32001R0070

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 010 της 13/01/2001 σ. 0033 - 0042


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής

της 12ης Ιανουαρίου 2001

σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων(1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) και στοιχείο β),

Αφού δημοσίευσε σχέδιο του παρόντος κανονισμού(2),

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να αποφαίνεται σύμφωνα με το άρθρο 87 της συνθήκης ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(2) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 εξουσιοδοτείται επίσης η Επιτροπή να αποφαίνεται σύμφωνα με το άρθρο 87 της συνθήκης, ότι δεδομένη ενίσχυση η οποία πληροί τους όρους του χάρτη που η Επιτροπή έχει εγκρίνει σε σχέση με τη χορήγηση ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα στο αντίστοιχο κράτος μέλος, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και δεν υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(3) Η Επιτροπή, με πολυάριθμες αποφάσεις, εφήρμοσε τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης σε σχέση με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες εδρεύουν εντός και εκτός των υποβοηθούμενων περιοχών και πρόσφατα κατέστησε επίσης γνωστή την πολιτική που ακολουθεί στον συγκεκριμένο τομέα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις(3) και με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα(4). Για να εξασφαλισθεί ο αποτελεσματικός έλεγχος καθώς και η απλούστευση του διοικητικού έργου χωρίς να εξασθενήσει η παρακολούθηση της κατάστασης από την Επιτροπή, ενδείκνυται η Επιτροπή να κάνει χρήση των εξουσιών που της απονέμονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, με βάση την εκτεταμένη πείρα της από την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και λαμβάνοντας υπόψη τα γενικής ισχύος κείμενα που αναφέρονται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα τα οποία έχει εκδώσει η ίδια η Επιτροπή δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων.

(4) Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να κοινοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή αξιολογεί τις κοινοποιήσεις αυτές με γνώμονα, ιδίως, τα κριτήρια που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να καταργηθούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι το περιεχόμενό τους αντικαθίσταται από τον παρόντα κανονισμό.

(5) Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συντελούν αποφασιστικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας και γενικότερα αποτελούν παράγοντα κοινωνικής σταθερότητας και οικονομικού δυναμισμού. Παρόλ' αυτά η ανάπτυξή τους παρεμποδίζεται ενίοτε από δυσλειτουργίες της αγοράς. Συχνά δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τα κεφάλαια και τις πιστώσεις που χρειάζονται, και τούτο οφείλεται στην ατολμία ορισμένων χρηματοπιστωτικών αγορών και στο γεγονός ότι οι εγγυήσεις που είναι σε θέση να παράσχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σε μερικές περιπτώσεις ανεπαρκείς. Εξάλλου, το περιορισμένο μέγεθος των πόρων τους ενδέχεται να περιστέλλει τη δυνατότητα απόκτησης πληροφοριών, παραδείγματος χάρη σχετικά με τις νέες τεχνολογίες και τις εν δυνάμει αγορές. Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, σκοπός των ενισχύσεων που εξαιρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι η διευκόλυνση της ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν βλάπτουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντικείμενο προς το κοινό συμφέρον.

(6) Ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να απαλλάσσει κάθε ενίσχυση που πληροί όλες τις σχετικές προϋποθέσεις που ο ίδιος προβλέπει, καθώς και κάθε καθεστώς ενισχύσεων, υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε ενίσχυση που θα μπορούσε να χορηγηθεί κατ' εφαρμογή του εκάστοτε καθεστώτος πληροί όλες τις σχετικές προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει ο παρών κανονισμός. Για να εξασφαλισθεί αποτελεσματική εποπτεία καθώς και απλούστευση του διοικητικού έργου χωρίς να εξασθενήσει η παρακολούθηση της Επιτροπής, τα καθεστώτα ενισχύσεων αλλά και οι μεμονωμένες ενισχύσεις που δεν εμπίπτουν σε κανένα καθεστώς είναι σκόπιμο να περιλαμβάνουν ρητή αναφορά στον παρόντα κανονισμό.

(7) Ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που ενδεχομένως προβλέπονται σε κανονισμούς και οδηγίες που ισχύουν σήμερα για τις κρατικές ενισχύσεις προς συγκεκριμένους κλάδους, όπως είναι η ναυπηγική βιομηχανία, καθώς και ότι από την εφαρμογή του εξαιρούνται οι τομείς της γεωργίας, της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών.

(8) Προκειμένου να εξαλειφθούν διαφορές που ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών και εθνικών πρωτοβουλιών που αφορούν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και για λόγους διοικητικής διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, ο ορισμός της έννοιας της μικρής και μεσαίας επιχείρησης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού πρέπει να συμπίπτει με τον ορισμό ο οποίος παρατίθεται στη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Απριλίου 1996, σχετικά με τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων(5) και ο οποίος χρησιμοποιείται επίσης στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις(6).

(9) Βάσει πάγιας πρακτικής της Επιτροπής και προκειμένου να διασφαλισθεί καλύτερα ότι μία ενίσχυση ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας και περιορίζεται στο αναγκαίο ποσό, τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια ενδείκνυται να καθορισθούν με βάση την ένταση της ενίσχυσης, σε συνάρτηση με μια σειρά επιλέξιμων δαπανών, και όχι με βάση το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό ενίσχυσης.

(10) Για να κριθεί κατά πόσον μια δεδομένη ενίσχυση συμβιβάζεται ή όχι με την κοινή αγορά σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη η ένταση της ενίσχυσης, δηλαδή το ποσό της ενίσχυσης εκπεφρασμένο ως ισοδύναμο επιχορήγησης. Στην περίπτωση των ενισχύσεων που είναι καταβλητέες σε περισσότερες δόσεις και των ενισχύσεων που έχουν τη μορφή δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, ο υπολογισμός του ισοδυνάμου επιχορήγησης προϋποθέτει την εφαρμογή των επιτοκίων που ισχύουν στην αγορά κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Για να επιτευχθεί η ομοιόμορφη, διαφανής και ευκολονόητη εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων, ως επιτόκια αγοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού πρέπει να νοούνται τα επιτόκια αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση του δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, το δάνειο παρέχεται έναντι κανονικής ασφάλειας και δεν παρουσιάζει ασυνήθιστα υψηλό κίνδυνο. Τα επιτόκια αναφοράς πρέπει να είναι εκείνα τα οποία η Επιτροπή καθορίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και τα οποία δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στο Ίντερνετ.

(11) Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υφίστανται μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια που θα τεθούν για την ένταση των ενισχύσεων πρέπει να είναι διαφορετικά για τις δύο αυτές κατηγορίες επιχειρήσεων.

(12) Τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια για την ένταση των ενισχύσεων θα πρέπει να τεθούν σε τέτοιο ύψος ούτως ώστε, με βάση την πείρα της Επιτροπής, να επιτυγχάνεται η δέουσα ισορροπία μεταξύ της ελαχιστοποίησης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στον ενισχυόμενο κλάδο και της σκοπούμενης διευκόλυνσης της ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

(13) Ενδείκνυται να θεσπισθούν και ορισμένες επιπλέον προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για να γίνει δεκτό ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων ή μια μεμονωμένη ενίσχυση μπορεί πράγματι να εξαιρεθεί βάσει του παρόντος κανονισμού. Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, οι εξαιρούμενες ενισχύσεις δεν πρέπει κανονικά να συνεπάγονται απλώς και μόνο τη διαρκή ή περιοδική μείωση των λειτουργικών δαπανών που θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες υποχρεωμένος να επωμισθεί ο δικαιούχος, ενώ το ύψος τους πρέπει να είναι ανάλογο των μειονεξιών που είναι απαραίτητο να υπερπηδηθούν προκειμένου να εξασφαλισθούν τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη που θεωρείται ότι εξυπηρετούν το συμφέρον της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται η απαλλαγή την οποία προβλέπει ο παρών κανονισμός να περιοριστεί μόνο στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε ορισμένες περιπτώσεις υλικών και άυλων επενδύσεων, ορισμένες υπηρεσίες στους δικαιούχους και ορισμένες άλλες δραστηριότητες. Λαμβάνοντας υπόψη το πλεονασματικό δυναμικό της Κοινότητας στον τομέα των μεταφορών, με εξαίρεση το σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό, οι επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες για επιχειρήσεις των οποίων η κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι στον τομέα των μεταφορών δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μεταφορικά μέσα και εξοπλισμό.

(14) Βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να απαλλάσσονται οι ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ασχέτως του τόπου στον οποίον εδρεύουν. Οι επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη των λιγότερο ευνοημένων περιφερειών της Κοινότητας. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εδρεύουν σε τέτοιες περιφέρειες πλήττονται τόσο από τα διαρθρωτικά προβλήματα που προκαλούνται από τη γεωγραφική τους θέση, όσο και από τις δυσκολίες που είναι απόρροια του μεγέθους τους. Για το λόγο αυτό ενδείκνυται να προβλέπονται υψηλότερα όρια έντασης της ενίσχυσης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εδρεύουν σε υποβοηθούμενες περιφέρειες.

(15) Για να μην αντιμετωπίζεται ευνοϊκότερα το κεφαλαιουχικό στοιχείο της εκάστοτε επένδυσης από το στοιχείο της που αντιστοιχεί στην εργασία, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα υπολογισμού του ύψους των ενισχύσεων για επενδύσεις με βάση είτε το κόστος της επένδυσης είτε το κόστος των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται και οι οποίες συνδέονται με την υλοποίηση του εκάστοτε επενδυτικού σχεδίου.

(16) Λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα(7), ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να προβλέπει την απαλλαγή των εξαγωγικών ενισχύσεων ούτε των ενισχύσεων που ευνοούν τα εγχώρια προϊόντα εις βάρος των εισαγόμενων. Στην έννοια της εξαγωγικής ενίσχυσης κατά κανόνα δεν εμπίπτουν οι ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις ή μελετών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών απαραίτητων για το λανσάρισμα ενός νέου ή ήδη υπάρχοντος προϊόντος σε μια νέα αγορά.

(17) Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη επίτευξης της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ της ελαχιστοποίησης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στον εκάστοτε ενισχυόμενο κλάδο και των στόχων του παρόντος κανονισμού, δεν πρέπει να απαλλάσσονται μεμονωμένες ενισχύσεις οι οποίες υπερβαίνουν το καθορισμένο μέγιστο ποσό, ανεξάρτητα αν χορηγούνται ή όχι δυνάμει κάποιου καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(18) Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η εκάστοτε ενίσχυση είναι αναγκαία και ότι χρησιμεύει ως κίνητρο για την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, βάσει του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να απαλλάσσονται δραστηριότητες τις οποίες ούτως ή άλλως θα ανέπτυσσε ο δικαιούχος υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά.

(19) Βάσει του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να απαλλάσσονται οι περιπτώσεις σώρευσης μιας ενίσχυσης με άλλες κρατικές ενισχύσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που χορηγούνται από εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές, ή με κοινοτική χρηματοδότηση, σχετικά με τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες, όταν αυτή η σώρευση οδηγεί σε υπέρβαση των ανώτατων ορίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(20) Για λόγους διαφάνειας και αποτελεσματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 ενδείκνυται η καθιέρωση τυποποιημένου εντύπου με το οποίο τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή συνοπτικά πληροφοριακά στοιχεία κάθε φορά που, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζουν ένα καθεστώς ενισχύσεων ή χορηγούν μεμονωμένη ενίσχυση που δεν εντάσσεται σε τέτοιο καθεστώς, με σκοπό τη δημοσίευση των εν λόγω στοιχείων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για τους ίδιους λόγους ενδείκνυται να θεσπισθούν κανόνες για τα αρχεία που τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν σε σχέση με τις απαλλασσόμενες βάσει του παρόντος κανονισμού ενισχύσεις. Για τους σκοπούς των ετήσιων εκθέσεων που τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή, η Επιτροπή ενδείκνυται να καθορίσει τους ειδικούς όρους που θα πρέπει να πληρούν οι εν λόγω εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής πληροφοριών υπό ηλεκτρονική μορφή, λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία διαθεσιμότητα της αναγκαίας προς τούτο τεχνολογίας.

(21) Λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας που έχει αποκτήσει η Επιτροπή και ιδίως της συχνότητας με την οποία γενικά είναι αναγκαίο να αναθεωρείται η πολιτική για τις κρατικές ενισχύσεις, είναι σκόπιμο να περιοριστεί η περίοδος εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση που η ισχύς του παρόντος κανονισμού δεν παραταθεί, τα καθεστώτα ενισχύσεων που απηλλάγησαν ήδη δυνάμει του παρόντος κανονισμού, πρέπει να εξακολουθούν να καλύπτονται από την απαλλαγή για έξι μήνες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Με την επιφύλαξη των ειδικών κοινοτικών κανονισμών ή οδηγιών που έχουν θεσπισθεί δυνάμει της συνθήκης ΕΚ και διέπουν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε συγκεκριμένους τομείς, ανεξαρτήτως του αν οι διατάξεις τους είναι περισσότερο ή λιγότερο περιοριστικές από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις όλων των κλάδων.

2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α) σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγή, τη μεταποίηση και την εμπορία των προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της συνθήκης·

β) σε ενισχύσεις που συνδέονται με δραστηριότητες του εξαγωγικού κλάδου, δηλαδή ενισχύσεις που συνδέονται άμεσα με τις εξαγόμενες ποσότητες, με τη συγκρότηση και λειτουργία δικτύου διανομής ή με άλλες τρέχουσες δαπάνες οι οποίες σχετίζονται με εξαγωγική δραστηριότητα·

γ) σε ενισχύσεις χορηγούμενες υπό τον όρο της χρήσης εγχώριων αντί των εισαγόμενων αγαθών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται:

α) ως "ενίσχυση": κάθε μέτρο το οποίο πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης·

β) ως "μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις": οι επιχειρήσεις που ορίζονται στο παράρτημα Ι·

γ) ως "επένδυση σε υλικά στοιχεία ενεργητικού": κάθε επένδυση σε πάγια υλικά στοιχεία ενεργητικού η οποία σχετίζεται με τη δημιουργία νέας εγκατάστασης, την επέκταση υφιστάμενης εγκατάστασης ή την ενασχόληση με δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται τη ριζική μεταβολή του αντικειμένου ή της μεθόδου παραγωγής υφιστάμενης εγκατάστασης (παραδείγματος χάρη μέσω εξορθολογισμού, διαφοροποίησης ή εκσυγχρονισμού). Ως υλική επένδυση θεωρείται επίσης κάθε επένδυση σε πάγια στοιχεία ενεργητικού η οποία έχει τη μορφή της εξαγοράς εγκατάστασης που είτε έχει διακόψει τη λειτουργία της είτε θα αναγκαζόταν να τη διακόψει σε περίπτωση μη εξαγοράς της·

δ) ως "επένδυση σε άυλα στοιχεία ενεργητικού": κάθε επένδυση για μεταφορά τεχνολογίας, μέσω της απόκτησης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, άδειας εκμετάλλευσης, τεχνογνωσίας ή τεχνικών γνώσεων που δεν είναι κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας·

ε) ως "ακαθάριστη ένταση ενίσχυσης": το ποσό της ενίσχυσης, εκπεφρασμένο ως ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών του σχεδίου. Όλα τα χρησιμοποιούμενα αριθμητικά στοιχεία λαμβάνονται υπόψη πριν από την αφαίρεση των τυχόν άμεσων φόρων. Όταν χορηγούνται ενισχύσεις υπό μορφή άλλη πλην της επιδότησης, το ύψος της ενίσχυσης ισούται με το ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης. Όταν μία ενίσχυση είναι καταβλητέα σε περισσότερες δόσεις, γίνεται αναγωγή στην αξία της κατά τον χρόνο της χορήγησης. Το προεξοφλητικό επιτόκιο που εφαρμόζεται για τον σκοπό αυτό, καθώς και για τον υπολογισμό του ύψους της ενίσχυσης στην περίπτωση του δανείου υπό ευνοϊκούς όρους είναι το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει κατά τον χρόνο της χορήγησης·

στ) ως "καθαρή ένταση ενίσχυσης": το ποσό της ενίσχυσης μετά την αφαίρεση των φόρων και εκπεφρασμένο ως ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών του σχεδίου·

ζ) ως "αριθμός εργαζομένων": ο αριθμός των ετήσιων μονάδων εργασίας (ΕΜΕ), δηλαδή ο αριθμός των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που έχουν εργασθεί κατά τη διάρκεια ενός έτους. Η μερική και η εποχιακή απασχόληση ισοδυναμούν με κλάσμα της ΕΜΕ.

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις απαλλαγής

1. Μεμονωμένη ενίσχυση εκτός οποιουδήποτε καθεστώτος ενισχύσεων, η οποία πληροί όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς κοινοποίηση που προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφόσον περιέχει ρητή αναφορά στον παρόντα κανονισμό μνημονεύοντας τον τίτλο του και τα στοιχεία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Τα καθεστώτα ενισχύσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και απαλλάσσονται της υποχρεώσεως προς κοινοποίηση που προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφόσον:

α) κάθε ενίσχυση που μπορεί να χορηγηθεί δυνάμει αυτού του καθεστώτος πληροί όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού·

β) το καθεστώς περιέχει ρητή αναφορά του παρόντος κανονισμού, μνημονεύοντας τον τίτλο του και τα στοιχεία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται, βάσει των καθεστώτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και απαλλάσσονται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υποχρέωση κοινοποίησης υπό την προϋπόθεση ότι η εκάστοτε ενίσχυση πληροί ευθέως όλους τους όρους του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Επενδύσεις

1. Οι ενισχύσεις για επενδύσεις σε υλικά και άυλα στοιχεία ενεργητικού εντός ή εκτός της Κοινότητας συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6.

2. Η ακαθάριστη ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει:

α) το 15 % στην περίπτωση των μικρών επιχειρήσεων·

β) το 7,5 % στην περίπτωση των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων.

3. Όταν η επένδυση πραγματοποιείται σε περιοχή στην οποία επιτρέπεται η χορήγηση ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, η ένταση της ενίσχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για τις περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις, σύμφωνα με τον χάρτη που η Επιτροπή έχει εγκρίνει για το οικείο κράτος μέλος, κατά ποσοστό μεγαλύτερο από:

α) 10 ποσοστιαίες μονάδες σε ακαθάριστους όρους προκειμένου για περιοχές εμπίπτουσες στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική καθαρή ένταση ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 30 %, ή

β) 15 ποσοστιαίες μονάδες σε ακαθάριστους όρους προκειμένου για περιοχές εμπίπτουσες στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική καθαρή ένταση ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 75 %.

Τα υψηλότερα ανώτατα όρια περιφερειακών ενισχύσεων ισχύουν μόνο εφόσον η ενίσχυση χορηγείται υπό τον όρο ότι η επένδυση θα διατηρηθεί στην αποδέκτρια περιφέρεια επί πέντε έτη τουλάχιστον και ότι η συμμετοχή του δικαιούχου στη χρηματοδότησή της ανέρχεται στο 25 % τουλάχιστον.

4. Τα ανώτατα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 ισχύουν για την ένταση της ενίσχυσης η οποία έχει υπολογισθεί ως ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών της επένδυσης ή ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται με σκοπό την υλοποίηση της επένδυσης (ενίσχυση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας) ή, τέλος, βάσει συνδυασμού των ανωτέρω, υπό την προϋπόθεση ότι η ενίσχυση δεν υπερβαίνει το πλέον συμφέρον από τα ποσά που προκύπτουν από τις δύο μεθόδους υπολογισμού.

5. Οσάκις η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση το κόστος της επένδυσης, ως επιλέξιμο κόστος των υλικών επενδύσεων θεωρούνται οι δαπάνες για επενδύσεις σε γήπεδα, κτίρια, μηχανές και εξοπλισμό. Στον τομέα των μεταφορών, με εξαίρεση το τροχαίο σιδηροδρομικό υλικό, δεν θεωρούνται επιλέξιμες οι δαπάνες για μέσα μεταφοράς και μεταφορικό εξοπλισμό. Ως επιλέξιμο κόστος των άυλων επενδύσεων θεωρούνται οι δαπάνες για την απόκτηση τεχνολογίας.

6. Οσάκις η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας, το ύψος της ενίσχυσης εκφράζεται ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας επί δύο έτη, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας σχετίζονται με την υλοποίηση επένδυσης σε υλικά ή άυλα στοιχεία ενεργητικού. Η δημιουργία των θέσεων εργασίας πραγματοποιείται εντός τριετίας από την ολοκλήρωση της επένδυσης·

β) το επενδυτικό σχέδιο συνεπάγεται καθαρή αύξηση του αριθμού εργαζομένων στην οικεία εγκατάσταση σε σύγκριση με τον μέσο όρο του προηγηθέντος δωδεκαμήνου και

γ) οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας διατηρούνται επί μία πενταετία τουλάχιστον.

Άρθρο 5

Παροχή συμβουλών και άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης:

α) εάν πρόκειται για υπηρεσίες παρεχόμενες από εξωτερικούς συμβούλους, η ακαθάριστη ενίσχυση δεν υπερβαίνει το 50 % του κόστους των εν λόγω υπηρεσιών. Οι εν λόγω υπηρεσίες δεν συνιστούν διαρκή ή περιοδική δραστηριότητα, ούτε συνδέονται με τις συνήθεις λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησης, π.χ. για συνήθεις φοροτεχνικές υπηρεσίες, τακτικές νομικές υπηρεσίες ή διαφήμιση·

β) εάν πρόκειται για συμμετοχή σε εμπορικές εκθέσεις, η ακαθάριστη ενίσχυση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % της πρόσθετης δαπάνης που είναι αναγκαία για τη μίσθωση, το στήσιμο και τη λειτουργία του περιπτέρου. Η εξαίρεση αυτή ισχύει μόνο για την πρώτη συμμετοχή της επιχείρησης στη συγκεκριμένη εμπορική έκθεση.

Άρθρο 6

Μεμονωμένες ενισχύσεις μεγάλου ύψους

Δεν απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού μεμονωμένες ενισχύσεις εφόσον ανέρχονται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κατώφλια:

α) το συνολικό επιλέξιμο κόστος του όλου σχεδίου ανέρχεται τουλάχιστον σε 25 εκατομμύρια ευρώ και:

i) σε περιοχές μη επιλέξιμες για τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων, η ακαθάριστη ένταση της ενίσχυσης ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του ανωτάτου ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2·

ii) σε περιοχές επιλέξιμες για τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων, η καθαρή ένταση της ενίσχυσης ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του καθαρού ανώτατου ορίου ενίσχυσης που καθορίζεται στον χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων για την οικεία περιοχή ή

β) το συνολικό ακαθάριστο ποσό ενίσχυσης ανέρχεται τουλάχιστον σε 15 εκατομμύρια ευρώ.

Άρθρο 7

Αναγκαιότητα της ενίσχυσης

Μία ενίσχυση απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού μόνο εφόσον, πριν από την έναρξη των εργασιών για την υλοποίηση του ενισχυόμενου σχεδίου:

- είτε ο δικαιούχος έχει υποβάλει στο οικείο κράτος μέλος αίτηση για τη χορήγηση ενίσχυσης

- είτε το εκάστοτε κράτος μέλος έχει θεσπίσει διατάξεις νόμου οι οποίες προβλέπουν έννομο δικαίωμα λήψης ενίσχυσης βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και χωρίς περαιτέρω άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το κράτος μέλος.

Άρθρο 8

Σώρευση

1. Τα ανώτατα όρια ενίσχυσης που καθορίζονται στα άρθρα 4, 5 και 6 ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η υποστήριξη του σχεδίου χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από κρατικούς πόρους ή εν μέρει από την Κοινότητα.

2. Οι απαλλασσόμενες βάσει του παρόντος κανονισμού ενισχύσεις δεν σωρεύονται με οποιαδήποτε άλλη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ή με άλλη κοινοτική χρηματοδότηση, σχετικά με το ίδιο επιλέξιμο κόστος, εφόσον η σώρευση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένταση ενίσχυσης υπερβαίνουσα την καθοριζόμενη με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 9

Διαφάνεια και έλεγχος

1. Οσάκις εφαρμόζεται ένα καθεστώς ενισχύσεων ή χορηγείται μεμονωμένη ενίσχυση η οποία δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένο καθεστώς, και το καθεστώς αυτό ή η ενίσχυση εξαιρείται βάσει του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, εντός 20 εργάσιμων ημερών, συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων ή τη μεμονωμένη ενίσχυση, προκειμένου αυτές να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ.

2. Τα κράτη μέλη τηρούν αναλυτικά αρχεία σχετικά με τα καθεστώτα ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού, σχετικά με τις μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται κατ' εφαρμογή τέτοιων καθεστώτων και σχετικά με μεμονωμένες περιπτώσεις ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού και δεν χορηγούνται δυνάμει κάποιου υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων. Τα αρχεία αυτά περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι απαραίτητα προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για απαλλαγή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, περιλαμβανομένων πληροφοριακών στοιχείων για τον μικρομεσαίο χαρακτήρα της εκάστοτε επιχείρησης. Προκειμένου για τις μεμονωμένες ενισχύσεις, τα κράτη μέλη διατηρούν αρχεία επί μία δεκαετία από την ημερομηνία καταβολής της ενίσχυσης, για δε τα καθεστώτα ενισχύσεων, επί μία δεκαετία από την ημερομηνία καταβολής της τελευταίας μεμονωμένης ενίσχυσης κατ' εφαρμογή του οικείου καθεστώτος. Αν τους ζητηθεί γραπτώς, τα οικεία κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, εντός 20 εργάσιμων ημερών ή εντός της τυχόν μακρύτερης προθεσμίας που καθορίζεται στην αίτηση, όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που η Επιτροπή θεωρεί αναγκαία για την εξέταση της τήρησης των όρων του παρόντος κανονισμού.

3. Τα κράτη μέλη συντάσσουν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού για κάθε πλήρες ή ελλιπές ημερολογιακό έτος κατά το οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός χρησιμοποιώντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ και σε ηλεκτρονική μορφή. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις εκθέσεις αυτές στην Επιτροπή το αργότερο τρεις μήνες μετά την παρέλευση της χρονικής περιόδου την οποία καλύπτει η έκθεση.

Άρθρο 10

Έναρξη και διάρκεια ισχύος

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

2. Μετά τη λήξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα καθεστώτα ενισχύσεων που έχουν απαλλαγεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εξακολουθούν να τυγχάνουν της απαλλαγής για περίοδο προσαρμογής έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 12 Ιανουαρίου 2001.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(2) ΕΕ C 89 της 28.3.2000, σ. 15.

(3) ΕΕ C 213 της 23.7.1996, σ. 4.

(4) ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(5) ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4.

(6) Βλέπε την υποσημείωση 3.

(7) ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 156.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Ορισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων

[απόσπασμα από τη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 1996, σχετικά με τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4)]

"Άρθρο 1

1. Ως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που στο εξής θα καλούνται 'ΜΜΕ', ορίζονται οι επιχειρήσεις οι οποίες:

- απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους,

- έχουν:

- ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 40 εκατομμύρια ευρώ ή

- ετήσιο συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 27 εκατομμύρια ευρώ, και

- πληρούν το κριτήριο της ανεξαρτησίας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

2. Όταν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ μικρών και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων, ως 'μικρή επιχείρηση' ορίζεται η επιχείρηση η οποία:

- απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους,

- έχει:

- ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 7 εκατομμύρια ευρώ ή

- ετήσιο συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ, και

- πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

3. Ανεξάρτητες επιχειρήσεις είναι εκείνες που δεν ανήκουν, κατά ποσοστό 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, σε μία επιχείρηση ή, από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στους ορισμούς της ΜΜΕ ή της μικρής επιχείρησης (ανάλογα με την περίπτωση). Υπέρβαση αυτού του ανώτατου ορίου επιτρέπεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

- αν η κυριότητα της επιχείρησης ανήκει σε δημόσιες εταιρείες συμμετοχών, σε εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου ή θεσμικούς επενδυτές, και υπό τον όρο ότι δεν ασκείται έλεγχος ούτε ατομικά ούτε από κοινού,

- αν το κεφάλαιο είναι διεσπαρμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί ποιος το κατέχει και αν η επιχείρηση δηλώνει ότι μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι δεν ανήκει, κατά ποσοστό 25 % ή περισσότερο, σε μία επιχείρηση ή, από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στους ορισμούς της ΜΜΕ ή της μικρής επιχείρησης (ανάλογα με την περίπτωση).

4. Κατά τον υπολογισμό των ορίων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι σκόπιμο να αθροίζονται τα σχετικά στοιχεία που αφορούν τη δικαιούχο επιχείρηση και όλες τις επιχειρήσεις που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα απ' αυτήν μέσω κατοχής ποσοστού τουλάχιστον 25 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου.

5. Οσάκις επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ μικρομεσαίων και πολύ μικρών επιχειρήσεων, ως πολύ μικρές επιχειρήσεις νοούνται όσες απασχολούν λιγότερους από δέκα εργαζόμενους.

6. Όταν κατά την τελική ημερομηνία κατάρτισης του ισολογισμού, μια επιχείρηση βρίσκεται πάνω ή κάτω από τα όρια τα σχετικά με τον αριθμό εργαζομένων ή τα προαναφερθέντα χρηματοοικονομικά όρια, η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ή την απώλεια, εκ μέρους της επιχείρησης αυτής, του καθεστώτος 'ΜΜΕ', 'επιχείρησης μεσαίου μεγέθους', 'μικρής επιχείρησης' ή 'πολύ μικρής επιχείρησης', μόνο όταν το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται επί δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

7. Ο μέγιστος αριθμός απασχολουμένων ατόμων αντιστοιχεί στον αριθμό ετήσιων μονάδων εργασίας (ΕΜΕ), δηλαδή στον αριθμό εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάστηκαν επί ένα έτος. Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης και τα άτομα που εργάζονται σε εποχική βάση αντιστοιχούν σε κλάσματα ΕΜΕ. Το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη είναι το έτος της τελευταίας κλεισμένης διαχειριστικής χρήσης.

8. Τα όρια κύκλου εργασιών και συνολικού ισολογισμού είναι εκείνα της τελευταίας δωδεκάμηνης κλεισμένης χρήσης. Στην περίπτωση νεοσύστατων επιχειρήσεων, οι λογαριασμοί των οποίων δεν έχουν κλείσει ακόμη, τα όρια που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να προκύπτουν από αξιόπιστες εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους."

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

>PIC FILE= "L_2001010EL.004002.EPS">

>PIC FILE= "L_2001010EL.004101.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Έντυπο υποβολής περιοδικών εκθέσεων στην Επιτροπή

Υπόδειγμα υποβολής ετήσιων εκθέσεων για τα καθεστώτα ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου

Τα κράτη μέλη καλούνται να χρησιμοποιούν το παρακάτω υπόδειγμα για την υποχρεωτική υποβολή πληροφοριακών στοιχείων στην Επιτροπή βάσει κανονισμών περί απαλλαγής κατά κατηγορία εκδοθέντων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου.

Οι εκθέσεις πρέπει επίσης να υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή.

Απαιτούμενες πληροφορίες για όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει κανονισμών περί απαλλαγής κατά κατηγορία εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου

1. Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης

2. Εφαρμοστέος κανονισμός απαλλαγής της Επιτροπής

3. Δαπάνες

Πρέπει να παρέχονται χωριστά αριθμητικά στοιχεία για κάθε μέτρο ενίσχυσης που εντάσσεται σε δεδομένο καθεστώς και για κάθε μεμονωμένη ενίσχυση (π.χ. μη επιστρεπτέα επιχορήγηση, δάνειο υπό ευνοϊκούς όρους, κ.λπ.). Τα ποσά πρέπει να εκφράζονται σε ευρώ ή, κατά περίπτωση, στο εθνικό νόμισμα. Αν πρόκειται για φορολογική δαπάνη, πρέπει να διευκρινίζονται οι ετήσιες φορολογικές ζημίες. Αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία, οι απώλειες αυτές επιτρέπεται να αναφέρονται κατ' εκτίμηση.

Τα σχετικά στοιχεία για τις δαπάνες πρέπει να παρέχονται ως εξής:

Για το έτος αναφοράς, αναφέρατε χωριστά για κάθε μέτρο ενίσχυσης που εντάσσεται στο συγκεκριμένο καθεστώς (π.χ. μη επιστρεπτέα επιχορήγηση, δάνειο υπό ευνοϊκούς όρους, κ.λπ.) τα εξής:

3.1. Ύψος των αναληφθεισών υποχρεώσεων, (κατά προσέγγιση) απώλειες φορολογικών ή άλλου είδους εσόδων, στοιχεία για τις παρασχεθείσες εγγυήσεις, κ.λπ. για τα νέα ενισχυόμενα σχέδια. Στην περίπτωση των καθεστώτων εγγυήσεων, πρέπει να διευκρινίζεται το συνολικό ποσό των νέων παρεχόμενων εγγυήσεων.

3.2. Ποσά που έχουν όντως καταβληθεί, (κατά προσέγγιση) απώλειες φορολογικών ή άλλου είδους εσόδων, στοιχεία για τις εγγυήσεις, κ.λπ. για νέα ή υφιστάμενα σχέδια. Στην περίπτωση των καθεστώτων εγγυήσεων, πρέπει να διευκρινίζονται τα εξής: το συνολικό ποσό των εκκρεμουσών εγγυήσεων, τα έσοδα υπό μορφή ασφαλίστρων, τα ανακτηθέντα ποσά, οι καταβληθείσες αποζημιώσεις και το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης του καθεστώτος για το έτος αναφοράς.

3.3. Αριθμός των νέων ενισχυόμενων σχεδίων.

3.4. Κατά προσέγγιση συνολικός αριθμός θέσεων εργασίας που δημιουργούνται ή διατηρούνται χάρη σε νέα σχέδια (εφόσον ισχύει).

3.5. Κατά προσέγγιση συνολικό ποσό επενδύσεων που ενισχύονται μέσω νέων σχεδίων.

3.6. Περιφερειακή κατανομή των ποσών που διευκρινίζονται υπό 3.1, είτε με βάση τις περιφέρειες που καθορίζονται στη δεύτερη ή κατώτερη βαθμίδα της NUTS(1) είτε με βάση τη διάκριση μεταξύ περιφερειών του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), περιφερειών του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και μη ενισχυόμενων περιφερειών.

3.7. Κατανομή κατά κλάδους των ποσών που διευκρινίζονται υπό 3.1 ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας του δικαιούχου (αν ισχύουν περισσότεροι του ενός κλάδοι, αναφέρατε την αναλογία εκάστου κλάδου):

Άνθρακας

Μεταποιητικοί κλάδοι

εκ των οποίων:

Χάλυβας

Ναυπηγική βιομηχανία

Συνθετικές ίνες

Αυτοκινητοβιομηχανία

Άλλοι μεταποιητικοί κλάδοι (διευκρινίστε τους)

Υπηρεσίες

εκ των οποίων:

Μεταφορικές υπηρεσίες

Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

Άλλες υπηρεσίες (διευκρινίστε τις)

Άλλοι κλάδοι (διευκρινίστε τους)

4. Άλλα πληροφοριακά στοιχεία και παρατηρήσεις

(1) Στατιστική ονοματολογία εδαφικών ενοτήτων της ΕΚ.