αποφασίζει επί της αιτήσεως με πλειοψηφία δύο τρίτων.

7. Εάν η πρόσβαση απορριφθεί ή εάν κανένα δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που αφορά τον αιτούντα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, η Eurojust κοινοποιεί στον αιτούντα ότι προέβη στις επαληθεύσεις, χωρίς να δίδει στοιχεία που μπορούν να αποκαλύψουν εάν ο αιτών είναι γνωστός ή όχι.

8. Εάν ο αιτών δεν ικανοποιηθεί με την απάντηση που δίδεται στην αίτησή του, δύναται να ασκεί προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του κοινού εποπτικού οργάνου. Το κοινό εποπτικό όργανο διαπιστώνει εάν η απόφαση που έλαβε η Eurojust είναι σύμφωνη με την παρούσα απόφαση.

9. Ζητείται η γνώμη των αρμόδιων ποινικών αρχών των κρατών μελών πριν να ληφθεί απόφαση από την Eurojust. Οι αρχές αυτές ενημερώνονται εν συνεχεία για το περιεχόμενό της από τα οικεία εθνικά μέλη.

Άρθρο 20

Διόρθωση και διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ζητεί από την Eurojust να διορθώσει, να κλειδώσει ή να διαγράψει λανθασμένα ή ελλιπή δεδομένα που το αφορούν, η εισαγωγή ή η διατήρηση των οποίων αντίκειται στην παρούσα απόφαση.

2. Η Eurojust γνωστοποιεί στον αιτούντα εάν προέβη στη διόρθωση, το κλείδωμα ή τη διαγραφή των δεδομένων που τον αφορούν. Εάν ο αιτών δεν ικανοποιηθεί με την απάντηση της Eurojust, μπορεί να προσφεύγει στο κοινό εποπτικό όργανο, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή της απόφασης της Eurojust.

3. Κατόπιν αιτήσεως των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους, του εθνικού του μέλους ή του εθνικού του ανταποκριτή, εφόσον υφίσταται, και υπό την ευθύνη τους, η Eurojust, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της, διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται και τα οποία διαβιβάζονται ή εισάγονται από το κράτος μέλος αυτό, το εθνικό του μέλος ή τον εθνικό του ανταποκριτή. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Eurojust, συμπεριλαμβανομένου του εθνικού μέλους ή του εθνικού ανταποκριτή, εφόσον υφίσταται, μεριμνούν στο πλαίσιο αυτό για την τήρηση των αρχών που θεσπίζονται στο άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 15 παράγραφος 4.

4. Εάν αποδειχθεί ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έτυχαν επεξεργασίας από την Eurojust είναι εσφαλμένα ή ελλιπή ή ότι η εισαγωγή και η διατήρησή τους αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας απόφασης, η Eurojust οφείλει να τα κλειδώνει, να τα διορθώνει ή να τα διαγράφει.

5. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, όλοι οι παρέχοντες καιαποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται αμελλητί. Οι αποδέκτες αυτοί οφείλουν τότε να προβαίνουν, σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή τους, στη διόρθωση, το κλείδωμα ή τη διαγραφή των δεδομένων στο δικό τους σύστημα.

Άρθρο 21

Προθεσμίες διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, διατηρούνται από την Eurojust μόνον για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της.

2. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, δεν μπορούν να διατηρηθούν πέραν από:

α) την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία αφορά η έρευνα και οι διώξεις,

β) την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση του τελευταίου των οικείων κρατών μελών το οποίο αφορά η έρευνα ή οι διώξεις που προκάλεσαν τον συντονισμό της Eurojust,

γ) την ημερομηνία κατά την οποία η Eurojust και τα οικεία κράτη μέλη διαπίστωσαν ή συμφώνησαν από κοινού ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητος ο συντονισμός της έρευνας και των διώξεων από την Eurojust.

3. α) Η τήρηση των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ελέγχεται μονίμως με κατάλληλη αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Εν πάση περιπτώσει, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία, μετά την εισαγωγή τους.

β) Εάν λήξει μια εκ των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Eurojust ελέγχει εάν είναι ανάγκη να διατηρηθούν τα δεδομένα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι στόχοι της και μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει κατά παρέκκλιση τα δεδομένα αυτά μέχρι τον επόμενο έλεγχο.

γ) Εφόσον τα δεδομένα διατηρούνται κατά παρέκκλιση σύμφωνα με το στοιχείο β), διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων αυτών ανά τριετία.

4. Εάν υπάρχει φάκελος ο οποίος περιέχει μη αυτοματοποιημένα και μη διαρθρωμένα δεδομένα και εάν έχει παρέλθει η προθεσμία διατήρησης του τελευταίου αυτοματοποιημένου δεδομένου που προήλθε από αυτό το φάκελο, κάθε έγγραφο του εν λόγω φακέλου επιστρέφεται στην αρχή που το είχε ανακοινώσει και καταστρέφονται τα τυχόν αντίγραφα.

5. Στην περίπτωση κατά την οποία η Eurojust έχει συντονίσει έρευνα ή διώξεις, τα οικεία εθνικά μέλη ενημερώνουν την Eurojust και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για όλες τις δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση αυτή, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, προκειμένου ιδίως να εφαρμοσθεί η παράγραφος 2 στοιχείο β).

Άρθρο 22

Ασφάλεια των δεδομένων

1. Όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, η Eurojust και κάθε κράτος μέλος, στο βαθμό που το αφορούν τα δεδομένα που διαβιβάζονται από την Eurojust, εξασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, μη επιτρεπόμενη κοινολόγηση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μη επιτρεπόμενη επεξεργασία.

2. Ο εσωτερικός κανονισμός περιέχει τα τεχνικά μέτρα και τις οργανωτικές διατάξεις που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης όσον αφορά την ασφάλεια των δεδομένων, και ιδίως μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα προκειμένου:

α) να απαγορεύεται η είσοδος στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο,

β) να εμποδίζεται η ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή αφαίρεση των υποθεμάτων δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο,

γ) να εμποδίζεται η εισαγωγή στο αρχείο χωρίς τη σχετική άδεια, καθώς και η χωρίς άδεια ανακοίνωση, τροποποίηση ή διαγραφή των εισαγομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ) να εμποδίζεται η χρησιμοποίηση των συστημάτων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με τη βοήθεια εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων,

ε) να εξασφαλίζεται ότι, για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους,

στ) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να εξακριβώνεται και να διαπιστώνεται σε ποιά όργανα διαβιβάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε περίπτωση διαβίβασης δεδομένων,

ζ) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να εξακριβώνεται και να διαπιστώνεται εκ των υστέρων ποιά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν εισαχθεί στα συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πότε και από ποιό πρόσωπο,

η) να εμποδίζεται κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων, η μη επιτρεπομένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων.

Άρθρο 23

Κοινό εποπτικό όργανο

1. Δημιουργείται ανεξάρτητο κοινό εποπτικό όργανο το οποίο ελέγχει κατά συλλογικό τρόπο, τις δραστηριότητες της Eurojust που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 22, προκειμένου να εξασφαλίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το κοινό εποπτικό όργανο δικαιούται να έχει ανεπιφύλακτη πρόσβαση σε όλα τα αρχεία στα οποία υπόκεινται σε επεξεργασία αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η Eurojust παρέχει στο κοινό εποπτικό όργανο όλες τις πληροφορίες τις οποίες ζητεί από τα εν λόγω αρχεία και με όλα τα μέσα επικουρεί το όργανο αυτό στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Το κοινό εποπτικό όργανο συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά ανά εξάμηνο. Επιπλέον, συνέρχεται εντός 3 μηνών από την άσκηση μιας προσφυγής και μπορεί να συγκαλείται από τον πρόεδρό του εφόσον το ζητούν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη.

Εν όψει της συγκρότησης αυτού του κοινού εποπτικού οργάνου, κάθε κράτος μέλος διορίζει, σύμφωνα με το νομικό του σύστημα, έναν δικαστή, μη μέλος της Eurojust, ή εφόσον το απαιτεί το συνταγματικό ή εθνικό του σύστημα, ένα πρόσωπο το οποίο κατέχει αξίωμα που του παρέχει την κατάλληλη ανεξαρτησία, προκειμένου να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των δικαστών που θα μπορούν να συμμετέχουν στο εποπτικό όργανο με την ιδιότητα του μέλους ή του δικαστή ad hoc. Η διάρκεια του διορισμού δεν μπορεί να είναι κάτω των 18 μηνών. Η ανάκληση του διορισμού διέπεται από τις αρχές ανάκλησης που ισχύουν δυνάμει του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης. Ο διορισμός και η ανάκλησή του κοινοποιούνται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Eurojust.

2. Το κοινό εποπτικό όργανο απαρτίζεται από τρία μόνιμα μέλη και, σύμφωνα με προβλεπόμενα στη παράγραφο 4, από δικαστές ad hoc.

3. Ο δικαστής, τον οποίο διορίζει ένα κράτος μέλος, γίνεται μόνιμο μέλος ένα έτος προτού το κράτος του ασκήσει την Προεδρία του Συμβουλίου και για διάστημα ενός έτους και έξι μηνών.

Ο δικαστής, τον οποίο διόρισε το κράτος μέλος που ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου, αναλαμβάνει την προεδρία του κοινού εποπτικού οργάνου.

4. Στις συνεδριάσεις μετέχουν επίσης ένας ή περισσότεροι δικαστές ad hoc, μόνο κατά τη διάρκεια της εξέτασης προσφυγής σχετικής με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προέρχεται από το κράτος μέλος που τους διόρισε.

5. Η σύνθεση του κοινού εποπτικού οργάνου ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια εξέτασης μιας προσφυγής, ακόμη κι' αν έληξε η θητεία των μονίμων μελών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

6. Κάθε μέλος και κάθε δικαστής ad hoc έχει δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του Προέδρου υπερισχύει.

7. Το κοινό εποπτικό όργανο εξετάζει τις προσφυγές που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 8 και το άρθρο 20 παράγραφος 2, διεξάγει τους ελέγχους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το κοινό εποπτικό όργανο φρονεί ότι μία απόφαση την οποία έχει λάβει η Εurojust ή η επεξεργασία δεδομένων την οποία έχει πραγματοποιήσει δεν συνάδει προς την παρούσα απόφαση, το ζήτημα παραπέμπεται στην Eurojust, η οποία συμμορφώνεται με την απόφαση του κοινού εποπτικού οργάνου.

8. Οι αποφάσεις του κοινού εποπτικού οργάνου είναι αμετάκλητες και δεσμευτικές έναντι της Eurojust.

9. Τα πρόσωπα που διορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, υπό την προεδρία του Προέδρου του κοινού εποπτικού οργάνου, εγκρίνουν εσωτερικό κανονισμό και κανονισμό διαδικασίας, ο οποίος, για την εξέταση μιας προσφυγής, προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια για το διορισμό των μελών του οργάνου.

10. Τα έξοδα της γραμματείας καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Eurojust. Η γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου είναι ανεξάρτητη κατά τη λειτουργία της στο πλαίσιο της γραμματείας της Eurojust.

11. Τα μέλη του κοινού εποπτικού οργάνου υπέχουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 υποχρέωση εμπιστευτικότητας.

12. Το κοινό εποπτικό όργανο υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο μία φορά κατ' έτος.

Άρθρο 24

Ευθύνη λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

1. Η Eurojust ευθύνεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτή.

2. Οι καταγγελίες κατά της Εurojust στο πλαίσιο της ευθύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εγείρονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο αυτή εδρεύει.

3. Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπομένης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτό και διαβιβάσθηκαν στην Eurojust.

Άρθρο 25

Εμπιστευτικότητα

1. Τα εθνικά μέλη και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το προσωπικό της Eurojust και οι εθνικοί ανταποκριτές, εφόσον υφίστανται, καθώς και ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 1.

2. Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλα τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που καλούνται να συνεργασθούν με την Eurojust.

3. Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας παραμένει και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, της σύμβασης εργασίας ή της δραστηριότητας των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 παράγραφος 1, η υποχρέωση εμπιστευτικότητας εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει η Eurojust.

Άρθρο 26

Σχέσεις με τους εταίρους

1. Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί στενή συνεργασία με την Ευρωπόλ, στο βαθμό που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust, και για την επίτευξη των στόχων της, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφεύγεται περιττή αλληλοεπικάλυψη. Τα κυριότερα στοιχεία της συνεργασίας αυτής καθορίζονται βάσει συμφωνίας που εγκρίνεται από το Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με το κοινό εποπτικό όργανο όσον αφορά τις διατάξεις για την προστασία των δεδομένων.

2. Η Eurojust διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο οι οποίες βασίζονται στη συνεννόηση και τη συμπληρωματικότητα, ιδίως μεταξύ του εθνικού μέλους, των σημείων επαφής του ιδίου κράτους μέλους και του εθνικού ανταποκριτή, εφόσον υφίσταται. Προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική συνεργασία, λαμβάνονται τα εξής μέτρα:

α) Η Εurojust έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που συλλέγονται σε κεντρικό επίπεδο από το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο σύμφωνα με το άρθρο 8 της κοινής δράσης 98/428/ΔΕΥ και στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών το οποίο έχει δημιουργηθεί δυνάμει του άρθρου 10 της κοινής αυτής δράσης.

β) Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 9, παράγραφος 3 της κοινής δράσης 98/428/ΔΕΥ, η γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου τοποθετείται εντός της γραμματείας της Eurojust, της οποίας αποτελεί ξεχωριστή και αυτόνομη σελειτουργικό επίπεδο μονάδα. Έχει στη διάθεσή της τα μέσα της Eurojust που της είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του έργου του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Στο βαθμό που αυτό δεν είναι ασυμβίβαστο με τη λειτουργική αυτονομία της γραμματείας του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, οι κανόνες που εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού της Eurojust εφαρμόζονται και στα μέλη της γραμματείας του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

γ) Τα εθνικά μέλη της Eurojust μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, κατόπιν προσκλήσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Τα σημεία επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου μπορούν να καλούνται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Eurojust.

3. Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί στενή συνεργασία με την OLAF. Προς τον σκοπό αυτό, η OLAF δύναται να συμβάλλει στις εργασίες της Eurojust για το συντονισμό των ερευνών και διώξεων όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητος, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της Eurojust, είτε κατόπιν αιτήσεως της OLAF, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν αντιτίθενται εν προκειμένω.

4. Για τις ανάγκες της παραλαβής και της διαβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και της OLAF, και με επιφύλαξη του άρθρου 9, τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου τα εθνικά μέλη της Eurojust να θεωρούνται ως αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνον για τις ανάγκες των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(9). Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των εθνικών μελών είναι ανεξάρτητη από τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει των κανονισμών αυτών.

5. Η Eurojust δύναται, προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της, να διατηρεί επαφές και να ανταλλάσσει εμπειρίες μη επιχειρησιακού χαρακτήρα με άλλους φορείς, ιδίως με διεθνείς οργανισμούς.

6. Η Eurojust δύναται, κατά περίπτωση, να συνεργάζεται με δικαστικούς συνδέσμους των κρατών μελών, κατά την έννοια της κοινής δράσης 96/277/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996, σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(10).

Άρθρο 27

Ανταλλαγή πληροφοριών με τους εταίρους

1. Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, η Eurojust δύναται να ανταλλάσσει κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της με:

α) τους φορείς που είναι αρμόδιοι δυνάμει διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπισθεί στα πλαίσια των συνθηκών,

β) τους διεθνείς οργανισμούς ή φορείς,

γ) τις αρχές τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες για τις έρευνες και διώξεις.

2. Πριν από κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σημεία β) και γ), δίνει τη συναίνεσή του για τη διαβίβαση των πληροφοριών το εθνικό μέλος του κράτους μέλους το οποίο παρείχε τις πληροφορίες. Εφόσον χρειάζεται, το εθνικό μέλος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

3. Η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, εγκρινόμενες από το Συμβούλιο με τρίτα κράτη και με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι συμφωνίες αυτές δύνανται, ιδίως, να περιέχουν διατάξεις σχετικά με ρυθμίσεις για την απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων ή δικαστικών συνδέσμων στην Eurojust. Δύνανται επίσης να περιέχουν διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, ζητείται η γνώμη του κοινού εποπτικού οργάνου από την Eurojust.

Για την επίλυση των επειγόντων ζητημάτων, η Eurojust δύναται επίσης να συνεργάζεται με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) χωρίς να συνάπτει συμφωνία με αυτές, εφόσον η συνεργασία αυτή δεν συνεπάγεται τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust προς αυτές.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust προς τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), των τρίτων κρατών τα οποία δεν υπάγονται στην εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, δύναται να λαμβάνει χώρα μόνον όταν εξασφαλίζεται ανάλογος επαρκής βαθμός προστασίας των δεδομένων.

5. Εάν το τρίτο κράτος ή οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), δεν εκπληρώσουν εν συνεχεία, ή ευλόγως πιθανολογείται ότι δεν θα εκπληρώσουν, τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4, ενημερώνεται αμέσως το κοινό εποπτικό όργανο και τα οικεία κράτη μέλη από την Eurojust. Το κοινό εποπτικό όργανο δύναται να αναστείλει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τις οικείες οντότητες, έως ότου διαπιστώσει ότι έχουν ληφθεί μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης.

6. Ωστόσο, ακόμα και εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, ένα εθνικό μέλος, ενεργώντας με την ιδιότητά του, κατ' εξαίρεση και μόνον προκειμένου να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την πρόληψη άμεσου και σοβαρού κινδύνου για ένα πρόσωπο ή για τη δημόσια ασφάλεια, δύναται να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο να διαπιστώνει εάν είναι νόμιμο να επιτρέψει τη διαβίβαση. Το εθνικό μέλος τηρεί αρχείο των διαβιβάσεων δεδομένων και των λόγων αυτών των διαβιβάσεων. Η διαβίβαση δεδομένων επιτρέπεται μόνον εάν ο αποδέκτης δεσμεύεται ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνον για τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν.

Άρθρο 28

Οργάνωση και λειτουργία

1. Το συλλογικό όργανο είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και τη λειτουργία της Eurojust.

2. Το συλλογικό όργανο εκλέγει ένα πρόεδρο μεταξύ των εθνικών μελών και δύναται, εάν το κρίνει αναγκαίο, να εκλέξει το πολύ δύο αντιπροέδρους. Το αποτέλεσμα της εκλογής αυτής υποβάλλεται στο Συμβούλιο προς έγκριση.

3. Ο Πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου και υπό την εποπτεία του, διεξάγει τις εργασίες του και ελέγχει την καθημερινή διαχείριση που διενεργεί ο διοικητικός διευθυντής. Ο εσωτερικός κανονισμός προσδιορίζει τις περιπτώσεις όπου, για τις αποφάσεις ή τις ενέργειές του, απαιτείται προηγούμενη άδεια ή έκθεση προς το συλλογικό όργανο.

4. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου είναι τριετής. Δύναται να επανεκλεγεί μία φορά. Η διάρκεια της θητείας του(των) ενδεχόμενου(ων) αντιπροέδρου(ων) διέπεται από το εσωτερικό κανονισμό.

5. Η Eurojust επικουρείται από γραμματεία, της οποίας προσταται ένας διοικητικός διευθυντής.

6. Η Eurujust ασκεί έναντι του προσωπικού της τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους κατάλληλους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό.

Άρθρο 29

Διοικητικός διευθυντής

1. Ο διοικητικός διευθυντής της Eurojust διορίζεται ομόφωνα από το συλλογικό όργανο. Το συλλογικό όργανο συνιστά μία επιτροπή επιλογής, η οποία, κατόπιν προκηρύξεως υποβολής υποψηφιοτήτων, καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων μεταξύ των οποίων το συλλογικό όργανο επιλέγει τον διοικητικό διευθυντή.

2. Η διάρκεια της θητείας του διοικητικού διευθυντή είναι πενταετής. Η θητεία είναι ανανεώσιμη.

3. Ο διοικητικός διευθυντής υπόκειται στους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4. Ο διοικητικός διευθυντής εργάζεται υπό την εποπτεία της συλλογικού οργάνου και του Προέδρου του ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3. Μπορεί να ανακληθεί από το συλλογικό όργανο με πλειοψηφία των δύο τρίτων.

5. Ο διοικητικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την καθημερινή διοίκηση της Eurojust και για τη διαχείριση του προσωπικού, υπό τον έλεγχο του Προέδρου.

Άρθρο 30

Προσωπικό

1. Το προσωπικό της Eurojust υπόκειται, ιδίως όσον αφορά την πρόσληψη και το καθεστώς του, στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Το προσωπικό της Eurojust προσλαμβάνεται σύμφωνα με τους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 27 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68(11), συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής κατανομής τους. Έχουν καθεστώς μονίμων, εκτάκτων ή τοπικών υπαλλήλων. Κατόπιν αιτήσεως του διοικητικού διευθυντή, και σε συμφωνία με τον Πρόεδρο εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου, τα κοινοτικά όργανα δύνανται να αποσπούν κοινοτικούς υπαλλήλους και να τους τοποθετούν στην Eurojust ως εκτάκτους υπαλλήλους. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποσπούν εθνικούς εμπειρογνώμονες στην Eurojust. Για την τελευταία αυτή περίπτωση, το συλλογικό όργανο θεσπίζει τις αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής.

3. Υπό την εποπτεία του συλλογικού οργάνου, το προσωπικό φέρει σε πέρας τα καθήκοντά του έχοντας κατά νου τους στόχους και την εντολή της Eurojust, χωρίς να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο εκτός της Eurojust.

Άρθρο 31

Παροχή βοήθειας όσον αφορά τη διερμηνεία και τη μετάφραση

1. Στις εργασίες της Eurojust, εφαρμόζεται το επίσημο γλωσσικό καθεστώς της Ένωσης.

2. Η ετήσια έκθεση προς το Συμβούλιο, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, συντάσσεται στις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ένωσης.

Άρθρο 32

Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

1. Ο Πρόεδρος, εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου, λογοδοτεί εγγράφως στο Συμβούλιο, μία φορά το χρόνο, σχετικά με τις δραστηριότητες και τη διαχείριση, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης του προϋπολογισμού, της Eurojust.

Για το σκοπό αυτό, το συλλογικό όργανο συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Eurojust και με τα προβλήματα της πολιτικής για το έγκλημα στο πλαίσιο της Ένωσης, τα οποία επισημάνθηκαν κατόπιν των ενεργειών της Eurojust. Στην έκθεση αυτή, η Eurojust μπορεί επίσης να υποβάλλει προτάσεις για τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Ο Πρόεδρος υποβάλλει επίσης έκθεση ή κάθε άλλη πληροφορία που ενδέχεται να του ζητήσει το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία της Eurojust.

2. Η Προεδρία του Συμβουλίου απευθύνει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις εργασίες της Eurojust καθώς και τις δραστηριότητες του κοινού εποπτικού οργάνου.

Άρθρο 33

Οικονομικά θέματα

1. Οι μισθοί και οι αποδοχές των εθνικών μελών και των βοηθών τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

2. Όταν τα εθνικά μέλη δρουν στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust, οι σχετικές δαπάνες θεωρούνται ως λειτουργικές δαπάνες κατά την έννοια του άρθρου 41 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Άρθρο 34

Προϋπολογισμός

1. Για όλα τα έσοδα και τα έξοδα της Eurojust υπάρχουν προβλέψεις για κάθε οικονομικό έτος. Το οικονομικό έτος συμπίπτει με το ημερολογιακό. Τα έσοδα και τα έξοδα εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Eurojust, ο οποίος περιλαμβάνει τον πίνακα των θέσεων εργασίας που υποβάλλεται στη δημοσιονομική αρχή που είναι αρμόδια για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πίνακας θέσεων, αποτελούμενος από τις θέσεις απασχόλησης μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα, καθώς και από στοιχεία σχετικά με τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες, προσδιορίζει τον αριθμό, τον βαθμό και την κατηγορία του προσωπικού που απασχολείται από την Εurojust κατά το σχετικό οικονομικό έτος.

2. Τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού της Eurojust πρέπει να είναι ισοσκελισμένα.

3. Τα έσοδα της Eurojust δύνανται να περιλαμβάνουν, υπό την επιφύλαξη άλλων εσόδων, επιδότηση η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Τα έξοδα της Eurojust περιλαμβάνουν ιδίως τα έξοδα που συνδέονται με τη διερμηνεία και τη μετάφραση, τα έξοδα ασφαλείας, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, τα έξοδα λειτουργίας και μίσθωσης, τα έξοδα ταξιδίου των μελών και του προσωπικού της Eurojust και τις δαπάνες σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους.

Άρθρο 35

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1. Ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει κάθε έτος προσχέδιο προϋπολογισμού της Εurojust, το οποίο καλύπτει τις δαπάνες για το επόμενο οικονομικό έτος. Υποβάλλει το προσχέδιο αυτό στο συλλογικό όργανο.

2. Το συλλογικό όργανο εγκρίνει, το αργότερο έως την 1η Μαρτίου κάθε έτους, το σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο έτος και το υποβάλλει στην Επιτροπή.

3. Βάσει του εν λόγω σχεδίου προϋπολογισμού, η Επιτροπή προτείνει, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού, τον καθορισμό της ετήσιας επιδότησης για τον προϋπολογισμό της Eurojust.

4. Βάσει της ετήσιας επιδότησης η οποία καθορίζεται με τον τρόπο αυτό από τη δημοσιονομική αρχή που είναι αρμόδια για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συλλογικό όργανο εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Eurojust στην αρχή κάθε οικονομικού έτους, με προσαρμογές ανάλογα με τις διάφορες εισφορές που χορηγούνται στην Εurojust και τα ποσά που προέρχονται από άλλες πηγές.

Άρθρο 36

Εκτέλεση του προϋπολογισμού και απαλλαγή

1. Ο διοικητικόςδιευθυντής εκτελεί, ως διατάκτης, τον προϋπολογισμό της Eurojust. Λογοδοτεί στο συλλογικό όργανο ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο Πρόεδρος, με την βοήθεια του διοικητικού διευθυντή, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή τους λεπτομερείς λογαριασμούς για το σύνολο των εσόδων και των εξόδων του προηγούμενου οικονομικού έτους. Το Ελεγκτικό Συνέδριο τους εξετάζει σύμφωνα με το άρθρο 248 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2. Κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαλλάσσει την Εurojust από την εκτέλεση του προϋπολογισμού πριν από τις 30 Απριλίου του έτους n + 2.

Άρθρο 37

Δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον προϋπολογισμό

Ο δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον προϋπολογισμό της Εurojust αποφασίζεται ομόφωνα από το συλλογικό όργανο, μετά από γνώμη της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το άρθρο 142 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(12).

Άρθρο 38

Έλεγχοι

1. Ο έλεγχος της ανάληψης και της πληρωμής όλων των δαπανών και ο έλεγχος της διαπίστωσης και της είσπραξης όλων των εσόδων της Εurojust ασκείται από δημοσιονομικό ελεγκτή που διορίζεται από το συλλογικό όργανο.

2. Το συλλογικό όργανο διορίζει έναν εσωτερικό ελεγκτή, ο οποίος είναι υπεύθυνος ιδίως να παρέχει ένα εχέγγυο, σύμφωνα με τους σχετικούς διεθνείς κανόνες, όσον αφορά την ομαλή λειτουργία των συστημάτων και των διαδικασιών εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Ο εσωτερικός ελεγκτής δεν μπορεί να είναι διατάκτης ούτε υπόλογος. Το συλλογικό όργανο μπορεί να ζητάει από τον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής να ασκήσει το καθήκον αυτό.

3. Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει έκθεση για τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του στη Εurojust και διαβιβάζει αντίγραφο αυτής της έκθεσης στην Επιτροπή. Η Eurojust, βάσει των εκθέσεων του ελεγκτή, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να δώσει συνέχεια στις συστάσεις αυτές.

4. Οι κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 εφαρμόζονται στην Εurojust. Το συλλογικό όργανο της Εurojust θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής.

Άρθρο 39

Πρόσβαση στα έγγραφα

Βάσει προτάσεως του διοικητικού διευθυντή, το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα της Eurojust, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και τα όρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/01 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής(13).

Άρθρο 40

Εδαφική εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ, το οποίο εκπροσωπείται από το εθνικό μέλος που αντιπροσωπεύει το Ηνωμένο Βασίλειο.

Άρθρο 41

Μεταβατικές διατάξεις

1. Τα εθνικά μέλη της προσωρινής Μονάδας δικαστικής συνεργασίας, τα οποία ορίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει της απόφασης 2000/799/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη σύσταση προσωρινής μονάδας δικαστικής συνεργασίας(14), ασκούν το καθήκον του εθνικού μέλους της Eurojust δυνάμει του άρθρου 2 της παρούσας απόφασης, έως τον οριστικό διορισμό του εθνικού μέλους του οικείου κράτους μέλους και το αργότερο μέχρι τη λήξη του δεύτερου μήνα μετά την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ημερομηνία κατά την οποία παύουν τα καθήκοντά τους.

Λόγω της ιδιότητας αυτής, τα εθνικά μέλη της Προσωρινής Μονάδας διαθέτουν όλες τις αρμοδιότητες που απονέμονται στα εθνικά μέλη δυνάμει της παρούσας απόφασης.

Ο οριστικός διορισμός του εθνικού μέλους αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την ημέρα που ορίζεται προς τούτο από το κράτος μέλος σε κοινοποίηση στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου με επίσημο ταχυδρομείο.

2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να δηλώσει, εντός των τριών μηνών από την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης, ότι δεν εφαρμόζει, μέχρι την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 42, ορισμένα άρθρα, ιδίως τα άρθρα 9 και 13, διότι η εφαρμογή αυτή δεν είναι συμβατή με την εθνική νομοθεσία. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ενημερώνει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τη δήλωση αυτή.

3. Εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει ακόμη εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust, το συλλογικό όργανο λαμβάνει όλες τις αποφάσεις του με πλειοψηφία των δύο τρίτων, εκτός εάν η παρούσα απόφαση προβλέπει απόφαση με ομοφωνία.

4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μέχρι την οριστική σύσταση της Eurojust, να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί ότι η επεξεργασία όλων των φακέλων, τους οποίους επεξεργάζεται η Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας, ιδίως στον τομέα του συντονισμού των ερευνών και των διώξεων, μπορεί να συνεχισθεί αποτελεσματικά από τα εθνικά μέλη. Τα εθνικά μέλη επιδιώκουν τουλάχιστον τους ίδιους στόχους και αποστολές με την Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας.

Άρθρο 42

Μεταφορά

Τα κράτη μέλη συμμορφώνουν, εν ανάγκη, το εθνικό τους δίκαιο με την παρούσα απόφαση το ταχύτερο δυνατόν, και οπωσδήποτε μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 2003 το αργότερο.

Άρθρο 43

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα, με την επιφύλαξη του άρθρου 41. Από την ημερομηνία αυτή, η Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας παύει να υφίσταται.

Βρυξέλλες, 28 Φεβρουαρίου 2002.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. Acebes Paniagua

(1) ΕΕ C 206 της 19.7.2000, σ. 1 καιΕΕ C 243 της 24.8.2000, σ. 15.

(2) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 347 και γνώμη που διατυπώθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(4) ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 3.

(5) ΕΕ C 326 της 26.11.2001, σ. 2.

(6) ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 1.

(7) ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 4.

(8) ΕΕ L 351 της 29.12.1998, σ. 1.

(9) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

(10) ΕΕ L 105 της 27.4.1996, σ. 1.

(11) ΕΕ L 56 της 4.3.1968· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2581/2001 (ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 1).

(12) ΕΕ L 356 της 31.12.1977, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 762/2001 (ΕΕ L 111 της 20.4.2001, σ. 1).

(13) ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(14) ΕΕ L 324 της 21.12.2000, σ. 2.