31999R1260

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 161 της 26/06/1999 σ. 0001 - 0042


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 21ης Ιουνίου 1999

περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 161,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

την σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(4),

Εκτιμώντας:

(1) ότι το άρθρο 158 της συνθήκης προβλέπει ότι, προς ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της, η Κοινότητα αποσκοπεί στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών ή νήσων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών· ότι το άρθρο 159 προβλέπει ότι η δράση αυτή ενισχύεται μέσω των διαρθρωτικών Ταμείων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών μέσων·

(2) ότι, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών Ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων(5), το Συμβούλιο οφείλει να επανεξετάσει τον εν λόγω κανονισμό, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, εντός προθεσμίας η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1999· ότι, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια της κοινοτικής νομοθεσίας, είναι σκόπιμο να συγκεντρωθούν σε έναν και μόνο κανονισμό οι διατάξεις που αφορούν τα διαρθρωτικά Ταμεία, και κατά συνέπεια, να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών Ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων(6)·

(3) ότι, δυνάμει του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 6 περί των ειδικών διατάξεων του στόχου αριθ. 6 στα πλαίσια των δραστηριοτήτων των διαρθρωτικών ταμείων στη Φινλανδία και τη Σουηδία, το οποίο είναι προσαρτημένο στην Πράξη Πρσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, οι διατάξεις του εν λόγω πρωτοκόλλου θα πρέπει να επανεξεταστούν πριν από το τέλος του 1999, ταυτόχρονα με τον κανονισμό (ΕΟΚ)αριθ. 2052/88·

(4) ότι, για να ενισχυθεί η συγκέντρωση και να απλουστευθεί η δράση των διαρθρωτικών Ταμείων, ενδείκνυται να μειωθεί ο αριθμός των κατά προτεραιότητα στόχων σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88· ότι ως στόχοι θα πρέπει να ορισθούν η ανάπτυξη και η διαρθρωτική προσαρμογή των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών, η οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές δυσκολίες και η προσαρμογή και ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής και των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης·

(5) ότι, στο πλαίσιο της δράσης της για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω των διαρθρωτικών Ταμείων, η Κοινότητα επιδιώκει επίσης να προαγάγει την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και να επιτύχει υψηλό επίπεδο απασχόλησης, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος· ότι ειδικότερα η δράση αυτή θα πρέπει να ενσωματώνει τις περί προστασίας του περιβάλλοντος απαιτήσεις στον ορισμό και την εφαρμογή της δράσης των διαρθρωτικών Ταμείων και να συμβάλει στην εξάλειψη των ανισοτήτων και στην προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών· ότι η δράση των Ταμείων μπορεί επίσης να επιτρέψει την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνικής προέλευσης, αναπηρίας ή ηλικίας, ιδίως με αξιολόγηση των αναγκών, των οικονομικών κινήτρων και μιας διευρυμένης εταιρικής σχέσης·

(6) ότι η πολιτιστική ανάπτυξη, η ποιότητα του φυσικού και οικοδομημένου περιβάλλοντος και η ποιοτική και πολιτιστική διάσταση του πλαισίου ζωής και η ανάπτυξη του τουρισμού συμβάλλουν στο να καταστούν οι διάφορες περιφέρειες ελκυστικότερες από οικονομική και κοινωνική άποψη, στο βαθμό που ευνοούν τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης·

(7) ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) συμβάλλει κυρίως στην επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης και της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές δυσκολίες·

(8) ότι θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί η αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), ώστε να ληφθεί υπόψη και να εφαρμοσθεί η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση·

(9) ότι το διαρθρωτικό σκέλος της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η οποία αποτελεί αυτοτελή και ισότιμη διαρθρωτική πολιτική, έχει ενταχθεί από το 1993 στον μηχανισμό των διαρθρωτικών Ταμείων· ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή του στο πλαίσιο των διαρθρωτικών Ταμείων μέσω του Χρηματοδοτικού Μέσου Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ)· ότι η συνδρομή από το ΧΜΠΑ στον στόχο αριθ. 1 αποτελεί μέρος του προγραμματισμού του στόχου αυτού και η συνδρομή εκτός του στόχου αριθ. 1 υπόκειται σε ενιαίο πρόγραμμα σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

(10) ότι η Κοινότητα προχωρεί στη μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία συνεπάγεται διαρθρωτικά και συνοδευτικά μέτρα υπέρ της αγροτικής ανάπτυξης· ότι, στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)-Τμήμα Προσανατολισμού, θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμβάλλει στην επίτευξη του κατά προτεραιότητα στόχου, που είναι η ανάπτυξη και η διαρθρωτική προσαρμογή των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών, μέσω της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των διαρθρώσεων παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων, καθώς και μέσω της ανάπτυξης του ενδογενούς δυναμικού των αγροτικών περιοχών· ότι το ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων θα πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη του κατά προτεραιότητα στόχου, που είναι η οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές δυσκολίες, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών(7)·

(11) ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται ειδικά σε καθένα από τα Ταμεία εξειδικεύονται με εκτελεστικές αποφάσεις εκδιδόμενες δυνάμει των άρθρων 37, 148 και 162 της συνθήκης·

(12) ότι είναι ανάγκη να τεθούν κριτήρια για τον καθορισμό των επιλέξιμων περιφερειών και περιοχών· ότι, για τον σκοπό αυτό, ο προσδιορισμός των περιφερειών και περιοχών που έχουν προτεραιότητα σε κοινοτικό επίπεδο ενδείκνυται να γίνει βάσει του κοινού συστήματος ταξινόμησης των περιφερειών, που αποκαλείται "ονοματολογία στατιστικών εδαφικών μονάδων (NUTS)", και έχει καταρτισθεί από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συνεργασία με τα εθνικά ινστιτούτα στατιστικής·

(13) ότι, ως αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες, ενδείκνυται να ορισθούν εκείνες, των οποίων το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ είναι μικρότερο του 75 % του κοινοτικού μέσου όρου· ότι, για να εξασφαλιστεί η ουσιαστική συγκέντρωση των παρεμβάσεων, είναι αναγκαίο να εφαρμόσει η Επιτροπή το κριτήριο αυτό αυστηρά, βάσει αντικειμενικών στατιστικών στοιχείων· ότι οι εξόχως απόκεντρες περιοχές και οι περιοχές με εξαιρετικά χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού που καλύπονται από το στόχο αριθ. 6, όπως αυτός ορίζεται στο Πρωτόκολλο αριθ. 6 που είναι προσαρτημένο στην Πράξη Προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας για την περίοδο 1995-1999, θα πρέπει να υπαχθούν επίσης στον στόχο αριθ. 1, που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό·

(14) ότι, ως περιοχές υπό οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, ενδείκνυται να ορισθούν στο σύνολό τους εκείνες που περιλαμβάνουν τις περιοχές υπό κοινωνικοοικονομική μεταλλαγή στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, τις φθίνουσες αγροτικές περιοχές, τις αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τις εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές που διέρχονται κρίση· ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ουσιαστική συγκέντρωση στις περιοχές της Κοινότητας που πλήττονται βαρύτερα· ότι οι περιοχές αυτές θα πρέπει να καθοριστούν από την Επιτροπή κατόπιν προτάσεως των κρατών μελών, και σε στενή συνεργασία μαζί τους·

(15) ότι, για να εξασφαλισθεί ο κοινοτικός χαρακτήρας της δράσης των Ταμείων, οι περιοχές υπό κοινωνικοοικονομική μεταλλαγή στον τομέα της βιομηχανίας και οι φθίνουσες αγροτικές περιοχές, θα πρέπει να οριστούν, στο μέτρο του δυνατού, με βάση αντικειμενικούς δείκτες εφαρμοζόμενους σε κοινοτικό επίπεδο· ότι, εξάλλου, ο πληθυσμός που καλύπτεται από τον εν λόγω κατά προτεραιότητα στόχο, ενδείκνυται να αντιπροσωπεύει, συνολικά σε κοινοτικό επίπεδο και κατά τρόπο ενδεικτικό, το 10 % περίπου του κοινοτικού πληθυσμού προκειμένου για βιομηχανικές περιοχές, το 5 % προκειμένου για αγροτικές περιοχές, το 2 % προκειμένου για αστικές περιοχές και το 1 % προκειμένου για περιοχές αλιείας· ότι, για να εξασφαλισθεί ότι κάθε κράτος μέλος συμβάλλει με δίκαιο τρόπο στη συνολική προσπάθεια συγκέντρωσης, η μέγιστη δυνατή μείωση, από άποψη πληθυσμού, του πεδίου που θα καλύπτει κατά το έτος 2006 ο προβλεπόμενος από τον παρόντα κανονισμό στόχος αριθ. 2, δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα τρίτο σε σχέση με το πεδίο που καλύπτουν οι στόχοι αριθ. 2 και αριθ. 5β το 1999 οι προβλεπόμενοι από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88·

(16) ότι, για λόγους αποτελεσματικότητας του προγραμματισμού, οι αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες, των οποίων το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ είναι μικρότερο του 75 % του κοινοτικού μέσου όρου, είναι ανάγκη να αντιστοιχούν με τις περιφέρειες που ενισχύονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3, στοιχείο α) της συνθήκης, λαμβανομένων υπόψη ενδεχόμενων ειδικών μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 229 παράγραφος 2 της συνθήκης υπέρ των εξόχως απόκεντρων περιοχών (Γαλλικά Υπερπόντια Διαμερίσματα, Αζόρες, Μαδέρα και Κανάριοι Νήσοι)· ότι, ομοίως, οι περιοχές υπό οικονομική και κοινωνική μεταλλαγή θα πρέπει να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δυνατή αντιστοιχία με τις περιοχές που ενισχύονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3, στοιχείο γ) της συνθήκης· ότι ο στόχος της Κοινότητας θα πρέπει να είναι η αύξηση της αντιστοιχίας αυτής κατά το τέλος της περιόδου 2000 έως 2006 χάρις στις κατάλληλες προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη σε σχέση με τη σημερινή τους κατάσταση·

(17) ότι ο στόχος της προσαρμογής και του εκσυγχρονισμού της πολιτικής και των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης παρεμβαίνει για χρηματοδοτήσεις στις περιφέρειες και περιοχές που δεν καλύπονται από τον στόχο αριθ. 1· ότι ο στόχος αριθ. 3 θα πρέπει επίσης να προβλέπει ένα πλαίσιο αναφοράς που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνέπειας προς το σύνολο των δράσεων υπέρ των ανθρωπίνων πόρων σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος·

(18) ότι οι παρεμβάσεις του ΕΚΤ στο στόχο αριθ. 2 θα πρέπει να αφορούν τις περιφερειακές και τοπικές δράσεις οι οποίες ανταποκρίνονται στη συγκεκριμένη κατάσταση που επικρατεί σε κάθε περιοχή του στόχου αριθ. 2 και διεξάγονται σε συντονισμό με τις παρεμβάσεις των άλλων διαρθρωτικών Ταμείων· ότι κάθε συμβολή του ΕΚΤ σε ένα ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του στόχου αριθ. 2, θα πρέπει να συνίσταται σε ποσό επαρκές ώστε να δικαιολογεί χωριστή διαχείριση και θα πρέπει, συνεπώς, να ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % του συνόλου της συμβολής των διαρθρωτικών Ταμείων·

(19) ότι είναι αναγκαίο οι περιφέρειες που το 1999 εμπίπτουν σ' έναν κατά προτεραιότητα στόχο, αλλά δεν πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, να τύχουν μεταβατικής στήριξης, η οποία θα μειώνεται προοδευτικά· ότι η στήριξη αυτή θα πρέπει να είναι χαμηλότερη το 2000 σε σχέση με το 1999·

(20) ότι ενδείκνυται να προβλεφθούν διατάξεις για την κατανομή των διαθέσιμων πόρων· ότι οι πόροι αυτοί θα πρέπει να υπόκεινται σε ετήσια κατανομή και ότι συγκεντρώνονται, μέχρις σημαντικού ύψους τους, στις αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων όσων τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης·

(21) ότι οι ετήσιες συνολικές εισπράξεις κάθε κράτους μέλους από τα διαρθρωτικά Ταμεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σε συνδυασμό με την συνδρομή που παρέχει από το Ταμείο Συνοχής, θα πρέπει να περιορίζονται από ένα γενικό ανώτατο όριο το οποίο θα εξαρτάται από την εθνική ικανότητα απορρόφησης·

(22) ότι η Επιτροπή ενδείκνυται να προβαίνει στην ενδεικτική κατανομή των διαθέσιμων πιστώσεων υποχρεώσεων για έκαστο από τους κατά προτεραιότητα στόχους, βασιζόμενη στα κατάλληλα αντικειμενικά κριτήρια· ότι το 4 % των πιστώσεων που διατίθενται κατά τον τρόπο αυτό στα κράτη μέλη, ενδείκνυται να διατίθεται στο μέσο της περιόδου από την Επιτροπή· ότι, σε αναγνώριση των ειδικών προσπαθειών για την ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρειο Ιρλανδία, το πρόγραμμα PEACE θα πρέπει να συνεχιστεί έως το 2004· ότι θα θεσπιστεί, για την περίοδο 2000-2006 ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης για τις σουηδικές περιφέρειες NUTS-II οι οποίες δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και οι οποίες πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 6 της Πράξης Προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας·

(23) ότι το 5,35 % του συνόλου των διαθέσιμων πιστώσεων υποχρεώσεων διατίθεται για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες και το 0,65 % για τις καινοτόμες ενέργειες και την τεχνική βοήθεια·

(24) ότι οι διαθέσιμες πιστώσεις των διαρθρωτικών Ταμείων θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται με τιμαριθμικά με ενιαίο συντελεστή για τον προγραμματισμό τους και η τιμαριθμική αυτή αναπροσαρμογή θα πρέπει, εάν χρειαστεί, να υποβληθεί σε τεχνική διόρθρωση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2003·

(25) ότι οι θεμελιώδεις αρχές της μεταρρύθμισης των διαρθρωτικών Ταμείων του 1988 θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διέπουν τις δραστηριότητες των Ταμείων έως το 2006· ότι η πείρα κατέδειξε την ανάγκη να επέλθουν βελτιώσεις, ώστε να αυξηθεί η απλούστευση και η διαφάνειά τους· ότι θα πρέπει ειδικότερα η επιδίωξη της αποτελεσματικότητας να θεωρηθεί ως θεμελιώδης αρχή·

(26) ότι η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια των δραστηριοτήτων των διαρθρωτικών Ταμείων απαιτούν ακριβή καθορισμό των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας· ότι οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να καθορίζονται για κάθε στάδιο του προγραμματισμού, της παρακολούθησης, της αξιολόγησης και του ελέγχου· ότι, κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, η εφαρμογή των παρεμβάσεων και ο έλεγχός του ανήκει κατά πρώτο λόγο στην αρμοδιότητα των κρατών μελών·

(27) ότι η δράση της Κοινότητας αποτελεί συμπλήρωμα ή συμβολή στη δράση των κρατών μελών και ότι, για να προσφέρει αξιόλογη προστιθέμενη αξία, θα πρέπει να ενισχυθεί η εταιρική σχέση· ότι η σχέση αυτή αφορά τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, τις άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι αρμόδιες για το περιβάλλον και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, τους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους και τους άλλους αρμόδιους οργανισμούς· ότι οι σχετικοί εταίροι θα πρέπει να συμμετέχουν στην προπαρασκευή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των παρεμβάσεων·

(28) ότι ενδείκνυται να καθοριστεί η διαδικασία προγραμματισμού από το στάδιο του σχεδιασμού έως τον τελικό δικαιούχο και να διευκολυνθεί η διαδικασία αυτή στα κράτη μέλη χάρις σε ενδεικτικές γενικές κατευθύνσεις που χαράσσει η Επιτροπή για τις σχετικές και συμπεφωνημένες κοινοτικές πολιτικές όσον αφορά τα διαρθρωτικά Ταμεία·

(29) ότι ο προγραμματισμός πρέπει να εξασφαλίζει τον συντονισμό των διαρθρωτικών Ταμείων μεταξύ τους και με τα άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά όργανα και την ΕΤΕπ· ότι ο εν λόγω συντονισμός αποσκοπεί επίσης στο συνδυασμό επιχορηγήσεων και δανείων·

(30) ότι οι δραστηριότητες των Ταμείων και οι πράξεις στη χρηματοδότηση των οποίων αυτά συνεισφέρουν πρέπει να συνάδουν με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές και να τηρούν την κοινοτική νομοθεσία, και ότι, πρέπει να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις· ότι, στη συνάρτηση αυτή, οι ενέργειες διάδοσης και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης που αναλαμβάνονται στα πλαίσια των διαρθρωτικών Ταμείων, πρέπει να εξασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων των συνδεδεμένων με την απόκτηση και την αξιοποίηση των γνώσεων και να διεξάγονται τηρουμένων των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού·

(31) ότι θα πρέπει να καθοριστούν απλούστερα κριτήρια και τρόποι επαλήθευσης και εφαρμογής της αρχής της προσθετικότητας·

(32) ότι είναι αναγκαίο να απλουστευθεί το σύστημα του προγραμματισμού, με την εφαρμογή ενιαίας διάρκειας προγραμματισμού επτά ετών· ότι, για τον ίδιο σκοπό, θα πρέπει να περιορισθούν οι μορφές και ο αριθμός των παρεμβάσεων, μέσω της, κατά γενικό κανόνα, διεξαγωγής τους υπό μορφή ολοκληρωμένης παρέμβασης κατά περιφέρεια, μέσω της γενίκευσης της χρήσης των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού για τους κατά προτεραιότητα στόχους, και μέσω της ενσωμάτωσης των μεγάλων έργων και των συνολικών επιχορηγήσεων στις άλλες μορφές παρέμβασης·

(33) ότι, για να ενισχυθεί η ολοκληρωμένη προσέγγιση της ανάπτυξης, ενδείκνυται να εξασφαλιστεί, λαμβανομένων πάντως υπόψη των περιφερειακών ιδιαιτεροτήτων, η συνέπεια των δράσεων των διαφόρων Ταμείων προς τις κοινοτικές πολιτικές, τη στρατηγική για την απασχόληση, την οικονομική και κοινωνική πολιτική των κρατών μελών και την περιφερεικαή πολιτική των κρατών μελών·

(34) ότι, για να επισπευσθούν και να απλουστευθούν οι διαδικασίες προγραμματισμού, θα πρέπει να διακριθούν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής από εκείνες των κρατών μελών· ότι, για τον σκοπό αυτό, ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή, κατόπιν προτάσεων των κρατών μελών, εγκρίνει τις στρατηγικές και τις αναπτυξιακές προτεραιότητες του προγραμματισμού, την κοινοτική χρηματοδοτική συμμετοχή και τους συναφείς λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, και ότι τα κράτη μέλη αποφασίζουν για την εφαρμογή τους· ότι θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των διαφόρων μορφών παρέμβασης·

(35) ότι η αποκεντρωμένη εφαρμογή των ενεργειών των διαρθρωτικών Ταμείων από τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχει εγγυήσεις όσον αφορά τον τρόπο και την ποιότητα της εφαρμογής, τα αποτελέσματα και την αξιολόγησή τους και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση και τον έλεγχό της·

(36) ότι η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να εγκρίνει, συνεργαζόμενη εάν χρειάζεται με την ΕΤΕπ, τα μεγάλα επενδυτικά έργα που υπερβαίνουν ορισμένο ύψος χρηματοδότησης, για να αξιολογεί την επίπτωσή τους και την προβλεπόμενη χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων·

(37) ότι οι ενέργειες κοινοτικού ενδιαφέροντος που αναλαμβάνονται με πρωτοβουλία της Επιτροπής, ενδείκνυται να συμπληρώνουν τις ενέργειες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο των κατά προτεραιότητα στόχων·

(38) ότι αυτές οι κοινοτικές πρωτοβουλίες είναι ανάγκη να αφιερωθούν στην προώθηση της διασυνοριακής, διακρατικής και διαπεριφερειακής συνεργασίας (INTERREG), της οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης των πόλεων και των προαστίων που διέρχονται κρίση (URBAN), αμφοτέρων με χρηματοδότηση από το ΕΤΠΑ, της αγροτικής ανάπτυξης (LEADER, με χρηματοδότηση από το ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Προσανατολισμού, και της ανάπτυξης των ανθρωπίνων πόρων με πλαίσιο την ισότητα ευκαιριών (EQUAL), με χρηματοδόηση από το ΕΚΤ· ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η προώθηση της διασυνοριακής, διακρατικής και διαπεριφερειακής συνεργασίας - ιδίως με την προοπτική της διεύρυνσης· ότι θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στη συνεργασία με τις εξόχως απόκεντρες περιοχές· ότι θα πρέπει να βελτιωθεί ο συντονισμός της διασυνοριακής, διακρατικής και διαπεριφερειακής συνεργασίας με τις ενέργειες που διεξάγονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3906/89(8), του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 1279/96(9) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/96(10), ιδίως με την προοπτική της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λαμβάνοντας υπόψη την ευρωμεσογειακή συνεργασία· ότι θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη η κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των αιτούντων άσυλο στα πλαίσια της πρωτοβουλίας EQUAL·

(39) ότι τα διαρθρωτικά Ταμεία θα πρέπει να στηρίζουν μελέτες, πιλοτικά προγράμματα και ανταλλαγές εμπειριών, ώστε να προωθούν καινοτόμες προσεγγίσεις και πρακτικές με απλότητα και διαφάνεια στην εφαρμογή τους·

(40) ότι, για να ενισχυθεί το μοχλευτικό φαινόμενο που προκύπτει από τη χρήση των κοινοτικών πόρων, ευνοώντας κατά το δυνατόν περισσότερο την προσφυγή σε ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης, και για να λαμβάνεται αποτελεσματικότερα υπόψη η αποδοτικότητα των έργων, θα πρέπει να διαφοροποιούνται οι μορφές ενισχύσεων που δίνουν τα διαρθρωτικά Ταμεία και να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά παρέμβασης με στόχο την προώθηση του κοινοτικού συμφέροντος, την παροχή κινήτρων για τη χρησιμοποίηση διαφοροποιημένων χρηματοδοτικών πόρων, και τον περιορισμό της συμμετοχής των Ταμείων, χάρις στην παροχή κινήτρων για τη χρησιμοποίηση κατάλληλων μορφών ενίσχυσης· ότι, προς τούτο, θα πρέπει να καθοριστούν μειωμένα ποσοστά συμμετοχής στην περίπτωση επενδύσεων σε επιχειρήσεις και επενδύσεων σε υποδομή οι οποίες παράγουν σημαντικά έσοδα· ότι, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ενδείκνυται ως σημαντικά καθαρά έσοδα να ορισθούν ενδεικτικώς τα έσοδα που ανέρχονται στο 25 % τουλάχιστον του ολικού κόστους της συγκεκριμένης επένδυσης·

(41) ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όταν δεν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόζονται στις επιλέξιμες δαπάνες, οι σχετικοί εθνικοί κανόνες. Οι κοινοτικοί κανόνες μπορούν να θεσπιστούν από την Επιτροπή, όταν φαίνονται αναγκαίοι για την εξασφάλιση της ομοιόμορφης και δίκαιης χρησιμοποίησης των διαρθρωτικών Ταμείων στην Κοινότητα· ότι είναι πάντως αναγκαίο να προσδιορισθεί η επιλεξιμότητα των δαπανών όσον αφορά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της επιλεξιμότητας και τη μακρά διάρκεια ζωής των επενδύσεων· ότι, συνεπώς, για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα και η μακροχρόνια επίπτωση της παρέμβασης των Ταμείων, μια πράξη θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμά της για πλήρη ή μερική ενίσχυση από τα Ταμεία μόνον εφόσον δεν επέλθει σημαντική μεταβολή ως προς τη φύση της ή τους όρους εφαρμογής της, η οποία να εκτρέπει την ενισχυόμενη πράξη από τον αρχικό στόχο της·

(42) ότι είναι αναγκαίο να απλουστευθούν οι κανόνες και οι διαδικασίες ανάληψης υποχρεώσεων και πληρωμών· ότι, προς τούτο, οι αναλήψεις υποχρεώσεων από τον προϋπολογισμό πρέπει να πραγματοποιούνται μία φορά το έτος, σύμφωνα με τις πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές και το σχέδιο χρηματοδότησης των παρεμβάσεων, οι δε πληρωμές πρέπει να πραγματοποιούνται με τη μορφή προκαταβολής και στη συνέχεια επιστροφής των δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί· ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, οι τόκοι που ενδεχομένως παράγονται από την προκαταβολή αποτελούν πόρους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και ότι, για να ενισχθεί η επίπτωση των Ταμείων, είναι σημαντικό να διατίθενται οι τόκοι αυτοί για τον ίδιο σκοπό με την αντίστοιχη προκαταβολή·

(43) ότι είναι αναγκαίο να εισαχθούν εγγυήσεις χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, με την υποχρέωση δικαιολόγησης και απόδειξης των δαπανών και με τη θέσπιση όρων πληρωμής που να αναφέρονται στην τήρηση των βασικών αρμοδιοτήτων σε θέματα παρακολούθησης του προγραμματισμού, δημοσιονομικού ελέγχου και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου·

(44) ότι, για να εξασφαλισθεί η χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων, είναι αναγκαίο να βελτιωθούν οι προβλέψεις και η εκτέλεση των δαπανών· ότι, προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν τακτικά στην Επιτροπή τις οικείες προβλέψεις χρησιμοποίησης των κοινοτικών πόρων και ότι οι καθυστερήσεις στη δημοσιονομική εκτέλεση μπορούν να προκαλέσουν επιστροφή της προκαταβολής και αυτεπάγγελτες αποδεσμεύσεις πιστώσεων·

(45) ότι, κατά την μεταβατική περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1999 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2001, κάθε μνεία του ευρώ θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να ερμηνεύεται ως μνεία του ευρώ ως νομισματικής μονάδας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, δεύτερη φράση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ(11)·

(46) ότι, ένα από τα εχέγγυα αποτελεσματικότητας της δράσης των διαρθρωτικών Ταμείων, είναι η αποτελεσματική παρακολούθηση· ότι είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η παρακολούθηση και να καθοριστούν σαφέστερα οι σχετικές αρμοδιότητες· ότι θα πρέπει ιδίως να γίνει διάκριση μεταξύ των καθηκόντων διαχείρισης και των καθηκόντων παρακολούθησης·

(47) ότι είναι αναγκαίο να ορίζεται μία και μόνη διαχειριστική αρχή για κάθε παρέμβαση και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές της· ότι οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν κυρίως τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τα αποτελέσματα και τη διαβίβασή τους στην Επιτροπή, την ορθή δημοσιονομική εκτέλεση, την οργάνωση της αξιολόγησης και την τήρηση των υποχρεώσεων σε θέματα δημοσιότητας και κοινοτικού δικαίου· ότι, στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται να προβλέπονται τακτικές συναντήσεις για την παρακολούθηση της παρέμβασης μεταξύ Επιτροπής και διαχειριστικής αρχής·

(48) ότι ενδείκνυται να διευκρινιστεί ότι η επιτροπή παρακολούθησης είναι όργανο ορισμένο από το κράτος μέλος που συνοδεύει την παρέμβαση, ελέγχει τη διαχείρισή της εκ μέρους της διαχειριστικής αρχής, εξασφαλίζει την τήρηση των οικείων κατευθύνσεων και κανόνων εφαρμογής και εξετάζει την αξιολόγησή της·

(49) ότι οι δείκτες και οι ετήσιες εκθέσεις εκτέλεσης είναι ουσιώδεις για την παρακολούθηση και ότι είναι ανάγκη να προσδιοριστούν σαφέστερα, ώστε να αντικατοπτρίζουν με αξιόπιστο τρόπο την πρόοδο των παρεμβάσεων και την ποιότητα του προγραμματισμού·

(50) ότι είναι ανάγκη, για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική και ομαλή εφαρμογή, να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, την πιστοποίηση των δαπανών και την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση των παρατυπιών και των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου·

(51) ότι, με την επιφύλαξη των υφισταμένων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής σε θέματα δημοσιονομικού ελέγχου, θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στον τομέα αυτόν και να προβλεφθούν ιδίως τακτικές διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, με σκοπό την εξέταση των μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη και την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής, εάν χρειάζεται, αιτήσεων για λήψη διορθωτικών μέτρων·

(52) ότι είναι αναγκαίο να καθοριστεί η αρμοδιότητα των κρατών μελών σε θέματα δίωξης και διόρθωσης των παρατυπιών και των παραβάσεων, καθώς και η αρμοδιότητα της Επιτροπής σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους·

(53) ότι η αποτελεσματικότητα και η επίπτωση των δραστηριοτήτων των διαρθρωτικών Ταμείων εξαρτώνται επίσης από τη βελτίωση και την εμβάθυνση της αξιολόγησης, και ότι θα πρέπει να διευκρινιστούν οι αρμοδιότητες των κρατών μελών και της Επιτροπής στο θέμα αυτό, καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες που εγγυώνονται την αξιοπιστία της αξιολόγησης·

(54) ότι θα πρέπει να αξιολογούνται οι παρεμβασεις ενόψει της προπαρασκευής τους και της ενδιάμεσης αναθεώρησής τους και της αποτίμησης των επιπτώσεών τους, και ότι η διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να ενσωματωθεί στην παρακολούθηση των παρεμβάσεων· ότι, προς τούτο, ενδείκνυται να ορισθούν οι στόχοι και το περιεχόμενο κάθε σταδίου της αξιολόγησης και να ενισχυθεί η αξιολόγηση της κατάστασης όσον αφορά την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, το περιβάλλον και την ισότητα ανδρών και γυναικών·

(55) ότι η ενδιάμεση αξιολόγηση και η διατήρηση ενός μέρους των πιστώσεων ως αποθεματικού, επιτρέπει τη χορήγηση συμπληρωματικών πιστώσεων σε κάθε κράτος μέλος σε συνάρτηση με την επίδοση των παρεμβάσεων· ότι η χορήγηση αυτή πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά, απλά και διαφανή κριτήρια, τα οποία να αντικατοπτρίζουν την αποτελεσματικότητα, τη διαχείριση και τη δημοσιονομική εκτέλεση·

(56) ότι θα πρέπει, ανά τριετία, να υποβάλλεται έκθεση σχετικά με την πρόοδο που επιτελείται στην πραγματοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και ότι η έκθεση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση της κατάστασης και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της Κοινότητας·

(57) ότι, για να καταστεί δυνατή η ουσιαστική άσκηση της εταιρικής σχέσης και η επαρκής προώθηση των κοινοτικών παρεμβάσεων, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η ευρύτερη δυνατή πληροφόρηση και δημοσιότητα· ότι οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση των παρεμβάσεων έχουν τη σχετική ευθύνη, όπως και την ευθύνη να τηρούν ενήμερη την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνονται·

(58) ότι ενδείκνυται να καθορισθούν οι λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη λειτουργία των επιτροπών που καλούνται να επικουρήσουν την Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

(59) ότι θα πρέπει να καθορισθούν ειδικές μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θα επιτρέψουν να προετοιμαστεί ο νέος προγραμματισμός μόλις αρχίσει να ισχύει ο παρών κανονισμός, και θα εξασφαλίσουν ότι, δεν θα διακοπεί η παροχή ενίσχυσης προς τα κράτη μέλη εν αναμονή της κατάρτισης των σχεδίων και των παρεμβάσεων σύμφωνα με το νέο σύστημα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Άρθρο 1

Στόχοι

Η δράση της Κοινότητας μέσω των διαρθρωτικών Ταμείων, του Ταμείου Συνοχής, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων - ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων, αποσκοπεί στην επίτευξη των γενικών στόχων που αναφέρονται στα άρθρα 158 και 160 της Συνθήκης. Τα διαρθρωτικά Ταμεία, η ΕΤΕπ και τα άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά όργανα συμβάλλουν, το καθένα με τον κατάλληλο τρόπο, στην επίτευξη των εξής τριών κατά προτεραιότητα στόχων:

1. προώθηση της ανάπτυξης και της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών, εφεξής "στόχος αριθ. 1",

2. στήριξη της οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές δυσκολίες, εφεξής "στόχος αριθ. 2",

3. στήριξη της προσαρμογής και του εκσυγχρονισμού των πολιτικών και των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, εφεξής "στόχος αριθ. 3". Ο στόχος αυτός παρεμβαίνει στις χρηματοδοτήσεις εκτός των περιφερειών που καλύπτονται από τον στόχο αριθ. 1 και θέτει ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς για το σύνολο των μέτρων προς όφελος των ανθρωπίνων πόρων στο εθνικό έδαρφος, με την επιφύλαξη των περιφερειακών ιδιομορφιών.

Κατά την επιδίωξη αυτών των στόχων, η Κοινότητα, συμβάλλει στην προώθηση μιας αρμονικής, ισόρροπης και αειφόρου ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων, στην ανάπτυξη της απασχόλησης και των ανθρωπίνων πόρων, στην προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος και στην εξάλειψη των ανισοτήτων, καθώς και στην προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Άρθρο 2

Μέσα και αποστολή

1. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως "διαρθρωτικά Ταμεία" νοούνται: τα Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Ταμείο (ΕΚΤ), το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Προσανατολισμού και το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ), εφεξής καλούμενα "Ταμεία".

2. Σύμφωνα με τα άρθρα 33, 146 και 160 της συνθήκης, τα Ταμεία συμβάλλουν, το καθένα σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που το διέπουν, στην επίτευξη των στόχων αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3, βάσει της ακόλουθης κατανομής:

a) στόχος αριθ. 1: ΕΤΠΑ, ΕΚΤ, ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Προσανατολισμού, και ΧΜΠΑ·

b) στόχος αριθ. 2: ΕΤΠΑ και ΕΚΤ·

γ) στόχος αριθ. 3: ΕΚΤ.

3. Το ΧΜΠΑ συμβάλλει στην υλοποίηση των διαρθρωτικών δράσεων στον αλιευτικό τομέα εκτός των περιφερειών του στόχου αριθ. 1, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1263/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, για το χρηματοδοτικό μέσο προσανατολισμού της αλιείας(12).

Το ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων συμβάλλει επίσης στην επίτευξη του στόχου αριθ. 2, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999.

4. Τα ταμεία συμβάλλουν στη χρηματοδότηση κοινοτικών πρωτοβουλιών και στη στήριξη καινοτόμων ενεργειών και τεχνικής βοήθειας.

Τα μέτρα τεχνικής βοήθειας εκτελούνται στο πλαίσιο του προγραμματισμού που ορίζεται στα άρθρα 13 έως 27 ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 23.

5. Οι άλλοι πόροι του κοινοτικού προϋπολογισμού που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 1, είναι ιδίως οι πόροι που διατίθενται για τα άλλα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα και για το Ταμείο Συνοχής.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συνέπεια των πράξεων των Ταμείων προς τις λοιπές κοινοτικές πολιτικές και ενέργειες, ιδίως στους τομείς της απασχόλησης, της ισότητας ανδρών και γυναικών, της κοινωνικής πολιτικής, της παιδείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης, της κοινής γεωργικής πολιτικής, της κοινής αλιευτικής πολιτικής, των μεταφορών, της ενέργειας και των διευρωπαϊκών δικτύων, καθώς και για την ενσωμάτωση των απαιτήσεων προστασίας του περιβάλλοντος στον ορισμό και την εφαρμογή των πράξεων των Ταμείων.

6. Η ΕΤΕπ συνεργάζεται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της.

Τα άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά όργανα τα οποία μπορούν να παρέμβουν, το καθένα σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που το διέπουν, για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 1, είναι ιδίως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) (δάνεια, εγγυήσεις), εφεξής "άλλα χρηματοδοτικά όργανα".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΧΟΥΣ

Άρθρο 3

Στόχος αριθ. 1

1. Οι περιφέρειες τις οποίες αφορά ο στόχος αριθ. 1 είναι οι περιφέρειες που αντιστοιχούν στο επίπεδο II της ονοματολογίας στατιστικών εδαφικών μονάδων (NUTS II), και των οποίων το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ), μετρούμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης και υπολογιζόμενο με βάση τα κοινοτικά στοιχεία των τριών τελευταίων ετών, τα οποία είναι διαθέσιμα στις 26 Μαρτίου 1999, είναι μικρότερο του 75 % του κοινοτικού μέσου όρου.

Ο στόχος αυτός αφορά επίσης τις εξόχως απόκεντρες περιοχές (Γαλλικά Υπερπόντια Διαμερίσματα, Αζόρες, Κανάριες Νήσους και Μαδέρα), οι οποίες δεν φθάνουν το κατώτατο όριο του 75 % και τις περιοχές που καλύπονται από τον στόχο αριθ. 6 κατά το διάστημα 1995-1999 δυνάμει του πρωτοκόλλου αριθ. 6 της Πράξης Προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας.

2. Κατ' αυστηρή εφαρμογή της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των περιφερειών που υπάγονται στο στόχο αριθ. 1, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 και του άρθρου 7 παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο.

Ο κατάλογος αυτός ισχύει για επτά έτη από την 1η Ιανουαρίου 2000.

Άρθρο 4

Στόχος αριθ. 2

1. Οι περιφέρειες τις οποίες αφορά ο στόχος αριθ. 2 είναι οι περιφέρειες που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα, οι οποίες είναι σκόπιμο να τύχουν στήριξης για την οικονομική και κοινωνική τους ανασυγκρότηση, σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 2, και οι οποίες έχουν σημαντικό πληθυσμό ή έκταση. Ειδικότερα, περιλαμβάνονται οι περιοχές υπό κοινωνικοοικονομική μεταλλαγή στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, οι φθίνουσες αγροτικές περιοχές, οι αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και οι εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές που διέρχονται κρίση.

2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι η παρέμβαση συγκεντρώνεται πράγματι στις περιοχές της Κοινότητας που πλήττονται βαρύτερα και στο πλέον ενδεδειγμένο γεωγραφικό επίπεδο. Ο πληθυσμός των περιοχών περί των οποίων η παράγραφος 1, δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 18 % του συνολικού πληθυσμού της Κοινότητας. Σ' αυτή τη βάση, η Επιτροπή καθορίζει ανώτατο όριο πληθυσμού κατά κράτος μέλος, σε συνάρτηση με τα ακόλουθα στοιχεία:

α) το σύνολο πληθυσμού στις περιφέρειες NUTS III κάθε κράτους μέλους, που πληρούν τα κριτήρια των παραγράφων 5 και 6·

β) τη σοβαρότητα των διαρθρωτικών προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο, σε κάθε κράτος μέλος, σε σχέση με τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η σοβαρότητα αυτή εκτιμάται με βάση το επίπεδο της ολικής ανεργίας και της ανεργίας μακράς διαρκείας, εκτός των περιφερειών που καλύπτονται από τον στόχο αριθ. 1·

γ) την ανάγκη να συμβάλει κάθε κράτος μέλος με δίκαιο τρόπο στη γενική προσπάθεια συγκέντρωσης, όπως αυτή ορίζεται στο παρόν εδάφιο· η μέγιστη μείωση του πληθυσμού που καλύπτεται από τον στόχο αριθ. 2, δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο σε σχέση με τον πληθυσμό που το 1999 καλύπτεται από τους στόχους αριθ. 2 και αριθ. 5β, οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88.

Η Επιτροπή διαβιβάζει στα κράτη μέλη όλα τα στοιχεία που διαθέτει και αφορούν τα κριτήρια των παραγράφων 5 και 6.

3. Εντός των ανωτάτων ορίων περί των οποίων η παράγραφος 2, τα κράτη μέλη προτείνουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των σημαντικών περιοχών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν:

α) περιφέρειες επιπέδου NUTS III ή περιοχέες που πλήττονται βαρύτερα στο εσωτερικό των περιφερειών αυτών και πληρούν είτε τα κριτήρια της παραγράφου 5 είτε τα κριτήρια της παραγράφου 6·

β) περιοχές που πληρούν τα κριτήρια περί των οποίων η παράγραφος 7 ή τα κριτήρια περί των οποίων η παράγραφος 8 ή τα ειδικά κριτήρια των κρατών μελών περί των οποίων η παράγραφος 9.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα στατιστικά και άλλα στοιχεία, στο καταλληλότερο γεωγραφικό επίπεδο, τα οποία της είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των προτάσεων αυτών.

4. Βάσει των στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, καταρτίζει τον κατάλογο των περιοχών που αφορά ο στόχος αριθ. 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές προτεραιότητες, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 2.

Οι περιοχές που πληρούν τα κριτήρια των παραγράφων 5 και 6 καλύπτουν τουλάχιστον το 50 % του πληθυσμού που αφορά ο στόχος αριθ. 2 σε κάθε κράτος μέλος, πλην εξαιρέσεων που δικαιολογούνται δεόντως από τις αντικειμενικές συνθήκες.

5. Οι περιοχές υπό οικονομική και κοινωνική μεταλλαγή στο βιομηχανικό τομέα, περί των οποίων η παράγραφος 1, πρέπει να αντιστοιχούν ή να ανήκουν σε εδαφική μονάδα επιπέδου NUTS III, πληρούσα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) μέσο ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο από τον κοινοτικό μέσο όρο που έχει καταγραφεί κατά τα τρία τελευταία έτη·

β) ποσοστό απασχόλησης στη βιομηχανία σε σχέση με τη συνολική απασχόληση ίσο ή ανώτερο από τον κοινοτικό μέσο όρο για κάθε έτος αναφοράς από το 1985 και μετά·

γ) διαπιστωμένη μείωση της απασχόλησης στη βιομηχανία σε σχέση με το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη στο στοιχείο β).

6. Οι αγροτικές περιοχές που ορίζονται στην παράγραφο 1, πρέπει να αντιστοιχούν ή να ανήκουν σε εδαφική μονάδα επιπέδου NUTS III, πληρούσα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) είτε πυκνότητα πληθυσμού κάτω των 100 κατοίκων ανά km2, είτε ποσοστό απασχόλησης στη γεωργία σε σχέση με τη συνολική απασχόληση ίσο ή μεγαλύτερο από το διπλάσιο του κοινοτικού μέσου όρου για κάθε έτος αναφοράς από το 1985 και μετά·

β) είτε μέσο ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο από τον κοινοτικό μέσο όρο που έχει καταγραφεί κατά τα 3 τελευταία έτη, είτε μείωση του πληθυσμού από το 1985 και μετά.

7. Οι αστικές περιοχές περί των οποίων η παράγραφος 1 είναι πυκνοκατοικημένες περιοχές, που πληρούν ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας υψηλότερο από τον κοινοτικό μέσο όρο·

β) υψηλό βαθμό φτώχειας, συμπεριλαμβανομένων επισφαλών συνθηκών στέγασης·

γ) ιδιαίτερα υποβαθμισμένη κατάσταση του περιβάλλοντος·

δ) υψηλό δείκτη αξιοποίνων πράξεων και εγκληματικότητας·

ε) χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού.

8. Οι εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές περί των οποίων η παράγραφος 1, είναι οι παράκτιες περιοχές, στις οποίες ο αριθμός θέσεων απασχόλησης του τομέα της αλιείας αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό της όλης απασχόλησης, και οι οποίες αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα συνδεόμενα με την αναδιάρθρωση του τομέα της αλιείας, επακόλουθο της οποίας είναι η σημαντική μείωση του αριθμού των θέσεων απασχόλησης στον τομέα αυτόν.

9. Η κοινοτική παρέμβαση μπορεί να επεκταθεί σε περιοχές με σημαντικό πληθυσμό ή έκταση, που αντιστοιχούν σε ένα από τους ακόλουθους τύπους:

α) περιοχές που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 5, οι οποίες είναι όμορες μιας βιομηχανικής περιοχής· περιοχές που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 6, οι οποίες είναι όμορες μιας αγροτικής περιοχής· περιοχές που πληρούν είτε τα κριτήρια της παραγράφου 5 είτε τα κριτήρια της παραγράφου 6, οι οποίες είναι όμορες μιας περιφέρειας που καλύπτεται από τον στόχο αριθ. 1·

β) αγροτικές περιοχές που αντιμετωπίζουν κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, τα οποία απορρέουν είτε από τη γήρανση είτε από τη μείωση του ενεργού γεωργικού πληθυσμού·

γ) περιοχές που λόγω σχετικών και επαληθεύσιμων χαρακτηριστικών, αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ή από υψηλό επίπεδο ανεργίας, το οποίο απορρέει από την εν εξελίξει ή μέλλουσα αναδιάρθρωση μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων στους τομείς της γεωργίας, της βιομηχανίας ή των υπηρεσιών.

10. Η ίδια περιοχή μπορεί να είναι επιλέξιμη για έναν μόνον από τους στόχους αριθ. 1 ή αριθ. 2.

11. Ο κατάλογος των περιοχών ισχύει για επτά έτη από την 1η Ιανουαρίου 2000.

Κατόπιν προτάσεως ενός κράτους μέλους, σε περίπτωση σοβαρής κρίσης σε μια περιφέρεια, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τον κατάλογο των περιοχών κατά τη διάρκεια του έτους 2003, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 10, χωρίς να αυξήσει την κάλυψη του πληθυσμού στο εσωτερικό κάθε περιφέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Στόχος αριθ. 3

Περιοχές επιλέξιμες να χρηματοδοτηθούν βάσει του στόχου αριθ. 3, είναι εκείνες που δεν καλύπτονται από το στόχο αριθ. 1.

Άρθρο 6

Μεταβατική στήριξη

1. Παρά το άρθρο 3, οι περιφέρειες που καλύπτονται από το στόχο αριθ. 1 το 1999 δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και τις οποίες δεν αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, τυγχάνουν της στήριξης των Ταμείων στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 1 για μια μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως την 31η Δεκεμβρίου 2005.

Κατά την έγκριση του καταλόγου περί του οποίου το άρθρο 3 παράγραφος 2, η Επιτροπή καταρτίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6, τον κατάλογο των περιοχών επιπέδου NUTS III που ανήκουν στις εν λόγω περιφέρειες και τυγχάνουν της μεταβατικής στήριξης των Ταμείων πλαίσιο του στόχου αριθ. 1 για το έτος 2006.

Ωστόσο, εντός του ορίου του πληθυσμού των περιοχών που μνημονεύονται στο δεύτερο εδάφιο και σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή δύναται, έπειτα από πρόταση κράτους μέλους, να υποκαταστήσει τις περιοχές αυτές με περιοχές του επιπέδου NUTS III ή μικρότερες από το επίπεδο NUTS III που ανήκουν στις περιφέρειες εκείνες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφοι 5 έως 9.

Οι περιοχές που ανήκουν σε περιφέρειες μη περιλαμβανόμενες στον κατάλογο του δευτέρου και του τρίτου εδαφίου, εξακολουθούν να τυγχάνουν, το 2006, στήριξης από το ΕΚΤ, το ΧΜΠΑ και το ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Προσανατολισμού, μόνον, στο πλαίσιο της ίδιας παρέμβασης.

2. Παρά το άρθρο 4, οι περιφέρειες που καλύπτονται από τους στόχους αριθ. 2 και αριθ. 5β το 1999 δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης του ΕΤΠΑ από της 1η Ιανουαρίου 2000 έως την 31η Δεκεμβρίου 2005, στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 2, δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Οι περιοχές αυτές τυγχάνουν, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως την 31η Δεκεμβρίου 2006, της στήριξης του ΕΚΤ στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 3, ως περιοχές τις οποίες αφορά ο στόχος αριθ. 3, καθώς και του ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων στο πλαίσιο της στήριξης που αυτό παρέχει για την αγροτική ανάπτυξη και του ΧΜΠΑ στο πλαίσιο των διαρθρωτικών μέτρων που αναλαμβάνει στον τομέα της αλιείας, εκτός του στόχου αριθ. 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 7

Πόροι και συγκέντρωση

1. Οι διαθέσιμοι πόροι για την ανάληψη υποχρεώσεων από τα Ταμεία, εκφραζόμενοι σε τιμές του 1999, ανέρχονται σε 195 δισεκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο 2000-2006.

Η ετήσια κατανομή αυτών των πόρων εμφαίνεται στο παράρτημα.

2. Η κατανομή των δημοσιονομικών πόρων μεταξύ των στόχων πρέπει να πραγματοποείται έτσι ώστε να επιτυγχάνεται σημαντική συγκέντρωση υπέρ των περιφερειών που αφορά ο στόχος αριθ. 1.

Στο στόχο αριθ. 1 θα διατεθούν 69,7 % των χρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων συμπεριλαμβανομένου 4,3 % για μεταβατική στήριξη (δηλαδή συνολικά 135,9 δισεκατομμύρια ευρώ).

Στο στόχο αριθ. 2 θα διατεθούν 11,5 % των χρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων συμπεριλαμβανομένου 1,4 % για μεταβατική στήριξη (δηλαδή συνολικά 22,5 δισεκατομμύρια ευρώ).

Στο στόχο αριθ. 3 θα διατεθούν 12,3 % των χρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων (δηλαδή συνολικά 24,05 δισεκατομμύρια ευρώ).

Τα στοιχεία που αναφέρονται στους στόχους αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3, δεν περιλαμβάνουν τους δημοσιονομικούς πόρους της παραγράφου 6 ούτε τη χρηματοδότηση για το ΧΜΠΑ εκτός του στόχου αριθ. 1.

3. Η Επιτροπή καταρτίζει, με διαφανείς διαδικασίες, ενδεικτικές κατανομές κατά κράτος μέλος των διαθέσιμων πιστώσεων υποχρεώσεων για τον προγραμματισμό που προβλέπεται στα άρθρα 13 έως 19, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη, για τους στόχους αριθ. 1 και αριθ. 2, ένα ή περισσότερα από τα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία είναι ανάλογα εκείνων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88, ήτοι: επιλέξιμος πληθυσμός, ευημερία σε περιφερειακό και σε εθνικό επίπεδο και σχετική σοβαρότητα των διαρθρωτικών προβλημάτων, ιδίως το επίπεδο ανεργίας.

Για τον στόχο αριθ. 3, η κατανομή κατά κράτος μέλος βασίζεται κυρίως στον επιλέξιμο πληθυσμό, στην κατάσταση στον τομέα της απασχόλησης και στη σοβαρότητα προβλημάτων, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, τα επίπεδα εκπαίδευσης και κατάρτισης και η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά της εργασίας.

Στις κατανομές που αφορούν τους στόχους αριθ. 1 και αριθ. 2, γίνεται διάκριση των πιστώσεων που διατίθενται για περιφέρειες και περιοχές οι οποίες τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης. Οι πιστώσεις αυτές διατίθενται σύμφωνα με τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου. Η ετήσια κατανομή των πιστώσεων αυτών ακολουθεί σταδιακή μείωση, από την 1η Ιανουαρίου 2000 και θα είναι μικρότερη το 2000 σε σχέση με το 1999. Η μορφή της μεταβατικής στήριξης μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με τις ειδικές ενάγκες των επί μέρους περιφερειών υπό τον όρο ότι θα τηρείται το κονδύλι για κάθε περιφέρεια.

Η Επιτροπή καταρτίζει επίσης, με διαφανείς διαδικασίες, ενδεικτικές κατανομές κατά κράτος μέλος των διαθέσιμων πιστώσεων υποχρεώσεων για τα διαρθρωτικά μέτρα στον αλιευτικό τομέα, εκτός των περιφερειών του στόχου αριθ. 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο.

4. Δυνάμει του στόχου αριθ. 1, θεσπίζεται για την περίοδο 2000-2004 πρόγραμμα σε υποστήριξη της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Βόρειο Ιρλανδία (PEACE) προς όφελος της Βορείου Ιρλανδίας και των παραμεθόριων περιοχών της Ιρλανδίας.

Δυνάμει του στόχου αριθ. 1, θεσπίζεται για την περίοδο 2000-2006 ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης για τις σουηδικές περιοχές NUTS-II οι οποίες δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και οι οποίες πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 6 της Πράξης Προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας.

5. Το 4 % των πιστώσεων υποχρεώσεων, που προβλέπονται για κάθε εθνική ενδεικτική κατανομή περί της οποίας η παράγραφος 3, διατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 44.

6. Για την περίοδο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, το 5,35 % των πιστώσεων υποχρεώσεων των διαρθρωτικών Ταμείων περί των οποίων η παράγραφος 1, διατίθεται για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών πρωτοβουλιών.

Το 0,65 % των πιστώσεων της παραγράφου 1, διατίθεται για τη χρηματοδότηση καινοτόμων ενεργειών και τεχνικής βοήθειας, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 22 και 23.

7. Εν όψει του προγραμματισμού τους και της μετέπειτα εγγραφής τους στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα ποσά της παραγράφου 1 υφίστανται ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή 2 % από 1ης Ιανουαρίου 2000.

Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των κονδυλίων που προβλέπονται για τα έτη 2004, 2005 και 2006 επανεξετάζεται, αν συντρέχει λόγος, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 το αργότερο, στα πλαίσια τεχνικής αναπροσαρμογής από την Επιτροπή βάσει των τελευταίων διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων. Η διαφορά σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό ανακατανέμεται προκειμένου να συμπεριληφθεί στο προβλεπόμενο στην παράγραφο 5 ποσό.

8. Οι συνολικές ετήσιες εισπράξεις κάθε κράτους μέλους από τα διαρθρωτικά Ταμεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σε συνδυασμό με τη συνδρομή που παρέχεται δυνάμει του Ταμείου Συνοχής, δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 4 % του εθνικού ΑΕγχΠ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Άρθρο 8

Συμπληρωματικότητα και εταιρική σχέση

1. Οι κοινοτικές δράσεις θεωρείται ότι συμπληρώνουν ή συμβάλλουν στις αντίστοιχες δράσεις των κρατών μελών. Εκπονούνται με τη στενή συνεργασία, καλούμενη στο εξής "εταιρική σχέση" της Επιτροπής και του κράτους μέλους, καθώς και των αρχών και φορέων που ορίζει το κράτος μέλος στα πλαίσια των εθνικών του κανόνων και των τρεχουσών πρακτικών, ιδίως δε:

- των περιφερειακών και τοπικών αρχών και των λοιπών αρμοδίων δημοσίων αρχών,

- των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων,

- κάθε άλλου σχετικού αρμόδιου φορέα στα πλαίσια αυτά.

Η εταιρική σχέση λειτουργεί με απόλυτη τήρηση των θεσμικών, νομικών και δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων κάθε εταίρου, όπως ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

Υποδεικνύοντας τους πλέον αντιπροσωπευτικούς εταίρους σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή άλλο επίπεδο, το κράτος μέλος δημιουργεί μια ευρεία και αποτελεσματική σύμπραξη όλων των ενδεδειγμένων φορέων, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες και πρακτικές, λαμβάνοντας υπόψη του την ανάγκη προώθησης της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και της αειφόρου ανάπτυξης, μέσω της ενσωμάτωσης των απαιτήσεων προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος.

Όλα τα μέρη που ορίζονται αποτελούν εταίρους που επιδιώκουν ένα κοινό σκοπό, καλούνται δε στο εξής "εταίροι".

2. Η εταιρική σχέση καλύπτει την προπαρασκευή, χρηματοδότηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση των παρεμβάσεων. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των ενδεδειγμένων εταίρων στα διάφορα στάδια του προγραμματισμού, λαμβάνοντας υπόψη τους την προθεσμία που έχει ορισθεί για κάθε στάδιο.

3. Κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, η εφαρμογή των παρεμβάσεων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών στο κατάλληλο εδαφικό επίπεδο ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, και ιδίως όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή για να εξασφαλίσουν ότι τα κοινοτικά κονδύλια χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

5. Κάθε χρόνο, η Επιτροπή συμβουλεύεται τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σχετικά με τη διαρθρωτική πολιτική της Κοινότητας.

Άρθρο 9

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α) προγραμματισμός: η διαδικασία οργάνωσης, λήψης αποφάσεων και χρηματοδότησης που πραγματοποιείται σε περισσότερα του ενός στάδια και αποσκοπεί στην εφαρμογή, σε πολυετή βάση, της κοινής δράσης της Κοινότητας και των κρατών μελών για την επίτευξη των στόχων που αναφέρει το άρθρο 1·

β) σχέδιο ανάπτυξης (καλούμενο στο εξής "σχέδιο"): η ανάλυση την οποία εκπονεί ένα κράτος μέλος για την κατάσταση, σε σχέση με τους στόχους που αναφέρει το άρθρο 1 και τις κατά προτεραιότητα ανάγκες μέσα για την επίτευξη των στόχων αυτών, καθώς και η στρατηγική και οι προβλεπόμενες προτεραιότητες δράσης, οι ειδικοί στόχοι τους και οι ενδεικτικοί χρηματοδοτικοί πόροι που τους αντιστοιχούν·

γ) πλαίσιο αναφοράς του στόχου αριθ. 3: το έγγραφο που περιγράφει το πλαίσιο της παρέμβασης υπέρ της απασχόλησης και της ανάπτυξης των ανθρωπίνων πόρων σε ολόκληρο το έδαφος ενός εκάστου κράτους μέλους και το οποίο προσδιορίζει τις σχέσεις με τις προτεραιότητες τις εγγεγραμμένες στο εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόληση·

δ) κοινοτικό πλαίσιο στήριξης: το έγγραφο που εγκρίνεται από την Επιτροπή, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, μετά από εκτίμηση του σχεδίου που έχει υποβληθεί από ένα κράτος μέλος και το οποίο περιέχει τη στρατηγική και τις προτεραιότητες δράσης των Ταμείων και του κράτους μέλους, τους ειδικούς στόχους τους, τη συμμετοχή των Ταμείων και τους λοιπούς χρηματοδοτικούς πόρους. Το έγγραφο αυτό διαιρείται σε άξονες προτεραιότητας και εφαρμόζεται μέσω ενός ή περισσότερων επιχειρησιακών προγραμμάτων·

ε) παρεμβάσεις: οι μορφές παρέμβασης των Ταμείων, ήτοι:

i) τα επιχειρησιακά προγράμματα ή τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού,

ii) τα προγράμματα κοινοτικής πρωτοβουλίας,

iii) η στήριξη της τεχνικής βοήθειας και των καινοτόμων ενεργειών·

στ) επιχειρησιακό πρόγραμμα: το εγκριθέν από την Επιτροπή έγγραφο που αποσκοπεί στην εφαρμογή ενός κοινοτικού πλαισίου στήριξης και περιέχει ένα συνεπές σύνολο αξόνων προτεραιότητας αποτελουμένων από πολυετή μέτρα, για την πραγματοποίηση του οποίου μπορεί να ζητηθεί η συνδρομή ενός ή περισσότερων Ταμείων και ενός ή περισσότερων από τα άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά όργανα, καθώς και της ΕΤΕπ. Ολοκληρωμένο επιχειρησιακό πρόγραμμα είναι το επιχειρησιακό πρόγραμμα, του οποίου η χρηματοδότηση γίνεται από περισσότερα του ενός Ταμεία·

ζ) ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού: ένα και μόνο έγγραφο, το οποίο εγκρίνεται από την Επιτροπή και στο οποίο συγκεντρώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε ένα κοινοτικό πλαίσιο στήριξης και σε ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα·

η) άξονας προτεραιότητας: μία από τις προτεραιότητες της στρατηγικής που έχει επιλεγεί σε ένα κοινοτικό πλαίσιο στήριξης ή σε παρέμβαση. Συνοδεύεται από τη συμμετοχή των Ταμείων και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων και από τους χρηματοδοτικούς πόρους του κράτους μέλους που του αντιστοιχούν, καθώς και από συγκεκριμένους στόχους·

θ) συνολική επιχορήγηση: το μέρος μιας παρέμβασης η υλοποίηση και η διαχείριση του οποίου μπορεί να ανατεθεί στον ή στους εγκεκριμένους ενδιάμεσους φορείς σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών, των οργανισμών περιφερειακής ανάπτυξης ή των μη κυβερνητικών οργανισμών, κατά προτίμηση χρησιμοποιουμένου υπέρ πρωτοβουλιών τοπικής ανάπτυξης. Η απόφαση προσφυγής σε συνολική επιχορήγηση λαμβάνεται από συμφώνου με την Επιτροπή από το κράτος μέλος ή, από συμφώνου με αυτό, από τη διαχειριστική αρχή.

Στην περίπτωση των προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας και καινοτόμων ενεργειών, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να προσφύγει σε συνολική επιχορήγηση για το σύνολο ή μέρος της παρέμβασης. Στην περίπτωση των κοινοτικών πρωτοβουλιών, η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί μόνον μετά από προηγούμενη συμφωνία των ενδιαφερομένων κρατών μελών·

ι) μέτρο: το μέσο με το οποίο υλοποιείται ένας άξονας προτεραιότητας σε πολυετή βάση και το οποίο επιτρέπει τη χρηματοδότηση των πράξεων. Κάθε καθεστώς ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης και κάθε χορήγηση ενισχύσεων από φορείς που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη ή κάθε ομάδα καθεστώτων ενισχύσεων ή χορηγουμένων ενισχύσεων του τύπου αυτού ή ακόμα και συνδυασμός τους, που έχουν τον ίδιο σκοπό, απάγονται στην έννοια του μέτρου·

ια) πράξη: κάθε έργο ή δράση που εκτελείται από τους τελικούς δικαιούχους των παρεμβάσεων·

ιβ) τελικοί δικαιούχοι: οι φορείς και οι επιχειρήσεις του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των πράξεων. Στην περίπτωση καθεστώτων ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης και στην περίπτωση χορήγησης ενισχύσεων από φορείς που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη, οι τελικοί δικαιούχοι είναι οι φορείς που χορηγούν τις ενισχύσεις·

ιγ) συμπλήρωμα προγραμματισμού: το έγγραφο περί εφαρμογής της στρατηγικής και των αξόνων προτεραιότητας της παρέμβασης το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία σε επίπεδο μέτρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3, το οποίο καταρτίζεται από το κράτος μέλος ή τη διαχειριστική αρχή και, ενδεχομένως, προσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3· διαβάζεται προς ενημέρωση στην Επιτροπή·

ιδ) διαχειριστική αρχή: κάθε εθνική, περιφερειακή ή τοπική αρχή ή φορέας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που ορίζεται από κράτος μέλος ή το κράτος μέλος εφόσον ασκεί τα σχετικά καθήκοντα, για να διαχειρίζεται μια παρέμβαση για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που το κράτος μέλος ορίζει διαφορετική από το ίδιο διαχειριστική αρχή, καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες της σχέσης του με αυτή την αρχή καθώς και όλες τις λεπτομέρειες της σχέσης της διαχειριστικής αρχής με την Επιτροπή. Εάν το οικείο κράτος μέλος το αποφασίσει, η διαχειριστική αρχή πληρωμής μπορεί να είναι ο ίδιος ο φορέας που αποτελεί την αρχή πληρωμής για τη συγκεκριμένη παρέμβαση·

ιε) αρχή πληρωμής: μία ή περισσότερες εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές ή φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της κατάρτισης και υποβολής των αιτήσεων πληρωμών και την είσπραξη των πληρωμών από την Επιτροπή. Το κράτος μέλος καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες της σχέσης του με την αρχή πληρωμής καθώς και τη σχέση της αρχής πληρωμής με την Επιτροπή.

Άρθρο 10

Συντονισμός

1. Ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων Ταμείων πραγματοποιείται ιδίως μέσω:

α) των σχεδίων, των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, των επιχειρησιακών προγραμμάτων και των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού (όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 9), συμπεριλαμβανομένου, εφόσον ενδείκνυται, του πλαισίου αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ)·

β) της παρακολούθησης και της αξιολόγησης των παρεμβάσεων που εκτελούνται στο πλαίσιο ενός στόχου·

γ) των κατευθύνσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

2. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, κατά τρόπο που συνάδει με την αρχή της εταιρικής σχέσης, τον συντονισμό μεταξύ των παρεμβάσεων των διαφόρων Ταμείων, αφ' ενός, και μεταξύ των παρεμβάσεων των Ταμείων και εκείνων της ΕΤΕπ και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων, αφ' ετέρου.

Για να μεγιστοποιηθούν τα αλυσιδωτά αποτελέσματα των χρησιμοποιούμενων πόρων του προϋπολογισμού με την προσφυγή στα κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα, οι κοινοτικές παρεμβάσεις υπό μορφή επιχορηγήσεων μπορούν να συνδυάζονται κατά τον κατάλληλο τρόπο με δάνεια και εγγυήσεις. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να καθορίζεται με τη συμμετοχή της ΕΤΕπ κατά την κατάρτιση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης ή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, μπορούν δε να λαμβάνονται υπόψη η ισορροπία του προτεινόμενου σχεδίου χρηματοδότησης, η συμμετοχή των Ταμείων, καθώς και οι επιδιωκόμενοι αναπτυξιακοί στόχοι.

3. Το αργότερο εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, σε μεταγενέστερο δε στάδιο, πριν από την ενδιάμεση αναθεώρηση που αναφέρει το άρθρο 42, και κάθε φορά μετά από διαβούλευση με όλα τα κράτη μέλη, η Επιτροπή δημοσιεύει γενικές ενδεικτικές κατευθύνσεις βασιζόμενες στις κατάλληλες συμπεφωνημένες κοινοτικές πολιτικές σε σχέση με τα διαρθρωτικά Ταμεία που αναφέρονται στο άρθρο 1, για να βοηθά τις αρμόδιες εθνικές και περιφερειακές αρχές κατά την κατάρτιση των αναπτυξιακών σχεδίων και τη διεξαγωγή της ενδεχόμενης αναθεώρησης των παρεμβάσεων. Οι κατευθύνσεις αυτές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 11

Προσθετικότητα

1. Για να εξασφαλισθεί πραγματική οικονομική επίδραση, οι πιστώσεις των Ταμείων δεν μπορούν να υποκαθιστούν τις δημόσιες διαρθρωτικές δαπάνες ή τις εξομοιώσιμες με αυτές δαπάνες του κράτους μέλους.

2. Προς το σκοπό αυτόν, η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθορίζουν το επίπεδο των δημόσιων ή εξομοιώσιμων διαρθρωτικών δαπανών που διατηρεί το κράτος μέλος στο σύνολο των περιφερειών του τις οποίες αφορά ο στόχος αριθ. 1, κατά τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού.

Όσον αφορά τους στόχους αριθ. 2 και αριθ. 3 ως σύνολο, η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθορίζουν το επίπεδο των δαπανών για την άσκηση ενεργού πολιτικής στον τομέα της αγοράς εργασίας, και, οσάκις τούτο δικαιολογείται, στις άλλες δράσεις με σκοπό να υποβοηθηθεί η επίτευξη των αποτελεσμάτων περί των οποίων οι δύο αυτοί στόχοι, τους οποίους διατηρεί το κράτος μέλος σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού.

Οι δαπάνες αυτές καθορίζονται από το κράτος μέλος και την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου, πριν ληφθεί απόφαση της Επιτροπής περί εγκρίσεων κοινοτικού πλαισίου στήριξης ή ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ενσωματώνονται δε στα έγγραφα αυτά.

Κατά γενικό κανόνα, το επίπεδο των δαπανών που προβλέπουν το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο είναι τουλάχιστον ίσο με το επίπεδο των μέσων ετησίων δαπανών σε πραγματικές τιμές το οποίο είχε επιτευχθεί κατά την προηγούμενη περίοδο προγραμματισμού και το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με τις μακροοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων πραγματοποιείται η χρηματοδότηση, λαμβανομένων εν τούτοις υπ' όψη ορισμένων ειδικών οικονομικών συνθηκών, και συγκεκριμένα των ιδιωτικοποιήσεων, ενός ασυνήθιστου επιπέδου δημοσίων διαρθρωτικών προσπαθειών ή εξομοιώσιμων προσπαθειών του κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της προηγουμένης περιόδου προγραμματισμού, και των εθνικών συγκυριακών εξελίξεων.

Λαμβάνεται επίσης υπόψη η ενδεχόμενη μείωση των δαπανών στο πλαίσιο των διαρθρωτικών Ταμείων, σε σχέση με την περίοδο 1994-1999.

3. Κατά τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού, γίνονται, στο τοπικό επίπεδο περί του οποίου η παράγραφος 2, τρεις επαληθεύσεις της προσθετικότητας:

α) επαλήθευση εκ των προτέρων, όπως αυτή περιγράφεται στην παράγραφο 2, τρίτο εδάφιο, και η οποία χρησιμεύει ως πλαίσιο αναφοράς για όλη την περίοδο προγραμματισμού·

β) ενδιάμεση επαλήθευση το αργότερο τρία έτη μετά την έγκριση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης ή των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού αλλά, κατά γενικό κανόνα, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, μετά την οποία η Επιτροπή και το κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν να επανεξετασθεί το επίπεδο των προς κάλυψη διαρθρωτικών δαπανών, εάν η οικονομική κατάσταση έχει οδηγήσει σε εξέλιξη των δημοσίων εσόδων ή της απασχόλησης στο κράτος μέλος, η οποία αποκλίνει σημαντικά από την προεξοφληθείσα κατά την εκ των προτέρων επαλήθευση·

γ) επαλήθευση το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005.

Προς το σκοπό αυτό, το κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή τις δέουσες πληροφορίες κατά την υποβολή των σχεδίων, κατά την ενδιάμεση επαλήθευση και κατά την επαλήθευση που διενεργείται πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2005. Εν ανάγκη, χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι εκτίμησης.

Ανεξάρτητα από τις επαληθεύσεις αυτές, το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού για τις εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ικανότητά του να διατηρήσει το επίπεδο δαπανών που αναφέρει η παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Συμβατότητα

Οι πράξεις που χρηματοδοτούνται από τα Ταμεία, από την ΕΤΕπ ή από άλλο χρηματοδοτικό όργανο, πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της συνθήκης και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής, καθώς και προς τις κοινοτικές πολιτικές και δράσεις, περιλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, την εξάλειψη των ανισοτήτων, καθώς και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΑΡΙΘ. 1, ΑΡΙΘ. 2 ΚΑΙ ΑΡΙΘ. 3

Άρθρο 13

Γεωγραφικό πεδίο

1. Τα σχέδια που υποβάλλονται στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 1, καταρτίζονται στο καταλληλότερο, κατά την κρίση του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, γεωγραφικό επίπεδο αλλά καλύπτουν, κατά γενικό κανόνα μία περιφέρεια επιπέδου NUTS II. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν ένα γενικό σχέδιο ανάπτυξης που να καλύπτει ορισμένες ή το σύνολο των περιφερειών τους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 6 παράγραφος 1 και του άρθρου 7 παράγραφος 4, υπό τον όρον ότι το σχέδιο αυτό απαριθμεί τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 16.

2. Τα σχέδια που υποβάλλονται στα πλαίσια του στόχου αριθ. 2, καταρτίζονται στο καταλληλότερο, κατά την κρίση του κράτους μέλους, γεωγραφικό επίπεδο αλλά καλύπτουν κατά γενικό κανόνα, το σύνολο των περιοχών των υπαγομένων σε μια περιφέρεια επιπέδου NUTS II, που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 παράγραφος 4 και του άρθρου 6 παράγραφος 2. Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν σχέδιο που να καλύπτει ορισμένες ή όλες τις περιφέρειές τους οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο περί του οποίου το άρθρο 4 παράγραφος 4 και το άρθρο 6 παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω σχέδιο περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 16. Εάν τα σχέδια καλύπτουν περιφέρειες εκτός των επιλέξιμων για τον στόχο αριθ. 2, πραγματοποιούν διάκριση μεταξύ των πράξεων που διεξάγονται σε περιφέρειες ή περιοχές καλυπτόμενες από το στόχο αριθ. 2 και των πράξεων που διεξάγονται αλλού.

3. Τα σχέδια που υποβάλλονται στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 3, καλύπτουν την επικράτεια του κράτους μέλους για παρεμβάσεις εκτός των περιφερειών που υπάγονται στον στόχο αριθ. 1 και, λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές ανάγκες των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαθρωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, αποτελούν, για το σύνολο της εθνικής επικράτειας, ένα πλαίσιο αναφοράς για την αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων.

Άρθρο 14

Διάρκεια και αναθεώρηση

1. Κάθε σχέδιο, κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, επιχειρησιακό πρόγραμμα και ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού, καλύπτει περίοδο επτά ετών, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο.

Η περίοδος προγραμματισμού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2000.

2. Τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, τα επιχειρησιακά προγράμματα και τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού επανεξετάζονται και, εφόσον είναι απαραίτητο, προσαρμόζονται κατόπιν πρωτοβουλίας του κράτους μέλους ή της Επιτροπής σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου μετά την ενδιάμεση αξιολόγηση που αναφέρει το άρθρο 42 και την κατανομή του αποθεματικού επίδοσης που αναφέρει το άρθρο 44.

Μπορούν επίσης να αναθεωρηθούν σε άλλη χρονική στιγμή εάν υπάρξουν σημαντικές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση και την αγορά εργασίας.

Άρθρο 15

Προπαρασκευή και έγκριση

1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή σχέδιο για τους στόχους, αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3. Το σχέδιο αυτό καταρτίζεται από τις αρμόδιες αρχές που έχει ορίσει το κράτος μέλος σε εθνικό, περιφερειακό ή άλλο επίπεδο. Σε περίπτωση που οι παρεμβάσεις πρόκειται να λάβουν τη μορφή ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, το εν λόγω σχέδιο αντιμετωπίζεται ως σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού.

Όσον αφορά τον στόχο αριθ. 1, τα πλαίσια κοινοτικής στήριξης χρησιμοποιούνται για όλες τις περιφέρειες που καλύπτονται από τον στόχο αριθ. 1· ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου η κοινοτική χορήγηση είναι μικρότερη ή δεν υπερβαίνει σημαντικά το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, τα κράτη μέλη υποβάλλουν, κατά γενικό κανόνα, σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού.

Όσον αφορά τους στόχους αριθ. 2 και αριθ. 3, κατά γενικό κανόνα, χρησιμοποιούνται τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν την κατάρτιση κοινοτικού πλαισίου στήριξης.

2. Τα σχέδια υποβάλλονται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή κατόπιν διαβούλευσης με τους εταίρους, οι οποίοι εκφράζουν τις απόψεις τους εγκαίρως ώστε να τηρηθεί η προθεσμία που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο.

Πλην αντιθέτου συμφωνίας με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, τα σχέδια υποβάλλονται το αργότερο τέσσερις μήνες μετά την κατάρτιση των καταλόγων των επιλέξιμων περιοχών που αναφέρει το άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 4 παράγραφος 4.

3. Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των σχεδίων προκειμένου να διαπιστώσει εάν είναι συνεπή προς τους στόχους του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη της το πλαίσιο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο γ) άλλες κοινοτικές πολιτικές και το άρθρο 41 παράγραφος 2.

Επίσης, η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση κάθε σχεδίου του στόχου αριθ. 3 στη συνάρτηση της συνοχής μεταξύ των προβλεπόμενων μέτρων και του εθνικού σχεδίου για την εφαρμογή της ευρωπαïκής στρατηγικής στον τομέα της απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο και το βαθμό της συνεκτϊμησης των γενικών αναγκών των περιοχών που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.

4. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1, η Επιτροπή καταρτίζει τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 48 έως 51. Η ΕΤΕπ δύναται ναι συμμετέχει στην εκπόνηση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης. Η Επιτροπή εκδίδει απόφαση για τη συμμετοχή των Ταμείων το αργότερο πέντε μήνες μετά την παραλαβή του ή των αντίστοιχων σχεδίων, εφόσον αυτά περιλαμβάνουν τα σύνολο των στοιχείων που απαριθμεί το άρθρο 16.

Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των προτάσεων για επιχειρησιακά προγράμματα που υποβάλλονται από το κράτος μέλος, προκειμένου να προσδιορίσει εάν είναι συνεπείς προς τους στόχους του αντίστοιχου κοινοτικού πλαισίου στήριξης και συμβατές με τις κοινοτικές πολιτικές. Εκδίδει απόφαση για τη συμμετοχή των Ταμείων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1, σε συμφωνία με το οικείο κράτος μέλος, εφ' όσον οι προτάσεις περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 18 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν, ταυτόχρονα με τα σχέδιά τους, σχέδια επιχειρησιακών προγραμμάτων, ώστε να επιταχύνεται η εξέταση των αιτήσεων και η εκτέλεση των προγραμμάτων. Εγκρίνοντας την απόφαση που αφορά το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, η Επιτροπή εγκρίνει επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1, τα επιχειρησιακά προγράμματα που έχουν υποβληθεί ταυτόχρονα με τα σχέδια, εφόσον περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 18 παράγραφος 2.

5. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1, η Επιτροπή αποφασίζει, βάσει των σχεδίων, τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 48 έως 50. Η ΕΤΕπ δύναται να συμμετέχει στην εκπόνηση των ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού. Η Επιτροπή εκδίδει ενιαία απόφαση για το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού και τη συμμετοχή των Ταμείων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1, το αργότερο πέντε μήνες μετά την παραλαβή του αντίστοιχου σχεδίου, εφόσον αυτό περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαριθμεί το άρθρο 19 παράγραφος 3.

6. Το κράτος μέλος ή η διαχειριστική αρχή, καθορίζει το συμπλήρωμα προγραμματισμού που ορίζεται στο άρθρο 9, στοιχείο ιγ) κατόπιν συμφωνίας της επιτροπής παρακολούθησης, εάν το συμπλήρωμα προγραμματισμού καθορίζεται μετά την απόφαση περί συμμετοχής των Ταμείων της Επιτροπής, ή ύστερα από διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους εταίρους, εάν αυτό καθορίζεται πριν από την απόφαση περί συμμετοχής των Ταμείων. Στην τελευταία περίπτωση, η επιτροπή παρακολούθησης επιβεβαιώνει το συμπλήρωμα προγραμματισμού ή ζητεί προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3.

Το κράτος μέλος διαβιβάζει το συμπλήρωμα προγραμματισμού στην Επιτροπή υπό μορφή ενιαίου εγγράφου, προς ενημέρωσή της, το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής για την έγκριση επιχειρησιακού προγράμματος ή ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού.

7. Οι αποφάσεις της Επιτροπής για το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης ή το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή του διαβιβάζει, προς ενημέρωσή του, τις αποφάσεις αυτές, καθώς και τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού που εγκρίνει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΑΡΙΘ. 1, ΑΡΙΘ. 2 ΚΑΙ ΑΡΙΘ. 3

Άρθρο 16

Σχέδια

1. Τα σχέδια που υποβάλλονται στα πλαίσια των στόχων αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3 βασίζονται στις κατάλληλες εθνικές και περιφερειακές προτεραιότητες, λαμβάνουν δε υπόψη τις ενδεικτικές κατευθύνσεις που αναφέρει το άρθρο 10 παράγραφος 4, και περιλαμβάνουν:

α) περιγραφή, με ποσοτικά στοιχεία, όπου αυτό είναι δυνατό, της παρούσας κατάστασης είτε όσον αφορά τις ανισότητες, τις καθυστερήσεις και τις δυνατότητες ανάπτυξης στις περιφέρειες του στόχου αριθ. 1 είτε όσον αφορά την ανασυγκρότηση στις περιφέρειες του στόχου αριθ. 2, είτε όσον αφορά την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων και του τομέα της πολιτικής της απασχόλησης στο κράτος μέλος και στις περιφέρειες του στόχου αριθ. 3, καθώς και περιγραφή των διατιθέμενων χρηματοδοτικών πόρων και των κυριότερων αποτελεσμάτων της προηγούμενης περιόδου προγραμματισμού, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων·

β) περιγραφή μιας κατάλληλης στρατηγικής για την επίτευξη των στόχων που αναφέρει το άρθρο 1 και των βασικών προτεραιοτήτων που έχουν επιλεγεί για την αειφόρο ανάπτυξη και ανασυγκρότηση των περιφερειών και των περιοχών, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών, καθώς και για την αντίστοιχη ανάπτυξη των ανθρωπίνων πόρων και την προσαρμογή και τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών και των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης.

Εκτός των άλλων στοιχείων που αναφέρονται στο παρόν σημείο, τα κράτη μέλη καταδεικνύουν ότι για κάθε σχέδιο του στόχου αριθ. 3, οι προβλεπόμενοι άξονες προτεραιότητας είναι συνεπείς προς το υπάρχον εθνικό πρόγραμμα απασχόλησης, λαμβανομένης υπόψη της περιγραφής των κυρίων στόχων της εν λόγω στρατηγικής και των κυρίων μέσων επίτευξής τους.

Επίσης, τα κράτη μέλη καταδεικνύουν ότι οι δραστηριότητες που προβλέπει κάθε σχέδιο υπαγόμενο στο στόχο αριθ. 2 όσον αφορά τους ανθρώπινους πόρους και την απασχόληση, το οποίο ενισχύεται από το ΕΚΤ, είναι οι δραστηριότητες που εντάσσονται στη στρατηγική ανασυγκρότησης, συντονίζονται με τα άλλα Ταμεία και αντιστοιχούν στην εκ των προτέρων αξιολόγηση ως προς τους ανθρώπινους πόρους και την απασχόληση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2. Εάν αυτές οι ανάγκες δεν φθάνουν ένα σημαντικό ποσό, καλύπτονται στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 3·

γ) ενδείξεις για την σκοπούμενη μορφή και χρησιμοποίηση της χρηματοδοτικής συμμετοχής των Ταμείων και, ενδεχομένως, της ΕΤΕπ και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου, προς ενημέρωση, του συνολικού ποσού του Τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999· τις προβλεπόμενες ανάγκες όσον αφορά την τεχνική βοήθεια· ενδείξεις όσον αφορά την προσθετικότητα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, η οποία για τον στόχο αριθ. 1 πρέπει να έχει τη μορφή ενδεικτικού συνολικού πίνακα χρηματοδότησης που θα συνοψίζει τους δημόσιους ή εξομοιώσιμους και, κατά περίπτωση, τους κατ' εκτίμηση ιδιωτικούς πόρους καθώς και τους κοινοτικούς διαρθρωτικούς πόρους που χορηγούνται ανάλογα με κάθε προτεραιότητα που προτείνεται στο σχέδιο.

Εν πάση περιπτώσει, τα σχέδια πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των χρηματοδοτήσεων που χορηγούνται σε τομείς που λαμβάνουν μεταβατική ενίσχυση και αυτών που χορηγούνται σε άλλους τομείς που εμπίπτουν στους στόχους αριθ. 1 ή αριθ. 2.

Σε περίπτωση που το ΕΚΤ παρεμβαίνει στο πλαίσιο των στόχων αριθ. 2 ή αριθ. 3, τα ποσοστά συμμετοχής μπορεί να είναι υψηλότερα στις περιοχές του στόχου αριθ. 2 από ό,τι στις άλλες περιοχές.

Στην περίπτωση του στόχου αριθ. 3, στο εν λόγω σχέδιο χρηματοδότησης εμφαίνεται η συγκέντρωση των πιστώσεων που προβλέπονται για τις περιοχές που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.

δ) απολογισμό των διατάξεων που τέθηκαν σε εφαρμογή για διαβούλευση με τους εταίρους·

2. Στις περιφέρειες που υπάγονται στον στόχο αριθ. 1, τα σχέδια περιλαμβάνουν κάθε πρόσφορη ενέργεια σχετική με την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αναφοράς περί του οποίου το άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο γ), καθώς και την αγροτική ανάπτυξη και τις αλιευτικές διαρθρώσεις.

Στην περίπτωση κρατών μελών που καλύπτονται εξ ολοκλήρου από το στόχο αριθ. 1, τα σχέδια περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρει η παράγραφος 1, στοιχείο β), δεύτερο εδάφιο.

3. Τα κράτη μέλη αναφέρουν τα στοιχεία που αφορούν καθένα από τα Ταμεία, συμπεριλαμβανομένου του ύψους της ζητούμενης χρηματοδοτικής συμμετοχής, καθώς και μια συνοπτική περιγραφή των προβλεπόμενων επιχειρησιακών προγραμμάτων, και ιδίως τους ειδικούς στόχους τους και τους κυριότερους προβλεπόμενους τύπους μέτρων.

Άρθρο 17

Κοινοτικά πλαίσια στήριξης

1. Το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης εξασφαλίζει το συντονισμό του συνόλου κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης στις αφορώμενες περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3, της παρέμβασης για την ανάπτυξη των ανθρωπίνων πόρων.

2. Τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης περιλαμβάνουν:

α) τη στρατηγική και τους επιλεγέντες άξονες προτεραιότητας της κοινής δράσης της Κοινότητας και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους· τους ειδικούς στόχους τους, ει δυνατόν ποσοτικά προσδιορισμένους· την εκτίμηση των αναμενόμενων επιδράσεων, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2· ενδεικτικά στοιχεία ως προς το βαθμό στον οποίο αυτή η στρατηγική και αυτοί οι άξονες προτεραιότητας λαμβάνουν υπόψη τις ενδεικτικές κατευθύνσεις του άρθρου 10 παράγραφος 3, την οικονομική πολιτική, τη στρατηγική ανάπτυξης της απασχόλησης μέσω της βελτίωσης της ικανότητας προσαρμογής και των δεξιοτήτων των ανθρώπων και, ενδεχομένως, την περιφερειακη πολιτική του ενδιαφερομένου κράτους μέλους·

β) τη συνοπτική περιγραφή του είδους και της διάρκειας των επιχειρησιακών προγραμμάτων που δεν αποφασίζονται ταυτόχρονα με το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι ειδικοί στόχοι τους και οι άξονες προτεραιότητες που έχουν επιλεγεί·

γ) το ενδεικτικό σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο να προσδιορίζει, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29, για κάθε άξονα προτεραιότητας, το ύψος των συνολικών κονδυλίων που προβλέπονται, για κάθε έτος, για τη συμμετοχή κάθε Ταμείου, ενδεχομένως της ΕΤΕπ, και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου, προς ενημέρωση, του συνολικού ποσού του Τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, όταν αυτά συνεισφέρουν άμεσα στο σχέδιο χρηματοδότησης, καθώς και το συνολικό ποσό των επιλέξιμων δημοσίων χρηματοδοτήσεων και των κατ' εκτίμηση ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων του κράτους μέλους που αντιστοιχούν στη συμμετοχή κάθε Ταμείου.

Στην περίπτωση του στόχου αριθ. 3, στο εν λόγω σχέδιο χρηματοδότησης εμφαίνεται η προβλεπόμενη συγκέντρωση των πιστώσεων που προβλέπονται για τις περιοχές που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.

Στο εν λόγω σχέδιο χρηματοδότησης, αναγράφονται χωριστά οι πιστώσεις που προβλέπονται για τις περιφέρειες που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων που προβλέπεται για κάθε έτος και για κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, πρέπει να είναι συμβατό με τις εφαρμοστέες δημοσιονομικές προοπτικές, λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής μείωσης που αναφέρει το άρθρο 7 παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο·

δ) τις διατάξεις εφαρμογής του κοινοτικού πλαισίου στήριξης, οι οποίες περιλαμβάνουν:

- την υπόδειξη, από το κράτος μέλος, διαχειριστικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 9, στοιχείο ιδ), αρμοδίας για τη διαχείριση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης, σύμφωνα με το άρθρο 34,

- ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των εταίρων στις επιτροπές παρακολούθησης που περιγράφει το άρθρο 35·

ε) εάν χρειάζεται, πληροφορίες σχετικά με τις αναγκαίες πιστώσεις για την προπαρασκευή, παρακολούθηση και αξιολόγηση των παρεμβάσεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 11, τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης περιλαμβάνουν την εκ των προτέρων επαλήθευση της τήρησης της προσθετικότητας και τις ενδεδειγμένες πληροφορίες σχετικά με τη διαφάνεια των χρηματοδοτικών ροών, ιδίως από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προς τις δικαιούχες περιφέρειες.

Άρθρο 18

Επιχειρησιακά προγράμματα

1. Οι παρεμβάσεις που καλύπτονται από κοινοτικό πλαίσιο στήριξης διεξάγονται, κατά γενικό κανόνα, με τη μορφή ενός ολοκληρωμένου επιχειρησιακού προγράμματος κατά περιφέρεια, όπως ορίζεται στο άρθρο 9.

2. Κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα περιλαμβάνει:

α) τους άξονες προτεραιότητας του προγράμματος, τη συνέπειά τους προς το αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, τους ειδικούς στόχους τους, ποσοτικά προσδιορισμένους όπου είναι δυνατόν, και εκτίμηση των αναμενομένων επιπτώσεων, σύμφωνα, με το άρθρο 41 παράγραφος 2·

β) συνοπτική περιγραφή των μέτρων που μελετώνται για την εφαρμογή των αξόνων προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητα για να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή τους προς τα συστήματα ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης· ενδεχομένως, το είδος των αναγκαίων για την προπαρασκευή, παρακολούθηση και αξιολόγηση του επιχειρησιακού προγράμματος μέτρων·

γ) το ενδεικτικό σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο προσδιορίζει, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29, για κάθε άξονα προτεραιότητας και για κάθε έτος, το ύψος των συνολικών κονδυλίων που προβλέπονται για τη συμμετοχή κάθε Ταμείου, ενδεχομένως της ΕΤΕπ και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου, προς ενημέρωση, του συνολικού ποσού του Τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, εφ' όσον συνεισφέρουν άμεσα στο χρηματοδοτικό σχέδιο, και το συνολικό ποσόν των επιλέξιμων δημοσίων χρηματοδοτήσεων και των ιδιωτικών κατ' εκτίμηση χρηματοδοτήσεων του κράτους μέλους, που αντιστοιχούν στη συμμετοχή κάθε Ταμείου.

Στον εν λόγω σχέδιο χρηματοδότησης, αναγράφονται χωριστά, στο σύνολο της συμμετοχής των διαφόρων Ταμείων, οι πιστώσεις που προβλέπονται για τις περιφέρειες που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων που προβλέπεται για κάθε έτος, πρέπει να είναι συμβατό με τις εφαρμοστέες δημοσιονομικές προοπτικές, λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής μείωσης που αναφέρει το άρθρο 7 παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο·

δ) τις διατάξεις για την εφαρμογή του επιχειρησιακού προγράμματος, που περιλαμβάνουν:

i) την υπόδειξη, από το κράτος μέλος, διαχειριστικής αρχής κατά την έννοια του άρθρου 9, στοιχείο ιδ), αρμοδίας για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 34,

ii) την περιγραφή του τρόπου διαχείρισης του επιχειρησιακού προγράμματος,

iii) την περιγραφή των συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης, και δη του ρόλου της επιτροπής παρακολούθησης,

iv) τον καθορισμό των διαδικασιών κινητοποίησης και κυκλοφορίας των χρηματοδοτικών ροών, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνειά τους,

v) την περιγραφή των ειδικών μέτρων και διαδικασιών ελέγχου του επιχειρησιακού προγράμματος.

3. Το συμπλήρωμα προγραμματισμού περιλαμβάνει:

α) τα μέτρα με τα οποία εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι άξονες προτεραιότητας του επιχειρησιακού προγράμματος· την εκ των προτέρων αξιολόγησή των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 3, με ποσοτικό προσδιορισμό τους, εφόσον είναι δυνατόν· τους αντίστοιχους δείκτες παρακολούθησης σύμφωνα με το άρθρο 36·

β) τον καθορισμό των κατηγοριών τελικών δικαιούχων των μέτρων·

γ) το σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο προσδιορίζει, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29, για κάθε μέτρο, το ύψος των συνολικών κονδυλίων που προβλέπονται για τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου Ταμείου, ενδεχομένως της ΕΤΕπ, καθώς και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων, και το ύψος των επιλέξιμων δημοσίων ή εξομοιώσιμων χρηματοδοτήσεων, και των κατ' εκτίμηση ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων, που αντιστοιχούν στη συμμετοχή των Ταμείων· το ποσοστό συμμετοχής ενός Ταμείου σε ένα μέτρο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 29 και λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ποσού των κοινοτικών πιστώσεων που χορηγούνται για το συγκεκριμένο άξονα προτεραιότητας.

Στο εν λόγω σχέδιο χρηματοδότησης, αναγράφονται χωριστά οι πιστώσεις που προβλέπονται για τις περιφέρειες που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Το σχέδιο χρηματοδότησης παρέχει περιγραφή των λαμβανομένων μέτρων συγχρηματοδότησης των σχεδίων, λαμβανομένων υπόψη των θεσμικών, νομικών και χρηματοδοτικών συστημάτων του ενδιαφερομένου κράτους μέλους·

δ) τα μέτρα που μπορούν να εξασφαλίσουν δημοσιότητα στο επιχειρησιακό πρόγραμμα, σύμφωνα με το άρθρο 46·

ε) την περιγραφή των τρόπων που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους για την ηλεκτρονική ανταλλαγή, ει δυνατόν, των στοιχείων που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών διαχείρισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 19

Ενιαία έγγραφα προγραμματισμού

1. Οι παρεμβάσεις που γίνονται βάσει των στόχων αριθ. 2 και αριθ. 3 και βάσει του στόχου αριθ. 1, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, λαμβάνουν, κατά γενικό κανόνα, τη μορφή ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού. Όσον αφορά τους στόχους αριθ. 2 και αριθ. 3, εφαρμόζεται το άρθρο 15 παράγραφος 1, στοιχείο γ).

2. Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του στόχου αριθ. 1, περιλαμβάνει κάθε πρόσφορη ενέργεια σχετική με την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη της απασχόλησης μέσω της βελτίωσης της ικανότητας προσαρμογής και των δεξιοτήτων των ανθρώπων, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αναφοράς περί του οποίου το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ), καθώς και την αγροτική ανάπτυξη και τις διαρθρώσεις της αλιείας.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του στόχου αριθ. 2, εξασφαλίζει τον συντονισμό του συνόλου της κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένου, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, του συντονισμού των μέτρων που αφορούν την αγροτική ανάπτυξη σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου κανονισμού, εξαιρουμένης όμως της ενίσχυσης για την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που χορηγείται στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 3, στο σύνολο των περιοχών που αφορά ο στόχος αριθ. 2.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του στόχου αριθ. 3 εξασφαλίζει τον συντονισμό του συνόλου της κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης για την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων στις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 5, εξαιρουμένων των ενισχύσεων που χορηγούνται σ' αυτό τον τομέα στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 2.

3. Κάθε ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τη στρατηγική και τους επιλεγέντες άξονες προτεραιότητας της κοινής δράσης της Κοινότητας και του ενδιαφερομένου κράτους μέλους· τους ειδικούς στόχους τους, ει δυνατόν ποσοτικά προσδιορισμένους· την εκτίμηση των αναμενόμενων επιδράσεων ιδίως επί του περιβάλλοντος, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2· ενδεικτικά στοιχεία ως προς τον βαθμό στον οποίο αυτή η στρατηγική και αυτοί οι άξονες προτεραιότητας λαμβάνουν υπόψη τις ενδεικτικές κατευθύνσεις που αναφέρει το άρθρο 10 παράγραφος 3, την οικονομική πολιτική, τη στρατηγική ανάπτυξης της απασχόλησης μέσω της βελτίωσης της ικανότητας προσαρμογής και των δεξιοτήτων των ανθρώπων και, ενδεχομένως, την περιφερειακή πολιτική του οικείου κράτους μέλους·

β) τη συνοπτική περιγραφή των μέτρων που σχεδιάζονται για την εφαρμογή των αξόνων προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που απαιτούνται για να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή τους προς τα συστήματα ενισχύσεων κατά το άρθρο 87 της συνθήκης. Ενδεχομένως, το είδος των μέτρων που απαιτούνται για την προετοιμασία, παρακολούθηση και αξιολόγηση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού·

γ) το ενδεικτικό σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο προσδιορίζει, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29, για κάθε άξονα προτεραιότητας και για κάθε έτος, το ύψος των συνολικών κονδυλίων που προβλέπονται για τη συμμετοχή κάθε Ταμείου, ενδεχομένως της ΕΤΕπ και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου, προς ενημέρωση, του συνολικού ποσού του Τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, εφ' όσον συνεισφέρουν άμεσα στο σχέδιο χρηματοδότησης, καθώς και το συνολικό ποσό των επιλέξιμων δημοσίων ή εξομοιώσιμων χρηματοδοτήσεων και των ιδιωτικών κατ' εκτίμηση χρηματοδοτήσεων του κράτους μέλους, που αντιστοιχούν στη συμμετοχή Ταμείου.

Στο εν λόγων σχέδιο χρηματοδότησης, αναγράφονται χωριστά οι πιστώσεις που προβλέπονται για τις περιφέρειες που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων που προβλέπεται για κάθε έτος, πρέπει να είναι συμβατό με τις εφαρμοστέες δημοσιονομικές προοπτικές, λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής μείωσης που αναφέρει το άρθρο 7 παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο.

Στην περίπτωση του στόχου αριθ. 3, αυτό το σχέδιο χρηματοδότησης αναφέρει την συγκέντρωση των προβλεπόμενων πιστώσεων για τις περιοχές που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης·

δ) τις διατάξεις εφαρμογής του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, οι οποίες περιλαμβάνουν:

i) την υπόδειξη, από το κράτος μέλος, διαχειριστικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 9, στοιχείο ιγ), αρμόδιας για τη διαχείριση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, σύμφωνα με το άρθρο 34,

ii) την περιγραφή του τρόπου διαχείρισης του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού,

iii) την περιγραφή των συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης, και ιδίως το ρόλο της επιτροπής παρακολούθησης,

iv) τον καθορισμό των διαδικασιών κινητοποίησης και κυκλοφορίας των χρηματοδοτικών ροών, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνειά τους,

v) την περιγραφή των ειδικών μέτρων και διαδικασιών για τον έλεγχο του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού·

ε) εάν χρειάζεται, πληροφορίες σχετικά με τους αναγκαίους πόρους για την προπαρασκευή, παρακολούθηση και αξιολόγηση των παρεμβάσεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 11, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού περιλαμβάνει την εκ των προτέρων επαλήθευση της τήρησης της προσθετικότητας όσον αφορά τον ή τους κατάλληλους στόχους που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους και τις ενδεδειγμένες πληροφορίες σχετικά με τη διαφάνεια των χρηματοδοτικών ροών, ιδίως από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προς τις δικαιούχες περιφέρειες.

4. Τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού συνοδεύονται από συμπλήρωμα προγραμματισμού, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 9, στοιχείο ιγ) και περιγράφεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ

Άρθρο 20

Περιεχόμενο

1. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες αφορούν τους ακόλουθους τομείς:

α) τη διασυνοριακή, διακρατική και διαπεριφερειακή συνεργασία που αποσκοπεί να δώσει ώθηση στην αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη όλου του κοινοτικού χώρου (INTERREG)·

β) την οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση των πόλεων και των προαστείων που διέρχονται κρίση για την προώθηση βιώσιμης αστικής ανάπτυξης ("URBAN")·

γ) την αγροτική ανάπτυξη (LEADER)·

δ) τη διακρατική συνεργασία για την προαγωγή νέων μεθόδων καταπολέμησης των διακρίσεων και ανισοτήτων πάσης φύσεως σε σχέση με την αγορά εργασίας (EQUAL).

2. Τουλάχιστον το 2,5 % των πιστώσεων υποχρεώσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, περί των οποίων το άρθρο 7 παράγραφος 1, δίνεται στο INTERREG, στα πλαίσια του οποίου θα πρέπει να δίδεται η δέουσα προσοχή στις διασυνοριακές δραστηριότητες, ιδίως με την προοπτική της διεύρυνσης, και στα κράτη μέλη που έχουν εκτεταμένα σύνορα με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, καθώς και στη βελτίωση του συντονισμού με τα προγράμματα PHARE, TACIS και MEDA. Θα δίδεται επίσης η δέουσα προσοχή στη συνεργασία με τις εξόχως απόκεντρες περιοχές.

Στα πλαίσια του EQUAL, θα δίδεται η δέουσα προσοχή στην κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των αιτούντων άσυλο.

3. Τα προγράμματα που εγκρίνονται στο πλαίσιο των κοινοτικών πρωτοβουλιών, μπορούν να αφορούν περιοχές άλλες από τις αναφερόμενες στα άρθρα 3 και 4.

Άρθρο 21

Εκπόνηση, έγκριση και εφαρμογή

1. Σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 48 έως 51 και μετά από κοινοποίηση προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή εγκρίνει κατευθύνσεις που περιγράφουν, για κάθε πρωτοβουλία, τους στόχους, το πεδίο εφαρμογής και τις ενδεδειγμένες διατάξεις εφαρμογής. Οι κατευθύνσεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Κάθε τομέας τον οποίο αναφέρει το άρθρο 20 παράγραφος 1, χρηματοδοτείται από ένα και μόνο Ταμείο και, συγκεκριμένα, το ΕΤΠΑ για τον τομέα της παραγράφου 1, στοιχεία α) και β), το ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Προσανατολισμού για τον τομέα της παραγράφου 1, στοιχείο γ) και το ΕΚΤ για τον τομέα της παραγράφου 1, στοιχείο δ). Για να καλυφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του σχετικού προγράμματος κοινοτικής πρωτοβουλίας, η απόφαση συμμετοχής των Ταμείων μπορεί να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής που ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς κάθε Ταμείου, χωρίς να εξέρχεται από το πλαίσιο των εν λόγω ειδικών διατάξεων.

3. Βάσει προτάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που ορίζει η παράγραφος 1 και το άρθρο 41 παράγραφος 1, υποβάλλονται δε από το κράτος μέλος, η Επιτροπή αποφασίζει τα προγράμματα κοινοτικής πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 28.

4. Τα προγράμματα κοινοτικής πρωτοβουλίας επανεξετάζονται μετά την ενδιάμεση αξιολόγηση περί της οποίας το άρθρο 42, ενδεχομένως δε τροποποιούνται με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου ή των ενδιαφερομένων κρατών ή της Επιτροπής σε συμφωνία με το εν λόγω ή τα εν λόγω κράτη μέλη.

5. Τα προγράμματα κοινοτικής πρωτοβουλίας, καλύπτουν επταετή περίοδο, η οποία αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2000.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

Άρθρο 22

Καινοτόμες ενέργειες

1. Τα Ταμεία μπορούν να χρηματοδοτούν, με πρωτοβουλία της Επιτροπής και αφού οι επιτροπές των άρθρων 48 έως 51 διατυπώσουν τη γνώμη τους για τις κατευθύνσεις τις σχετικές με τους διαφόρους τύπους καινοτόμων ενεργειών, και εντός ορίου 0,7 % των αντίστοιχων ετήσιων κονδυλίων τους, καινοτόμες ενέργειες σε κοινοτικό επίπεδο. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν μελέτες, πιλοτικά σχέδια και ανταλλαγές εμπειριών.

Οι καινοτόμες ενέργειες συμβάλλουν στην εκπόνηση καινοτόμων μεθόδων και πρακτικών που αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας των παρεμβάσεων στο πλαίσιο των στόχων αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3. Τίθενται σε εφαρμογή με τρόπο απλό, διαφανή και σύμφωνο με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

2. Κάθε τομέας δράσης για πιλοτικά σχέδια χρηματοδοτείται από ένα και μόνο Ταμείο. Για να καλυφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του συγκεκριμένου πιλοτικού σχεδίου, η απόφαση συμμετοχής των Ταμείων μπορεί να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής που ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς κάθε Ταμείου, χωρίς να εξέρχεται από το πλαίσιο των εν λόγω ειδικών διατάξεων.

Άρθρο 23

Τεχνική βοήθεια

Τα Ταμεία μπορούν να χρηματοδοτούν, με πρωτοβουλία ή για λογαριασμό της Επιτροπής, και αφού γνωμοδοτήσουν οι επιτροπές των άρθρων 48 έως 51 σχετικά με τα διάφορα είδη μέτρων και εντός ορίου 0,25 % των αντίστοιχων ετησίων κονδυλίων τους, τα μέτρα προπαρασκευής, παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Αυτά περιλαμβάνουν ιδίως:

α) μελέτες, συμπεριλαμβανομένων μελετών γενικού χαρακτήρα, σχετικές με τη δράση των ταμείων·

β) μέτρα τεχνικής βοήθειας, ανταλλαγή εμπειριών και ενημέρωση που προορίζονται για τους εταίρους, τους τελικούς δικαιούχους των παρεμβάσεων των Ταμείων και το ευρύ κοινό·

γ) την εγκατάσταση, λειτουργία και διασύνδεση μηχανογραφικών συστημάτων διαχείρισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης·

δ) τη βελτίωση των μεθόδων αξιολόγησης και την ανταλλαγή πληροφοριών για τις πρακτικές που ακολουθούνται σε αυτόν τον τομέα.

Άρθρο 24

Έγκριση καινοτόμων ενεργειών και τεχνικής βοήθειας

1. Κατόπιν ενημερώσεως των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τις καινοτόμες ενέργειες, η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των αιτήσεων για συμμετοχή των Ταμείων, που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 22 και 23, με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την περιγραφή της προτεινόμενης παρέμβασης, του πεδίου εφαρμογής της, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής κάλυψης, και των ειδικών στόχων της·

β) τους αρμόδιους για την εκτέλεση της παρέμβασης οργανισμούς και τους δικαιούχους·

γ) το χρονοδιάγραμμα και το σχέδιο χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής οποιασδήποτε άλλης κοινοτικής πηγής χρηματοδότησης·

δ) τις διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και ομαλή εφαρμογή·

ε) οιοδήποτε στοιχείο απαιτείται, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμβατότητα με τις κοινοτικές πολιτικές και με τις κατευθύνσεις που αναφέρει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή εγκρίνει τη συμμετοχή των Ταμείων, εφόσον οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν την εκτίμηση της αίτησης.

2. Η Επιτροπή ενημερώνει πάραυτα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με την έγκριση της αίτησης.

3. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν για κάθε κράτος μέλος από τις δικές του θεσμικές διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν υπέχουν οικονομική ευθύνη κατά την έννοια που παρόντος κανονισμού για τις καινοτόμες ενέργειες και τα μέτρα τεχνικής βοήθειας που αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23 αντιστοίχως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ

Άρθρο 25

Ορισμός

Τα Ταμεία μπορούν να χρηματοδοτούν, στο πλαίσιο μιας παρέμβασης, δαπάνες που συνδέονται με μεγάλα έργα, δηλαδή έργα:

α) περιλαμβάνοντα σύνολο εργασιών που δεν μπορούν να διαχωριστούν από οικονομική άποψη, εκπληρώνουν συγκεκριμένη λειτουργία τεχνικής φύσεως και αποσκοπούν σε σαφώς προσδιορισμένους στόχους και

β) των οποίων το συνολικό κόστος που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της συμμετοχής των Ταμείων, υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ.

Άρθρο 26

Έγκριση και εφαρμογή

1. Κατά την εφαρμογή των παρεμβάσεων, εάν το κράτος μέλος ή η διαχειριστική αρχή προβλέπει συμμετοχή των Ταμείων σε ένα μεγάλο έργο, ενημερώνει προηγουμένως την Επιτροπή, διαβιβάζοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) τον υπεύθυνο για την εκτέλεση οργανισμό·

β) τη φύση της επένδυσης και την περιγραφή της, καθώς και το δημοσιονομικό της πλαίσιο και τη γεωγραφική της θέση·

γ) το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου·

δ) την ανάλυση κόστους-ωφελειών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών, αξιολόγηση των κινδύνων καθώς και στοιχεία για την οικονομική βιωσιμότητα του έργου·

ε) επιπλέον:

- για τις επενδύσεις σε υποδομή, την ανάλυση του κόστους και των κοινωνικοοικονομικών ωφελειών από το έργο, στην οποία πρέπει να εμφαίνεται το προβλεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης, οι προβλεπόμενες επιπτώσεις στην ανάπτυξη ή ανασυγκρότηση της περιφέρειας για την οποία πρόκειται, και η εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί των δημοσίων έργων,

- για τις παραγωγικές επενδύσεις: την ανάλυση των προοπτικών της αγοράς στον συγκεκριμένο τομέα και της προβλεπόμενης αποδοτικότητας του έργου·

στ) τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην κατάσταση της απασχόλησης, ει δυνατόν σε επίπεδο Κοινότητας·

ζ) τα στοιχεία που επιτρέπουν να εκτιμηθούν, αφενός μεν, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και η εφαρμογή των αρχών της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης - κατά προτεραιότητα στην πηγή - των περιβαλλοντικών ζημιών και της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει", αφετέρου δε, η τήρηση των κοινοτικών κανόνων σε θέματα περιβάλλοντος·

η) τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκτίμηση της τήρησης των κανόνων ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις·

θ) μνεία των συνεπειών της συμμετοχής των Ταμείων στην πραγματοποίηση του έργου·

ι) το σχέδιο χρηματοδότησης και το συνολικό ποσό των χρηματοδοτικών πόρων που προβλέπονται ως συμμετοχή των Ταμείων και οποιασδήποτε άλλης κοινοτικής πηγής χρηματοδότησης.

2. Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση του έργου, συμβουλευόμενη εάν χρειάζεται την ΕΤΕΠ, με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τον τύπο της προβλεπόμενης επένδυσης και, ενδεχομένως, τα αναμενόμενα έσοδα·

β) τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-ωφελειών,

γ) το πόρισμα από την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον·

δ) τη συνέπειά του προς τους άξονες προτεραιότητας της αντίστοιχης παρέμβασης·

ε) τη συμμόρφωσή του με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές·

στ) τα αναμενόμενα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, ιδίως από την άποψη της απασχόλησης, σε σχέση με τους κινητοποιούμενους χρηματοδοτικούς πόρους·

ζ) το συντονισμό των χρηματοδοτικών μέσων και τον συνδυασμό επιχορηγήσεων και δανείων που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

3. Εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρει η παράγραφος 1 ή τριών μηνών εάν απαιτείται διαβούλευση με την ΕΤΕΠ, η Επιτροπή αποφασίζει να επιβεβαιώσει ή να τροποποιήσει το ποσοστό της κοινοτικής συμμετοχής. Εάν κρίνει ότι το έργο δεν φαίνεται να δικαιολογεί ούτε εν μέρει ούτε εν όλω τη συμμετοχή των Ταμείων, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αρνηθεί πλήρως ή εν μέρει τη συμμετοχή αυτή, αιτιολογώντας την άρνηση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ

Άρθρο 27

Συνολική επιχορήγηση

1. Σε περίπτωση που η εφαρμογή και η διαχείριση μέρους παρέμβασης έχουν ανατεθεί σε ενδιάμεσους φορείς σύμφωνα με το άρθρο 9, στοιχείο θ), οι εν λόγω ενδιάμεσοι φορείς πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις για τη φερεγγυότητά τους και να διαθέτουν αναγνωρισμένη ικανότητα και πείρα στη διοικητική και στην οικονομική διαχείριση. Πρέπει να είναι κανονικά εγκατεστημένοι ή να εκπροσωπούνται εντός της ενδιαφερομένης περιφέρειας ή περιφερειών, όμως μπορούν, σε περιορισμένες και αιτιολογημένες περιπτώσεις, να είναι εγκατεστημένοι εκτός αυτών. Πρέπει να διαθέτουν πολυετή πείρα στον σχετικό τομέα, να έχουν κοινωφελή αποστολή και να συνεργάζονται καταλλήλως με τους κοινωνικοοικονομικούς κύκλους που αφορά άμεσα η εφαρμογή των σχεδιαζόμενων μέτρων.

2. Η προσφυγή σε συνολική επιχορήγηση περιλαμβάνεται στην αντίστοιχη απόφαση συμμετοχής των Ταμείων, ως ειδική διάταξη εφαρμογής της παρέμβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2, στοιχείο δ), καθώς και στο άρθρο 19 παράγραφος 3, στοιχείο δ). Για τις λεπτομέρειες χρησιμοποίησης των συνολικών επιχορηγήσεων, συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, ή της ενδιαφερομένης διαχειριστικής αρχής και του αφορωμένου ενδιάμεσου φορέα.

Στην περίπτωση προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας και καινοτόμων μέτρων, για τις λεπτομέρειες χρησιμοποίησης των συνολικών επιχορηγήσεων συνάπτεται συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και του συγκεκριμένου ενδιάμεσου φορέα. Στην περίπτωση προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας, αυτές οι διαδικασίες πρέπει να συμφωνούνται και με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Το συμπλήρωμα προγραμματισμού που αναφέρει το άρθρο 18, δεν αφορά του μέρος της παρέμβασης που αφορά τη συνολική επιχορήγηση.

3. Οι λεπτομέρειες χρησιμοποίησης της συνολικής επιχορήγησης, διευκρινίζουν ιδίως:

α) τα εφαρμοστέα μέτρα·

β) τα κριτήρια επιλογής των δικαιούχων·

γ) τους όρους και τα ποσοστά της παρέμβασης των Ταμείων, συμπεριλαμβανομένης της χρησιμοποίησης των τόκων που ενδεχομένως θα προκύψουν·

δ) τις λεπτομέρειες για την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και τον δημοσιονομικό έλεγχο της συνολικής επιχορήγησης·

ε) ενδεχομένως, την προσφυγή σε τραπεζική εγγύηση· σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να ενημερώνεται η Επιτροπή.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ

Άρθρο 28

Απόφαση συμμετοχής των Ταμείων

1. Η Επιτροπή αποφασίζει με μια και μόνη απόφαση τη συμμετοχή του συνόλου των Ταμείων, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό, εντός προθεσμίας πέντε μηνών από τη λήψη της αίτησης παρέμβασης. Εφόσον συντρέχει λόγος, η απόφαση διακρίνει σαφώς τις πιστώσεις που χορηγούνται στις περιφέρειες ή περιοχές που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Η μέγιστη συμμετοχή των Ταμείων καθορίζεται για κάθε άξονα προτεραιότητας της παρέμβασης.

Η χρηματοδότηση μέτρου επί συγκεκριμένη περίοδο γίνεται από ένα μόνο Ταμείο εκάστοτε.

Ένα μέτρο ή πράξη δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από διαρθρωτικό Ταμείο παρά μόνον στα πλαίσια ενός από τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ταυτόχρονα.

Μια και η αυτή πράξη δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από Ταμείο στα πλαίσια του στόχου αριθ. 1, αριθ. 2 ή αριθ. 3 και ταυτόχρονα στα πλαίσια κοινοτικής πρωτοβουλίας.

Μια και η αυτή πράξη δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από Ταμείο στα πλαίσια του στόχου αριθ. 1, αριθ. 2 ή αριθ. 3, και ταυτόχρονα από το Τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ.

Μια και η αυτή πράξη δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από Ταμείο στα πλαίσια κοινοτικής πρωτοβουλίας και ταυτόχρονα από το Τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ.

2. Η συμμετοχή των Ταμείων σε επιχειρησιακά προγράμματα που αποσκοπούν στην εφαρμογή ενός κοινοτικού πλαισίου στήριξης, πρέπει να συμβιβάζεται με το σχέδιο χρηματοδότησης που έχει καταρτισθεί στο αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2, στοιχείο γ).

3. Κατά την εφαρμογή των μέτρων, η συμμετοχή των Ταμείων λαμβάνει κυρίως τη μορφή μη επιστρεπτέας ενίσχυσης (εφεξής καλούμενης "άμεσης ενίσχυσης", αλλά και άλλες μορφές, κυρίως δε επιστρεπτέα ενίσχυση, επιδότηση επιτοκίου, εγγύηση, συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο, συμμετοχή σε επιχειρηματικά κεφάλαια ή άλλης μορφής χρηματοδότηση.

Οι ενισχύσεις που επιστρέφονται στη διαχειριστική αρχή ή σε άλλη δημόσια αρχή, διατίθενται εκ νέου για τον ίδιο σκοπό από την εν λόγω αρχή.

Άρθρο 29

Διαφοροποίηση των ποσοστών συμμετοχής

1. Η συμμετοχή των Ταμείων διαφοροποιείται σε συνάρτηση με τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων προβλημάτων, ιδίως των περιφερειακών ή κοινωνικών, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν με τις παρεμβάσεις·

β) τη χρηματοδοτική ικανότητα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της σχετικής ευημερίας του και της ανάγκης να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού·

γ) εντός του πλαισίου των στόχων των Ταμείων που ορίζονται στο άρθρο 1, το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν από κοινοτική άποψη οι παρεμβάσεις και οι άξονες προτεραιότητας για την εξάλειψη, ενδεχομένως, των ανισοτήτων και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, και για την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, ειδικότερα με την εφαρμογή των αρχών της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης και της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει"·

δ) το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι παρεμβάσεις και οι άξονες προτεραιότητας από περιφερειακή και εθνική άποψη·

ε) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπου παρέμβασης και άξονα προτεραιότητας, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες που καταγράφονται κατά την εκ των προτέρων αξιολόγηση, ιδίως όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και την απασχόληση·

στ) τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων στα σχέδια χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων του συνδυασμού δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, της προσφυγής στα κατάλληλα χρηματοδοτικά όργανα σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3, και της επιλογής μορφών χρηματοδότησης τις οποίες απαριθμεί το άρθρο 28 παράγραφος 3.

Όταν η συμμετοχή του ΕΚΤ διαφοροποιείται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1, η διαφοροποίηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες που καταγράφονται κατά την εκ των προτέρων αξιολόγηση, ιδίως όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και την απασχόληση.

2. Η συμμετοχή των Ταμείων υπολογίζεται είτε σε σχέση με το συνολικό επιλέξιμο κόστος είτε σε σχέση με το σύνολο των επιλέξιμων δημοσίων ή εξομοιούμενων δαπανών (εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών και κοινοτικών) που αφορούν κάθε παρέμβαση.

3. Η συμμετοχή των Ταμείων υπόκειται στα ακόλουθα όρια:

α) 75 % κατ' ανώτατο όριο του συνολικού επιλέξιμου κόστους και, κατά γενικό κανόνα, 50 % τουλάχιστον των επιλέξιμων δημοσίων δαπανών, για τα μέτρα που εφαρμόζονται στις περιφέρειες που αφορά ο στόχος αριθ. 1. Όταν οι περιφέρειες αυτές βρίσκονται σε κράτος μέλος που καλύπτεται από το Ταμείο Συνοχής, η κοινοτική συμμετοχή μπορεί, σε εξαιρετικές, δεόντως αιτιολογημένες, περιπτώσεις, να ανέρχεται στο 80 % κατ' ανώτατο όριο του συνολικού επιλέξιμου κόστους στις εξόχως απόκεντρες περιοχές, καθώς και στα περιφερειακά ελληνικά νησιά που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση λόγω απόστασης,

β) 50 % κατ' ανώτατο όριο του συνολικού επιλέξιμου κόστους και, κατά γενικό κανόνα, 25 % τουλάχιστον των επιλέξιμων δημοσίων δαπανών, για τα μέτρα που εφαρμόζονται στις περιοχές που αφορά ο στόχος αριθ. 2 ή αριθ. 3.

Στην περίπτωση επενδύσεων σε επιχειρήσεις, για τη συμμετοχή των Ταμείων τηρούνται τα ανώτατα όρια έντασης ενισχύσεων και σώρευσης που καθορίζονται για τις κρατικές ενισχύσεις.

4. Όταν η συγκεκριμένη παρέμβαση συνεπάγεται τη χρηματοδότηση επενδύσεων που δημιουργούν έσοδα, η συμμετοχή των Ταμείων στις επενδύσεις αυτές καθορίζεται, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, του εύρους του μεικτού περιθωρίου αυτοχρηματοδότησης που αναμένεται συνήθως για τη σχετική κατηγορία επενδύσεων σε συνάρτηση με τις μακροοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες θα πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις, και χωρίς η συμμετοχή των Ταμείων να επιφέρει αύξηση της εθνικής δημοσιονομικής προσπάθειας.

Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή των Ταμείων υπόκειται στα ακόλουθα ανώτατα όρια:

α) στην περίπτωση επενδύσεων σε υποδομή που δημιουργούν καθαρά έσοδα, η παρέμβαση δεν πρέπει να υπερβαίνει:

i) το 40 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους στις περιφέρειες που καλύπτει ο στόχος αριθ. 1, ποσοστό στο οποίο μπορεί να προστίθεται μέγιστη προσαύξηση κατά 10 % στα κράτη μέλη που καλύπτονται από το Ταμείο Συνοχής,

ii) το 25 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους στις περιοχές που καλύπτει ο στόχος αριθ. 2,

iii) τα ποσοστά αυτά μπορούν να προσαυξάνονται κατά ένα ποσοστό για μορφές χρηματοδότησης άλλες πλην των έμεσων ενισχύσεων, χωρίς η προσαύξηση αυτή να μπορεί να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους·

β) στην περίπτωση επενδύσεων σε επιχειρήσεις, η παρέμβαση δεν μπορεί να υπερβαίνει:

i) το 35 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους στις περιφέρειες που καλύπτει ο στόχος αριθ. 1,

ii) το 15 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους στις περιφέρειες που καλύπτει ο στόχος αριθ. 2,

iii) στην περίπτωση επενδύσεων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα ποσοστά αυτά μπορούν να προσαυξάνονται κατά ένα ποσοστό για μορφές χρηματοδότησης άλλες πλην των άμεσων ενισχύσεων, χωρίς η προσαύξηση αυτή να μπορεί να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού επιλέξιμου κόστους.

5. Η κατά τις παραγράφους 3 και 4 μνεία των περιφερειών και περιοχών που αφορούν οι στόχοι αριθ. 1 και αριθ. 2, νοείται επίσης ως μνεία και των περιφερειών και των περιοχών που τυγχάνουν αφενός, μεταβατικής στήριξης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 και, στήριξης δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4, και, αφετέρου, στήριξης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2, αντιστοίχως.

6. Τα μέτρα που εφαρμόζονται με πρωτοβουλία της Επιτροπής και ορίζονται στα άρθρα 22 και 23, είναι δυνατόν να χρηματοδοτούνται σε ποσοστό 100 % του συνολικού κόστους. Τα μέτρα που εφαρμόζονται για λογαριασμό της Επιτροπής και αναφέρονται στο άρθρο 23, χρηματοδοτούνται σε ποσοστό 100 % του συνολικού κόστους.

7. Τα ποσοστά που ορίζονται στο παρόν άρθρο, ισχύουν για τα μέτρα τεχνικής βοήθειας στο πλαίσιο του προγραμματισμού και των κοινοτικών πρωτοβουλιών.

Άρθρο 30

Επιλεξιμότητα

1. Οι δαπάνες που συνδέονται με πράξεις είναι επιλέξιμες για συμμετοχή των Ταμείων μόνον εάν οι πράξεις αυτές εντάσσονται στην αφορώμενη παρέμβαση.

2. Μια δαπάνη δεν μπορεί να θεωρηθεί επιλέξιμη για τη συμμετοχή των Ταμείων, εάν καταβληθεί πράγματι από τον τελικό δικαιούχο πριν από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή της αίτησης για παρέμβαση. Η ημερομηνία αυτή αποτελεί την αφετηρία της επιλεξιμότητας των δαπανών.

Η καταληκτική ημερομηνία επιλεξιμότητας των δαπανών ορίζεται στην απόφαση συμμετοχής των Ταμείων. Αφορά τις πληρωμές που εκτελούνται από τους τελικούς δικαιούχους. Μπορεί να παρατείνεται από την Επιτροπή κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησης του κράτους μέλους, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15.

3. Οι συναφείς εθνικοί κανόνες εφαρμόζονται στις επιλέξιμες δαπάνες, εκτός εάν η Επιτροπή θεσπίσει, εφόσον χρειαστεί, κοινούς κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 53 παράγραφος 2.

4. Τα κράτη μέλη βεβαιούνται ότι, μια πράξη διατηρεί το δικαίωμα της στη συμμετοχή των Ταμείων, μόνον εάν, επί διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας εθνικής αρχής ή της διαχειριστικής αρχής σχετικά με τη συμμετοχή των Ταμείων, η πράξη αυτή δεν υποστεί σημαντική τροποποίηση η οποία:

α) να επηρεάζει τη φύση της ή τους όρους πραγματοποίησής της ή να παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή δημόσιο οργανισμό και

β) να απορρέει είτε από μεταβολή της φύσης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μιας υποδομής είτε από τη διακοπή ή τη μετεγκατάσταση μιας παραγωγής δραστηριότητας.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε τέτοια αλλαγή. Σε περίπτωση αλλαγής αυτού του είδους, εφαρμόζεται το άρθρο 39.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Άρθρο 31

Αναλήψεις υποχρεώσεων από τον προϋπολογισμό

1. Οι αναλήψεις υποχρεώσεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, πραγματοποιούνται βάσει της απόφασης για τη χορήγηση της συμμετοχής των Ταμείων.

2. Οι αναλήψεις υποχρεώσεων για παρεμβάσεις, οι προοριζόμενες να εκτελεστούν επί διάστημα δύο ή περισσότερων ετών, πραγματοποιούνται, κατά γενικό κανόνα, σε ετήσια βάση. Η πρώτη ανάληψη υποχρεώσεων πραγματοποιείται, κατά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής για την έγκριση της παρέμβασης. Οι επόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων πραγματοποιούνται, κατά γενικό κανόνα, έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους.

Το τμήμα μιας ανάληψης υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει ρυθμιστεί με πληρωμή έναντι ή για το οποίο δεν έχει υποβληθεί στην Επιτροπή καμία παραδεκτή αίτηση πληρωμής, όπως ορίζεται στο άρθρο 32 παράγραφος 3, έως η λήξη του δεύτερου έτους που έπεται του έτους της ανάληψης υποχρεώσεων, ή, όπου συντρέχει η περίπτωση και για τα ποσά για τα οποία εκάστοτε πρόκειται, εντός διετίας από την ημερομηνία τυχόν μετέπειτα απόφασης της Επιτροπής αναγκαίας για να επιτραπεί ένα μέτρο ή μια πράξη, ή έως την πάροδο της καταληκτικής ημερομηνίας για τη διαβίβαση της τελικής έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1, αποδεσμεύεται αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή· η συμμετοχή των Ταμείων στην εν λόγω παρέμβαση, μειώνεται κατά το ισόποσο.

Η αναφερόμενη στο δεύτερο εδάφιο προθεσμία αυτεπάγγελτης αποδέσμευσης, παύει να τρέχει για το μέρος των ανειλημμένων υποχρεώσεων που αντιστοιχεί σε πράξεις για τις οποίες, κατά την προσδιοριζόμενη ημερομηνία αποδέσμευσης, εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ή διοικητική προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα, υπό την επιφύλαξη ότι η Επιτροπή έχει ενημερωθεί προηγουμένως από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τους σχετικούς λόγους και ότι έχει δώσει τις πληροφορίες.

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ενημερώνει εγκαίρως το κράτος μέλος και την αρχή πληρωμής, όποτε υπάρχει κίνδυνος εφαρμογής της προβλεπόμενης στο δεύτερο εδάφιο αυτεπάγγελτης αποδέσμευσης.

Αν ο παρών κανονισμός τεθεί σε ισχύ μετά την 1η Ιανουαρίου 2000, η αναφερόμενη στο δεύτερο εδάφιο προθεσμία αυτεπάγγελτης αποδέσμευσης παρατείνεται, για την πρώτη αποδέσμευση, κατά τόσους μήνες όσοι μεσολαβούν από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την ημερομηνία της αναφερόμενης στο άρθρο 28 απόφασης για τη συμμετοχή των Ταμείων.

3. Για τις παρεμβάσεις των οποιών η διάρκεια είναι κατώτερη των δύο ετών, η ανάληψη υποχρεώσεων για το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων, πραγματοποιείται κατά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής για τη χορήγηση της συμμετοχής των Ταμείων.

Άρθρο 32

Πληρωμές

1. Η πληρωμή από την Επιτροπή της συμμετοχής των Ταμείων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αντίστοιχες αναλήψεις υποχρεώσεων από τον προϋπολογισμό και απευθύνεται στην αρχή πληρωμής, που ορίζεται στο άρθρο 9, στοιχείο ιε).

Οι πληρωμές καταλογίζονται στην παλαιότερη ανοικτή ανάληψη υποχρέωσης που έχει πραγματοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 31.

Η πληρωμή μπορεί να λαμβάνει τη μορφή πληρωμών έναντι, ενδιάμεσων πληρωμών ή καταβολής του τελικού υπολοίπου. Οι ενδιάμεσες πληρωμές ή οι πληρωμές του υπολοίπου αφορούν δαπάνες που έχουν πράγματι καταβληθεί και πρέπει να αντιστοιχούν σε πληρωμές που έχουν εκτελεστεί από τους τελικούς δικαιούχους και δικαιολογούνται με εξοφλημένα τιμολόγια ή λογιστικά στοιχεία ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας.

Με την επιφύλαξη των διαθεσίμων του προϋπολογισμού, η Επιτροπή πραγματοποιεί τις ενδιάμεσες πληρωμές εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες από τη λήψη παραδεκτής αίτησης πληρωμής, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

Η αρχή πληρωμής μεριμνά ώστε οι τελικοί δικαιούχοι να λαμβάνουν τα ποσά της συμμετοχής των Ταμείων που δικαιούνται το συντομότερο δυνατό και στο ακέραιο. Δεν γίνεται καμία μείωση, κράτηση ούτε μεταγενέστερη ειδική επιβάρυνση που επιφέρει μείωση των ποσών αυτών.

2. Κατά την πρώτη ανάληψη υποχρέωσης, η Επιτροπή καταβάλλει στην αρχή πληρωμής μια πληρωμή έναντι. Αυτή η πληρωμή έναντι είναι το 7 % της συμμετοχής των Ταμείων στη σχετική παρέμβαση. Κατ' αρχήν, μπορεί να δίνεται τμηματικά επί δύο το πολύ οικονομικά έτη, ανάλογα με τα διαθέσιμα του προϋπολογισμού.

Καθ' όλη τη διάρκεια της παρέμβασης, η αρχή πληρωμής χρησιμοποιεί την πληρωμή έναντι για να καταβάλλει την κοινοτική συμμετοχή στις δαπάνες που αφορούν αυτή την παρέμβαση.

Ανάλογα με την πρόοδο της εφαρμογής της παρέμβασης, το σύνολο ή ένα μέρος της πληρωμής έναντι επιστρέφεται στην Επιτροπή από την αρχή πληρωμής, εάν καμία αίτηση πληρωμής δεν έχει αποσταλεί στην Επιτροπή εντός 18 μηνών από την απόφασή της για τη χορήγηση συμμετοχής των Ταμείων. Εάν η πληρωμή έναντι αποφέρει τόκους, οι τόκοι αυτοί καταλογίζονται από την αρχή πληρωμής στην οικεία παρέμβαση.

3. Με τις ενδιάμεσες πληρωμές αποδίδονται από την Επιτροπή οι δαπάνες που έχουν πράγματι καταβληθεί στο πλαίσιο των Ταμείων και πιστοποιηθεί από την αρχή πληρωμής. Οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται στο επίπεδο κάθε παρέμβασης και υπολογίζονται στο επίπεδο των μέτρων που περιέχονται στο σχέδιο χρηματοδότησης του συμπληρώματος προγραμματισμού. Οι εν λόγω πληρωμές υπόκεινται στην τήρηση των ακόλουθων όρων:

α) να έχει υποβληθεί στην επιτροπή το συμπλήρωμα προγραμματισμού που περιέχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3·

β) να έχει διαβιβαστεί στην Επιτροπή η τελευταία οφειλόμενη ετήσια έκθεση εκτέλεσης, που περιέχει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 37·

γ) να έχει διαβιβαστεί στην Επιτροπή, η ενδιάμεση αξιολόγηση της παρέμβασης που αναφέρει το άρθρο 42, όταν αυτή οφείλεται·

δ) οι αποφάσεις της διαχειριστικής αρχής και της επιτροπής παρακολούθησης να τηρούν το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων που χορηγείται στους σχετικούς άξονες προτεραιότητας·

ε) να έχει δοθεί συνέχεια, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, στις τυχόν συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, ή να έχει κοινοποιηθεί από το κράτος μέλος αιτιολόγηση του γεγονότος ότι δεν ελήφθησαν μέτρα, όταν οι συστάσεις αυτές αποσκοπούν στην κάλυψη σοβαρών ελλείψεων του συστήματος παρακολούθησης ή διαχείρισης, οι οποίες υπονομεύουν την ορθή δημοσιονομική διαχείριση της παρέμβασης· να έχει δοθεί συνέχεια στα αιτήματα διορθρωτικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 4, εάν το αίτημα αφορά το ή τα συγκεκριμένα μέτρα·

στ) να μην έχει επέλθει αναστολή πληρωμών δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και η Επιτροπή να μην έχει λάβει απόφαση για κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 226 της συνθήκης, σχετικά με τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της συγκεκριμένης αίτησης.

Το κράτος μέλος και η αρχή πληρωμής ενημερώνονται αμελλητί από την Επιτροπή εάν δεν πληρούται ένας από τους όρους αυτούς και δεν είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτή η αίτηση πληρωμής, και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση.

Τα κράτη μέλη φροντίζουν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε οι αιτήσεις για τις ενδιάμεσες πληρωμές να υποβάλλονται στην Επιτροπή, συγκεντρωτικά τρεις φορές το χρόνο, η δε τελευταία αίτηση πληρωμής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου.

Οι αιτήσεις ενδιάμεσης πληρωμής διακρίνουν, για κάθε άξονα προτεραιότητας, τις δαπάνες που έχουν καταβληθεί στις περιφέρειες ή περιοχές που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης.

Το σωρευτικό άθροισμα των πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και στην παρούσα παράγραφο, και οι οποίες καταβάλλονται για μια παρέμβαση, ανέρχεται, κατ' ανώτατο όριο, στο 95 % της συμμετοχής των Ταμείων στην παρέμβαση αυτή.

4. Η πληρωμή του τελικού υπολοίπου της παρέμβασης πραγματοποιείται εάν:

α) η αρχή πληρωμής έχει υποβάλει στην Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την καταλητική ημερομηνία πληρωμής που καθορίζεται στην απόφαση για τη χορήγηση συμμετοχής των Ταμείων, πιστοποιημένη δήλωση των δαπανών που έχουν πράγματι καταβληθεί·

β) έχει υποβληθεί στην Επιτροπή και εγκριθεί η τελική έκθεση εκτέλεσης·

γ) το κράτος μέλος έχει αποστείλει στην Επιτροπή τη δήλωση που αναφέρει το άρθρο 38 παράγραφος 1, στοιχείο στ).

5. Η οριστική πληρωμή του υπολοίπου δεν μπορεί πλέον να διορθωθεί με αίτηση του κράτους μέλους, εάν η αρχή πληρωμής δεν έχει υποβάλει τη σχετική αίτηση στην Επιτροπή εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία καταβολής του εν λόγω τελικού υπολοίπου.

6. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των πιστοποιήσεων και δηλώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4.

7. Το αργότερο στις 30 Απριλίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή ενημερωμένες προβλέψεις τους σχετικά με την υποβολή αιτήσεων πληρωμής για την τρέχουσα δημοσιονομική χρήση και τις προβλέψεις για την επόμενη δημοσιονομική χρήση.

8. Η Επιτροπή καθορίζει τις κατάλληλες διαδικασίες πληρωμής, σύμφωνα με τους στόχους αυτών των διατάξεων, για τις καινοτόμες ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 22 και τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και ενημερώνει τις επιτροπές των άρθρων 48 έως 51.

Άρθρο 33

Χρησιμοποίηση του ευρώ

Τα ποσά των αποφάσεων, των αναλήψεων υποχρεώσεων και των πληρωμών της Επιτροπής εκφράζονται και καταβάλλονται σε ευρώ, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα θεσπιστούν από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 53, παράγραφος 2.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Άρθρο 34

Διαχείριση από τη διαχειριστική αρχή

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 3, η διαχειριστική αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 9, στοιχείο ιδ), είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματικότητα και την κανονικότητα της διαχείρισης και της εφαρμογής, και ιδίως για:

α) τη δημιουργία μηχανισμού συλλογής αξιόπιστων οικονομικών και στατιστικών δεδομένων σχετικά με την εφαρμογή, τους δείκτες παρακολούθησης που αναφέρει το άρθρο 36 και την αξιολόγηση που προβλέπεται στα άρθρα 42 και 43, καθώς και τη διαβίβαση αυτών των στοιχείων σύμφωνα με τους όρους που συμφωνούνται μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής, χρησιμοποιώντας, στο μέτρο του δυνατού, ηλεκτρονικά συστήματα που επιτρέπουν την ανταλλαγή δεδομένων με την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3, στοιχείο στ)·

β) την αναπροσαρμογή σύμφωνα με την παράγραφο 3 και την εφαρμογή του συμπληρώματος προγραμματισμού κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 3 και με την επιφύλαξη του άρθρου 35·

γ) τη σύνταξη και, κατόπιν εγκρίσεως της επιτροπής παρακολούθησης, την υποβολή της ετήσιας έκθεσης εκτέλεσης στην Επιτροπή·

δ) τη διοργάνωση, σε συνεργασία με την Επιτροπή και το κράτος μέλος, της ενδιάμεσης αξιολόγησης που αναφέρει το άρθρο 42·

ε) τη χρησιμοποίηση από τους οργανισμούς που συμμετέχουν στη διαχείριση και εφαρμογή της παρέμβασης είτε χωριστού λογιστικού συστήματος, είτε κατάλληλης λογιστικής κωδικοποίησης όλων των συναλλαγών που σχετίζονται με την παρέμβαση·

στ) την κανονικότητα των πράξεων που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο της παρέμβασης, ιδίως την εφαρμογή μέτρων εσωτερικού ελέγχου συμβατών με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης καθώς και την αντίδραση σε τυχόν παρατηρήσεις ή αιτήματα διορθρωτικών μέτρων που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 38 παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ή σε συστάσεις που διατυπώνονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω άρθρων·

ζ) τη συμβατότητα προς τις κοινοτικές πολιτικές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12· στο πλαίσιο της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις, οι προκηρύξεις που προορίζονται για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφέρουν τα στοιχεία των έργων για τα οποία έχει ζητηθεί ή αποφασιστεί συμμετοχή των Ταμείων·

η) την τήρηση των υποχρεώσεων σχετικά με την πληροφόρηση και τη δημοσιότητα που προβλέπονται στο άρθρο 46.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η αρχή διαχείρισης ενεργεί σε πλήρη συμμόρφωση προς τα θεσμικά, νομοθετικά και χρηματοπιστωτικά συστήματα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

2. Κάθε χρόνο, η Επιτροπή και η αρχή διαχείρισης, επ' ευκαιρία της κατάθεσης της ετήσιας έκθεσης εκτέλεσης που προβλέπεται στο άρθρο 37, εξετάζουν τα κυριότερα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με λεπτομερείς κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και της οικείας διαχειριστικής αρχής.

Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώσει παρατηρήσεις προς το κράτος μέλος και τη διαχειριστική αρχή. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις παρατηρήσεις εάν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή θεωρήσει ότι, τα μέτρα που ελήφθησαν δεν είναι επαρκή, μπορεί να απευθύνει συστάσεις αναπροσαρμογών στο κράτος μέλος και στη διαχειριστική αρχή για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κανόνων της παρακολούθησης ή της διαχείρισης της παρέμβασης, καθώς και αιτιολόγηση των συστάσεων αυτών. Όταν δέχεται συστάσεις, η διαχειριστική αρχή παρουσιάζει στη συνέχεια τα μέτρα που λαμβάνει για τη βελτίωση των κανόνων παρακολούθησης ή διαχείρισης, ή εξηγεί γιατί δεν έλαβε μέτρα.

3. Η διαχειριστική αρχή, έπειτα από σχετικό αίτημα της επιτροπής παρακολούθησης ή με δική της πρωτοβουλία, εγκρίνει το συμπλήρωμα προγραμματισμού, χωρίς να τροποποιήσει το συνολικό ποσό της συμμετοχής των Ταμείων που χορηγείται στον σχετικό άξονα προτεραιότητας ούτε τους ειδικούς στόχους του τελευταίου. Κατόπιν εγκρίσεως της επιτροπής παρακολούθησης, ενημερώνει εντός ενός μηνός την Επιτροπή για την εν λόγω αναπροσαρμογή.

Οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που αφορούν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση συμμετοχής των Ταμείων, αποφασίζονται από την Επιτροπή, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την έγκριση της επιτροπής παρακολούθησης.

Άρθρο 35

Επιτροπές παρακολούθησης

1. Κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης ή ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού και κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα, παρακολουθείται από μια επιτροπή παρακολούθησης.

Οι επιτροπές παρακολούθησης συγκροτούνται από το κράτος μέλος, σε συμφωνία με τη διαχειριστική αρχή ύστερα από διαβουλεύσεις με τους εταίρους. Οι εταίροι προωθούν την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών.

Οι επιτροπές παρακολούθησης συγκροτούνται εντός τριών μηνών το πολύ μετά την απόφαση σχετικά με τη συμμετοχή των Ταμείων. Οι επιτροπές παρακολούθησης υπάγονται στη δικαιοδοσία, περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, του κράτους μέλους.

2. Εκπρόσωπος της Επιτροπής και, ενδεχομένως, εκπρόσωπος της ΕΤΕπ, συμμετέχει στις εργασίες της επιτροπής παρακολούθησης, με συμβουλευτική ιδιότητα.

Η επιτροπή παρακολούθησης θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό εντός του θεσμικού, νομοθετικού και χρηματοπιστωτικού πλαισίου του οικείου κράτους μέλους και σε συμφωνία με τη διαχειριστική αρχή.

Κανονικά, η επιτροπή παρακολούθησης προεδρεύεται από εκπρόσωπο του κράτους μέλους ή της διαχειριστικής αρχής.

3. Η επιτροπή παρακολούθησης βεβαιώνεται για την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα της εκτέλεσης της παρέμβασης. Για το σκοπό αυτό:

α) σύμφωνα με το άρθρο 15, επιβεβαιώνει ή προσαρμόζει το συμπλήρωμα προγραμματισμού, συμπεριλαμβανομένων των υλικών και δημοσιονομικών δεικτών που θα χρησιμοποιηθούν στην παρακολούθηση της παρέμβασης. Απαιτείται η έγκρισή της πριν από κάθε μεταγενέστερη προσαρμογή·

β) εξετάζει και εγκρίνει εντός έξι μηνών μετά από την έγκριση της παρέμβασης, τα κριτήρια επιλογής των πράξεων που χρηματοδοτούνται βάσει εκάστου μέτρου·

γ) αξιολογεί τακτικά την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων της παρέμβασης·

δ) εξετάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής, ιδίως την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τα διάφορα μέτρα, καθώς και την ενδιάμεση αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 42·

ε) εξετάζει και εγκρίνει την ετήσια και την τελική έκθεση εκτέλεσης πριν αυτές αποσταλούν στην Επιτροπή·

στ) εξετάζει και εγκρίνει οιαδήποτε πρόταση τροποποίησης του περιεχομένου της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή των Ταμείων·

ζ) μπορεί να προτείνει στη διαχειριστική αρχή οιαδήποτε προσαρμογή ή επανεξέταση της παρέμβασης μπορεί να συντελέσει στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 ή να βελτιώσει τη διαχείριση της παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής της διαχείρισης. Κάθε αναπροσαρμογή της παρέμβασης, παραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3.

Άρθρο 36

Δείκτες παρακολούθησης

1. Η διαχειριστική αρχή και η επιτροπή παρακολούθησης εξασφαλίζουν την παρακολούθηση μέσω φυσικών και δημοσιονομικών δεικτών που καθορίζονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού ή το συμπλήρωμα προγραμματισμού. Για την κατάρτιση των εν λόγω δεικτών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ενδεικτική μεθοδολογική κατεύθυνση και ο κατάλογος παραδειγμάτων δεικτών που δημοσιεύονται από την Επιτροπή, καθώς και ο καθορισμός κατηγοριών πεδίων παρέμβασης που θα προτείνει η Επιτροπή μόλις τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός. Οι δείκτες αυτοί αναφέρονται στον ειδικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης παρέμβασης, στους στόχους της και στην κοινωνικοοικονομική, διαρθρωτική και περιβαλλοντική κατάσταση του κράτους μέλους και, κατά περίπτωση, των περιφερειών του, λαμβάνουν δε υπόψη, ενδεχομένως, την ύπαρξη περιφερειών ή περιοχών που τυγχάνουν μεταβατικής στήριξης. Μεταξύ των δεικτών αυτών, συγκαταλέγονται, ειδικότερα, οι δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την κατανομή του αποθεματικού που προβλέπεται στο άρθρο 44.

2. Οι δείκτες αυτοί εμφανίζουν για τις σχετικές παρεμβάσεις:

α) τους ειδικούς στόχους, με ποσοτικό προσδιορισμό, εφόσον προσφέρονται γι' αυτό, των μέτρων και των αξόνων προτεραιότητας, και τη συνεκτικότητά τους·

β) την πρόοδο εφαρμογής της παρέμβασης από άποψη εκτέλεσης, αποτελέσματος και, μόλις καταστεί δυνατό, επιπτώσεων στο κατάλληλο επίπεδο (άξονα προτεραιότητας ή μέτρο)·

γ) την πρόοδο εφαρμογής του σχεδίου χρηματοδότησης.

Εάν η φύση της παρέμβασης το επιτρέπει, τα στατιστικά στοιχεία αναλύονται κατά φύλο και κατά κατηγορία μεγέθους των δικαιούχων επιχειρήσεων.

3. Οι οικονομικοί δείκτες και οι δείκτες προόδου καταρτίζονται κατά τρόπον ώστε οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ), να μπορούν να εντοπίζονται χωριστά για τα μεγάλα έργα.

Άρθρο 37

Ετήσια και τελική έκθεση εκτέλεσης

1. Για τις πολυετείς παρεμβάσεις, η διαχειριστική αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1, στοιχείο γ), εντός έξι μηνών από το τέλος κάθε πλήρους ημερολογιακού έτους εφαρμογής, έκθεση εκτέλεσης. Υποβάλλεται επίσης στην Επιτροπή τελική έκθεση το αργότερο έξι μήνες μετά την καταληκτική ημερομηνία επιλεξιμότητας των δαπανών.

Για κάθε παρέμβαση διάρκειας κάτω των δύο ετών, η διαχειριστική αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τελική μόνο έκθεση. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται εντός έξι μηνών από την τελευταία πληρωμή που πραγματοποιεί η αρχή πληρωμής.

Πριν από τη διαβίβασή της στην Επιτροπή, η έκθεση εξετάζεται και εγκρίνεται από την επιτροπή παρακολούθησης.

Εντός δύο μηνών μετά την παραλαβή της ετησίας έκθεσης εκτέλεσης, η Επιτροπή δηλώνει, με τη δέουσα αιτιολόγηση, αν η έκθεση θεωρείται ανεπαρκής. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ότι η έκθεση έγινε αποδεκτή. Στην περίπτωση τελικής έκθεσης, η Επιτροπή αντιδρά εντός πέντε μηνών μετά την παραλαβή της έκθεσης.

2. Κάθε ετήσια και τελική έκθεση εκτέλεσης, περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) οιαδήποτε αλλαγή των γενικών όρων έχει σημασία για την εφαρμογή της παρέμβασης, ιδίως δε τις σημαντικές κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, τις αλλαγές των εθνικών, περιφερειακών ή τομεακών πολιτικών, του πλαισίου αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 9, στοιχείο γ), και, ενδεχομένως, τις επιπτώσεις τους στη λογική συνοχή μεταξύ των παρεμβάσεων των διαφόρων Ταμείων ή μεταξύ αυτών και των παρεμβάσεων των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων·

β) την πρόοδο εφαρμογής των αξόνων προτεραιότητας και των μέτρων για καθένα από τα Ταμεία, σε σχέση με τους εκάστοτε ειδικούς στόχους, προβαίνοντας σε ποσοτικό προσδιορισμό, εάν και εφόσον προσφέρονται γι' αυτό, των υλικών δεικτών, του αποτελέσματος και των επιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 36, στο κατάλληλο επίπεδο (άξονας προτεραιότητας ή μέτρο)·

γ) τη δημοσιονομική εκτέλεση της παρέμβασης, με παρουσίαση, για κάθε μέτρο, της κατάστασης των συνολικών δαπανών που έχουν πράγματι καταβληθεί από την αρχή πληρωμής, καθώς και των καταστάσεων των συνολικών πληρωμών που έχει λάβει η Επιτροπή, και με ποσοτικό προσδιορισμό των δημοσιονομικών δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2, στοιχείο γ)· η δημοσιονομική εκτέλεση στις περιοχές που λαμβάνουν μεταβατική στήριξη, παρουσιάζεται χωριστά για κάθε άξονα προτεραιότητας, η δε δημοσιονομική εκτέλεση του Τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, παρουσιάζεται στο επίπεδο του συνολικού ποσού της δημοσιονομικής εκτέλεσης·

δ) τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την διαχειριστική αρχή και από την επιτροπή παρακολούθησης προς εξασφάλιση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας της εφαρμογής, και ειδικότερα:

i) τις ενέργειες παρακολούθησης, δημοσιονομικού ελέγχου και αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τη συλλογή των στοιχείων,

ii) σύνθεση των σημαντικών προβλημάτων που έχουν ανακύψει κατά τη διαχείριση της παρέμβασης καθώς και τα τυχόν ληφθέντα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ανταποκρίσεως στις συστάσεις αναπροσαρμογών που διατυπώνονται δυνάμει του άρθρου 34 παράγραφος 2 ή στα αιτήματα διορθωτικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 38 παράγραφος 4,

iii) τη χρησιμοποίηση της τεχνικής βοήθειας,

iv) τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εξασφάλιση δημοσιότητας στην παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 46·

ε) τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εξασφάλιση της συμβατότητας με τις κοινοτικές πολιτικές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12, και του συντονισμού του συνόλου των κοινοτικών διαθρωτικών παρεμβάσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 και στο άρθρο 19 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο·

στ) ένα χωριστό κεφάλαιο, ενδεχομένως, σχετικό με την πρόοδο εκτέλεσης και τη χρηματοδότηση των μεγάλων έργων και των συνολικών επιχορηγήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 38

Γενικές διατάξεις

1. Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη σε πρώτο βαθμό για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων. Για το σκοπό αυτό, λαμβάνουν ιδίως τα ακόλουθα μέτρα:

α) εξακριβώνουν ότι έχουν δημιουργηθεί και εφαρμόζονται συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ορθή χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων·

β) διαβιβάζουν στην Επιτροπή περιγραφή των συστημάτων αυτών·

γ) διαφαλίζουν ότι η διαχείριση των παρεμβάσεων γίνεται σύμφωνα με το σύνολο των εφαρμοστέων κοινοτικών κανόνων και ότι τα κονδύλια που τίθενται στη διάθεσή τους χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

δ) πιστοποιούν ότι οι δηλώσεις δαπανών που υποβάλλονται στην Επιτροπή είναι ακριβείς, και διαβεβαιώνουν ότι προκύπτουν από την εφαρμογή λογιστικών συστημάτων βάσει δικαιολογητικών που επιδέχονται επαλήθευση·

ε) προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν τις παρατυπίες, τις ανακοινώνουν στην Επιτροπή σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, και τηρούν την Επιτροπή ενήμερη όσον αφορά την εξέλιξη των διοικητικών και δικαστικών διώξεων·

στ) υποβάλλουν στην Επιτροπή, κατά την περάτωση κάθε παρέμβασης, δήλωση προσώπου ή υπηρεσίας λειτουργικά ανεξάρτητου ή ανεξάρτητης από την ορισθείσα διαχειριστική αρχή. Στη δήλωση, παρατίθεται σύνθεση των πορισμάτων των ελέγχων που διεξήχθησαν κατά τα προηγούμενα έτη και κρίνεται η εγκυρότητα της αίτησης πληρωμής του υπολοίπου, καθώς και η νομιμότητα και η κανονικότητα των πράξεων που καλύπτονται από το οριστικό πιστοποιητικό δαπανών. Τα κράτη μέλη επισυνάπτουν στο εν λόγω πιστοποιητικό τη γνώμη τους, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο·

ζ) συνεργάζονται με την Επιτροπή για να εξασφαλιστεί ότι η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων είναι σύμφωνη με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

η) ανακτούν τα ποσά που ενδεχομένως έχουν απολεσθεί λόγω παρατυπιών οι οποίες διαπιστώθηκαν, χρεώνοντας, ανάλογα με την περίπτωση, τόκους υπερημερίας.

2. Η Επιτροπή, στα πλαίσια της ευθύνης της για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ομαλώς λειτουργούντα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, ώστε τα κοινοτικα κονδύλια να χρησιμοποιούνται με τρόπο αποτελεσματικό και ορθό.

Προς τούτο, με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές, νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής μπορούν, σύμφωνα με ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με το κράτος μέλος στα πλαίσια της συνεργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3, να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων με δειγματοληψία, των πράξεων που χρηματοδοτούν τα Ταμεία και των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, με προειδοποίηση τουλάχιστον μιας εργάσιμης ημέρας. Η Επιτροπή ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος, ώστε να της παράσχει κάθε αναγκαία βοήθεια. Στους ελέγχους αυτούς, μπορούν να συμμετέχουν οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό του οικείου κράτους μέλους.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο για να εξακριβώσει την κανονικότητα μιας ή περισσοτέρων πράξεων. Στους ελέγχους αυτούς, μπορούν να συμμετέχουν οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής.

3. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται, βάσει διμερών διοικητικών ρυθμίσεων, για τον συντονισμό των προγραμμάτων, της μεθοδολογίας και της εφαρμογής των ελέγχων, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των ωφέλιμων αποτελεσμάτων των διενεργούμενων ελέγχων. Διαβιβάζουν μεταξύ τους αμελλητί, τα αποτελέσματα των διεξαχθέντων ελέγχων.

Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, και πάντως πριν από την ετήσια επανεξέταση που προβλέπει το άρθρο 34 παράγραφος 2, εξετάζονται και αξιολογούνται τα εξής:

α) τα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξήχθησαν από το κράτος μέλος και την Επιτροπή·

β) οι παρατηρήσεις που ενδεχομένως έχουν υποβληθεί από άλλους εθνικούς ή κοινοτικούς φορείς ή όργανα ελέγχου·

γ) οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των παρατυπιών που σημειώθηκαν, των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή απαιτείται να ληφθούν για τη διόρθωσή τους και, ενδεχομένως, των προσαρμογών των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου.

4. Μετά την εξέταση και την αξιολόγηση αυτή και με την επιφύλαξη των μέτρων που πρέπει να ληφθούν αμέσως από το κράτος μέλος, δυνάμει του παρόντος άρθρου και του άρθρου 39, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώσει παρατηρήσεις, ιδίως για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των παρατυπιών που ενδεχομένως διαπιστώθηκαν. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάζονται στο κράτος μέλος και στην αρχή διαχείρισης της συγκεκριμένης παρέμβασης. Οι παρατηρήσεις συνοδεύονται, ενδεχομένως, από αιτήματα για τη λήψη διορθωτικών μέτρων με σκοπό τη θεραπεία των ελλείψεων ως προς τη διαχείριση και τη διόρθωση των παρατυπιών που εντοπίσθηκαν και που δεν έχουν ήδη διορθωθεί. Το κράτος μέλος μπορεί να σχολιάζει τις παρατηρήσεις αυτές.

Όταν, κατόπιν ή ελλείψει σχολίων του κράτους μέλους, η Επιτροπή εγκρίνει συμπεράσματα, το κράτος μέλος λαμβάνει, εντός της τασσομένης προθεσμίας, τα απαιτούμενα μέτρα για να ανταποκριθεί στα αιτήματα της Επιτροπής και ενημερώνει την Επιτροπή για τις ενέργειές του.

5. Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά τη δέουσα επαλήθευση, μπορεί να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει μια ενδιάμεση πληρωμή, εάν διαπιστώσει ότι οι σχετικές δαπάνες χαρακτηρίζονται από σημαντική παρατυπία που δεν έχει διορθωθεί και ότι επιβάλλεται η άμεση λήψη μέτρων. Η Επιτροπή ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τα μέτρα που έλαβε και την αιτιολογία τους. Εάν, μετά πέντε μήνες, οι λόγοι της αναστολής εξακολουθούν να υφίστανται ή εάν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε για τη διόρθωση της σημαντικής παρατυπίας, εφαρμόζεται το άρθρο 39.

6. Επί τρία έτη, εκτός αντιθέτου αποφάσεως στις διμερείς διοικητικές ρυθμίσεις, μετά την πληρωμή από την Επιτροπή του τελικού υπολοίπου για μια παρέμβαση, οι αρμόδιες αρχές τηρούν στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα (είτε τα πρωτότυπα έγγραφα είτε αντίγραφα για τα οποία βεβαιώνεται ότι είναι σύμφωνα με τα πρωτότυπα σε κοινώς αποδεκτά υποθέματα δεδομένων) τα σχετικά με τις δαπάνες και τους ελέγχους που αφορούν τη συγκεκριμένη παρέμβαση. Η προθεσμία αυτή διακόπτεται σε περίπτωση δικαστικών διώξεων ή κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της Επιτροπής.

Άρθρο 39

Δημοσιονομικές διορθώσεις

1. Τα κράτη μέλη φέρουν κατά πρώτο λόγο την ευθύνη για τη δίωξη των παρατυπιών, ενεργώντας κατόπιν αποδείξεων για οιαδήποτε μείζονα τροποποίηση επηρεάζει τη φύση ή τους όρους εφαρμογής ή ελέγχου μιας παρέμβασης, και πραγματοποιώντας τις αναγκαίες δημοσιονομικές διορθώσεις.

Το κράτος μέλος πραγματοποιεί τις δημοσιονομικές διορθώσεις που απαιτούνται σε σχέση με την επί μέρους ή τη συστηματικής φύσεως παρατυπία. Οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος μέλος συνίστανται σε ολική ή μερική κατάργηση της σχετικής κοινοτικής συμμετοχής. Τα κοινοτικά κονδύλια που ελευθερώνονται με τον τρόπο αυτό, μπορούν να διατεθούν εκ νέου από το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη παρέμβαση, τηρουμένων των λεπτομερών κανόνων που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 53 παράγραφος 2.

2. Αν, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων επαληθεύσεων, η Επιτροπή διαπιστώνει:

α) ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παραγράφου 1· ή

β) ότι το σύνολο ή μέρος μιας πράξης δεν δικαιολογεί ούτε μέρος ούτε το σύνολο της συμμετοχής των Ταμείων· ή

γ) ότι υφίστανται σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου, ικανές να προκαλέσουν ανωμαλίες συστηματικής φύσεως,

η Επιτροπή αναστέλλει τις σχετικές ενδιάμεσες πληρωμές και, αφού εκθέσει τους λόγους, ζητεί από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και, αν απαιτείται, να προβεί σε διορθώσεις εντός τακτής προθεσμίας.

Εάν το κράτος μέλος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή, το κράτος μέλος καλείται σε ακρόαση από την Επιτροπή, κατά την οποία οι δύο πλευρές, σε συνεργασία βασιζόμενη στην εταιρική σχέση, καταβάλλουν προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από αυτές.

3. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, εάν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία και εάν το κράτος μέλος δεν έχει προβεί στις διορθώσεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει εντός τριών μηνών:

α) να μειώσει την πληρωμή έναντι που αναφέρει το άρθρο 32 παράγραφος 2· ή

β) να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις, καταργώντας εν όλω ή εν μέρει τη συμμετοχή των Ταμείων στη συγκεκριμένη παρέμβαση.

Όταν αποφασίζει για το ποσό μιας διόρθωσης, η Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνει υπόψη τη φύση της παρατυπίας ή της τροποποίησης, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν στα συστήματα διαχείριση ή ελέγχου των κρατών μελών.

Εάν δεν ληφθεί απόφαση για την ανάληψη δράσης είτε σχετικά με το στοιχείο α) είτε σχετικά με το στοιχείο β), παύει αμέσως η αναστολή των ενδιάμεσων πληρωμών.

4. Κάθε ποσό το οποίο αποτελεί αντικείμενο απαίτησης ως αχρεωστήτως καταβληθέν, πρέπει να επιστρέφεται στην Επιτροπή. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας.

5. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 32.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Άρθρο 40

Γενικές διατάξεις

1. Για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητά τους, οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις της Κοινότητας αποτελούν αντικείμενο εκ των προτέρων αξιολόγησης, ενδιάμεσης αξιολόγησης και εκ των υστέρων αξιολόγησης, που αποσκοπούν στην εκτίμηση του αντικτύπου τους σε σχέση με τους στόχους του άρθρου 1 και στην ανάλυση των επιπτώσεών τους σε συγκεκριμένα διαρθρωτικά προβλήματα.

2. Η αποτελεσματικότητα της δράσης των Ταμείων μετράται συναρτήσει των εξής κριτηρίων:

α) το γενικό αντίκτυπό της στους στόχους του άρθρου 158 της συνθήκης, και ιδίως στην ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Κοινότητας·

β) τον αντίκτυπο των προτεραιοτήτων που προτείνονται στα προγράμματα και τους άξονες προτεραιότητας που προβλέπονται σε κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, και σε κάθε παρέμβαση.

3. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή προικίζονται με τα κατάλληλα μέσα και συγκεντρώνουν τα αναγκαία στοιχεία, ώστε η αξιολόγηση να μπορεί να διεξαχθεί με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Προς τούτο, για την αξιολόγηση χρησιμοποιούνται τα διάφορα στοιχεία που παρέχει το σύστημα παρακολούθησης, τα οποία συμπληρώνονται, αν χρειασθεί, με τη συλλογή πληροφοριών που αποβλέπουν στη βελτίωση της ευστοχίας της.

Με πρωτοβουλία των κρατών μελών ή της Επιτροπής, ύστερα από ενημέρωση του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, μπορούν να γίνονται συμπληρωματικές αξιολογήσεις, ενδεχομένως θεματικές, με στόχο να προσδιοριστούν οι μεταβιβάσιμες εμπειρίες.

4. Τα πορίσματα της αξιολόγησης τίθενται στη διάθεση του κοινού, κατόπιν σχετικής αιτήσεως. Για τα πορίσματα της αξιολόγησης που αναφέρει το άρθρο 42, απαιτείται συναίνεση της επιτροπής παρακολούθησης σύμφωνα με τις θεσμικές διατάξεις εκάστου κράτους μέλους.

5. Οι λεπτομερείς κανόνες της αξιολόγησης καθορίζονται στα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις παρεμβάσεις.

Άρθρο 41

Εκ των προτέρων αξιολόγηση

1. Η εκ των προτέρων αξιολόγηση χρησιμεύει ως βάση για την προπαρασκευή των σχεδίων, των παρεμβάσεων και του συμπληρώματος προγραμματισμού, στα οποία ενσωματώνεται.

Η εκ των προτέρων αξιολόγηση εμπίπτει στην ευθύνη των αρμοδίων αρχών για την προπαρασκευή των σχεδίων, των παρεμβάσεων και του συμπληρώματος προγραμματισμού.

2. Κατά την προπαρασκευή των σχεδίων και των παρεμβάσεων, η εκ των προτέρων αξιολόγηση περιλαμβάνει ανάλυση των πλεονεκτημάτων, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων του συγκεκριμένου κράτους μέλους, περιφέρειας ή τομέα. Εκτιμά, βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, στοιχείο α), τη συνέπεια της στρατηγικής και των στόχων που έχουν επιλεγεί προς τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων περιφερειών ή περιοχών, συμπεριλαμβανομένης της δημογραφικής εξέλιξής τους, καθώς και τον αναμενόμενο αντίκτυπο των σχεδιαζομένων προτεραιοτήτων δράσης, προσδιορίζοντας ποσοτικά, εάν η φύση τους το επιτρέπει, τους ειδικούς στόχους τους σε σχέση με την αρχική κατάσταση.

Η εκ των προτέρων αξιολόγηση λαμβάνει ιδίως υπόψη την κατάσταση όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την απασχόληση καθώς και την αγορά εργασίας, λαμβανομένης υπόψη της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, το περιβάλλον και την ισότητα ανδρών και γυναικών, ειδικότερα δε περιλαμβάνει:

α) την εκ των προτέρων αξιολόγηση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, κυρίως των τάσεων της αγοράς εργασίας, μεταξύ άλλων και στις περιφέρειες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα απασχόλησης, και της σφαιρικής στρατηγικής στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η στρατηγική αυτή συνδέεται με την εθνική στρατηγική απασχόλησης, όπως περιγράφεται στα εθνικά σχέδια δράσης·

β) την εκ των προτέρων αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης της συγκεκριμένης περιφέρειας, ιδίως δε των τομέων του περιβάλλοντος οι οποίοι ευλόγως αναμένεται ότι θα επηρεαστούν σημαντικά από την παρέμβαση· των διατάξεων που αποβλέπουν στην ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στην παρέμβαση και της συνέπειας των διατάξεων αυτών προς τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους που καθορίζονται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (π.χ. σχέδια διαχείρισης του περιβάλλοντος)· των διατάξεων που αποσκοπούν στην τήρηση των κοινοτικών ρυθμίσεων για θέματα περιβάλλοντος. Η εκ των προτέρων αξιολόγηση περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, περιγραφή με ποσοτικά στοιχεία της τρέχουσας περιβαλλοντικής κατάστασης και εκτίμηση του αναμενομένου αντικτύπου της στρατηγικής και των παρεμβάσεων στην περιβαλλοντική κατάσταση·

γ) την εκ των προτέρων αξιολόγηση της κατάστασης από άποψη ισότητας ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας και ίσης μεταχείρισης κατά την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών περιορισμών κάθε ομάδας· εκτίμηση των αναμενόμενων επιπτώσεων της στρατηγικής και των παρεμβάσεων, ιδίως για την ένταξη ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας, την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, την προώθηση γυναικών επιχειρηματιών και τη συνύπαρξη οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.

Η εκ των προτέρων αξιολόγηση ελέγχει την ευστοχία του προβλεπομένου τρόπου εφαρμογής και παρακολούθησης, καθώς και τη συνέπεια προς τις κοινοτικές πολιτικές και τη συμμόρφωση με τις ενδεικτικές κατευθύνσεις, που αναφέρει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

Λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα των αξιολογήσεων προηγουμένων περιόδων προγραμματισμού.

3. Η αξιολόγηση των μέτρων που προβλέπονται στο συμπλήρωμα προγραμματισμού σκοπό έχει να καταδεικνύεται η συνέπειά τους προς τους στόχους των αντίστοιχων αξόνων προτεραιότητας, να προσδιορίζονται ποσοτικά οι ειδικοί στόχοι τους, όταν αυτό είναι δυνατόν εκ της φύσεώς τους, και μελλοντικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 35 παράγραφος 3, στοιχείο β), να επαληθεύεται η ορθότητα των κριτηρίων επιλογής.

Άρθρο 42

Ενδιάμεση αξιολόγηση

1. Η ενδιάμεση αξιολόγηση εξετάζει, λαμβάνοντας υπόψη την εκ των προτέρων αξιολόγηση, τα πρώτα αποτελέσματα των παρεμβάσεων, την ορθότητά τους και την επίτευξη των στόχων. Εκτιμά επίσης τη χρησιμοποίηση των πιστώσεων, καθώς και την εξέλιξη της παρακολούθησης και της εφαρμογής.

2. Η ενδιάμεση αξιολόγηση διενεργείται υπό την ευθύνη της διαχειριστικής αρχής, σε συνεργασία με την Επιτροπή και το κράτος μέλος. Καλύπτει κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης και κάθε παρέμβαση. Εκτελείται από ανεξάρτητο αξιολογητή, υποβάλλεται στην επιτροπή παρακολούθησης του κοινοτικού πλαισίου στήριξης ή της παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3, και στη συνέχεια διαβιβάζεται στην Επιτροπή, κατά γενικό κανόνα τρία έτη μετά την έγκριση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης ή της παρέμβασης, το αργότερο δε στις 31 Δεκεμβρίου 2003, ενόψει της αναθεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

3. Η Επιτροπή εξετάζει την ορθότητα και την ποιότητα της αξιολόγησης βάσει κριτηρίων που έχουν προηγουμένως καθορισθεί από την Επιτροπή και το κράτος μέλος σε εταιρική βάση, ενόψει της αναθεώρησης της παρέμβασης και της κατανομής του αποθεματικού που αναφέρει το άρθρο 44.

4. Στη συνέχεια της ενδιάμεσης αξιολόγησης, διενεργείται, για κάθε κοινοτικό πλαίσιο στήριξης και για κάθε παρέμβαση, ενημέρωση της αξιολόγησης αυτής. Οι εργασίες αξιολόγησης ολοκληρώνονται το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2005, ώστε να προετοιμασθούν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις.

Άρθρο 43

Εκ των υστέρων αξιολόγηση

1. Η εκ των υστέρων αξιολόγηση αποσκοπεί, λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη διαθέσιμα πορίσματα της αξιολόγησης, στην ανάλυση της χρησιμοποίησης των πόρων, της αποτελεσματικότητας και της επάρκειας των παρεμβάσεων και του αντικτύπου τους, και στην άντληση διδαγμάτων για την πολιτική της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Αναφέρεται στους παράγοντες επιτυχίας ή αποτυχίας της εφαρμογής, καθώς και στα επιτεύγματα και τα αποτελέσματά τους, συμπεριλαμβανομένης της αειφορίας τους.

2. Η Επιτροπή φέρει την ευθύνη της εκ των υστέρων αξιολόγησης, σε συνεργασία με το κράτος μέλος και τη διαχειριστική αρχή. Καλύπτει τις παρεμβάσεις και εκτελείται από ανεξάρτητους αξιολογητές. Ολοκληρώνεται το αργότερο τρία έτη μετά τη λήξη της περιόδου προγραμματισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΔΟΣΗΣ

Άρθρο 44

Κατανομή του αποθεματικού επίδοσης

1. Κάθε κράτος μέλος, σε στενή συνεννόηση με την Επιτροπή, αξιολογεί, στο πλαίσιο κάθε στόχου και το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2003, την επίδοση καθενός από τα επιχειρησιακά του προγράμματα ή ενιαία έγγραφα προγραμματισμού βάσει περιορισμένου αριθμού δεικτών παρακολούθησης που αντανακλούν την αποτελεσματικότητα, τη διαχείριση και τη δημοσιονομική εφαρμογή και που μετρούν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα σε σχέση με τους συγκεκριμένους αρχικούς του στόχους.

Οι δείκτες αυτοί καθορίζονται από το κράτος μέλος, σε στενή συνεννόηση με την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη συνολικά ή εν μέρει έναν ενδεικτικό κατάλογο δεικτών που προτείνεται από την Επιτροπή, και εκφράζονται ποσοτικά στις υφιστάμενες διάφορες ετήσιες εκθέσεις εφαρμογής καθώς και στην ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή τους.

2. Μεσοπρόθεσμα και το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή κατανέμει, σε στενή συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, για κάθε στόχο, βάσει προτάσεων κάθε κράτους μέλους και λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα θεσμικά χαρακτηριστικά τους και τον αντίστοιχο προγραμματισμό τους, τις πιστώσεις υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στα επιχειρησιακά προγράμματα ή ενιαία έγγραφα προγραμματισμού ή στους άξονες προτεραιότητάς τους που θεωρούνται επιτυχή. Τα επιχειρησιακά προγράμματα ή ενιαία έγγραφα προγραμματισμού προσαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 45

Έκθέσεις

1. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 159 της συνθήκης, η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην πραγματοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και σχετικά με τον τρόπο που συνέβαλαν σ' αυτήν τα Ταμεία, το Ταμείο Συνοχής, η ΕΤΕπ και τα άλλα χρηματοδοτικά όργανα. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει ιδίως:

α) απολογισμό της προόδου που έχει σημειωθεί στην πραγματοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και εξέλιξης των περιφερειών, καθώς και ανάλυση των ροών άμεσων επενδύσεων και των επιπτώσεών τους στην κατάσταση της απασχόλησης σε κοινοτικό επίπεδο·

β) απολογισμό του ρόλου των Ταμείων, του Ταμείου Συνοχής, της ΕΤΕπ και των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων, καθώς και της επίπτωσης των άλλων κοινοτικών ή εθνικών πολιτικών στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής·

γ) τις ενδεχόμενες προτάσεις σχετικά με τις κοινοτικές πολιτικές και ενέργειες, οι οποίες πρέπει να εγκριθούν για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

2. Πριν από την 1η Νοεμβρίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού κατά το προηγούμενο έτος. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει ιδίως:

α) απολογισμό των δραστηριοτήτων κάθε Ταμείου, της χρησιμοποίησης των οικείων πόρων του προϋπολογισμού και της συγκέντρωσης των παρεμβάσεων, καθώς και απολογισμό της χρησιμοποίησης των άλλων χρηματοδοτικών οργάνων για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Επιτροπή και της συγκέντρωσης των πόρων τους· ο απολογισμός περιλαμβάνει:

- ετήσια ανάλυση, κατά κράτος μέλος, των πιστώσεων για τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις και έχουν γίνει πληρωμές για κάθε Ταμείο, συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων για τις κοινοτικές πρωτοβουλίες,

- ετήσια αξιολόγηση των καινοτόμων ενεργειών και της τεχνικής βοήθειας·

β) απολογισμό του συντονισμού των παρεμβάσεων των Ταμείων μεταξύ τους και με τις παρεμβάσεις της ΕΤΕπ και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων·

γ) τα πορίσματα, μόλις είναι έτοιμα, της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 42, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων σχετικά με την προσαρμογή των παρεμβάσεων, και στο άρθρο 43, καθώς και αξιολόγηση της συνέπειας των ενεργειών των Ταμείων προς τις κοινοτικές πολιτικές που αναφέρει το άρθρο 12·

δ) κατάλογο των μεγάλων έργων που έτυχαν συμμετοχής των Ταμείων·

ε) τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων από την Επιτροπή ελέγχων σύμγωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 2, καθώς και τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τους ελέγχους αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού και του ύψους των διαπιστωθεισών παρατυπιών και των οικονομικών διορθώσεων που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2·

στ) στοιχεία σχετικά με τις γνώμες των επιτροπών που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 48 έως 51.

Άρθρο 46

Πληροφόρηση και δημοσιότητα

1. Για να πραγματοποιηθεί η διαβούλευση που αναφέρει το άρθρο 15 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημοσιότητα των αναπτυξιακών σχεδίων.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 1, η διαχειριστική αρχή είναι αρμόδια να εξασφαλίσει τη δημοσιότητα της παρέμβασης, και ιδίως να ενημερώσει:

α) τους ενδεχόμενους τελικούς δικαιούχους, τις επαγγελματικές οργανώσεις, τους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους, τους οργανισμούς προώθησης της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και τις αφορώμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις, για τις δυνατότητες που παρέχει η παρέμβαση,

β) την κοινή γνώμη για το ρόλο που διαδραματίζει η Κοινότητα υπέρ της συγκεκριμένης παρέμβασης και για τα αποτελέσματά της.

3. Τα κράτη μέλη συμβουλεύονται την Επιτροπή και, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 2, την ενημερώνουν κάθε έτος για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν για τους σκοπούς που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Άρθρο 47

Γενικές διατάξεις

1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή επικουρείται από τέσσερις επιτροπές:

α) την επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών·

β) την επιτροπή του άρθρου 147 της συνθήκης·

γ) την επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων και αγροτικής ανάπτυξης·

δ) την επιτροπή διαρθρώσεων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας.

2. Όταν οι επιτροπές περί των οποίων η παράγραφος 1, στοιχεία α), γ) και δ), ασκούν αρμοδιότητες συμβουλευτικής επιτροπής, δυνάμει των άρθρων 48, 50 και 51 αντιστοίχως, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

- ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο ληπτέου μέτρου,

- η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το προαναφερόμενο σχέδιο εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, προβαίνοντας ενδεχομένως σε ψηφοφορία,

- οι γνώμες καταχωρούνται στα πρακτικά· εξάλλου, κάθε κράτος μέλος έχει δικαίωμα να ζητά να καταχωρηθεί η θέση του στα εν λόγω πρακτικά,

- η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη της τις γνώμες της επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη της τις γνώμες της.

3. Όταν οι επιτροπές περί των οποίων η παράγραφος 1, στοιχεία α), γ) και δ) ασκούν αρμοδιότητες διαχειριστικής επιτροπής, δυνάμει των άρθρων 48, 50 και 51 αντιστοίχως, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

- ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο του ληπτέου μέτρου,

- η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το προαναφερόμενο σχέδιο εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίζει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του συγκεκριμένου θέματος. Η γνώμη εκδίδεται με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης προκειμένου για έκδοση αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών σταθμίζονται όπως περιγράφεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία,

- η Επιτροπή εκδίδει μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως. Εάν όμως τα μέτρα αυτά δεν συμφωνούν με τη γνώμη της επιτροπής, η Επιτροπή τα γνωστοποιεί αμέσως στο Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή:

- η Επιτροπή μπορεί να αναστέλλει την εφαρμογή του μέτρου που έχει αποφασίσει για διάστημα το πολύ ενός μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης,

- το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει άλλως με ειδική πλειοψηφία, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην τέταρτη περίπτωση.

4. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στις επιτροπές τις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 45, μπορεί δε να ζητά τη γνώμη μιας επιτροπής για κάθε θέμα που σχετίζεται με τις παρεμβάσεις των Ταμείων, πλην εκείνων που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Αυτό περιλαμβάνει τα ζητήματα που κατά κύριο λόγο διεκπεραιώνουν άλλες επιτροπές.

5. Οι γνώμες κάθε επιτροπής γνωστοποιούνται στις άλλες επιτροπές του παρόντος τίτλου.

6. Κάθε επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

7. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται τακτικά για τις εργασίες των επιτροπών.

Άρθρο 48

Επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών

1. Συνιστάται παρά τη Επιτροπή, επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. Η ΕΤΕπ ορίζει ένα αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

2. Η επιτροπή αυτή ασκεί αρμοδιότητες διαχειριστικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 3, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) τις λεπτομέρειες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 2.

Εφόσον το θέμα τις αφορά, ζητείται η γνώμη και άλλων επιτροπών, στα πλαίσια των συμβουλευτικών τους αρμοδιοτήτων, για τις προαναφερόμενες λεπτομέρειες εφαρμογής·

β) τις λεπτομέρειες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1261/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21 Ιουνίου 1999, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ)(13)·

γ) τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κοινοτικές πρωτοβουλίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, στοιχείο α) (INTERREG), και στο άρθρο 20 παράγραφος 1, στοιχείο β) (URBAN).

δ) τις κατευθυντήριες γραμμές για τους διάφορους τύπους καινοτόμων ενεργειών που προβλέπονται στο άρθρο 22, εφ' όσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΤΠΑ.

3. Η επιτροπή αυτή ασκεί καθήκοντα συμβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) τον καθορισμό και την αναθεώρηση του καταλόγου των επιλέξιμων περιοχών δυνάμει του στόχου αριθ. 2·

β) τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις σχετικές πληροφορίες που περιέχονται στα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού δυνάμει των στόχων αριθ. 1 και αριθ. 2·

γ) τους τύπους των μέτρων τεχνικής βοήθειας που προβλέπονται στο άρθρο 23, εφ' όσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΤΠΑ·

δ) οποιαδήποτε άλλα θέματα που αφορούν τα άρθρα 20 έως 22.

Άρθρο 49

Επιτροπή του άρθρου 147 της συνθήκης

1. Η επιτροπή του άρθρου 147 της συνθήκης αποτελείται από δύο αντιπροσώπους της κυβέρνησης, δύο αντιπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και δύο αντιπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών για κάθε κράτος μέλος. Το μέλος της Επιτροπής που ασκεί την προεδρία, μπορεί να μεταβιβάζει το καθήκον αυτό σε ανώτερο υπάλληλο της Επιτροπής.

Για κάθε κράτος μέλος, ορίζεται ένας αναπληρωτής για κάθε κατηγορία αντιπροσώπων που αναφέρει το πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση απουσίας του ενός ή/και των δύο μελών, ο αναπληρωτής συμμετέχει αυτοδικαίως στη λήψη των αποφάσεων.

Τα μέλη και οι αναπληρωτές διορίζονται από το Συμβούλιο έπειτα από πρόταση της Επιτροπής για μια τριετία. Η θητεία τους μπορεί να ανανεώνεται. Το Συμβούλιο προσπαθεί να μεριμνήσει, ως προς τη σύνθεση της επιτροπής, για δίκαιη εκπροσώπηση των διαφόρων ενδιαφερόμενων ομάδων. Η ΕΤΕπ ορίζει, για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης που την αφορούν, έναν αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

2. Η επιτροπή:

α) γνωμοδοτεί για τα σχέδια αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού και τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης του στόχου αριθ. 3 καθώς και για τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις σχετικές πληροφορίες που περιέχονται στα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού, δυνάμει των στόχων αριθ. 1 και αριθ. 2, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΚΤ·

β) γνωμοδοτεί για τις λεπτομέρειες εφαρμογής περί των οποίων το άρθρο 53 παράγραφος 2·

γ) ζητείται η γνώμη της για τις λεπτομέρειες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1262/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ)(14)·

δ) γνωμοδοτεί για τα σχέδια κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής όσον αφορά τις κοινοτικές πρωτοβουλίες του άρθρου 20 παράγραφος 1, στοιχείο δ), τύπους καινοτόμων ενεργειών, στο πλαίσιο του άρθρου 22, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΚΤ. Μπορεί επίσης να επιφορτισθεί από την Επιτροπή με περαιτέρω θέματα σχετικά με τα άρθρα 20 έως 22·

ε) ζητείται η γνώμη της για τους τύπους μέτρων τεχνικής βοήθειας που αναφέρονται στο άρθρο 23, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΚΤ.

3. Οι γνώμες της επιτροπής υιοθετούνται με την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. Η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο έχει λάβει υπόψη τις γνώμες της.

Άρθρο 50

Επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων και αγροτικής ανάπτυξης

1. Συνιστάται παρά τη Επιτροπή, επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων και αγροτικής ανάπτυξης, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. Η ΕΤΕπ ορίζει έναν αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

2. Η Επιτροπή αυτή ασκεί αρμοδιότητες διαχειριστικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 3, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) τις λεπτομέρειες εφαρμογής περί των οποίων τα άρθρα 34, 50 και 53 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999·

β) τις κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες σχετίζονται με την κοινοτική πρωτοβουλία περί της οποίας το άρθρο 20 παράγραφος 1, στοιχείο γ) ("LEADER").

3. Η επιτροπή ασκεί αρμοδιότητες συμβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) την κατάρτιση και αναθεώρηση του καταλόγου των επιλέξιμων περιφερειών δυνάμει του στόχου αριθ. 2·

β) τα τμήμα της παρέμβασης που αφορούν τις γεωργικές διαρθρώσεις και την αγροτική ανάπτυξη, τα οποία περιλαμβάνονται στα σχέδια αποφάσεων της Επιτροπή σχετικά με τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις σχετικές πληροφορίες που περιέχονται στα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού για τις περιφέρειες των στόχων αριθ. 1 και αριθ. 2·

γ) τις λεπτομέρειες εφαρμογής περί των οποίων το άρθρο 53 παράγραφος 2·

δ) τους τύπους των μέτρων τεχνικής βοήθειας που προβλέπονται στο άρθρο 23, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΕΓΤΠΕ·

ε) οποιαδήποτε άλλα θέματα σχετικά με τα άρθρα 20 έως 22.

Άρθρο 51

Επιτροπή διαρθρώσεων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας

1. Συνιστάται παρά τη Επιτροπή, επιτροπή διαρθρώσεων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. Η ΕΤΕπ ορίζει έναν αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

2. Η επιτροπή αυτή ασκεί αρμοδιότητες διαχειριστικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 3, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) τις λεπτομέρειες εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1263/1999·

β) τις κατευθυντήριες γραμμές για τους διάφορους τύπους καινοτόμων μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 22, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΧΜΠΑ.

3. Η Επιτροπή αυτή ασκεί αρμοδιότητες συμβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2, όταν ασχολείται με τα ακόλουθα θέματα:

α) την κατάρτιση και αναθεώρηση του καταλόγου των επιλέξιμων περιοχών δυνάμει του στόχου αριθ. 2·

β) τα τμήματα της παρέμβασης που αφορούν τις αλιευτικές διαρθρώσεις, τα οποία περιλαμβάνονται στα σχέδια αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις σχετικές πληροφορίες που περιέχονται στα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού, του στόχου αριθ. 1·

γ) τις λεπτομέρειες εφαρμογής περί των οποίων το άρθρο 53 παράγραφος 2·

δ) τους τύπους των μέτρων τεχνικής βοήθειας που προβλέπονται στο άρθρο 23, εφόσον προβλέπεται συμμετοχή του ΧΜΠΑ·

ε) οποιαδήποτε άλλα θέματα σχετικά με το άρθρο 22.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 52

Μεταβατικές διατάξεις

1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη συνέχιση ούτε την τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένης της ολικής ή μερικής κατάργησης, παρέμβασης που έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή βάσει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 ή κάθε άλλης νομοθεσίας που ρυθμίζει την παρέμβαση αυτή κατά την 31η Δεκεμβρίου 1999.

2. Οι αιτήσεις περί συμμετοχής των Ταμείων σε παρεμβάσεις, οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88, εξετάζονται και εγκρίνονται από την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, το αργότερο, βάσει των κανονισμών αυτών.

3. Κατά την κατάρτιση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης και των παρεμβάσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κάθε μέτρο που έχει ήδη εγκριθεί από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και το οποίο έχει δημοσιονομική επίπτωση κατά την περίοδο που καλύπτεται από τα πλαίσια και τις παρεμβάσεις. Τα μέτρα αυτά δεν υπόκεινται στην τήρηση του άρθρου 30 παράγραφος 2.

4. Παρά την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, μια δαπάνη η οποία όντως κατεβλήθη, για την οποία η Επιτροπή λαμβάνει, μεταξύ της 1η Ιανουαρίου 2000 και της 30ής Απριλίου 2000, αίτηση παρέμβασης, πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, μπορεί να θεωρηθεί επιλέξιμη για τη συμμετοχή των Ταμείων από 1ης Ιανουαρίου 2000.

5. Τα τμήματα των ποσών που έχουν δεσμευθεί για τις πράξεις ή τα προγράμματα που αποφασίσθηκαν από την Επιτροπή, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994, και για τα οποία δεν θα έχει υποβληθεί στην Επιτροπή, μέχρι τις 31 Μαρτίου 2001 το αργότερο, αίτηση οριστικής πληρωμής, αποδεσμεύονται αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου 2001 και δημιουργούν απαίτηση για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με την επιφύλαξη των πράξεων ή πραγραμμάτων που τελούν υπό αναστολή για δικαστικούς λόγους.

Τα τμήματα των ποσών που έχουν δεσμευθεί για τις πράξεις ή τα προγράμματα που αποφάσισε η Επιτροπή μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1994 και 31ης Δεκεμβρίου 1999, και για τα οποία δεν θα έχει υποβληθεί στην Επιτροπή, το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου 2003, αίτηση οριστικής πληρωμής, αποδεσμεύονται αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου 2003 και δημιουργούν απαίτηση για ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με την επιφύλαξη των πράξεων ή προγραμμάτων που τελούν υπό αναστολή για δικαστικούς λόγους.

Άρθρο 53

Λεπτομέρειες εφαρμογής

1. Η Επιτροπή αναλαμβάνει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2. Η Επιτροπή θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των άρθρων 30, 33, 38, 39 και 46, σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 2, στοιχείο α). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία και εφόσον κρίνεται αναγκαίο σε απρόβλεπτες περιστάσεις, θεσπίζει άλλους λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 54

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 καταργούνται από 1ης Ιανουαρίου 2000, με την επιφύλαξη του άρθρου 52 παράγραφος 1.

Οι παραπομπές στους καταργούμενους κανονισμούς νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 55

Ρήτρα επανεξέτασης

Κατόπιν προτάσεων της Επιτροπής, το Συμβούλιο επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

Το Συμβούλιο αποφαίνεται επί της προτάσεως αυτής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 161 της συνθήκης.

Άρθρο 56

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα άρθρα 28, 31 και 32 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2000.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 21 Ιουνίου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. VERHEUGEN

(1) ΕΕ C 176 της 9.6.1998, σ. 1.

(2) Σύμφωνη γνώμη που διατυπώθηκε στις 6 Μαΐου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ C 407 της 28.12.1998, σ. 74.

(4) ΕΕ C 373 της 2.12.1998, σ. 1.

(5) ΕΕ L 185 της 15.7.1988, σ. 9· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3193/94 (ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 11).

(6) ΕΕ L 374 της 31.12.1988, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3193/94.

(7) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80.

(8) ΕΕ L 375 της 23.12.1989, σ. 11 (PHARE)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 753/96 (ΕΕ L 103 της 26.4.1996, σ. 5).

(9) ΕΕ L 165 της 4.7.1996, σ. 1 (TACIS).

(10) ΕΕ L 189 της 30.7.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 780/98 [ΕΕ L 113 της 15.4.1998, σ. 2 (MEDA)].

(11) ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 1.

(12) Βλέπε σελίδα 54 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(13) Βλέπε σελίδα 43 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(14) Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

Ετήσια κατανομή των πιστώσεων υποχρεώσεων για το 2000-2006 που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>